ΤρΕφΘράκης 91/2017

 

Μεταβιβαστικό αποτέλεσμα έφεσης - Έφεση κατά ερήμην εκδοθείσας αποφάσεως - Διαχείριση Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας - Αυτοπαραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας -Αντάλλαγμα για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) - Υποχρέωση για την αποστολή στοιχείων παραγωγής -.

 

Για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Αρμοδιότητα της ενάγουσας ως διαχειριστού του Συστήματος για την είσπραξη των ρυθμιστικών χρεώσεων. Υποχρέωση κατόχου αδείας ηλεκτροπαραγωγής να υποβάλει μετρητικά στοιχεία ηλεκτροπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης. Και οι αυτοπαραγωγοί νοούνται ως εκπρόσωποι φορτίου υποκείμενοι σε χρεώσεις ΥΚΩ για το μέρος της καθαρής ποσότητας της ενέργειας που παράγεται από τις μονάδες παραγωγής και καταναλώνεται στις εγκαταστάσεις τους, αφαιρουμένης της ενέργειας που καταναλώνεται για την εξυπηρέτηση των βοηθητικών φορτίων των μονάδων τους. Αρμοδιότητα για την είσπραξη των χρεώσεων ΥΚΩ.

 

 

Αριθμός 91/2017

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ

 

 

      Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Ελένη Παπαδοπούλου, Πρόεδρο Εφετών, Μυρσίνη Παπαχίου και Γεωργία Σακάλογλου, Εισηγήτρια - Εφέτες και τη Γραμματέα Αναστασία Δαλκυριάδου.

 

     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο στις 10 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

    ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΚΑΒΑΛΑ OIL ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στη Νέα Καρβάλη Καβάλας και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Παύλου Γκουρτζή του Δικηγορικού Συλλόγου Καβάλας και Γεωργίου Πανόπουλου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που κατέθεσαν προτάσεις.

 

   ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.», με το διακριτικό τίτλο «ΑΔΜΗΕ ΑΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε  δια των πληρεξουσίων της δικηγόρων Αργυρίου Χουρμουζέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης και Ιωάννη Κελεμένη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που κατέθεσαν προτάσεις.

 

    Η ενάγουσα και  ήδη εφεσίβλητη, με την από 3-11-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Τ.Π.106/23-12-2014 αγωγή της  προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας, στρεφομένης κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτήν.

 

   Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης, ερήμην της εναγομένης, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Καβάλας εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 35/2015 οριστική του απόφαση, με την οποία δέχθηκε ως ουσία αβάσιμη την αγωγή.

 

   Την απόφαση αυτή εξεκάλεσε στο Δικαστήριο αυτό η εναγομένη με την από 28-9-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  149/29-9-2015 έφεσή της, της οποίας  ορίσθηκε δικάσιμος με την υπ΄αριθμ.558/2015 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού η 27-5-2016 και μετ΄ αναβολή η αναφερόμενη στην  αρχή της απόφασης(10-2-2017), κατά την οποία κι έγινε η συζήτηση της υποθέσεως.

 

   Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

1) Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ.2 του ν. 3994/2011 «Αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή, προκύπτει ότι αν ασκηθεί έφεση κατά ερήμην απόφασης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς έρευνα των λόγων της έφεσης   και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία στον εκκαλούντα, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά δικάστηκε ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της  έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που η απουσία του ενδεχομένως, επέφερε. Επομένως, για την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφόσον αυτή εκδόθηκε ερήμην του εναγομένου, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 907/2014, ΑΠ 1075/2013  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

   Εν προκειμένω, η εκκαλούσα-εναγομένη στον πρώτο βαθμό, ασκεί έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 35/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η οποία εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην αυτής, λόγω της μη  παράστασής της κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός της προθεσμίας των τριάντα(30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης(βλ. σχ. υπ΄αριθμ. 15706 β/1-9-2015 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Καβάλας ...), αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ) και σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, επιφέρει, εφόσον με το εφετήριο προβάλλονται σαφείς και ορισμένοι λόγοι έφεσης, την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς όλες τις διατάξεις της. Επομένως η έφεση, για το παραδεκτό της συζήτησης της οποίας, προκαταβλήθηκε από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.4 ΚΠολΔ παράβολο, συνολικού ποσού διακοσίων (200) ευρώ, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλες τις διατάξεις της και, στη συνέχεια, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για να ερευνηθεί εκ νέου η  αγωγή, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό της άσκησής της, τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της.

 

 

2) Η σταδιακή απελευθέρωση και δημιουργία μιας ενιαίας και ανταγωνιστικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας αποτέλεσε έναν από τους βασικούς πυλώνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), στο πλαίσιο των ευρύτερων αλλαγών στον τομέα της ενέργειας κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και προς τούτο υιοθετήθηκε νέο κανονιστικό πλαίσιο που έθεσε τις βάσεις για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων. Με την Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου θεσπίσθηκαν κοινοί κανόνες για την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, προκειμένου να δημιουργηθεί σταδιακά μια εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε οι δραστηριότητες αυτές (παραγωγή, μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας) να καταστούν πιο αποδοτικές με παράλληλη ενίσχυση της ασφάλειας του εφοδιασμού και της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και με σεβασμό της προστασίας του περιβάλλοντος. Στην Ελλάδα η εναρμόνιση με το κοινοτικό δίκαιο πραγματοποιήθηκε με το ν. 2773/1999 «Απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας - Ρύθμιση θεμάτων ενεργειακής πολιτικής και λοιπές διατάξεις». Σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2773/1999, όπως ισχύει, στην Ελλάδα διακρίνονται οι εξής τέσσερις κατηγορίες - δραστηριότητες στο χώρο της ηλεκτρικής ενέργειας: α) προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο χονδρικής, β) μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας, γ) διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και δ) προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε επίπεδο λιανικής, η οποία μπορεί περαιτέρω να διακριθεί μεταξύ μεγάλων (πελάτες υψηλής και μεσαίας τάσης) και μικρών (πελάτες χαμηλής τάσης) πελατών. Ο Ημερήσιος Ενεργειακός Προγραμματισμός (ΗΕΠ) συνιστά τη χονδρεμπορική αγορά μέσω της οποίας γίνονται οι συναλλαγές για το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας και των συμπληρωματικών προϊόντων αυτής που θα παραχθεί, θα καταναλωθεί και θα διακινηθεί την επόμενη ημέρα στην Ελλάδα, ενώ οι συναλλαγές μεταξύ προμηθευτών και τελικών καταναλωτών σχηματίζουν τη λεγόμενη λιανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Οι παρεμβαλλόμενες δραστηριότητες μεταξύ της  χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ήτοι η μεταφορά και διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας, αφορούν τα δίκτυα μέσω των οποίων εκτελείται η διοχέτευσή της και συνιστούν τις «μη ανταγωνιστικές δραστηριότητες». Με το π.δ. 328/2000 συνεστήθη, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14 του ν.2773/1999 (βλ. άρθρο 7 της οδηγίας 96/92), ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε.» (ΔΕΣΜΗΕ), με σκοπό την, κατόπιν άδειας διαχείρισης και εκμετάλλευσης του συστήματος χορηγούμενης από τον Υπουργό Ανάπτυξης ύστερα από γνώμη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας (Ρ.Α.Ε.) και έναντι ανταλλάγματος προς την αποκλειστική κυρία αυτού, την ΔΕΗ (άρθρα 12 και 18 ν.2773/1999), λειτουργία, εκμετάλλευση, διασφάλιση της συντήρησης και μέριμνα για την ανάπτυξη του Συστήματος  σε ολόκληρη τη χώρα, καθώς και των διασυνδέσεών του με άλλα δίκτυα, για να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια με τρόπο επαρκή, ασφαλή, οικονομικά αποδοτικό και αξιόπιστο (άρθρο 15 ν.2773/1999). Συγκεκριμένα η  ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ ανέλαβε τις δραστηριότητες λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και τις δραστηριότητες μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, στις τελευταίες δε συμπεριλαμβάνεται και η αρμοδιότητα είσπραξης των ρυθμιστικών χρεώσεων, σημειουμένου ότι η  λειτουργία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέχρι την 31-1-2012 ρυθμιζόταν από τον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας (εφεξής και «ΚΔΣ&ΣΗΕ», που εγκρίθηκε με την υπ΄αρ. Δ-5ΗΛ/Β/οικ/8311/2005 απόφαση Υπ. Ανάπτυξης δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β' 655/17.5.2005, όπως εκάστοτε τροποποιήθηκε ). Στη συνέχεια, με την Οδηγία 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ», επιχειρήθηκε η δεύτερη φάση ολοκλήρωσης της εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Για τη μεταφορά της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ στην ελληνική έννομη τάξη εκδόθηκε ο ν. 3426/2005 «Επιτάχυνση της διαδικασίας για την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, με τον οποίο επήλθαν ευρείες τροποποιήσεις στο ν. 2773/1999. Με το άρθρο 12 του ν. 3426/2005 προβλέφθηκε η έως την 1/7/2007 ανάληψη από τη ΔΕΣΜΗΕ, υπό την επωνυμία «Διαχειριστής Ελληνικού Συστήματος και Δικτύου Ηλεκτρικής Ενέργειας Α.Ε.» (ΔΕΣΔΗΕ Α.Ε.), των αρμοδιοτήτων και του διαχειριστή του Δικτύου [ήτοι του δικτύου διανομής ηλεκτρικής ενέργειας της ΔΕΗ ΑΕ που είναι εγκατεστημένο στην ελληνική επικράτεια, αποτελείται από γραμμές μέσης και χαμηλής τάσης και εγκαταστάσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και από γραμμές και εγκαταστάσεις υψηλής τάσης που έχουν ενταχθεί στο δίκτυο αυτό, βλ. άρθρο 2 ν. 2773/1999, όπως τροποποιήθηκε με άρθρο 1 ν. 3426/2005 και ήδη άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιδ του ν. 4001/2011 για το Ελληνικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας-ΕΔΔΗΕ], ασκούμενων μέχρι τότε από τη ΔΕΗ (βλ. άρθρα 21, 22 ν. 2773/1999), η οποία εξακολούθησε να ασκεί τη διαχείριση του δικτύου μη διασυνδεδεμένων νησιών-ΜΔΝ (βλ. άρθρο 14 ν. 3426/2005), δηλαδή των νησιών της ελληνικής επικράτειας, των οποίων το δίκτυο διανομής ηλεκτρικής ενέργειας δεν συνδέεται με το Σύστημα μεταφοράς και το Δίκτυο διανομής της ηπειρωτικής χώρας (άρθρο 2 ν. 2773/1999 και ήδη 2 παρ. 3 περ. κβ ν. 4001/2011). Επακολούθησε η εντασσόμενη στην τρίτη ενεργειακή δέσμη Οδηγία 2009/72/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και για την κατάργηση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ» (L 211). Για τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας στην εθνική έννομη τάξη δημοσιεύθηκε ο ν. 4001/2011 «Για τη λειτουργία Ενεργειακών Αγορών Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου, για Έρευνα, Παραγωγή και δίκτυα μεταφοράς Υδρογονανθράκων και άλλες ρυθμίσεις» (Α` 179). Σύμφωνα με τα άρθρα 97 επ. αυτού, η διαχείριση του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ- άρθρο 2 παρ. 3 περ. ιε ν. 4001/2011) ανατίθεται, σε συμμόρφωση με τις διατάξεις τις Οδηγίας 2009/72/ΕΚ της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με το νομικό και λειτουργικό διαχωρισμό των μονοπωλιακών δραστηριοτήτων Μεταφοράς και Διανομής των καθετοποιημένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον κλάδο της ενέργειας, σε εταιρεία με την επωνυμία «Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ) ΑΕ», στην οποία αφενός εισφέρεται, κατόπιν αποσχίσεως από τη ΔΕΗ, ο κλάδος της Γενικής Διεύθυνσης Μεταφοράς αυτής , αφετέρου μεταφέρεται από τη ΔΕΣΜΗΕ ο Κλάδος Μεταφοράς αυτής, ήτοι οι οργανωτικές μονάδες και δραστηριότητες που αφορούν τη διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του Συστήματος Μεταφοράς (βλ.σχ. ΟλΣτΕ 3367/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι η ΑΔΜΗΕ ΑΕ ανέλαβε, μεταξύ άλλων, ως ο αρμόδιος φορέας για τη διαχείριση του ΕΣΜΗΕ,  λειτουργούσα ως ενδιάμεσος διαχειριστής στις συναλλαγές των παραγωγών με τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας, να τηρεί τους αναγκαίους διαχειριστικούς λογαριασμούς για την είσπραξη των εσόδων από τη διαχείριση των διασυνδέσεων και των λοιπών χρεώσεων για τη χρήση του συστήματος, καθώς και να εισπράττει τις ρυθμιστικές χρεώσεις των Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και του ειδικού τέλους Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας(ΑΠΕ), ήδη ΕΤΜΕΑΡ και να το αποδίδει στους δικαιούχους. Ως εκ τούτου η ΑΔΜΗΕ ΑΕ συστάθηκε κατόπιν ενσωμάτωσης των αντίστοιχων Κλάδων Μεταφοράς της ΔΕΗ και του ΔΕΣΜΗΕ σε μία διακριτή εταιρεία στην οποία μεταφέρθηκαν όλες οι σχετικές οργανωτικές λειτουργίες, το προσωπικό και τα πάγια στοιχεία του ΕΣΜΗΕ και καθίσταται, βάσει του ν. 4001/2011 (άρθρα 99παρ.2,3 εδ.στ)  καθολικός διάδοχος όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που σχετίζονται με τους παραπάνω Κλάδους Μεταφοράς (βλ.σχ. ΣτΕ 2694/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

3) Η εισαγωγή των ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ (Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας/Συμπαραγωγή Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Αποδοτικότητας) στην ελληνική έννομη τάξη, πραγματοποιείται για πρώτη φορά μέσω του ν. 2773/1999 (Κεφάλαιο Ι), ο οποίος περιλαμβάνει ρυθμίσεις σχετικά με τη συμπαραγωγή και την παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και  θεσπίζεται η υποχρέωση του Διαχειριστή του Συστήματος να δίδει προτεραιότητα κατά την κατανομή του φορτίου σε διαθέσιμες εγκαταστάσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και μέσω Συμπαραγωγής, ενώ με το ν.  3468/2006 προωθείται, κατά προτεραιότητα, στην εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, με κανόνες και αρχές, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (Α.Π.Ε.) και μονάδες Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (Σ.Η.Θ.Υ.Α.). Η συνήθης εφαρμογή της Σ.Η.Θ. είναι η μετατροπή της χημικής ενέργειας του καυσίμου σε μηχανική και θερμική. Η μεν μηχανική ενέργεια χρησιμοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρισμού, η δε παραγόμενη θερμική ενέργεια χρησιμοποιείται για την τελική παραγωγή ατμού, θερμού αέρα ή νερού. Η «αποδοτικότητα συμπαραγωγής» αντικατοπτρίζει το ποσοστό εξοικονόμησης πρωτογενούς ενέργειας, που επιτυγχάνεται με τη συμπαραγωγή, σε σύγκριση με την μεμονωμένη παραγωγή χρήσιμης ηλεκτρικής, θερμικής ή και μηχανικής ενέργειας. Εξάλλου, «αυτοπαραγωγός» ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α  είναι ο παραγωγός, ο οποίος παράγει ηλεκτρική ενέργεια κυρίως για δική του χρήση και διοχετεύει τυχόν πλεόνασμα της ενέργειας αυτής στο σύστημα μεταφοράς ή στο δίκτυο διανομής. Στην ουσία, οι αυτοπαραγωγοί ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ προβαίνουν -με διαδικασίες φιλικές προς το περιβάλλον- στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας την οποία και ιδιοκαταναλώνουν. Σε περίπτωση πλεονάζουσας ενέργειας, έχουν τη δυνατότητας έγχυσης στο σύστημα της ποσότητας αυτής, ενώ σε περίπτωση που η αυτοπαραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια δεν καλύπτει τις ανάγκες των εγκαταστάσεών τους, προβαίνουν στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας δυνάμει της εκάστοτε σύμβασής τους με την προμηθεύτρια εταιρεία, ως απλοί δηλαδή καταναλωτές. H ενέργεια που παράγεται από μονάδες παραγωγής από ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ, οι οποίες εξομοιώνονται με μονάδες παραγωγής από ΑΠΕ (βλ. ιδίως   διατάξεις των άρθρων 117 ν. 4001/2011, 35 και 40 ν. 2773/1999 και 5 ν. 3851/2010), αποτελεί καθαρή ενέργεια και, συνεπώς, είτε αυτή εγχέεται στο σύστημα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, είτε αυτοκαταναλώνεται από τον παραγωγό της, συμβάλλει αποτελεσματικά στην εκπλήρωση του εθνικού στόχου διείσδυσης καθαρής ενέργειας στο ενεργειακό ισοζύγιο της Χώρας, χάριν της προστασίας του περιβάλλοντος μέσω χρήσεως φιλικών προς αυτό πηγών ενέργειας, σύμφωνα με την  εθνική και κοινοτική νομοθεσία (άρθρα 8 παρ. 3 και 11 παρ. 3 της Οδηγίας 96/92, 11 παρ. 3 και 14 παρ. 4 της Οδηγίας 2003/54, άρθρα 35 ,36,37,38,39ν. 2773/1999, άρθρο 3 της Οδηγίας 2001/77/ΕΚ,  άρθρα 9,10,12, 27 παρ. 9 του ν. 3468/2006,Οδηγία 2009/28/ΕΚ,ν. 3851/2010), καθώς και το κυρωθέν με το ν. 3017/2002 Πρωτόκολλο του Κιότο. Υπό τα δεδομένα αυτά, κατά την έννοια της διάταξης του δευτέρου εδαφίου της περίπτ. (γ) του άρθρου 143 του ν. 4001/2011, όπως το εδάφιο τούτο ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 53 του ν. 4315/2014, οι αυτοπαραγωγοί ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των υποκειμένων στο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αέριων Ρύπων για την αυτοπαραγωγή της ενέργειας αυτής (Ολ ΣτΕ 3367/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

4) Στο Κεφάλαιο ΙΙ της Οδηγίας, 2003/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, «σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την κατάργηση της οδηγίας 96/92/ΕΚ», που τιτλοφορείται  «Γενικοί κανόνες για την οργάνωση του τομέα» και στο άρθρο 3 αυτής, ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη μιας ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους. 2. Τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης, και ιδίως το άρθρο 86, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν την ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας του εφοδιασμού, την τακτική παροχή, την ποιότητα και τις τιμές παροχής, καθώς και την προστασία του περιβάλλοντος, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του κλίματος και της ενεργειακής αποδοτικότητας. Οι υποχρεώσεις αυτές πρέπει να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων ηλεκτρικής ενέργειας της ΕΕ στους εθνικούς καταναλωτές. 3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι όλοι οι οικιακοί πελάτες και, όπου κρίνεται σκόπιμο από τα κράτη μέλη, οι μικρές επιχειρήσεις… απολαύουν της καθολικής υπηρεσίας, δηλαδή του δικαιώματος να προμηθεύονται ηλεκτρική ενέργεια συγκεκριμένης ποιότητας εντός του εδάφους τους σε λογικές, εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες και διαφανείς τιμές. Για να διασφαλίσουν την παροχή καθολικής υπηρεσίας, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να καθορίσουν έναν ύστατο προμηθευτή. Τα κράτη μέλη επιβάλλουν στις εταιρείες διανομής την υποχρέωση σύνδεσης των πελατών με το δίκτυό τους υπό όρους, προϋποθέσεις και τιμολόγια που καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 23 παράγραφος 2. …Το πρώτο εδάφιο εφαρμόζεται με διαφανή και αμερόληπτο τρόπο και δεν εμποδίζει το άνοιγμα της αγοράς που προβλέπει το άρθρο 21. 4. Όταν παρέχεται οικονομική αντιστάθμιση, άλλες μορφές αντιστάθμισης και αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία παραχωρεί ένα κράτος μέλος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των παραγράφων 2 και 3, παρέχονται με αμερόληπτο και διαφανή τρόπο. 5. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και, ειδικότερα, μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τους βοηθούν να αποφύγουν την αποσύνδεση. Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν μέτρα προστασίας των τελικών πελατών σε απομακρυσμένες περιοχές. Διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης είναι πράγματι σε θέση να αλλάξει προμηθευτή. 6. 7. 8. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν να μην εφαρμόσουν τις διατάξεις των άρθρων 6, 7, 20 και 22, στο μέτρο που η εφαρμογή τους θα παρεμπόδιζε, από νομική ή πραγματική άποψη, την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας προς το κοινό οικονομικό συμφέρον, και στο μέτρο που η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν επηρεάζεται σε βαθμό που να αντιβαίνει προς τα συμφέροντα της Κοινότητας. Τα συμφέροντα της Κοινότητας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τον ανταγωνισμό όσον αφορά τους επιλέξιμους πελάτες σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και το άρθρο 86 της συνθήκης. 9. Τα κράτη μέλη, κατά την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ενημερώνουν την Επιτροπή για όλα τα μέτρα που θεσπίζουν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας και παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, και για τις πιθανές επιπτώσεις τους στον εθνικό και διεθνή ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως εάν τα εν λόγω μέτρα απαιτούν ή όχι παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Στη συνέχεια, ενημερώνουν την Επιτροπή ανά διετία σχετικά με κάθε τροποποίηση των εν λόγω μέτρων, ανεξαρτήτως εάν τα μέτρα αυτά απαιτούν ή όχι παρέκκλιση από την παρούσα οδηγία.». Εξάλλου, στο κεφάλαιο VII της Οδηγίας, με τίτλο «Οργάνωση της πρόσβασης στο δίκτυο, και στο άρθρο 20 αυτής, με τίτλο «Πρόσβαση τρίτων», ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν την εφαρμογή ενός συστήματος για την πρόσβαση τρίτων στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής με βάση δημοσιευμένα τιμολόγια, το οποίο ισχύει για όλους τους επιλέξιμους πελάτες και εφαρμόζεται αντικειμενικά και χωρίς διακρίσεις μεταξύ των χρηστών του δικτύου. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε τα εν λόγω τιμολόγια, ή οι μεθοδολογίες που διέπουν τον υπολογισμό τους, να εγκρίνονται πριν τεθούν σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 23, τα δε τιμολόγια αυτά και οι μεθοδολογίες - στην περίπτωση που μόνο μεθοδολογίες εγκρίνονται - να δημοσιεύονται πριν από την έναρξη ισχύος τους. 2. Ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς ή διανομής μπορεί να αρνείται την πρόσβαση λόγω έλλειψης χωρητικότητας. Η άρνηση αυτή πρέπει να αιτιολογείται δεόντως, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του άρθρου 3. …». Στο άρθρο 21, με τίτλο «ʼνοιγμα της αγοράς και αμοιβαιότητα», ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιλέξιμοι πελάτες να είναι: α) έως την 1η Ιουλίου 2004, οι επιλέξιμοι πελάτες που ορίζονται στο άρθρο 19 παράγραφοι 1 έως 3 της οδηγίας 96/92/ΕΚ. Τα κράτη μέλη δημοσιεύουν, έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό αυτών των επιλέξιμων πελατών, β) από την 1η Ιουλίου 2004 το αργότερο, όλοι οι μη οικιακοί πελάτες, γ) από την 1η Ιουλίου 2007, όλοι οι πελάτες. 2. …». Τέλος, στο άρθρο 26, με τίτλο «Παρεκκλίσεις», ορίζεται ότι: «1. Τα κράτη μέλη τα οποία, μετά την έναρξη ισχύος της παρούσας οδηγίας, μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη ουσιαστικών προβλημάτων στη λειτουργία των μικρών απομονωμένων δικτύων τους, μπορούν να υποβάλουν αίτηση να τους χορηγηθούν από την Επιτροπή παρεκκλίσεις από τις σχετικές διατάξεις των κεφαλαίων IV, V, VI και VII, καθώς και του κεφαλαίου III, στην περίπτωση των απομονωμένων μικροδικτύων όσον αφορά την ανακαίνιση, την αναβάθμιση και την επέκταση του υπάρχοντος δυναμικού. Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη για τις εν λόγω αιτήσεις πριν λάβει απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη την τήρηση της εμπιστευτικότητας. Με την υπ΄ αριθμ. 469/2012 απόφαση του ΣτΕ, ακυρώθηκαν οι αποφάσεις Δ5/ΗΛ/Β/Φ1.15/ 1415/ οικ.13796/23.6.2009 και Δ5/ΗΛ/Β/ Φ1.15/1416/ οικ.13797/ 23.6.2009 του Υπουργού Ανάπτυξης  και Δ5/ΗΛ/ Β/Φ.1.16/11/ οικ. 2829/11.2.2010 και Δ5/ΗΛ/Β/Φ.1.16/27/οικ.2528/11.2.2010 του Υφυπουργού Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, με τις οποίες καθορίσθηκε το ετήσιο αντάλλαγμα για την παροχή Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) και ο συντελεστής επιμερισμού αυτού ανά κατηγορία πελατών για τα έτη 2009-2010, διότι κρίθηκε ότι «κατά παράβαση της οδηγίας 2003/54/ΕΚ (ήτοι χωρίς την χορήγηση παρεκκλίσεως από την Επιτροπή), στα ΜΔΝ διατηρείται το μονοπώλιο προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας από την ΔΕΗ, η παροχή στην τελευταία οικονομικού ανταλλάγματος σε αντιστάθμιση του κόστους, που αντιπροσωπεύει γι αυτήν (την ΔΕΗ) η εκπλήρωση της επίμαχης υποχρεώσεως της παροχής ΥΚΩ στους καταναλωτές των ΜΔΝ, και, περαιτέρω, η επιβάρυνση με το αντάλλαγμα αυτό όλων των επιχειρήσεων, που προμηθεύουν με ηλεκτρική ενέργεια τους καταναλωτές στην υπόλοιπη Χώρα (ήτοι στην ηπειρωτική Χώρα και στα διασυνδεδεμένα με αυτήν νησιά), αντιβαίνει προς τις διατάξεις της οδηγίας και δη προς αυτές του άρθρου 3 (βλ. σχ. ΣτΕ 469/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως με την από 14-8-2014 υπ΄ αρ. C (2014) 5902 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής παραχωρήθηκε παρέκκλιση στην Ελλάδα με αναδρομική ισχύ από την 5-12-2003 μέχρι 17-2-2016 και σε κάθε περίπτωση μέχρι 17-2-2019(βλ. άρθρα 2, 5,  της εν λόγω απόφασης) από τις διατάξεις της Οδηγίας 2009/72/ΕΚ, που αφορούν το άνοιγμα της λιανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας στα Μη Διασυνδεδεμένα με το Σύστημα Μεταφοράς της ηπειρωτικής χώρας Νησιά του Αιγαίου (ΜΔΝ) και στη συνέχεια με την από 16-9-2014 υπ΄αρ. C (2014) 6436 απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αποφασίσθηκε να μην προβληθούν αντιρρήσεις για την επιβολή χρεώσεων για την παροχή ΥΚΩ, για όσο χρόνο διαρκεί η παρέκκλιση, λόγω του ότι είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο (άρθρο 106 παρ.2 της Συνθήκης Λειτουργίας Ευρωπαϊκής Ένωσης - ΣΛΕΕ). Η υποχρέωση παροχής των ΥΚΩ (προνομιακά τιμολόγια πολυτέκνων- Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο ΚΟΤ), χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, προσδιορίσθηκε και οριοθετήθηκε με τα άρθρα 28, 29 ν.2773/2009 και 28 ν.3426/2006, ήδη δε με το άρθρο 55 ν. 4001/2011. Δεδομένου όμως, ως προεκτέθηκε, οι σχετικές Υ.Α, με τις οποίες καθορίσθηκε το ετήσιο αντάλλαγμα για την παροχή ΥΚΩ και ο συντελεστής επιμερισμού ανά κατηγορία πελατών για τα έτη 2009,2010, ακυρώθηκαν από το ΣτΕ, χωρίς όμως να θιχθεί η δυνατότητα θέσπισης με νόμο χρεώσεων ΥΚΩ, εφόσον  υπάρχει συμμόρφωση με τις διατάξεις της οδηγίας 2003/54/ΕΚ, ψηφίσθηκε το άρθρο 36 ν.4067/2012, προκειμένου να υπάρχει νόμιμο έρεισμα όχι ως προς την επιβολή του ανταλλάγματος των ΥΚΩ, αλλά για τον υπολογισμό της παροχής ΥΚΩ για τα έτη 2008-2011 με μοναδιαίες χρεώσεις, δεδομένου ότι η επιβολή της και όσον αφορά τους αυτοπαραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας προβλεπόταν από πλέγμα ήδη ισχυουσών νομικών διατάξεων (βλ.σχ. άρθρα 28παρ3, 29 παρ.1,3 ν.2773/1999, 29παρ.4 του ιδίου νόμου, ως η παρ.4 προστέθηκε με άρθρο 23 παρ.19 ν.3175/2003, 28 ν.3426/2005 και ήδη 55 ν.4001/2011).

 

 

5. Με την κρινόμενη αγωγή,  η ενάγουσα, που εκ του νόμου πλέον ασκεί τη διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας και τυγχάνει καθολική  διάδοχος της «Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.»,  ισχυρίζεται ότι στους σκοπούς της εμπίπτει, μεταξύ άλλων, η τήρηση των διαχειριστικών λογαριασμών για την είσπραξη των χρεώσεων Υ.Κ.Ω. (Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας) και Ε.Τ.Μ.Ε.Α.Ρ. (Ειδικού Τέλους Μείωσης Εκπομπών Αέριων) και η είσπραξη των χρεώσεων ΥΚΩ και του ειδικού τέλους ΑΠΕ (Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) ήδη ΕΤΜΕΑΡ. Ότι η εναγομένη εταιρία είναι κάτοχος άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και δραστηριοποιείται στην ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας ως αυτοπαραγωγός και  παράγει ηλεκτρική ενέργεια από μονάδα συμπαραγωγής ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας υψηλής απόδοσης (ΣΗΘΥΑ) για δική της χρήση αλλά και για διοχέτευση τυχόν πλεονάσματος στο Σύστημα Μεταφοράς, ενταγμένη στο Μητρώο Μονάδων ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ, που τηρεί ο Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας. Ότι η μονάδα αυτοπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της εναγομένης στη Νέα Καρβάλη Καβάλας, ήταν σε λειτουργία μέχρι το 2011, πλην όμως από το Δεκέμβριο του έτους 2009 έως τον Ιούλιο του 2011, η εναγόμενη εταιρία, δεν κατέβαλε, βάσει των στοιχείων που χορήγησε στη «Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.» για την ενέργεια που ιδιοκατανάλωσε το ανωτέρω χρονικό διάστημα,  τις ρυθμιστικές χρεώσεις (τέλη) για τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας (ΥΚΩ) συνολικού ποσού 373.160,02 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του Φ.Π.Α. 13% και για το   ειδικό τέλος του άρθρου 40 παρ. 3γ ν.2773/1999 (ήδη Ε.Τ.Μ.Ε.Α.Ρ.) συνολικού ποσού 3.259,77 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. 13%, παρά τις οχλήσεις της ίδιας αλλά και της δικαιοπαρόχου της «Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε.», αν και είναι υπόχρεη για την καταβολή τους, ως αυτοπαραγωγός ηλεκτρικής ενέργειας, απευθείας από το νόμο, αλλά και σύμφωνα με τους όρους της άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κατέχει. Ζήτησε δε να υποχρεωθεί η εναγόμενη εταιρία, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 376.419,79 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικασθεί στη δικαστική της δαπάνη.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή παραδεκτά ασκείται από την ενάγουσα που νομιμοποιείται ενεργητικά προς τούτο, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης και τούτο για τους εξής λόγους: Στο πλαίσιο του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, οι συναλλαγές στην χονδρεμπορική αγορά ενέργειας εκκαθαρίζονται μέσω ενός ανεξάρτητου διαχειριστή. Σε εκτέλεση της εξουσιοδοτικής διάταξης του άρθρου 14 ν.2773/1999, εκδόθηκε το π.δ. 328/2000 και συστήθηκε ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, που ως ανεξάρτητος διαχειριστής του συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, ανέλαβε εκτός τις δραστηριότητες μεταφοράς και τις δραστηριότητες λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Με το άρθρο 97 ν. 4001/2011 η διαχείριση του ΕΣΜΗΕ  ανατέθηκε στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία (ΑΔΜΗΕ ΑΕ), η οποία βάσει του νόμου οργανώνεται και λειτουργεί ως Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς, ενώ με το άρθρο 99 του ιδίου ως άνω νόμου προβλέφθηκε η μεταφορά στην ενάγουσα από την ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ των δραστηριοτήτων που αφορούν τη διαχείριση, λειτουργία, ανάπτυξη και συντήρηση του Συστήματος Μεταφοράς, με το δε εδάφιο στ΄ της παραγρ. 3 του ως άνω άρθρου 99 ορίστηκε ότι η ενάγουσα υποκαθίσταται σε όλα τα εν γένει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις και τις έννομες σχέσεις της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, που αφορούν τον εισφερόμενο  παραπάνω κλάδο και απολαμβάνει των φορολογικών προνομίων και ατελειών που είχαν θεσπιστεί υπέρ της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ. Η δικαιοπάροχος της ενάγουσας ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, ως διαχειριστής του ΕΣΜΗΕ, είχε αναλάβει να τηρεί και να εισπράττει στο ειδικό τέλος ΑΠΕ (ήδη ΕΤΜΕΑΡ) και το αντάλλαγμα για την παροχή ΥΚΩ στο όνομα και για λογαριασμό των δικαιούχων, υπολογίζοντας τις αντίστοιχες χρεώσεις με βάση τα μετρητικά στοιχεία των εκπροσώπων του φορτίου καθώς και των αυτοπαραγωγών σχετικά με την ιδιοκαταναλισκόμενη ενέργεια, μετά δεν την επελθούσα εκ του νόμου καθολική διαδοχή, η ενάγουσα, που έχει επιφορτισθεί με τη διαχείριση και λειτουργία  του Συστήματος Μεταφοράς, υπεισήλθε στα δικαιώματα της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ για την είσπραξη των ως άνω ρυθμιστικών χρεώσεων,  προκειμένου να αποδώσει τα οφειλόμενα ποσά στους δικαιούχους. Να σημειωθεί δε ότι οι αιτούμενες προς καταψήφιση ρυθμιστικές χρεώσεις, δεν απορρέουν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς, από όρους της  σύμβασης πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που είχε συνάψει η εναγομένη με την ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, η οποία υπεισήλθε στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της αρχικώς συμβληθείσας ΔΕΗ ΑΕ, ώστε να τυγχάνει η αγωγή εκ τούτου του λόγου ενεργητικά ανομιμοποίητη, αφού η ενάγουσα δεν είναι καθολική διάδοχος της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ ως προς τις συμβάσεις πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας από ΣΗΘΥΑ, αλλά αυτές απορρέουν, κατά τους αγωγικούς ισχυρισμούς,  ευθέως από το νόμο, ως κατόχου της ενάγουσας αδείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδα ΣΗΘΥΑ και έχουν ως δικαιολογητική βάση την ιδιοκαταναλισκόμενη από τους αυτοπαραγωγούς ενέργεια. Περαιτέρω, κατά τον έλεγχο του νόμω βάσιμου της αγωγής, το επιμέρους αγωγικό αίτημα για την καταβολή του ειδικού τέλους ΑΠΕ (ήδη ΕΤΜΕΑΡ) τυγχάνει απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον οι αυτοπαραγωγοί ενέργειας από ΑΠΕ και ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 2 περ.γ΄ του άρθρου 143 ν.4001/2011, όπως το εδάφιο αυτό ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 53 ν.4315/2014, ταυτόσημης κατά περιεχόμενο με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ.3 εδ. γ΄, όπως αντικ. με την παρ. 20 άρθρου 23 ν.3175/2003, δεν περιλαμβάνονται μεταξύ των υποκειμένων στο Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αέριων Ρύπων για την αυτοπαραγωγή της ενέργειας αυτής, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό αριθμό 3 νομική σκέψη της παρούσας, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατ΄ άρθρο 50 πδ 18/1989, το ακυρωτικό αποτέλεσμα της ΟλΣτΕ 3367/2015 αφορά όχι μόνο στη νομική ύπαρξη της υπ΄ αριθμ. 323/2013 απόφασης της ΡΑΕ, της οποίας είχε ζητηθεί η ακύρωση, και η οποία με την ως άνω ακυρωτική απόφαση καταργείται από τον χρόνο εκδόσεώς αυτής και θεωρείται εφεξής ως μηδέποτε εκδοθείσα, αλλά καλύπτει και κάθε ζήτημα που κρίθηκε με την απόφαση ότι συναρτάται προς το συμπέρασμα που έγινε δεκτό και αποτελεί αναγκαίο του έρεισμα, ήτοι την ερμηνεία της διάταξης της παρ. 2 περ. γ΄ του άρθρου 143 ν.4001/2011. Προς τούτο δε, σε συμμόρφωση προς το ακυρωτικό αποτέλεσμα της εν λόγω απόφασης και προς αναμόρφωση της νομικής κατάστασης που προέκυψε λόγω της ακυρωθείσας πράξης της ΡΑΕ, ψηφίσθηκε  η τροποποιητική διάταξη του άρθρου 53 ν.4315/2014, ως ρυθμίζουσα εφεξής από της ισχύος της την υποχρέωση των αυτοπαραγωγών ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ για την καταβολή του ΕΤΜΕΑΡ, που όμως δεν τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα, αφού η υποχρέωση της εναγομένης για την καταβολή του ειδικού τέλους ΑΠΕ (ήδη ΕΤΜΕΑΡ) για το τμήμα της ηλεκτρικής ενέργειας που απορρόφησε από το σύστημα αφορά παρελθόντα χρόνο. Να σημειωθεί δε ότι η ισορροπία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, από οικονομική άποψη, ναι μεν δεν παραγνωρίζεται υπό τις παρούσες κρατούσες στη χώρα οικονομικές συνθήκες, πλην όμως ο έλεγχος του παρόντος Δικαστηρίου, κατά τη λειτουργική του αρμοδιότητα, περιορίζεται μόνον στη νομιμότητα του σχετικού αγωγικού αιτήματος. Κατά τα λοιπά η αγωγή και δη ως προς το αίτημά της για την καταβολή του ανταλλάγματος παροχής ΥΚΩ είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 345, 346 ΑΚ, 9,15, 19  ν. 2773/1999, 20 ν. 2773/1999, όπως τροποπ. με άρθρο 10 ν. 3426/2005, 28 παρ. 3, 29 παρ.1,3,4,5 ν. 2773/1999, ως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού τροποπ. με άρθρο 23 παρ.19 ν.3175/2003, 28 ν. 3426/2005, 3 ν. 3468/2006, 36 ν. 4067/2012, υπ΄αρ.Δ5/ΗΛ/Β/Φ1/οικ 17951/8-12-2000 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 1498/8-12-2000), Δ6/Φ1/οικ.5707/ 3-4-2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 448/3-4-2007), υπ΄ αρ. Δ5/ΗΛ/Β7Φ1 Β/12924/13-6-2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄1040/ 25-6-2007), υπ΄αρ.Δ5/ΗΛ/Β7Φ.29/ οικ.19046/24-9-2010 απόφαση Υφ/ργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΦΕΚ Β΄1614/6-10-2010) και υπ΄αρ. Δ-5ΗΛ/Β/οικ/8311/205 απόφαση Υπ. Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β' 655/17-5-2005), άρθρα 97,98, 99 ν. 4001/2011, 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί δε ότι από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων των άρθρων 28 παρ.3, 29 παρ. 1, 3, 4, 5 ν.2773/1999, ως οι διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου αυτού τροποπ. με άρθρο 23 παρ.19 ν.3175/2003, 28 ν.3426/2005 προκύπτει η εξαρχής καθιερωθείσα νόμιμη υποχρέωση και των αυτοπαραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας για την καταβολή του ανταλλάγματος παροχής ΥΚΩ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης, η δε ευρύτητα της διατύπωσης της παρ.2 του άρθρου 36 ν.4067/2012, ως προς τον καθορισμό των υποκειμένων καταβολής ανταλλάγματος ΥΚΩ, ακριβώς επιβεβαιώνει την προϋφιστάμενη καθολικότητα της ανωτέρω υποχρέωσης, που βαρύνει όλες τις κατηγορίες χρηστών ηλεκτρικής ενέργειας και σαφώς δεν εισάγει παρέκκλιση ως προς τους αυτοπαραγωγούς,  δεδομένου ότι στην έννοια των χρηστών ΗΕ  περιλαμβάνονται και οι παραγωγοί (βλ.σχ. άρθρο 2 παρ.3 εδ.λ ν.4001/2011 ως προς την έννοια του χρήστη), ενώ οι ισχυρισμοί της εναγομένης ως προς την παύση της λειτουργίας της μονάδας παραγωγής της, ένεκα της οποίας  δεν είναι υπόχρεη εκ του νόμου στην καταβολή της αιτουμένης προς καταψήφιση χρεώσεως, θα ελεγχθούν κατά την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης. Εξάλλου, λεκτέον ότι η διάταξη του άρθρου 2 ΑΚ δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ, λόγω του ότι δεν κατοχυρώνεται γενικά από το Σύνταγμα η αρχή της μη αναδρομικότητας του νόμου (ΟλΑΠ 6/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), εξαιρουμένων του αναδρομικού ποινικού νόμου(άρθρο 7 παρ.1 Σ), του ψευδοερμηνευτικού νόμου (άρθρο 77παρ. 2 Σ) και του αναδρομικού, πέραν του προηγουμένου της επιβολής του οικονομικού έτους, φορολογικού νόμου (άρθρο 78 παρ. 2 Σ), η δε εισαγόμενη με  την ως άνω διάταξη (ΑΚ 2) απαγόρευση αναφέρεται στη γνήσια αναδρομή.  

 

Στην προκειμένη περίπτωση όμως, με τις σχετικές διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 3, 4 ν. 4067/2012 ρυθμίζονται μεν έννομες συνέπειες που γεννήθηκαν μετά την έναρξη εφαρμογής του και δη ο προσδιορισμός του ύψους ανταλλάγματος ΥΚΩ και οι συντελεστές επιμερισμού για την περίοδο των ετών 2008-2011, πλην όμως πηγάζουν από έννομη σχέση προϋφιστάμενη του νόμου, δεδομένου ότι η υποχρέωση καταβολής ανταλλάγματος για ΥΚΩ είχε ήδη θεσπισθεί, κατά τα ως άνω, με τους νόμους 2773/1999 και 3426/2005 και ως εκ τούτου πρόκειται μερί μη γνήσιας αναδρομής νόμου και δεν συντρέχει περίπτωση αντισυνταγματικότητας του νόμου, ως αβασίμως επικαλείται η εναγομένη, σημειουμένου ότι σε κάθε περίπτωση η συνταγματικότητα αναδρομικού νόμου διασώζεται, εφόσον η θέσπισή του δικαιολογείται κατ΄εξαίρεση από την εξυπηρέτηση του κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος (ΟλΑΠ 5/1988, ΟλΑΠ 6/2007, ΑΠ 1939/2009, ΑΠ 996/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), περίπτωση που συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον η καταβολή ανταλλάγματος για τις προσφερόμενες ΥΚΩ διασφαλίζει το δικαίωμα ευπαθών κοινωνικών ομάδων (κάτοικοι ΜΔΝ, πολύτεκνοι, δικαιούχοι ΚΟΤ) στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας σε τιμές προσιτές.  Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 36 ν. 4067/2012 δεν αντίκεινται στο Ενωσιακό Δίκαιο και δη σ΄ αυτό που θεσπίζεται με τις διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας 2003/54/ΕΚ, καθόσον, κατά τα προεκτεθέντα στην υπό αρίθμηση 4 νομική σκέψη  της παρούσας, η επιβολή χρεώσεων για την παροχή ΥΚΩ, για όσο χρόνο διαρκεί η χορηγηθείσα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρέκκλιση, κρίθηκε ως συμβατή με  το άρθρο 106 παρ.2 της  ΣΛΕΕ, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Επομένως, η αγωγή, καθό μέρος κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου από την ενάγουσα, θυγατρική της ΔΕΗ ΑΕ και καθολική διάδοχο της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, που απολαμβάνει των προνομίων και ατελειών που είχαν θεσπιστεί υπέρ των ως άνω εταιριών (άρθρα 97 παρ.1 και 99 παρ. 3 εδ.στ ν. 4001/2011, βλ.σχ. ΑΠ 1789/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

 

6. Από τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, τα οποία λαμβάνονται υπόψη  είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 340/2011 ΔΕΕ 2012.161, ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Κατά τη νομοθετική πρόβλεψη των άρθρων 97,98 ν. 4001/2011, προκειμένου να επιτευχθεί ο νομικός και λειτουργικός διαχωρισμός της δραστηριότητας της διαχείρισης του Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, με την υπ΄ αριθμ. 24575/2011 απόφαση του Περιφερειάρχη Αττικής, που καταχωρήθηκε την 7-10-2011 στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Περιφέρειας Αττικής και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ΄αριθμ. 10787/11-10-2011 ΦΕΚ(τεύχος ΑΕ –ΕΠΕ και ΓΕΜΗ), εγκρίθηκε η από 8-9-2011 απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ΔΕΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ και με το διακριτικό τίτλο ΔΕΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΗ, με την οποία ορίσθηκε η νέα επωνυμία της εταιρίας ως «Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ ΑΕ)» και με δ.τ. «ΑΔΜΗΕ ΑΕ» ή «ΑΔΜΗΕ» και καθορίσθηκε ως σκοπός της εταιρίας να ασκεί τις αρμοδιότητες και να εκτελεί τα καθήκοντα του Κυρίου και Διαχειριστή του Ελληνικού Συστήματος Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΕΣΜΗΕ), όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 παρ.3 περ. ιε΄ ν. 4001/2011. Ειδικότερα, ως σκοπός της ενάγουσας εταιρίας ορίσθηκε η λειτουργία, εκμετάλλευση, συντήρηση και ανάπτυξη του ΕΣΜΗΕ, ώστε να διασφαλίζεται ο εφοδιασμός της χώρας με ηλεκτρική ενέργεια, με τρόπο επαρκή, ασφαλή, αποδοτικό και αξιόπιστο. Ομοίως την 7-10-2011 καταχωρήθηκε  στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιριών της Περιφέρειας Αττικής το από 15-9-2011 σχέδιο σύμβασης απόσχισης και εισφοράς του κλάδου της Γενικής Διεύθυνσης μεταφοράς της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΑΕ»(ΔΕΗ ΑΕ) στην ενάγουσα ανώνυμη εταιρία, καθώς και η από 15-9-2011 έκθεση του ΔΣ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 98 ν.4001/2011, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 68-79 κν 2190/1920 και 1-5 ν.2166/1993, η δε σχετική ανακοίνωση της καταχώρισης δημοσιεύθηκε νόμιμα στο υπ΄αριθμ. 10783/11-10-2011 ΦΕΚ (τεύχος ΑΕ ΕΠΕ και ΓΕΜΗ). Εξάλλου, κατά τη νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 99 ν. 4001/2011, η συσταθείσα με το άρθρο 1 π.δ. 328/2000, κατ΄ εξουσιόδοτηση του άρθρου 14 ν.2773/1999, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΕ» αποφάσισε την απόσχιση του κλάδου Μεταφοράς και την εισφορά του στην ενάγουσα και η ως άνω εταιρία, μετονομασθείσα σε «ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ» και με διακριτικό τίτλο «ΛΑΓΗΕ ΑΕ», περιορίσθηκε να ασκεί τις δραστηριότητες ως προς τις αγοραπωλησίες ηλεκτρικής ενέργειας, που υπό το προηγούμενο του ν. 4001/2011 νομικό καθεστώς ασκούσε, πλέον των δραστηριοτήτων της μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ακολούθως με την από 13-1-2012 απόφαση της ΓΣ της ενάγουσας αποφασίσθηκε η απορρόφηση απ΄αυτήν του αποσχισθέντος και μεταφερθέντος κλάδου Μεταφοράς της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ και εν τέλει την 16-1-2012 υπεγράφη μεταξύ της τελευταίας εταιρίας και της ενάγουσας η υπ΄αριθμ. 34963/16-1-2012 σύμβαση του συμβολαιογράφου Αθηνών ... και ολοκληρώθηκε η απόσχιση και η απορρόφηση του κλάδου Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας από την ενάγουσα με την τήρηση της νομίμου διοικητικής διαδικασίας, ήτοι με την κατά την 1-2-2012 καταχώρηση στο ΜΑΕ/ΓΕΜΗ της σύμβασης απόσχισης και της από 13-1-2012 απόφασης της ΓΣ της ενάγουσας. Οι σχετικές με τη μεταφορά δραστηριότητες που πλέον ανέλαβε η ενάγουσα, ως καθολική εκ του νόμου διάδοχος της ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ, αφορούν (α) τη δραστηριότητα λειτουργίας και ελέγχου του Συστήματος, (β) τη δραστηριότητα ανάπτυξης και συντήρησης του Συστήματος, (γ) τη δραστηριότητα της εκκαθάρισης των αποκλίσεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται όχι μόνον η εκκαθάριση αποκλίσεων παραγωγής-ζήτησης, αλλά και η εκκαθάριση των λοιπών χρεώσεων (μεταξύ των οποίων το αντάλλαγμα για την παροχή ΥΚΩ) που χειρίζεται ο Διαχειριστής του συστήματος Μεταφοράς (ήδη η ενάγουσα) και (δ) τη δραστηριότητα εμπορικών και ρυθμιζόμενων θεμάτων, εξαιρουμένων των δραστηριοτήτων της περίπτωσης (θ) της παραγράφου 2 του άρθρου 118 ν.4001/2011, ήτοι τη σύναψη πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 12 ν.3468/2006, που παράγονται από εγκαταστάσεις ΑΠΕ ή ΣΗΘΥΑ (η ως άνω δραστηριότητα ασκείται από την ΛΑΓΗΕ ΑΕ) και (ε) τη δραστηριότητα των Μετρήσεων. Η Εταιρία Πετρελαίων Βορείου Αιγαίου, δραστηριοποιήθηκε ως αυτοπαραγωγός στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και υπό το νομικό καθεστώς του ν.1559/1985 της χορηγήθηκε, με την υπ΄ αριθμ. 33888/026/16/5-12-1985 απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Βιομηχανίας-Ενέργειας και Τεχνολογίας, άδεια ίδρυσης σταθμού ηλεκτροπαραγωγής στις εγκαταστάσεις της στη Ν. Καρβάλη Ν. Καβάλας, ακολούθως δε με την υπ΄αριθμ. 24503/Φ26/21/24-4-1986 απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας του ιδίου ως άνω Υπουργείου της χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής με συμπαραγωγή ατμού. Με την υπ΄αριθμ. Δ5/ΗΛ/Γ/Φ26/77/5574/20-12-1996 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, ανανεώθηκε για δέκα(10) έτη η άδεια  λειτουργίας του ως άνω σταθμού, υπό το νομικό καθεστώς του ν. 2244/1994 και με την υπ΄αριθμ. Δ5/ΗΛ/Γ/Φ26/797/14442/46 Ε/2-9-2003 απόφαση του Γενικού Γραμματέα του ως άνω Υπουργείου τροποποιήθηκε, ως προς τα στοιχεία του κατόχου αυτοπαραγωγού, η αρχικά χορηγηθείσα άδεια λειτουργίας σταθμού ηλεκτροπαραγωγής και πλέον αναγράφηκε η εναγομένη ως κάτοχος της αδείας. Με την υπ΄αριθμ. Δ5/ΗΛ/Γ/Φ26/2260/46 Ε/19-5-2009 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης και ενώ είχε μεσολαβήσει με το ν. 2773/1999, η απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, σε συμμόρφωση και προς την Οδηγία 96/92/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, καθώς και η ψήφιση του ν.3468/2006, ανανεώθηκε για δέκα (10) έτη η άδεια λειτουργίας του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Εν τω μεταξύ με την υπ΄αριθμ. Δ5/ΗΛ/Γ/Φ28/1340/22058/109 Π/30-4-2004 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης (όπως αυτή ορθά επαναλήφθηκε με την υπ΄αριθμ. Δ5/ΗΛ/Γ/Φ28/1340/22058/109 Π/23-9-2004 απόφαση του ιδίου Υπουργού, λόγω του ότι εμφιλοχώρησε εσφαλμένη περιγραφή του στοιχ. (β) της τεχνολογίας στον πίνακα στοιχείων της αδείας) χορηγήθηκε στην εναγομένη άδεια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας ισχύος 17,67 ΜW, με ημερομηνία έναρξης ισχύος τον Απρίλιο του έτους 2004 και με ημερομηνία λήξης ισχύος τον Απρίλιο του έτους 2029, σύμφωνα με το άρθρο 9 ν.2773/1999 και με τον κανονισμό Αδειών Παραγωγής και προμήθειας Ηλεκτρικής Ενέργειας (βλ.σχ. υπ΄αρ. Δ5/ΗΛ/Β/Φ1/οικ 17951/8-12-2000 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης-ΦΕΚ Β 1498/8-12-2000 και υπ΄αρ. Δ6/Φ1/οικ.5707/ 3-4-2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης -ΦΕΚ Β 448/3-4-2007). Κατά τους όρους της εν λόγω αδείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και σύμφωνα με το ως άνω κανονιστικό πλαίσιο, η εναγομένη οφείλει να παρέχει στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) τα έγγραφα ή τα στοιχεία που της ζητούνται, προκειμένου να εκπληρώσει τις αρμοδιότητές της (όρος 2), να τηρεί τους Κώδικες και άλλους Κανονισμούς που διέπουν τη δραστηριότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (όρος 8), να συνάψει με το Διαχειριστή του Συστήματος (ΔΕΣΜΗΕ) τις συμβάσεις που απαιτούνται για τη σύνδεσή του, τη χρήση του Συστήματος και τη λειτουργία του εργοστασίου του στα πλαίσια του Συστήματος και να τηρεί τους όρους των συμβάσεων αυτών (όρος 9), να τηρεί τον Κώδικα Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας(όρος 10), να τηρεί τις αποφάσεις του Υπουργού Ανάπτυξης που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.3 του ν.2773/1999, ως ισχύει, με τις οποίες επιβάλλονται πρόσθετες υποχρεώσεις και να λαμβάνει τα μέτρα που απαιτούνται για την εφαρμογή των αποφάσεων αυτών (όρος 12) και τέλος οφείλει να καταβάλει όλα τα τέλη που προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία (όρος 13). Ως εκ τούτων καθίσταται σαφές ότι σύμφωνα με τους όρους της χορηγηθείσας στην εναγομένη αδείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σε συνδυασμό με την κείμενη νομοθεσία, η εναγομένη ήταν υποχρεωμένη να παραδίδει μετρητικά στοιχεία ως προς την παραχθείσα απ΄αυτήν ηλεκτρική ενέργεια και ως προς την ιδιοκαταναλισκόμενη απ΄αυτήν ενέργεια, καθώς και να καταβάλει τις ρυθμιστικές χρεώσεις που προβλέπονται από το νόμο, κατά δε την ενδιαφέρουσα την παρούσα δίκη περίπτωση, να καταβάλει το αντάλλαγμα για την παροχή υπηρεσιών ΥΚΩ, που προβλέπεται από τα άρθρα 28 παρ.3 ν.2773/1999 και 28 ν.3426/2005, ενόψει μάλιστα και του ειδικού περί τούτου όρου της αδείας παραγωγής, σημειουμένου μάλιστα ότι λόγω της σπουδαιότητας της ως άνω υποχρέωσης της εναγομένης, για πρόδηλους λόγους κοινωνικού συμφέροντος, η μη τήρηση του ως άνω όρου παρέχει δικαίωμα ανάκλησης της άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (όρος 14 περ. δ-ε). Μετά την χορήγηση της ως άνω αδείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και κατά τους όρους αυτής, η εναγομένη συνδέθηκε με το Σύστημα, περιλήφθηκε στα αρχεία του Πίνακα Καταχωρημένων Χαρακτηριστικών που τηρούσε ο Διαχειριστής του Συστήματος (ΔΕΜΗΕ ΑΕ) με κωδικό 76, ως τούτο προκύπτει από το προσκομιζόμενο από την ενάγουσα αρχείο, στο οποίο περιλαμβάνονται στοιχεία και πληροφορίες σχετικά με τα τεχνικά και λειτουργικά χαρακτηριστικά της εγκατάστασης παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της αυτοπαραγωγού εναγομένης και υπήχθη  στο καθεστώς του τότε ισχύοντος Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας («ΚΔΣ&ΣΗΕ»), που εγκρίθηκε με την υπ΄αρ. Δ-5ΗΛ/Β/οικ/8311/205 απόφαση Υπ. Ανάπτυξης, δημοσιευθείσα στο ΦΕΚ Β' 655/17.5.2005 (βλ. σχ. άρθρα 273 και 300 του ΚΔΣ&ΣΗΕ). Η εναγομένη επικαλείται ότι η μόνη συμβατική σχέση που τη συνέδεε με την δικαιοπάροχο της ενάγουσας, ήταν αυτή που απορρέει από την από 1-3-2000 σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας που συνήψε με τη ΔΕΗ, στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις της οποίας ως αντισυμβαλλομένης υπεισήλθε, μετά τη σύστασή της, η ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ. Πράγματι αποδεικνύεται ότι με την από 1-3-2000 σύμβαση πώλησης, η ΔΕΗ ΑΕ συμφώνησε να αγοράζει από την εναγομένη ηλεκτρική ενέργεια, κατά τους ειδικότερους όρους της σύμβασης, που η διάρκειά της ορίσθηκε σε δέκα (10) έτη. Η εν λόγω σύμβαση, με την πάροδο του συμβατικού χρόνου ισχύος της, δεν ανανεώθηκε και έκτοτε η εναγομένη δεν πωλούσε την πλεονάζουσα των αναγκών της ηλεκτρική ενέργεια, μάλιστα δε με το από 18-2-2010 έγγραφό της προς την ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ πληροφόρησε τη δικαιοπάροχο της ενάγουσας για την προσωρινή διακοπή της ηλεκτροπαραγωγής της και ότι από 1-3-2010 θα απορροφά εξ ολοκλήρου ηλεκτρική ενέργεια από το δίκτυο. Όμως η λήξη της ως άνω συμβατικής σχέσης, που εξασφάλιζε στην εναγομένη, κατά τις συναλλαγές ηλεκτρικής ενέργειας, ως αυτοπαραγωγού με συμπαραγωγή ενέργειας από ΣΗΘ/ΣΗΘΥΑ, την προνομιακή της αντιμετώπιση κατά την κατανομή του φορτίου (άρθρα 35 ν. 2773/1999,12 ν. 3468/2006) και την αποζημίωσή της για ην παρεχόμενη ενέργεια με την τιμολόγηση που αναφέρεται στα άρθρα 38 και 39 ν.2773/1999, ως και το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν συμπεριλαμβάνεται πλέον στους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας,  ουδόλως επηρεάζει υποχρεώσεις της εναγομένης, όπως η επίδικη για την καταβολή του ανταλλάγματος ΥΚΩ, καθόσον αυτή πηγάζει ευθέως εκ του νόμου, σε συνδυασμό με τους, κατά τα ως άνω, όρους της άδειας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που κατέχει η εναγομένη και από το κανονιστικό πλαίσιο που τη διέπει, σημειουμένου ότι η εν λόγω άδεια ηλεκτροπαραγωγής, της οποίας δεν παρήλθε η ημεροχρονολογία λήξης της ισχύος της μέχρι και σήμερα, δεν έχει ανακληθεί, αφού η εναγομένη, ως κάτοχος της αδείας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, δεν έπαυσε οριστικά να ασκεί τις δραστηριότητες για τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια, παρά μόνον προσωρινά διέκοψε, για τεχνικούς λόγους, τη λειτουργία της μονάδας (βλ. σχ. το από 18-2-2010 έγγραφο της εναγομένης προς την ΔΕΣΜΗΕ), ομοίως δε μέχρι και την 20-12-2016 ήταν σε ισχύ και η άδεια λειτουργίας της μονάδας συμπαραγωγής ηλεκτρισμού-θερμότητας της εναγομένης. ʼλλωστε, ακόμη και στην περίπτωση που η εναγομένη δεν ήταν συνδεδεμένη με το Σύστημα αυτοπαραγωγός και πάλι θα ανέκυπτε υποχρέωση καταβολής του ανταλλάγματος παροχής ΥΚΩ, καθόσον κατά νόμο με την εν λόγω ρυθμιστική χρέωση βαρύνονται όλοι οι χρήστες του Συστήματος και η επιβολή της εξαρτάται από την ιδιοκαταναλισκόμενη από τους αυτοπαραγωγούς  ενέργεια. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η εναγομένη κατά το χρονικό διάστημα από μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 μέχρι και μήνα Μάρτιο του έτους 2010 παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια, μέρος της οποίας εγχεόταν στο Σύστημα και κατά τα λοιπά ιδιοκαταναλίσκετο απ΄αυτήν,  κατά μήνες Ιούνιο και Σεπτέμβριο του έτους 2010 και Ιούλιο του έτους 2011, κατά τη δοκιμαστική λειτουργία του ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού, αυτοκατανάλωσε ηλεκτρική ενέργεια, ενώ τους υπόλοιπους μήνες του χρονικού διαστήματος από Απρίλιο του έτους 2010 μέχρι και Αύγουστο του έτους 2013 ο σταθμός ηλεκτροπαραγωγής της εναγομένης δεν παρήγαγε ηλεκτρική ενέργεια. Με βάση τα μετρητικά της  στοιχεία, που είχε υποχρέωση να γνωστοποιεί η εναγομένη, προκύπτει ότι αυτή κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.061MWh ιδιοκατανάλωσε 3.976,06 MWh, κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 3.960 MWh ιδιοκατανάλωσε 3.875,75 MWh, κατά μήνα Μάρτιο  έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.123 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.035,46 MWh, κατά μήνα Απρίλιο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.279 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.190,09 MWh, κατά μήνα Μάιο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.265 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.189,55 MWh, κατά μήνα Ιούνιο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 3.939 MWh ιδιοκατανάλωσε 3.868,05 MWh, κατά μήνα Ιούλιο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 3.901 MWh ιδιοκατανάλωσε 3.810,80 MWh, κατά μήνα Αύγουστο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.751 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.1669,64 MWh, κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.463 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.388,77 MWh, κατά μήνα Οκτώβριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 3.619 MWh ιδιοκατανάλωσε 3.554,45 MWh, κατά μήνα Νοέμβριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.221 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.152,109 MWh, κατά μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 4.476 MWh ιδιοκατανάλωσε 4.409,09 MWh, κατά μήνα Ιανουάριο του έτους 2010 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 3.020 MWh ιδιοκατανάλωσε 2.945,89 MWh, κατά μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 2.064 MWh ιδιοκατανάλωσε 2.001,09 MWh, κατά μήνα Μάρτιο του έτους 2010 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 92 MWh ιδιοκατανάλωσε 91 MWh, κατά μήνα Ιούνιο του έτους 2010 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 6 MWh ιδιοκατανάλωσε 5,97 MWh, κατά μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 2 MWh ιδιοκατανάλωσε 2 MWh και κατά μήνα Ιούλιο  του έτους 2011 από συνολικά παραχθείσα ενέργεια 6 MWh ιδιοκατανάλωσε 6 MWh. Για τις καθορισθείσες με την  υπ΄αρ. Δ5/ΗΛ/Β7Φ1 Β/12924/ 13-6-2007 απόφαση Υπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ 1040/Β/25-6-2007) και την  υπ΄αρ.Δ5/ΗΛ/Β7Φ.29/ οικ.19046/24-9-2010 απόφαση Υφ/ργού Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής (ΦΕΚ 1614/Β/6-10-2010) Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, που εκδόθηκαν κατ΄εξουσιοδότηση των άρθρων 28 παρ.3 ν.2773/1999 και 28 ν.3426/2005, οι δαπάνες των οποίων (ΥΚΩ) βαρύνουν και την εναγομένη- αυτοπαραγωγό ως προς την ηλεκτρική ενέργεια που ιδιοκατανάλωσε, προκύπτει, με βάση τα ως άνω μετρητικά στοιχεία που αυτή παρέδωσε στην ενάγουσα, χρέωση συνολική κατά ποσό 330.230,11 ευρώ, της μηνιαίας χρέωσης υπολογιζομένης κατά τους συντελεστές επιμερισμού του ανταλλάγματος ανά κατηγορία πελατών που περιέχονται την παράγραφο 3 του άρθρου 36 ν.4067/2012. Συγκεκριμένα για έκαστο των μηνών του έτους 2009 η μοναδιαία χρέωση καθορίσθηκε στο ποσό των 6,29 ευρώ/ MWh και ως εκ τούτου ανά μήνα, με βάση την ενέργεια που ιδιοκατανάλωσε η εναγομένη, προκύπτουν χρεώσεις   ανερχόμενες στα εξής ποσά: για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2009 ποσό 25.009,42 ευρώ (3.976,06 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2009, κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας,  ποσό 24.378,44 ευρώ( 3.875,75 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2009 , κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας,  ποσό 25.383,01 ευρώ (4.035,46 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Απρίλιο του έτους 2009, κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας,  ποσό 26.355,63 ευρώ (4.190,09 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Μάιο του έτους 2009  ποσό 26.352,27 ευρώ (4.189,55MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Ιούνιο του έτους 2009  ποσό 24.330,03 ευρώ (3.868,05 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Ιούλιο του έτους 2009, κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας,  ποσό 23.969,90ευρώ (3.810,80 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Αύγουστο του έτους 2009, κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας, ποσό 29.372 ευρώ (4.669,64 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2009 ποσό 27.605.36 ευρώ (4.388,77 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2009 ποσό 22.357,49 ευρώ (3.554,45 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Νοέμβριο του έτους 2009 , κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας, ποσό 26.116,68 ευρώ (4.152,10 MWh Χ 6,29 ευρώ), για τον μήνα Δεκέμβριο του έτους 2009, κατά στρογγυλοποίηση της ενάγουσας,  ποσό 27.733,14 ευρώ (4.409,09 MWh Χ 6,29 ευρώ). Η μοναδιαία χρέωση για τις ΥΚΩ για έκαστο των μηνών του έτους 2010 καθορίσθηκε στο ποσό των 4,21 ευρώ/ MWh και για έκαστο των μηνών του έτους 2011 καθορίσθηκε στο ποσό των 3,88 ευρώ/ MWh και ως εκ τούτου με βάση την ενέργεια που ιδιοκατανάλωσε σε μήνες του ως άνω χρονικού διαστήματος η εναγομένη, προκύπτουν χρεώσεις ανερχόμενες στα εξής ποσά:  για τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2010  ποσό 12.402,20 ευρώ (2.945,89 MWh Χ 4,21 ευρώ), για τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2010  ποσό 8.424,59 ευρώ (2.001,09 MWh Χ 4,21 ευρώ), για τον μήνα Μάρτιο του έτους 2010  ποσό 383,11 ευρώ (91 MWh Χ 4,21 ευρώ), για τον μήνα Ιούνιο του έτους 2010  ποσό 25,13 ευρώ (5,97 MWh Χ 4,21 ευρώ), για τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010  ποσό 8,42 ευρώ (2 MWh Χ 4,21 ευρώ) και για το μήνα Ιούλιο του έτους 2011 ποσό 23,28 ευρώ (6 MWh Χ 3,88 ευρώ). Στο ως άνω δε συμποσούμενο ποσό των 330.230,11 ευρώ πρέπει να υπολογισθεί και ο εκ ποσοστού 13% ΦΠΑ ποσού 42.929,91 ευρώ και κατά συνέπεια η εναγομένη για χρεώσεις ΥΚΩ, που υπολογίσθηκαν στην ποσότητα ενέργειας που ιδιοκατανάλωσε, οφείλει συνολικά ποσό 373.160,02 ευρώ. Η ενάγουσα, με την εκ του νόμου ιδιότητά της ως Διαχειριστού του Συστήματος, επιφορτισμένη με την είσπραξη των ρυθμιστικών χρεώσεων, ήδη με το από 12-7-2012 έγγραφό της, γνωστοποίησε προς την εναγομένη ότι η σχετική οφειλή που αφορά τις ΥΚΩ πρέπει να καταβάλλεται στον αναφερόμενο στο έγγραφο τραπεζικό λογαριασμό της. Ακολούθως με το από 2-10-2012 έγγραφο της ενάγουσας προς την εναγομένη, γνωστοποιήθηκε προς αυτήν η συνολική οφειλή κατά ποσό μαζί με ΦΠΑ ως προς τις ΥΚΩ και έγινε υπόμνηση στην ενάγουσα να προβεί στην εξόφληση της οφειλής, ώστε μετά την αποστολή των γραμματίων κατάθεσης να της αποσταλούν τα σχετικά τιμολόγια. Εν τω μεταξύ, η εναγομένη διόρθωσε τα μετρητικά στοιχεία της και η ενάγουσα επανυπολόγισε, κατά τα ως άνω, την οφειλή της για τις ΥΚΩ και με το από 20-2-2013 έγγραφό της γνωστοποίησε στην εναγομένη τον επανυπολογισμό της οφειλής, σύμφωνα με τους διορθωμένους πίνακες, που τους επισύναψε στο έγγραφό της, καλώντας την εναγομένη να προβεί στην εξόφληση, ώστε να της αποσταλούν τα τιμολόγια. Σε συνέχεια του ανωτέρω εγγράφου, η ενάγουσα επανέστειλε το από 19-9-2013 έγγραφό της, με το οποίο επανόχλησε την εναγομένη, ώστε να προβεί στην εξόφληση της οφειλής της, το ίδιο δε έπραξε και με το από 27-3-2014 έγγραφό της, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα στην εναγομένη ότι πρέπει να συμμορφώνεται με την υποχρέωσή της για την αποστολή των στοιχείων παραγωγής της και καλώντας αυτήν να τακτοποιήσει την οικονομική της υποχρέωση, επιφυλαχθείσας ρητώς της ενάγουσας να επιδιώξει πλέον δικαστικά την  καταβολή της οφειλής, ως και να υποβάλλει αναφορά στη ΡΑΕ για τη μη συμμόρφωση της εναγομένης στις υποχρεώσεις της. Επακολούθησαν τα ομοίου περιεχομένου από 27-3-2014 και 16-6-2014 έγγραφα της ενάγουσας, εν τέλει δε η εναγομένη συμμορφώθηκε προς την υποχρέωσή της, ως κατόχου αδείας ηλεκτροπαραγωγής, να υποβάλλει μετρητικά στοιχεία και με τα από 21-8-2014 έγγραφά της υπέβαλε τα στοιχεία ηλεκτροπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης για όλους τους μήνες του έτους 2013 και για τους μήνες από Ιανουάριο έως Ιούλιο του έτους 2014. Λόγω μη εξόφλησης της οφειλής της εναγομένης από τις ΥΚΩ, η ενάγουσα με το από 21-10-2014 έγγραφό της επανήλθε, ζητώντας την άμεση εξόφληση, συγχρόνως δε εξέδωσε το υπ΄αριθμ. 6186/21-10-2014 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών ποσού 373.160,02 ευρώ μαζί με ΦΠΑ, το οποίο ομοίως απέστειλε στην εναγομένη. Η τελευταία, με την από 5-11-2014 εξώδικη δήλωση-διαμαρτυρία της, που επεδόθη νομίμως στην ενάγουσα, δήλωσε, εκτός των άλλων, προς αυτήν, χωρίς να αμφισβητήσει βέβαια τη νομιμοποίησή της ως προς την είσπραξη της επίδικης ρυθμιστικής χρέωσης, ότι επιστρέφει το εκδοθέν τιμολόγιο χρεώσεων ΥΚΩ και ότι ως αυτοπαραγωγός δεν είναι υπόχρεη στην καταβολή ΥΚΩ, επιπλέον δε ότι κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 36 ν.4067/2012, τυχόν προκύπτον από το συμψηφισμό χρεωστικό υπόλοιπο δεν αναζητείται και διαγράφεται και ως εκ τούτων δεν μπορούν να επιβληθούν σε βάρος της χρεώσεις για ΥΚΩ. Μετά τη διατυπωθείσα και εγγράφως άρνηση της εναγομένης να καταβάλλει την οφειλή της για τις ΥΚΩ, η ενάγουσα επιδίωξε δικαστικά, με την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, την ικανοποίηση της απαίτησής της. Κατά τον έλεγχο του νόμω βασίμου της αγωγής ήδη κρίθηκε ότι υφίσταται εκ του νόμου υποχρέωση της εναγομένης ως αυτοπαραγωγού για την καταβολή ανταλλάγματος για τις ΥΚΩ, καθό μέρος αυτή ιδιοκαταναλώνει παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια, σημειουμένου ότι και στο Εγχειρίδιο Εκκαθάρισης Αγοράς, που παρέχει πληροφορίες σύμφωνες με τον Κώδικα Διαχείρισης Συστήματος και Συναλλαγών Ηλεκτρικής Ενέργειας, αναφέρεται στο κεφάλαιο 5 που πραγματεύεται τις λογιστικές πράξεις του Λογαριασμού Προσαυξήσεων (άρθρο 209 του ΚΔΣ&ΣΗΕ) και δη στην παράγραφο 5.11 που τιτλοφορείται Λογιστικές Πράξεις για τον Λογαριασμό για το κόστος των Υπηρεσιών Δημοσίου Συμφέροντος ότι και οι αυτοπαραγωγοί νοούνται ως εκπρόσωποι φορτίου υποκείμενοι σε χρεώσεις ΥΚΩ) για το μέρος της καθαρής ποσότητας της ενέργειας που παράγεται από τις μονάδες παραγωγής και καταναλώνεται στις εγκαταστάσεις τους, αφαιρουμένης της ενέργειας που καταναλώνεται για την εξυπηρέτηση των βοηθητικών φορτίων των μονάδων τους. Να σημειωθεί δε ότι η ολιγωρία της δικαιοπαρόχου της ενάγουσας να αναζητήσει από την εναγομένη την καταβολή των χρεώσεων ΥΚΩ ασφαλώς και δεν οφείλεται στο ότι η δικαιοπάροχος της ενάγουσας ΔΕΣΜΗΕ ΑΕ είχε αναγνωρίσει  την έλλειψη της σχετικής υποχρέωσης της εναγομένης, αλλά δικαιολογείται από την κρατούσα τότε αβεβαιότητα ως προς το επιτρεπτό της επιβολής χρεώσεων ΥΚΩ με βάση το ενωσιακό δίκαιο, εκκρεμούσας της από 5-12-2003 αίτησης της Ελλάδας δια του αρμοδίου Υπουργείου, που ανανεώθηκε την 17-1-2012, προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τη  χορήγηση παρέκκλισης από τις ρυθμίσεις του κοινοτικού δικαίου για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, αμφιβολία που ήρθη μεταγενέστερα με την έκδοση των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά τα ως άνω προαναφερθέντα. Μετά δε την ψήφιση του ν. 4001/2011, που προβλέπει τη μεταβίβαση των σχετικών αρμοδιοτήτων ως προς την είσπραξη των χρεώσεων ΥΚΩ στην ενάγουσα, αυτή μόλις οργανώθηκε διοικητικά όχλησε, κατ΄επανάληψη μάλιστα, την εναγομένη να εξοφλήσει τη σχετική οφειλή της. Οσον δε αφορά τον έτερο ισχυρισμό της ότι η σχετική οφειλή έχει διαγραφεί, με βάση τη διάταξη της παραγρ.4 του άρθρου 36 ν.4067/2012, αυτός ελέγχεται ως νόμω αβάσιμος, καθόσον προϋπόθεση εφαρμογής της εν λόγω ρύθμισης είναι να έχουν καταβληθεί οι παροχές ΥΚΩ σε προμηθευτές-εκπροσώπους του φορτίου, ώστε να μην επιβληθούν επιπλέον χρεώσεις αναδρομικά σε καταναλωτές, που ήδη είχαν εξοφλήσει τις εν λόγω χρεώσεις, περίπτωση όμως που δεν συντρέχει εν προκειμένω, καθόσον η εναγομένη, ως αυτοπαραγωγός, δεν έχει καταβάλει, ως συνομολογεί άλλωστε, ουδέποτε οποιοδήποτε ποσό έναντι χρεώσεων ΥΚΩ, ώστε να ανακύπτει θέμα συμψηφισμού με χρεωστικό υπόλοιπο και εν τέλει διαγραφής αυτού και μη αναζήτησής του.

 

 

7. Κατ΄ακολουθίαν των προεκτεθέντων η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και στην ουσία της και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα ποσό 373.160,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας των διαδίκων, πρέπει, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματός της, να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης (άρθρα 106,178 παρ. 1, 183 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ) ενώ, λόγω της παραδοχής της εφέσεως και της εξαφανίσεως της πρωτοδίκου ερήμην αποφάσεως, πρέπει να διαταχθεί, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, η επιστροφή των προκατατεθέντων παραβόλων στην  εκκαλούσα.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ` ουσίαν την από  28-9-2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  149/29-9-2015 έφεση της εναγομένης, κατά της υπ΄αριθμ. 35/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, η οποία εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης, κατά την τακτική διαδικασία.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 35/2015 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας, ως προς όλες τις διατάξεις της. 

 

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

 

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της ουσίας την από 3-11-2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Τ.Π.106/23-12-2014 αγωγή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα συνολικά ποσό τριακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων εκατόν εξήντα ευρώ και δύο λεπτών (373.160,02 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ  την εκκαλούσα - εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης-ενάγουσας, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει στο ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή των προκατατεθέντων παραβόλων, που αναφέρονται στην υπ΄αριθμ. 149/29-9-2015 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Καβάλας (υπ΄ αριθμ. 2522664, 2522665, 2522666, και 2522667  παραβόλων Δημοσίου και υπ΄αριθμ. 169273 και 169275 παραβόλων ΤΑΧΔΙΚ), συνολικού  ποσού διακοσίων (200) ευρώ, στην εκκαλούσα.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Κομοτηνή στις 24 Απριλίου 2017 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 26 Απριλίου 2017, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ