ΝΟΜΟΣ 4489 ΦΕΚ Α 140/21.09.2017

 

Ευρωπαϊκή εντολή έρευνας στις ποινικές υποθέσεις - Εναρμόνιση της νομοθεσίας με την Οδηγία 2014/41/ΕΕ και άλλες διατάξεις

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α'

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

’ρθρο 1

 

   Σκοπός του παρόντος νόμου είναι η ενσωμάτωση στην εθνική έννομη τάξη της Οδηγίας 2014/41/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Απριλίου 2014 για την ευρωπαϊκή εντολή έρευνας σε ποινικές υποθέσεις (L' 130).

 

’ρθρο 2

Η ευρωπαϊκή εντολή έρευνας και η υποχρέωση εκτέλεσής της (άρθρο 1 της Οδηγίας)

 

   1. Η Ευρωπαϊκή Εντολή Έρευνας (ΕΕΕ) είναι δικαστική απόφαση ή απόφαση την οποία εκδίδει ή επικυρώνει δικαστική αρχή κράτους-μέλους της ΕΕ («κράτος έκδοσης») με σκοπό την εκτέλεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων ερευνητικών μέτρων σε άλλο κράτος-μέλος («κράτος εκτέλεσης») για τη λήψη αποδεικτικών στοιχείων.

 

   2. Οι ΕΕΕ εκτελούνται από τις ελληνικές αρχές με βάση την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου.

 

   3. Κατά την έκδοση, διαβίβαση και εκτέλεση της ΕΕΕ τηρούνται τα θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων υπεράσπισης όσων υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες. Τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις ελληνικές δικαστικές αρχές σχετικά με την τήρηση των δικαιωμάτων του προηγούμενου εδαφίου δεν θίγονται.

 

’ρθρο 3

Ορισμοί (άρθρο 2 της Οδηγίας)

 

   Κατά την έννοια του παρόντος νόμου, νοούνται ως:

   α) «κράτος έκδοσης»: το κράτος - μέλος στο οποίο εκδίδεται η ΕΕΕ,

   β) «κράτος εκτέλεσης»: το κράτος-μέλος στο οποίο εκτελείται η ΕΕΕ και στο οποίο πρέπει να εκτελεστεί το ερευνητικό μέτρο,

   γ) «αρχή έκδοσης»:

   γα) δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση, ή

   γβ) κάθε άλλη αρμόδια αρχή που έχει ορισθεί από το κράτος έκδοσης για να ενεργεί ως ανακριτική αρχή σε ποινικές διαδικασίες στη συγκεκριμένη περίπτωση, αρμόδια σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο να διατάσσει τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Πριν τη διαβίβασή της, η ΕΕΕ επικυρώνεται αφού εξεταστεί από αρχή της υποπερίπτωσης γα' η τήρηση των προϋποθέσεων έκδοσής της, ιδίως αυτών της παραγράφου 2 του άρθρου 7. Στην περίπτωση αυτή, η αρχή που την επικυρώνει μπορεί να θεωρηθεί αρχή έκδοσης για τους σκοπούς της διαβίβασής της.

   Αρχή έκδοσης ΕΕΕ για την Ελλάδα είναι κάθε αρχή του άρθρου 6.

   δ) «αρχή εκτέλεσης»: αρχή αρμόδια να αναγνωρίζει ΕΕΕ και να εξασφαλίζει την εκτέλεσή τους. Αρμόδια δικαστική αρχή για την εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ορίζεται η αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 11, η οποία εξασφαλίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τις ισχύουσες διαδικασίες σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

’ρθρο 4

Πεδίο εφαρμογής της ΕΕΕ (άρθρα 1 παρ. 1 εδάφιο β' και 3 της Οδηγίας)

 

   Η ΕΕΕ έχει ως αντικείμενο κάθε ερευνητικό μέτρο, περιλαμβανομένης της λήψης αποδεικτικών στοιχείων τα οποία βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων αρχών του κράτους εκτέλεσης. H EEE δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο τη σύσταση κοινής ομάδας έρευνας και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων στο πλαίσιο αυτής κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 13 της Σύμβασης για την αμοιβαία δικαστική συνδρομή επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE C 197 της 12.7.2000, σ. 3) και στο Κεφάλαιο Δεύτερο (άρθρα 13-24) του ν. 3663/2008 (Α' 99) «Ευρωπαϊκή Μονάδα Δικαστικής Συνεργασίας (EURO-JUST), Κοινές Ομάδες Έρευνας και λοιπές διατάξεις» (Απόφαση-Πλαίσιο 2002/465/ΔΕΥ του Συμβουλίου). Κατ' εξαίρεση, το κράτος όπου δραστηριοποιείται η κοινή ομάδα έρευνας μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ όταν η ομάδα χρειάζεται τη συνδρομή άλλου κράτους-μέλους, εκτός εκείνων που συγκροτούν την ομάδα.

 

’ρθρο 5

Είδη διαδικασιών στο πλαίσιο των οποίων εκδίδονται ΕΕΕ (άρθρο 4 της Οδηγίας)

 

   Η ΕΕΕ εκδίδεται στο πλαίσιο:

   α) ποινικής διαδικασίας που κινείται από δικαστική αρχή ή μπορεί να κινηθεί ενώπιόν της για αξιόποινη πράξη βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης,

   β) διαδικασίας που κινούν διοικητικές αρχές, όταν αυτή αφορά πράξεις που τιμωρούνται βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης ως παραβάσεις κανόνων δικαίου και όταν η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής μπορεί να οδηγήσει σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις,

   γ) διαδικασίας που κινούν δικαστικές αρχές, όταν αυτή αφορά πράξεις που τιμωρούνται βάσει της νομοθεσίας του κράτους έκδοσης ως παραβάσεις κανόνων δικαίου και όταν η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής αρχής μπορεί να οδηγήσει σε δίκη ενώπιον δικαστηρίου που έχει δικαιοδοσία σε ποινικές υποθέσεις και

   δ) διαδικασιών των περιπτώσεων α', β' και γ', οι οποίες αφορούν αξιόποινες πράξεις ή παραβάσεις που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την ευθύνη ή να επισύρουν την τιμωρία νομικού προσώπου στο κράτος έκδοσης.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β'

ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗ ΕΕΕ

 

’ρθρο 6

Ελληνική αρχή έκδοσης της ΕΕΕ (άρθρο 2 στοιχείο γ' της Οδηγίας)

 

   Αρμόδια αρχή για την έκδοση της ΕΕΕ από την Ελλάδα είναι: α) δικαστής, δικαστήριο, ανακριτής ή εισαγγελέας με αρμοδιότητα στη συγκεκριμένη υπόθεση και β) κάθε άλλη αρμόδια αρχή, η οποία στη συγκεκριμένη υπόθεση ενεργεί ως ανακριτική αρχή σε ορισμένη ποινική διαδικασία, υπό τον όρο ότι η ΕΕΕ που εκδίδεται από αυτή επικυρώνεται από τον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος την επικυρώνει, αφού ερευνήσει την τήρηση των προϋποθέσεων του παρόντος νόμου.

 

’ρθρο 7

Έκδοση ΕΕΕ (άρθρα 1 παρ. 2 και 6 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή του άρθρου 6 εκδίδει ΕΕΕ αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αίτησης του υπόπτου ή του κατηγορουμένου ή του συνηγόρου τους επ' ονόματι και για λογαριασμό τους.

 

   2. Η ανωτέρω αρχή εκδίδει ΕΕΕ, μόνο όταν κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

   α) η έκδοση της ΕΕΕ είναι αναγκαία και τελεί σε αναλογία με τους σκοπούς της διαδικασίας του άρθρου 5, λαμβάνοντας υπόψη την προστασία των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου,

   β) τα αιτούμενα ερευνητικά μέτρα που αναφέρονται στην ΕΕΕ θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

   3. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, η ανωτέρω αρχή απορρίπτει την αίτηση του υπόπτου ή του κατηγορουμένου.

 

   4. Η ανωτέρω αρχή, κατόπιν διαβούλευσης με την αρμόδια αρχή εκτέλεσης όταν η τελευταία θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, μπορεί να ανακαλέσει την ΕΕΕ.

 

’ρθρο 8

Τύπος και περιεχόμενο της ΕΕΕ (άρθρο 5 της Οδηγίας)

 

   1. Η ΕΕΕ εκδίδεται σύμφωνα με το υπόδειγμα του Παραρτήματος A' του παρόντος και περιλαμβάνει κατ' ελάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) το όνομα, τη διεύθυνση, τους αριθμούς τηλεφώνου και τηλεομοιοτυπίας, καθώς και, αν υπάρχει, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της δικαστικής αρχής που εξέδωσε ή επικύρωσε την ΕΕΕ,

   β) το αντικείμενο και τους λόγους έκδοσης της ΕΕΕ,

   γ) τα στοιχεία ταυτότητας και την ιθαγένεια του υπόπτου ή κατηγορουμένου, αν δε αυτός είναι ανήλικος ή ανίκανος προς δικαιοπραξία, τα στοιχεία ταυτότητας και την ιθαγένεια του αντιπροσώπου ή του επιτρόπου του,

   δ) περιγραφή της αξιόποινης πράξης που αποτελεί αντικείμενο έρευνας ή διαδικασίας, καθώς και των σχετικών ποινικών διατάξεων που την τυποποιούν,

   ε) περιγραφή του ή των αιτούμενων ερευνητικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν και των αποδεικτικών στοιχείων που πρέπει να συγκεντρωθούν.

 

   2. Η ΕΕΕ συμπληρώνεται και υπογράφεται από την αρχή του άρθρου 6, η οποία πιστοποιεί την ακρίβεια και βεβαιώνει την ορθότητα του περιεχομένου της.

 

   3. Η ΕΕΕ μεταφράζεται στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα.

 

’ρθρο 9

Διαδικασία διαβίβασης (άρθρο 7 της Οδηγίας)

 

   1. Η ΕΕΕ, αφού συμπληρωθεί σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, διαβιβάζεται από την ελληνική αρχή έκδοσης στην αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης είτε απευθείας, είτε μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή του εθνικού μέλους της Eurojust, με οποιοδήποτε μέσο μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως και κατά τρόπο που επιτρέπει στο κράτος εκτέλεσης να διαπιστώνει τη γνησιότητά της.

 

   2. Κάθε περαιτέρω επίσημη επικοινωνία διενεργείται απευθείας μεταξύ της ελληνικής αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ανακύψει πρόβλημα σχετικά με τη διαβίβαση ή τη διαπίστωση της γνησιότητας κάθε εγγράφου και η απευθείας επικοινωνία αποβεί άκαρπη, μπορεί να αναζητηθεί η συνδρομή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

   3. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης, η ελληνική αρχή έκδοσης απευθύνεται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία αναζητά με κάθε πρόσφορο μέσο τις σχετικές πληροφορίες και διασαφηνίσεις από το κράτος εκτέλεσης. Αν η αρμόδια αρχή του κράτους εκτέλεσης είναι άγνωστη, η ελληνική αρχή έκδοσης μπορεί, ιδίως μέσω των σημείων επαφής του Ευρωπαϊκού Δικαστικού Δικτύου ή του εθνικού μέλους της Eurojust, να αναζητά και να λαμβάνει κάθε απαραίτητη πληροφορία σχετικά με την αρμόδια αρχή εκτέλεσης.

 

’ρθρο 10

Αρμοδιότητα για τη συμπλήρωση της ΕΕΕ (άρθρα 8 και 9 παρ. 4 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρμόδια αρχή που εξέδωσε προγενέστερη ΕΕΕ είναι αποκλειστικά αρμόδια για τη συμπλήρωσή της («συμπληρωματική ΕΕΕ»), σύμφωνα με την ενότητα Δ' του υποδείγματος του Παραρτήματος A' του παρόντος.

 

   2. Η συμπληρωματική ΕΕΕ πιστοποιείται, σύμφωνα με την περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 8 και επικυρώνεται, αν συντρέχει περίπτωση, σύμφωνα με την περίπτωση γ' του άρθρου 3.

 

   3. Η αρχή έκδοσης συνδράμει την εκτέλεση της ΕΕΕ στο κράτος εκτέλεσης σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 11, μπορεί δε να εκδίδει και να διαβιβάζει απευθείας στην αρχή εκτέλεσης συμπληρωματική ΕΕΕ.

 

   4. Η αρχή έκδοσης μπορεί να ζητήσει από μία ή περισσότερες ελληνικές αρχές να συνδράμουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ, υπό τον όρο ότι οι ελληνικές αρχές θα έχουν αρμοδιότητα να συνδράμουν και στην εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ'

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΕΙΣ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΕΕΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

’ρθρο 11

Αναγνώριση και εκτέλεση ΕΕΕ (άρθρα 2 στοιχείο δ', 6 παρ. 3, 7 παράγραφοι 6 και 9 της Οδηγίας)

 

   1. Αρμόδια δικαστική αρχή για την αναγνώριση και εκτέλεση ΕΕΕ στην Ελλάδα ορίζεται ο εισαγγελέας εφετών στη δικαστική περιφέρεια του οποίου πρόκειται να εκτελεστεί η ΕΕΕ, ο οποίος μεριμνά, κατά περίπτωση, για την εκτέλεσή της.

 

   2. Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει κάθε ΕΕΕ που της διαβιβάζεται και μεριμνά για την εκτέλεσή της σαν να πρόκειται για ερευνητικό μέτρο που διατάχθηκε από ελληνική αρμόδια αρχή, εκτός αν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου, συντρέχει λόγος μη αναγνώρισης, μη εκτέλεσης ή αναβολής.

 

   3. Η αρχή εκτέλεσης τηρεί τις διατυπώσεις και τις διαδικασίες που ρητά ορίζονται από την αρχή έκδοσης, εκτός αν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα νόμο, και υπό την προϋπόθεση ότι οι σχετικές διατυπώσεις και διαδικασίες δεν αντιβαίνουν στο ελληνικό δίκαιο.

 

   4. Όταν η αρχή εκτέλεσης παραλαμβάνει ΕΕΕ η οποία δεν έχει εκδοθεί ή επικυρωθεί από δικαστική αρχή, κατά την περίπτωση γ' του άρθρου 3, την αναπέμπει στο κράτος έκδοσης.

 

   5. Η συνδρομή των αρχών του κράτους έκδοσης προς τις ελληνικές αρχές κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ επιτρέπεται στον βαθμό που οι αλλοδαπές αρχές θα μπορούσαν να συνδράμουν την εκτέλεση των ερευνητικών μέτρων που αναφέρονται στην ΕΕΕ σε παρόμοια εσωτερική τους υπόθεση. Αν η αρχή έκδοσης υποβάλει σχετικό αίτημα να παρασχεθεί συνδρομή από αρχές του κράτους της κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης το αποδέχεται, εφόσον η συνδρομή αυτή δεν αντιβαίνει στο ελληνικό δίκαιο ούτε θέτει σε κίνδυνο ουσιώδη συμφέροντά εθνικής ασφάλειας.

 

   6. Οι αρχές του κράτους έκδοσης που παρίστανται κατά την εκτέλεση της ΕΕΕ στην Ελλάδα δεσμεύονται από την ελληνική νομοθεσία. Δεν διαθέτουν εξουσία εκτέλεσης ερευνητικών μέτρων στην ελληνική επικράτεια, εκτός αν αυτή προβλέπεται στην ελληνική νομοθεσία και έχει συμφωνηθεί μεταξύ των αρχών έκδοσης και εκτέλεσης.

 

   7. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να επικοινωνεί απευθείας με την αρχή έκδοσης με οποιοδήποτε μέσο κρίνει πρόσφορο για την αποτελεσματικότερη εκτέλεση της ΕΕΕ. Ειδικότερα, σε περίπτωση που ανακύψει πρόβλημα σχετικά με τη διαβίβαση ή τη διαπίστωση της γνησιότητας κάθε εγγράφου και η απευθείας επικοινωνία αποβεί άκαρπη, μπορεί να αναζητηθεί η συνδρομή της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

 

   8. Όταν η αρχή εκτέλεσης θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2 του άρθρου 7, διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή έκδοσης προκειμένου να διερευνηθεί η δυνατότητα της τελευταίας να ανακαλέσει την ΕΕΕ.

 

’ρθρο 12

Εναλλακτικά ερευνητικά μέτρα (άρθρο 10 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή εκτέλεσης έχει τη δυνατότητα επιλογής άλλου ερευνητικού μέτρου από εκείνο που αναφέρεται στην ΕΕΕ, όταν:

   α) το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται στην εσωτερική νομοθεσία, ή

   β) το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

   2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 13, η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τα ακόλουθα ερευνητικά μέτρα, τα οποία προβλέπονται κατά το εσωτερικό δίκαιο:

   α) απόκτηση πληροφοριών ή αποδεικτικών μέσων που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των ελληνικών αρχών εκτέλεσης, εφόσον αυτά θα μπορούσαν να έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας ή για τους σκοπούς της ΕΕΕ,

   β) απόκτηση πληροφοριών που περιέχονται σε βάσεις δεδομένων, τις οποίες τηρούν αστυνομικές ή δικαστικές αρχές και στις οποίες έχει άμεση πρόσβαση η αρχή εκτέλεσης στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας,

   γ) εξέταση μάρτυρα, θύματος, υπόπτου ή τρίτου διαδίκου στο ελληνικό έδαφος,

   δ) οποιοδήποτε μη καταναγκαστικό μέτρο κατά την εσωτερική νομοθεσία,

   ε) ταυτοποίηση προσώπου το οποίο είναι συνδρομητής σε συγκεκριμένο αριθμό τηλεφώνου ή συνδέεται με ορισμένη διεύθυνση IP.

 

   3. Η αρχή εκτέλεσης μπορεί να προσφεύγει σε διαφορετικό ερευνητικό μέτρο από αυτό που προβλέπεται στην ΕΕΕ, όταν αυτό είναι λιγότερο επαχθές και έχει το ίδιο αποτέλεσμα με το ερευνητικό μέτρο που προβλέπεται στην ΕΕΕ.

 

   4. Όταν η αρχή εκτέλεσης αποφασίζει να αξιοποιήσει τη δυνατότητα που αναφέρεται στις παραγράφους 1 και 3, ενημερώνει πρώτα την αρχή έκδοσης, η οποία μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει ή να συμπληρώσει την ΕΕΕ.

 

   5. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, αν το ερευνητικό μέτρο που αναφέρεται στην ΕΕΕ δεν προβλέπεται κατά την εσωτερική νομοθεσία ή για παρόμοια εσωτερική υπόθεση και δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής άλλου ερευνητικού μέτρου, το οποίο θα είχε το ίδιο με το αιτούμενο μέτρο αποτέλεσμα, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης ότι δεν κατέστη δυνατό να παράσχει τη συνδρομή που ζητήθηκε.

 

’ρθρο 13

Λόγοι μη αναγνώρισης ή μη εκτέλεσης (άρθρο 11 της Οδηγίας)

 

   1. Η αναγνώριση ή η εκτέλεση ΕΕΕ απορρίπτεται από την αρχή εκτέλεσης όταν:

   α) προβλέπεται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία ασυλία, προνόμιο ή εξαίρεση δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης που εμποδίζει την εκτέλεση της ΕΕΕ ή υπάρχουν διατάξεις που ορίζουν ή περιορίζουν την ποινική ευθύνη σχετικά με την ελευθερία του Τύπου και την ελευθερία της έκφρασης σε άλλα μέσα ενημέρωσης που εμποδίζουν την εκτέλεση της ΕΕΕ,

   β) στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εκτέλεση της ΕΕΕ θα έβλαπτε ουσιώδη συμφέροντα εθνικής ασφάλειας ή την πηγή των πληροφοριών ή θα απαιτούσε τη χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών που σχετίζονται με συγκεκριμένες δραστηριότητες συλλογής πληροφοριών,

   γ) η ΕΕΕ έχει εκδοθεί στο πλαίσιο διαδικασιών που αναφέρονται στις περιπτώσεις β' και γ' του άρθρου 5 και το ερευνητικό μέτρο δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση,

   δ) η εκτέλεση της ΕΕΕ αντίκειται στην αρχή της απαγόρευσης δίωξης ή ποινικής τιμωρίας δύο (2) φορές για την ίδια αξιόποινη πράξη (ne bis in idem,)

   ε) η ΕΕΕ αφορά έγκλημα για το οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι τελέσθηκε εκτός του εδάφους του κράτους έκδοσης και εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στο έδαφος της ελληνικής επικράτειας, η δε πράξη για την οποία εκδόθηκε η ΕΕΕ δεν συνιστά έγκλημα στην Ελλάδα,

   στ) υφίστανται σοβαροί λόγοι να θεωρηθεί ότι η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου που αναφέρεται στην ΕΕΕ θα ήταν ασύμβατη με τις υποχρεώσεις της Ελλάδας σύμφωνα με το άρθρο 6 ΣΕΕ και το Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,

   ζ) η πράξη για την οποία έχει εκδοθεί η ΕΕΕ δεν συνιστά έγκλημα κατά την εσωτερική νομοθεσία, εκτός αν η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ ότι πρόκειται για έγκλημα του Παραρτήματος Δ' για το οποίο απειλείται στο κράτος έκδοσης στερητική της ελευθερίας ποινή με ανώτατο όριο τουλάχιστον τα τρία (3) έτη ή

   η) η χρήση του ερευνητικού μέτρου περιορίζεται, κατά την εσωτερική νομοθεσία, σε εγκλήματα που τιμωρούνται με ποινή που υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο κατώτατο όριο, στα οποία δεν περιλαμβάνεται το έγκλημα που αφορά η ΕΕΕ.

 

   2. Οι λόγοι των περιπτώσεων ζ' και η' της προηγουμένης παραγράφου δεν εφαρμόζονται για τα ερευνητικά μέτρα της παραγράφου 2 του άρθρου 12.

 

   3. Όταν η ΕΕΕ αφορά φορολογικά, τελωνειακά ή τραπεζικά εγκλήματα, η αναγνώριση ή η εκτέλεσή της δεν μπορεί να απορριφθεί από την αρχή εκτέλεσης με την αιτιολογία ότι η ελληνική νομοθεσία δεν προβλέπει αντίστοιχο φόρο ή δασμό ή ίδια ρύθμιση με εκείνη του κράτους έκδοσης ως προς τα φορολογικά, τελωνειακά ή τραπεζικά ζητήματα.

 

   4. Στις περιπτώσεις α', β', δ', ε' και στ' της παραγράφου 1, η αρχή εκτέλεσης συμβουλεύεται με κάθε πρόσφορο μέσο την αρχή έκδοσης πριν αποφασίσει τη μη αναγνώριση ή τη μη εκτέλεση ΕΕΕ, εν όλω ή εν μέρει, και, εφόσον απαιτείται, ζητεί από αυτή να της παράσχει αμελλητί κάθε απαραίτητη πληροφορία.

 

   5. Στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 και εφόσον προβλέπεται άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης από άλλη ελληνική αρχή, η αρχή εκτέλεσης ζητεί από αυτή να ενεργήσει αμελλητί. Εφόσον προβλέπεται άρση του προνομίου ή της εξαίρεσης δικαιοδοσίας ή εκτέλεσης από αρχή άλλου κράτους-μέλους ή διεθνούς οργανισμού, η αρχή έκδοσης αποφασίζει αν θα της ζητήσει να ασκήσει την εξουσία αυτή.

 

’ρθρο 14

Προθεσμίες για την αναγνώριση ή την εκτέλεση (άρθρο 12 της Οδηγίας)

 

   1. Η έκδοση της απόφασης σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση και η εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου, πραγματοποιούνται με την ταχύτητα και προτεραιότητα που αρμόζει σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση και σε κάθε περίπτωση εντός των προθεσμιών που ορίζει το παρόν άρθρο.

 

   2. Αν η αρχή έκδοσης εκθέτει στην ΕΕΕ ότι, λόγω της σοβαρότητας της αξιόποινης πράξης, δικονομικών προθεσμιών, ή άλλων ιδιαίτερα επειγουσών περιστάσεων απαιτείται συντομότερη προθεσμία από την οριζόμενη στο παρόν, ή αν η αρχή έκδοσης έχει δηλώσει στην ΕΕΕ ότι το ερευνητικό μέτρο πρέπει να εκτελεστεί σε συγκεκριμένη ημερομηνία, η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει κατά προτεραιότητα υπόψη αυτό το αίτημα.

 

   3. Η απόφαση για την αναγνώριση ή την εκτέλεση ΕΕΕ, εκδίδεται από την αρχή εκτέλεσης το συντομότερο δυνατόν και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο τριάντα (30) ημέρες μετά την παραλαβή της ΕΕΕ.

 

   4. Αν δεν συντρέχει λόγος αναβολής δυνάμει του άρθρου 17, ή αν βρίσκονται ήδη στην κατοχή των ελληνικών αρχών αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν στο ερευνητικό μέτρο που αναφέρει η ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης εκτελεί αμελλητί το ερευνητικό μέτρο, με την επιφύλαξη της παραγράφου 5, το αργότερο ενενήντα (90) ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης της παραγράφου 3.

 

   5. Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να τηρήσει τις προθεσμίες των παραγράφων 2 και 3, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε τρόπο, αναφέροντας τους λόγους καθυστέρησης και τον χρόνο που εκτιμά ότι θα χρειαστεί για την έκδοση της απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία της παραγράφου 3 μπορεί να παραταθεί κατά τριάντα (30) ημέρες κατ' ανώτατο όριο.

 

   6. Όταν σε συγκεκριμένη περίπτωση η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να τηρήσει την προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 4, ενημερώνει αμελλητί την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης με οποιονδήποτε πρόσφορο τρόπο, αναφέροντας τους λόγους της καθυστέρησης και προβαίνοντας σε διαβούλευση με την αρχή έκδοσης για τον κατάλληλο χρόνο εκτέλεσης του ερευνητικού μέτρου.

 

’ρθρο 15

Διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων (άρθρο 13 της Οδηγίας)

 

   1. Στο πλαίσιο εκτέλεσης της ΕΕΕ, η αρχή εκτέλεσης διαβιβάζει αμελλητί στο κράτος έκδοσης τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε, ή που βρίσκονται ήδη στην κατοχή των αρμόδιων ελληνικών αρχών. Εφόσον ζητείται στην ΕΕΕ και επιτρέπεται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία, τα αποδεικτικά στοιχεία διαβιβάζονται απευθείας στις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης που συνδράμουν την εκτέλεση της ΕΕΕ, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 11.

 

   2. Η διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να ανασταλεί όσο εκκρεμεί απόφαση σχετικά με ένδικο βοήθημα ή ένδικο μέσο, εκτός αν στην ΕΕΕ εκτίθενται επαρκείς λόγοι βάσει των οποίων η άμεση διαβίβαση κρίνεται ουσιώδης για την ορθή διεξαγωγή της έρευνάς της ή για τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων. Η διαβίβαση αποδεικτικών στοιχείων αναστέλλεται σε περίπτωση που θα προκαλούσε σοβαρή και μη αναστρέψιμη βλάβη σε πρόσωπο που αναφέρεται στην ΕΕΕ.

 

   3. Όταν διαβιβάζει τα συγκεντρωθέντα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή εκτέλεσης επισημαίνει αν επιθυμεί να επιστραφούν στην Ελλάδα μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης.

 

   4. Όταν τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα είναι ήδη χρήσιμα για άλλη διαδικασία, η αρχή εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν έγγραφου αιτήματος της αρχής έκδοσης και έπειτα από διαβουλεύσεις με αυτή, να διαβιβάσει προσωρινά τα αποδεικτικά στοιχεία, υπό τον όρο ότι θα επιστραφούν στην Ελλάδα μόλις παύσουν να είναι απαραίτητα στο κράτος έκδοσης, ή οποτεδήποτε άλλοτε συμφωνηθεί μεταξύ των αρμόδιων αρχών.

 

’ρθρο 16

Ένδικα μέσα (άρθρο 14 της Οδηγίας)

 

   1. Για ερευνητικά μέτρα για τα οποία εκδίδεται ΕΕΕ, μπορούν να ασκηθούν ένδικα βοηθήματα και ένδικα μέσα που προβλέπονται στην ελληνική νομοθεσία και εντός των προθεσμιών που αντίστοιχα τάσσονται.

 

   2. Η έκδοση της ΕΕΕ μπορεί να προσβληθεί για ουσιαστικούς λόγους μόνον ενώπιον αρμοδίων αρχών του κράτους έκδοσης, υπό τον όρο τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.

 

   3. Εφόσον δεν τίθεται σε κίνδυνο η εμπιστευτικότητα της έρευνας, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 21, οι ελληνικές αρχές παρέχουν έγκαιρα τις πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα άσκησης ένδικων βοηθημάτων και ένδικων μέσων βάσει της ελληνικής νομοθεσίας, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικής τους άσκησης.

 

   4. Η προθεσμία για την άσκηση ένδικου μέσου είναι ίδια με αυτή που προβλέπεται σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση και εφαρμόζεται κατά τρόπο που εγγυάται την αποτελεσματική του άσκηση από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

 

   5. Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης ενημερώνουν η μία την άλλη, σχετικά με τα ένδικα μέσα που μπορούν να ασκηθούν κατά της έκδοσης ή αναγνώρισης ή εκτέλεσης ΕΕΕ.

 

   6. Τυχόν νομική αμφισβήτηση δεν αναστέλλει την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητά από το ελληνικό δίκαιο.

 

   7. Αν ένδικο μέσο ή βοήθημα κατά της αναγνώρισης ή εκτέλεσης μιας ΕΕΕ γίνει δεκτό, λαμβάνεται υπόψη σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο. Βάσει των εθνικών δικονομικών κανόνων, οι ελληνικές αρχές διασφαλίζουν ότι σε ποινικές διαδικασίες στο κράτος έκδοσης, τα δικαιώματα υπεράσπισης και δίκαιης δίκης γίνονται σεβαστά κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που συγκεντρώθηκαν δυνάμει ΕΕΕ.

 

’ρθρο 17

Λόγοι αναβολής της αναγνώρισης ή της εκτέλεσης (άρθρο 15 της Οδηγίας)

 

   1. Η αναγνώριση ή εκτέλεση ΕΕΕ μπορεί να αναβληθεί, εφόσον:

   α) Η εκτέλεσή της μπορεί να παραβλάψει διεξαγόμενη ποινική έρευνα ή δίωξη, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει αναγκαίο η αρμόδια ελληνική αρχή της παραγράφου 1 του άρθρου 11.

   β) Τα σχετικά αντικείμενα, έγγραφα ή δεδομένα χρησιμοποιούνται ήδη στο πλαίσιο άλλης διαδικασίας και για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται αναγκαίο.

 

   2. Μόλις εκλείψει ο λόγος αναβολής, η αρχή εκτέλεσης εκτελεί αμελλητί την ΕΕΕ και ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως.

 

’ρθρο 18

Υποχρέωση ενημέρωσης (άρθρα 7 παρ. 6 και 16 της Οδηγίας)

 

   1. Όταν η ΕΕΕ περιέρχεται στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης, η τελευταία χωρίς καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση εντός επτά (7) ημερών από τη λήψη της, συμπληρώνει και αποστέλλει το υπόδειγμα του Παραρτήματος Β'.

   Η υποχρέωση αυτή ισχύει τόσο για την κεντρική αρχή της παραγράφου 3 του άρθρου 9 όσο και για την αρχή εκτέλεσης στην οποία διαβιβάζεται η ΕΕΕ από την κεντρική αρχή.

   Εάν ελληνική αρχή που παρέλαβε ΕΕΕ είναι αναρμόδια για την αναγνώριση και εκτέλεσή της, τη διαβιβάζει αυτεπαγγέλτως στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης και ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης σε κάθε περίπτωση εντός επτά (7) ημερών από τη λήψη της.

 

   2. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12, η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης αμελλητί και με οποιοδήποτε μέσο:

   α) αν αδυνατεί να αποφανθεί σχετικά με την αναγνώριση ή την εκτέλεση λόγω ελλείψεων ή προδήλων σφαλμάτων στο υπόδειγμα του Παραρτήματος Α',

   β) αν κρίνει στην πορεία εκτέλεσης της ΕΕΕ, χωρίς περαιτέρω έρευνες, ότι ενδέχεται να καταστεί αναγκαία η διενέργεια ερευνητικών μέτρων που δεν είχαν προβλεφθεί αρχικά ή δεν είχαν προσδιοριστεί κατά την έκδοση της ΕΕΕ, προκειμένου η αρχή έκδοσης να προβεί σε περαιτέρω ενέργειες στη συγκεκριμένη υπόθεση,

   γ) αν διαπιστώσει ότι στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν μπορεί να τηρήσει τις διατυπώσεις και διαδικασίες που έχει ορίσει ρητά η αρχή έκδοσης σύμφωνα με το άρθρο 11.

   Οι ως άνω πληροφορίες επιβεβαιώνονται αμελλητί και με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως, κατόπιν αίτησης της αρχής έκδοσης.

 

   3. Με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12, η αρχή εκτέλεσης πληροφορεί την αρχή έκδοσης αμελλητί και, με κάθε μέσο που μπορεί να τεκμηριωθεί εγγράφως:

   α) για οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται σύμφωνα με τα άρθρα 12 ή 13,

   β) για κάθε απόφαση σχετική με την αναβολή της εκτέλεσης ή της αναγνώρισης της ΕΕΕ, τους λόγους της αναβολής και, εφόσον είναι δυνατόν, την πιθανή διάρκεια της αναβολής.

 

’ρθρο 19

Ποινική ευθύνη υπαλλήλων (άρθρο 17 της Οδηγίας)

 

   Κατά το διάστημα που ενεργούν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, οι υπάλληλοι του κράτους έκδοσης θεωρούνται υπάλληλοι κατά την έννοια της περίπτωσης α' του άρθρου 13 του Ποινικού Κώδικα, όσον αφορά εγκλήματα που διαπράττονται εις βάρος τους ή από τους ίδιους.

 

’ρθρο 20

Αστική Ευθύνη Υπαλλήλων (άρθρο 18 της Οδηγίας)

 

   1. Όταν υπάλληλοι κράτους-μέλους ενεργούν στην Ελλάδα στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, το κράτος-μέλος από το οποίο προέρχονται υπέχει ευθύνη για παράνομη πράξη ή παράλειψη που τέλεσαν και είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 104 και 105 του ΕισΝΑΚ (α.ν. 2783/1941, Α' 29).

   Το Ελληνικό Δημόσιο ευθύνεται για ζημιές τις όποιες προξενούν υπάλληλοί του όταν ενεργούν στο πλαίσιο του παρόντος νόμου στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου ενεργούν.

 

   2. Αν υπάλληλοι κράτους-μέλους προξενήσουν ζημία στο ελληνικό έδαφος εις βάρος τρίτου στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, το Ελληνικό Δημόσιο υποχρεούται να την αποκαταστήσει, υπό τις προϋποθέσεις που ισχύουν για τις ζημίες που προξενούν οι υπάλληλοί του.

 

   3. Αν υπάλληλοι του Ελληνικού Δημοσίου, προξενήσουν ζημία στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους εις βάρος τρίτου στο πλαίσιο του παρόντος νόμου, το Ελληνικό Δημόσιο καταβάλλει εξ ολοκλήρου στο άλλο κράτος το ποσό το οποίο το τελευταίο κατέβαλε στους παθόντες ή άλλους δικαιούχους από την ίδια αιτία.

 

   4. Με την επιφύλαξη της άσκησης των δικαιωμάτων του έναντι τρίτων, το Ελληνικό Δημόσιο δεν αναζητεί από άλλο κράτος-μέλος, τα ποσά που κατέβαλε για αποκατάσταση ζημιών που το ίδιο υπέστη σύμφωνα με την ευθύνη που θεμελιώνεται στην παράγραφο 1.

 

’ρθρο 21

Εμπιστευτικότητα (άρθρο 19 της Οδηγίας)

 

   1. Κατά την εκτέλεση ΕΕΕ, οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης τηρούν τον εμπιστευτικό χαρακτήρα της.

 

   2. Η ελληνική αρχή εκτέλεσης εγγυάται, σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία, την τήρηση της εμπιστευτικότητας για τα πραγματικά περιστατικά και το περιεχόμενο της ΕΕΕ, πέρα από την έκταση που είναι αναγκαία για την εκτέλεση του ερευνητικού μέτρου. Αν η αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να ανταποκριθεί στη σχετική απαίτηση, ενημερώνει πάραυτα την αρχή έκδοσης.

 

   3. Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη υπόδειξη ή ενημέρωση από την αρχή εκτέλεσης, η ελληνική αρχή έκδοσης, σύμφωνα με το εθνικό της δίκαιο, δεν αποκαλύπτει τα αποδεικτικά στοιχεία και τις πληροφορίες που της παρείχε η αρχή εκτέλεσης, στο μέτρο που η αποκάλυψή τους δεν είναι αναγκαία για τα ερευνητικά μέτρα που περιγράφονται στην ΕΕΕ.

 

   4. Οι τράπεζες δεν αποκαλύπτουν στον ενδιαφερόμενο πελάτη τους ή σε άλλα τρίτα πρόσωπα, ότι έχουν διαβιβασθεί πληροφορίες στο κράτος έκδοσης σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 27 ή ότι διενεργείται έρευνα. Σε περίπτωση παραβίασης της υποχρέωσης του προηγούμενου εδαφίου, επιβάλλονται στους παραβάτες οι ακόλουθες κυρώσεις: α) στο φυσικό πρόσωπο, οι προβλεπόμενες στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 31, στην περίπτωση β' της παραγράφου 1 και στην παρ. 4 του άρθρου 52 του ν. 3691/2008 (Α'166), και β) στο νομικό πρόσωπο, οι προβλεπόμενες στην περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 52 του ν. 3691/2008.

 

’ρθρο 22

Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (άρθρο 20 της Οδηγίας)

 

   Κατά την εφαρμογή του παρόντος νόμου, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα προστατεύονται σύμφωνα με τον ν. 2472/1997 (Α' 207).

   Η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά περιορίζεται, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του ενδιαφερόμενου προσώπου. Μόνο εξουσιοδοτημένα άτομα μπορούν να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα αυτά.

 

’ρθρο 23

Δαπάνες (άρθρο 21 της Οδηγίας)

 

   1. Οι δαπάνες που προκύπτουν στην Ελλάδα και σχετίζονται με την εκτέλεση ΕΕΕ βαρύνουν την Ελλάδα, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της παραγράφου 7 του άρθρου 24, της παραγράφου 3 του άρθρου 25 και της παραγράφου 8 του άρθρου 32.

 

   2. Όταν η ελληνική αρχή εκτέλεσης θεωρεί ότι οι δαπάνες για την εκτέλεση της ΕΕΕ μπορεί να είναι εξαιρετικά υψηλές, μπορεί να διαβουλεύεται με την αρχή έκδοσης, σχετικά με τη δυνατότητα και τον τρόπο κατανομής των δαπανών ή τροποποίηση της ΕΕΕ. Η αρχή εκτέλεσης ενημερώνει την αρχή έκδοσης σχετικά με τις λεπτομέρειες του μέρους των δαπανών που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό.

 

   3. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία για τις δαπάνες της παραγράφου 2, η ελληνική αρχή έκδοσης μπορεί να αποφασίσει να αποσύρει εν όλω ή εν μέρει την ΕΕΕ ή να διατηρήσει την ΕΕΕ και να επιβαρυνθεί με το μέρος των δαπανών που θεωρείται εξαιρετικά υψηλό.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ'

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

’ρθρο 24

Προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων στο κράτος έκδοσης για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου (άρθρο 22 της Οδηγίας)

 

   1. Η ελληνική αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή προσώπου που κρατείται στο κράτος εκτέλεσης, με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, όταν η παρουσία του στη χώρα κρίνεται αναγκαία. Η προσωρινή μεταγωγή εκτελείται, υπό την προϋπόθεση της επανόδου του μεταχθέντος εντός της οριζόμενης από το κράτος εκτέλεσης προθεσμίας.

 

   2. Η ΕΕΕ της προηγούμενης παραγράφου δεν εκτελείται όταν συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 13 ή μία από τις παρακάτω περιπτώσεις: α) ο κρατούμενος δεν συναινεί ή β) η μεταγωγή παρατείνει τον χρόνο κράτησής του. Στην περίπτωση α' του προηγούμενου εδαφίου, αν λόγω της ηλικίας ή της πνευματικής ή σωματικής κατάστασης του κρατουμένου κριθεί αναγκαίο από την αρχή εκτέλεσης, παρέχεται στον νόμιμο αντιπρόσωπό του η δυνατότητα διατύπωσης γνώμης σχετικά με την προσωρινή μεταγωγή.

 

   3. Η αρχή έκδοσης ζητεί άδεια διαμεταγωγής του κρατούμενου μέσω τρίτου κράτους-μέλους (κράτος- μέλος διαμεταγωγής), με σχετική αίτηση η οποία συνοδεύεται από το αίτημα της αρχής έκδοσης προς την αρχή εκτέλεσης, καθώς και την έγκριση της αρχής εκτέλεσης. Για την παραλαβή των αιτήσεων διαμεταγωγής μέσω του ελληνικού εδάφους, καθώς και των απαραίτητων δικαιολογητικών, αλλά και οποιασδήποτε άλλης επίσημης αλληλογραφίας σχετικής με αιτήσεις διαμεταγωγής, αρμόδιος είναι ο Εισαγγελέας Εφετών Αθηνών.

 

   4. Οι λεπτομέρειες και τα επιμέρους ζητήματα σχετικά με την προσωρινή μεταγωγή του κρατουμένου, όπως, μεταξύ άλλων, οι λεπτομέρειες των συνθηκών κράτησης στο κράτος έκδοσης και οι ημερομηνίες μεταγωγής και επανόδου του στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης, καθορίζονται με κοινή συμφωνία μεταξύ των κρατών έκδοσης και εκτέλεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη διασφάλιση της πνευματικής και σωματικής κατάστασης του κρατούμενου, καθώς και του επιβαλλόμενου από τις περιστάσεις επιπέδου ασφαλείας στο κράτος έκδοσης.

 

   5. Ο προσωρινά μεταγόμενος στο κράτος έκδοσης ή στο κράτος διαμεταγωγής παραμένει υπό κράτηση για καταδικαστικές αποφάσεις ή πράξεις για τις οποίες κρατούνταν στο κράτος εκτέλεσης, εκτός αν αυτό έχει ζητήσει να αφεθεί ελεύθερος. Ο χρόνος κράτησης στο κράτος έκδοσης αφαιρείται από τη συνολική διάρκεια της στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε ή θα του επιβληθεί στο κράτος εκτέλεσης σε περίπτωση καταδίκης.

 

   6. Ο προσωρινά μεταγόμενος δεν διώκεται ούτε κρατείται ούτε υπόκειται σε οποιοδήποτε άλλο περιοριστικό της προσωπικής του ελευθερίας μέτρο στο κράτος έκδοσης για αξιόποινες πράξεις που τέλεσε ή για καταδικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν πριν από τη μεταγωγή του, και οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στην ΕΕΕ. Το προηγούμενο εδάφιο δεν εφαρμόζεται όταν ο προσωρινά μεταγόμενος, μολονότι είχε τη δυνατότητα να εγκαταλείψει το κράτος έκδοσης εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία από την οποία η παρουσία του δεν κρίθηκε πλέον απαραίτητη από την αρχή έκδοσης, παρέμεινε στο έδαφος του κράτους έκδοσης ή αρχικά αποχώρησε και κατόπιν επανήλθε.

 

   7. Οι δαπάνες που θα ανακύψουν από την εφαρμογή του παρόντος ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 23, ενώ οι δαπάνες μεταγωγής του προσώπου από και προς το κράτος έκδοσης βαρύνουν το εν λόγω κράτος.

 

’ρθρο 25

Προσωρινή μεταγωγή κρατουμένων στο κράτος εκτέλεσης για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου (άρθρο 23 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για την προσωρινή μεταγωγή κρατουμένου που κρατείται στο κράτος έκδοσης, με σκοπό την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου για τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, η οποία καθιστά αναγκαία την παρουσία του στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης.

 

   2. Οι παράγραφοι 2 έως 6 του προηγούμενου άρθρου εφαρμόζονται και για την προβλεπόμενη στο παρόν προσωρινή μεταγωγή.

 

   3. Οι δαπάνες που θα ανακύψουν από την εφαρμογή του παρόντος ρυθμίζονται σύμφωνα με το άρθρο 23, ενώ οι δαπάνες μεταγωγής του προσώπου από και προς το κράτος εκτέλεσης βαρύνουν το εν λόγω κράτος.

 

’ρθρο 26

Εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση (άρθρο 24 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για την εξέταση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα με εικονοτηλεδιάσκεψη ή άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση, αν το πρόσωπο αυτό βρίσκεται στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης και κριθεί ότι πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης, όπως προβλέπεται στις παραγράφους 5 έως 7. ΕΕΕ σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εκδίδεται και για την εξέταση υπόπτου ή κατηγορουμένου με εικονοτηλεδιάσκεψη ή με άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση.

 

   2. Η αρχή εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση ΕΕΕ της προηγούμενης παραγράφου, αν συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 13 ή μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

   α) δεν συναινεί ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ή

   β) η εκτέλεση ενός τέτοιου ερευνητικού μέτρου σε συγκεκριμένη υπόθεση αντίκειται στην εσωτερική νομοθεσία.

 

   3. Οι λεπτομέρειες και τα επιμέρους ζητήματα της εξέτασης συμφωνούνται μεταξύ της αρχής έκδοσης και της αρχής εκτέλεσης. Μετά τη συμφωνία, η αρχή εκτέλεσης υποχρεούται:

   α) να ενημερώσει τον μάρτυρα ή τον πραγματογνώμονα σχετικά με την ώρα και τον τόπο της εξέτασης,

   β) να κλητεύσει τον ύποπτο ή τον κατηγορούμενο να εμφανιστεί προς εξέταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη νομοθεσία του κράτους εκτέλεσης και να τον ενημερώσει εγκαίρως σχετικά με τα δικαιώματα που του αναγνωρίζονται από την εσωτερική νομοθεσία, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα υπεράσπισής του,

   γ) να εξακριβώσει τα στοιχεία της ταυτότητας του εξεταζόμενου προσώπου.

 

   4. Αν, στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, η αρχή εκτέλεσης δεν διαθέτει ή δεν έχει πρόσβαση στα απαραίτητα τεχνικά μέσα για τη διεξαγωγή εικονοτηλεδιάσκεψης, τα μέσα αυτά μπορούν να της διατεθούν από το κράτος έκδοσης με αμοιβαία συμφωνία.

 

   5. Κατά την εξέταση με εικονοτηλεδιάσκεψη ή με άλλου είδους οπτικοακουστική μετάδοση ισχύουν τα ακόλουθα:

   α) Η αρμόδια ελληνική αρχή εκτέλεσης παρίσταται με αντιπρόσωπό της και, αν απαιτείται, επικουρείται από διερμηνέα. Η αρχή αυτή είναι υπεύθυνη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του εξεταζομένου, καθώς και για την τήρηση της εσωτερικής νομοθεσίας. Αν η αρχή εκτέλεσης κρίνει ότι κατά τη διάρκεια της εξέτασης παραβιάζεται η εσωτερική νομοθεσία, λαμβάνει αμελλητί τα αναγκαία μέτρα, προκειμένου να διασφαλισθεί η συνέχιση της εξέτασης, σύμφωνα με αυτή.

   β) Οι αρμόδιες αρχές του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης συμφωνούν για τα αναγκαία μέτρα προστασίας του εξεταζομένου.

   γ) Η εξέταση διενεργείται απευθείας από την αρμόδια αρχή του κράτους έκδοσης ή υπό την εποπτεία της και σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.

   δ) Η ελληνική αρχή εκτέλεσης μεριμνά ώστε ο εξεταζόμενος να επικουρείται από διερμηνέα, όταν αυτό είναι αναγκαίο και κατόπιν αιτήματος αυτού ή του κράτους έκδοσης.

   ε) Οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι ενημερώνονται πριν από την εξέταση για τα δικονομικά δικαιώματα που τους αναγνωρίζονται σύμφωνα με την εσωτερική νομοθεσία και τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος άρνησης κατάθεσης. Μάρτυρες και πραγματογνώμονες δικαιούνται να επικαλεστούν το δικαίωμα άρνησης κατάθεσης όταν αυτό αναγνωρίζεται από την ελληνική νομοθεσία ή τη νομοθεσία του κράτους έκδοσης και αφού ενημερωθούν σχετικά.

 

   6. Με την επιφύλαξη των μέτρων της περίπτωσης β' της προηγούμενης παραγράφου, η αρχή εκτέλεσης συντάσσει εκθέσεις στο τέλος της εξέτασης και τις αποστέλλει στην αρχή έκδοσης. Στις εκθέσεις αυτές αναφέρεται η ημερομηνία και ο τόπος της εξέτασης, η ταυτότητα του εξετασθέντος, η ταυτότητα και η ιδιότητα κάθε άλλου προσώπου που συμμετείχε στην εξέταση στο κράτος εκτέλεσης, κάθε ορκοδοσία και οι τεχνικές συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η εξέταση.

 

   7. Όταν στο έδαφος κράτους μέλους εξετάζεται πρόσωπο το οποίο αρνείται να καταθέσει, ενώ υποχρεούται, ή δεν καταθέτει την αλήθεια, λαμβάνονται αναγκαία μέτρα για την εφαρμογή της εσωτερικής νομοθεσίας, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση που η εξέτασή του λάμβανε χώρα κατά την προβλεπόμενη εκεί διαδικασία.

 

’ρθρο 27

Εξέταση προσώπου με τηλεφωνική διάσκεψη (άρθρο 25 της Οδηγίας)

 

   1. Αν πρόσωπο το οποίο βρίσκεται στο έδαφος κράτους-μέλους πρέπει να εξεταστεί ως μάρτυρας ή πραγματογνώμονας από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές και δεν είναι αναγκαία ή δυνατή η αυτοπρόσωπη εμφάνισή του στις ελληνικές αρχές, η ελληνική αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για την εξέτασή του με τηλεφωνική διάσκεψη και αφού προηγουμένως έχουν εξετασθεί άλλα πρόσφορα μέσα.

 

   2. Με την επιφύλαξη αντίθετης συμφωνίας, κατά την εξέταση προσώπου με τηλεφωνική διάσκεψη εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, οι διατάξεις των παραγράφων 3, 5, 6 και 7 του προηγούμενου άρθρου.

 

’ρθρο 28

Πληροφορίες σχετικά με τραπεζικούς και άλλους χρηματοοικονομικούς λογαριασμούς (άρθρο 26 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για να διακριβωθεί αν φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα κατά των οποίων στρέφεται η ποινική διαδικασία, τηρεί ή διαχειρίζεται έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε τράπεζα ευρισκόμενη στο κράτος εκτέλεσης, και σε καταφατική περίπτωση να της παρασχεθούν τα συγκεκριμένα στοιχεία.

 

   2. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για να διακριβωθεί αν φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα κατά των οποίων στρέφεται η ποινική διαδικασία, τηρεί ή διαχειρίζεται έναν ή περισσότερους λογαριασμούς σε μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα ευρισκόμενο στο κράτος εκτέλεσης. Η αρχή εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση της ΕΕΕ για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 13, καθώς και όταν η εφαρμογή του αιτούμενου ερευνητικού μέτρου δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

   3. Στα στοιχεία των προηγούμενων παραγράφων περιλαμβάνονται επίσης λογαριασμοί στους οποίους το εμπλεκόμενο πρόσωπο ενεργεί ως πληρεξούσιος, αν αυτό ζητείται στην ΕΕΕ.

 

   4. Η αρχή έκδοσης εκθέτει στην ΕΕΕ τους λόγους για τους οποίους τα αιτούμενα στοιχεία πιθανόν εξυπηρετούν τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας, τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι ο λογαριασμός τηρείται σε τράπεζα ή σε μη χρηματοπιστωτικό ίδρυμα του κράτους εκτέλεσης και, στο βαθμό που είναι εφικτό, τα στοιχεία τους, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που μπορεί να διευκολύνει την εκτέλεσή της.

 

   5. Η υποχρέωση εκτέλεσης κατά το παρόν ισχύει μόνο στο βαθμό που η τράπεζα ή το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όπου τηρείται ο λογαριασμός, διαθέτει τα στοιχεία που ζητούνται με την ΕΕΕ.

 

’ρθρο 29

Πληροφορίες σχετικά με τραπεζικές και άλλες χρηματοοικονομικές συναλλαγές (άρθρο 27 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για να ληφθούν στοιχεία αναφορικά με συγκεκριμένους τραπεζικούς λογαριασμούς και τραπεζικές συναλλαγές που διενεργήθηκαν σε συγκεκριμένη περίοδο μέσω ενός ή περισσότερων λογαριασμών. Στην ΕΕΕ περιλαμβάνονται τα στοιχεία κάθε χρεούμενου ή πιστούμενου λογαριασμού.

 

   2. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για να ληφθούν στοιχεία αναφορικά με συγκεκριμένους λογαριασμούς και χρηματοοικονομικές συναλλαγές που διενεργήθηκαν σε συγκεκριμένη περίοδο από μη τραπεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η αρχή εκτέλεσης αρνείται την εκτέλεση της ΕΕΕ για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 13, καθώς και όταν η εφαρμογή του αιτούμενου ερευνητικού μέτρου δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

   3. Η αρχή έκδοσης εκθέτει στην ΕΕΕ τους λόγους για τους οποίους τα αιτούμενα στοιχεία είναι σημαντικά για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.

 

   4. Η υποχρέωση εκτέλεσης κατά το παρόν άρθρο ισχύει μόνο στο βαθμό που η τράπεζα ή το μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό ίδρυμα όπου τηρείται ο υπό έλεγχο λογαριασμός, διαθέτει τα στοιχεία που ζητούνται με την ΕΕΕ.

 

’ρθρο 30

Ερευνητικά μέτρα για τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων σε πραγματικό χρόνο, διαρκώς και για ορισμένο χρονικό διάστημα (άρθρο 28 της Οδηγίας)

 

   1. Με σκοπό τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για διενέργεια ερευνητικού μέτρου σε πραγματικό χρόνο, διαρκώς και για ορισμένο χρονικό διάστημα, όπως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

   α) παρακολούθησης τραπεζικών ή άλλων χρηματοοικονομικών συναλλαγών που διενεργούνται μέσω ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων λογαριασμών,

   β) ελεγχόμενης παράδοσης στο έδαφος του κράτους εκτέλεσης.

 

   2. Οι λεπτομέρειες και τα επιμέρους ζητήματα που αφορούν την περίπτωση β' της προηγούμενης παραγράφου και κάθε άλλη περίπτωση όπου κρίνεται αναγκαίο, συμφωνούνται μεταξύ του κράτους έκδοσης και του κράτους εκτέλεσης.

 

   3. Η αρχή έκδοσης εκθέτει στην ΕΕΕ τους λόγους για τους οποίους τα αιτούμενα στοιχεία είναι σημαντικά για τους σκοπούς της ποινικής διαδικασίας.

 

   4. Οι ελληνικές αρχές μέσω των αρμόδιων αρχών διενεργούν, διευθύνουν και ελέγχουν όλες τις απαραίτητες διαδικασίες για την εκτέλεση ΕΕΕ της παραγράφου 1.

 

   5. Οι αρμόδιες ελληνικές αρχές, εκτός από τους λόγους του άρθρου 13, απορρίπτουν την εκτέλεση της ΕΕΕ, αν το αιτούμενο ερευνητικό μέτρο δεν προβλέπεται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

’ρθρο 31

ΕΕΕ για μυστικές έρευνες (άρθρο 29 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ, προκειμένου να ζητηθεί από το κράτος εκτέλεσης να συνδράμει το κράτος έκδοσης κατά τη διεξαγωγή ποινικής διαδικασίας, από κοινού με αρμόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους του κράτους εκτέλεσης υπό συγκεκαλυμμένα στοιχεία ταυτότητας ή εμφανιζόμενους με συγκεκριμένη ιδιότητα (μυστική έρευνα). Η ΕΕΕ του προηγούμενου εδαφίου αναφέρει τους λόγους για τους οποίους κρίνεται αναγκαία μία τέτοια έρευνα και η αρχή εκτέλεσης λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις της εσωτερικής της νομοθεσίας που την προβλέπουν.

 

   2. Η ελληνική αρχή εκτέλεσης μπορεί να αρνηθεί την εκτέλεση αυτή, αν συντρέχει ένας από τους λόγους του άρθρου 13 ή μία από τις παρακάτω περιπτώσεις: α) η εκτέλεση του μέτρου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, β) η προβλεπόμενη στην παράγραφο 3 συμφωνία ελλείπει.

 

   3. Οι μυστικές έρευνες διενεργούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις διαδικασίες του κράτους-μέλους στο έδαφος του οποίου λαμβάνουν χώρα. Το δικαίωμα διενέργειας, καθοδήγησης και ελέγχου των μυστικών ερευνών έχουν αποκλειστικά οι αρμόδιες αρχές του κράτους εκτέλεσης. Ειδικά, οι μυστικές έρευνες που διενεργούνται στην ελληνική επικράτεια διεξάγονται σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία και τις προβλεπόμενες σε αυτή διαδικασίες. Το δικαίωμα διενέργειας, καθοδήγησης και ελέγχου των μυστικών ερευνών του προηγούμενου εδαφίου έχουν αποκλειστικά οι αρμόδιες ελληνικές αρχές. Η διάρκεια των μυστικών ερευνών, οι προϋποθέσεις και το νομικό καθεστώς των συμμετεχόντων σε αυτές καθορίζονται με συμφωνίες μεταξύ της Ελλάδας και του κράτους έκδοσης, για την κατάρτιση των οποίων λαμβάνονται υπόψη το ισχύον ελληνικό δίκαιο και οι διαδικασίες που ακολουθούνται στην ελληνική έννομη τάξη.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε'

ΑΡΣΗ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ

 

’ρθρο 32

Αρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών με την τεχνική βοήθεια άλλου κράτους-μέλους (άρθρο 30 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρμόδια αρχή έκδοσης μπορεί να εκδώσει ΕΕΕ για την άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών στο κράτος εκτέλεσης, το οποίο πρέπει να παράσχει την τεχνική βοήθεια.

 

   2. Όταν περισσότερα του ενός κράτη-μέλη είναι σε θέση να παράσχουν την απαιτούμενη τεχνική βοήθεια για την άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών, η ΕΕΕ αποστέλλεται μόνο σε ένα εξ αυτών και προτιμάται το κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται ή θα βρίσκεται ο καθ' ου η άρση απορρήτου στην ποινική διαδικασία.

 

   3. Η ΕΕΕ της παραγράφου 1 περιλαμβάνει, επίσης, τα ακόλουθα στοιχεία:

   α) πληροφορίες για την εξακρίβωση της ταυτότητας του καθ' ου η άρση απορρήτου,

   β) την επιθυμητή διάρκεια της άρσης απορρήτου τηλεπικοινωνιών και

   γ) την παροχή επαρκών τεχνικών δεδομένων και ιδίως των στοιχείων αναγνώρισης και ταυτοποίησης του καθ' ου η άρση απορρήτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ΕΕΕ.

 

   4. Η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι το αναφερόμενο σε αυτή ερευνητικό μέτρο ενδείκνυται για τη συγκεκριμένη ποινική διαδικασία.

 

   5. Εκτός από τους λόγους του άρθρου 13, χωρεί επίσης άρνηση της εκτέλεσης ΕΕΕ της παραγράφου 1, αν το συγκεκριμένο μέτρο δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση. Η Ελλάδα ως κράτος εκτέλεσης παρέχει τη συγκατάθεσή της υπό τους όρους οι οποίοι προβλέπονται για παρόμοια εσωτερική υπόθεση.

 

   6. Υπό την επιφύλαξη της προηγούμενης παραγράφου, η ΕΕΕ της παραγράφου 1 μπορεί να εκτελείται:

   α) με την άμεση διαβίβαση τηλεπικοινωνιών στο κράτος έκδοσης ή

   β) με την άρση απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, την καταγραφή και τη συνακόλουθη διαβίβαση του υλικού στο κράτος έκδοσης.

   Οι αρχές έκδοσης και εκτέλεσης διαβουλεύονται με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας ως προς τον τρόπο και τους όρους διεξαγωγής της άρσης απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, σύμφωνα με τις περιπτώσεις α' ή β' του προηγούμενου εδαφίου.

 

   7. Κατά την έκδοση ΕΕΕ της παραγράφου 1 ή κατά τη διάρκεια της άρσης απορρήτου των τηλεπικοινωνιών, η αρχή έκδοσης μπορεί, εφόσον η αρχή εκτέλεσης συναινεί, να ζητήσει τη μεταγραφή, αποκωδικοποίηση ή αποκρυπτογράφηση της καταγραφής, εφόσον συντρέχει ιδιαίτερος προς τούτο λόγος.

 

   8. Οι δαπάνες από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου κατανέμονται σύμφωνα με το άρθρο 23, εκτός από τις δαπάνες μεταγραφής, αποκωδικοποίησης και αποκρυπτογράφησης των τηλεπικοινωνιών, οι οποίες βαρύνουν το κράτος έκδοσης.

 

’ρθρο 33

Κοινοποίηση προς το κράτος-μέλος στο οποίο βρίσκεται ο καθ' ου η άρση απορρήτου των τηλεπικοινωνιών και από το οποίο δεν απαιτείται παροχή τεχνικής βοήθειας (άρθρο 31 της Οδηγίας)

 

   1. Όταν για την εκτέλεση ερευνητικού μέτρου έχει χορηγηθεί άδεια από την αρμόδια αρχή κράτους-μέλους για την άρση απορρήτου τηλεπικοινωνιών (εφεξής «του κράτους-μέλους που προβαίνει σε άρση απορρήτου») και η διεύθυνση επικοινωνίας του καθ' ου η άρση, που προσδιορίζεται στην εντολή άρσης απορρήτου, χρησιμοποιείται στο έδαφος άλλου κράτους-μέλους (εφεξής «του κράτους-μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση») από το οποίο δεν απαιτείται τεχνική βοήθεια για τη διενέργεια της εν λόγω άρσης, το κράτος - μέλος που προβαίνει σε άρση ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση σχετικά με την άρση:

   α) πριν από την άρση απορρήτου, σε περίπτωση κατά την οποία γνωρίζει όταν τη διατάσσει ότι ο καθ' ου βρίσκεται ή θα βρίσκεται στο έδαφος του κράτους - μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση,

   β) κατά ή μετά τη διενέργεια της άρσης απορρήτου, αμέσως μόλις λάβει γνώση ότι ο καθ' ου βρίσκεται ή βρισκόταν, κατά τη διάρκεια της άρσης, στο έδαφος του κράτους- μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση.

 

   2. Η κοινοποίηση της παραγράφου 1 γίνεται με τη συμπλήρωση και διαβίβαση του υποδείγματος του Παραρτήματος Γ'.

 

   3. Σε περίπτωση κατά την οποία η άρση απορρήτου δεν θα επιτρεπόταν σε παρόμοια εσωτερική υπόθεση, η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση ενημερώνει αμέσως, και το αργότερο εντός 96 ωρών από την παραλαβή της κοινοποίησης της παραγράφου 1, την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους που προβαίνει σε άρση ότι:

   α) η άρση απορρήτου δεν μπορεί να διεξαχθεί ή πρέπει να τερματιστεί και

   β) εφόσον είναι αναγκαίο, το υλικό που προέκυψε ήδη από την άρση απορρήτου του καθ' ου, ενώ ήταν ακόμη στο έδαφός του, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο υπό όρους που το ίδιο θα καθορίσει. Η αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους στο οποίο απευθύνεται η κοινοποίηση ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους-μέλους που προβαίνει σε άρση για τους λόγους που δικαιολογούν τους όρους αυτούς.

 

   4. Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 8 εφαρμόζεται αναλογικά και για την κοινοποίηση της παραγράφου 2.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ'

ΠΡΟΣΩΡΙΝΑ ΜΕΤΡΑ

 

’ρθρο 34

Προσωρινή λήψη μέτρων (άρθρο 32 της Οδηγίας)

 

   1. Η αρχή έκδοσης εκδίδει ΕΕΕ για τη λήψη μέτρου με σκοπό την προσωρινή πρόληψη της καταστροφής, μετατροπής, απομάκρυνσης, μεταφοράς ή διάθεσης ενός αποδεικτικού στοιχείου.

 

   2. Η αρχή εκτέλεσης αποφασίζει ως προς τα προσωρινά μέτρα και κοινοποιεί τη σχετική απόφασή της το συντομότερο δυνατόν και, εφόσον είναι εφικτό, εντός 24 ωρών από την παραλαβή της ΕΕΕ.

 

   3. Όταν ζητείται λήψη προσωρινού μέτρου της παραγράφου 1, η αρχή έκδοσης αναφέρει στην ΕΕΕ αν τα αποδεικτικά στοιχεία θα διαβιβασθούν στο κράτος έκδοσης ή θα παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης. Η αρχή εκτέλεσης αναγνωρίζει, εκτελεί την ΕΕΕ και διαβιβάζει τα αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στον παρόντα νόμο.

 

   4. Αν, σύμφωνα με την παράγραφο 3, η ΕΕΕ συνοδεύεται από αίτημα να παραμείνουν στο κράτος εκτέλεσης τα αποδεικτικά στοιχεία, η αρχή έκδοσης καθορίζει την ημερομηνία άρσης του προσωρινού μέτρου της παραγράφου 1 ή την προβλεπόμενη ημερομηνία υποβολής της αίτησης για τη διαβίβαση των αποδεικτικών στοιχείων στο κράτος έκδοσης.

 

   5. Η αρχή εκτέλεσης, έπειτα από διαβούλευση με την αρχή έκδοσης, ορίζει, σύμφωνα με την εθνική της νομοθεσία και τις πρακτικές που ακολουθεί, τις κατάλληλες προϋποθέσεις ανάλογα με τις περιστάσεις της υπόθεσης, προκειμένου να μειωθεί το διάστημα για το οποίο θα διατηρηθεί το προσωρινό μέτρο της παραγράφου 1. Αν, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις αυτές, η αρχή εκτέλεσης εξετάζει την άρση του προσωρινού μέτρου, ενημερώνει σχετικά την αρχή έκδοσης, η οποία υποβάλλει τυχόν παρατηρήσεις της. Η αρχή έκδοσης κοινοποιεί αμέσως στην αρχή εκτέλεσης την άρση των προσωρινών μέτρων της παραγράφου 1.

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ'

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

 

’ρθρο 35

Μεταβατικές ρυθμίσεις (άρθρο 35 της Οδηγίας)

 

   1. Οι αιτήσεις αμοιβαίας συνδρομής που παραλαμβάνονται πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου συνεχίζουν να διέπονται από το ν.δ. 4218/1961 (Α'171), το ν. 1129/1981 (Α' 42) και τις σχετικές διατάξεις του ν. 2514/1997 (Α' 140). Οι αποφάσεις για τη δέσμευση αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ που παραλαμβάνονται πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου διέπονται επίσης από την απόφαση-πλαίσιο.

 

   2. Η παράγραφος 1 του άρθρου 11 εφαρμόζεται αναλόγως και για ΕΕΕ που εκδίδονται ύστερα από απόφαση δέσμευσης που λαμβάνεται δυνάμει της απόφασης-πλαίσιο 2003/577/ΔΕΥ.

 

’ρθρο 36

 

   1. Στο τέλος της περίπτωσης α' της παρ. 3 του άρθρου 16 του ν. 4369/2016 (Α' 33) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Τα έντυπα έκθεσης αξιολόγησης, των οποίων η μορφή και το περιεχόμενο καθορίζονται στη ΔΙΔΑΔ/ Φ.32.14/750/ οικ.32768/22.12.2016 υπουργική απόφαση (Β' 4434), δύνανται να συμπληρώνονται με πρωτοβουλία του αξιολογούμενου ή του αξιολογητή, ανεξαρτήτως του τρόπου που αυτοί τα προμηθεύτηκαν, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη διάθεσή τους από το Εθνικό Τυπογραφείο ή σχετικό αίτημα της οικείας Διεύθυνσης Προσωπικού ή Διοικητικού.»

 

   2. Προστίθεται άρθρο 24Α στο ν. 4369/2016 ως εξής:

 

«Αρθρο 24Α

Ειδικά, κατά την πρώτη εφαρμογή του συστήματος αξιολόγησης του παρόντος νόμου για την αξιολογική περίοδο του έτους 2016:

 

   1. Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, ο αξιολογούμενος υποχρεούται να προμηθευτεί και να υποβάλει στον Α' αξιολογητή την έκθεση αξιολόγησής του, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά, κοινοποιώντας την ταυτόχρονα στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού.

 

   2.α) Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης από τον αξιολογούμενο, ο Α' αξιολογητής υποχρεούται να υποβάλει στον Β' αξιολογητή την έκθεση αξιολόγησης, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά, και να την κοινοποιήσει στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού.

   β) Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτης της προθεσμίας της παραγράφου 1, η διαδικασία δεν αναστέλλεται και η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται απευθείας από τον Α' αξιολογητή, χωρίς εν προκειμένω να εφαρμόζεται η διαδικασία του άρθρου 19. Ο Α' Αξιολογητής υποβάλλει την έκθεση αξιολόγησης στον Β' αξιολογητή και την κοινοποιεί στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από το πέρας της προθεσμίας της παραγράφου 1.

 

   3.α) Εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή της έκθεσης αξιολόγησης από τον Α' αξιολογητή, ο Β' αξιολογητής υποχρεούται να υποβάλει στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού την έκθεση αξιολόγησης, συμπληρωμένη κατά το σκέλος που τον αφορά.

   β) Σε περίπτωση παρέλευσης άπρακτων των προθεσμιών της παραγράφου 2, η διαδικασία δεν αναστέλλεται, η έκθεση αξιολόγησης συντάσσεται απευθείας από τον Β' αξιολογητή και υποβάλλεται στην οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από το πέρας των προθεσμιών της παραγράφου 2 κατά περίπτωση και πάντως εντός ενός (1) μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος.

 

   4. Οι αξιολογητές των υπαλλήλων, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 15, αν υπαιτίως δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση αξιολόγησης των υφισταμένων τους, δεν δύνανται να συμμετέχουν σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 (Α' 26) και του ν. 3584/2007 (Α' 143) ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.

 

   5. Η προηγούμενη βεβαίωση της τήρησης των υποχρεώσεων των παραγράφων 2 και 3 από την οικεία Διεύθυνση Προσωπικού ή Διοικητικού συνιστά προϋπόθεση για να συμμετάσχει ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και του ν. 3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.

 

   6. Στην περίπτωση ειδικών συστημάτων αξιολόγησης που διατηρούνται σε ισχύ δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου 14, η προηγούμενη βεβαίωση της τήρησης των υποχρεώσεων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου να αξιολογήσει τους υφισταμένους του, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, συνιστά προϋπόθεση για να συμμετάσχει αυτός σε διαδικασίες επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3528/2007 και του ν. 3584/2007 ή σύμφωνα με άλλες γενικές ή ειδικές διατάξεις.

 

   7. Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εφαρμόζονται σε προκηρύξεις επιλογής και τοποθέτησης προϊσταμένων σε θέσεις ευθύνης που είναι εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.»

 

   3. Η ισχύς του παρόντος αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

’ρθρο 37

Παράταση της προθεσμίας της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3889/2010 (Α' 182)

 

   Στις περιπτώσεις όπου η προθεσμία της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 3889/2010 (Α' 182) λήγει στις 7.9.2017, η προθεσμία αυτή παρατείνεται από την ημερομηνία λήξης της έως την 25η Σεπτεμβρίου 2017.

 

’ρθρο 38

Τροποποίηση του άρθρου 16 του ν. 3889/2010 για τη διαδικασία υποβολής αντιρρήσεων

 

   1. Στην αρχή του πρώτου εδαφίου του άρθρου 16 του ν. 3889/2010 τίθεται ο αριθμός «1».

 

   2. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο του άρθρου 16 του ν. 3889/2010 τροποποιούνται ως εξής:

 

   «2. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν την καταβολή του ειδικού τέλους και το έννομο συμφέρον, αποστέλλονται από τον ενδιαφερόμενο, το αργότερο εντός δέκα (10) ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αντιρρήσεων σε έντυπη μορφή, στο Σημείο Υποστήριξης της Ανάρτησης Δασικού Χάρτη, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικώς στην πρόσκληση υποβολής αντιρρήσεων. Στο φάκελο αποστολής αναγράφεται υποχρεωτικά το όνομα του ενδιαφερομένου και ο αριθμός πρωτοκόλλου των αντιρρήσεων που υποβλήθηκαν. Συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία, που επικαλείται ο ενδιαφερόμενος, μπορούν να συμπεριλαμβάνονται στην ανωτέρω αλληλογραφία ή και να κατατίθενται στην ΕΠ.Ε.Α. κατά την εξέταση της αντίρρησης.».

 

’ρθρο 39

Τροποποίηση της παραγράφου 4 του άρθρου 23 για την αποτύπωση των ορίων οικισμών στους δασικούς χάρτες

 

   Η παρ. 4 του άρθρου 23 του ν. 3889/2010 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Το περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων που δεν υπάγονται στις κατηγορίες α' και β' της παραγράφου 2 αποτυπώνονται με ιώδες χρώμα. Καθορίζονται ως κριτήρια προσδιορισμού του περιγράμματος της οικιστικής πύκνωσης: α) ο ελάχιστος αριθμός συγκέντρωσης κτιρίων και β) η μέση αναλογία αριθμού κτιρίων ανηγμένη στην επιφάνεια που περιλαμβάνεται στο ιώδες περίγραμμα. Ειδικότερα: α) Ελάχιστος αριθμός κτιρίων: πενήντα (50). β) Για τον προσδιορισμό της επιφάνειας της έκτασης που περιλαμβάνεται εντός του ιώδους περιγράμματος ισχύουν τα ακόλουθα:

   αα. Όταν ο συνολικός αριθμός των κτιρίων είναι ίσος ή μεγαλύτερος των πενήντα (50), αναλογεί τουλάχιστον ένα (1) κτίριο ανά 500 τ.μ..

   ββ. Όταν ο συνολικός αριθμός των κτιρίων είναι μεγαλύτερος των εκατό (100), αναλογεί τουλάχιστον ένα (1) κτίριο ανά 1.000 τ.μ..

   γγ. Όταν ο συνολικός αριθμός των κτιρίων είναι μεγαλύτερος των τετρακοσίων (400), αναλογεί τουλάχιστον ένα (1) κτίριο ανά 2.000 τ.μ..

   Για τον υπολογισμό των ως άνω επιφανειών δεν λαμβάνεται υπόψη το μέγεθος της κάθε ιδιοκτησίας, αλλά μόνο το σύνολο της περιοχής εντός του ιώδους περιγράμματος. Οι κορυφές του ιώδους περιγράμματος πρέπει κατά το δυνατόν να ταυτίζονται με κτίρια. Σε κάθε στάδιο οι αρμόδιες υπηρεσίες δύνανται να ελέγχουν την ορθή εφαρμογή των κριτηρίων.

 

   5. Με ευθύνη των οικείων Ο.Τ.Α. προσδιορίζονται βάσει της παραγράφου 4 ιώδη περιγράμματα για τις οικιστικές πυκνώσεις, τα οποία διαβιβάζονται στις οικείες Διευθύνσεις Δασών της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, προκειμένου να εξαιρεθούν από την ανάρτηση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23 του ν. 3889/2010. Κατά την ανάρτηση του δασικού χάρτη της ευρύτερης περιοχής, το περιεχόμενο του δασικού χάρτη εντός των ιωδών περιγραμμάτων παραμένει ορατό και εκτός διαδικασίας ανάρτησης. Δασικές εκτάσεις εντός των περιοχών των οικιστικών πυκνώσεων συνεχίζουν να υπάγονται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.

 

   6. Οι τεχνικές υπηρεσίες των Ο.Τ.Α. αποτυπώνουν για τις περιπτώσεις των ήδη αναρτημένων χαρτών έως τις 25.9.2017 και για τις λοιπές περιπτώσεις έως τις 20.12.2017, με ιώδες χρώμα το περίγραμμα των οικιστικών πυκνώσεων που δεν υπάγονται στις κατηγορίες α' και β' της παραγράφου 2, εφαρμοζομένων των διατάξεων της δασικής νομοθεσίας. Τα περιγράμματα των οικιστικών πυκνώσεων της παρούσας παραγράφου διαβιβάζονται εντός της ως άνω προθεσμίας, στην Ε.Κ.ΧΑ. Α.Ε., η οποία τα αποστέλλει αμελλητί στη Διεύθυνση Δασών, για να εξαιρεθούν από την ανάρτηση στο δασικό χάρτη κατά το άρθρο 14 του παρόντος νόμου και στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για την περιβαλλοντική και πολεοδομική τους διαχείριση.

 

   7. Η ισχύς των παραγράφων 4, 5 και 6 του παρόντος άρθρου αρχίζει από τις 20.7.2016.».

 

’ρθρο 40

 

   Στο άρθρο 34 του ν. 4472/2017 (Α'74) προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

 

   «6. Μέχρι την έγκριση του προϋπολογισμού του Ν.Π.Δ.Δ. «Ε.Κ.Α.Π.Υ.» η μισθοδοσία του προσωπικού που υπηρετεί σε αυτό, καθώς και οι κάθε είδους λειτουργικές του δαπάνες, εξακολουθούν να βαραίνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Υγείας και συγκεκριμένα τις πιστώσεις των αντίστοιχων ΚΑΕ του Φ.240. Οι ανωτέρω δαπάνες εκκαθαρίζονται και πληρώνονται στους δικαιούχους από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας. Η ισχύς των ανωτέρω εδαφίων άρχεται από τη λήξη της θητείας του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Π.Υ., το οποίο λειτουργεί μεταβατικά, βάσει του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 28 του παρόντος.».

 

’ρθρο 41

Τροποποίηση του άρθρου 32 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο

 

   1. Το τρίτο, τέταρτο και πέμπτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 32 του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο (ν. 4129/2013, Α' 52) καταργούνται.

 

   2. Στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου 32 του ν. 4129/ 2013 προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

   «Το Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που επιλαμβάνεται της αίτησης ανάκλησης, δύναται, αν ανακύπτουν ζητήματα μείζονος σπουδαιότητας ή γενικότερης σημασίας, να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια με πρακτικό που επέχει θέση εισήγησης, την οποία αναπτύσσει ενώπιόν της ο δικαστής που ορίζεται εισηγητής με το ίδιο πρακτικό. Η Ολομέλεια, αφού εκφέρει γνώμη για την υπόθεση που παραπέμφθηκε σε αυτή, την αναπέμπει στο Τμήμα για περαιτέρω εξέταση. Η γνώμη της Ολομέλειας είναι υποχρεωτική για το Τμήμα.».

 

’ρθρο 42

 

   1. Το πέμπτο και έκτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 3918/2011 (Α' 31), ήτοι ο τύπος PNew, αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «ΡNew, ορίζεται ως το ποσοστό επιστροφής, το οποίο λαμβάνει τιμή 0,25, για νέα φάρμακα που βρίσκονται σε περίοδο προστασίας των δεδομένων τους ως προς τη δραστική τους ουσία και εντάχθηκαν ή θα ενταχθούν στη θετική λίστα αποζημίωσης μετά την 1.1.2017. Το επιπλέον αυτό ποσό επιστροφής ισχύει μέχρις ότου αρχίσει η αποζημίωση των φαρμάκων αυτών με την τιμή που επιτυγχάνεται μέσω της διαδικασίας διαπραγμάτευσης του άρθρου 3 του ν. 4208/2013 (Α' 252) και σε κάθε περίπτωση, κατ' ανώτατο όριο, έως δύο (2) έτη από την ένταξή τους.».

 

   2. Το δέκατο έκτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 35 του ν. 3918/2011 (Α' 31) αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Για την απόδοση του πρόσθετου ποσού επιστροφής λαμβάνονται υπόψη οι πωλήσεις του προηγούμενου τριμήνου βάσει των στοιχείων που αντλεί ο Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και οι Φ.Κ.Α. από το σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, το σύστημα σάρωσης συνταγών του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. και από το άθροισμα των τιμολογίων που εκδίδουν οι φαρμακευτικές εταιρείες προς τα φαρμακεία του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. στο σύνολό τους και τα Νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. στο σύνολό τους, αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, στα Νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ. η κατανομή του ως άνω ποσού rebate θα γίνεται βάσει του μεριδίου της φαρμακευτικής δαπάνης εκάστου Νοσοκομείου για κάθε φάρμακο, επί του συνόλου της δαπάνης του συνόλου των Νοσοκομείων για το φάρμακο αυτό.»

 

’ρθρο 43

Έκτακτα μέτρα για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης

 

   1. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή στερητική της ελευθερίας απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, κατά τις εξής διακρίσεις:

   α) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μέχρι τρία (3) έτη, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δέκατο αυτής, β) εάν η ποινή τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των τριών (3) και μέχρι πέντε (5) έτη, συμπεριλαμβανομένης της κάθειρξης, καθώς και εάν η ποινή φυλάκισής τους έχει διάρκεια μεγαλύτερη των πέντε (5) ετών, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα πέμπτο αυτής.

 

   2. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής.

 

   3. Κρατούμενοι οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο το ένα δεύτερο της ποινής που τους επιβλήθηκε ή έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο πραγματικής έκτισης της ποινής αυτής.

 

   4. Εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις των παραγράφων 1 έως 3 όσοι έχουν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299 παράγραφος 1, 322, 323, 323Α, 324, 336, 338, 339, 342, 348Α, 348Γ, 349, 351, 351Α και 380 παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο και 380 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα.

 

   5. Στους απολυόμενους, κατ' εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 3, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών με την ίδια διάταξή του, μπορεί να επιβάλει: α) την υποχρέωσή τους να εμφανίζονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα στις αστυνομικές αρχές του τόπου όπου διαμένουν, β) τη μη απομάκρυνσή τους, χωρίς έγγραφη άδεια του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, από τον ως άνω τόπο, γ) οποιονδήποτε άλλον όρο από αυτούς που αναφέρονται στην παράγραφο 3 του άρθρου 100 του Ποινικού Κώδικα κρίνει σκόπιμο πλην της περίπτωσης η'. Με αίτηση του απολυμένου οι παραπάνω όροι μπορούν να ανακληθούν ή να τροποποιηθούν από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, κατά την επιβολή των ως άνω όρων, οφείλει να λαμβάνει υπόψη του την προσωπικότητα, καθώς και τις ατομικές, οικογενειακές και επαγγελματικές ανάγκες του απολυόμενου. Αν εκείνος που απολύθηκε παραβαίνει τους όρους που του έχουν επιβληθεί, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να διατάξει την ανάκληση της απόλυσης. Σε περίπτωση ανάκλησης ο χρόνος από την απόλυση έως τη νέα σύλληψη δεν υπολογίζεται στη διάρκεια της ποινής. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 109 του Ποινικού Κώδικα εφαρμόζεται αναλόγως.

 

   6. Οι διευθυντές των καταστημάτων κράτησης υποβάλλουν μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, στον εισαγγελέα του τόπου έκτισης της ποινής, τους φακέλους των καταδίκων, οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις των παραγράφων 1 έως 3.

 

   7. Κατ' εξαίρεση των οριζομένων στην παράγραφο 4, κρατούμενοι, οι οποίοι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παρόντος νόμου, εκτίουν ποινή κάθειρξης για κακουργήματα που προβλέπονται στα άρθρα 299 παράγραφος 1, 322, 323, 323Α, 338, 348Α, 348Γ, 349, 351 και 380 παράγραφος 1 εδάφιο τρίτο του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν εκτίσει τα τμήματα των ποινών που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3, απολύονται, κατόπιν αίτησής τους προς τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης, χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα. Στους απολυόμενους μπορούν να επιβληθούν οι όροι που αναφέρονται στην παράγραφο 5, καθώς και, εφόσον είναι δυνατό, η υποχρέωση του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση, όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 283Α του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η επιβολή της υποχρέωσης του κατ' οίκον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν του χρονικού ορίου της περίπτωσης β' της παραγράφου 1 του άρθρου 105 του Ποινικού Κώδικα. Τα εδάφια δεύτερο έως και έκτο της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στην περίπτωση αυτή.

 

   8. Εάν ο απολυθείς, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, τελέσει μέσα σε πέντε (5) έτη από την αποφυλάκισή του νέα αξιόποινη πράξη από δόλο και καταδικαστεί αμετάκλητα οποτεδήποτε σε ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη των δύο (2) ετών, εκτίει αθροιστικά και το υπόλοιπο της ποινής για την οποία είχε απολυθεί υπό όρο.

 

   9. Απολύσεις που γίνονται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, ανακοινώνονται από τους διευθυντές των καταστημάτων κράτησης τόσο στις αρμόδιες υπηρεσίες Ποινικού Μητρώου και καταχωρούνται στα οικεία δελτία των απολυθέντων, όσο και στη Διεύθυνση Αλλοδαπών του Κλάδου Ασφάλειας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας.

 

   10. Η απόλυση υπό όρο, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δεν κωλύεται από τη μη καταβολή των δικαστικών εξόδων και της χρηματικής ποινής που τυχόν επιβλήθηκε.

 

   11. Οι ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου δεν έχουν εφαρμογή σε όσους μεταφέρονται σε ελληνικά καταστήματα κράτησης από την αλλοδαπή, σε εφαρμογή του ν. 4307/2014 (Α' 246) ή της Σύμβασης για τη μεταφορά των καταδίκων, η οποία κυρώθηκε με το ν. 1708/1987 (Α' 108), καθώς και του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στην ανωτέρω Σύμβαση, το οποίο κυρώθηκε με το ν. 3351/2005 (Α' 147).

 

   12. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στους καταδίκους που αποκτούν τις προϋποθέσεις των προηγουμένων παραγράφων μετά την έναρξη ισχύος αυτού και έως τις 28 Αυγούστου 2018.

 

   13. Κάθε αμφισβήτηση ως προς την εφαρμογή του άρθρου αυτού λύεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, προκειμένου δε για ανηλίκους από το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων του τόπου έκτισης.

 

’ρθρο 44

 

   Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 14 του ν. 4322/2015 (Α' 42), όπως αντικαταστάθηκαν με την παρ. 2 του άρθρου δέκατου πέμπτου του ν. 4411/2016 (Α' 142), αντικαθίστανται εκ νέου ως εξής:

 

   «3. Κρατούμενοι που κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου εκτίουν ποινή περιορισμού σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων που δεν υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, εφόσον έχουν εκτίσει με οποιονδήποτε τρόπο τα δύο πέμπτα της ποινής. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις έως τις 28 Αυγούστου 2018.

 

   4. Κρατούμενοι που, κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου, εκτίουν σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων ποινή περιορισμού που υπερβαίνει τα δέκα (10) έτη, απολύονται με διάταξη του εισαγγελέα πλημμελειοδικών του τόπου έκτισης της ποινής, υπό τον όρο της ανάκλησης χωρίς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των άρθρων 105 και επόμενα του Ποινικού Κώδικα, εφόσον έχουν συμπληρώσει το ένα τρίτο έκτισης της ποινής που τους επιβλήθηκε. Για τη χορήγηση της υπό όρο απόλυσης, ως ποινή που εκτίθηκε θεωρείται και αυτή που υπολογίστηκε ευεργετικά, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Η παρούσα διάταξη ισχύει και για τους κρατούμενους που θα αποκτήσουν τις ανωτέρω προϋποθέσεις σε χρονικό διάστημα μέχρι τις 28 Αυγούστου 2018. Η παρούσα παράγραφος δεν έχει εφαρμογή σε όσους έχουν καταδικαστεί για αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 324, 336, 339, 342, 351Α και 380 παράγραφος 2 του Ποινικού Κώδικα.».

 

’ρθρο 45

 

   1. Στο τέλος της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 13 του ν. 2238/1994 (Α' 151), όπως αυτό ισχύει, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Η μίσθωση ακινήτου, στο οποίο λειτουργούσε επιχείρηση, μετά του τυχόν υφιστάμενου εξοπλισμού, σε άλλη επιχείρηση, δεν συνιστά μεταβίβαση επιχείρησης για την επιβολή φόρου υπεραξίας.».

 

   2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου καταλαμβάνουν εκκρεμείς υποθέσεις, για τις οποίες έχει ήδη επιβληθεί φόρος υπεραξίας κατά το άρθρο 13 του ν. 2238/1994.

 

’ρθρο 46

Παράταση της θητείας των Οργάνων Διοίκησης των Ιατρικών Συλλόγων και του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου

 

   Η τρέχουσα θητεία των Διοικητικών Συμβουλίων, των Πειθαρχικών Συμβουλίων, των Εξελεγκτικών Επιτροπών και των εκπροσώπων των τοπικών Ιατρικών Συλλόγων της χώρας στη Γενική Συνέλευση του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου (Π.Ι.Σ.), καθώς και η τρέχουσα θητεία του Διοικητικού Συμβουλίου και του Ανωτάτου Πειθαρχικού Συμβουλίου Ιατρών του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου παρατείνεται από τρία (3) σε τέσσερα (4) έτη.

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΤΟΛΗ ΕΡΕΥΝΑΣ (ΕΕΕ)

 

   Η παρούσα ΕΕΕ εκδόθηκε από αρμόδια αρχή. Η αρχή έκδοσης βεβαιώνει ότι η έκδοση της παρούσας ΕΕΕ είναι απαραίτητη και αναλογική για τους σκοπούς της διαδικασίας που προσδιορίζεται σε αυτήν, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων του υπόπτου ή κατηγορουμένου, και ότι τα ζητούμενα ερευνητικά μέτρα θα μπορούσαν να είχαν διαταχθεί υπό τις ίδιες προϋποθέσεις σε παρόμοια εγχώρια υπόθεση. Ζητώ να εκτελεσθούν το ερευνητικό μέτρο ή μέτρα που παρατίθενται στη συνέχεια, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της εμπιστευτικότητας της έρευνας, και να διαβιβασθούν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προκύψουν από την εκτέλεση της ΕΕΕ.

 

   (Βλέπε υποδείγματα στο οικείο ΦΕΚ)

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β

ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΣΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗΣ ΕΕΕ

 

Το παρόν έντυπο συμπληρώνεται από την αρχή του κράτους εκτέλεσης που παρέλαβε την ΕΕΕ που αναφέρεται στη συνέχεια.

 

   (Βλέπε υποδείγματα στο οικείο ΦΕΚ)

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

 

Το παρόν έντυπο χρησιμοποιείται για να ενημερωθεί ένα κράτος μέλος για παρακολούθηση τηλεπικοινωνιών που θα διεξαχθεί ή έχει διεξαχθεί ήδη στο έδαφος του χωρίς την τεχνική τοι συνδρομή. Με την παρούσα ενημερώνω ... (κράτος μέλος προς το οποίο γίνεται η κοινοποίηση) γιο την παρακολούθηση.

 

   (Βλέπε υποδείγματα στο οικείο ΦΕΚ)

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Δ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΩΝ ΚΑΤ' ΑΡΘΡΟ 13

 

- συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση,

- τρομοκρατία,

- εμπορία ανθρώπων,

- σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και παιδική πορνογραφία,

- παράνομη διακίνηση ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών,

- παράνομη διακίνηση όπλων, πυρομαχικών και εκρηκτικών,

- διαφθορά,

- καταδολίευση, συμπεριλαμβανομένης της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά την έννοια της σύμβασης της 26ης Ιουλίου 1995 σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων,

- νομιμοποίηση προϊόντων εγκλήματος,

- παραχάραξη, περιλαμβανομένης της κιβδηλείας του ευρώ,

- εγκληματικότητα στον κυβερνοχώρο,

- εγκλήματα κατά του περιβάλλοντος, περιλαμβανομένου του λαθρεμπορίου απειλούμενων ζωικών ειδών και του λαθρεμπορίου απειλούμενων φυτικών ειδών και φυτικών ποικιλιών,

- παροχή βοήθειας για την παράνομη είσοδο και διαμονή,

- ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, βαριά σωματική βλάβη,

- παράνομο εμπόριο ανθρωπίνων οργάνων και ιστών,

- απαγωγή, παράνομη κατακράτηση και περιαγωγή σε ομηρία,

- ρατσισμός και ξενοφοβία,

- οργανωμένη ή ένοπλη ληστεία,

- παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των αρχαιοτήτων και των έργων τέχνης,

- υπεξαίρεση,

- αθέμιτη προστασία έναντι παρανόμου περιουσιακού οφέλους και εκβίαση, - παράνομη απομίμηση και πειρατεία προϊόντων,

- πλαστογραφία και διακίνηση διοικητικών εγγράφων,

- πλαστογραφία μέσων πληρωμής,

- παράνομη διακίνηση ορμονικών ουσιών και άλλων αυξητικών παραγόντων,

- λαθρεμπόριο πυρηνικών και ραδιενεργών ουσιών,

εμπορία κλεμμένων οχημάτων,

βιασμός,

εμπρησμός

εγκλήματα που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου

αεροπειρατεία και πειρατεία,

δολιοφθορά.

 

’ρθρο 47

Έναρξη ισχύος

 

   Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.