ΑΠΟΦΑΣΗ 326Α/2012/ΦΕΚ 313/Β/15/2/2013

Μεθοδολογία προσδιορισμού του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του Ν. 4001/2011, όπως ισχύει.

 

Η ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

(Συνεδρίαση 3 Μαΐου 2012)

 

   Λαμβάνοντας υπόψη:

 

   1. Τις διατάξεις του Ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία των Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (ΦΕΚ 179/Α/2011), όπως ισχύει, και ιδίως του άρθρου 36.

 

   2. Τις διατάξεις του Ν. 2773/1999 «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας - Ρύθμιση Θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 286/Α/1999), όπως ισχύει.

 

   3. Τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ σχετικά με τους κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ.

 

   4. Τις διατάξεις του Π.Δ. 139/2001 «Κανονισμός Εσωτερικής Λειτουργίας και Διαχείρισης της ΡΑΕ» (ΦΕΚ 121/Α/2001).

 

   5. Κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 23 παράγραφος 2, σημείο α, του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 (2006/C 210/02).

 

   Σκέφτηκε ως εξής:

 

   Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 36 του Ν. 4001/2011:

 

   «’ρθρο 36 - Διοικητικές κυρώσεις.

 

   1. Με απόφαση της ΡΑΕ, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των ενδιαφερομένων, επιβάλλονται στους κυρίους και τους διαχειριστές των Συστημάτων και των Δικτύων Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου και στις επιχειρήσεις που ασκούν Ενεργειακές Δραστηριότητες, εφόσον παραβιάζουν τις διατάξεις του παρόντος νόμου και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του ή τους όρους των αδειών που τους έχουν χορηγηθεί, πρόστιμα ύψους έως 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών τους. Το ύψος του προστίμου είναι ανάλογο με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης.

 

   2. Με απόφαση της ΡΑΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εξειδικεύεται η μεθοδολογία και τα επί μέρους κριτήρια των προστίμων της προηγούμενης παραγράφου.

 

   3. Η επιβολή των προστίμων αυτών δεν αποκλείει την επιβολή, για την ίδια παράβαση, άλλων διοικητικών κυρώσεων που προβλέπονται από άλλες διατάξεις, ιδίως δε των προβλεπομένων στις διατάξεις του Ν. 3959/2011.

 

   4. Οι αποφάσεις της ΡΑΕ που εκδίδονται στις ανωτέρω περιπτώσεις αναρτώνται στην επίσημη ιστοσελίδα της και δημοσιεύονται στον τύπο. 5. Τα πρόστιμα που προβλέπονται στο παρόν άρθρο εισπράττονται με τη διαδικασία του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ΚΕΔΕ) στο όνομα και για λογαριασμό της ΡΑΕ και αποδίδονται σε αυτήν. 6. Σε περιπτώσεις συστηματικής και κατ' επανάληψη παράβασης του νομοθετικού πλαισίου και των όρων, σύμφωνα με τους οποίους χορηγούνται οι προβλεπόμενες στον παρόντα νόμο άδειες, η ΡΑΕ μπορεί να ανακαλεί τις άδειες αυτές. Η ανάκληση μπορεί να επιβάλλεται παράλληλα και με πρόστιμο».

 

   Επειδή, βάσει των ως άνω διατάξεων παρέχεται στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας η εξουσία να εκδίδει αποφάσεις επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών κυρώσεων στους Διαχειριστές και στις επιχειρήσεις όπου ως τέτοιες νοούνται νομικά και φυσικά πρόσωπα- Συμμετέχοντες στην ενεργειακή αγορά μέσω της άσκησης Ενεργειακών Δραστηριοτήτων, λόγω συμπεριφορών οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του Ν. 4001/2011, των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του ή τους όρους των αδειών που τους έχουν χορηγηθεί.

 

   Επειδή, οι διοικητικές κυρώσεις που προβλέπονται αφορούν την επιβολή προστίμων από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, των ύψος των οποίων καθορίζεται με απόφαση της Αρχής, με ανώτατο όριο ποσό ίσο 10% του κύκλου εργασιών του εκάστοτε παραβάτη.

 

   Επειδή, ωστόσο, κάθε χρηματική ποινή πρέπει να είναι εύλογη και αντίστοιχη των νομικών και πραγματικών δεδομένων εκάστης περίπτωσης και να καθορίζεται κατά τρόπο που να μην παρεμποδίζεται η ανάπτυξη υγιών συνθηκών ανταγωνισμού.

 

   Επειδή, η κατάρτιση και δημοσιοποίηση συγκεκριμένης μεθοδολογίας επιβολής προστίμων αποσαφηνίζει περαιτέρω τα κριτήρια, τις παραμέτρους και παραδοχές που λαμβάνονται υπόψη από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου που επιβάλλεται με απόφασή της.

 

   Επειδή, ειδικότερα, η μεθοδολογία πρέπει να είναι κατάλληλα προσανατολισμένη στο στόχο της καταστολής των παραβιάσεων των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, διασφαλίζοντας παράλληλα την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Πρέπει δε, να τονισθεί ότι ο ρόλος του προστίμου είναι διττός, με την έννοια ότι αφενός, επιβάλλεται ως κύρωση για συγκεκριμένη παράβαση και αφετέρου συντελεί στην αποτροπή των Συμμετεχόντων στην αγορά από την επανάληψη παρόμοιων συμπεριφορών (πράξεων ή παραλείψεων) στο μέλλον. Συνεπώς, το ύψος του προστίμου πρέπει να έχει το αναγκαίο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, όχι μόνο έναντι των αποδεκτών της κατά περίπτωση απόφασης επιβολής προστίμου που εκδίδει η Αρχή, αλλά και έναντι κάθε άλλου Συμμετέχοντος στην αγορά που πιθανώς να είχε την πρόθεση να υιοθετήσει παρόμοια συμπεριφορά.

 

   Επειδή, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον υπολογισμό προστίμων σε περιπτώσεις παραβιάσεων των κανόνων του ανταγωνισμού ((ΕΚ) αριθ. 1/2003), οι οποίες δύναται να έχουν αναλογική εφαρμογή στις παραβιάσεις της ενεργειακής νομοθεσίας, η μεθοδολογία για τον υπολογισμό του προστίμου που επιβάλλεται σε επιχειρήσεις περιλαμβάνει δύο στάδια: α) τον καθορισμό ενός βασικού ποσού προστίμου, σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα, τη συχνότητα και τη διάρκεια της παράβασης, και β) την προσαύξηση ή μείωση του βασικού ποσού προστίμου, ανάλογα με το εάν συντρέχουν επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις.

 

   Επειδή, το ποσό του βασικού προστίμου θα πρέπει να αντανακλά τη συμπεριφορά του παραβάτη και, κατά συνέπεια, το πρώτο κριτήριο που ενδιαφέρει για τον καθορισμό του προστίμου, είναι η σοβαρότητα της παράβασης, που μετράται με όρους «συνεπειών» στη σχετική αγορά και ειδικότερα:

 

   α) τα κέρδη που επιχείρησε να αποκομίσει ο Συμμετέχων με την παράβαση, ή / και

 

   β) τις ζημίες που προκλήθηκαν στην αγορά ή / και στους καταναλωτές, και ιδίως: κατά πόσον η υπό εξέταση που παράβαση αφορά σε υποχρεώσεις των Συμμετεχόντων που απορρέουν από το Ν. 4001/2011, όπως ισχύει, την κατ' εξουσιοδότηση εκδοθείσα νομοθεσία καθώς και τους όρους των αδειών τους, δημιουργεί ή δύναται να δημιουργήσει ζητήματα επάρκειας εφοδιασμού ή σύγχυσης στο καταναλωτικό κοινό, επηρεάζει την τελική τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής, εμποδίζει άμεσα ή έμμεσα τους καταναλωτές να προβούν σε επιλογές υπό συνθήκες διαφάνειας και πλήρους ενημέρωσης ή πλήττει ευάλωτους καταναλωτές.

 

   Επειδή, οι τρόποι υπολογισμού του βασικού προστίμου βάσει των αντίστοιχων κριτηρίων συνοψίζονται ως εξής: α) Σύμφωνα με τον πρώτο τρόπο υπολογισμού του βασικού προστίμου, το πρόστιμο προσδιορίζεται βάσει του «αναμενόμενου» κέρδους για τον Συμμετέχοντα από την παράβαση (και όχι αυτού που τελικά πραγματικά επέφερε στον παραβάτη). Ειδικότερα, το επιβαλλόμενο πρόστιμο πρέπει να είναι μεγαλύτερο αυτού, ώστε να λειτουργήσει και αποτρεπτικά για μελλοντικές παραβάσεις, από τον ίδιο ή άλλο Συμμετέχοντα. Σημειώνεται ότι στον υπολογισμό του αναμενόμενου κέρδους πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το μέγεθος του κινδύνου που αναλαμβάνει ο παραβάτης σχετικά με το κατά πόσο είναι πιθανόν αυτό να εντοπιστεί από τον Ρυθμιστή. β) Σύμφωνα με το δεύτερο τρόπο υπολογισμού του βασικού προστίμου, το πρόστιμο προσδιορίζεται βάσει της καθαρής ζημίας που προκαλείται στην αγορά (δηλαδή ζημία στους άλλους μείον όφελος στον παραβάτη) από την παράβαση, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και σε βάθος χρόνου.

 

   Επειδή, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κατά τον υπολογισμό του προστίμου δύναται, κατά περίπτωση, να εφαρμόσει έναν εκ των ως άνω τρόπων, είτε να εφαρμόσει και τους δύο συνδυαστικά, ανάλογα ιδίως με τον πλέον αρμόζοντα -στην υπό εξέταση παράβαση- τρόπο. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις παραβάσεων εκ μέρους του διαχειριστή, όπου και συνήθως δεν τίθεται ζήτημα ιδίου οφέλους, αλλά κυρίως επιπτώσεων στην αγορά, είναι λογικό και εύλογο να χρησιμοποιηθεί ο δεύτερος τρόπος, ενώ σε περίπτωση παραβιάσεως κανόνων του ανταγωνισμού, ο υπολογισμός τόσο του ιδίου οφέλους όσο και της ζημίας στην αγορά πρέπει να συνεκτιμηθούν από κοινού.

 

   Επειδή, στην περίπτωση κατά την οποία η Αρχή δεν διαθέτει τις πληροφορίες και τα στοιχεία που απαιτούνται προκειμένου να υπολογιστεί το βασικό ποσό του προστίμου μέσω των ως άνω αναφερόμενων τρόπων, κρίνεται εύλογο όπως το πρόστιμο υπολογίζεται ως ποσοστό 0-10% επί των ακαθάριστων εσόδων του Συμμετέχοντα, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη συχνότητα της παράβασης.

 

   Επειδή, κατόπιν του προσδιορισμού του βασικού προστίμου, το ποσό αυτό δύναται να προσαυξάνεται, εάν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως ιδίως:

   - Ο Συμμετέχων έχει διαπράξει και στο παρελθόν παράβαση. Σε περίπτωση δε που πρόκειται για την ίδια ή παρόμοια παράβαση, η προσαύξηση πρέπει να είναι σημαντική και, ιδίως, να αυξάνεται με τον αριθμό των προηγούμενων παραβάσεων.

   - Ο Συμμετέχων αρνήθηκε να συνεργαστεί ή αποπειράθηκε να παρεμποδίσει την Αρχή κατά τη διεξαγωγή της έρευνάς της επί της συγκεκριμένης υπόθεσης, κ.ο.κ

 

   Επειδή, κατόπιν του προσδιορισμού του βασικού προστίμου, το ποσό αυτό δύναται να μειώνεται, εάν συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις, όπως ιδίως:

   - Ο Συμμετέχων αποδεικνύει ότι οδηγήθηκε στην παράβαση από ανθρώπινο λάθος ή παραδρομή ή για λόγους ανωτέρας βίας.

   - Ο Συμμετέχων συνεργάστηκε αποτελεσματικά με την Αρχή κατά τη διεξαγωγή της έρευνάς της για τη συγκεκριμένη υπόθεση.

 

   Για τους παραπάνω λόγους, αποφασίζει:

 

    Το πρόστιμο που επιβάλλεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας σε κύριο ή / και διαχειριστή των Συστημάτων Μεταφοράς και των Δικτύων Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου ή σε (επιχείρηση) Συμμετέχοντα που ασκεί Ενεργειακή Δραστηριότητα, για παράβαση των διατάξεων του νόμου 4001/2011, όπως ισχύει και των πράξεων που εκδίδονται κατ' εξουσιοδότησή του ή τους όρους των αδειών που τους έχουν χορηγηθεί, ορίζεται από το παρακάτω σύστημα εξισώσεων:

Πβ = αΚ + βΖ

Π = Α . εν . Πβ

και Π > Κ

Π < Πmax

0 < α /< 1, 0 /< β /< 1, α + β = 1

όπου:

   - Π: το τελικό επιβαλλόμενο πρόστιμο

   - Πβ: το βασικό πρόστιμο

   - Κ: τα αναμενόμενα κέρδη για την επιχείρηση από την παράβαση

   - Ζ: οι επιπτώσεις (ζημίες) στην αγορά ή/και τους καταναλωτές από την παράβαση

   - α, β: συντελεστές στάθμισης, οριζόμενοι από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας ανά κατηγορία παραβάσεων

   - Α: συντελεστής που παίρνει τιμές στο διάστημα [0.5, 1.5] προκειμένου να αποτυπώσει τις τυχόν επιβαρύνσεις (αν Α > 1) ή ελαφρύνσεις (αν Α < 1) που αναγνωρίζονται στη συγκεκριμένη παράβαση

   - ε: σταθερή παράμετρος που καθορίζεται από τη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για να αποτυπώσει το βάρος που αποδίδεται στην επανάληψη της παράβασης. Δύναται να λαμβάνει τιμές στο διάστημα (1, 1.5).

   - ν: ο αριθμός των προηγούμενων επιβεβαιωμένων παραβάσεων από την ίδια επιχείρηση

   - Πmax: το μέγιστο, νομοθετικά οριζόμενο, πρόστιμο που μπορεί να επιβληθεί στην επιχείρηση, ήτοι 10% του ετήσιου κύκλου εργασιών της (Ν. 4001/2011, άρθρο 36, παρ. 1).

 

   Η απόφαση αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.