ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΤρΕφΠατρών 192/2018

 

Βίαιη διακοπή της δίκης - Σιωπηρή δήλωση επανάληψης - Διεκδικητική ακινήτου αγωγή - Στοιχεία ορισμένου αγωγής - Κοινωνία - Ένσταση παραγραφής - Καταχρηστική άσκηση δικαιώματος - Ένορκη βεβαίωση ενώπιον προξένου -.

 

Σιωπηρή δήλωση επανάληψη της δίκης από τον κληρονόμο του θανόντος συνιστά και η επίδοση κλήσης για συζήτηση στην οποία η ιδιότητα του καλούντος ως κληρονόμου, δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά μπορεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενό της. Πληρότητα και ορισμένο διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής. Απαιτείται εκτός από την προβολή των περιστατικών που απαιτούνται για την κτήση του δικαιώματος, ο ακριβής προσδιορισμός του ακινήτου κατά θέση, όρια, είδος και έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου. Εικοσαετής παραγραφή διεκδικητικής αγωγής. Για να είναι ορισμένη η ένσταση παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της. Κοινωνία. Ορισμένο ένστασης παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής από έναν συγκύριο κατά λοιπών. Διεκδικητική αγωγή. Ένσταση ιδίας κυριότητας. Ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ένορκη βεβαίωση ενώπιον προξένου. Δεν καθίσταται απαράδεκτη σε περίπτωση που δεν παραστεί ο νομίμως προς τούτο κλητευθείς αντίδικος, από μόνο το γεγονός ότι στη σχετική προξενική έκθεση δεν αναγράφεται η ώρα λήψης της ένορκης βεβαίωσης, αρκεί να βεβαιώνεται ότι ο διάδικος που δεν εμφανίστηκε κλητεύθηκε νόμιμα και τούτο να αποδεικνύεται από τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης.

 

 

 

 

Αριθμός 192/2018

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Γεώργιο Αλεξόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Γαϊτάνη, Αλεξάνδρα Λιόλιου, Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 11 Ιανουαρίου 2018 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ - ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ: 1) ..., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Ανδρέα Κότσιφα, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις και 2) ..., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ: 1) ... και 4) ..., κατοίκων απάντων Μόντρεαλ Καναδά, ως κληρονόμων του αποβιώσαντος ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ - ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου εν ζωή Μόντρεαλ Καναδά, του οποίοι συνεχίζουν τη δίκη, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Ειρήνης Κυριακάτου, η οποία προκατέθεσε προτάσεις.

 

Με την από 21-7-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 138/23-7-2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ο ενάγων, ..., ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το ανωτέρω Δικαστήριο εξέδωσε την υπ' αριθ. 9/2011 οριστική απόφαση του, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή εξεκάλεσαν οι εναγόμενοι με την από 17-3-2011 έφεση τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και έλαβε αριθμό έκθεσης κατάθεσης 16/5-4-2011, ορίστηκε δε η συζήτηση αυτής με την υπ' αριθ. 410/2011 πράξη του αρμόδιου Γραμματέα του παρόντος Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 16-5-2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22-1-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση της. Με την από 30-1-2015 και με αριθμό βιβλίου κλήσεων 11/2-2-2015 αίτηση - κλήση των εκκαλούντων - εναγομένων επανήλθε προς συζήτηση η έφεση, ορίστηκε δε δικάσιμος για τη συζήτηση αυτής η 17-11-2016. Κατά την ως άνω δικάσιμο γνωστοποιήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσίβλητου - ενάγοντος ο θάνατος του τελευταίου εξαιτίας του οποίου διεκόπη βιαία η δίκη. Ήδη με την από 21-2-2017 και με αριθμό βιβλίου κλήσεων 14/2-3-2017 κλήση των κληρονόμων του αποβιώσαντος εφεσίβλητου - ενάγοντος επαναλαμβάνεται εκούσια η διακοπείσα κατά τα ανωτέρω δίκη, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εκκαλούντος αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε. Η πληρεξούσια δικηγόρος των κληρονόμων του αποβιώσαντος εφεσίβλητου προκατέθεσε προτάσεις και παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου με δήλωση κατά το άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 271 παρ. 1 και 2 και 524 παρ. 1 και 3 εδ. α' ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν αντιστοίχως με τα άρθρα 29 και 44 παρ. 1 του Ν. 3994/2011 (ΦΕΚ Α' - 165/25-7-2011) και εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 72 παρ. 4 εδ. β' του αυτού Νόμου (3994/2011), προκύπτει ότι, αν ο εκκαλών δεν εμφανιστεί κατά την πρώτη συζήτηση της εφέσεως του ή εμφανιστεί, αλλά δεν λάβει κανονικώς μέρος σε αυτήν, το Εφετείο ερευνά με επιμέλεια τίνος εκ των διαδίκων επισπεύδεται η συζήτηση. Αν αυτή επισπεύδεται από τον απόντα εκκαλούντα  ή από τον εφεσίβλητο και  το αποδεικνύει ο παριστάμενος εφεσίβλητος, απορρίπτει την έφεση, χωρίς έρευνα του παραδεκτού και βασίμου των λόγων της, διότι, κατά πλάσμα του νόμου, ο εκκαλών θεωρείται ότι παραιτήθηκε από το ασκηθέν ένδικο μέσο της εφέσεως (ΑΠ 314/2011 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση επί της από 21-7-2009 διεκδικητικής αγωγής του εφεσίβλητου ... κατά των εκκαλούντων με αντικείμενο την αναγνώριση του δικαιώματος συγκυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο και την απόδοση της σύννομης του, η οποία συζητήθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ' αριθ. 9/2011 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας. Κατά της απόφασης αυτής οι εκκαλούντες εναγόμενοι κατέθεσαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας την από 17-3-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 16/5-4-2011 έφεση τους, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε με επιμέλεια του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσίβλητου με την υπ' αριθ. 410/1-6-2011 πράξη της Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου για τη δικάσιμο της 16-5-2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22-1-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση της. Με την από 30-1-2015 και με αριθμό βιβλίου κλήσεων  11/2-2-2015 αίτηση - κλήση  των εκκαλούντων -εναγομένων επανήλθε προς συζήτηση η έφεση, ορίστηκε δε δικάσιμος για τη  συζήτηση αυτής η 17-11-2016. Κατά  την ως άνω δικάσιμο γνωστοποιήθηκε με προφορική δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του εφεσίβλητου - ενάγοντος ο θάνατος του τελευταίου, εξαιτίας του οποίου διεκόπη βιαία η δίκη. Ήδη με την από 21-2-2017 κλήση των καλούντων 1) ... και 4) ..., κληρονόμων του αποβιώσαντος εφεσίβλητου - ενάγοντος επαναλαμβάνεται εκούσια η διακοπείσα κατά τα ανωτέρω δίκη, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε με την υπ' αριθ. βιβλίου κλήσεων 14/2-3-2017 πράξη του Γραμματέως του παρόντος Δικαστηρίου η αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας, στο πινάκιο της οποίας και εγγράφηκε η υπόθεση. Κατά τη συζήτηση δε της υπόθεσης στην ως άνω δικάσιμο ο δεύτερος καθ' ου η κλήση - εκκαλών -εναγόμενος, ..., δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, όταν εκφωνήθηκε η υπόθεση από την σειρά της, στο πινάκιο. Εξάλλου, όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 10329Β/10-7-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου  Αθηνών ..., αντίγραφο της ως άνω από 21-2-2017  κλήσης  των  καλούντων, υπεισελθόντων στη θέση του αποβιώσαντος εφεσίβλητου - ενάγοντος κληρονόμων, και της πράξεως, με την οποία ορίσθηκε η συζήτηση της για την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο και κλήση προς συζήτηση κατά τη δικάσιμο αυτή επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στον δεύτερο καθ' ου η κλήση - εκκαλούντα - εναγόμενο με την επιμέλεια των καλούντων υπεισελθόντων στη θέση του αρχικού εφεσίβλητου - ενάγοντος κληρονόμων του, του οποίου αυτοί συνεχίζουν τη διακοπείσα λόγω του θανάτου του δίκη. Συνεπώς, πρέπει η έφεση του απόντος δεύτερου εκκαλούντος να απορριφθεί ως ανυποστήρικτη χωρίς να ακολουθήσει περαιτέρω έρευνα της. Ο πρώτος εκκαλών παρέστη κατά τη συζήτηση της εφέσεως, αλλά αυτό δεν επηρεάζει τη δικονομική θέση και τύχη του δεύτερου εκκαλούντος, διότι από την άσκηση της διεκδικητικής αγωγής δημιουργείται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας, αφού πρόκειται περί διαιρετού και όχι αδιαιρέτου δικαίου, εις τρόπον ώστε να μην επηρεάζεται η δικονομική θέση και τύχη του κάθε ομοδίκου από τις ενέργειες του άλλου (ΑΠ 1596/2009 αδημ. ΑΠ 433/2007 ΝΟΜΟΣ). Πρέπει επίσης, για την περίπτωση που ο δεύτερος εκκαλών ασκήσει ανακοπή ερημοδικίας κατά της αποφάσεως αυτής, να ορισθεί παράβολο ερημοδικίας (501, 502, 505 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 286 παρ. 1, 287 και 290 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η δίκη διακόπτεται και σε περίπτωση θανάτου του διαδίκου, για δε την επέλευση της διακοπής απαιτείται η προς τον αντίδικο γνωστοποίηση του διακοπτικού γεγονότος, η οποία γίνεται από πρόσωπο που έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή και αυτόν που ήταν κατά τη στιγμή που επήλθε ο λόγος της διακοπής πληρεξούσιος δικηγόρος του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου επήλθε ο λόγος αυτός. Η γνωστοποίηση πρέπει να γίνει με επίδοση δικογράφου στον αντίδικο ή με δήλωση προφορική στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά την επιχείρηση διαδικαστικής πράξεως και όχι με τις προτάσεις. Η επέλευση της διακοπής επέρχεται από τη γνωστοποίηση του λόγου της στον αντίδικο εκείνου υπέρ του οποίου επήλθε η διακοπή, ο κληρονόμος του οποίου μπορεί να επαναλάβει τη δίκη εκουσίως με ρητή ή σιωπηρή δήλωση του. Τέτοια σιωπηρή δήλωση συνιστά και η επίδοση κλήσης για συζήτηση, στην οποία η ιδιότητα του  καλούντος ως κληρονόμου δεν είναι αναγκαίο να διατυπώνεται πανηγυρικά, αλλά μπορεί να προκύπτει από το όλο περιεχόμενο της (ΑΠ 194/2012 ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι καλούντες 1) ... και 4) ..., επέδωσαν στους εκκαλούντες - καθ' ων η κλήση την από 21-2-2017 κλήση τους, στην οποία εκθέτουν ότι κατά της υπ' αριθ. 9/2011 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας και κατά του ... άσκησαν οι καθ' ων η κλήση ενώπιον του Εφετείου Πατρών την από 17-3-2011 με αριθμό κατάθεσης 16/2011 έφεση τους, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 16-5-2013, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 22-1-2015, κατά την οποία ματαιώθηκε η συζήτηση της. Ότι ακολούθως με την από 30-1-2015 κλήση των εκκαλούντων προσδιορίστηκε η συζήτηση αυτής για τη δικάσιμο της 17-11-2016, κατά την οποία με προφορική δήλωση των καλούντων με την ιδιότητα τους ως καθολικών διαδόχων και μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του αρχικού εφεσίβλητου ..., συζύγου της πρώτης και πατέρα των λοιπών καλούντων, γνωστοποιήθηκε ο κατά την 15-12-2015 επελθών θάνατος του εφεσιβλήτου και διεκόπη βίαια η δίκη. Ότι οι ίδιοι ως καθολικοί διάδοχοι και μοναδικοί εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του αρχικού εφεσιβλήτου ... επαναλαμβάνουν τη διακοπείσα κατά τα ανωτέρω δίκη κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας του 1/4 εξ αδιαιρέτου έκαστος και ζητούν τον προσδιορισμό νέας δικασίμου για τη συζήτηση της ως άνω έφεσης. Από την ως άνω κλήση προκύπτει με σαφήνεια ότι αυτήν ασκούν οι καλούντες ως εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του εφεσίβλητου ενάγοντος, συζύγου και πατρός τους αντίστοιχα, ..., και δηλώνουν ότι επαναλαμβάνουν τη συζήτηση επί της εφέσεως που είχε διακοπεί με γνωστοποίηση του θανάτου του εφεσίβλητου-ενάγοντος κατά τη  δικάσιμο της 17-11-2016. Κατά τη συζήτηση της εφέσεως ο παριστάμενος πρώτος εκκαλών δεν αμφισβήτησε τον θάνατο του ενάγοντος, την ιδιότητα των καλούντων ως κληρονόμων του και την ουσιαστική νομιμοποίηση τους, για την απόδειξη της οποίας οι καλούντες προσκόμισαν στο δικαστήριο έγγραφα, τα οποία επικαλούνται και στις προτάσεις τους, προέβαλε όμως, ο πρώτος εκκαλών, αοριστία και απαράδεκτο της κλήσεως για το λόγο ότι δεν αναφέρονται σε αυτήν: α) η ληξιαρχική πράξη θανάτου του αρχικώς ενάγοντος, β) πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών και γ) πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης του αποβιώσαντος. Υπό το ανωτέρω όμως περιεχόμενο η ως άνω κλήση είναι πλήρως ορισμένη, αφού διαλαμβάνει δήλωση των καλούντων ότι είναι κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 15-12-2015 ενάγοντος και ότι με την ιδιότητα τους αυτή επαναλαμβάνουν τη δίκη που διακόπηκε και συνεπώς ο περί του αντιθέτου, περιλαμβανόμενος στις προτάσεις του πρώτου εκκαλούντος, ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Η υπό κρίση από 17-3-2011 (αρ. εκθ. κατ. 16/5-4-2011) έφεση του παριστάμενου πρώτου εκκαλούντος - εναγομένου κατά της υπ' αριθ. 9/2011 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β\ 516 παρ. 1 και 517 εδ. α' ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα με κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 5-4-2011 (βλ. σχ. την υπ' αριθ. 16/5-4-2011 έκθεση κατάθεσης δικογράφου εφέσεως) εντός της υπό του νόμου τασσομένης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στον εκκαλούντα, που έγινε στις 15-3-2011 (βλ. σχ. υπ' αριθ. 3970Β/15-3-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Κεφαλληνίας ...). Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την αυτή, ως άνω, διαδικασία, από το παρόν Δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της, αφού η έφεση ασκήθηκε πριν τη δημοσίευση του ν. 3994/2011 (αρθρ. 19 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 72 παρ. 13 του ν. 3994/25-7-2011).

 

Με την από 21-7-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 138/23-7-2009 κρινόμενη αγωγή του ο ενάγων εξέθετε ότι έχει καταστεί συγκύριος κατά ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του περιγραφόμενου στην αγωγή ακινήτου κατά τον αναγραφόμενο στην αγωγή τρόπο, ότι ο πρώτος εναγόμενος προέβη σε συμβολαιογραφική πράξη μεταβίβασης της κυριότητας του επιδίκου ακινήτου λόγω γονικής παροχής στον δεύτερο εναγόμενο, υιό του, ισχυριζόμενος ότι νέμεται το ακίνητο από το έτος 1976, και ότι το 2008 ο πρώτος εναγόμενος απέβαλε αυτόν από το επίδικο   ακίνητο αντικαθιστώντας τις κλειδαριές της κείμενης σε αυτό οικίας. Ζητούσε δε ο ενάγων να αναγνωριστεί το δικαίωμα συγκυριότητας του στο επίδικο σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι, οι οποίοι κατέχουν αυτό παράνομα, να του αποδώσουν το επίδικο κατά το ανωτέρω ποσοστό, καθώς επίσης να κηρυχθεί άκυρο το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη υπ' αριθ. 9/2011 οριστική απόφαση του απέρριψε το περί κηρύξεως της ακυρότητας του συμβολαίου γονικής παροχής αίτημα ως μη νόμιμο και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή κατά τα λοιπά, αναγνώρισε τον εναγόμενο συγκύριο σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου και υποχρέωσε τους εναγομένους να αποδώσουν στον ενάγοντα το επίδικο ακίνητο κατά το ανωτέρω  ποσοστό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο παριστάμενος πρώτος εκκαλών - εναγόμενος με την υπό κρίση έφεση του, με την οποία ζητεί για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων να εξαφανιστεί και να απορριφθεί η αγωγή.

 

Από τη διάταξη του άρθρου 216 παράγραφος 1 στοιχ. α' και β' ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, έκτος από τα στοιχεία που απαιτούντα, για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Η ακριβής περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς είναι συνυφασμένη με την υποβολή αιτήματος ορισμένου και όχι αορίστου. Διαφορετικά το δικαστήριο βρίσκεται σε αδυναμία να εκδώσει απόφαση συγκεκριμένη και επιδεκτική εκτέλεσης. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Εξάλλου για την πληρότητα και το ορισμένο της διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας αγωγής απαιτείται, εκτός από την προβολή των περιστατικών που απαιτούνται για την κτήση του δικαιώματος, ο ακριβής προσδιορισμός του ακινήτου, κατά θέση, όρια, είδος και έκταση, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητα του, χωρίς να είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι όμοροι ιδιοκτήτες, οι πλευρικές διαστάσεις, το σχήμα και ο ακριβής προσανατολισμός του ακινήτου (ΑΠ 1014/2014 ΝΟΜΟΣ). Η έλλειψη της ακριβούς περιγραφής του ακινήτου στη διεκδικητική ή αναγνωριστική κυριότητας ακινήτου αγωγή καθιστά το δικόγραφο της αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, η αοριστία δε της αγωγής εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Με την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων ισχυριζόταν ότι κατέστη συγκύριος κατά τον αναφερόμενο στην αγωγή τρόπο σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου κειμένου «εντός του οικισμού Κατοχωρίου του Δ.Δ. Καραβάδου του Δήμου Λειβαθούς Κεφαλονιάς, εκτάσεως 573 τ.μ., με την εντός αυτού ισόγεια οικοδομή και προσθήκη συνολικού εμβαδού περίπου 72,50 τ.μ., το οποίο συνορεύει ανατολικά με κληρονόμους ... και με ιδιοκτησία ..., νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων ..., δυτικά με ιδιοκτησία ... και βόρεια με ιδιοκτησία κληρονόμων ...». Η περιγραφή του επιδίκου ακινήτου είναι αρκούντος ορισμένη, αφού αυτό περιγράφεται κατά θέση, είδος, έκταση και όρια κατά τρόπο, ώστε να μην γεννάται αμφιβολία για την ταυτότητά του. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε την αγωγή ορισμένη δεν έσφαλε και συνεπώς ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι η αγωγή είναι αόριστη ως προς την περιγραφή του ακινήτου, διότι, δεν αναφέρεται η θέση που κείται το επίδικο, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 249, 251, 1094 ΑΚ συνάγεται ότι η διεκδικητική αγωγή, η οποία έχει ως περιεχόμενο αξίωση που απορρέει από το απόλυτο δικαίωμα της κυριότητος, υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή, η οποία αρχίζει από την κατάληψη του πράγματος, από την οποία, προσβαλλόμενου του δικαιώματος της κυριότητος με την δημιουργία πραγματικής καταστάσεως αντιτιθεμένης σε αυτό, γεννάται αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Μετά τη συμπλήρωση του χρόνου παραγραφής δικαιούται ο υπόχρεος να προβάλει την ένσταση παραγραφής και να αρνηθεί την απόδοση του διεκδικουμένου πράγματος (ΑΠ 171/2004 ΕλλΔνη 2004.1427, ΑΠ 871/1994 ΕλΔ 38.559, ΑΠ 713/1993 ΕλΔ 36.132, ΕφΑΘ 4537/2005 ΕλλΔνη 2006.285, ΕφΑΘ 3176/2000 ΕλλΔνη 41.1374). Όπως δε προκύπτει από το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό προς τα άρθρα 249, 251 επ. και 277 του ΑΚ, για να είναι ορισμένη ή ένσταση της παραγραφής πρέπει να αναφέρεται ο χρόνος αυτής και το αφετήριο σημείο της (ΑΠ 611/2006 ΝΟΜΟΣ). Διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή μη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της διωκόμενης με την αγωγή αξιώσεως είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και, επομένως, απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 611/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1355/98 ΕλλΔ/νη 40.287, ΑΠ 653/96 ΕλλΔνη 39.1612, ΕφΠατρ 1158/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΙωαν 323/2004 Αρμ 2005.1211). Εξάλλου, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 980, 981, 982, 984, 994, 1113 κα. 1884 ΑΚ, ο. οποίες εφαρμόζονται και επί κοινωνίας μεταξύ συγκυρίων ή συγκληρονόμων επί του ιδίου πράγματος, συνάγεται ότι ο κοινωνός, εξ αδιαιρέτου συγκύριος, αν κατέχει ολόκληρο το κοινό πράγμα, θεωρείται ότι κατέχει αυτό και επ' ονόματι των λοιπών κοινωνών, εξ αδιαιρέτου συγκυρίων, και δεν δύναται να αντιτάξει κατ' αυτών αποσβεστική ή κτητική παραγραφή, πριν καταστήσει γνωστό, στους άλλους κοινωνούς, εξ αδιαιρέτου συγκυρίους, ότι αποφάσισε να νέμεται το κοινό πράγμα ολόκληρο ή κατά ποσοστό μεγαλύτερο από την μερίδα του αποκλειστικώς στο όνομα του ως κύριος και παρέλθει  από  της γνωστοποιήσεως αυτής η προθεσμία της εν λόγω αποσβεστικής ή κτητικής παραγραφής (ΑΠ 1720/2001 ΝοΒ 50.1688). Απαιτείται συνεπώς στην περίπτωση κοινωνίας για το ορισμένο της ένστασης παραγραφής της διεκδικητικής αγωγής από έναν συγκύριο κατά των λοιπών, να αναφέρεται επιπλέον η γνωστοποίηση από τον ενιστάμενο κοινωνό προς τους συγκοινωνούς του ότι νέμεται το επίδικο και κατά το ανήκον σε αυτούς ποσοστό συγκυριότητας, αφού η προθεσμία της παραγραφής στην περίπτωση αυτή ξεκινά μετά την προς αυτούς γνωστοποίηση της ανωτέρω πρόθεσης του (ΕφΛαρ 71/2004 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ). Στην προκείμενη διεκδικητική αγωγή του εφεσίβλητου κατά του εκκαλούντος, ο τελευταίος (αφού αρνήθηκε την αγωγή αιτιολογημένα, ισχυριζόμενος ότι το επίδικο ακίνητο είχε αποκτήσει ο ίδιος με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας), πρόβαλε επικουρικά, προφορικά κατά τη συζήτηση αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την ένσταση παραγραφής της αγωγής αυτής, ισχυριζόμενος ότι αυτή (αγωγή) έχει υποπέσει στην εικοσαετή παραγραφή, καθόσον ο ίδιος ασκεί από το 1976, ήτοι για χρονικό διάστημα μείζον της εικοσαετίας, τις αναφερόμενες στις προτάσεις του πράξεις κατοχής επί του επιδίκου. Όμως με το ως άνω περιεχόμενο η ένσταση παραγραφής, την οποία ο εκκαλών εναγόμενος επαναφέρει ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τον τέταρτο λόγο της έφεσης του, είναι αόριστη και συνεπώς απορριπτέα, διότι δεν διαλαμβάνει τα αναγκαία για την πληρότητα της στοιχεία, καθόσον ο ενιστάμενος εκκαλών δεν εκθέτει την απαιτούμενη γνωστοποίηση προς τον εφεσίβλητο και τη δικαιοπάροχο αυτού ότι ο ίδιος νέμεται το επίδικο και κατά το ανήκον σε αυτούς κληρονομικό μερίδιο, ώστε να δύναται να αντιτάξει έναντι αυτών την ένσταση παραγραφής, αφού, όπως προεκτέθηκε, ο συγκοινωνός τεκμαίρεται ότι κατέχει το κοινό για λογαριασμό όλων των λοιπών κοινωνών. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την ένσταση παραγραφής ως αόριστη, αν και με εν μέρει διαφορετικές αιτιολογίες, οι οποίες συμπληρώνονται από τις παρούσες, δεν έσφαλε κατ' αποτέλεσμα και κατ' ακολουθία πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος της έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών, παράπονου μένος για την κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, επαναφέρει την ως άνω ένσταση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ως αβάσιμος.

 

Από τις διατάξεις των άρθρων 1033, 1041 επ. ΑΚ και 262 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο κατά της διεκδικητικής αγωγής ακινήτου, που στηρίζεται σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, προβαλλόμενος από τον εναγόμενο ισχυρισμός ότι αυτός απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποτελεί ένσταση, εφόσον ο χρόνος της νομής, που περιέχεται στα πραγματικά περιστατικά που προτείνονται και αληθινά υποτιθέμενα προσπορίζουν στον προτείνοντα την κυριότητα, είναι επαρκής για τη συμπλήρωση διπλής χρησικτησίας. Σε περίπτωση δε που ο ενάγων στηρίζει τη διεκδικητική αγωγή του επί ακινήτου σε σύμβαση ή διάταξη τελευταίας βουλήσεως, ο εναγόμενος μπορεί να αντιτάξει ότι αυτός απέκτησε επ’ αυτού κυριότητα με χρησικτησία, για το λόγο ότι άσκησε σε αυτό προγενέστερες ή σύγχρονες πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, οπότε προβάλλει αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, ενώ εάν αντιτάξει ότι άσκησε μεταγενέστερες πράξεις νομής με διάνοια κυρίου, προτείνει ένσταση ιδίας κυριότητας, η οποία, εφόσον αποδειχθεί ως βάσιμη, έχει ως έννομο αποτέλεσμα την απώλεια της κυριότητας από τον ενάγοντα και την απόκτηση αυτής από τον εναγόμενο (ΑΠ 425/2001 αδημ. σε νομικά περιοδικά, ΑΠ 1882/1999 Αρμ 2000.1374, ΑΠ 256/1989 ΕλλΔνη 1990.528). Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται  αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για να θεωρηθεί η άσκηση δικαιώματος ως καταχρηστική, κατά την διάταξη αυτή, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων, που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή ο οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή τις περιστάσεις που μεσολαβήσαν ή από άλλα περιστατικά, το οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν την γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκηση του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Η αδράνεια του δικαιούχου για την άσκηση τον δικαιώματος, καθώς και η καλόπιστη πεποίθηση του υπόχρεου ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί κατ' αυτού, έστω και αν αυτή δημιουργήθηκε από την αδράνεια του δικαιούχου, δεν αρκεί καταρχήν να καταστήσει καταχρηστική την άσκηση του δικαιώματος. Αν όμως η αδράνεια συνοδεύεται από ειδικές περιστάσεις που συνδέονται με προηγούμενη συμπεριφορά του δικαιούχου και ο ίδιος, μεταβάλλοντας τη στάση του, επιχειρεί εκ των υστέρων ανατροπή της κατάστασης που έχει ήθη διαμορφωθεί και παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς για τα συμφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις, χωρίς να είναι απαραίτητο να προκαλούνται αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον ίδιο συνέπειες, τότε η άσκηση του δικαιώματος μπορεί να καταστεί μη ανεκτή κατά την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη και συνεπώς καταχρηστική και απαγορευμένη (Ολ ΑΠ 33/2005, Ολ. ΑΠ 7/2002, ΑΠ 645/2016, ΑΠ 813/2015).

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται ειδικά από τον ενάγοντα (αρθρ. 457 παρ. 4 ΚΠολΔ, ΑΠ 378/1997 ΕλλΔικ 38.1788, ΕφΔωδ 221/2007 ΝΟΜΟΣ), μερικών εκ των οποίων (εγγράφων) γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω, ουδενός πάντως εξ αυτών παραλειφθέντος για την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς, πλην των α) προσκομιζομένων και επικαλουμένων απαραδέκτως από τον εκκαλούντα το πρώτον με την προσθήκη στις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου εγγράφων, τα οποία δεν προσάγονται για την αντίκρουση ισχυρισμών του αντιδίκου του που προβάλλονται με τις προτάσεις, ώστε να δύνανται να ληφθούν υπόψιν (ΟλΑΠ 9/2000) και β) της προσκομιζόμενης από τον εκκαλούντα από 8-4-2012 βεβαίωσης του ..., η οποία δεν επιτρέπεται να ληφθεί υπόψιν ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι συνιστά στην ουσία μαρτυρία τρίτου προσώπου και δόθηκε μετά την εκδίκαση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και πριν από την εκδίκαση αυτής στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό στοιχείο στη δίκη αυτή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, χωρίς να τηρηθούν οι δικονομικές διατάξεις περί μαρτυρικών καταθέσεων, κατά τις οποίες οι μαρτυρίες των τρίτων δίνονται είτε με εξέταση αυτών ενώπιον του δικαστηρίου  κατά τη δικάσιμο είτε με ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου και ύστερα από κλήτευση του αντιδίκου πριν από την προβλεπόμενη στο νόμο προθεσμία (ΟλΑΠ 8/1987, ΑΠ 928/1997 ΕλλΔνη 40.582, ΑΠ 568/1992 ΕΕργΔ 53.492), από την υπ' αριθ. ΚΑΤ 23/20-10-2010 ένορκη βεβαίωση της ..., που προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα ο ενάγων, η οποία λήφθηκε νομότυπα ενώπιον του αρμόδιου υπαλλήλου με το βαθμό ΔΓ Α του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Μόντρεαλ Καναδά ... ύστερα από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων, ήτοι οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν, όπως προκύπτει από τις υπ' αριθ. 3760Β/22-9-2010 και 3774Β/28-9-2010 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείου Αθηνών ..., απορριπτόμενου ως αβάσιμου του ισχυρισμού του   εκκαλούντος εναγομένου που επαναφέρεται με λόγο έφεσης ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ότι αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν αναγράφεται η ώρα κατά την οποία λήφθηκε, δοθέντος ότι από τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ που εξαρτά το παραδεκτό της ένορκης βεβαίωσης ενώπιον προξένου, κατά την τακτική διαδικασία, από την προηγούμενη κλήτευση του αντιδίκου πριν από οκτώ τουλάχιστον ημέρες, εφόσον πρόκειται να δοθεί στην αλλοδαπή, προκειμένου να μπορέσει αυτός που καλείται να παραστεί κατά την εξέταση, προκύπτει ότι το αποδεικτικό αυτό μέσο δεν καθίσταται απαράδεκτο σε περίπτωση που δεν παραστεί ο νομίμως προς τούτο κλητευθείς αντίδικος, από μόνο το γεγονός ότι στη σχετική προξενική έκθεση δεν αναγράφεται η ώρα λήψης της ένορκης βεβαίωσης αρκεί να βεβαιώνεται ότι ο διάδικος που δεν εμφανίστηκε, κλητεύθηκε νόμιμα και τούτο να αποδεικνύεται από τις σχετικές εκθέσεις επίδοσης (ΑΠ 187/2008 ΝΟΜΟΣ), από τις υπ' αριθ. 7635, 7636 και 7637/22-10-2010 ένορκες βεβαιώσεις των ... που επικαλείται και προσκομίζει ο εκκαλών εναγόμενος, με πρωτοβουλία του οποίου λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος πριν από δύο τουλάχιστον ημέρες (αρθρ. 270 παρ. 2 εδ. γ ΚΠολΔ, βλ. υπ' αριθ. 6571 Γ/18-10-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας Γεράσιμου Τραυλού προς την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος - αρθρ. 143 παρ. 3 ΚΠολΔ, βλ. ΑΠ 1069/1991 ΕλλΔικ 1992.820), ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι υπ' αριθ. 1997/4-4-2012, 1998/4-4-2012 και 2082/6-4-2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών των μαρτύρων ... αντίστοιχα, και οι υπ' αριθ. 114/9-4-2012, 115/9-4-2012 και 116/10-4-2012 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον   του Ειρηνοδίκη Αργοστολίου των μαρτύρων ... αντίστοιχα, οι οποίες λήφθηκαν με πρωτοβουλία του εκκαλούντος εναγομένου χωρίς την τήρηση των νομίμων προϋποθέσεων, ήτοι χωρίς την προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντος, ο οποίος δεν παραστάθηκε κατά τη σύνταξη τους, και από τις ομολογίες των διαδίκων για τις οποίες θα γίνει ειδική μνεία κατωτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 20-2-1985 απεβίωσε στο Αργοστόλι Κεφαλληνίας ο ..., πατέρας του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου, χωρίς να αφήσει διαθήκη, ο οποίος κληρονομήθηκε κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής (αρθρ. 1710 παρ. 2, 1813 ΑΚ) από τα τρία τέκνα του, ... (ενάγοντα), ... (πρώτο εναγόμενο) και ..., καθόσον η σύζυγος του είχε ήδη προαποβιώσει. Ήδη δε ο ενάγων, ..., απεβίωσε στις 15-12-2015, ήτοι μετά την άσκηση της κρινόμενης έφεσης χωρίς να αφήσει διαθήκη, κληρονομούμενος κατά τους κανόνες της εξ αδιαθέτου διαδοχής και κατά ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου από τον καθένα, από τη σύζυγο του, ...η, και τα τρία τέκνα του, ..., οι οποίοι (κληρονόμοι του) συνεχίζουν σύμφωνα  με  τα  προαναφερόμενα τη διακοπείσα λόγω του θανάτου του εφεσίβλητου - ενάγοντος δίκη. Στην κληρονομιά του ... αποδείχθηκε ότι περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, και ένα οικόπεδο κείμενο εντός του οικισμού Κατοχώρι του Δ.Δ. Καραβάδου του Δήμου Λειβαθούς Κεφαλονιάς, εκτάσεως 545,57 τ.μ., με την εντός αυτού ισόγεια οικοδομή και προσθήκη συνολικού εμβαδού περίπου 75,94 τ.μ., το οποίο συνορεύει βόρεια εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ... και εν μέρει με δημοτικό δρόμο, νότια με ιδιοκτησία κληρονόμων ..., ανατολικά εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ..., εν μέρει με ιδιοκτησία κληρονόμων ... και εν μέρει με ιδιοκτησία ... και δυτικά εν μέρει με ιδιοκτησία ... και εν μέρει με δημοτικό δρόμο. Το ανωτέρω ακίνητο μετά το θάνατο του ... περιήλθε στη σύννομη των τριών τέκνων του, μοναδικών εξ αδιαθέτου κληρονόμων του, και δη κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου σε καθένα. Ο πρώτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι το ακίνητο αυτό δεν περιλαμβανόταν στην κληρονομιά που κατέλιπε κατά τον χρόνο του θανάτου του ο κληρονομούμενος πατέρας του. Ειδικότερα, αυτός συνομολογεί μεν ότι το επίδικο ανήκε αρχικά στην κυριότητα του πατέρα του, ισχυρίζεται όμως ότι ο πατέρας του είχε δωρίσει άτυπα το επίδικο κατά το έτος 1976 στον ίδιο (πρώτο εναγόμενο), ο οποίος έκτοτε το κατείχε με διάνοια κυρίου. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός (ο οποίος αποτελεί αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής και όχι ένσταση ιδίας κυριότητας, όπως διατείνεται ο εκκαλών εναγόμενος) ελέγχεται ως αβάσιμος, μη δυνάμενος να στηριχθεί στις καταθέσεις του μάρτυρα ανταπόδειξης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και στις περιλαμβανόμενες τοιαύτες στις προσαγόμενες με επίκληση από τον εναγόμενο ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες (καταθέσεις) κρίνονται αναξιόπιστες, αφού το περιεχόμενο αυτών αναιρείται από πλήρως αποδειχθέντα πραγματικά γεγονότα. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι δυνάμει του υπ' αριθ. .../23-8-1991 πληρεξουσίου του συμβολαιογράφου Αργοστολίου,  ...,  η ..., αδελφή του πρώτου εναγομένου και του αρχικού ενάγοντος, ..., διόρισε ειδικό πληρεξούσιο, αντιπρόσωπο και αντίκλητο τον πρώτο εναγόμενο, αδερφό της, στον οποίο χορήγησε την εξουσία, μεταξύ άλλων, να προβεί σε κατάρτιση σύμβασης δωρεάς του ποσοστού της ιδίας στο επίδικο με αυτοσύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 235 ΑΚ. Στο ως άνω δε συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο γίνεται σαφής αναφορά ότι το ποσοστό της ... στο επίδικο ακίνητο (1/3 εξ αδιαιρέτου) περιήλθε σε αυτήν λόγω κληρονομικής διαδοχής του πατέρα της. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το προαναφερόμενο πληρεξούσιο συντάχθηκε εν γνώσει του πρώτου εναγομένου, ο οποίος συνόδευσε την αδελφή του στον συμβολαιογράφο και δεν απέτρεψε αυτήν από την ενέργεια αυτή, η οποία (ενέργεια) ουδόλως συνάδει βεβαίως με τα υποστηριζόμενα από τον πρώτο εναγόμενο, ότι δηλαδή το 1976 ο πατέρας του παρέδωσε σε αυτόν τη νομή του επιδίκου ακινήτου λόγω δωρεάς, και δη εν γνώσει των συγκληρονόμων αδερφών του, και ότι έκτοτε κατείχε αυτός το επίδικο με διάνοια αποκλειστικού κυρίου. Εξάλλου, ουδεμία επιστολή της ... προς τον εναγόμενο αδερφό της προσκομίζεται στην οποία η ... αναφέρεται στο επίδικο «ως σπίτι του εναγομένου», όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εκκαλών εναγόμενος. Επομένως, το επίδικο ακίνητο ανήκε στην κληρονομιά που κατέλειπε ο ..., καθώς η νομή του ουδέποτε παραδόθηκε από τον ως άνω κύριο αυτού στον πρώτο εναγόμενο με άτυπη σύμβαση δωρεάς. Εφόσον δε ο ανωτέρω κληρονομούμενος δεν κατέλειπε διαθήκη, μετά το θάνατο του περιήλθε το επίδικο ακίνητο από κοινού και κατ' ισομοιρία (1/3 εξ αδιαιρέτου) στα τρία τέκνα του, ... (αρχικό ενάγοντα), ... (πρώτο εναγόμενο) και .... Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της υπ' αριθ. .../30-3-2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς του συμβολαιογράφου Αργοστολίου ... που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου στο τόμο ... με αύξοντα αριθμό ... ο ενάγων αποδέχθηκε την επαχθείσα σε αυτόν εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα του, καθιστάμενος τοιουτοτρόπως συγκύριος του επιδίκου κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου αναδρομικά από τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου (άρθρ. 1199 ΑΚ). Ομοίως συγκυρία στο επίδικο κατά ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου από την εξ αδιαθέτου κληρονομιά του πατέρα της κατέστη και η ... δυνάμει της υπ' αριθ. .../2-11-2006 πράξης αποδοχής κληρονομιάς ενώπιον του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του

Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό ..., καθώς έως τον χρόνο εκείνο ο πρώτος εναγόμενος δεν είχε κάνει χρήση του προς αυτόν χορηγηθέντος από την αδελφή του πληρεξουσίου. Η τελευταία δυνάμει της υπ' αριθ. .../20-11-2006 συμβολαιογραφικής πράξης ανάκλησης του αυτού ως άνω συμβολαιογράφου ανακάλεσε το προαναφερόμενο υπ' αριθ. .../23-8-1991 πληρεξούσιο προς τον πρώτο εναγόμενο. Ακολούθως δυνάμει του υπ' αριθ. .../15-4-2008 συμβολαίου του ιδίου πάντα συμβολαιογράφου, το οποίο μεταγράφηκε στις 15-5-2008 στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …, η ... μεταβίβασε λόγω δωρεάς το ιδανικό της μερίδιο στο επίδικο ακίνητο (όπως και στα υπόλοιπα ακίνητα της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πατέρα της) στον ενάγοντα, ο οποίος συνεπώς κατέστη συγκύριος στο επίδικο σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο πρώτος εναγόμενος διατεινόμενος αναληθώς ενώπιον της συμβολαιογράφου Μαραθώνος Αττικής ... ότι απέκτησε κατά πλήρη κυριότητα το επίδικο ακίνητο με τα προσόντα της τακτικής και έκτακτης χρησικτησίας και συγκεκριμένα κατέχοντας αυτό με διάνοια αποκλειστικού κυρίου από το 1976 δυνάμει, όπως ισχυρίστηκε, άτυπης σύμβασης δωρεάς μεταξύ του ιδίου ως δωρεοδόχου και του πατέρα του ως δωρητή, αδιαλείπτως έως το 2006, ζήτησε να συνταχθεί το υπ' αριθ. .../9-6-2006 συμβόλαιο γονικής παροχής ψιλής κυριότητας αστικού ακινήτου με παρακράτηση δικαιώματος ισόβιας επικαρπίας που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Αργοστολίου στον τόμο ... με αύξοντα αριθμό .... Κατέχει δε έκτοτε ο πρώτος εναγόμενος ολόκληρο το επίδικο προσβάλλοντας το δικαίωμα συγκυριότητας του ενάγοντος κατά το ανήκον σε αυτόν ποσοστό των 2/3 εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος, όσο ζούσε ο πατέρας του επισκεπτόταν αυτόν στην επίδικη πατρική οικία κυρίως κατά τους καλοκαιρινούς μήνες και κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Μετά δε το θάνατο του πατέρα του (το έτος 1985) ο πρώτος εναγόμενος, όντας μόνος αυτός εκ των τριών τέκνων του κληρονομουμένου κάτοικος Ελλάδας, ασκούσε πράξεις νομής στο επίδικο, το οποίο επέβλεπε, περιποιόταν και συντηρούσε, επισκεπτόμενος αυτό κατά τις διακοπές μόνο (Χριστουγέννων, Πάσχα και καλοκαιρινές), αφού ουδέποτε υπήρξε μόνιμος κάτοικος Κεφαλλονιάς. Πράγματι ο εναγόμενος ήταν καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διορισμένος κατά το χρονικό διάστημα από 1979 έως 1983 σε γυμνάσια της Αττικής, από το έτος 1983 έως 1988 σε ελληνικό γυμνάσιο στο Βέλγιο, και ακολούθως σε γυμνάσια Αττικής, όπως ο ίδιος ομολογεί, ενώ σε όλα τα έγγραφα της δικογραφίας φέρεται κάτοικος Αθηνών. Πλην όμως τις προαναφερόμενες πράξεις νομής ο πρώτος εναγόμενος δεν ασκούσε αποκλειστικά στο όνομα του, αλλά κατά το ποσοστό συγκυριότητας των αδελφών (οι οποίοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού), ασκούσε αυτές ως αντιπρόσωπος αυτών και για λογαριασμό τους, χωρίς ουδέποτε να έχει γνωστοποιήσει στους συγκληρονόμους του πρόθεση του να νέμεται αυτό ως αποκλειστικός κύριος και κατά τα δικά τους κληρονομικά μερίδια. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ..., είχε μεταβεί ήδη πριν τον θάνατο του πατέρα τους στον Καναδά, όπου δημιούργησε οικογένεια και έζησε έως τον θάνατο του. Εξαιτίας προβλημάτων υγείας ο ενάγων δεν ερχόταν στην Ελλάδα (την οποία, αν και όχι συχνά, επισκέπτονταν η σύζυγος και τα τέκνα του), ουδέποτε όμως παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του στην κληρονομιά του πατέρα του, ούτε επέδειξε συμπεριφορά που να μπορούσε να δημιουργήσει στον πρώτο εναγόμενο την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει τα δικαιώματα του στο επίδικο ακίνητο ή στα λοιπά κληρονομιαία ακίνητα. Εξάλλου, η αδερφή του ενάγοντος και του πρώτου εναγομένου, ..., ομοίως είχε εγκατασταθεί ήδη πριν τον θάνατο του πατέρα της στον Καναδά, όπου δημιούργησε οικογένεια, επισκεπτόταν όμως αυτή την Ελλάδα και δη την Κεφαλλονιά. Κατά τις επισκέψεις της αυτές διέμενε συνήθως σε οικία της πατρικής οικογένειας του συζύγου της, γειτονική του επιδίκου, χωρίς όμως να έχει παραιτηθεί των κληρονομικών της δικαιωμάτων στο επίδικο. Τόσο ο ενάγων όσο και η ... διατηρούσαν επικοινωνία με τον αδερφό τους, τηλεφωνική αλλά και δια αλληλογραφίας και οι σχέσεις τους ήταν άριστες. Μάλιστα από τη μεταξύ τους αλληλογραφία, μέρος της οποίας σώζεται και προσκομίζεται μετ' επικλήσεως από τους διαδίκους, προκύπτει ότι ο ενάγων και η … βοηθούσαν όσο μπορούσαν και όταν χρειαζόταν τον πρώτο εναγόμενο, άλλοτε στέλνοντας χρήματα (ο ενάγων - βλ. σχετική προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα επιστολή του πρώτου εναγομένου προς αυτόν), άλλοτε αναλαμβάνοντας και αυτοί εργασίες συντήρησης της παλαιάς οικίας (η ... - βλ. σχετική προσκομιζόμενη από εκκαλούντα εναγόμενο επιστολή αυτής προς τον ίδιο), ενώ και ο εναγόμενος εξυπηρετούσε τα αδέρφια του, τακτοποιώντας για λογαριασμό τους εκκρεμότητες που είχαν στην Ελλάδα. Το 1991 η ... χορήγησε, όπως προεκτέθηκε, στον εναγόμενο την πληρεξουσιότητα να προβεί ο ίδιος με αυτοσύμβαση στην κατάρτιση σύμβασης δωρεάς του ποσοστού της στο επίδικο ακίνητο. Εντούτοις ο πρώτος εναγόμενος ουδέποτε προέβη στην κατάρτιση της σύμβασης αυτής. Ωστόσο αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις των αδερφών σε χρόνο που δεν κατέστη δυνατό να προσδιοριστεί, πάντως οπωσδήποτε μετά το καλοκαίρι του 2001 (αφού στις 26-6-2001 ο σύζυγος της αδερφής των διαδίκων ..., ..., δυνάμει του υπ' αριθ. .../26-6-2001 πληρεξουσίου του Γενικού προξένου της Ελλάδος στο Μόντρεαλ διόρισε πληρεξούσιο αυτού ενώπιον των ελληνικών αρχών τον εναγόμενο, συνεπώς τουλάχιστον έως τότε οι μεταξύ των αδερφών σχέσεις εξακολουθούσαν να είναι σχέσεις εμπιστοσύνης) και πριν το 2006, διαταράχτηκαν, με αποτέλεσμα η ... να προβεί το 2006 στην ανάκληση της χορηγηθείσας στον εναγόμενο πληρεξουσιότητας και ακολούθως στη μεταβίβαση του ποσοστού συγκυριότητας της στο επίδικο στον ενάγοντα. Ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι αυτός ασκούσε ακόμη και προ του θανάτου του πατέρα τους, συνέχισε δε και μετά το θάνατο αυτού, πράξεις νομής στο ακίνητο, δαπανώντας από το 1981 έως το 2001 το συνολικό ποσό των 80.000 ευρώ σε ανακαινιστικές εργασίες της οικίας, συντελώντας στην επαύξηση της αξίας της οικίας, ενώ τόσο ο ενάγων όσο και η αδερφή τους δήλωναν ότι ουδεμία αξίωση έχουν στο επίδικο, ουδέποτε δε εναντιώθηκαν στις ενέργειες του ή διαμαρτυρήθηκαν για αυτές, ώστε να έχει δημιουργηθεί σε αυτόν η πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί σχετική αγωγή, η δε άσκηση αυτής να προκαλεί έντονη εντύπωση αδικίας σε βάρος του σε σχέση προς το όφελος του ενάγοντος από την άσκηση της.

 

Η ένσταση του όμως αυτή, αν και νόμιμη (άρθρο 281 ΑΚ), είναι ουσιαστικά αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί για τους εξής λόγους: Αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος ως συννομέας του ακινήτου προέβη σε αναγκαίες εργασίες συντήρησης, για λόγους υγιεινής και ασφάλειας κυρίως (επισκευή ξύλινων κουφωμάτων, κατεδάφιση ερειπωμένου κτίσματος, καθαρισμός οικοπέδου, επισκευή σκεπής), τις οποίες φυσικό ήταν να ενεργήσει αυτός, εφόσον αυτός ζούσε στην Ελλάδα, ενώ τα αδέρφια του ήταν μόνιμοι κάτοικοι Καναδά, ενώ από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος γνωστοποίησε στα αδέρφια του ότι αντιποιείται τη νομή και των μεριδίων τους ή ότι ενεργούσε έχοντας την πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθούν σε βάρος του δικαιώματα από τη συγκυριότητα. Σε ανακαινιστικές εργασίες εκτεταμένης κλίμακας προέβη ο εναγόμενος μόνο μετά το 2006 και κυρίως κατά τα έτη 2008 και 2009, ήτοι μετά και την ανάκληση της πληρεξουσιότητας, αναλαμβάνοντας τον κίνδυνο των οικονομικών σε βάρος του συνεπειών σε περίπτωση διεκδίκησης από τους συγκληρονόμους των μεριδίων τους. Το αντίθετο δεν προκύπτει από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του εναγομένου και τις προσκομισθείσες από αυτόν ένορκες βεβαιώσεις, οι οποίες είναι αντιφατικές μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται. Προηγουμένως δε είχε επιχειρήσει ο εναγόμενος να δημιουργήσει τετελεσμένες καταστάσεις με την κατάρτιση αβάσιμου τίτλου κυριότητας με τη σύσταση της προαναφερόμενης γονικής παροχής της ψιλής κυριότητας του επιδίκου στον υιό του, δεύτερο εναγόμενο. Ουδεμία δε συμπεριφορά αποδείχθηκε ότι εκπορεύτηκε από τον ενάγοντα που να είναι ικανή να δημιουργήσει στον εναγόμενο την εύλογη πεποίθηση ότι απεμπολεί και εγκαταλείπει τα από την συγκυριότητα δικαιώματα του. Δεν συντρέχουν λοιπόν εν προκειμένω ειδικές περιστάσεις που να έχουν αιτιώδη σχέση με τη συμπεριφορά του δικαιούχου του δικαιώματος που ασκείται, ώστε να μη δικαιολογείται η μεταγενέστερη άσκηση του κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Και ναι μεν ο εναγόμενος θα υποστεί δυσμενείς περιουσιακές συνέπειες από την ένδικη διεκδίκηση του επιδίκου λόγω της υποβολής του στις δαπάνες για την ανακαίνιση της πατρικής οικίας, πλην όμως αυτές (δαπάνες) είναι απότοκες αποκλειστικά και μόνο των δικών του επιλογών και ενεργειών, εφόσον είχε ήδη κοινοποιηθεί σε αυτόν η ανάκληση του πληρεξουσίου και συνεπώς υπήρχε κίνδυνος διεκδίκησης του επιδίκου. Συνεπώς, με βάση τα περιστατικά που αποδείχθηκαν, η άσκηση της ένδικης αγωγής δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που διαγράφει το άρθρο 281 ΑΚ. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η ένσταση περί καταχρηστικής ασκήσεως της ένδικης αγωγής, την οποία προέβαλε πρωτοδίκως με τις προτάσεις του ο εναγόμενος και επαναφέρει με σχετικό λόγο εφέσεως. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι ο ενάγων κατέστη κύριος με παράγωγο τρόπο σε ποσοστό 2/3 εξ αδιαιρέτου του επιδίκου ακινήτου (1/3 λόγω κληρονομικής διαδοχής και 1/3 λόγω δωρεάς) και αφού απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος ως αβάσιμη στην ουσία της έκανε δεκτή την αγωγή, αναγνωρίζοντας τον ενάγοντα συγκύριο του επιδίκου κατά το ως άνω ποσοστό και υποχρεώνοντας τον εναγόμενο να αποδώσει αυτό στον ενάγοντα, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων. Συνεπώς οι περί του αντιθέτου δεύτερος, τρίτος και πέμπτος λόγοι της έφεσης είναι αβάσιμοι και πρέπει να απορριφθούν. Ελλείψει δε άλλου λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της η έφεση του πρώτου εκκαλούντος ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα των καλούντων, υπεισελθόντων στη θέση του εφεσίβλητου ενάγοντος κληρονόμων του, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων που ηττήθηκαν (αρθρ. 176 183 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του δεύτερου εκκαλούντος και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

 

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως προς τον δεύτερο εκκαλούντα.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατ' ουσίαν την έφεση ως προς τον πρώτο εκκαλούντα.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους εκκαλούντες στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας των υπεισελθόντων στη θέση του αρχικού εφεσίβλητου - ενάγοντος κληρονόμων του, τα οποία ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Πάτρα, στις   2018 με την παραπάνω σύνθεση και, επειδή τα μέλη της σύνθεσης Γεώργιος Αλεξόπουλος και Αλεξάνδρα Λιόλιου μετατέθηκαν, δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις … 2018 με την ακόλουθη σύνθεση απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ