ΤρΕφΛαρίσης 340/2015

 

Αθέμιτος ανταγωνισμός - Λεωφορεία - Κοινά ταμεία εισπράξεων λεωφορείων - Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος - ΟΣΕ - ΤΡΑΙΝΟΣΕ - Παθητική νομιμοποίηση - Αθέμιτος ανταγωνισμός - Απόσπαση πελατείας - Κόμιστρο - Δεσπόζουσα θέση -.

 

Αγωγή υπεραστικών ΚΤΕΛ κατά ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ για να αναγνωριστεί ότι η εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου με λεωφορεία μεταξύ Λάρισας - Βόλου ανήκει στους ενάγοντες και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να παύσουν τα άνω δρομολόγια με λεωφορεία αντί κομίστρου. Ανομιμοποίητη, και αυτεπάγγελτα, η αγωγή κατά ΟΣΕ ΑΕ που τυγχάνει αυτοτελές νομικό πρόσωπο διάφορο της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΑΕ, στην οποία και μόνο έχει ανατεθεί βάσει νόμου η εκτέλεση του μεταφορικού έργου. Γενική ρήτρα απαγόρευσης κάθε πράξης που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού και αντίκειται στα χρηστά ήθη, στην οποία εμπίπτει και η απόσπαση πελατείας που καθίσταται αθέμιτη με συνδρομή ειδικών συνθηκών. Ανταγωνιστική η πράξη που στρέφεται κατά οικονομικής ελευθερίας του καταναλωτή. Εκτέλεση υπό εναγόμενης δρομολογίων μεταξύ των άνω πόλεων με χρονική αντιστοιχία στις ώρες άφιξης των αμαξοστοιχιών του άξονα Αθηνών-Θεσσαλονίκης, ώστε οι επιβάτες αυτών να επιβιβάζονται αμέσως στα λεωφορεία. Δεν πρόκειται για αυτοτελές αστικό δρομολόγιο, αλλά για κλειστή λεωφορειακή γραμμή που συνδέει τους άνω σιδηροδρομικούς σταθμούς με περιορισμένα δρομολόγια, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις, συμπληρωματικά του κυρίως σιδηροδρομικού έργου της εναγομένης.. Μη υποτιμημένο το κόμιστρο της εναγομένης, αφού πανελλαδικά τα τιμολόγιά της είναι χαμηλότερα από αυτά των εναγόντων. Μη καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης ελλείψει απόδειξης ότι η εναγομένη αύξησε τον αριθμό των δρομολογίων στην επίδικη γραμμή, ή ότι προέβη σε αθέμιτη υποτίμηση των τιμολογίων για να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές, ενώ δεν προσκομίσθηκαν συγκριτικά αριθμητικά στοιχεία μετακινηθέντων επιβατών για να κριθεί η ύπαρξη ή μη δεσπόζουσας θέσης της εναγομένης.

 

 

 

ΤρΕφΛαρίσης 340/2015

 

 

1. Η κρινόμενη έφεση των ηττηθέντων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων, κατά της υπ' αριθμ. 165/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπροθέσμως και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495 παρ.1, 511, 513 παρ. 1, 518 παρ.2, ΚΠολΔ), ενώ, για το παραδεκτό της κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το νόμο παράβολο ποσού 200 ευρώ [βλ. άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστ. με άρθρο 12 παρ. 2 ν. 4055/2012, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4139/2013, το οποίο καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς υποθέσεις (βλ. άρθρο 98 ν. 4139/2013 και διόρθωση σφαλμάτων ΦΕΚ Α 92/19.4.2013)]. Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή (532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

 

2. Με την από 21-12-2011 (αριθ. κατ. 675/22-12-2011) αγωγή τους οι ενάγοντες ισχυρίσθηκαν ότι οι δυο πρώτες αυτών έχουν συσταθεί δυνάμει των αναφερομένων ιδρυτικών καταστατικών κατά μετατροπή ως ανώνυμες εταιρίες, διεπόμενες εφεξής από τις διατάξεις του ν. 2963/2001 και ότι εκτελούν μονοπωλιακά το έργο της μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία αυτοκίνητα- (ιδιόκτητα της Α.Ε. ή μισθωμένα σ' αυτή από τους ιδιοκτήτες τους) σε νομαρχιακό επίπεδο και συγκεκριμένα των υπεραστικών γραμμών εντός της περιφέρειας των Νομών Λάρισας και Μαγνησίας, των υπεραστικών γραμμών που συνδέουν τη Λ. και τον Β., αντίστοιχα, με τις πρωτεύουσες των όμορων νομών, καθώς και αυτών που συνδέουν τη Λ. με τον Β., ενώ το τρίτο και τέταρτο είναι συνδικαλιστικά όργανα των μετόχων της πρώτης και της δεύτερης αυτών. Ότι η πρώτη εναγομένη, ανώνυμη εταιρία, ως δημόσια επιχείρηση, έχει το μονοπώλιο στις σιδηροδρομικές γραμμές και το κόμιστρό της καθορίζεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο, στα πλαίσια που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών. Ότι, η δεύτερη εναγομένη καθορίζει τη συνολική στρατηγική για τις σιδηροδρομικές μεταφορές και έχει στην κυριότητά της την υποδομή και το τροχαίο υλικό των συρμών. Ότι, η πρώτη εναγομένη από την 12η Σεπτεμβρίου 2011 και εφεξής, κατά κατάχρηση της δεσπόζουσας αυτής θέσης, στο χώρο των σιδηροδρομικών μεταφορών, προέβη κατά τρόπο παράνομο και αντιβαίνοντα στα χρηστά ήθη, με σκοπό τον αθέμιτο ανταγωνισμό, στην εκτέλεση, με λεωφορεία που ανήκουν κατά κυριότητα στη δεύτερη εναγομένη και μισθώνει από την τελευταία, στην εκτέλεση των αναφερομένων τριών (3) ημερησίων υπεραστικών δρομολογίων μετ' επιστροφής, που συνδέουν τις πόλεις της Λ. και του Β., διενεργώντας παράνομη οδική μεταφορά και αφαιρώντας μεταφορικό έργο που ανήκει κατ' αποκλειστικότητα στις δύο (2) πρώτες αυτών (ενάγουσες), με καταφανώς χαμηλότερο αντίτιμο, που δεν καλύπτει το κόστος μεταφοράς και τα λειτουργικά έξοδα των λεωφορείων, με περαιτέρω συνέπεια να απειλούνται αυτές με οικονομική ζημία λόγω απώλειας εσόδων από τις εν λόγω υπεραστικές γραμμές. Ότι, από την προεκτιθέμενη συμπεριφορά της πρώτης εναγομένης, που αντίκειται στα χρηστά ήθη και γίνεται με σκοπό ανταγωνισμού και κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης που κατέχει στις σιδηροδρομικές μεταφορές, υφίστανται αυτές οικονομική ζημία, αφού μειώθηκε σημαντικά το επιβατικό τους κοινό και κατά συνέπεια και τα έσοδά τους. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησαν να αναγνωρισθεί ότι η εκτέλεση του συγκοινωνιακού έργου με λεωφορεία μεταξύ των πόλεων Λ.-Β. ανήκει στις δύο πρώτες αυτών (ενάγουσες), να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να παύσουν στο μέλλον τη μεταφορά επιβατών με λεωφορεία αντί κομίστρου από την πόλη της Λ. σε αυτή του Β. και αντιστρόφως και με την απειλή σε βάρος τους χρηματικής ποινής ύψους 5.000,00, για κάθε παράβαση των όρων της εκδοθησόμενης απόφασης, να παραλείπουν στο μέλλον κάθε ενέργεια που θα συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος τους και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ' αριθμ. 165/2014 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την δεύτερη εναγομένη ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης αυτής και ως προς τη δεύτερη ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τώρα οι ενάγοντες, με τους λόγους της, υπό κρίση, έφεσής τους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει εξ ολοκλήρου δεκτή η αγωγή τους.

 

 

3. Με τον Ν. 3891/2010 ρυθμίστηκαν αρμοδιότητες του Ο.Σ.Ε. και των θυγατρικών της εταιριών ΓΑΙΟΣΕ, ΕΡΓΑΟΣΕ, ΕΔΙΣΥ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του ανωτέρω νόμου ο ΟΣΕ έχει τις κάτωθι αρμοδιότητες: 1. Ο ΟΣΕ ασκεί καθήκοντα διαχειριστή της Εθνικής Σιδηροδρομικής Υποδομής όπως αυτή ορίζεται στην περίπτωση 16 του άρθρου 2 του π.δ. 41/2005 (ΦΕΚ 60 Α'). 2. Ως διαχειριστής της Σιδηροδρομικής Υποδομής, ο ΟΣΕ ασκεί τη διαχείριση και εκμετάλλευση της Εθνικής Σιδηροδρομικής Υποδομής και έχει ιδίως την ευθύνη κατασκευής νέας υποδομής, συντήρησης και λειτουργίας της υφιστάμενης υποδομής, διαχείρισης των συστημάτων ρύθμισης και ασφάλειας της σιδηροδρομικής κυκλοφορίας, καθώς και όσων αρμοδιοτήτων προβλέπονται από την εθνική και κοινοτική νομοθεσία για το διαχειριστή Σιδηροδρομικής Υποδομής. 3. Στις αρμοδιότητες του ΟΣΕ περιλαμβάνονται επίσης: α) οι υπηρεσίες επισκευής, ανακατασκευής και συντήρησης τροχαίου και λοιπού σιδηροδρομικού υλικού, β) η ίδρυση και λειτουργία σχολών ή εκπαιδευτικών κέντρων οποιασδήποτε φύσεως, για την παροχή εκπαίδευσης προς οποιοδήποτε πρόσωπο, όπως, ενδεικτικώς, για τους σκοπούς της Οδηγίας 2007/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007 "σχετικά με την πιστοποίηση του προσωπικού οδήγησης μηχανών έλξης και συρμών στο σιδηροδρομικό σύστημα της Κοινότητας" (EE L 315/51 της 3.12.2007), καθώς και γ) κάθε άλλη δραστηριότητα που προβλέπεται από το καταστατικό του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 7 του ιδίου νόμου μεταξύ των αρμοδιοτήτων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ είναι και οι εξής: 1. α) η παροχή υπηρεσιών έλξης για τη σιδηροδρομική μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτων, β) η ανάπτυξη, οργάνωση και εκμετάλλευση αστικών, προαστιακών, περιφερειακών, υπεραστικών και διεθνών επιβατικών και εμπορευματικών σιδηροδρομικών μεταφορών, καθώς και μεταφορών πάσης φύσεως με συστήματα σταθερής τροχιάς, γ) η ανάπτυξη, οργάνωση και εκμετάλλευση αστικών, προαστιακών, περιφερειακών, υπεραστικών και διεθνών λεωφορειακών επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών, στην αλλοδαπή ή την ημεδαπή. Τέλος με το άρθρο 11 ορίζονται οι τιμολογιακές υποχρεώσεις της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και ειδικότερα με αυτό ορίζεται ότι ... από την 1.1.2011, προκειμένου να επιβληθεί οποιαδήποτε τιμολογιακή υποχρέωση σε σιδηροδρομική επιχείρηση, αυτή πρέπει είτε να έχει τεθεί στο πλαίσιο σύμβασης ΥΔΥ σε επιβατικές σιδηροδρομικές μεταφορές, που συνάπτεται σύμφωνα με το επόμενο άρθρο, είτε να καλύπτεται το κόστος μεταφοράς και το εύλογο κέρδος της σιδηροδρομικής επιχείρησης με αντισταθμιστική καταβολή, που προβλέπεται από ειδικές διατάξεις σύμφωνα και με τον Κανονισμό 1370/2007/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2007 "για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των Κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70" (EE L315/9.12.2007).

 

 

4. Η υπό κρίση αγωγή, με το ως άνω περιεχόμενο και αιτήματα, ως προς τη δεύτερη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.» και με διακριτικό τίτλο «ΟΣ.Ε. Α.Ε.», πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της παθητικής αυτής νομιμοποίησης, δεδομένου ότι αυτή τυγχάνει αυτοτελές νομικό πρόσωπο διάφορο της πρώτης εναγομένης, στην οποία και μόνο, με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή και σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα αμέσως ανωτέρω, έχει ανατεθεί βάσει νόμου η εκτέλεση του μεταφορικού έργου και η οποία (δεύτερη εναγομένη) δεν φέρεται να προσβάλει το δικαίωμα των εναγουσών ανωνύμων εταιριών. Η έλλειψη δε νομιμοποίησης της ανωτέρω εναγομένης ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, τα στοιχεία της οποίας συνάγονται εκ του υπό κρίση δικογράφου, ερευνάται αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης κατ' άρθρο 73 ΚΠολΔ (ΑΠ 994/2007 ΧριΔ 2008,140) και έχει ως συνέπεια, λόγω της ανυπαρξίας συνδέσμου μεταξύ του διαδίκου και της επικαλούμενης έννομης σχέσης, την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ομοίως και απέρριψε την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο πρώτος λόγος της έφεσης και συνακόλουθα και η έφεση να απορριφθεί ως προς τη δεύτερη εναγομένη ως ουσιαστικά αβάσιμη και να καταδικασθούν οι ενάγοντες λόγω της ήττας τους στα δικαστικά έξοδα της ανωτέρω εναγομένης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).

 

 

5. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 146/1914 "περί αθεμίτου ανταγωνισμού" θεσπίζεται γενική ρήτρα, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται κατά τις εμπορικές βιομηχανικές ή γεωργικές συναλλαγές κάθε πράξη που γίνεται προς το σκοπό ανταγωνισμού και η οποία αντίκειται στα χρηστά ήθη. Δηλαδή, προϋποθέσεις για την εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως είναι: α) να πρόκειται για πράξη που τελέστηκε κατά τη διενέργεια των προαναφερόμενων συναλλαγών, β) η συγκεκριμένη πράξη που γίνεται να αντίκειται στα χρηστά ήθη και γ) να τελέστηκε αυτή με σκοπό τον αθέμιτο ανταγωνισμό (ΕφΑΘ 3545/2005 ΔΕΕ 2006 57, ΕφΑΘ 6012/2005 ΔΕΕ 2006 278). Η ανωτέρω διάταξη, με τη γενική ρήτρα των χρηστών ηθών, καλείται να καλύψει όλα τα κενά που μπορεί να παρουσιάσουν οι κατ ιδίαν διατάξεις αυτού του νόμου και τις συνεχώς νεοεμφανιζόμενες μορφές ανταγωνιστικής συμπεριφοράς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου. Κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας πράξης ως αντίθετης στα χρηστά ήθη αποτελούν οι περί κοινωνικής ηθικής αντιλήψεις του μέσου ανθρώπου, δηλαδή οι ιδέες του ορθά και δίκαια, με. χρηστότητα και φρόνηση, σκεπτόμενου ανθρώπου μέσα στον συναλλακτικό κύκλο, στον οποίο γίνεται η πράξη ή η χρησιμοποίηση μεθόδων και μέσων αντίθετων προς την ομαλή ηθικότητα των συναλλαγών (ΑΠ 79/2001 ΕλλΔ 42. 904, ΑΠ 1780/1999 ΕλλΔ 2000 980). Τέτοια πράξη η οποία εμπίπτει στην ως άνω ρήτρα μπορεί να θεωρηθεί και η απόσπαση πελατείας με τη συνδρομή όμως ειδικών συνθηκών που την καθιστούν αθέμιτη (ΕφΑΘ 3545/2005 ΔΕΕ 2006 57). Ο παραβάτης των διατάξεων περί αθεμίτου ανταγωνισμού μπορεί να εναχθεί προς παράλειψη και ανόρθωση της γενομένης ζημίας. Η θεσπιζόμενη στο νόμο κύρια υποχρέωση προς παράλειψη περιλαμβάνει και την άρση της γενομένης προσβολής που εξακολουθεί κατά την έγερση της αγωγής. Εξάλλου, ανταγωνιστική ενέργεια που αντίκειται στα χρηστά ήθη κατά το άρθρο 1 του ν. 146/1914 είναι και η πράξη, η οποία είναι αντίθετη στον συνταγματικώς κατοχυρωμένο πυρήνα του οικονομικού συστήματος και στρέφεται κατά της οικονομικής ελευθερίας του καταναλωτή, αναιρώντας τον ελεύθερο σχηματισμό της αγοραστικής του βούλησης, έτσι που να πλήττεται στον πυρήνα της η συνταγματικώς κατοχυρωμένη οικονομική ελευθερία, αφού τίθεται σε διακινδύνευση, εφόσον παρεμποδίζεται ουσιαστικά η άσκησή της (Εφ Λαρ. 134/2008 ΕΠΙΣΚΕΔ 2008/562, Εφθεσ 300/2005 Αρμ 2006 896).

 

 

6. Στην προκειμένη περίπτωση από την εκτίμηση του περιεχομένου των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά συνεδρίασης αυτού και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 295 ΚΠολΔ), την υπ' αριθμ. /12-05-2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Φ. Μ.., ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, την οποία προσκομίζει νόμιμα με επίκληση η πρώτη εναγομένη, και η οποία ελήφθη μετά από νόμιμη κλήτευση των αντιδίκων της όπως τούτο προκύπτει από τις ομοίως νόμιμα προσκομιζόμενες και επικαλούμενες με αριθμό /07-05-2014 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Γ.Ε. προς το πρώτο και το τρίτο ενάγον (νομικά πρόσωπα), καθώς και τις υπ' αριθμ. /07-05-2014 αντίστοιχες της δικαστικής επιμελήτριας Δ.Μ., προς το δεύτερο και το τέταρτο ενάγον (νομικά πρόσωπα), καθώς και την υπ 'αριθμ. /05-06-2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος Ρ. Σ., την οποία προσκομίζει με επίκληση επίσης η πρώτη εναγομένη, η οποία δόθηκε εντός της προθεσμίας της παραγράφου 3 του άρθρου 237 ΚΠολΔ μετά από νόμιμη γνωστοποίηση στους αντιδίκους της ημέρας, της ώρας και του τόπου εξέτασης της μάρτυρος, που έγινε με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά (ΑΠ 229/2002 ΕλλΔνη 44,132, ΑΠ 1435/1991 ΕλλΔνη 34,58), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

 

Οι πρώτη και δεύτερη ενάγουσες, που είχαν συσταθεί αρχικά βάσει του ν.δ. 102/1973, λειτουργούν υπό τη σημερινή τους μορφή με βάσει τα υπ' αριθμ. /18-09-2003 και /23-09-2004 καταστατικά ανωνύμου εταιρίας των Συμβολαιογράφων Μ.Δ.-Κ. και Γ. Κ., αντίστοιχα, που δημοσιεύτηκαν νόμιμα, κατά μετατροπή από την προηγούμενη μορφή τους, με έδρα τη Λ. και το Β., αντίστοιχα, και διέπονται εφεξής από τις διατάξεις του ν. 2963/2001, εκτελώντας μονοπωλιακά το έργο της μεταφοράς επιβατών με λεωφορεία (ιδιόκτητα των ιδίων ΑΕ ή μισθωμένα σε αυτές από τους ιδιοκτήτες τους) σε νομαρχιακό επίπεδο και συγκεκριμένα των υπεραστικών γραμμών που συνδέουν τις πόλεις της Λ. και του Β. με τις πρωτεύουσες των όμορων νομών, καθώς και αυτών που συνδέουν τη Λάρισα με το Β.., και τα κόμιστρά τους καθορίζονται σύμφωνα με το νόμο με απόφαση του υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών, με βάση χιλιομετρικό συντελεστή, κατά παραχώρηση δε της Αρχής (Κράτους) και υπό την εποπτεία της, οργανώνουν, προγραμματίζουν και εκτελούν, μεταξύ άλλων, και δρομολόγια στις διανομαρχιακές γραμμές μεταξύ Λ. και Β., συνιστούν δε ιδιότυπες συγκοινωνιακές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, οι οποίες επιδιώκουν την οργάνωση της επιβατικής λεωφορειακής συγκοινωνίας, την εξυπηρέτηση του κοινούς ως και την επίτευξη οικονομικού κερδοσκοπικού αποτελέσματος υπέρ των μετόχων (ΑΠ 1524/1995 ΕΕργΔ 1996,257). Σύμφωνα δε με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 2963/2001, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 9 του άρθρου 17 ν. 3534/2007 (ΦΕΚ Α'40/23.2.2007) «η εκτέλεση και εκμετάλλευση του συγκοινωνιακού έργου των τακτικών αστικών και υπεραστικών επιβατικών γραμμών, υφισταμένων και νέων, ανατίθεται αποκλειστικά στους φορείς συγκοινωνιακού έργου που προβλέπει ο νόμος αυτός, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις αυτού μέχρι «31.12.2019», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ιδίου ως άνω νόμου «στους φορείς συγκοινωνιακού έργου του άρθρου 2 ανατίθεται η εκτέλεση και εκμετάλλευση των υφισταμένων τακτικών αστικών και υπεραστικών, επιβατικών γραμμών που κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου έχουν ανατεθεί στα Κ.Τ.Ε.Λ. και εκτελούνται από αυτά». Το τρίτο και το τέταρτο των εναγόντων, νομικά πρόσωπα, αποτελούν τα αντιπροσωπευτικά συνδικαλιστικά όργανα όλων των μετόχων των ΚΤΕΛ, των οποίων τα επαγγελματικά συμφέροντα περιφρουρούν με κάθε νόμιμο τρόπο. Εξ ετέρου, η πρώτη εναγομένη ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «ΤΡΑΙΝΟΣΕ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ-ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ ΦΟΡΤΙΟΥ ΑΝΩΝΥΜΗ ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε.», αποτελεί δημόσια επιχείρηση και έχει το μονοπώλιο στις σιδηροδρομικές γραμμές και το κόμιστρο της καθορίζεται από το Διοικητικό της Συμβούλιο. Ειδικότερα αποτελεί δημόσια επιχείρηση, κατά την έννοια του ν. 2414/1996, η οποία έχει το μονοπώλιο στις σιδηροδρομικές μεταφορές και λειτουργεί χάριν του δημοσίου συμφέροντος υπό μορφή ανώνυμης εταιρίας, ανήκει δε εξ ολοκλήρου, από την 31-12-2008, στο Ελληνικό Δημόσιο, τελεί υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του και διέπεται από πλέγμα νομοθετικών διατάξεων από τις οποίες οι βασικότερες είναι το ν.δ. 674/1970, ν. 2671/1998 κ.λ.π. Ήδη, δυνάμει της υπ' αριθμ. 15261/27-12-2006 συμβάσεως απόσχισης του κλάδου «Εκμετάλλευση Επιβατικών και Εμπορευματικών Μεταφορών», που δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ ΤΑΕ &ΕΠΕ 169/09-01-2007), ανέλαβε από 01-01-2007 τη λειτουργία και εκμετάλλευση όλων των μεταφορών με τη χρήση τροχαίου υλικού, που εκμισθώνει, έναντι καταβολής μισθώματος, διαχειριστής δε της υποδομής και κύριος του τροχαίου υλικού είναι η «ΟΣΕ Α.Ε.», ενώ από 05-04-2013, με την υπ' αριθμ. 232/05-04-2013 απόφαση της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, που δημοσιεύθηκε νόμιμα (ΦΕΚ Β 803/05-04-2013), μεταβιβάστηκε και περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα στο «Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου (ήδη ΤΑΙΠΕΔ)», το σύνολο των μετοχών της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2β'του ν. 2671/1998 «ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) δύναται να διενεργεί εσωτερικές οδικές και θαλάσσιες μεταφορές, συμπληρωματικές του κυρίως σιδηροδρομικού του έργου. Με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και του κατά περίπτωση αρμόδιου υπουργού καθορίζονται οι παραπάνω γραμμές, τα κριτήρια, οι όροι, οι προϋποθέσεις και η διαδικασία χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης αυτών των γραμμών. Επίσης, ο Οργανισμός Σιδηροδρόμων Ελλάδος (ΟΣΕ) δύναται να οργανώνει και να εκμεταλλεύεται σιδηροδρομικά πορθμεία, καθώς και τη μεταφορά των: επιβατών και αποσκευών από το σιδηροδρομικό σταθμό μέχρι το πλησιέστερο αστικό κέντρο της περιοχής (κάθετες γραμμές)». Επακολούθησε ο νόμος 3891/2010 «Αναδιάρθρωση, εξυγίανση και ανάπτυξη του ομίλου ΟΣΕ και της ΤΡΑΙΝΟΣΕ και άλλες διατάξεις για το σιδηροδρομικό τομέα», στη διάταξη του άρθρου 7 του οποίου ορίζεται, όπως αναφέρεται και στην υπό στοιχείο 3 σκέψη, ότι στις αρμοδιότητες της «ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε.», περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων: «γ) η ανάπτυξη, οργάνωση και εκμετάλλευση αστικών, προαστιακών, περιφερειακών, υπεραστικών και διεθνών λεωφορειακών επιβατικών και εμπορευματικών μεταφορών, στην αλλοδαπή ή την ημεδαπή. Οι όροι και οι προϋποθέσεις ανάπτυξης, οργάνωσης και εκμετάλλευσης του ως άνω μεταφορικού έργου καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων», «η) η ανάπτυξη, οργάνωση και εκμετάλλευση μεταφορών οι οποίες αποσκοπούν στη βελτίωση της συμπληρωματικότητας του συστήματος μεταφορών της χώρας και στην αρτιότερη εξυπηρέτηση του κοινού», και «θ) η ανάπτυξη κάθε άλλης δραστηριότητας που αποσκοπεί στην ανάπτυξη του μεταφορικού έργου και την άρτια εξυπηρέτηση του κοινού, όπως η παροχή υπηρεσιών τουριστικού χαρακτήρα, η εκτέλεση διαμεταφορικού έργου, η θέση σε λειτουργία και η εκμετάλλευση τηλεπικοινωνιακού δικτύου, η κατασκευή έργων σχετικών με την εκπλήρωση του σκοπού της». Από τη συνδυαστική επισκόπηση των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι παρέχεται το δικαίωμα στην πρώτη εναγομένη να προβαίνει σε εκτέλεση οδικού μεταφορικού έργου συμπληρωματικά του κυρίως σιδηροδρομικού έργου, στα πλαίσια της βελτίωσης της συμπληρωματικότητας του συστήματος μεταφορών της Χώρας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, η οποία κατέχει νόμιμη άδεια άσκησης επαγγέλματος οδικού μεταφορέα, λήγουσα στις 30-09-2014 και άδεια λειτουργίας τουριστικού επαγγέλματος, εκδοθείσα στις 29-12-2010 από τον Ε.Ο.Τ. και ισχύουσα μέχρι και 12-10-2015, περί τα τέλη του μηνός Οκτωβρίου 2011 έθεσε σε λειτουργία τρία (3) δρομολόγια, που αναχωρούν από το σιδηροδρομικό σταθμό του Β. στις 8.30 π.μ., 11.20 π.μ. και 13.40 μ.μ. με τερματικό σταθμό το σιδηροδρομικό σταθμό της Λ. και αντίστροφα από τον τελευταίο σταθμό με προορισμό αυτόν της πόλης του Β. στις 9.50 π.μ., 12.30 μ.μ. και 15.10 μ.μ., αντίστοιχα, κατά τις ημέρες από Δευτέρα έως και Παρασκευή έκαστης εβδομάδας, για την εξυπηρέτηση του σιδηροδρομικού κοινού, που κινείται στον άξονα Α. Θ., με σκοπό να μεταβεί στο Β. και αντίστροφα και κατά τις ώρες που δεν υφίσταται ανταπόκριση με αντίστοιχη αμαξοστοιχία, που να μεταβαίνει στην πόλη του Β., και αντιστρόφως. Λόγω δε της περιορισμένης χωρητικότητας του διακλαδούμενου σιδηροδρομικού δικτύου μονής γραμμής Λ.-Β., με τη βασική σιδηροδρομική γραμμή, τα ένδικα δρομολόγια δεν μπορούν να πυκνώσουν με αποτέλεσμα για κάποια δρομολόγια της ημέρας να μην υφίσταται ανταπόκριση για τους αφιχθέντες στην πόλη της Λ. επιβάτες, που επιθυμούν να μεταβούν στην πόλη του Β. και αντιστρόφως. Για το λόγο αυτό εν αρμονία με τους ορισμούς της ανωτέρω διάταξης του ν. 3891/2010 τέθηκαν σε λειτουργία τα προαναφερόμενα δρομολόγια, κατά τρόπο ώστε να υφίσταται χρονική αντιστοιχία στις ώρες άφιξης των αμαξοστοιχιών του άξονα Α.-Θ. με τις ώρες αναχώρησης των λεωφορείων για την πόλη του Β., έτσι ώστε οι επιβάτες των αμαξοστοιχιών να επιβιβάζονται αμέσως στα λεωφορεία προκειμένου να μεταβούν στο Β.. Στην προκειμένη περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι πρόκειται για αυτοτελές αστικό δρομολόγιο, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται τα ενάγοντα νομικά πρόσωπα, αλλά για κλειστή λεωφορειακή γραμμή, που συνδέει τους ανωτέρω σιδηροδρομικούς σταθμούς, χωρίς, ενδιάμεσες στάσεις, λειτουργώντας συμπληρωματικά του προαναφερόμενου κυρίως σιδηροδρομικού έργου της «ΤΡΑΙΝΟΣΕ Α.Ε.». Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου περί της κλειστής λεωφορειακής γραμμής, που λειτουργεί συμπληρωματικά και μόνον του κυρίως έργου της πρώτης εναγομένης, ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν εκτελούνται τα προαναφερόμενα δρομολόγια κατά τις ημέρες απεργίας των τρένων, ενώ η σύνδεση μεταξύ των σιδηροδρομικών σταθμών των δύο (2) πόλεων γίνεται απευθείας, χωρίς ενδιάμεσες στάσεις και ο αριθμός τους είναι περιορισμένος, ανερχόμενος σε τρία (3) μόνο δρομολόγια ημερησίως, εν αντιθέσει με τον αριθμό των δρομολογίων των εναγόντων - ΚΤΕΛ που ανέρχεται σε δέκα (10) ημερησίως. Σε αντίθετη κρίση δεν δύναται να οδηγηθεί το Δικαστήριο από τον ισχυρισμό των εναγόντων ότι τα δρομολόγια αυτά εκτελούνται μόνον κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, που κινείται πλήθος επιβατών μεταξύ των δύο πόλεων, με απώτερο σκοπό την απόσπαση της πελατείας από μέρους τους, ούτε εκ του γεγονότος ότι ενίοτε επιβιβάζονται σ' αυτά και επιβάτες πλέον των επιβατών των αμαξοστοιχιών του κεντρικού άξονα Α.-Θ., σύμφωνα και με τα αναλυόμενα κατωτέρω. Ειδικότερα η μεταφορά στη διαδρομή Λ.-Β. με λεωφορείο ή με το τραίνο δεν παρουσιάζει εναλλαξιμότητα ως προς το επιβατικό κοινό που κινείται στους ενδιάμεσους σταθμούς της διαδρομής επειδή ΚΤΕΛ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ ακολουθούν διαφορετικό δρομολόγιο, και τα λεωφορεία που χρησιμοποιούνται από την πρώτη εναγομένη δεν έχουν ενδιάμεσες στάσεις. Η πρώτη εναγομένη δεν περιλαμβάνει ενδιάμεσους σταθμούς στη διαδρομή της, έτσι ώστε να εξυπηρετεί με αυτόν τον τρόπο κυρίως τους επιβάτες που έχουν προορισμό το Δήμο του Β., απευθύνεται δε σε επιβατικό κοινό που ενδιαφέρεται να μεταφερθεί σε σύντομο χρόνο στον τελικό σταθμό, ενώ το ΚΤΕΛ, ως υπεραστική γραμμή, περιλαμβάνει και άλλους κατά βάση σταθμούς στη διαδρομή του. Πλέον των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι και το κόμιστρο της πρώτης εναγομένης, ανερχόμενο στο ποσό των 3,60 ευρώ, αντί αυτού των 5,30 ευρώ που ισχύει για τα λεωφορεία των εναγουσών δεν αποτελεί προϊόν υποτίμησης από την πρώτη εναγομένη, με σκοπό ανταγωνισμού και ειδικότερα εκτόπισης των δύο πρώτων εκ των εναγουσών, αφού πανελλαδικά τα τιμολόγια της πρώτης εναγομένης είναι χαμηλότερα από αυτά των ΚΤΕΛ και αυτό συμβαίνει λόγω του δημόσιου χαρακτήρα της και της κοινωνικής πολιτικής, που ασκείται μέσω αυτής, χωρίς όμως, να προκαλείται πρόβλημα στη λειτουργία της αγοράς των μεταφορών μεταξύ των εναγουσών και των διαφόρων ΚΤΕΛ, τα οποία στο σύνολό τους εξακολουθούν κανονικά τη λειτουργία τους. Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι εμφανίστηκε βέβαια μείωση των εσόδων των δύο πρώτων εναγουσών, λόγω της αντίστοιχης μείωσης των επιβατών τους. Σημειωτέον, περαιτέρω, ότι η παράβαση του άρθρου 2 του ν. 703/77 και ήδη 2 του ν. 3959/2011 «περί προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού» προϋποθέτει την κατοχή δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης στη σχετική αγορά, η οποία οριοθετείται με την εφαρμογή του κριτηρίου της λειτουργικής εναλλαξιμότητας, περιλαμβάνει δηλαδή τις υπηρεσίες που θεωρούνται από τους καταναλωτές υποκαταστατές λόγω των ιδιοτήτων, της τιμής και της χρήσης για την οποία προορίζονται (βλ. και ΕΠΑ 53/1997 ΔΕΕ 1997,957). Εν προκειμένω δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγομένη, που έχει ισχυρή θέση στην αγορά, αφού έχει την αποκλειστική σιδηροδρομική μεταφορά επιβατών στην Ελλάδα, αύξησε από το Φθινόπωρο του έτους 2011 και εφεξής τον αριθμό των δρομολογίων της στην επίδικη γραμμή Λ.-Β., ούτε βέβαια ότι η ίδια προέβη σε υποτίμηση των τιμολογίων της και μάλιστα αθέμιτη, με πρόθεση να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές της και ειδικότερα τις πρώτη και δεύτερη ενάγουσες, ώστε να εξωθήσει τις τελευταίες να εγκαταλείψουν την αγορά, ούτως ώστε στη συνέχεια να διαμορφώσει ελεύθερα και ανεξάρτητα, χωρίς δηλαδή να υπόκειται στην πίεση της προσαρμογής από την ύπαρξη ανταγωνιστών, την πολιτική των τιμών της, πρόθεση η οποία ουδόλως προέκυψε από την όλη αποδεικτική διαδικασία. Εξάλλου, βάσει της διάταξης του άρθρου 12 του ν. 3891/2010 έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει μόνη της την τιμολογιακή της πολιτική, καθορίζοντας την αξία του εισιτηρίου της οδικής μεταφοράς σε συνάρτηση με το εισιτήριο της σιδηροδρομικής, επιδιώκοντας μάλιστα με τη χαμηλή αυτή τιμή και τη συμπληρωματική του σιδηροδρομικού της έργου οδική μεταφορά, την εξυπηρέτηση των επιβατών, με βελτιωμένη παροχή υπηρεσιών, και όχι την εκτόπιση των εναγόντων από την αγορά, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι τελευταίοι, ενώ τέλος δεν προσκομίσθηκαν συγκριτικά στοιχεία αναφορικά με το μεταφορικό έργο των αντιδίκων κατά το οριοθετούμενο με την αγωγή χρονικό διάστημα, όπως ο αριθμός των επιβατών, που μετακινήθηκε μεταξύ των ακραίων προορισμών της διαδρομής Λ. και Β. που αποτελεί τη σχετική αγορά ως προς την οποία πρέπει ακολούθως να εξετασθεί η ύπαρξη ή όχι της δεσπόζουσας θέσης της πρώτης εναγομένης. Ενώ, με δεδομένο ότι οι δύο επιχειρήσεις είναι οι μόνες που νέμονται τη χερσαία μαζική μεταφορά, δεν αποδεικνύεται ότι η πρώτη εναγομένη κατέχει δεσπόζουσα θέση και ως εκ τούτου δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει ούτε παράβαση της διάταξης του άρθρου 2 του ν. 3959/2011. Ενόψει των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση, που δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και τα όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι ενάγοντες με τον δεύτερο λόγο τη έφεσης είναι κατ ουσίαν αβάσιμα και απορριπτέα. Κατόπιν αυτών η έφεση που δεν περιέχει άλλο λόγο πρέπει να απορριφθεί κατ' ουσίαν και να καταδικασθούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας της πρώτης εφεσίβλητης λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 3 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, λόγω της ήττας των εκκαλούντων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο, κατ' άρθρο 495 παρ.4 ΚΠολΔ.