ΝΟΜΟΣ 4571/ΦΕΚ Α/186/31.10.2018

 

Επείγουσες ρυθμίσεις για την υποβολή δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης και άλλες διατάξεις.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

   Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:

 

’ρθρο 1

Τροποποιήσεις του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309)

 

   1. Η φράση της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 (Α' 309) «Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:» αντικαθίσταται από τη φράση: «Δήλωση της περιουσιακής τους κατάστασης, των συζύγων τους ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων τους υποβάλλουν:».

 

   2.α. Από την περίπτωση η' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 η φράση «, και όταν διοριστούν,» διαγράφεται.

 

   β. Η περίπτωση θ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «θ. Οι Αντιδήμαρχοι, οι Πρόεδροι, τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη των επιτροπών των Δήμων, οι Πρόεδροι και τα μέλη των Δημοτικών Συμβουλίων, οι Πρόεδροι, οι Διευθύνοντες Σύμβουλοι και τα μέλη των Διοικητικών Συμβουλίων και οι Γενικοί Διευθυντές των δημοτικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των αμιγών ή μεικτών δημοτικών επιχειρήσεων των ανωτέρω Ο.Τ.Α. και των συνδέσμων Δήμων, καθώς και οι Προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων και Διευθύνσεων των Δήμων. Ειδικότερα ως προς τις σχολικές επιτροπές, δήλωση περιουσιακής κατάστασης υποβάλλουν οι Πρόεδροι και οι διαχειριστές των τραπεζικών λογαριασμών αυτών.».

 

   3. Η περίπτωση ι' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «ι. Οι Γενικοί Διευθυντές των Υπουργείων, οι Πρόεδροι, οι Αντιπρόεδροι, οι Διοικητές, οι Υποδιοικητές, τα εκτελεστικά μέλη, οι διευθύνοντες ή εντεταλμένοι σύμβουλοι και οι Γενικοί Διευθυντές νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, δημοσίων οργανισμών, καθώς και νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται, τακτικώς, από κρατικούς πόρους κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή τη διοίκηση των οποίων ορίζει άμεσα ή έμμεσα το Δημόσιο με διοικητική πράξη ή ως μέτοχος.».

 

   4α. Οι λέξεις «των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών και παροχής υπηρεσιών» του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ια' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται από τις λέξεις «των επιτροπών διαγωνισμών προμηθειών, μελετών και παροχής υπηρεσιών».

 

   β. Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ια' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Την ίδια υποχρέωση υπέχουν ο Πρόεδρος και τα μέλη όλων των επιτροπών διαγωνισμών δημοσίων έργων των ανωτέρω φορέων, εφόσον ο προϋπολογισμός του έργου υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες (300.000) ευρώ.».

 

   5. Στην περίπτωση ιβ' της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 απαλείφεται η φράση «και τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους».

 

   6. Η περίπτωση ιθ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «ιθ. Οι ιδιοκτήτες, οι εκδότες, οι μέτοχοι, οι εταίροι, οι πρόεδροι, οι διευθύνοντες σύμβουλοι και τα εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., οι διαχειριστές, καθώς και οι γενικοί διευθυντές και οι διευθυντές ειδήσεων και ενημέρωσης κάθε μορφής επιχειρήσεων ή εταιρειών, που εκμεταλλεύονται διαδικτυακά ενημερωτικά μέσα ή εκδίδουν ημερήσια ή περιοδικά έντυπα πανελλήνιας ή τοπικής κυκλοφορίας, όπως και των βασικών μετόχων αυτών.».

 

   7. Η περίπτωση κε' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «κε. Το αστυνομικό προσωπικό, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με την περίπτωση ζ' της παρ. 1 του άρθρου 8 και το άρθρο 14 του π.δ. 24/1997 (Α' 29) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του ν.δ. 330/1947 (Α' 84), οι συνοριακοί φύλακες, οι ειδικοί φρουροί και το πολιτικό προσωπικό που υπηρετεί στην Ελληνική Αστυνομία, το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος-Ελληνικής Ακτοφυλακής, εξαιρουμένων των στελεχών που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας, σύμφωνα με το άρθρο 1 του π.δ. 27/2014 (Α' 46), καθώς και το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος, με εξαίρεση όσους τελούν σε καθεστώς μόνιμης διαθεσιμότητας κατ' εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 330/1947, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 9 του ν. 1813/1988 (Α' 243).».

 

   8. Στο τέλος της περίπτωσης κθ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προστίθενται οι λέξεις: «και οι κατά νόμον αναπληρωτές τους».

 

   9. Στην περίπτωση λ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 οι λέξεις «το προσωπικό της Υπηρεσίας Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το προσωπικό της Διεύθυνσης Ερευνών Οικονομικού Εγκλήματος».

 

   10. Η περίπτωση λγ' της παρ. 1του άρθρου 1του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «λγ. Οι προϊστάμενοι και οι υπάλληλοι των οργανικών μονάδων δόμησης οποιουδήποτε οργανωτικού επιπέδου των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, καθώς και οι εισηγητές των Επιτροπών Εξέτασης Προσφυγών Αυθαιρέτων, των Συμβουλίων, Περιφερειακών Συμβουλίων και του Κεντρικού Συμβουλίου Πολεοδομικών Θεμάτων και Αμφισβητήσεων, των Συμβουλίων, των Περιφερειακών Συμβουλίων και των Κεντρικών Συμβουλίων Αρχιτεκτονικής, του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεοτέρων Μνημείων.».

 

   11. Η περίπτωση μδ' της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

«μδ. Οι προϊστάμενοι των Υπηρεσιών Δημοσιονομικού Ελέγχου (Υ.Δ.Ε.) και των Δημοσιονομικών Υπηρεσιών Εποπτείας και Ελέγχου (Δ.Υ.Ε.Ε.) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους.».

 

   12. H περίπτωση μη' της παρ.1 του άρθρου 1του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «μη. Τα μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.».

 

   13. Στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 προστίθεται περίπτωση μθ' ως εξής:

 

   «μθ. Κάθε άλλο πρόσωπο για το οποίο προβλέπεται υποχρέωση υποβολής δήλωσης από ειδική διάταξη νόμου.».

 

   14. Η παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Η δήλωση της παραγράφου 1 υποβάλλεται από τους υπόχρεους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από την απόκτηση της ιδιότητάς τους (αρχική δήλωση). Τα επόμενα έτη, η δήλωση υποβάλλεται κάθε χρόνο κατά το διάστημα της θητείας της άσκησης της δραστηριότητας ή της διατήρησης της ιδιότητας των υπόχρεων και για το επόμενο έτος. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α' έως και ε' και ιβ' της παραγράφου 1 η δήλωση υποβάλλεται για τρία (3) έτη μετά από την απώλεια της ιδιότητας ή τη λήξη της θητείας. Η δήλωση υποβάλλεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριών (3) μηνών μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος. Κατ' εξαίρεση, δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων, αρχικές με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου τα έτη 2016,2017 και 2018 έως τη δημοσίευση του παρόντος και ετήσιες των ετών 2016 (χρήση 2015), 2017 (χρήση 2016) και 2018 (χρήση 2017) υποβάλλονται από 4.1.2019 έως 4.3.2019.».

 

   15. Η παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου κάθε έτους ο αρμόδιος φορέας ή τα όργανα διοίκησης του φορέα στον οποίο υπάγονται ή από τον οποίο εποπτεύονται οι υπόχρεοι ετήσιας δήλωσης περιουσιακής κατάστασης, οφείλει να καταχωρίσει ηλεκτρονικά, μέσω της ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής, την κατάσταση των υπόχρεων προσώπων και να την οριστικοποιήσει. Η κατάσταση περιλαμβάνει υπόχρεους που απέκτησαν, κατέχουν ή απώλεσαν την ιδιότητα του υπόχρεου στην προηγούμενη χρήση, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις. Η μη ύπαρξη υπόχρεων πρέπει να δηλώνεται ηλεκτρονικά με την οριστικοποίηση μηδενικής κατάστασης από πιστοποιημένο χρήστη του φορέα. Το αρμόδιο όργανο ελέγχου μπορεί να ζητά από οποιαδήποτε υπηρεσία, φορέα ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο που διαθέτει στοιχεία για πρόσωπα που υπάγονται στις περιπτώσεις της παραγράφου 1, κατάσταση των οικείων προσώπων.».

 

   16. Η παρ. 4 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «4. Αμφισβητήσεις αποκλειστικά και μόνο ως προς την ιδιότητα του υπόχρεου επιλύονται με πράξη των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων ελέγχου, η οποία εκδίδεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την υποβολή της αίτησης του ενδιαφερομένου ή των οργάνων, που είναι αρμόδια να υποβάλουν την κατά την προηγούμενη παράγραφο, κατάσταση υπόχρεων.».

 

   17. Η παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «5. Τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, μέσα σε τρεις (3) εργάσιμες ημέρες από την υποβολή σε αυτά σχετικού αιτήματος του υπόχρεου, να χορηγούν χωρίς επιβάρυνση βεβαιώσεις περί του υπολοίπου των καταθέσεων αυτού την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ή την ημερομηνία κτήσης της ιδιότητας του υπόχρεου, σε περίπτωση αρχικής δήλωσης. Ειδικά για τους υπόχρεους των περιπτώσεων α' έως ε' και ιβ' της παραγράφου 1, τα τραπεζικά και τα κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται, ομοίως χωρίς επιβάρυνση και μέσα στην ίδια προθεσμία, να εκδίδουν αναλυτική κατάσταση των προς αυτά οφειλών των ως άνω υπόχρεων κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους ή κατά την ημερομηνία κτήσης της ιδιότητας.».

 

   18. Στο άρθρο 1 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 6 ως εξής:

 

   «6. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, με το οποίο ρυθμίζονται περιπτώσεις υποχρέωσης υποβολής Δ.Π.Κ. μελών συλλογικών οργάνων, υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης είναι τα αναπληρωματικά μέλη των οργάνων αυτών, εφόσον έχουν συμμετάσχει σε συνεδριάσεις τους, όπως αυτό προκύπτει αποκλειστικά από τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του οργάνου.».

 

’ρθρο 2

Τροποποιήσεις του άρθρου 2 του ν. 3213/2003

 

   1. Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Ειδικώς, η αρχική δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας περιουσιακά στοιχεία, την αξία και τον τρόπο κτήσης τους.».

 

   2. Μετά το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Κατ' εξαίρεση η πρώτη ηλεκτρονική ετήσια δήλωση περιλαμβάνει τα υφιστάμενα, κατά το χρόνο αναφοράς της, περιουσιακά στοιχεία και την αξία κτήσης τους εφό- σον είναι διαθέσιμη.».

 

   3. Οι υποπεριπτώσεις ν και vi της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «ν. Η μίσθωση θυρίδων σε τράπεζες, ταμιευτήρια και άλλα ημεδαπά ή αλλοδαπά πιστωτικά ιδρύματα. Επίσης, το σύνολο των μετρητών, που δεν περιλαμβάνονται στην περίπτωση iv εφόσον το συνολικό ποσό υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες (30.000) ευρώ. Το προαναφερόμενο ποσό αφορά αθροιστικά τον υπόχρεο, τον σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα και το πρόσωπο, με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης.

   vi. Κάθε κινητό που η αξία του υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α.. Αν η αξία κάθε πράγματος είναι μικρότερη του ποσού αυτού, τα αποκτηθέντα, όμως, πράγματα απο- τελούν κατά τις συναλλακτικές αντιλήψεις ενιαίο σύνολο, για τον υπολογισμό της αξίας λαμβάνεται υπόψη η αξία όλων αυτών των πραγμάτων, εφόσον υπερβαίνει το ποσό των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ. Η δηλούμενη αξία συνοδεύεται από τα παραστατικά αγοράς ή τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών. Σε περίπτωση κατά την οποία τα κινητά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, η εκτιμώμενη αξία δεν μπορεί να είναι κατώτερη αυτής που αναγράφεται στη σχετική σύμβαση.».

 

   4.α. Το πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης ix της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «ix. Ειδικά η δήλωση των υπόχρεων, που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' και ιβ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, περιλαμβάνει και τις δανειακές τους υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους.».

 

   β. Οι λέξεις «κατά την 31η Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους» του δεύτερου εδαφίου της υποπερίπτωσης ix της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίστανται από τις λέξεις «κατά την ημερομηνία του προηγουμένου εδαφίου».

 

   5. Η περίπτωση γ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «γ. Μετά την αρχική δήλωση, στην ετήσια δήλωση οι υπόχρεοι δηλώνουν τις μεταβολές που έχουν επέλθει επί της συνολικής περιουσιακής τους κατάστασης κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Ο υπόχρεος υποβάλλει, την αρχική ή την ετήσια, δήλωση με τα περιουσιακά στοιχεία του συζύγου του και στην περίπτωση διάστασης, ή του προσώπου με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και εκάστου των ανήλικων τέκνων τους, ακόμα και αν αυτά ενηλικιώθηκαν εντός του χρονικού διαστήματος που αφορά η δήλωση. Η δήλωση υποβάλλεται από τον ίδιο και εγκρίνεται υποχρεωτικά από τον σύζυγό του ή το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης για τα δικά του στοιχεία και από αμφότερους για τα περιουσιακά στοιχεία των ανήλικων τέκνων τους. Τις ίδιες υποχρεώσεις προς έγκριση του αντίστοιχου περιεχομένου της δήλωσης του υπόχρεου που αφορά τους ίδιους και τα ανήλικα τέκνα τους, έχουν και οι εν διαστάσει σύζυγοι. Σε περίπτωση άρνησης ή αδυναμίας του συζύγου του υπόχρεου, του εν διαστάσει συζύγου ή του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις του, η δήλωση υποβάλλεται, χωρίς έγκριση, μόνον από τον υπόχρεο, ο οποίος οφείλει να αναφέρει συγχρόνως ως παρατήρηση το γεγονός της άρνησης ή της αδυναμίας, καθώς και τον Α.Φ.Μ. του ετέρου προσώπου. Στις ανωτέρω περιπτώσεις το όργανο ελέγχου καλεί τον σύζυγο, τον εν διαστάσει σύζυγο, ή το πρόσωπο με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, προκειμένου να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία και αυτά των ανήλικων τέκνων τους, ενώπιον του αρμοδίου, για τον υπόχρεο, οργάνου κατά τις διατάξεις του παρόντος, τάσσοντας αποκλειστική προς τούτο προθεσμία ενενήντα (90) ημερών.

 

   Ειδικότερα, τα πρόσωπα που ελέγχονται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 3Β παράγραφος 2 του παρόντος νόμου και κατά τους ορισμούς του άρθρου 48 παρ. 4 περίπτωση γ' στοιχεία αα' έως και στστ' του ν. 4557/2018, επισυνάπτουν στη δήλωση αντίγραφα των αναγκαίων εγγράφων, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση.».

 

   6. Στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 η φράση «στον Πρόεδρο της Γ' Μονάδας Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης» αντικαθίσταται από τη φράση «στον Πρόεδρο της Επιτροπής της παραγράφου 3 του άρθρου 3Α».

 

   Στην περίπτωση δ' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/ 2003, μεταξύ των λέξεων «σύζυγο» και «ή τέκνο του» προστίθεται η φράση «, πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης».

 

   7. Η παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 καταργείται.

 

   8. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε παραγράφους 2 και 3. Το πέμπτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αναριθμείται, αντικαθίσταται ως εξής: «Από τη δημοσιοποίηση εξαιρούνται σε κάθε περίπτωση εκείνα τα στοιχεία που είναι ικανά να προκαλέσουν βλάβη στη ζωή ή την περιουσία του δηλούντος και της οικογένειάς του, όπως διεύθυνση κατοικίας, αριθμοί κυκλοφορίας μεταφορικών μέσων, αριθμός φορολογικού μητρώου, τα χρήματα και κινητά των υποπεριπτώσεων ν και vi της περίπτωσης α' της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003 κ.λπ.».

 

   9. Η παρ. 3 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003, όπως αναριθμείται, αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Ελλείψεις ή ανακρίβειες της δήλωσης επιτρέπεται να συμπληρωθούν από τον υπόχρεο αυθορμήτως, σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή της δήλωσης.».

 

’ρθρο 3

Προσθήκη του άρθρου 2Α στο ν. 3213/2003

 

   Μετά το άρθρο 2 του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 2Α ως εξής:

 

   «’ρθρο 2Α

   Διαδικασία ηλεκτρονικής υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης και δήλωσης οικονομικών συμφερόντων

 

   1. Οι δηλώσεις υποβάλλονται ηλεκτρονικά διαδικτυακώς μέσω ενιαίας εφαρμογής προς το αρμόδιο, αναλόγως της δηλούμενης ιδιότητας, όργανο ελέγχου και υπόκεινται σε ηλεκτρονική επεξεργασία από αυτοτελή ειδική βάση δεδομένων, μετά την οποία πρέπει να προκύπτει ευκρινώς το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και η αξία τους ανά κατηγορία περιουσιακών στοιχείων, καθώς και η χρονολογία κτήσης.

 

   2. Ο υπόχρεος υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης (Δ.Π.Κ.) απαιτείται να είναι ενεργός χρήστης των υπηρεσιών του TAXISnet, για να υποβάλει τη δήλωση αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η Δ.Π.Κ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο και αφορά την περιουσιακή κατάσταση του ιδίου, της συζύγου ή του προσώπου με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης και των ανήλικων τέκνων του.

 

   3. Η ταυτοποίηση του υπόχρεου και των προσώπων, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων συνυποβάλλονται, από την εφαρμογή ηλεκτρονικής υποβολής Δ.Π.Κ., γίνεται με τη χρήση των προσωπικών κωδικών στο TAXISnet. Διακριτούς προσωπικούς κωδικούς TAXISnet πρέπει να έχει τόσο ο υπόχρεος, όσο και ο/η σύζυγος, καθώς και το πρόσωπο με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποχρεωτική έγκριση των περιουσιακών στοιχείων που δηλώθηκαν από τον υπόχρεο και αφορούν τα ανωτέρω πρόσωπα και τα ανήλικα τέκνα.

 

   4. Το περιεχόμενο της Δ.Π.Κ., οι οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων της και οι πίνακες παραμετρικών τιμών, περιλαμβάνονται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού.

 

   5. Κατά την υποβολή της Δ.Π.Κ. από τον υπόχρεο, τα βασικά στοιχεία αυτού, δηλαδή ο Α.Φ.Μ., το επώνυμο, το όνομα και το πατρώνυμο, εμφανίζονται όπως τηρούνται στο φορολογικό μητρώο. Σε περίπτωση ανακρίβειας αυτών, απαιτείται, πριν από την υποβολή της δήλωσης, η διόρθωση των ανακριβών στοιχείων στο φορολογικό μητρώο. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ανακρίβειας των στοιχείων των λοιπών προσώπων, που αναφέρονται

στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2.

 

   6. Τα προσωπικά στοιχεία του υπόχρεου, όπως αριθμός δελτίου ταυτότητας, διεύθυνση, τηλέφωνο, δηλώνονται ως έχουν κατά την ημερομηνία της υποβολής της Δ.Π.Κ.. Τα λοιπά στοιχεία, όπως υπηρεσιακά και οικογενειακά, ως και η ιδιότητα του υπόχρεου δηλώνονται όπως είχαν κατά το έτος που αφορά η δήλωση.

 

   7. Σε περίπτωση απόκτησης νέου περιουσιακού στοιχείου ή επαύξησης αυτού, κατά τη χρήση που αφορά η δήλωση, δηλώνονται υποχρεωτικώς ο τρόπος απόκτησης, το ύψος της σχετικής δαπάνης (τίμημα που καταβλήθηκε), καθώς και αναλυτική παράθεση της πηγής προέλευσης των σχετικών πόρων. Σε περίπτωση εκποίησης περιουσιακού στοιχείου, που είχε δηλωθεί σε προηγούμενη δήλωση του υπόχρεου, δηλώνεται το τίμημα που έχει εισπραχθεί. Ειδικά για την περίπτωση εκποίησης κινητών μεγάλης αξίας της υποπερίπτωσης vi της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, η δήλωση του εισπραχθέντος τιμήματος συνοδεύεται από τα νόμιμα φορολογικά παραστατικά και από εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών.

 

   8. Σε περίπτωση απόκτησης νέου εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή εκποίησης εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου που έχει δηλωθεί σε προηγούμενες δηλώσεις του υπόχρεου, δηλώνονται τα στοιχεία του συμβολαίου απόκτησης ή εκποίησης. Αν δεν υπάρχει συμβόλαιο απόκτησης εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων λόγω κληρονομικής διαδοχής, δηλώνονται τα στοιχεία του κληρονομούμενου, καθώς και ο τρόπος και η ιδιότητα, με την οποία ο υπόχρεος έγινε κληρονόμος.

 

   9. Σε περίπτωση απόκτησης και απώλειας εμπράγματου δικαιώματος επί του ίδιου ακινήτου κατά τη χρήση, που αφορά τη δήλωση, δηλώνονται και οι δύο μεταβολές. Το ίδιο ισχύει αντίστοιχα και για τα οχήματα, τα πλωτά και τα εναέρια μεταφορικά μέσα, καθώς και για τις συμμετοχές σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση, με την επιφύλαξη των περιορισμών του άρθρου 8.

 

   10. Για την υποβοήθησή του στην ηλεκτρονική υποβολή της Δ.Π.Κ., ο υπόχρεος, μετά την ταυτοποίησή του μέσω των κωδικών του TAXISnet και εφόσον συναινέσει με υπεύθυνη δήλωσή του σε αυτή την διαδικασία, μπορεί να μεταφέρει στη Δ.Π.Κ. τα δεδομένα της τελευταίας ηλεκτρονικά υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος (Ε1) του έτους, στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία των ακινήτων, που περιλαμβάνονται στη «βεβαίωση της περιουσιακής του κατάστασης» κατά την 1η Ιανουαρίου του επόμενου έτους στο οποίο αφορά η Δ.Π.Κ., εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι αρχική ή του τρέχοντος έτους, εφόσον η Δ.Π.Κ. είναι ετήσια, όπως αυτά τα στοιχεία τηρούνται ηλεκτρονικά στη Α.Α.Δ.Ε.

 

   11. Όλα τα δεδομένα των ανωτέρω δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος, όπως έχουν διαμορφωθεί, κατά την οριστική υποβολή της Δ.Π.Κ., από υποβολή τροποποιητικών ή/και συμπληρωματικών δηλώσεων εισοδήματος για το έτος που αφορά η Δ.Π.Κ., καθώς και τα στοιχεία της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου και των προσώπων του εδαφίου γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, κατά την ημερομηνία της ανωτέρω παραγράφου, επισυνάπτονται αυτόματα ηλεκτρονικά στην υποβαλλόμενη Δ.Π.Κ..

 

   12. Η Διεύθυνση Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης (Δ.ΗΛΕ.Δ.) της Α.Α.Δ.Ε., που είναι η αρμόδια υπηρεσία για τις ανωτέρω χορηγήσεις όλων των στοιχείων των δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων, οφείλει να τηρεί αρχείο για αυτές, με το στοιχείο της ημερομηνίας και ώρας χορήγησης/πρόσβασης, καθώς και το μοναδικό αριθμό ταυτοποίησης της οριστικοποιημένης Δ.Π.Κ. που σχετίζεται με την κάθε χορήγηση.

 

   13. Για τη διευκόλυνση του ελέγχου των Δ.Π.Κ., όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 3, η φορολογική διοίκηση χορηγεί στα αρμόδια όργανα ελέγχου, ύστερα από αίτησή τους, στοιχεία για όλες τις πιθανές τροποποιήσεις των παραπάνω δηλώσεων εισοδήματος και ακινήτων των υπόχρεων αρμοδιότητάς τους, οι οποίες τηρούνται ηλεκτρονικά.

 

   14. Με την οριστική υποβολή της δήλωσης, ο υπόχρεος μπορεί να αποθηκεύσει στον ηλεκτρονικό του υπολογιστή αντίγραφο της Δ.Π.Κ. που έχει υποβληθεί, όπου εμφανίζονται ο αριθμός αυτής και η ημερομηνία υποβολής της.

 

   15. Στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης, οι οποίες ελέγχονται υποχρεωτικά σύμφωνα με το άρθρο 3Β του παρόντος νόμου ή κατά προτεραιότητα σύμφωνα με το πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης γ' της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018, επισυνάπτονται ηλεκτρονικά τα αναγκαία έγγραφα, εφάπαξ κατά την υποβολή της αρχικής δήλωσης και εφόσον υπάρχουν μεταβολές κατά την υποβολή της ετήσιας δήλωσης, από τα οποία προκύπτει η δηλούμενη περιουσιακή κατάσταση και ειδικότερα:

   α. Συμβόλαια των ακινήτων.

   β. Βεβαιώσεις επενδυτικών προϊόντων και χαρτοφυλακίων χρηματοοικονομικών προϊόντων, όπως αυτά περιγράφονται στην υποπερίπτωση iii της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, που κατ' ελάχιστον θα περιλαμβάνουν το όνομα του χειριστή της μερίδας, το όνομα των προϊόντων, το κόστος κτήσης και την αποτίμηση αυτών.

   γ. Βεβαιώσεις ή παραστατικά από τα οποία να προκύπτουν τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών, καθώς και αντίστοιχες βεβαιώσεις ή παραστατικά για κάθε είδους χρηματιστηριακά ή ασφαλιστικά προϊόντα και συμμετοχές σε κεφάλαια επιχειρηματικών ή επενδυτικών συμμετοχών (funds) και καταπιστευμάτων (trusts).

   δ. Παραστατικά των τραπεζών, ταμιευτηρίων και άλλων ημεδαπών ή αλλοδαπών πιστωτικών ιδρυμάτων από τα οποία αποδεικνύεται η μίσθωση θυρίδων.

   ε. Παραστατικά αγοραπωλησίας ή πράξεις φορολογικής αρχής για τα κινητά μεγάλης αξίας άνω των σαράντα χιλιάδων (40.000) ευρώ ή εκτίμηση της εμπορικής αξίας του κινητού από εκτιμητή που περιλαμβάνεται στο μητρώο πιστοποιημένων εκτιμητών που τηρείται στο Υπουργείο Οικονομικών, και, στην περίπτωση που τα κινητά αυτά είναι ασφαλισμένα κατά κινδύνων κλοπής, πυρκαγιάς και λοιπών κινδύνων, αντίγραφο της σχετικής σύμβασης.

   στ. ’δειες κυκλοφορίας πλωτών και εναέριων μεταφορικών μέσων, καθώς και των οχημάτων οποιασδήποτε χρήσης και, σε περίπτωση απόκτησης ή εκποίησης των πιο πάνω μέσων κατά τη διάρκεια του χρόνου που αφορά η δήλωση, επιπλέον παραστατικά αγοράς ή πώλησης.

   ζ. Παραστατικά για συμμετοχή σε κάθε είδους εταιρεία ή επιχείρηση.

 

   16. Στις δηλώσεις των υπόχρεων, που ελέγχονται υποχρεωτικά σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 3Β, επισυνάπτονται επίσης παραστατικά από τα οποία προκύπτουν οι δανειακές υποχρεώσεις προς ημεδαπά και αλλοδαπά πιστωτικά και τραπεζικά ιδρύματα, λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου και φυσικά πρόσωπα, όπως αυτές διαμορφώνονται κατά την ημερομηνία αναφοράς της δήλωσης, και, στην περίπτωση αρχικής, κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Επίσης, επισυνάπτονται παραστατικά για κάθε οφειλή άνω των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, που υφίσταται κατά τις άνω ημερομηνίες και προέρχεται από διοικητικά πρόστιμα, χρηματικές ποινές, φόρους και τέλη προς το Δημόσιο και τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και εισφορές προς Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης.

 

   17. Το απόρρητο της διαδικτυακής επικοινωνίας του υπόχρεου με τα συστήματα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, διασφαλίζεται με τη χρήση ψηφιακού πιστοποιητικού από την εφαρμογή υποβολής. Τα απόρρητα στοιχεία των Δ.Π.Κ. τηρούνται κρυπτογραφημένα στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του συστήματος. Το ηλεκτρονικό σύστημα συνοδεύεται από πολιτικές ασφάλειας, που καλύπτουν όλους τους εμπλεκόμενους φορείς και εξασφαλίζουν την εμπιστευτικότητα και ακεραιότητα των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων.

 

   18. Υπεύθυνοι επεξεργασίας της αυτοτελούς ειδικής βάσης των δεδομένων περιουσιακής κατάστασης, είναι τα όργανα ελέγχου, όπως αναφέρονται στο άρθρο 3, αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους και στην περίπτωση της παραγράφου 7 του άρθρου 3 το όργανο που είναι αποκλειστικά αρμόδιο.

 

   19. Εκτελούντες την επεξεργασία της παραπάνω βάσης δεδομένων κατ' εντολή των υπευθύνων επεξεργασίας, είναι τα όργανα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, καθώς και τα ίδια τα όργανα ελέγχου αποκλειστικά και μόνο για τους ελεγχόμενους της αρμοδιότητάς τους.

 

   20. Η Γ.Γ.Π.Σ. του Υπουργείου Οικονομικών, ως Φορέας Λειτουργίας Πληροφοριακών Συστημάτων αναλαμβάνει:

   α. Τη σχεδίαση, ανάπτυξη, υποστήριξη και λειτουργία των αναγκαίων πληροφοριακών συστημάτων που εξυπηρετούν την κατάρτιση των καταστάσεων υπόχρεων και την ηλεκτρονική υποβολή και τον έλεγχο των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και την αυτοματοποίηση της συμπλήρωσής τους, σύμφωνα με τις επιχειρησιακές απαιτήσεις των οργάνων ελέγχου, με ενημέρωση του Γ.Ε.Δ.Δ..

   β. Την υποστήριξη των οργάνων ελέγχου για την ενημέρωση και τη διευκόλυνση των υπόχρεων για τη διαδικασία υποβολής των Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ., καθώς και των φορέων για την κατάρτιση καταστάσεων υπόχρεων.

 

   21. Η Γ.Γ.Π.Σ. σχεδιάζει και βελτιώνει την πολιτική ασφαλείας των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων, σύμφωνα με την ισχύουσα πολιτική ασφάλειας του Υπουργείου Οικονομικών και εκδίδει δεσμευτικές οδηγίες ορθής και ασφαλούς χρήσης των εφαρμογών, για όλους τους εσωτερικούς και εξωτερικούς χρήστες των πληροφοριακών συστημάτων, με ενημέρωση του Γ.Ε.Δ.Δ.. Μέσα σε δύο (2) μήνες από την έναρξη ισχύος του παρόντος, θα υπογραφεί πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ των οργάνων ελέγχου και του φορέα λειτουργίας. Στο πρωτόκολλο θα καθορίζονται οι λεπτομέρειες εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων, οι ρόλοι των εμπλεκόμενων φορέων, καθώς και οι όροι και οι προϋποθέσεις συνεργασίας.

 

   22. Ο Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης (Γ.Ε.Δ.Δ.) αναλαμβάνει την κατάρτιση, τη διοίκηση και τη διαχείριση των απαραίτητων συμβάσεων ανάπτυξης, βελτίωσης και συντήρησης των ηλεκτρονικών εφαρμογών των ανωτέρω πληροφοριακών συστημάτων και παρακολουθεί την πορεία παραλαβής και υλοποίησης του έργου.

 

   23. Για τις ανάγκες του ελέγχου των Δ.Π.Κ. σύμφωνα με το άρθρο 3, κάθε όργανο ελέγχου ορίζει τους υπαλλήλους του και τα δικαιώματα πρόσβασης που αυτοί έχουν επί των στοιχείων της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων του ηλεκτρονικού συστήματος. Η πρόσβαση στο ηλεκτρονικό σύστημα των υπαλλήλων αυτών είναι αυστηρά προσωποποιημένη, ελεγχόμενη μέσω μοναδικού ονόματος χρήστη και προσωπικού μυστικού κωδικού. Οι ενέργειες των υπαλλήλων αυτών εντός του ηλεκτρονικού συστήματος καταγράφονται ηλεκτρονικά.

 

   24. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών μπορεί να τίθενται εκτός λειτουργίας τα ανωτέρω πληροφοριακά συστήματα, ύστερα από αίτημα των οργάνων ελέγχου ή του φορέα λειτουργίας για λόγους συντήρησης, αναβάθμισης και προσαρμογής στις αλλαγές της νομοθεσίας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των εξήντα (60) ημερών ανά έτος. Κατά το διάστημα αυτό αναστέλλεται η προθεσμία υποβολής της αρχικής και ετήσιας δήλωσης του άρθρου 1 της παρ.2 του ν. 3213/2003.

 

   25. Ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων (Δ.Ο.Σ.) του άρθρου 19 του παρόντος περιλαμβάνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού. Η Δ.Ο.Σ. υποβάλλεται από τον υπόχρεο σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ταυτόχρονα με την υποβολή της Δ.Π.Κ., αποκλειστικά ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας διαδικτυακής εφαρμογής. Η υποβολή της δήλωσης οικονομικών συμφερόντων αποδεικνύεται σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 14 του παρόντος άρθρου.

 

   26. Τα δεδομένα που καταχωρίζονται στις δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης διατηρούνται μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται, κατά την αιτιολογημένη κρίση του αρμόδιου για τον έλεγχο οργάνου, για την πραγματοποίηση των σκοπών της συλλογής και της επεξεργασίας τους.

 

’ρθρο 4

Τροποποιήσεις του άρθρου 3 του ν. 3213/2003

 

   1. Η περίπτωση α' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «α) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' και ιβ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1 στην Επιτροπή του άρθρου 3Α,».

 

   2. Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «αα) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτωσεις στ' έως και ια', ιγ' έως και κδ', κζ', λδ' έως και λι', μα', μβ', μστ', μη' και μθ' της παραγράφου 1 του άρθρου 1, στη Γ' Μονάδα Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες.».

 

   2.α. Η φράση «της περίπτωσης μη'» του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης αα' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται από τη φράση «της περίπτωσης μθ'».

 

   3. Η περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «β) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κστ', κθ', λ' έως και λγ', μ', μγ' έως και με' και μζ' στον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης,».

 

   4. Η περίπτωση γ' της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3213/ 2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «γ) των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις κε' και κη' στον εποπτεύοντα την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας Εισαγγελικό Λειτουργό της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών, ο οποίος επικουρείται προς τούτο από την οικεία υπηρεσία, καθώς και την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, για τις δηλώσεις που αφορούν στο προσωπικό του Λιμενικού Σώματος- Ελληνικής Ακτοφυλακής,».

 

   5. Η παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Ο έλεγχος διενεργείται εντός πέντε (5) ετών από τη λήξη του έτους υποβολής. Σε περίπτωση που προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή νέα αποδεικτικά στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ή της παραγράφου 2 του άρθρου 6Α, ο έλεγχος μπορεί κατ' εξαίρεση να διενεργηθεί μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής των αδικημάτων. Ο έλεγχος της αρχικής δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων για τα περιουσιακά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο κτήσης της ιδιότητας. Για τα επόμενα έτη, ο έλεγχος της ετήσιας δήλωσης αφορά στη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου, ανακριβειών και ελλείψεων, για τις μεταβολές που επήλθαν στην περιουσιακή κατάσταση κατά το χρονικό διάστημα που αφορά η δήλωση. Ο έλεγχος των ετήσιων δηλώσεων, εκτός από τη διαπίστωση του αληθούς περιεχομένου της δήλωσης, περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, τη διακρίβωση αν η απόκτηση νέων περιουσιακών στοιχείων ή η επαύξηση υφιστάμενων, δικαιολογείται από το ύψος των πάσης φύσεως εσόδων σε συνδυασμό με τις δαπάνες διαβίωσης των υπόχρεων σε δήλωση προσώπων. Η δήλωση δεν θεωρείται ανακριβής ή ελλιπής σε περίπτωση μη ουσιώδους ανακρίβειας ή έλλειψης ή εφόσον, ύστερα από πρόσκληση του οργάνου ελέγχου, αποδεικνύεται η νομιμότητα της πηγής προέλευσης του στοιχείου που ανακριβώς έχει δηλωθεί.».

 

   6. Στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 οι λέξεις «εδάφια α' και β'» αντικαθίστανται από τις λέξεις «εδάφια γ', δ', ε' και στ'».

 

   7. Η παρ. 4 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το όργανο ελέγχου μπορεί να καλεί τους ελεγχόμενους για να δώσουν διευκρινίσεις ή να προσκομίσουν συμπληρωματικά παραστατικά στοιχεία εντός ρητής προθεσμίας, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις είκοσι (20) ημέρες, η οποία μπορεί να παραταθεί για διάστημα δέκα (10) ημερών. Σε έκτακτες περιπτώσεις αδυναμίας των ελεγχόμενων προσώπων για έγκαιρη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, το όργανο ελέγχου δύναται κατ' εξαίρεση να παρεκτείνει την προθεσμία με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση.».

 

   8. Μετά την παρ. 5 του άρθρου 3 του ν. 3213/2003 προστίθενται παράγραφοι 6 και 7 ως εξής:

 

   «6. Τα όργανα ελέγχου δεν υπόκεινται, κατά τη διάρκεια των ελέγχων και ερευνών τους, σε περιορισμούς διατάξεων περί τραπεζικού, χρηματιστηριακού, φορολογικού και επαγγελματικού απορρήτου των στοιχείων, τηρουμένων σε κάθε περίπτωση των περί εχεμύθειας διατάξεων του άρθρου 26 του Υπαλληλικού Κώδικα και με την επιφύλαξη των άρθρων 212, 261 και 262 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Οι ελεγκτές έχουν πρόσβαση στο «Σύστημα Μητρώων Τραπεζικών Λογαριασμών και Λογαριασμών Πληρωμών» σύμφωνα με το άρθρο 62 του ν. 4170/2013 (Α' 163) και στα λοιπά πληροφοριακά συστήματα και τις βάσεις δεδομένων που διαχειρίζονται άλλες δημόσιες υπηρεσίες, καθώς και στα στοιχεία φορολογικών ελέγχων που τηρούνται στην Α.Α.Δ.Ε., σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφαλείας του κάθε συστήματος και μπορεί να τους επιβληθούν οι κυρώσεις του πιο πάνω νόμου.

 

   7. Αν σύζυγος ή το μέρος συμφώνου συμβίωσης με ελεγχόμενο από την Επιτροπή του άρθρου 3Α έχει ιδιότητα υπόχρεου ενώπιον διαφορετικού οργάνου ελέγχου, η Επιτροπή του άρθρου 3Α είναι αρμόδια για την υποβολή και τον έλεγχο της Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. και των δύο (2) προσώπων.».

 

’ρθρο 5

Τροποποιήσεις του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003

 

   1. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «1. Ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης των προσώπων που αναφέρονται στις περιπτώσεις α' έως και ε' και ιβ' της παραγράφου 1 του άρθρου 3 ανατίθεται σε Επιτροπή Ελέγχου η οποία ενεργεί ως ειδικό όργανο. Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη, διαθέτει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αποτελείται από έντεκα (11) μέλη με ισάριθμους αναπληρωτές.

 

   2. Η Επιτροπή συγκροτείται από:

   α) Τον Πρόεδρο της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας, ως Πρόεδρο, με τον αναπληρωτή του, που ορίζεται με απόφαση του Προέδρου της Βουλής.

   β) Τον Αρεοπαγίτη ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.

   γ) Δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας, ως τακτικά μέλη, με τους αναπληρωτές τους.

   δ) Τον Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του.

   Οι δικαστικοί λειτουργοί-μέλη της Επιτροπής και οι αναπληρωτές τους ορίζονται με απόφαση των Προέδρων των οικείων δικαστηρίων, ύστερα από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

   ε) Τον Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του που ορίζεται με πράξη του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, μετά από ερώτημα του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

   στ) Τον Πρόεδρο της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.

   ζ) Τον Γενικό Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του.

   η) Τον Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με απόφαση του Διοικητή της, μετά από ερώτημα του Προέδρου της Βουλής.

   θ) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος με τον αναπληρωτή του που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Προέδρου της εν λόγω κοινοβουλευτικής ομάδας.

   ι) Τον βουλευτή της μεγαλύτερης σε δύναμη κοινοβουλευτικής ομάδας που δεν μετέχει στην Κυβέρνηση, ως τακτικό μέλος, με τον αναπληρωτή του, που ορίζονται με ενυπόγραφη δήλωση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.

 

   3. Κατά τον έλεγχο των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των Δικαστικών και των Εισαγγελικών Λειτουργών, καθήκοντα Πρόεδρου της Επιτροπής ασκεί ο αρχαιότερος δικαστικός λειτουργός από τα μέλη της. Οι δικαστές και οι εισαγγελικοί λειτουργοί που είναι τακτικά μέλη της Επιτροπής, πλην του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, είναι πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και απολαμβάνουν, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος της Ειδικής Μόνιμης Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται σύμφωνα με το στοιχείο α' της προηγούμενης παραγράφου, κατά τον έλεγχο των δηλώσεων της παρούσας παραγράφου, συμμετέχει στην Επιτροπή ως μέλος.

   Γραμματέας της Επιτροπής ορίζεται υπάλληλος, που υπηρετεί στην υπηρεσία της παραγράφου 6, όπως αναριθμείται, με απόφαση του Προέδρου της Επιτροπής.

 

   4. Μετά από πρόταση του Προέδρου της Επιτροπής Ελέγχου, οι πιστώσεις για τη λειτουργία της Επιτροπής και της υπηρεσίας της παραγράφου 6 που αφορούν στον έλεγχο των Δ.Π.Κ. εγγράφονται στον προϋπολογισμό της Βουλής, αποτυπώνονται σε χωριστό πίνακα και εγκρίνονται σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Κανονισμό της και καλύπτονται από τις εγγεγραμμένες πιστώσεις εντός των ορίων του ισχύοντος ΜΠΔΣ. Θέματα οικονομικής διαχείρισης ρυθμίζονται με ειδικό κανονισμό οικονομικής διαχείρισης που καταρτίζεται από την Επιτροπή και εγκρίνεται από τον Πρόεδρο της Βουλής.».

 

   2. Οι παράγραφοι 3, 4, 5 και 6 του άρθρου 3Α του ν. 3213/2003 αναριθμούνται σε 5, 6, 7 και 8 αντίστοιχα.

 

’ρθρο 6

Τροποποιήσεις του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003

 

   1. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Η Επιτροπή επικουρείται και για τις υποθέσεις του παρόντος νόμου από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της περίπτωσης ζ' της παρ. 2 του άρθρου 21 του ν. 3023/2002.».

 

   2. Στην παρ. 4 του άρθρου 3Β του ν. 3213/2003 προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Η ανάσυρση υπόθεσης, που έχει αρχειοθετηθεί και έχει παρέλθει πενταετία από την υποβολή της δήλωσης επιτρέπεται, όταν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ή νέα αποδεικτικό στοιχεία τέλεσης ή απόπειρας τέλεσης του κακουργήματος της παραγράφου 3 του άρθρου 6 ή της παραγράφου 2 του άρθρου 6Α και μέχρι τη συμπλήρωση της ποινικής παραγραφής.».

3. Στο άρθρο 3Β του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

 

   «8. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 3, 4, 5 και 6 εφαρμόζονται και στα λοιπά όργανα ελέγχου της παραγράφου 1 του άρθρου 3, εφόσον δεν ισχύουν ειδικότερες διατάξεις.».

 

’ρθρο 7

Τροποποιήσεις των άρθρων 6 και 7 του ν. 3213/2003

 

   1. Η παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «1. Εντός τριάντα (30) ημερών από την πάροδο της προθεσμίας που ορίζεται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 3213/2003 επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παράβολου ποσού διακοσίων (200) ευρώ για τους υπόχρεους που υποβάλλουν δήλωση στην επιτροπή ελέγχου του άρθρου 3Α και εκατό (100) ευρώ για τους λοιπούς υπόχρεους. Μετά την πάροδο των τριάντα (30) ημερών του προηγουμένου εδαφίου, η υποβολή δήλωσης επιτρέπεται ύστερα από πληρωμή ηλεκτρονικού παράβολου ποσού οκτακοσίων (800) ευρώ για τους υπόχρεους που υποβάλλουν δήλωση στην επιτροπή ελέγχου του άρθρου 3Α και τριακοσίων (300) ευρώ για τους λοιπούς υπόχρεους. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δύναται να τροποποιείται το ποσό των παραβόλων.».

 

   2. Η παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «2. Υπόχρεος που παραλείπει να υποβάλει δήλωση μετά την πάροδο εξήντα (60) ημερών από την παρέλευση της προθεσμίας της παραγράφου 2 του άρθρου 1 ή υποβάλλει ανακριβή ή ελλιπή δήλωση, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Ανακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία ή η επαύξηση αυτών δεν δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως, νομίμως απο- κτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Αν ο υπόχρεος τελεί το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.».

 

   3. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 η φράση «Ο υπαίτιος του δεύτερου εδαφίου» αντικαθίσταται από τη φράση «Ο υπαίτιος του τρίτου εδαφίου».

 

   4. Στην παρ. 5 του άρθρου 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται η φράση: «, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα με άλλη διάταξη».

 

   5. Στο άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται παράγραφος 8 ως εξής:

 

   «8. Οι δικαστικές και φορολογικές αρχές, που επλαμβά- νονται κατόπιν πορίσματος των Οργάνων Ελέγχου, διαβιβάζουν στο αρμόδιο Όργανο Ελέγχου αντίγραφο της σχετικής δικαστικής απόφασης ή του βουλεύματος ή του φύλλου ελέγχου.».

 

   6. Η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «3. Με την ίδια ποινή τιμωρείται, επίσης, όποιος, παρ' ότι είναι υπεύθυνος, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1, για την ηλεκτρονική καταχώριση κατάστασης υπόχρεων προσώπων της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, παραλείπει την καταχώριση της κατάστασης αυτής.».

 

’ρθρο 8

Προσθήκη του άρθρου 6Α στο ν. 3213/2003

 

   Μετά το άρθρο 6 του ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 6Α ως εξής:

 

   «’ρθρο 6Α

 

   1. Ο σύζυγος, ο εν διαστάσει σύζυγος ή το μέρος του συμφώνου συμβίωσης που παραλείπει να δηλώσει τα δικά του περιουσιακά στοιχεία ή των ανηλίκων τέκνων τους μετά την πάροδο της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών από την κλήση του οργάνου ελέγχου, κατά τα οριζόμενα στην περίπτωση γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2, ή δηλώσει αυτά ανακριβώς ή ελλιπώς, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή έως εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. Ανακριβής είναι και η δήλωση, όταν τα δηλωθέντα περιουσιακά στοιχεία ή η επαύξηση αυτών δεν δικαιολογείται από τα πάσης φύσεως, νομίμως αποκτηθέντα εισοδήματα του υπόχρεου. Σε περίπτωση που τα ανωτέρω πρόσωπα τελούν το αδίκημα με σκοπό την απόκρυψη περιουσιακού στοιχείου αξίας ανώτερης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή από δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ έως πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ.

 

   2. Ο υπαίτιος του τρίτου εδαφίου της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) ετών και με χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ έως ένα εκατομμύριο (1.000.000) ευρώ, αν η συνολική αξία των αποκρυπτόμενων περιουσιακών στοιχείων των ιδίων και των ανηλίκων τέκνων τους υπερβαίνει συνολικά το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων (300.000) ευρώ, ανεξαρτήτως αν η απόκρυψη επιχειρείται με τη μη υποβολή δήλωσης ή την υποβολή ελλιπούς ή ανακριβούς δήλωσης.

 

   3. Αν οι πράξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 τελέστηκαν από αμέλεια, επιβάλλεται χρηματική ποινή. Το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο, εκτιμώντας ελεύθερα όλες τις περιστάσεις, μπορεί να κρίνει τις πράξεις αυτές ατιμώρητες.

 

   4. Τρίτος, ο οποίος εν γνώσει του συμπράττει στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης και ιδίως στην παράλειψη δήλωσης περιουσιακών στοιχείων, τιμωρείται με φυλάκιση και με χρηματική ποινή, εκτός αν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.

 

   5. Τα φυσικά πρόσωπα και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων του άρθρου 5 του ν. 3691/2008 που παραβιάζουν την υποχρέωση γνωστοποίησης της παραγράφου 5 του άρθρου 3 του παρόντος τιμωρούνται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών.

 

   6. Το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη διάδοση των πληροφοριών σχετικά με καταδικαστική απόφαση για εγκλήματα του παρόντος νόμου, συμπεριλαμβανομένης της ανάρτησης της απόφασης στο διαδίκτυο, καθώς και της πλήρους ή μερικής δημοσίευσής της στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.».

 

’ρθρο 9

Τροποποίηση του άρθρου 12 του ν. 3213/2003

 

   Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 12 του ν. 3213/2003 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Σε βάρος του ελεγχόμενου καταλογίζεται χρηματικό ποσό μέχρι της αξίας περιουσιακού αποκτήματος, το οποίο απέκτησε ο ίδιος, ο/η σύζυγός του ή το πρόσωπο με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ή το ανήλικο τέκνο του, εφόσον η προέλευση του περιουσιακού οφέλους δεν δικαιολογείται.».

 

’ρθρο 10

Μεταβατικές διατάξεις

 

   1. Οι καταστάσεις του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 3213/2003 για τους υπόχρεους σε υποβολή Δ.Π.Κ. και Δ.Ο.Σ. 2018 καταχωρίζονται έως τις 17.12.2018.

 

   2. Όσοι ανήκουν σε κατηγορίες προσώπων, για τις οποίες επιβάλλεται για πρώτη φορά η υποχρέωση υποβολής δήλωσης με τον παρόντα νόμο, υποβάλλουν τη σχετική (αρχική) δήλωσή τους μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη δημοσίευση του παρόντος, χωρίς να υπολογίζεται το διάστημα κατά το οποίο η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή τίθεται εκτός λειτουργίας, σύμφωνα με την επόμενη παράγραφο. Η δήλωση αυτή περιλαμβάνει τα

υφιστάμενα, κατά το χρόνο κτήσης της ιδιότητας, περιουσιακά στοιχεία, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 3213/2003.

 

   3. Από τη δημοσίευση του παρόντος και για διάστημα έως δύο (2) μηνών τίθεται εκτός λειτουργίας η ενιαία διαδικτυακή εφαρμογή του άρθρου 2Α του ν. 3213/2003, προκειμένου να προσαρμοστεί στις ρυθμιζόμενες με τον παρόντα νόμο τροποποιήσεις.

 

   4. Υπόχρεοι που έχουν υποβάλει ηλεκτρονικά δηλώσεις περιουσιακής κατάστασης και οικονομικών συμφερόντων κατά τα έτη 2016, 2017 και 2018 έχουν τη δυνατότητα να τις επιβεβαιώσουν, εφόσον δεν απαιτείται μεταβολή του περιεχομένου τους κατά τις διατάξεις του παρόντος. Αρχικές δηλώσεις με απόκτηση ιδιότητας υπόχρεου τα έτη 2016, 2017 και 2018 που υποβλήθηκαν έως τη δημοσίευση του παρόντος, αρκεί να περιέχουν τα υφιστάμενα κατά το χρόνο υποβολής τους περιουσιακά στοιχεία και δεν απαιτείται μεταβολή τους για μόνο το λόγο αυτόν. Έλεγχοι που έχουν διενεργηθεί για τις δηλώσεις που επιβεβαιώνονται κατά την παράγραφο αυτή θεωρούνται έγκυροι.

 

   5. Ειδικά για τις Δ.Π.Κ. 2016 (χρήση 2015) και 2017 (χρήση 2016) τα τραπεζικά και κάθε είδους πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις υποχρεώσεις του άρθρου 1 παρ. 5 του ν. 3213/2003.

 

’ρθρο 11

Τροποποιήσεις του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α' 139)

 

   1. Η υποπερίπτωση δδ' της περίπτωσης γ' της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018 (Α' 139) διαγράφεται και οι υποπεριπτώσεις εε', στστ' και ζζ' αναριθμούνται σε δδ', εε' και στστ' αντίστοιχα.

 

   2. Στην αναριθμούμενη, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, υποπερίπτωση εε' της περίπτωσης γ' της παρ. 4 του άρθρου 48 του ν. 4557/2018, μεταξύ των λέξεων «των ιδιοκτητών,» και «των βασικών μετόχων» προστίθενται οι λέξεις «, των εκδοτών,».

 

’ρθρο 12

Προσθήκη του άρθρου 19 στο ν. 3213/2003 και κατάργηση του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 (Α' 160)

 

   1. Στο ν. 3213/2003 προστίθεται άρθρο 19 ως εξής:

 

   «’ρθρο 19

   Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων

 

   1. Οι υπόχρεοι σε δήλωση περιουσιακής κατάστασης κατά το ν. 3213/2003 υποβάλλουν, στην ίδια προθεσμία, Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων των ιδίων, των συζύγων ή των προσώπων με τα οποία έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, η οποία περιλαμβάνει:

   α) τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες,

   β) τη συμμετοχή τους στη διοίκηση πάσης φύσεως νομικών προσώπων και εταιριών, ενώσεων προσώπων και μη κυβερνητικών οργανώσεων,

   γ) οποιαδήποτε αμειβόμενη τακτική δραστηριότητα που αναλαμβάνουν παράλληλα, με την άσκηση των καθηκόντων τους, είτε ως υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι,

   δ) οποιαδήποτε αμειβόμενη περιστασιακή δραστηριότητα (περιλαμβανομένων της συγγραφικής δραστηριότητας, του διδακτικού έργου ή της παροχής συμβουλών) που αναλαμβάνουν παράλληλα με την άσκηση των καθηκόντων τους, εάν η συνολική αμοιβή υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,

   ε) τη συμμετοχή σε εταιρεία ή κοινοπραξία, όταν αυτή η συμμετοχή ενδέχεται να έχει επιπτώσεις στη δημόσια πολιτική ή όταν δίνει στον υπόχρεο τη δυνατότητα σημαντικής επιρροής επί υποθέσεων της εν λόγω εταιρείας ή σύμπραξης,

   στ) για την περίπτωση προσώπων που υπηρετούν σε αιρετή δημόσια θέση, οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη από τρίτους, σε προσωπικό ή σε υλικούς πόρους, που χορηγείται σε συνάρτηση με τη δημόσια δραστηριότητά τους, με ένδειξη της ταυτότητας των τρίτων αυτών, εάν η συνολική αξία υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ ανά ημερολογιακό έτος,

   ζ) οποιαδήποτε συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα που προκάλεσαν άμεση ή δυνητική σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με τα καθήκοντά τους. Ως σύγκρουση συμφερόντων νοείται η περίπτωση κατά την οποία υπόχρεος έχει προσωπικό συμφέρον που θα μπορούσε να επηρεάσει αθέμιτα την εκτέλεση των καθηκόντων του. Σύγκρουση συμφερόντων δεν υπάρχει στην περίπτωση που ο υπόχρεος αντλεί κάποιο όφελος μόνο ως μέλος του γενικότερου κοινού ή μίας ευρύτερης κατηγορίας ατόμων.

 

   2. Το περιεχόμενο της Δ.Ο.Σ. περιλαμβάνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ, το οποίο προσαρτάται στον παρόντα νόμο και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού.

 

   3. Η Δήλωση Οικονομικών Συμφερόντων υποβάλλεται ηλεκτρονικά μέσω ενιαίας εφαρμογής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2Α του ν. 3213/2003 και περιλαμβάνει τα συμφέροντα και δραστηριότητες των ανωτέρω περιπτώσεων που αφορούν στο προηγούμενο της υποβολής οικονομικό έτος, υποβάλλεται από τον υπόχρεο για τα δικά του στοιχεία και εγκρίνεται υποχρεωτικά από τον σύζυγο ή το μέρος με το οποίο ο υπόχρεος έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης για τα δικά τους στοιχεία. Την ίδια υποχρέωση προς έγκριση του αντίστοιχου περιεχομένου της δήλωσης του υπόχρεου που τους αφορά, έχουν και οι εν διαστάσει σύζυγοι. Η διαδικασία της περίπτωσης γ' της παραγράφου 1 του άρθρου 2 εφαρμόζεται αναλόγως.

 

   4. Στις περιπτώσεις που προβλέπεται κατά το νόμο δημοσιοποίηση των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης, μπορεί, υπό τους ίδιους όρους, να δημοσιοποιηθούν και στοιχεία των δηλώσεων οικονομικών συμφερόντων.».

 

   2. Οι διατάξεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014 καταργούνται. Όπου στην κείμενη νομοθεσία γίνεται αναφορά ή παραπομπή στις ρυθμίσεις του άρθρου 229 του ν. 4281/2014, νοούνται στο εξής οι αντίστοιχες ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου.

 

’ρθρο 13

Παράταση ρυθμίσεων των άρθρων 43 και 44 του ν. 4489/2017 (Α'140)

 

   1. Η παρ. 8 του άρθρου 43 του ν. 4489/2017 (Α'140) αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «8. Εάν ο απολυθείς, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, μέσα στο χρονικό διάστημα που προβλέπει το άρθρο 109 του Ποινικού Κώδικα, τελέσει έγκλημα από δόλο, για το οποίο του επιβληθεί αμετακλήτως οποτεδήποτε ποινή στερητική της ελευθερίας ανώτερη από δύο (2) έτη, εκτίει αθροιστικά και ολόκληρο το υπόλοιπο της προηγούμενης ποινής, για την οποία είχε απολυθεί υπό όρο.».

 

   2. Στην παρ. 12 του άρθρου 43 του ν. 4489/2017 (Α'140) οι λέξεις «έως τις 28 Αύγουστου 2018» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έως τις 28 Αύγουστου 2019».

 

   3. Στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 14 του ν. 4322/2015 (Α'42), όπως η ως άνω παράγραφος 3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 του ν. 4489/2017, οι λέξεις «έως τις 28 Αύγουστου 2018» αντικαθίστανται από τις λέξεις «έως τις 28 Αυγούστου 2019».

 

   4. Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 4322/2015, όπως η ως άνω παράγραφος 4 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 του ν. 4489/2017, οι λέξεις «μέχρι τις 28 Αυγούστου 2018» αντικαθίστανται από τις λέξεις «μέχρι τις 28 Αυγούστου 2019».

 

’ρθρο 14

Τροποποίηση του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα και μεταβατικές διατάξεις

 

   1. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Ο εισαγγελέας, μετά την υποβολή της αίτησης, διατάσσει ειδική πραγματογνωμοσύνη για τη διακρίβωση των προϋποθέσεων των προηγούμενων παραγράφων και την πιστοποίηση του ποσοστού αναπηρίας, ιδίως εφόσον αυτό δεν έχει βεβαιωθεί από το Κέντρο Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.).».

 

   2. Μετά την παράγραφο 8 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 9, ως εξής:

 

   «9. Το δικαστικό συμβούλιο που χορήγησε την υπό όρο απόλυση μπορεί να την ανακαλέσει οποτεδήποτε, μετά από πρόταση του αρμόδιου εισαγγελέα, αν η απόλυση στηρίχθηκε σε ψευδή στοιχεία ή πλαστό έγγραφο. Για την κρίση του δικαστικού συμβουλίου δεν απαιτείται προηγούμενη καταδίκη ορισμένου προσώπου ή άσκηση ποινικής δίωξης.».

 

   3. Η παράγραφος 9 του άρθρου 110Α του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις υπό όρο απολύσεων που έχουν ήδη χορηγηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

 

’ρθρο 15

Σύσταση οργανικών θέσεων στο κατάστημα κράτησης Δράμας Τροποποίηση διατάξεων του Οργανισμού του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

 

   Το π.δ. 96/2017 (Α' 136) τροποποιείται ως εξής:

 

   1. Στην περίπτωση β'της παραγράφου 17.2. του άρθρου 2 διαγράφεται ο σύνδεσμος «και» πριν από την υποπερίπτωση «ιαια) Δομοκού» και μετά την υποπερίπτωση αυτή προστίθεται η υποπερίπτωση «ιβιβ) Δράμας».

 

   2. Η περίπτωση β' της παραγράφου 2 του άρθρου 27 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «β) Τις Διευθύνσεις των Καταστημάτων Κράτησης Κορυδαλλού I, Πατρών, Λάρισας, Θεσσαλονίκης και Δράμας συγκροτούν τα εξής Τμήματα:

   αα) Τμήμα Διοίκησης

   ββ) Τμήμα Οικονομικού

   ΥΥ) Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας

   δδ) Τμήμα Φύλαξης. Το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού I συγκροτείται από δύο (2) Τμήματα Φύλαξης.

   Τις Διευθύνσεις των Καταστημάτων Κράτησης Πατρών, Λάρισας, Θεσσαλονίκης και Δράμας συγκροτεί και το εξής Τμήμα:

   εε) Τμήμα Εξωτερικής Φρούρησης.».

 

   3. Το άρθρο 45 αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Οι οργανικές θέσεις του προσωπικού των Καταστημάτων Κράτησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανέρχονται συνολικά στις πέντε χιλιάδες οκτακόσιες εξήντα οκτώ (5.868).».

 

   4. Οι παράγραφοι 1, 2, 3 και 4 του άρθρου 46 αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «1. Κατηγορία ΠΕ

   α) Κλάδος ΠΕ Σωφρονιστικού Ενηλίκων, θέσεις: εκατόν πενήντα εννέα (159).

   β) Κλάδος ΠΕ Γεωπονίας, θέσεις: εννέα (9).

   γ) Κλάδος Ιερέων, θέσεις: δύο (2).

   δ) Κλάδος ΠΕ Φαρμακοποιών, θέσεις: τρεις (3).

   ε) Κλάδος ΠΕ Ιατρών, θέσεις: σαράντα οκτώ (48), Ειδικότητα Ψυχιατρικής, θέσεις: επτά (7), Ειδικότητα Παθολογίας, θέσεις: δύο (2).

   στ) Κλάδος ΠΕ Οδοντιάτρων, θέσεις: οκτώ (8).

   ζ) Κλάδος ΠΕ Εγκληματολόγων, θέσεις: επτά (7).

   η) Κλάδος ΠΕ Ψυχολόγων, θέσεις: τριάντα τρεις (33).

   θ) Κλάδος ΠΕ Κοινωνιολόγων, θέσεις: δεκαέξι (16).

   ι) Κλάδος ΠΕ Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις: δώδεκα (12). ια) Κλάδος ΠΕ Νοσηλευτικής, θέσεις: δύο (2).

 

   2. Κατηγορία ΤΕ

   α) Κλάδος ΤΕ Διοικητικού-Λογιστικού, θέσεις: εβδομήντα μία (71).

   β) Κλάδος ΤΕ Υγείας Πρόνοιας: Ειδικότητα Κοινωνικής Εργασίας, θέσεις: ογδόντα επτά (87), Ειδικότητα Νοσηλευτικής, θέσεις: εκατόν τρεις (103).

   γ) Κλάδος ΤΕ Τεχνολογίας-Γεωπονίας, θέσεις: δεκατρείς (13).

   δ) Κλάδος ΤΕ Μηχανικών, θέσεις: είκοσι δύο (22).

   ε) Κλάδος ΤΕ Πληροφορικής, θέσεις: έντεκα (11).

   στ) Κλάδος ΤΕ Εργοθεραπείας, θέσεις: δύο (2).

   ζ) Κλάδος ΤΕ Βρεφονηπιοκόμων, θέσεις: μία (1).

 

   3. Κατηγορία ΔΕ

   α) Κλάδος ΔΕ Διοικητικού-Λογιστικού, θέσεις: εκατόν εξήντα επτά (167).

   β) Κλάδος ΔΕ Φύλαξης, θέσεις: δύο χιλιάδες οκτακόσιες μία (2.801).

   γ) Κλάδος ΔΕ Προσωπικού Εξωτερικής Φρούρησης, θέσεις: δύο χιλιάδες εκατόν έντεκα (2.111).

   δ) Κλάδος ΔΕ Νοσηλευτικής, θέσεις: είκοσι πέντε (25).

   ε) Κλάδος ΔΕ Βοηθών Νοσηλευτικής, θέσεις: οκτώ (8).

   στ) Κλάδος ΔΕ Γεωργικού-Κτηνοτροφικού, θέσεις: δέκα (10).

   ζ) Κλάδος ΔΕ Τεχνικού, θέσεις: δεκαέξι (16).

   η) Κλάδος ΔΕ Οδηγών, θέσεις: εννέα (9).

   θ) Κλάδος ΔΕ Αρτεργατών, θέσεις: μία (1).

 

   4. Κατηγορία ΥΕ

   α) Κλάδος ΥΕ Βοηθητικού Προσωπικού, θέσεις: επτά (7).

   β) Κλάδος ΥΕ Βοηθητικού Υγειονομικού Προσωπικού θέσεις: έξι (6)».

 

   5. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 49 μετά τη λέξη «κλάδου» τίθενται οι λέξεις «ΠΕ Κοινωνικής Εργασίας ή».

 

’ρθρο 16

 

   1. Στο άρθρο 278 του ν. 4555/2018 (Α'133) προστίθεται παράγραφος 3 ως εξής:

 

   «3. Αιτήσεις που έχουν υποβληθεί ή υποβάλλονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, εξετάζονται από τα αρμόδια για το διορισμό όργανα των Δήμων αμέσως μετά την έκδοση των οριστικών αποτελεσμάτων, την τοποθέτηση και ανάληψη υπηρεσίας στα καταστήματα κράτησης της χώρας των επιτυχόντων της υπ' αριθμ. 6Κ/2018 προκήρυξης του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ 17) από το ΑΣΕΠ, και σε κάθε περίπτωση, από την 29η Μαρτίου 2019.».

 

   2. Καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή των αιτήσεων του άρθρου 278 του ν. 4555/2018 ορίζεται ένας (1) μήνας από τη δημοσίευση του παρόντος.

 

’ρθρο 17

 

   Στην παρ.1 του άρθρου 16 του ν. 4551/2018 (Α'116) επέρχονται οι εξής τροποποιήσεις:

 

   1. Μετά το πρώτο εδάφιο, προστίθενται εδάφιο δεύτερο και τρίτο, ως εξής:

 

   «Στο πλαίσιο της προκήρυξης του διαγωνισμού του προηγούμενου εδαφίου, η εμπειρία που προβλέπεται στην περίπτωση β' της παρ. 2 του άρθρου 18 του ν. 2190/1994 (Α'28), εφόσον έχει αποκτηθεί από το επικουρικό νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό που υπηρετεί ή υπηρέτησε σε νοσοκομεία του Ε.Σ.Υ., μονάδες Π.Ε.Δ.Υ. και Κέντρα Υγείας, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, κατά τα οριζόμενα στις παραγράφους 1 έως 8 του άρθρου 10 του ν. 3329/2005 (Α'81), σε αντίστοιχες θέσεις σε οποιονδήποτε από τους ως άνω φορείς, μοριοδοτείται με είκοσι (20) μονάδες ανά μήνα για τους πρώτους σαράντα οκτώ (48) μήνες και με επτά (7) μονάδες μέχρι τους ογδόντα τέσσερις (84) μήνες, για το σύνολο των θέσεων που προκηρύσσονται. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρμόζονται και για τις προσλήψεις στο Γενικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου».».

 

   2. Στο τέταρτο εδάφιο, η ημερομηνία «30.10.2018» αντικαθίσταται από την ημερομηνία «30.11.2018».

 

’ρθρο 18

Ρύθμιση για τις απαιτήσεις συνταξιούχων και εργαζομένων του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.) από το συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης με την Εθνική Ασφαλιστική

 

   1. Για το σκοπό εξωδικαστικής ρύθμισης των απαιτήσεων των συνταξιούχων και των εργαζομένων του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.), που απορρέουν από το από 28.4.1989 και υπ' αριθμόν 2438/0 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης με την Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Γενικών Ασφαλίσεων (Α.Ε.Ε.Γ.Α.) με την επωνυμία «Η ΕΘΝΙΚΗ» (εφεξής «Εθνική Ασφαλιστική») και τις πρόσθετες πράξεις αυτού, συστήνεται στο δεσμευμένο τομέα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, μετά από αίτημα του Υπουργείου Οικονομικών, ειδικός άτοκος λογαριασμός, στον οποίο μεταφέρεται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί του κεφαλαίου του ασφαλίσματος που δικαιούνταν να λάβουν οι συνταξιούχοι και οι εργαζόμενοι του Ι.Γ.Μ.Ε., κατά την αποχώρησή τους λόγω συνταξιοδότησης, ή κατά τις 4.5.2013, αντίστοιχα. Το ποσό του παραπάνω λογαριασμού μέχρι τη σύσταση των χρηματικών παρακαταθηκών, σύμφωνα με την περίπτωση β' της παραγράφου 3, καθώς και το υπόλοιπο ποσό του λογαριασμού μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας σύστασης παρακαταθηκών είναι ακατάσχετα.

 

   2. Η σύσταση του λογαριασμού της παραγράφου 1 και η καταβολή των ποσών της εξωδικαστικής ρύθμισης στους δικαιούχους του ασφαλίσματος, δεν αποτελεί αναγνώριση ή αναδοχή χρέους από το Ι.Γ.Μ.Ε. ή οποιονδήποτε άλλο φορέα του δημοσίου.

 

   3. Η εκταμίευση από τον ανωτέρω ειδικό λογαριασμό του ποσού της εξωδικαστικής ρύθμισης προς τους δικαιούχους των ανωτέρω απαιτήσεων πραγματοποιείται ως εξής:

 

   α) Εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη δημοσίευση του παρόντος οι δικαιούχοι καταθέτουν στην Κεντρική Υπηρεσία του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων αίτηση υπαγωγής στην εξωδικαστική ρύθμιση, με την οποία συνυποβάλλουν την τελεσίδικη δικαστική απόφαση με την οποία έχει προσδιοριστεί η απαίτησή τους κατά κεφάλαιο, ή ελλείψει αυτής την οριστική δικαστική απόφαση με την οποία έχει προσδιοριστεί η απαίτησή τους κατά κεφάλαιο, ή ελλείψει δικαστικής απόφασης, την αγωγή με την οποία διεκδικούν την απαίτησή τους κατά κεφάλαιο, ή ελλείψει όλων των ανωτέρω υπεύθυνη δήλωση με την οποία προσδιορίζουν την απαίτησή τους κατά κεφάλαιο. Εντός της προθεσμίας του προηγούμενου εδαφίου το Ι.Γ.Μ.Ε. αποστέλλει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στοιχεία για κάθε δικαιούχο ως προς τα ποσά της συνολικής απαίτησής του κατά κεφάλαιο και τα ποσά που τυχόν του έχουν καταβληθεί, δυνάμει του αναφερομένου στην παράγραφο 1 συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης ή σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης.

 

   β) Εντός ενός (1) μηνός από τη λήξη της ανωτέρω προθεσμίας το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων ελέγχει τις αιτήσεις που έχουν υποβληθεί μόνο ως προς το ύψος των συνολικών απαιτήσεων κατά κεφάλαιο, με βάση τα στοιχεία που του έχει αποστείλει το Ι.Γ.Μ.Ε. και σε περίπτωση επαλήθευσης του ποσού, συστήνει για λογαριασμό του Υπουργείου Οικονομικών χρηματική παρακαταθήκη υπέρ του δικαιούχου, για ποσό που αντιστοιχεί σε ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί του κεφαλαίου της επαληθευμένης απαίτησής του. Σε

περίπτωση αναντιστοιχίας μεταξύ του ποσού που έχει δηλωθεί από τον δικαιούχο και αυτού που έχει δηλωθεί από το Ι.Γ.Μ.Ε., η παρακαταθήκη υπέρ του δικαιούχου συστήνεται για ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%) επί του μικρότερου από τα δύο ποσά. Από το ποσό για παρακατάθεση, που προκύπτει ως άνω, αφαιρείται οποιοδήποτε ποσό έχει καταβληθεί ήδη στον δικαιούχο, δυνάμει του αναφερόμενου στην παράγραφο 1 συμβολαίου ομαδικής ασφάλισης ή σε εκτέλεση σχετικής δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τα στοιχεία του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' που έχει αποστείλει το Ι.Γ.Μ.Ε.. Τα δικαιώματα του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων για τη σύσταση κάθε παρακαταθήκης βαρύνουν τον καταθέτη. Το πρωτότυπο γραμμάτιο της παρακαταθήκης παραδίδεται από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων στον δικαιούχο μετά από αίτησή του ή φυλάσσεται μέχρι την απόδοσή της. Μετά την ολοκλήρωση της ανωτέρω διαδικασίας σύστασης παρακαταθηκών, το υπόλοιπο ποσό του ειδικού λογαριασμού της παραγράφου 1 επιστρέφεται σε λογαριασμό που υποδεικνύεται από το Υπουργείο Οικονομικών.

 

   γ) Η χρηματική παρακαταθήκη αποδίδεται στον δικαιούχο με την προσκόμιση του πρωτοτύπου γραμματίου παρακαταθήκης, δήλωσης παραίτησης από το δικόγραφο και από το δικαίωμα της τυχόν ασκηθείσας αγωγής και από κάθε απαίτηση, γεννημένη ή μη, που απορρέει από το αναφερόμενο στην παράγραφο 1 συμβόλαιο ομαδικής ασφάλισης, με επικυρωμένο αρμοδίως το γνήσιο της υπογραφής του δικαιούχου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου δικαιολογητικού απαιτείται για την απόδοση της παρακαταθήκης κατά τις κείμενες διατάξεις. Η ως άνω δήλωση παραίτησης έχει τις συνέπειες των άρθρων 294 και 296 ΚΠολΔ και του άρθρου 454 ΑΚ, έναντι του Ι.Γ.Μ.Ε. και οποιουδήποτε άλλου φορέα του δημοσίου.

 

   4. Τα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους στο πλαίσιο της ρύθμισης του παρόντος φορολογούνται με τις κλίμακες της παραγράφου 3 του άρθρου 15 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 4172/2013, Α'167), ως εισόδημα της περίπτωσης ε'της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του ίδιου νόμου.

 

   5. Με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να ρυθμίζεται κάθε λεπτομέρεια της διαδικασίας κατάθεσης των αιτήσεων υπαγωγής στην εξωδικαστική ρύθμιση, επαλήθευσης των απαιτήσεων και απόδοσης των ποσών του παρόντος. Η μη έκδοση της εν λόγω απόφασης δεν αναστέλλει την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος.

 

’ρθρο 19

Παράταση αναστολής εκτέλεσης κατά του Ι.Γ.Μ.Ε.

 

   Η διάρκεια της αναστολής του πέμπτου άρθρου του ν. 4480/2017 (Α' 97) παρατείνεται μέχρι τις 31.12.2018.

 

’ρθρο 20

Ρύθμιση αποδοχών υπαλλήλων του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.)

 

   Οι αποδοχές, οι οποίες καταβάλλονται προς το προσωπικό του Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.) δυνάμει της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ι.Γ.Μ.Ε. που λήφθηκε κατά την 7η/19.7.2018 συνεδρίασή του (θέμα 6ο), με Α.Δ.Α.: ΩΠ- ΦΣ465ΥΛΩ-ΗΜ5, καταβάλλονται νόμιμα.

 

’ρθρο 21

Συμπλήρωση του άρθρου 36 του ν. 4508/2017 (Α' 200)

 

   Στο άρθρο 36 του ν. 4508/2017 (Α' 200) προστίθεται πέμπτη παράγραφος ως εξής:

 

   «5. Στον ειδικό λογαριασμό της παραγράφου 2 και για τον σκοπό που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μπορούν να μεταφέρονται επιπλέον ποσά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό. Για τη διάθεση του ποσού αυτού εφαρμόζεται η απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με την παραγραφο 3.».

 

’ρθρο 22

Ρυθμίσεις Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. και ΤΑ.ΝΕ.Ο. Α.Ε.

 

   1. Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου πέμπτου του ν. 3912/2011 (Α'17), προστίθενται εδάφια ως εξής:

 

   «Ο Γενικός Διευθυντής είναι ανώτατο στέλεχος και εποπτεύει τις διευθύνσεις που, σύμφωνα με τον Κανονισμό Λειτουργίας και το Εγκεκριμένο Οργανόγραμμα της εταιρείας αναφέρονται σε αυτόν. Ορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου που εκδίδεται μετά από πρόταση του Διευθύνοντος Συμβούλου, στην οποία προσδιορίζονται και οι αρμοδιότητές του. Ο Γενικός Διευθυντής είτε προσλαμβάνεται με σύμβαση ορισμένου χρόνου, ύστερα από πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος είτε επιλέγεται και τοποθετείται μεταξύ των εξειδικευμένων στελεχών που υπηρετούν στην εταιρεία.».

 

   2. Το τέταρτο εδάφιο της παρ. 6Α του άρθρου πέμπτου του ν. 3912/2011, αντικαθίσταται ως εξής:

 

   «Επιτρέπεται η απόσπαση στην εταιρεία υπαλλήλων, ανεξαρτήτως σχέσεως εργασίας (μονίμων, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ή ειδικού επιστημονικού προσωπικού), από τη Γενική Κυβέρνηση, όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση β' της παρ. 1 του άρθρου 14 του ν. 4270/2014 (Α'143), κατά παρέκκλιση κάθε αντίθετης διάταξης, με ανώτατη διάρκεια τα δύο (2) έτη.».

 

   3. Στο τέλος της περίπτωσης 2, της υποπαραγράφου Γ4, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α'222) προστίθενται τέταρτο και πέμπτο εδάφιο ως εξής:

 

   «Τυχόν αδιάθετο ποσό από την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης θα χρησιμοποιηθεί από την Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. για τους σκοπούς της περίπτωσης 1. Εάν μετά την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, προκύψει εκ νέου αδιάθετο ποσό, η Ε.Τ.Ε.ΑΝ. Α.Ε. υποχρεούται να το επιστρέψει στον Κρατικό Προϋπολογισμό έως την ημερομηνία λήξης των ομολόγων των παραγράφων 3 και 6 του άρθρου 22 του ν. 3775/2009 (Α'122) που διακρατεί η εταιρεία.».

 

   4. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (Α' 219) οι λέξεις «μειοψηφική συμμετοχή» αντικαθίστανται από τις λέξεις «συμμετοχή σε κεφαλαιουχικές εταιρείες» και οι λέξεις εντός παρένθεσης «(στο εξής: «επενδυτικά σχήματα»)» διαγράφονται.

 

   5. Στο τέταρτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (Α' 219) μετά τη φράση «διαχείριση επιχειρήσεων και κεφαλαίων προορισμένων για συμμετοχή σε» προστίθενται οι λέξεις «κεφαλαιουχικές εταιρείες,» και οι λέξεις «η διαχείριση επενδυτικών σχημάτων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η σύσταση και διαχείριση επενδυτικών σχημάτων».

 

   6. Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 αντικαθίστανται ως εξής:

 

   «Στο καταστατικό προβλέπεται η κατάρτιση Κανονισμού Λειτουργίας, ο οποίος θα εγκρίνεται με απόφαση Γενικής Συνέλευσης μετά από πρόταση του Διοικητικού Συμβουλίου και ο οποίος θα περιλαμβάνει: α) τον κανονισμό λειτουργίας του Διοικητικού Συμβουλίου και τις αρμοδιότητες του Προέδρου και του Διευθύνοντος Συμβούλου, β) το ρόλο και τη λειτουργία των επιτροπών της εταιρείας, γ) τις διαδικασίες αξιολόγησης για την υλοποίηση επενδύσεων, δ) τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου και ε) το Οργανόγραμμα της εταιρείας, το οποίο θα περιλαμβάνει την οργανωτική δομή και τις αρμοδιότητες των λειτουργικών μονάδων. Στο καταστατικό προβλέπεται επίσης, η σύσταση, με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, επενδυτικής επιτροπής, η οποία θα γνωμοδοτεί επί των επενδυτικών προτάσεων που θα υποβάλλονται στην εταιρεία, σύμφωνα με τα όσα ορίζει ο Κανονισμός Λειτουργίας.».

 

   7. Στο τέλος της παρ. 10 του άρθρου 28 του ν. 2843/2000 (Α'219) προστίθεται εδάφιο ως εξής:

 

   «Στην εταιρεία συστήνεται νομική υπηρεσία, οι θέσεις της οποίας καλύπτονται και από δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής, κατά το άρθρο 43 του ν. 4194/2013 (Α'208). Ο Προϊστάμενος αυτής προσλαμβάνεται κατά το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του ιδίου ως άνω άρθρου.».

 

’ρθρο 23

 

   Το άρθρο 407 του Ποινικού Κώδικα καταργείται.

 

’ρθρο 24

 

   Η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται άλλως.

 

   Ακολουθούν Παραρτήματα Ι και ΙΙ (βλ. οικείο ΦΕΚ).

 

   Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

 

 

 

Αθήνα, 30 Οκτωβρίου 2018