ΑΠΟΦΑΣΗ 2650/19.1.2012/ΦΕΚ Β/233/9.2.2012

 

Πολιτική αποδοχών που εφαρμόζεται από τα πιστωτικά ιδρύματα -Τροποποίηση των ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006 και 2592/20.8.2007.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Ο ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

 

    Αφού έλαβε υπόψη:

 

    α) το άρθρο 55Α του καταστατικού της Τράπεζας της Ελλάδος,

 

    β) το άρθρο 1 του Ν. 1266/1982 «Όργανα ασκήσεως της νομισματικής, πιστωτικής και συναλλαγματικής πολιτικής και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 81) σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του Ν. 2548/1997 (ΦΕΚ Α' 259), όπως ισχύει,

 

    γ) το Ν. 3601/2007 «Ανάληψη και άσκηση δραστηριοτήτων από τα πιστωτικά ιδρύματα, επάρκεια ιδίων κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και λοιπές διατάξεις», (ΦΕΚ Α' 178), όπως ισχύει, και ιδιαίτερα τα άρθρα 25, 29, 36, 62, 64, και το άρθρο 26 όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 16 του Ν. 4002/2011 (ΦΕΚ Α'180),

 

    δ) την Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 2006 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση) (ΕΕ L 177), όπως αυτή τροποποιήθηκε με τις διατάξεις των στοιχείων 1 εδ. β), 3, 4 και 10 εδ. α) του άρθρου 1 και των στοιχείων 1, 3 και 5 (β) (iii) του Παραρτήματος Ι της Οδηγίας 2010/76/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24πς Νοεμβρίου 2010 για την τροποποίηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις για το χαρτοφυλάκιο συναλλαγών και για τις πράξεις επανατιτλοποίησης, καθώς και τον εποπτικό έλεγχο των πολιτικών αποδοχών (ΕΕ L 329),

 

    ε) την ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006 «Πλαίσιο αρχών λειτουργίας και κριτηρίων αξιολόγησης της οργάνωσης και των Συστημάτων Εσωτερικού Ελέγχου των πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων και σχετικές αρμοδιότητες των διοικητικών τους οργάνων» (ΦΕΚ Α' 59), όπως ισχύει,

 

    στ) την ΠΔ/ΤΕ 2592/20.8.2007 «Δημοσιοποίηση από τα πιστωτικά ιδρύματα εποπτικής φύσεως πληροφοριών σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια, τους κινδύνους που αναλαμβάνουν καθώς και τη διαχείριση τους» (ΦΕΚ Β' 1758), όπως ισχύει,

 

    ζ) τη Σύσταση 2009/384/ΕΚ της Επιτροπής της 30ης Απριλίου 2009 σχετικά με τις πολιτικές αποδοχών στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών (ΕΕ L 122),

 

    η) την Εγκύκλιο Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος 7/9.6.2010 «Καθιέρωση και εφαρμογή από τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα πολιτικής αποδοχών»,

 

    θ) τις Κατευθυντήριες Γραμμές της Επιτροπής Ευρωπαϊκών Αρχών Τραπεζικής Εποπτείας (Committee of European Banking Supervisors-CEBS), σχετικά με τις πολιτικές και πρακτικές αποδοχών της 10ης Δεκεμβρίου 2010,

 

    ι) ότι από τις διατάξεις της παρούσας δεν προκύπτει δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού, αποφασίζει:

 

    Να θεσπίσει πολιτική αποδοχών, η οποία εφεξής αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εταιρικής διακυβέρνησης των πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι σύμφωνη προς τη συνολική πολιτική λειτουργίας τους, προς την επιχειρηματική τους στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα τους, συνάδει με και προωθεί την ορθή, αποτελεσματική διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων που έχουν αναλάβει ή πρόκειται να αναλάβουν, αποθαρρύνει την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων, συμβάλλει δε με τα μέτρα που ενσωματώνει στην ορθή, συνετή και χρηστή διαχείριση τους καθώς και στην αποτροπή ή ελαχιστοποίηση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων ή επιρροών, που αποβαίνουν σε βάρος της εν λόγω διαχείρισης, ως εξής:

 

    Ι. Πεδίο εφαρμογής

 

    1. Η παρούσα και η πολιτική αποδοχών που θεσπίζει εφαρμόζονται στο πλαίσιο της εποπτικής αξιολόγησης, κατά την έννοια του άρθρου 28 του Ν. 3601/2007, από τους εξής υπόχρεους:

 

    α) Τα πιστωτικά ιδρύματα που έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, περιλαμβανομένων των υποκαταστημάτων τους στο εξωτερικό,

 

    β) τα θυγατρικά αυτών πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.) ή σε τρίτη χώρα, και

 

    γ) τα υποκαταστήματα πιστωτικών ιδρυμάτων με έδρα σε τρίτη χώρα τα οποία έχουν λάβει άδεια ίδρυσης και λειτουργίας στην Ελλάδα.

 

    Τα ως άνω πρόσωπα συμμορφώνονται προς τις αρχές που θεσπίζονται με την παρούσα, κατά τρόπο και στο βαθμό που ενδείκνυται προς το μέγεθος, την εσωτερική οργάνωση και τη φύση, το αντικείμενο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων τους.

 

    2. Η πολιτική αποδοχών σε επίπεδο ομίλου εφαρμόζεται κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο Κεφ. Ill «Βασικές αρχές και κριτήρια σε επίπεδο ομίλου» της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει. Επιπλέον ορίζεται ότι:

 

    α) Η πολιτική αποδοχών εφαρμόζεται σε ενοποιημένη βάση επί των πιστωτικών ιδρυμάτων και των Α.Ε.Π.Ε.Υ., κατά την έννοια του άρθρου 2 περ. 2 του Ν. 3606/2007, ως ισχύει, τα οποία ανήκουν στον ίδιο όμιλο, κατά την έννοια του εδαφίου α' της παρ. 5 του άρθρου 42ε του κ.ν. 2190/1920, που εποπτεύεται βάσει των διατάξεων του Ν. 3601/2007, όπως ισχύει, από την Τράπεζα της Ελλάδος και έχουν ως μητρική επιχείρηση πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Ελλάδα. Το παραπάνω ισχύει, ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία εδρεύουν τα ανωτέρω πρόσωπα, ήτοι, χώρα μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (Ε.Ο.Χ.), τρίτη χώρα ή υπεράκτιο χρηματοπιστωτικό κέντρο.

 

    β) Η Διοίκηση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος διασφαλίζει την ενσωμάτωση των απαιτήσεων της παρούσας στην πολιτική αποδοχών του ομίλου καθώς και στην πολιτική αποδοχών των υπόχρεων θυγατρικών της επιχειρήσεων με έδρα είτε εντός του ΕΟΧ είτε σε τρίτη χώρα. Η Διοίκηση του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος καθορίζει την πολιτική αποδοχών των θυγατρικών της επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές εθνικές διατάξεις που έχουν καθοριστεί στις χώρες λειτουργίας αυτών. Την τελική ευθύνη για την τήρηση των εν λόγω διατάξεων φέρει πρώτιστα η ίδια η θυγατρική επιχείρηση, η οποία υιοθετεί πολιτικές αποδοχών σύμφωνα με τη φύση, το εύρος και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της, καθώς και την ιεραρχία και τις κατηγορίες του προσωπικού της. Στην περίπτωση που υφίσταται θυγατρική επιχείρηση με υψηλότερο ενεχόμενο κίνδυνο για το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα, απαιτείται η ενίσχυση των πολιτικών αποδοχών και της εφαρμογής των πολιτικών αποδοχών της εν λόγω θυγατρικής επιχείρησης ή/και του μητρικού πιστωτικού ιδρύματος.

 

    γ) Στην περίπτωση όπου οι επιχειρήσεις εποπτευόμενου από την Τράπεζα της Ελλάδος ομίλου ασκούν επιπλέον δραστηριότητες που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3601/2007, όπως ισχύει, διαμορφώνεται στις εν λόγω επιχειρήσεις πολιτική αποδοχών τηρουμένου του ισχύοντος, αντίστοιχου εθνικού εποπτικού δικαίου και δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορά τον τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται. Όταν επιχειρήσεις ομίλου, ο οποίος εποπτεύεται από την Τράπεζα της Ελλάδος, δραστηριοποιούνται σε εποπτευόμενους τομείς οι οποίοι διέπονται από διαφορετικές διατάξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διαμόρφωση πολιτικής αποδοχών αυτών και για την εφαρμογή της αυτών, οι εν λόγω επιχειρήσεις λαμβάνουν υπόψη τις σχετικές απαιτήσεις του οικείου εποπτευόμενου τομέα στον οποίο δραστηριοποιούνται. Το μητρικό πιστωτικό ίδρυμα του ομίλου επιβλέπει τις πολιτικές, τις πρακτικές και τις διαδικασίες σχετικά με τις αποδοχές προσωπικού για το σύνολο των επιχειρήσεων του ομίλου και διασφαλίζει ότι κάθε επιχείρηση του ομίλου και ανεξαρτήτως του τομέα στον οποίο δραστηριοποιείται συμμορφώνεται με το σύνολο της κείμενης νομοθεσίας που διέπει τον οικείο τομέα.

 

    3. α) Η εφαρμογή της παρούσας πράξης και της πολιτικής αποδοχών που θεσπίζει αφορά και καλύπτει το σύνολο των αποδοχών που καταβάλλονται στα πρόσωπα της παραγράφου 4, αμειβόμενα καθ' οιονδήποτε τρόπο ή μορφή (σε εξαρτημένη ή ανεξάρτητη σχέση) από πιστωτικά ιδρύματα υπό την έννοια της παραγράφου 1, όπως μισθούς, προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές, κατά την έννοια της περ. β) της παρ. 1 του άρθρου 1 της Οδηγίας 2010/76/ΕΕ και οποιεσδήποτε παρόμοιες παροχές, συμπεριλαμβανομένων επίσης μεταβλητών αποδοχών, εγγυημένων μεταβλητών αποδοχών και πληρωμών που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης.

 

    β) Για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας, ως αποδοχές ορίζονται το σύνολο των μορφών πληρωμών και παροχών που αποδίδονται άμεσα ή έμμεσα, δηλαδή από μητρικές ή άλλες συνδεδεμένες επιχειρήσεις, αλλά για λογαριασμό των εποπτευόμενων ιδρυμάτων, στο προσωπικό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας, σε αντάλλαγμα των παρεχόμενων από αυτούς επαγγελματικών υπηρεσιών. Τα εποπτευόμενα ιδρύματα οφείλουν να λαμβάνουν μέτρα ώστε να μην καταβάλλονται μεταβλητές αποδοχές μέσω άλλων φορέων και να μην χρησιμοποιούνται σε καμία περίπτωση μέθοδοι που ενδεχομένως έχουν ως αποτέλεσμα την παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας.

 

    γ) Οι αποδοχές διακρίνονται σε σταθερές, όπως πληρωμές και παροχές οι οποίες δεν συνδέονται με τις επιδόσεις του προσωπικού και μεταβλητές, όπως πρόσθετες πληρωμές ή παροχές οι οποίες εξαρτώνται από τις επιδόσεις του προσωπικού ή από συμβατικούς όρους. Αμφότερες οι αποδοχές είναι δυνατό να αποτελούνται από στοιχεία άμεσα εκπεφρασμένα σε νομισματική αξία (όπως μετρητά, μετοχές, δικαιώματα προαίρεσης, καταγγελία δανείων σε προσωπικό κατά την αποχώρηση του, συνταξιοδοτικές εισφορές, αμοιβές από τρίτα μέρη), καθώς και από μη άμεσες χρηματικές απολαβές (όπως κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης, εκπτώσεις, πρόσθετες παροχές ή ειδικά επιδόματα για χρήση αυτοκινήτου, κινητών τηλεφώνων, κ.ά.).

 

    δ) Οι επικουρικές πληρωμές ή παροχές, οι οποίες αποδίδονται χωρίς διακρίσεις στο προσωπικό, αποτελούν μέρος της γενικής πολιτικής του πιστωτικού ιδρύματος και δεν παρέχουν κίνητρα για την ανάληψη κινδύνων, δεν εντάσσονται στον ορισμό των αποδοχών για τους σκοπούς της παρούσας πράξης.

 

    4. α) Στις διατάξεις της παρούσας περιλαμβάνονται τα πρόσωπα που ανήκουν στις κατωτέρω κατηγορίες υπαλλήλων:

 

    i. Ανώτερα διοικητικά στελέχη,

    ii. πρόσωπα τα οποία αναλαμβάνουν κινδύνους,

    iii. πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα ελέγχου,

    ίν. κάθε εργαζόμενος οι συνολικές αποδοχές του οποίου τον εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα υπό Ί. και Ν. ανωτέρω πρόσωπα και γενικότερα

    ν. πρόσωπα των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος.

 

    β) Στους ανωτέρω περιλαμβάνονται σε κάθε περίπτωση:

 

    ί. Πρόσωπα τα οποία παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε ιδρύματα της παραγράφου 1 ανωτέρω και εργάζονται ως υπάλληλοι ή μέλη του προσωπικού σε επιχείρηση με έδρα σε υπεράκτιο χρηματοπιστωτικό κέντρο ή σε τρίτη χώρα ή σε επιχείρηση μη εποπτευόμενη από την Τράπεζα της Ελλάδος, και

     ii. το προσωπικό υποκαταστημάτων πιστωτικών ιδρυμάτων που εδρεύουν σε τρίτη χώρα και τα οποία έχουν λάβει άδεια λειτουργίας υποκαταστήματος στην Ελλάδα.

 

    II. Τροποποίηση της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει Α. Στην ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει, προστίθεται κεφάλαιο V.a. μετά το κεφάλαιο V. ως εξής: V.a. Πολιτική αποδοχών

 

    1. Αρμοδιότητες Διοικητικού Συμβουλίου

 

    Οι αρμοδιότητες του Διοικητικού Συμβουλίου αναφορικά με την πολιτική αποδοχών ανατίθενται αποκλειστικά σε μη εκτελεστικά μέλη του και συνίστανται στις κατωτέρω:

 

    α) Στην υιοθέτηση, επίβλεψη της εφαρμογής και στην περιοδική αναθεώρηση, της πολιτικής αποδοχών και των γενικών αρχών της, όπως διαμορφώνεται από τα μη εκτελεστικά μέλη του. Οι διαδικασίες για τον προσδιορισμό των αποδοχών του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να είναι σαφείς, λεπτομερώς καταγεγραμμένες και εσωτερικά διαφανείς.

 

    β) Στη συνεργασία με σκοπό την άσκηση των ανωτέρω καθηκόντων του, με τις αρμόδιες Επιτροπές Διοίκησης (Επιτροπή Αποδοχών, Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων, κ.ά.) καθώς και με τις Μονάδες της Διαχείρισης Κινδύνων, Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Εσωτερικής Επιθεώρησης και Διαχείρισης Προσωπικού, σχετικά με τη διαμόρφωση και περιοδική αναθεώρηση της πολιτικής αποδοχών, όταν δε κρίνεται αναγκαίο και με εξωτερικούς εμπειρογνώμονες.

 

    γ) Στη διασφάλιση ότι η εν γένει εφαρμογή από το εποπτευόμενο ίδρυμα της πολιτικής αποδοχών και των διαδικασιών που καθορίζονται από τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου υπόκειται, σε κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο και αναθεώρηση, όπως ασκείται από τη Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης ή ανάλογο εντεταλμένο όργανο, τουλάχιστον σε ετήσια βάση.

 

    δ) Στον καθορισμό και στην επίβλεψη των αμοιβών της Διοίκησης, ήτοι των εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, των ανώτατων στελεχών και των μελών του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος που λαμβάνουν τα υψηλότερα ποσά συνολικών αποδοχών, οι οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται στις εξουσίες, τα καθήκοντα, την εξειδίκευση και τις ευθύνες τους.

 

    2. Αμοιβές μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου

 

    Τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου λαμβάνουν μόνο σταθερές αποδοχές προς αποφυγή σύγκρουσης συμφερόντων. Σε περίπτωση όμως που κρίνεται αναγκαία η χρήση μηχανισμών παροχής κινήτρων στον προσδιορισμό των αποδοχών τους, οι εν λόγω μηχανισμοί πρέπει να είναι αυστηρά προσαρμοσμένοι στις αρμοδιότητες των ανωτέρω προσώπων όσον αφορά την παρακολούθηση της εφαρμογής και την αναθεώρηση της πολιτικής αποδοχών, στις προσωπικές ικανότητες τους και στα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί. Εφόσον χορηγούνται χρηματοπιστωτικά μέσα, πρέπει να λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα, όπως χρονική περίοδος διακράτησης αυτών μέχρι το τέλος της θητείας τους, προκειμένου να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία της κρίσης τους.

 

    3. Σύσταση Επιτροπής Αποδοχών (ΕΑ)

 

    α) Συστήνεται Επιτροπή Αποδοχών εφόσον πληρούται μία τουλάχιστον από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 2.1. της Ενότητας Β.1. του Κεφαλαίου IV της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006.

 

    β) Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το πιστωτικό ίδρυμα μπορεί, μετά από γνωστοποίηση στην Τράπεζα της Ελλάδος, να αναθέσει τις αρμοδιότητες της εν λόγω Επιτροπής σε δύο (2) τουλάχιστον μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου με επαρκείς γνώσεις και εμπειρία σε θέματα πολιτικής αποδοχών.

 

    γ) Το Δ.Σ. αναθέτει τις κατά τα ανωτέρω σχετικές με την πολιτική αποδοχών αρμοδιότητες και συγκροτεί την Επιτροπή Αποδοχών, κατά τρόπο ώστε:

 

    i) Η Επιτροπή Αποδοχών να εκφέρει εξειδικευμένη και ανεξάρτητη γνώμη για τις πολιτικές αποδοχών και την εφαρμογή τους, καθώς και για τα κίνητρα που δημιουργούνται κατά τη διαχείριση των κινδύνων, των κεφαλαίων και της ρευστότητας, και

 

    ii) να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη άσκηση των αρμοδιοτήτων της, η αποτελεσματική ευθυγράμμιση των αποδοχών του προσωπικού με τους κινδύνους που αναλαμβάνει και διαχειρίζεται το εποπτευόμενο ίδρυμα καθώς και ο απαιτούμενος συντονισμός μεταξύ του εποπτευόμενου ιδρύματος και του ομίλου στον οποίο ανήκει αυτό.

 

    δ) Η Επιτροπή Αποδοχών απαρτίζεται από μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου, τα οποία τουλάχιστον στην πλειοψηφία τους, περιλαμβανομένου του Προέδρου της, πρέπει να είναι ανεξάρτητα, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Ν. 3016/2002 (ΦΕΚ Α' 110), όπως ισχύει. Σε περίπτωση αμοιβής των μελών της Επιτροπής Αποδοχών, υπολογιζόμενης με βάση την επίτευξη στόχων συνδεόμενων με τα καθήκοντα τους, οι αμοιβές τους πρέπει να είναι ανεξάρτητες των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν. Τα μέλη της Επιτροπής Αποδοχών δεν επιτρέπεται να κατέχουν παράλληλες θέσεις ή ιδιότητες ή να διενεργούν συναλλαγές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ασυμβίβαστες με την αποστολή της Επιτροπής. Η συμμετοχή στην Επιτροπή Αποδοχών δεν αποκλείει τη δυνατότητα συμμετοχής και σε άλλες επιτροπές του Δ.Σ.

 

    ε) Ένα τουλάχιστον μέλος της Επιτροπής Αποδοχών πρέπει να διαθέτει επαρκή εξειδίκευση, κατάρτιση και επαγγελματική εμπειρία στη διαχείριση κινδύνων και στις δραστηριότητες ελέγχου κυρίως σε σχέση με τους μηχανισμούς ευθυγράμμισης της πολιτικής αποδοχών με το προφίλ κινδύνου και κεφαλαίου του εποπτευόμενου ιδρύματος. Ο Διευθύνων Σύμβουλος του πιστωτικού ιδρύματος δεν συμμετέχει και δεν παρίσταται στη συνεδρίαση της Επιτροπής Αποδοχών όταν οι αποδοχές του τίθενται ως αντικείμενο συζήτησης.

 

    4. Αρμοδιότητες και λειτουργία της Επιτροπής Αποδοχών

 

    α) Η λειτουργία της Επιτροπής Αποδοχών διέπεται από Κανονισμό στον οποίο καθορίζονται η διάρκεια, τα μέλη, η συχνότητα εναλλαγής τους, οι διαδικασίες λήψης των αποφάσεων καθώς και τα κύρια καθήκοντα της, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται τουλάχιστον οι ακόλουθες αρμοδιότητες, όπως περιγράφονται στη συνέχεια. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Αποδοχών:

 

    i) Προετοιμάζει αποφάσεις σχετικά με τις αποδοχές, που λαμβάνονται από το Διοικητικό Συμβούλιο σύμφωνα με την παράγραφο 1, εδάφιο α) ανωτέρω οι οποίες έχουν επίπτωση στους αναλαμβανόμενους κινδύνους και στη διαχείριση αυτών για το πιστωτικό ίδρυμα,

 

    ii) εισηγείται διορθωτικές ενέργειες σε περίπτωση που διαπιστώνει αδυναμία υλοποίησης της πολιτικής αποδοχών που έχει διαμορφωθεί ή αποκλίσεις ως προς την εφαρμογή της,

 

    iii) ενημερώνει, συμβουλεύει και υποβοηθά τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όσον αφορά τη διαμόρφωση, την αναθεώρηση και την επίβλεψη της εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών, μεριμνά, ώστε κατά την αξιολόγηση των μηχανισμών που έχουν υιοθετηθεί για την ευθυγράμμιση της πολιτικής αποδοχών με τους κινδύνους να λαμβάνονται υπόψη όλα τα είδη των κινδύνων, η ρευστότητα και η κεφαλαιακή επάρκεια του πιστωτικού ιδρύματος,

 

    ν) υποβάλλει προτάσεις στα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με τις αποδοχές της Διοίκησης, ιδίως των εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, καθώς και των υψηλότερα αμειβόμενων υπαλλήλων του ιδρύματος, εποπτεύει άμεσα τις αποδοχές των ανώτερων στελεχών στη Μονάδα της Διαχείρισης Κινδύνων και στη Μονάδα της Κανονιστικής Συμμόρφωσης,

 

    νa) αξιολογεί το διορισμό εξωτερικών εμπειρογνωμόνων από τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με την παροχή συμβουλευτικών ή υποστηρικτικών υπηρεσιών περί πολιτικής αποδοχών,

 

    viii) λαμβάνει και αξιολογεί τις περιοδικά υποβαλλόμενες, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, αναφορές της Μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης, με τις οποίες η εν λόγω Μονάδα υποβάλλει τις διαπιστώσεις της από τον κεντρικό και ανεξάρτητο εσωτερικό έλεγχο της πολιτικής αποδοχών που αυτή διενεργεί, καθώς και τις προτάσεις της για τυχόν αναθεώρηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής αποδοχών, με γνώμονα ιδίως την αποτροπή της δημιουργίας κινήτρων για την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου ή άλλων ασυμβίβαστων με τους στόχους του εποπτευόμενου ιδρύματος συμπεριφορών σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην ακόλουθη παράγραφο 5,

 

    ix) συνεργάζεται με άλλες Επιτροπές του Διοικητικού Συμβουλίου ή της Διοίκησης σε περίπτωση που οι δραστηριότητες τους ενδέχεται να έχουν επιπτώσεις στο σχεδιασμό και την ορθή λειτουργία της πολιτικής και πρακτικής των αποδοχών (π.χ. Επιτροπή Ελέγχου, Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνου), και

 

    x) διασφαλίζει την προσήκουσα συμβουλευτική συμβολή των αρμόδιων Μονάδων του εποπτευόμενου ιδρύματος (Μονάδων Διαχείρισης Κινδύνων, Κανονιστικής Συμμόρφωσης, Εσωτερικής Επιθεώρησης, Διαχείρισης Προσωπικού, Στρατηγικού Σχεδιασμού) στη διαμόρφωση, αναθεώρηση και συνεπή εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών, καθώς και των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, όταν κρίνεται αναγκαίο από το Διοικητικό Συμβούλιο.

 

    β) Η Επιτροπή Αποδοχών, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μετόχων, των επενδυτών και άλλων εμπλεκομένων μερών στο πιστωτικό ίδρυμα, προσανατολίζεται δε στη μακροπρόθεσμα συνετή και χρηστή διαχείριση του ιδρύματος και την αποτροπή ή την ελαχιστοποίηση καταστάσεων σύγκρουσης συμφερόντων που αποβαίνουν σε βάρος αυτής της διαχείρισης. Ειδικότερα, η Επιτροπή Αποδοχών:

 

    i) προβλέπει τη διενέργεια επίσημης αξιολόγησης πιθανών σεναρίων, με σκοπό να διαπιστώσει την επίπτωση στο σύστημα αποδοχών ενδεχόμενων μελλοντικών γεγονότων είτε εντός είτε εκτός του εποπτευόμενου ιδρύματος, καθώς και τη διενέργεια εκ των υστέρων ελέγχων (back tests), και

 

    ii) παρέχει, εφόσον απαιτείται, επαρκή πληροφόρηση στη Γενική Συνέλευση των μετόχων για τις δραστηριότητες τις οποίες ασκεί.

 

    γ) Στην Επιτροπή Αποδοχών παρέχεται ακώλυτα πρόσβαση:

 

    i) σε συμβουλευτικές αναφορές που διαμορφώνονται από τις Επιτροπές Διοίκησης και από τις Μονάδες Διαχείρισης Κινδύνων, Κανονιστικής Συμμόρφωσης και Εσωτερικού Ελέγχου, καθώς και από εξωτερικούς εμπειρογνώμονες, οι οποίες έχουν διαμορφωθεί κατά τρόπο ανεξάρτητο από τις συμβουλευτικές αναφορές των ανώτερων διοικητικών στελεχών και δεν παρέχονται για λογαριασμό των εν λόγω στελεχών,

 

    ii) σε όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αφορούν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των μη εκτελεστικών μελών του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών, και

 

    iii) σε όλα τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτουν οι Μονάδες Διαχείρισης Κινδύνων, Εσωτερικής Επιθεώρησης, Κανονιστικής Συμμόρφωσης κατά τρόπο που δεν παρεμβάλει εμπόδια στις συνήθεις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος.

 

    5. Σχετικές αρμοδιότητες της Μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης (ΜΕΕ)

 

    α) Η Μονάδα Εσωτερικής Επιθεώρησης, της οποίας η σύσταση, η λειτουργία και οι αρμοδιότητες προβλέπονται στις διατάξεις των παραγράφων 1-5 της Ενότητας α του Κεφαλαίου V, επιφορτίζεται επιπλέον με τις κάτωθι, συναφείς με την πολιτική αποδοχών αρμοδιότητες:

 

    i) Υποβάλλει προτάσεις προς την Επιτροπή Αποδοχών ή, ελλείψει αυτής, προς τα πρόσωπα του εδαφίου β) της παραγράφου 3 του παρόντος Κεφαλαίου V.a. σχετικά με τη διαμόρφωση και την αναθεώρηση της πολιτικής αποδοχών,

 

    ii) ελέγχει περιοδικά, τουλάχιστον σε ετήσια βάση, κατά τρόπο κεντρικό και ανεξάρτητο, τη διαμόρφωση και την εφαρμογή της πολιτικής αποδοχών, ως προς τη συμμόρφωση της με τις σχετικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν υιοθετηθεί από τα μη εκτελεστικά μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου,

 

    iii) ενημερώνει για τις διαπιστώσεις της και υποβάλλει προτάσεις για την τυχόν ανάγκη αναθεώρησης της πολιτικής αποδοχών προς την Επιτροπή Αποδοχών ή, ελλείψει αυτής, προς τα πρόσωπα του εδαφίου β) της παραγράφου 3 του παρόντος Κεφαλαίου V. a.,

 

    iv) εισηγείται την αναθεώρηση της εφαρμοζόμενης πολιτικής αποδοχών με γνώμονα ιδίως την αποτροπή δημιουργίας κινήτρων για την ανάληψη υπερβολικού κινδύνου ή άλλων ασυμβίβαστων με τους στόχους του εποπτευόμενου ιδρύματος συμπεριφορών, και

 

    ν) αξιολογεί την καταλληλότητα της πολιτικής αποδοχών σε σχέση με τους καθοριζόμενους από το θεσμικό πλαίσιο στόχους και τις τυχόν επιπτώσεις της πολιτικής αυτής στην ανάληψη και στη διαχείριση κινδύνων.

 

    β) Συμπληρωματικά προς τις διατάξεις του εδαφίου 1.1. της παρ. 1. της Ενότητας α του Κεφαλαίου V της παρούσας, ορίζεται ότι χάριν της άσκησης των εν λόγω, σχετικών με την πολιτική αποδοχών αρμοδιοτήτων, τα μέλη του προσωπικού της Μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης πρέπει να είναι ανεξάρτητα από τις επιχειρηματικές μονάδες που επιβλέπουν και να έχουν τις κατάλληλες εξουσιοδοτήσεις. Σε περίπτωση που τα μέλη του προσωπικού της Μονάδας Εσωτερικής Επιθεώρησης αμείβονται με βάση την επίτευξη στόχων συνδεόμενων με τα καθήκοντα τους, οι αμοιβές τους πρέπει να είναι ανεξάρτητες των επιδόσεων των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν.

 

    Β. Στην ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει, προσαρτάται το συνημμένο στην παρούσα Παράρτημα υπό αύξοντα αριθμό 9, με το οποίο εξειδικεύεται το πεδίο εφαρμογής της πολιτικής αποδοχών, η δομή τους, τα κριτήρια υπολογισμού μεταβλητών αποδοχών βάσει επιδόσεων, οι ρυθμίσεις για την καταβολή τους, καθώς και οι μηχανισμοί ευθυγράμμισης των μεταβλητών αποδοχών με τους κινδύνους που αναλαμβάνει ή διαχειρίζεται το εποπτευόμενο ίδρυμα, σύμφωνα με τις αρχές που προβλέπονται στην παράγραφο 6 του Κεφαλαίου II της εν λόγω πράξης Διοικητή.

 

    III. Τροποποίηση της ΠΔ/ΤΕ 2592/20.08.2007, όπως ισχύει:

 

    Προστίθεται Ενότητα Δ στο Κεφάλαιο Ι της πράξης Διοικητή 2592/20.08.2007, όπως ισχύει, ως ακολούθως: Δ. Δημοσιοποιήσεις νια τκ αποδοχές προσωπικού

 

    1. Το πιστωτικό ίδρυμα οφείλει να δημοσιοποιεί την ακόλουθη πληροφόρηση σε σχέση με την πολιτική και πρακτική αποδοχών που έχει υιοθετήσει συμπεριλαμβανομένης της τακτικής, τουλάχιστον ετήσιας, επαναξιολόγησης της, για τις κατηγορίες εκείνες του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του.

 

    2. Στην περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία είναι σημαντικά από άποψη μεγέθους, εσωτερικής οργάνωσης καθώς και από άποψη φύσης, πεδίου και πολυπλοκότητας δραστηριοτήτων, οι ποσοτικές πληροφορίες που αναφέρονται στην παρούσα Ενότητα δημοσιοποιούνται στο κοινό επίσης στο επίπεδο των προσώπων που είναι υπεύθυνα, κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 10 εδάφιο γ (ι) του Ν. 3601/2007, για τον προσανατολισμό της δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος.

 

    3. Η συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις της παρούσας Ενότητας πραγματοποιείται κατ' εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή κατά τρόπο κατάλληλο προς τη φύση, το μέγεθος, την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων και την εσωτερική οργάνωση του πιστωτικού ιδρύματος, με την επιφύλαξη των διατάξεων του Ν. 2472/1997, όπως ισχύει.

 

    4. Οι δημοσιοποιήσεις περιλαμβάνουν τις ακόλουθες πληροφορίες:

 

    α) πληροφορίες σχετικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που εφαρμόζεται για:

 

    i) τον καθορισμό της πολιτικής αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων, εφόσον συντρέχει περίπτωση, των πληροφοριών σχετικά με τη σύνθεση και τα καθήκοντα της επιτροπής αποδοχών,

 

    ii) την επωνυμία του εξωτερικού συμβούλου, ο οποίος συμμετείχε στη διαμόρφωση της πολιτικής αποδοχών του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και

 

    iii) τον ρόλο των λοιπών εμπλεκομένων μερών,

 

    β) πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο σύνδεσης της αμοιβής με τις επιδόσεις,

 

    γ) πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας,

 

    δ) τα κύρια χαρακτηριστικά σχεδιασμού του συστήματος αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων των κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση των επιδόσεων, την προσαρμογή των αμοιβών στον κίνδυνο και τα κριτήρια πολιτικής για την αναβολή και κατοχύρωση των αμοιβών,

 

    ε) πληροφορίες σχετικά με τα κριτήρια επίδοσης, στα οποία βασίζονται το δικαίωμα απόκτησης μετοχών, δικαιωμάτων προαίρεσης ή οι μεταβλητές συνιστώσες των αποδοχών,

 

    στ) τις βασικές παραμέτρους και την αιτιολογία για τη χρήση μεταβλητών συνιστωσών του συστήματος αποδοχών, καθώς και κάθε άλλης μη χρηματικής παροχής,

 

    ζ) συνολική ποσοτική πληροφόρηση επί των αποδοχών, με ανάλυση ανά επιχειρηματικό τομέα,

 

    η) συνολική ποσοτική πληροφόρηση σχετικά με τις αποδοχές, κατανεμημένες ανά ανώτερα διοικητικά στελέχη και ανά μέλη του προσωπικού των οποίων οι ενέργειες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος, η οποία περιλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

    i. το ύψος των ετήσιων αποδοχών ανά οικονομικό έτος, με διάκριση αυτών σε σταθερές και μεταβλητές αμοιβές, καθώς και τον αριθμό των δικαιούχων,

 

    ii. to ύψος και το είδος των μεταβλητών αμοιβών, με διάκριση σε μετρητά, μετοχές, χρηματοπιστωτικά μέσα συνδεδεμένα με μετοχές και λοιπές κατηγορίες,

 

    iii. το ύψος των οφειλόμενων αναβαλλόμενων αμοιβών, με διάκριση σε κατοχυρωμένες και μη κατοχυρωμένες αμοιβές,

 

    ίν. το ύψος των αναβαλλόμενων αμοιβών, που έχει αποφασισθεί να καταβληθούν κατά οικονομικό έτος, καθώς και τα ποσά που καταβλήθηκαν κατόπιν προσαρμογής των αμοιβών με βάση την επίδοση,

 

    ν. τις νέες πληρωμές λόγω πρόσληψης και αποχώρησης που πραγματοποιήθηκαν κατά το οικονομικό έτος και τον αριθμό των δικαιούχων αυτών των αμοιβών, και

 

    vi. το ύψος των αποζημιώσεων λόγω αποχώρησης που καταβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος, ο αριθμός των δικαιούχων και το υψηλότερο ποσό αυτής της κατηγορίας που καταβλήθηκε σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο.

 

    IV. Τελικές διατάξεις

 

    1. Εξουσιοδοτείται η Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος να παρέχει οδηγίες και διευκρινίσεις σχετικά με τις διατάξεις της παρούσας.

 

    2. Οι διατάξεις της παρούσας ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2011. Ειδικότερα, οι διατάξεις της Ενότητας III εφαρμόζονται για τα στοιχεία με ημερομηνία από 1η Ιανουαρίου 2011 και εφεξής. Προκειμένου να καταστεί εφικτή η συμμόρφωση των πιστωτικών ιδρυμάτων προς τις υποχρεώσεις της παρούσας, τα πιστωτικά ιδρύματα δύνανται εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έκδοση αυτής να προβούν στις απαιτούμενες σχετικές ενέργειες για τις οποίες συνεπάγεται η ως άνω αναδρομική ισχύ.

 

    3. Οι αρχές και τα κριτήρια της παρούσας εφαρμόζονται:

 

    i. στις αποδοχές που οφείλονται βάσει συμβάσεων που συνάφθηκαν πριν από την ημερομηνία εφαρμογής της παρούσας, ήτοι 1.1.2011, και που συμφωνήθηκε να αποδοθούν ή καταβλήθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή, και

 

    ii. στις αποδοχές για υπηρεσίες παρασχεθείσες εντός του έτους 2010, οι οποίες αποφασίστηκε να αποδοθούν, αλλά δεν έχουν καταβληθεί πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της παρούσας, ήτοι 1.1.2011.

 

    4. Η υιοθέτηση της πολιτικής αποδοχών αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης που τα πιστωτικά οφείλουν να διαθέτουν κατ' εφαρμογή του άρθρου 26 του Ν. 3601/2007 και της ΠΔ/ ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύουν. Στο πλαίσιο αυτό, τα κριτήρια βάσει της ΠΔ/ΤΕ 2595/20.8.2007, όπως ισχύει, που διέπουν την Διαδικασία Αξιολόγησης Επάρκειας Εσωτερικού Κεφαλαίου (ΔΑΕΕΚ) και την Διαδικασία Εποπτικής Αξιολόγησης (ΔΕΑ) πρέπει να ανταποκρίνονται στα προβλεπόμενα της παρούσας κριτήρια.

 

    5. Κατά τα λοιπά οι διατάξεις των ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006 και ΠΔ/ΤΕ 2592/20.08.2007, όπως ισχύουν, παραμένουν αμετάβλητες.

 

    6. Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας πράξης καταργούνται οι διατάξεις της Εγκυκλίου Διοίκησης 7/9.6.2010 «Καθιέρωση και Εφαρμογή από τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα πολιτικής αποδοχών».

 

    Το συνημμένο Παράρτημα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας. Η πράξη αυτή να δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

 

Ο Διοικητής

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΡΟΒΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 9

 

    Αρχές και πρακτικές πολιτικής αποδοχών στο πλαίσιο της συνετής και χρήστης εταιρικής διακυβέρνησης για τους σκοπούς του άρθρου 26 του Ν. 3601/2007 Στο πλαίσιο των γενικών αρχών που καθορίζονται με τις διατάξεις της παρ. 6 του Κεφαλαίου II της ΠΔ/ΤΕ 2577/9.3.2006, όπως ισχύει, ως προς την πολιτική αποδοχών, εφαρμόζονται ειδικότερα τα εξής:

 

Α. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

 

    1. Το παρόν Παράρτημα εφαρμόζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο Κεφάλαιο Ι της παρούσας πράξης. Ειδικότερα, η πολιτική αποδοχών πρέπει να εφαρμόζεται στις ακόλουθες τουλάχιστον κατηγορίες προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος:

 

    α) εκτελεστικά μέλη του πιστωτικού ιδρύματος, διευθύνοντες συμβούλους, διευθυντές,

 

    β) ανώτερα διοικητικά στελέχη υπεύθυνα για την καθημερινή λειτουργία του εποπτευόμενου ιδρύματος, όπως μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου που δεν περιλαμβάνονται στην ανωτέρω υπό στοιχείο α) κατηγορία, προσωπικό το οποίο αναφέρεται άμεσα στα καταστατικά όργανα του εποπτευόμενου ιδρύματος, προσωπικό επικεφαλής σημαντικών επιχειρηματικών τομέων, (συμπεριλαμβανομένων των επικεφαλής περιφερειακών/γεωγραφικών τομέων), όπως ενδεικτικά των τομέων διαπραγμάτευσης περιουσιακών στοιχείων (trading), κεφαλαίων (equities), σταθερού επιτοκίου (fixed interest), συναλλάγματος (foreign exchange), εμπορευμάτων (commodities), παραγώγων (derivatives), πωλήσεων (sales), αγορών κεφαλαίου (capital markets), τιτλοποιήσεων (securitisation), επενδυτικής τραπεζικής (investment banking), χορηγήσεων (credit), διαχείρισης ενεργητικού (asset management), χρηματοοικονομικής διοίκησης (corporate finance),

 

    γ) προσωπικό το οποίο αναλαμβάνει κινδύνους για λογαριασμό του εποπτευόμενου ιδρύματος και οι πράξεις του είναι δυνατό να επηρεάσουν ουσιωδώς το προφίλ του κινδύνου του, ήτοι πρόσωπα των οποίων τα επαγγελματικά καθήκοντα, είτε σε ατομικό επίπεδο είτε σε επίπεδο μονάδας ή/και τμήματος ή/και διεύθυνσης, είναι δυνατό να επηρεάσουν το προφίλ κινδύνου του εποπτευόμενου ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των ατόμων τα οποία δύνανται λόγω των καθηκόντων στην εργασία τους να συνάπτουν συμβάσεις ή να παίρνουν θέσεις που επηρεάζουν τους κινδύνους στους οποίους εκτίθεται το εποπτευόμενο ίδρυμα, όπως οι διαπραγματευτές περιουσιακών στοιχείων (traders) και υπεύθυνοι χορήγησης δανείων (credit officers),

 

    δ) πρόσωπα που ασκούν καθήκοντα σε ανεξάρτητες διοικητικά λειτουργίες ελέγχου (όπως ανώτερα στελέχη υπεύθυνα για τη λειτουργία των Μονάδων Κανονιστικής Συμμόρφωσης, της Διαχείρισης Κινδύνων, της Εσωτερικής Επιθεώρησης), στη Μονάδα Διαχείρισης Προσωπικού, καθώς και σε άλλες συναφείς Μονάδες (π.χ. Γενικός Διευθυντής Οικονομικών), και

 

    ε) προσωπικό του οποίου οι συνολικές αποδοχές το εντάσσουν στο ίδιο επίπεδο αμοιβών με τα ανώτερα διοικητικά στελέχη και τα πρόσωπα που αναλαμβάνουν κινδύνους και το οποίο δεν περιλαμβάνεται στις ανωτέρω κατηγορίες προσωπικού.

 

    2. Η πολιτική αποδοχών εφαρμόζεται επιπλέον και σε μέλη του προσωπικού των οποίων οι επαγγελματικές δραστηριότητες έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος. Το εποπτευόμενο ίδρυμα έχει την ευθύνη να ορίσει την έννοια του ουσιώδους αντίκτυπου στο προφίλ κινδύνου του εποπτευόμενου ιδρύματος καθώς και να καθορίσει τα μέλη του προσωπικού των οποίων τα επαγγελματικά καθήκοντα έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στο προφίλ του κινδύνου του. Για τον προαναφερόμενο ορισμό είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν, αφού προηγηθεί εκτενής περιγραφή των θέσεων εργασίας, τα ακόλουθα κριτήρια:

 

    α) Μεγαλύτερη αναλογία μεταβλητών έναντι σταθερών αποδοχών,

 

    β) ύψος συνολικών αποδοχών πέραν ενός συγκεκριμένου ορίου,

 

    γ) δραστηριότητες προσωπικού οι οποίες είναι δυνατό να έχουν σημαντική επίδραση στα οικονομικά αποτελέσματα ή/και στον ισολογισμό του ιδρύματος.

 

    Πρέπει να διενεργείται πλήρης περιγραφή των θέσεων εργασίας και των αρμοδιοτήτων των μελών του προσωπικού προκειμένου να διαπιστώνεται η ύπαρξη ουσιώδους επίδρασης στο προφίλ κινδύνου του πιστωτικού ιδρύματος ανεξαρτήτως των ανωτέρω κριτηρίων, καθότι είναι δυνατό μέλος του προσωπικού να διαθέτει χαμηλό ύψος αποδοχών αλλά να του έχουν ανατεθεί αρμοδιότητες στην εργασία του με ουσιώδη επίδραση στο προφίλ κινδύνου του ιδρύματος. Η ανωτέρω αξιολόγηση και η επιλογή του εν λόγω προσωπικού αιτιολογείται με σαφήνεια από το εποπτευόμενο ίδρυμα στην Τράπεζα της Ελλάδος.

 

Β. ΔΟΜΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

 

    1. Οι αποδοχές με ευθύνη του πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο ορίζει τη δέουσα αναλογία μεταξύ σταθερών και μεταβλητών συνιστωσών του συνόλου των αποδοχών, διαμορφώνονται με εξισορροπημένο τρόπο ως προς την εν λόγω αναλογία. Για το λόγο αυτό η πολιτική των μεταβλητών αποδοχών σε σχέση με τις σταθερές πρέπει να είναι πλήρως ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις συνθήκες της αγοράς και τη φύση της αμειβόμενης εργασίας, συμπεριλαμβανομένου του ενδεχόμενου μη καταβολής τους. Η κατανομή των συνιστωσών των μεταβλητών αποδοχών στα μέλη του προσωπικού του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να λαμβάνει υπόψη το πλήρες φάσμα των υφιστάμενων και μελλοντικών κινδύνων.

 

    2. Οι αποδοχές του προσωπικού διαμορφώνονται, κατά κύριο λόγο, από σταθερές συνιστώσες οι οποίες αντιπροσωπεύουν υψηλό μερίδιο των συνολικών αποδοχών σε σχέση με τις μεταβλητές.

 

Γ. ΣΧΕΣΗ ΑΠΟΔΟΧΩΝ ΜΕ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ

 

    1. Στην περίπτωση που οι αποδοχές συνδέονται με τις επιδόσεις, πρέπει να διασφαλίζονται, ανάλογα με το είδος της αμειβόμενης εργασίας, τα εξής:

 

    α) Το συνολικό ποσό των παροχών πρέπει να βασίζεται σε συνδυασμό αξιολόγησης των επιδόσεων του ατόμου, της εμπλεκόμενης υπηρεσιακής μονάδας και των συνολικών αποτελεσμάτων του εποπτευόμενου ιδρύματος.

 

    β) Κατά την αξιολόγηση των ατομικών επιδόσεων λαμβάνονται υπόψη χρηματοοικονομικά και μη κριτήρια, ώστε, με συνεκτίμηση παραγόντων πέραν των οικονομικώς μετρήσιμων παραμέτρων, οι αποδοχές να μην καθορίζονται βάσει αυτόματης διαδικασίας, αλλά να υπόκεινται σε κρίση που θα λαμβάνει υπόψη και ποιοτικά κριτήρια.

 

    Τέτοια κριτήρια μπορεί, ενδεικτικά, να αποτελούν τα προσόντα, η πρόοδος και η εν γένει εξέλιξη, ο βαθμός συμμόρφωσης του αμειβόμενου προσώπου στην πολιτική του εποπτευόμενου ιδρύματος και η συνεισφορά του στο έργο της μονάδας όπου απασχολείται. Κατά την εν λόγω αξιολόγηση οι επιδόσεις που αφορούν οικονομικά μεγέθη δεν πρέπει να αντισταθμίζουν τυχόν διαπιστωθείσες ελλείψεις ή αστοχίες που αφορούν θέματα μη συμμόρφωσης του αμειβόμενου προς τις διαδικασίες και την πολιτική του εποπτευόμενου ιδρύματος.

 

    2. Η αξιολόγηση των επιδόσεων που συνδέονται με την καταβολή αποδοχών εντάσσεται σε πολυετές πλαίσιο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η διαδικασία αξιολόγησης βασίζεται σε μακροπρόθεσμες επιδόσεις και ότι η καταβολή των τμημάτων της αμοιβής που συνδέονται με τις επιδόσεις κατανέμεται σε χρονική περίοδο εντός της οποίας είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη ο υποκείμενος κύκλος της οικονομικής δραστηριότητας και οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι.

 

    3. Η αξιολόγηση των επιδόσεων για τον υπολογισμό των μεταβλητών συνιστωσών των αποδοχών ή των ομαδοποιημένων (pools) συνιστωσών για τις μεταβλητές αποδοχές πραγματοποιείται βάσει παραμέτρων δεκτικών προσαρμογής, που συνδέονται με κάθε είδους υφιστάμενους και μελλοντικούς κινδύνους, λαμβανομένων υπόψη του κόστους κεφαλαίου και της απαιτούμενης ρευστότητας. Η πρόβλεψη αυτή απαιτείται προκειμένου να διασφαλίζεται ότι για την παροχή κινήτρων λαμβάνονται υπόψη οι μακροπρόθεσμοι επιχειρηματικοί στόχοι του ιδρύματος ή του ομίλου, αλλά και το πλήρες φάσμα των υφισταμένων και μελλοντικών κινδύνων.

 

    4. Οι αποδοχές των μη εκτελεστικών μελών του Δ.Σ. δεν συνδέονται με τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα του ιδρύματος, ούτε με τις επιδόσεις των επιχειρηματικών τομέων που ελέγχουν, αλλά με την επίτευξη των στόχων που συνδέονται με τις αρμοδιότητες τους και το χρόνο που έχουν αφιερώσει στην εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων τους.

 

    5. Το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών δεν πρέπει να περιορίζει τη δυνατότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να ενισχύουν την κεφαλαιακή τους βάση. Με σκοπό τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης, το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να μειώνει τις μεταβλητές αποδοχές εφαρμόζοντας μέτρα προσαρμογής της απόδοσης (ρυθμίσεις malus, επιστροφής αποδοχών) για το υπόψη οικονομικό έτος. Τα καθαρά κέρδη του πιστωτικού ιδρύματος για το ίδιο έτος και ενδεχομένως για τα επόμενα έτη πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης αντί για την απόδοση, την πληρωμή ή την κατοχύρωση των μεταβλητών αποδοχών. Το πιστωτικό ίδρυμα δεν πρέπει να αντισταθμίζει το ανωτέρω γεγονός με απόδοση, πληρωμή ή κατοχύρωση μεταβλητών αποδοχών στα επόμενα έτη.

 

    6. Εφόσον οι μεταβλητές αποδοχές ως ποσοστό επί του συνόλου των καθαρών εσόδων είναι επιζήμια για τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης του πιστωτικού ιδρύματος, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να περιορίζει τις μεταβλητές αποδοχές προκειμένου να επιτευχθεί κεφαλαιακή βάση σε ικανοποιητικά επίπεδα. Σε περίπτωση όπου η κεφαλαιακή βάση του ιδρύματος δεν είναι ή δεν ενδέχεται να διατηρηθεί σε υγιή επίπεδα, η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να απαιτήσει ειδικότερα από το πιστωτικό ίδρυμα για το συγκεκριμένο έτος, κατά το οποίο η κεφαλαιακή επάρκεια επηρεάζεται, και επιπλέον ενδεχομένως για τα επόμενα έτη έως ότου η κεφαλαιακή επάρκεια βελτιωθεί:

 

    α) να αναπροσαρμόσει ή να θέσει ανώτατο όριο στο σύνολο των μεταβλητών αποδοχών, ή β) να μην καταβάλει μεταβλητές αποδοχές.

 

    7. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να προβλέπουν στις συμβάσεις με το προσωπικό τους τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η συμμόρφωση τους με τις παραγράφους 5 και 6.

 

    8. Στην περίπτωση εποπτευόμενου ιδρύματος το οποίο κάνει κατ' εξαίρεση χρήση κρατικής παρέμβασης:

 

    α) οι μεταβλητές αποδοχές περιορίζονται αυστηρά ως ποσοστό επί του συνόλου των καθαρών εσόδων όταν δεν συμβιβάζονται με τη διατήρηση υγιούς κεφαλαιακής βάσης και την έγκαιρη έξοδο από την κρατική στήριξη,

 

    β) η Τράπεζα της Ελλάδος απαιτεί από το εποπτευόμενο ίδρυμα να αναδιαρθρώνει τις αποδοχές κατά τρόπο που να ευθυγραμμίζονται με τη χρηστή διαχείριση των κινδύνων και την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη του, συμπεριλαμβανομένης της, κατά περίπτωση, θέσπισης ορίων στις αποδοχές των προσώπων που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του ιδρύματος, κατά την έννοια της παρ. 10, στοιχείο γ), περ. (i) του άρθρου 5 του Ν. 3601/2007,

 

    γ) το εποπτευόμενο ίδρυμα δεν πρέπει να καταβάλλει μεταβλητές αποδοχές στα πρόσωπα που διευθύνουν πράγματι τις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, κατά την έννοια του της παρ. 10, στοιχείο γ), περ. (i) του άρθρου 5 του Ν. 3601/2007, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται δεόντως και προηγηθεί σχετική άδεια της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

    9. Η καταβολή εγγυημένων μεταβλητών αποδοχών απαγορεύεται.

 

    10. Οι πληρωμές που συνδέονται με την πρόωρη καταγγελία σύμβασης αντικατοπτρίζουν τις επιδόσεις που επιτεύχθηκαν σε βάθος χρόνου και είναι κατάλληλα σχεδιασμένες ώστε να μην ανταμείβεται η αποτυχία.

 

    11. Η συνταξιοδοτική πολιτική είναι σύμφωνη με την επιχειρηματική στρατηγική, τους στόχους, τις αξίες και τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιδρύματος. Εάν ο υπάλληλος αποχωρήσει από το πιστωτικό ίδρυμα πριν από τη συνταξιοδότηση, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές διατηρούνται από το πιστωτικό ίδρυμα για χρονικό διάστημα πέντε ετών, με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 6 της Ενότητας Δ του παρόντος Παραρτήματος. Στην περίπτωση υπαλλήλου ο οποίος συνταξιοδοτείται, οι προαιρετικές συνταξιοδοτικές παροχές καταβάλλονται με τη μορφή των μέσων που αναφέρονται στην παράγραφο 7 της Ενότητας Δ του παρόντος Παραρτήματος με την επιφύλαξη πενταετούς περιόδου διακράτησης.

 

    12. Τα μέλη του προσωπικού απαγορεύεται να χρησιμοποιούν προσωπικές στρατηγικές αντιστάθμισης κινδύνου ή ασφάλιση συνδεδεμένη με την αμοιβή ή την ευθύνη τους (ή ασφάλιση αστικής ευθύνης) με τα οποία καταστρατηγούνται οι ενσωματωμένοι στις ρυθμίσεις περί αποδοχών μηχανισμοί ευθυγράμμισης με τον κίνδυνο.

 

Δ. ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΜΕΤΑΒΛΗΤΩΝ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

 

    1. Οι μεταβλητές αποδοχές δεν καταβάλλονται μέσω μηχανισμών ή μεθόδων που εμποδίζουν τη συμμόρφωση του πιστωτικού ιδρύματος με τις απαιτήσεις της παρούσας.

 

    2. Οι μεταβλητές αποδοχές, συμπεριλαμβανομένου του αναβαλλόμενου μέρους, καταβάλλονται ή κατοχυρώνονται μόνον εφόσον είναι αποδεκτές βάσει της συνολικής χρηματοοικονομικής κατάστασης του εποπτευόμενου ιδρύματος και δικαιολογούνται βάσει των επιδόσεων του, των επιδόσεων της εμπλεκόμενης επιχειρησιακής μονάδας και του μέλους του προσωπικού που αφορούν.

 

    3. Με την επιφύλαξη των γενικών αρχών του εθνικού εργατικού δικαίου, περιλαμβανομένων και των διατάξεων περί συμβάσεων εργασίας, το σύνολο των μεταβλητών αποδοχών μειώνεται σημαντικά όταν το εποπτευόμενο ίδρυμα παρουσιάζει φθίνουσες ή αρνητικές χρηματοοικονομικές επιδόσεις. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη τόσο οι τρέχουσες αποδοχές όσο και οι μειώσεις στις πληρωμές αποδοχών που είχαν κατοχυρωθεί στο παρελθόν, μεταξύ άλλων μέσω ρυθμίσεων malus, επιστροφής αμοιβών (clawback) ή μέσω άλλων ρυθμίσεων.

 

    4. Κάθε έκτακτη ή πρόσθετη αμοιβή επιστρέφεται, εφόσον μετά την καταβολή της αποδειχθεί ότι η αμειβόμενη επίδοση προέκυψε από ενέργειες αθέμιτες ή μη συνεπείς με την εφαρμογή της παρούσας πολιτικής αποδοχών.

 

    5. Διασφαλίζεται η δυνατότητα του εποπτευόμενου ιδρύματος να αναβάλλει, πλήρως ή εν μέρει, την καταβολή πρόσθετων αποδοχών, ιδίως όταν η αντίστοιχη μονάδα ή το εποπτευόμενο ίδρυμα δεν ικανοποιεί συγκεκριμένους δείκτες (κεφαλαιακής επάρκειας, ρευστότητας κλπ) ή όταν η οικονομική του κατάσταση επιδεινώνεται σημαντικά, ιδιαίτερα δε στις περιπτώσεις κατά τις οποίες καθίσταται αβέβαιη η ομαλή συνέχιση των δραστηριοτήτων του.

 

    6. Αναβάλλεται η καταβολή σημαντικού μέρους, και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον σε ποσοστό ύψους 40 %, της μεταβλητής συνιστώσας των αποδοχών για περίοδο η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρία έως πέντε έτη και ευθυγραμμίζεται ορθά με τη φύση και τους κινδύνους που ενέχονται στις δραστηριότητες του πιστωτικού ιδρύματος, καθώς και τις εργασίες του μέλους του προσωπικού το οποίο αφορούν. Οι πληρωτέες αποδοχές που υπάγονται στις ρυθμίσεις αναβολής δεν κατοχυρώνονται ταχύτερα από ό,τι προβλέπεται σε αναλογική βάση (pro rata). Όταν δε η μεταβλητή αμοιβή είναι ιδιαίτερα υψηλού ποσού αναβάλλεται η καταβολή της τουλάχιστον κατά ποσοστό ύψους 60%. Η χρονική διάρκεια της αναβολής καθορίζεται με βάση τον επιχειρηματικό κύκλο, τη φύση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τους κινδύνους που ενέχει και τις δραστηριότητες των μελών του προσωπικού τα οποία αφορά.

 

    7. Σημαντικό μέρος και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον το ήμισυ (50%) των μεταβλητών αποδοχών αποτελείται από την κατάλληλη αναλογία των παρακάτω:

 

    α) μετοχές ή ισοδύναμα δικαιώματα ιδιοκτησίας, ανάλογα με τη νομική μορφή του εποπτευόμενου ιδρύματος, ή μέσα που συνδέονται με μετοχές ή ισοδύναμα μη ευχερώς ρευστοποιήσιμα στοιχεία, σε περίπτωση μη εισηγμένων σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά πιστωτικών ιδρυμάτων, και

 

    β) κατά περίπτωση, άλλα μέσα κατά την έννοια του τελευταίου εδαφίου της παρ. 1, του Κεφαλαίου IV της ΠΔ/ΤΕ 2630/29.10.2010, όπως ισχύει, τα οποία αντανακλούν δεόντως την πιστοληπτική ικανότητα του εποπτευόμενου ιδρύματος σε συνθήκες δρώσας οικονομικής κατάστασης.

 

    8. Τα μέσα που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο υπόκεινται σε κατάλληλη πολιτική διακράτησης η οποία έχει καθοριστεί προκειμένου να ευθυγραμμιστούν τα κίνητρα με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του εποπτευόμενου ιδρύματος και να ληφθούν υπόψη η απόδοση, οι υφιστάμενοι αλλά και οι μελλοντικοί κίνδυνοι που συνδέονται με τη συγκεκριμένη επίδοση σε βάθος χρόνου. Η Τράπεζα της Ελλάδος δύναται να θέτει περιορισμούς στο είδος και στο σχεδιασμό αυτών των μέσων ή να απαγορεύει ορισμένα μέσα σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο. Η παρούσα παράγραφος εφαρμόζεται τόσο στην αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών της ανωτέρω παραγράφου 5 όσο και στη μη αναβαλλόμενη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών.

 

Ε. ΔΗΜΟΣΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΧΩΝ

 

    1. Η πολιτική αποδοχών πρέπει να ανταποκρίνεται στις γενικές αρχές διαφάνειας. Για το σκοπό αυτό ορίζονται τα εξής:

 

    α) Οι υπάλληλοι του πιστωτικού ιδρύματος πρέπει να έχουν πρόσβαση στην πολιτική αποδοχών. Η εντός του ιδρύματος δημοσιοποίηση της πολιτικής αποδοχών καλύπτει τουλάχιστον τις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται στο κοινό. Οι υπάλληλοι τους οποίους καλύπτει η πολιτική αποδοχών βάσει της παρούσας πρέπει να γνωρίζουν εκ των προτέρων τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό των αποδοχών τους. Η διαδικασία αξιολόγησης του προσωπικού και η σχέση της με την πολιτική αποδοχών πρέπει, επίσης, να είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και να μπορεί να τεθεί σε γνώση κάθε ενδιαφερόμενου υπαλλήλου.

 

    β) Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί εμπιστευτικότητας και προστασίας ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, οι σχετικές με την πολιτική αποδοχών πληροφορίες δημοσιοποιούνται από το εποπτευόμενο ίδρυμα με ευκρινή και εύληπτο τρόπο. Η δημοσιοποίηση αυτή μπορεί να έχει, ενδεικτικά, τη μορφή αυτοτελούς Έκθεσης πολιτικής αποδοχών ή χωριστού τμήματος στις περιοδικά δημοσιευόμενες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις του εποπτευόμενου ιδρύματος.

 

    γ) Το είδος και η έκταση της πληροφόρησης που δημοσιεύεται προς το κοινό καθορίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην Ενότητα Δ του Κεφαλαίου Ι της ΠΔ/ΤΕ 2592/20.8.2007, όπως τροποποιήθηκε με την παρούσα.