ΤρΕφΛαρίσης 168/2015

 

Προσεπίκληση - Παρέμβαση - Διάδικος - Θαλάσσιο ατύχημα - Ξενόγλωσσο έγγραφο - Μετάφραση - Λέμβος - Ταχύτητα - Δύτης - Υποβρύχια αλιεία - Σημαντήρας - Επίδειξη εγγράφων -Αοριστία - Φορολογική δήλωση - Αποζημίωση για στέρηση διατροφής - Σύνταξη - Ιδιωτικό διεθνές δίκαιο - Διεθνής δικαιοδοσία - Κανονισμός Βρυξέλλες Ι - Σύμβαση ασφάλισης - Εφαρμοστέο δίκαιο - Εμπράγματα δικαιώματα - Εμπράγματες δικαιοπραξίες - Ενοχές από σύμβαση - Επιφύλαξη δημόσιας τάξης - Αλλοδαπό δίκαιο - Απόδειξη -  Εφετείο -.

 

Ο προσεπικληθείς που αρνήθηκε προσεπίκληση και αγωγή αποζημίωσης δίχως άσκηση παρέμβασης δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη διό απαράδεκτη κατ αυτού έφεση του κυρίως ενάγοντος, ενώ δεν δικαιούται να προβάλει ισχυρισμούς ως προς την κύρια αγωγή. Μη λήψη υπόψη ξενόγλωσσου εγγράφου δίχως μετάφραση όλου του περιεχομένου αλλά με αποσμασματική τοιαύτη αμφισβητούμενη από τον αντίδικο. Υπαιτιότητα κυβερνήτη μηχανοκίνητης λέμβου που, καίτοι έπλεε σε μικρή απόσταση από την ακτή και γνώριζε ότι γίνονταν υποβρύχια αλιεία και κολύμβηση, δεν μείωσε ταχύτητα ώστε να έχει ορατότητα σε μικρό βάθος, δεν επιτηρούσε τον θαλάσσιο χώρο και δεν αντιλήφθηκε τον δύτη κάτω από το νερό. Συνυπαιτιότητα θανόντος που εκτελούσε κατάδυση χωρίς επιπλέοντα κίτρινο σημαντήρα με σημαία κίτρινη με διαγώνια κόκκινη γραμμή. Αόριστο αίτημα επίδειξης φορολογικών δηλώσεων χωρίς μνεία των οικονομικών ετών και της κατοχής αυτών αλλά και μη νόμιμο λόγω απορρήτου αυτών. Αποζημίωση συζύγου και τέκνων λόγω στέρησης διατροφής από το θανόντα. Μη επιδίκαση αν καλύπτεται από τη χορηγούμενη από το ΙΚΑ σύνταξη. Κατά τον Κανονισμό 44/2001 σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης ο αλλοδαπός ασφαλιστής μπορεί να εναχθεί από τον ασφαλισμένο ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου αν το ζημιογόνο γεγονός συνέβη στην Ελλάδα, ως και να προσεπικληθεί αν η κυρία αγωγή ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου εκκρεμεί ενώπιον αυτού. Ρύθμιση εμπράγματης δικαιοπραξίας και εμπράγματων δικαιωμάτων από το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος. Τα εμπράγματα δικαιώματα που συστήθηκαν κατά το δίκαιο της άνω τοποθεσίας του πράγματος πριν την μετατόπισή του, εξακολουθούν να υφίστανται εφόσον κατά το δίκαιο της νέας τοποθεσίας αναγνωρίζονται αντίστοιχα δικαιώματα. Ρύθμιση ενοχών εκ σύμβασης από το δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη, άλλως το αρμόζον στη σύμβαση. Μη εφαρμογή αλλοδαπής διάταξης αντίθετης στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη. Το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα αλλοδαπό δίκαιο και έθιμα, μπορεί δε να διατάξει απόδειξη χωρίς να αρκείται στις προσκομισθείσες υπό των διαδίκων. Επανάληψη συζήτησης στο Εφετείο πριν ή και μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης.

 

 

ΤρΕφΛαρίσης 168/2015

 

 

Φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι υπ' αρ. εκθ. κατ. 309/2008, 336/2008 και 337/2008 εφέσεις κατά της υπ' αρ. 161/2008 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, που εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της υπ αρ. κατ. 214/2005 αγωγής και της υπ'αρ.κατ.409/2006 προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει, λόγω της πρόδηλης συνάφειάς τους, να συνεκδικασθούν (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ). Η υπ' αρ. κατ. 309/16-10-2008 έφεση του κυρίως εναγομένου στρέφεται κατά της ενάγουσας Ε.Σ. ατομικά και ως ασκούσας τη γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων της Α.Σ., Δ.Σ. και αβάπτιστου. Ο Α.Σ., ο οποίος γεννήθηκε στις 18-2-1990, κατά την άσκηση της ως άνω εφέσεως είχε ήδη ενηλικιωθεί, πλην όμως από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι ο εκκαλών είχε λάβει γνώση της ενηλικίωσής του. Εξάλλου ο ανωτέρω Α. Σ. ο οποίος παρέστη δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, κατά τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, κατέθεσε προτάσεις και πρόβαλε υπεράσπιση επί της ουσίας της υποθέσεως, ουδόλως ισχυρίζεται ότι ο εκκαλών γνώριζε την ενηλικίωσή του, πριν από την παρούσα συζήτηση. Πρέπει, συνεπώς η ως άνω έφεση, η οποία ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ.1, 511 επ., 518 παρ.2 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ) να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Η υπ' αρ. κατ. 336/7-11-2008 έφεση της Ε.Σ. ατομικά και ως εκπροσώπου των δύο ανηλίκων τέκνων της Δ. και Γ.Σ. και του Α.Σ. κατά το μέρος που στρέφεται κατά του εναγομένου με την κύρια αγωγή V. R. έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ.1, 511 επ., 518 παρ.2 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ) και ενόψει ότι αυτή (έφεση) παραδεκτά ασκήθηκε ατομικά και από τον ενηλικιωθέντα (πριν από την άσκηση της έφεσης) δεύτερο των εκκαλούντων Α.Σ.(άρθρα 127, 1510 του ΑΚ, 63 και 64 του ΚΠολΔ σε συνδ. με 286 α΄, 287 και 289 του ΚΠολΔ, ΕφΛαρ 705/2006 Δικογρ. 2007.80, Εφ Αθ 2103/1995 ΕλλΔνη 39.385), πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρ 532 του ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω διαδικασία. Αντίθετα, η ίδια έφεση, κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της δεύτερης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ''G. A.G.'', κατά της οποίας ο πρώτος εφεσίβλητος εναγόμενος V. R. είχε, κατά την πρωτόδικη δίκη απευθύνει προσεπίκληση με αγωγή αποζημιώσεως ως δικονομικής του εγγυήτριας, στη δίκη δε εκείνη αυτή (δεύτερη εφεσίβλητη) είχε αρνηθεί την προσεπίκληση και την αγωγή και δεν είχε παρέμβει, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα (άρθρο 532 ΚΠολΔ), διότι η ανωτέρω δεύτερη εφεσίβλητη δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη της αγωγής των εκκαλούντων, ούτε αντίδικος αυτών (ΑΠ 1318/1980 ΝοΒ 29.665, ΑΠ 449/1981 ΝοΒ 30.55, ΕφΛαρ544/2007 ΤΝΠΝόμος, ΕφΑθ 654/ 1987 ΕλλΔνη 28.114, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, 4η έκδοση, § 336, σ. 114). Η δικαστική δαπάνη της εν λόγω εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνει τους εκκαλούντες που ηττήθηκαν (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). Η υπ'αρ.κατ.337/10-11-2008 έφεση της προσεπικαλουμένης-παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία ''G.A.G.'', έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ.1, 511 επ., 518 παρ.2 και 520 παρ.1 ΚΠολΔ) και επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1ΚΠολΔ) κατά την ίδια ως άνω διαδικασία.

 

 

Με την υπ' αρ. κατ. 214/2005 αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου η ενάγουσα ατομικά και ως εκπρόσωπος των τριών ανηλίκων τέκνων της Α., Δ. και Γ., ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ενώ ήταν κυβερνήτης μηχανοκίνητης λέμβου, από αμέλεια, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, προκάλεσε το θάνατο του Γ. Σ., συζύγου της και πατέρα των ανηλίκων τέκνων της, ο οποίος είχε καταδυθεί για υποβρύχια αλιεία με ψαροντούφεκο στη θαλάσσια περιοχή, όπου έπλεε η λέμβος, η προπέλα της οποίας τον τραυμάτισε θανάσιμα στο κεφάλι. Ζήτησε δε, μετά από παραδεκτό μερικό περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό: 1)να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ίδια ατομικά και σε καθένα από τα ανήλικα τέκνα της ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 50.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, 2)να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει α)στην ίδια ατομικά ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 49.990 ευρώ και ως αποζημίωση για της στέρηση της διατροφής που θα της παρείχε ο θανών σύζυγός της εφάπαξ το ποσό των 48.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 200 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-10-2024, β)για λογαριασμό του ανηλίκου Α. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 50.000 ευρώ και ως αποζημίωση για της στέρηση της διατροφής που θα του παρείχε ο θανών πατέρας του εφάπαξ το ποσό των 30.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 250 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-10-2014, γ)για λογαριασμό του ανηλίκου Δ. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 30.000 ευρώ και ως αποζημίωση για της στέρηση της διατροφής που θα του παρείχε ο θανών πατέρας του εφάπαξ το ποσό των 45.000 ευρώ, άλλως το ποσό των 250 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-10-2019, δ) για λογαριασμό του ανήλικου Γ. ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης το ποσό των 10.000 ευρώ και ως αποζημίωση για της στέρηση της διατροφής που θα του παρείχε ο θανών πατέρας του εφάπαξ το ποσό των 44.480 ευρώ, άλλως το ποσό των 220 ευρώ το μήνα για το χρονικό διάστημα από 1-11-2004 έως 31-10-2021, με το νόμιμο τόκο ως προς τα εφάπαξ ποσά από την επίδοση της αγωγής και ως προς τα ποσά των δόσεων από την καθυστέρηση της πληρωμής κάθε δόσης και έως την εξόφληση και 3)να απαγγελθεί σε βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως.

 

 

Με την υπ' αρ. κατ. 409/2006 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή ο εναγόμενος, υπήκοος και κάτοικος Γερμανίας με την ως άνω αγωγή, ισχυριζόμενος ότι είχε συνάψει με την προσεπικαλουμένη-παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία ''G. A.G.'', η οποία εδρεύει στη Γερμανία, ασφαλιστική σύμβαση, η οποία ήταν ενεργής κατά το χρόνο του ατυχήματος, δυνάμει της οποίας η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύπτει την έναντι τρίτων αστική του ευθύνη για ζημίες προκαλούμενες από υπαιτιότητά του, ζήτησε να παρέμβει η προσεπικαλουμένη στη δίκη και με την σωρευόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, μετά από περιορισμό του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί ότι η παρεμπιπτόντως εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, νομιμοτόκως.

 

 

Επί των ανωτέρω κύριας αγωγής και προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και εν όλω την παρεμπίπτουσα αγωγή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται με τις ένδικες εφέσεις τους ο κυρίως εναγόμενος και η παρεμπιπτόντως εναγομένη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και η κυρίως ενάγουσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ο κυρίως εναγόμενος την απόρριψη της εναντίον του κύριας αγωγής, η κυρίως ενάγουσα την εν όλω παραδοχή της αγωγής της και η παρεμπιπτόντως εναγομένη την απόρριψη της εναντίον της παρεμπίπτουσας αγωγής.

 

 

Η ένδικη αγωγή όσον αφορά τα κονδύλια αποζημιώσεως για τη στέρηση της διατροφής των ανωτέρω Α. Σ. και Δ.Σ. για το χρονικό διάστημα μετά την ενηλικίωσή τους, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 19-2-2008 έως 31-10-2014 και από 26-8-2015 έως 31-10-2019, αντίστοιχα, είναι αόριστη και απορριπτέα, διότι δεν εκτίθενται καθόλου σ΄αυτήν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το επικαλούμενο δικαίωμα διατροφής αυτών μετά την ενηλικίωσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 1486 παρ.1 ΑΚ. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε τα ως άνω αγωγικά κονδύλια ορισμένα και νόμιμα και αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγομένου για καταβολή αποζημίωσης διατροφής στους ανωτέρω για τα ως άνω χρονικά διαστήματα, έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου. Για το λόγο δε αυτό πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του εναγομένου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη κατά το άνω μέρος και απορριφθεί η αγωγή κατά το μέρος τούτο. Περαιτέρω η αγωγή κατά τα λοιπά είναι επαρκώς ορισμένη, καθόσον σ' αυτή εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια (από αμέλεια) συμπεριφορά του εναγομένου, ότι από αυτήν προκλήθηκε ο θανάσιμος τραυματισμός του συζύγου και πατέρα των εναγόντων, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του εναγομένου και επίσης αναφέρονται οι οικονομικές δυνάμεις των συζύγων και των αναγκών αυτών και των τέκνων τους, χωρίς να απαιτείται και η αναφορά άλλων στοιχείων. Επομένως ο περί του αντιθέτου λόγος της έφεσης του εναγομένου είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

 

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα προσκομιζόμενα με επίκληση ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τις από 14-0-2007 και 17-9-2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ο. Μ. Τ. και Χ. Γ. Μ., που δόθηκαν με επιμέλεια του κυρίως εναγομένου και μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας (υπ'αρ.6-9-2007 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Σ.Χ.) ενώπιον του συμβολαιογράφου Μ.Λ. και οι οποίες έχουν ληφθεί νόμιμα σύμφωνα με τα άρθρα 7-10 παρ. 13, 14 της από 11.5.1938 Διεθνούς Συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας, "περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως περί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου", που κυρώθηκε με τον ΑΝ 1432/1938 (ΕφΠειρ33/1996 ΤΝΠΝόμος) και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, πλην του προσκομιζομένου από τον παρεμπιπτόντως ενάγοντα συνταγμένου σε ξένη γλώσσα (γερμανική) εγγράφου (σχετ.25), το οποίο δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη, διότι δεν υποβάλλεται μετάφραση όλου του περιεχομένου του, αλλά η από 18-9-2007 επιγραφόμενη ως ''αποσμασματική μετάφραση των όρων ασφάλισης του ασφαλιστηρίου με αριθμό 14.490.379393'', η ακρίβεια απόδοσης της οποίας (αποσπασματικής μετάφρασης) αμφισβητείται από την παρεμπιπτόντως εναγομένη(άρθρα 336 παρ.3, 339, 432, 453, 454 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Στις 17-10-2004 και περί ώρα 15:00 ο εναγόμενος, ο οποίος είναι κάτοικος Γερμανίας και έχει γερμανική υπηκοότητα, ήταν κυβερνήτης της μηχανοκίνητης πολυεστερικής λέμβου με το όνομα ''Ι.'', με στοιχ. UE-A68, η οποία εκτελούσε πλου στη θαλάσσια περιοχή Π. Σ. Μ. και συγκεκριμένα κατευθυνόταν από την παραλία ''Π.'' στην παραλία ''Κ.'', οι οποίες διαχωρίζονται μεταξύ τους από βραχώδη ακτή, με βράχους να βρίσκονται και μέσα στη θάλασσα. Η ως άνω μηχανοκίνητη λέμβος, έφερε μηχανή 15 HP (ή11 KW), ήταν μάρκας HONDA, είχε μήκος 3,80 μ., πλάτος 1,40 μ., εκτόπισμα <19 m3 και δεν έφερε άδεια εκτέλεσης πλόων, η οποία να έχει εκδοθεί ή να αναγνωρίζεται επίσημα από κρατική αρχή της χώρας προέλευσής της, αλλά ούτε και άδεια εκτέλεσης πλόων ελληνικής λιμενικής αρχής. Ο εναγόμενος κυβερνήτης της λέμβου εκινείτο παράλληλα προς την ακτή και σε απόσταση 50 περίπου μέτρων από αυτήν και με ταχύτητα που δημιουργούσε άνοδο στην πλώρη και βύθιση στην πρύμνη της λέμβου. Κατά τον ως άνω χρόνο επικρατούσε καλοκαιρία και στις ως άνω δύο παραλίες υπήρχαν άνθρωποι και συγκεκριμένα στην παραλία ''Π.'' ήταν η πρώτη ενάγουσα με τα τρία τέκνα της, ο αδελφός της πρώτης ενάγουσας Α. S., ο οποίος ψάρευε με καλάμι, ενώ στην παραλία ''Κ.'' βρισκόταν η σύντροφος του εναγομένου. Την ίδια ώρα ο Γ. Σ., σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας του δευτέρου εκκαλούντος Α. Σ. και των ανηλίκων Δ.Σ. και Γ. Σ. που εκπροσωπούνται στη δίκη από την πρώτη ενάγουσα μητέρα τους, που ασκεί τη γονική μέριμνα αυτών, εκτελούσε κατάδυση για υποβρύχια αλιεία με ψαροντούφεκο στη θάλασσα έμπροσθεν της ως άνω βραχώδους ακτής και σε απόσταση 50 περίπου μέτρων από αυτήν. Κατά το χρόνο, που ο Γ. Σ. βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, η λέμβος του εναγομένου προσέκρουσε σ' αυτόν με την προπέλα της μηχανής της, με αποτέλεσμα να του προκαλέσει εγκάρσιο θλαστικό τραύμα του θόλου του κρανίου συνοδευόμενο από απώλεια οστικής μάζας αντιστοίχως με αποκάλυψη εγκεφαλικής ουσίας, καθώς και θλαστικά τραύματα του δέρματος του προσωπικού κρανίου, από τα οποία ως μόνη ενεργό αιτία επήλθε ο θάνατός του αυθημερόν. Το ατύχημα και το επελθόν αποτέλεσμα οφείλεται κατά ποσοστό 60% σε αμέλεια του εναγομένου, καθώς αυτός δεν κατέβαλε, αν και μπορούσε, την απαιτούμενη επιμέλεια και προσοχή, την οποία κάτω από τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις θα κατέβαλε κάθε μέσος συνετός και επιμελής χειριστής παρόμοιας μηχανοκίνητης λέμβου με βάση τη συναλλακτική καλή πίστη και την κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων πείρα και λογική, την οποία (επιμέλεια) αν είχε καταβάλει θα μπορούσε να προβλέψει και να αποφύγει το ατύχημα. Ειδικότερα η αμέλειά του συνίσταται στο ότι ενώ έπλεε σε μικρή απόσταση από την ακτή, 50 περίπου μέτρων, στην παραλία υπήρχαν λουόμενοι και γνώριζε, αφού σύχναζε στις ως άνω παραλίες, ότι το ως άνω θαλάσσιο σημείο ήταν πρόσφορο και χρησιμοποιούνταν για υποβρύχια αλιεία, καθώς και για κολύμβηση, όφειλε και μπορούσε να προβλέψει ότι υπήρχε ενδεχόμενο να υπάρχουν στην πορεία του κολυμβητές ή δύτες επιδιδόμενοι σε υποβρύχιο ψάρεμα και συνεπώς ότι από τη διέλευσή του δημιουργείται κίνδυνος ατυχήματος. Παρόλα αυτά δεν μείωσε την ταχύτητα της λέμβου του, ώστε να έχει ορατότητα σε μικρό βάθος από την επιφάνεια της θάλασσας, για να μπορεί να αντιληφθεί την ύπαρξη δύτη σ΄αυτή, δεν επιτηρούσε και δεν κατόπτευε τον θαλάσσιο χώρο, όπου έπλεε και δεν είχε τεταμένη την προσοχή του και έτσι δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη του Γ. Σ. ο οποίος εκείνη τη στιγμή βρισκόταν κάτω από το νερό. Ο τελευταίος αντιλήφθηκε την κίνηση της λέμβου από το θόρυβο της μηχανής της και προσπάθησε να αναδυθεί στην επιφάνεια της θάλασσας, πλην όμως δεν πρόλαβε να εξέλθει, λόγω της αυξημένης ταχύτητας, με την οποία εκινείτο η λέμβος. Το γεγονός της προσπάθειας του δύτη να εξέλθει προκύπτει και από την προανακριτική κατάθεση του επιβαίνοντος στην λέμβο I. B.. Ο εναγόμενος, ενόψει του ότι είχε πλήρη ορατότητα, αφού ο καιρός ήταν πολύ καλός, ήταν ημέρα και κατά τον ως άνω χρόνο δεν κινούνταν στο σημείο εκείνο άλλο σκάφος, εάν έπλεε με μικρή ταχύτητα, παρατηρούσε προσεκτικά και έλεγχε τον θαλάσσιο χώρο θα είχε αντιληφθεί την ύπαρξη του δύτη και θα μπορούσε να τον αποφύγει με αποφευκτικό ελιγμό. Ο εναγόμενος με την προσκομιζόμενη με επίκληση υπ'αρ. 2295/2011 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας κηρύχθηκε ένοχος για την πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια του ανωτέρω Γ. Σ. και του επιβλήθηκε ποινή φυλακίσεως 11 μηνών. Eπομένως πρέπει να απορριφθεί το αίτημα του εναγομένου περί αναβολής της δίκης για να προσκομισθεί η σχετική ποινική απόφαση. Με τα ανωτέρω δεδομένα υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της επελεύσεως του ατυχήματος και της παραπάνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του εναγομένου, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου. Στην επέλευση όμως του ατυχήματος κατά ποσοστό 40% συνέτρεξε και ίδιο πταίσμα του θανόντος και ειδικότερα αμέλειά του, η οποία συνίσταται στο ότι εκτελούσε κατάδυση χωρίς να φέρει καθόλου επιπλέοντα σημαντήρα, χρώματος κίτρινου, ο οποίος να φέρει μία σημαία κίτρινη με διαγώνια κόκκινη γραμμή στην οποία να αναγράφονται τα ψηφία Υ.Δ., όπως υποχρεούται με βάση το άρθρο 3 του ΠΔ373/1985 (ΦΕΚ 131Α'), προκειμένου να καθίσταται αντιληπτή η παρουσία του στη συγκεκριμένη θέση από τρίτους. Κατόπιν των ανωτέρω ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι αποκλειστικά υπαίτιος για το ατύχημα ήταν ο ίδιος ο θανών πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Πρέπει όμως να γίνει εν μέρει ως ουσία βάσιμη η ένσταση συνυπαιτιότητας του θανόντος, που πρόβαλε ο εναγόμενος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρει με την έφεσή, κατά το προαναφερομενο ποσοστό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε συνυπαιτιότητα του θανόντος κατά ποσοστό 60%, αντί 40% έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων κατά το βάσιμο περί αυτού λόγο της έφεσης των εναγόντων, απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου της έφεσης του εναγομένου περί προσδιορισμού της συνυπαιτιότητας του θανόντος σε ποσοστό 90%. Περαιτέρω οι λόγοι της έφεσης της προσεπικαλουμένης-παρεμπιπτόντως εναγομένης, με τους οποίους παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφενός δεν έκρινε αποκλειστικά υπαίτιο τον θανόντα και αφετέρου προσδιόρισε το ποσοστό συνυπαιτιότητάς του μόνο σε ποσοστό 60%, υποστηρίζοντας ότι έπρεπε να προσδιορισθεί σε ποσοστό 95%, επαναφέροντας τους σχετικούς ισχυρισμούς, που είχε προβάλλει και στην πρωτόδικη δίκη, είναι μη νόμιμοι και απορριπτέοι, διότι η ως άνω εκκαλούσα δεν κατέστη διάδικος στη δίκη που ανοίχθηκε με την άσκηση της υπ'αρ.κατ. 214/2005 κύριας αγωγής, αφού δεν άσκησε παρέμβαση και συνεπώς δεν νομιμοποείται να προβάλλει τους ανωτέρω ισχυρισμούς.

 

 

Περαιτέρω ο θανών Γ. Σ., και η πρώτη ενάγουσα είχαν τελέσει νόμιμο γάμο, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, τον Α., τον Δ. και τον Γ., που γεννήθηκαν αντίστοιχα στις 18-2-1990, στις 25-8-1997 και στις 12-11-2003. Ο θανών, ήταν κατά το χρόνο του θανάτου του ηλικίας 49 ετών (γεννήθηκε το έτος 1955) και υγιής. Κατά το χρόνο του ατυχήματος, εργαζόταν σε υπηρεσία καθαριότητας του Δήμου Β.. Από την εργασία του αυτή κέρδιζε το ποσό 700 ευρώ μηνιαίως, το οποίο διέθετε για τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειάς του. Η σύζυγος του (πρώτη ενάγουσα), που γεννήθηκε το έτος 1970, δεν εργαζόταν, γιατί απασχολούνταν αποκλειστικά με την επιμέλεια και τη φροντίδα των τριών τέκνων τους. Όσο ζούσε ο θανών σύζυγός της, αλλά και στη συνέχεια, μετά το θάνατό του, επιμελούνταν για την ανατροφή των τέκνων της αυτοπροσώπως και παρέχει σε αυτά κάθε είδους εξυπηρέτηση και φροντίδα που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, συνδέονται με τη συνοίκηση και είναι αποτιμητές σε χρήμα. Η συνεισφορά της αυτή ανέρχεται στο ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως. Τις ίδιες υπηρεσίες θα προσέφερε (η πρώτη ενάγουσα) στα τέκνα της, μέχρι την ενηλικίωσή τους. Τα ανήλικα δεν έχουν δικά τους εισοδήματα ή περιουσία και λόγω της ηλικίας τους δεν μπορούν να εργαστούν και να διατραφούν μόνα τους. Οι δαπάνες συντηρήσεως τους, διατροφής, ενδύσεως, ψυχαγωγίας και ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως είναι οι συνήθεις των παιδιών αυτής της ηλικίας. Επομένως, τα ανήλικα, όσο ζούσε ο πατέρας τους, διατηρούσαν δικαίωμα διατροφής (σε χρήμα) έναντι και των δύο γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται από κοινού, ανάλογα ο καθένας με τις οικονομικές δυνάμεις του. Επειδή, με τη θανάτωση του πατέρα τους στερήθηκαν το δικαίωμα να λάβουν τη διατροφή που βάρυνε αυτόν, ο εναγόμενος ενέχεται προς αποζημίωση για την αποκατάσταση της ζημίας τους λόγω της αποστερήσεως της παραπάνω διατροφής (ΟλΑΠ 3/2004 ΤΝΠΝόμος). Ομοίως και η σύζυγός του (πρώτη ενάγουσα), η οποία, κατά τα παραπάνω, δεν εργαζόταν και δεν μπορούσε να εργαστεί, διατηρούσε δικαίωμα διατροφής, έναντι του συζύγου της, το οποίο και αυτή στερήθηκε λόγω της θανατώσεώς του. Επομένως και αυτή διατηρεί κατά του εναγομένου αξίωση ανάλογης αποζημιώσεως για την αποστέρηση της διατροφής της. Αποδεικνύεται δε, περαιτέρω, ότι ο θανών, όντας, κατά το χρόνο του θανάτου του, υγιής και ηλικίας 49 ετών, με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα ζούσε έως τις 31-10-2024 και μέχρι τότε θα εξακολουθούσε να παρέχει την ίδια εργασία, αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατός του, αποκερδαίνοντας το ως άνω ποσό των 700 ευρώ. Με βάση τις πιο πάνω οικονομικές δυνάμεις των συζύγων, ο θανών, αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατος του, θα κατέβαλε, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων: α) στην πρώτη ενάγουσα σύζυγο του (ατομικά), μέχρι τις 31-10-2024, το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως, β)στον Α. το ποσό των 180 ευρώ, μέχρι την ενηλικίωσή του και δη από 1-11-2004 μέχρι 18-2-2012, γ)στον Δ. το ποσό των και 180 ευρώ, μέχρι την ενηλικίωση του και δη από 1-11-2004 μέχρι 25-8-2015 και δ)στον Γ. το ποσό των και 150 ευρώ, μέχρι την ενηλικίωση του και δη από 1-11-2004 μέχρι 12-11-2021. Τα ποσά αυτά είναι ανάλογα με τις ανάγκες των πιο πάνω δικαιούχων, αλλά και τις οικονομικές δυνατότητες του θανόντος (συζύγου και πατέρα, αντίστοιχα), ενώ δεν υπερβαίνουν τα ποσά που είναι απαραίτητα για τη διαβίωσή τους, λαμβάνοντας υπόψη όλες τις συνθήκες της ζωής τους. Ωστόσο, ως εκ της κατά τα παραπάνω συνυπαιτιότητας, κατά ποσοστό 40% και του υποχρέου θανόντος στο επελθόν αποτέλεσμα, τα ποσά, μειωμένα κατ` αντίστοιχο ποσοστό, που είναι υπόχρεος να καταβάλει ο εναγόμενος ανέρχονται σε 90 ευρώ, μηνιαίως (150Χ60%), για την πρώτη ενάγουσα (ατομικά), σε 108 ευρώ, το μήνα, για τον Α., σε 108 ευρώ, το μήνα, για τον Δ. και σε 90 ευρώ, το μήνα, για τον Γ.. Το αίτημα του εναγομένου να προσκομίσει και να επιδείξει η κυρίως ενάγουσα ''φορολογικά έγγραφα εισοδημάτων, καθώς και Ε1, Ε2 και Ε9 για να διαπιστωθεί το σύνολο της περιουσίας των καθών'' είναι απορριπτέο, προεχόντως, ως αόριστο, διότι δεν προσδιορίζονται σαφώς και ειδικώς τα έγγραφα των οποίων ζητείται η επίδειξη και δη δεν αναφέρονται τα οικονομικά έτη και δεν γίνεται επίκληση της κατοχής αυτών κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης (άρθρα 450 και 451 ΚΠολΔ Μ.Μαργαρίτη Ερμηνεία ΚΠολΔ, άρθρο 451 αριθ. 6, 7 με εκεί παραπ. στη νομολογία). Εξάλλου το ανωτέρω αίτημα δεν είναι νόμιμο, διότι το απόρρητο των φορολογικών δηλώσεων, που καθιερώνεται με το άρθρο 85 παρ. 1,2,4,5 του Ν. 2238/1994 (Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος), συνιστά νόμιμο λόγο άρνησης επιδείξεως των φορολογικών δηλώσεων, με οποιοδήποτε τρόπο και αν υποβάλλεται το σχετικό αίτημα, ο οποίος κάμπτει το έννομο συμφέρον του εκκαλούντος για την επίδειξή τους (ΑΠ 567/95 ΕΕΝ 1996.497, ΕφΑθ 7277/03 Δνη 2004. 1447, ΕφΛαρ 19/2012 ΤΝΠΝόμος). Περαιτέρω όπως αποδείχθηκε και από την υπ' αρ. /5-7-2005 απόφαση του Διευθυντή του ΙΚΑ ότι η πρώτη ενάγουσα έλαβε και δικαιούται να λάβει κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ως σύνταξη, λόγω του θανάτου του συζύγου της, το ποσό των 239,82 ευρώ το μήνα, καθένα δε από τα τέκνα του θανόντος έλαβαν και δικαιούνται να λάβουν έως την ενηλικίωσή τους το ποσό των 68,49 ευρώ, μηνιαίως. Επομένως το ανωτέρω ποσό των 150 ευρώ, που συνεισέφερε ο θανών κατά μήνα στη διατροφή της πρώτης ενάγουσας, υπερκαλύπτεται από το ως άνω ποσό που κατά μήνα λαμβάνει η ενάγουσα ως σύνταξη χηρείας, και επομένως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, η ενάγουσα δεν έχει αξίωση αποζημιώσεως έναντι του εναγομένου. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η σχετική ένσταση του εναγομένου και να απορριφθεί το σχετικό κονδύλιο της αγωγής ως ουσία αβάσιμο. Επίσης πρέπει να αφαιρεθούν από την οφειλόμενη από τον εναγόμενο στους Α.Σ., Δ.Σ. και Γ. Σ. αποζημίωση για στέρηση της διατροφής τους τα ποσά, που αυτοί έλαβαν από το ΙΚΑ ως σύνταξη, λόγω θανάτου του πατέρα τους, κατά μερική παραδοχή της σχετικής ενστάσεως του εναγομένου. Συνεπώς ο ήδη ενήλικος Α. Σ. δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2011 έως 18-2-2008 το ποσό των 39,51(108-68,49) ευρώ, μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 1.564,60 (39 μήνες +18 ημέρεςΧ39,51) ευρώ, ο ανήλικος Δ.Σ., κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2011 έως 25-8-2015, το ποσό των 39,51(108-68,49) ευρώ, μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 5.129,72(129 μήνες+25 ημέρεςΧ39,51) και ο ανήλικος Γ.Σ., κατά το χρονικό διάστημα από 1-11-2011 έως 12-11-2021, το ποσό των 21,51 (90-68,49) ευρώ, μηνιαίως και συνολικά το ποσό των 4.396,64 (204 μήνες+12 ημέρεςΧ21,51) ευρώ.

 

 

Περαιτέρω ο θανών συμβίωνε στην ίδια οικία με την πρώτη ενάγουσα σύζυγό του και τα ως άνω ανήλικα τέκνα του. Οι σχέσεις του με τη σύζυγό του και τα τέκνα του ήταν άριστες. Ο αιφνίδιος θάνατός του, συγκλόνισε την ενάγουσα και τα δύο μεγαλύτερα τέκνα του Α. και Δ., ηλικίας, κατά το χρόνο του ατυχήματος, 14 και 7 ετών, αντίστοιχα, και τους προκάλεσε έντονα συναισθήματα θλίψης και πόνου, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον, ενώ η απουσία του άφησε στην ανατροφή των ως άνω τέκνων του μεγάλο και δυσαναπλήρωτο κενό. Για την απάμβλυνση της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Αλλά και ο ανήλικος Γ., ο οποίος, βέβαια, κατά το χρόνο του θανάτου του πατέρα του δεν είχε τη νοητική και συναισθηματική ανάπτυξη για να αισθανθεί τον πόνο από την απώλεια του πατέρα του, καθόσον ήταν ηλικίας 11 μηνών, είναι βέβαιο ότι μελλοντικά, όταν θα φθάσει σε ηλικία που θα αισθάνεται ψυχικό πόνο, θα αισθανθεί, σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων, την αναίτια και διαρκή απουσία του πατέρα του από τη ζωή του, η οποία (απουσία του) θα προκαλεί και σ` αυτόν ψυχική οδύνη (ΑΠ 260/2011, ΑΠ 598/2005ΤΝΠ Νόμος) και άρα πρέπει να του επιδικασθεί χρηματική ικανοποίηση, απορριπτομένου ως αβασίμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εναγομένου, που αποτελεί και λόγο έφεσης. Το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ανωτέρω και ιδίως τις συνθήκες του ατυχήματος, την ηλικία του θύματος, το βαθμό συναισθηματικής σύνδεσης των εναγόντων, που ήταν ανάλογος και με τη συγγένειά τους, την ένταση και τη διάρκεια του ψυχικού τους άλγους, το βαθμό υπαιτιότητας του εναγομένου, το συντρέχον πταίσμα του θανόντος και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των εναγόντων, από τους οποίους η πρώτη ασχολείται με τα οικιακά και του εναγομένου, ο οποίος είναι μηχανολόγος τεχνικός, κρίνει ότι δικαιούνται να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η πρώτη ενάγουσα, πέραν του ποσού 30 ευρώ που επιφυλάχθηκε να διεκδικήσει ως πολιτικώς ενάγουσα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου και το ποσό των 30.000 ευρώ, και καθένα από τα ανωτέρω τέκνα το ποσό των 25.000 ευρώ, τα οποία κρίνονται, με βάση τα προεκτεθέντα, εύλογα. Συνεπώς το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση επιδίκασε ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 24.970 ευρώ και σε καθένα από τους λοιπούς το ποσό των 20.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως είναι ουσία βάσιμος ο σχετικός λόγος της έφεσης των κυρίως εναγόντων, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού λόγου της έφεσης του εναγομένου.

 

 

Περαιτέρω ο Κανονισμός ( Ε.Κ.) με αριθμό 44/201 του Συμβουλίου της 22 Δεκεμβρίου 2000 ''για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις", ο οποίος αντικατέστησε από 1-3-2002 τη Σύμβαση των Βρυξελλών της 27-9-1968, που κυρώθηκε με τον Ν. 1814/1988, και έχει αυξημένη τυπική ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 § 1 του Συντάγματος, στο τμήμα 3 με τίτλο ''Διεθνής δικαιοδοσία σε υποθέσεις ασφαλίσεων'' ορίζει : Στο άρθρο 8 ''Σε υποθέσεις ασφαλίσεων η διεθνής δικαιοδοσία ρυθμίζεται από το παρόν τμήμα, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 5 σημείο 5''. Στο άρθρο 9 παρ.1 ''Ο ασφαλιστής που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί:α)... β) ...γ)....''. Στο άρθρο 10 ''Ο ασφαλιστής μπορεί επί πλέον να εναχθεί ενώπιον των δικαστηρίων του τόπου όπου συνέβη το ζημιογόνο γεγονός, αν πρόκειται για ασφάλιση αστικής ευθύνης .... ''. Στο άρθρο 11 παρ.1 ''Σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης, ο ασφαλιστής μπορεί επίσης να προσεπικληθεί ενώπιον του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της αγωγής του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου, αν το δίκαιο του δικαστηρίου το επιτρέπει''. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι σε υποθέσεις ασφάλισης αστικής ευθύνης ο αλλοδαπός ασφαλιστής μπορεί αφενός να εναχθεί από τον ασφαλισμένο ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου εάν το ζημιογόνο γεγονός συνέβη στην Ελλάδα και αφετέρου να προσεπικληθεί ενώπιον ελληνικού δικαστηρίου εάν η κυρία αγωγή του ζημιωθέντος κατά του ασφαλισμένου εκκρεμεί ενώπιον αυτού. Στην προκειμένη περίπτωση σύμφωνα με τα παραπάνω και ενόψει του προαναφερθέντος περιεχομένου της υπ'αρ.κατ. προσεπίκλησης-παρεμπίπτουσας αγωγής, εφόσον το ζημιογόνο γεγονός συνέβη στην περιφέρεια του πρωτοδίκως δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου, η κύρια αγωγή ήταν εκκρεμής ενώπιον αυτού και αφορά σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, τόσο η προσεπίκληση όσο και η παρεμπίπτουσα αγωγή, υπάγονται σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, καθώς και αυτές των άρθρων 1 και 3 παρ.1 του ίδιου ως άνω Κανονισμού στη δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του πρωτοδίκως δικάσαντος Δικαστηρίου και συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος της υπ'αρ.κατ. 337/2008 έφεσης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

    

 

Περαιτέρω κατά το άρθρο 12 ΑΚ ο τύπος της εμπράγματης δικαιοπραξίας ρυθμίζεται από το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος. Τούτο σημαίνει ότι κάθε δικαιοπραξία με την οποία συνιστάται, μεταβιβάζεται, αλλοιώνεται ή καταργείται εμπράγματο δικαίωμα επί πράγματος, κινητού ή ακινήτου, υποβάλλεται στον τύπο που τυχόν ορίζει το δίκαιο της τοποθεσίας όπου κείται το πράγμα.  Κατά δε το άρθρο 27 του ίδιου κώδικα η νομή και τα εμπράγματα δικαιώματα σε κινητά και ακίνητα ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας που βρίσκονται. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή το δίκαιο της τοποθεσίας του πράγματος, κινητού ή ακινήτου, εφαρμόζεται για όλα τα εμπράγματα δικαιώματα, καθορίζοντας τα είδη τους, το περιεχόμενό τους, τον τρόπο κτήσεως, μεταβιβάσεως και απώλειάς τους, κατά το ίδιο δε δίκαιο ρυθμίζεται η προστασία των εμπραγμάτων δικαιωμάτων και τα διαθέσιμα για την προστασία αυτών σε περίπτωση προσβολής μέσα. Ακόμη, τα κινητά πράγματα είναι δυνατόν ανά πάσα στιγμή να μεταφερθούν σε άλλη πολιτεία, έτσι μεταβάλλεται το εφαρμοστέο δίκαιο επί των σχετικών δικαιωμάτων, δηλαδή από τότε που το πράγμα βρέθηκε στη νέα του τοποθεσία, υπάγεται στο δίκαιό της. Όμως τα εμπράγματα δικαιώματα που συστήθηκαν νομότυπα κατά το δίκαιο της προηγούμενης τοποθεσίας του πράγματος, πριν την μετατόπισή του, εξακολουθούν να υφίστανται, εφόσον κατά το δίκαιο της νέας τοποθεσίας αναγνωρίζονται αντίστοιχα δικαιώματα (ΕφΠειρ 852/2013 ΔΕΕ 2013.1192). Κατά δε το άρθρο 25 του ΑΚ οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Αν δεν υπάρχει τέτοιο, εφαρμόζεται το δίκαιο που αρμόζει στη σύμβαση από το σύνολο των ειδικών συνθηκών. Κατά δε το άρθρο 33 ΑΚ διάταξη αλλοδαπού δικαίου δεν εφαρμόζεται αν η εφαρμογή της προσκρούει στα χρηστά ήθη ή γενικά στη δημόσια τάξη. Εξάλλου κατά το άρθρο 337 ΚΠολΔικ το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως και χωρίς απόδειξη το δίκαιο που ισχύει σε αλλοδαπή πολιτεία, τα έθιμα και τα συναλλακτικά ήθη και, αν δεν τα γνωρίζει μπορεί να διατάξει απόδειξη ή να χρησιμοποιήσει όποιο μέσο κρίνει κατάλληλο χωρίς να περιορίζεται στις αποδείξεις που προσάγουν οι διάδικοι. Μάλιστα, η απόδειξη μπορεί να γίνει και στο πλαίσιο επανάληψης της συζήτησης κατ' άρθρο 254 παρ.1 ΚΠολΔ, ώστε να προσκομισθεί, με επιμέλεια των διαδίκων, το κείμενο του αλλοδαπού δικαίου, που διέπει τη σχετική έννομη σχέση, καθώς και γνωμοδότηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου για την έννοια αυτού (ΕφΘεσ 154/2010, ΕφΙωαν 133/2006 ΤΝΠΝόμος). Σημειωτέον ότι η επανάληψη της συζήτησης σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 254, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ' έφεση δίκη (άρθρο 524 παρ.1 ΚΠολΔ) μπορεί να διαταχθεί από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, είτε πριν από την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως είτε μετά από αυτήν και η συζήτηση που ορίζεται για το σκοπό αυτόν δεν είναι νέα, αλλά θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης.

  

 

Αναφορικά με την ως άνω παρεμπίπτουσα αγωγή από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκαν και τα ακόλουθα: Με την υπ'αρ. ασφαλιστική σύμβαση, που συνήφθη στη Γερμανία μεταξύ του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, κατοίκου Γερμανίας και της παρεμπιπτόντως εναγομένης ασφαλιστικής εταιρίας, που εδρεύει επίσης στη Γερμανία, η τελευταία ασφάλισε την εκ του νόμου αστική ευθύνη του ενάγοντος από τους κινδύνους της καθημερινής ζωής, με εξαίρεση τους κινδύνους από επιχειρήσεις, επάγγελμα, υπηρεσία, αξίωμα, της υπεύθυνης ενασχόλησης σε κάθε είδους ενώσεις ή της ασυνήθιστης και επικίνδυνης απασχόλησης. Σύμφωνα με τον υπό στοιχ. ΙΙΙ ειδικό όρο της ως άνω σύμβασης, που προσκομίζεται σε επίσημη μετάφραση: ''Δεν ασφαλίζεται η κατά νόμο αστική ευθύνη του ιδιοκτήτη, κατόχου ή οδηγού ενός αυτοκινήτου οχήματος, αεροσκάφους, η πλωτού μέσου για ζημίες, που προκλήθηκαν από τη χρήση των παραπάνω οχημάτων/μέσων. Ασφαλίζεται όμως η αστική ευθύνη για ζημίες, οι οποίες προκαλούνται από τη χρήση α) .... β) ... γ)Αθλητικών πλεούμενων, συμπεριλαμβανομένων σανίδων windsurf και εξαιρουμένων ιδιόκτητων ιστιοφόρων με ιστίο άνω των 10 τ.μ. καθώς και ιδιόκτητα ή ξένα μηχανοκίνητα σκάφη με κινητήρες άνω των 3,7 KW/5PS (συμπεριλαμβανομένων των βοηθητικών και εξωτερικών κινητήρων). Σε μερική απόκλιση από τα παραπάνω, ασφαλίζεται όμως η κατοχή και η οδήγηση ξένων μηχανοκίνητων σκαφών που ενοικιάστηκαν/χρησιμοποιούνται για μικρό χρονικό διάστημα με κινητήρια δύναμη έως 59 KW/80PS''.  Στο προσκομιζόμενο με επίκληση σε επίσημη μετάφραση από 4-5-2003 ιδιωτικό έγγραφο αναφέρονται επί λέξει τα εξής: ''Πωλητήριο Συμβόλαιο Το όχημα-σκάφος αναψυχής ΙΟΣ με τον αριθμό κυκλοφορίας  παραδίδεται μετά από εξέταση και χωρίς απαίτηση εγγύησης στη συμβολική τιμή του 1 ευρώ στον Ρ. Φ.. Ο μέχρι σήμερα ιδιοκτήτης ήταν ο Ο. Μ.-Τ.. Τ. 4-5-2003 (υπογραφές του πωλητή και του αγοραστή)''. Η παρεμπιπτόντως εναγομένη ισχυρίζεται ότι ο παρεμπιπτόντως ενάγων, κατά το χρόνο του ατυχήματος, ήταν κύριος της ζημιογόνου λέμβου και η ως άνω ασφαλιστική σύμβαση δεν του παρείχε κάλυψη της αστικής του ευθύνης για ζημίες προκαλούμενες από τη χρήση αυτής (λέμβου). Ο παρεμπιπτόντως ενάγων ισχυρίζεται ότι, κατά το χρόνο του ατυχήματος, είχε δανεισθεί για μικρό χρονικό διάστημα την ως άνω λέμβο από τον ιδιοκτήτη αυτής Ο. Μ.-Τ. και δεν ήταν κύριος αυτής, διότι με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό δεν καταρτίσθηκε σύμβαση πώλησης, καθώς το τίμημα δεν είχε καταβληθεί η δε μεταβίβαση της κυριότητας της λέμβου σ' αυτόν έγινε αργότερα στις 24-11-2004 στο Λιμεναρχείο Αμβούργου. Κατόπιν αυτών η επικαλούμενη κτήση της κυριότητας της επίδικης λέμβου ρυθμίζεται από το γερμανικό δίκαιο, εφόσον αυτή (λέμβος) κατά το χρόνο που φέρεται ότι μεταβιβάστηκε η κυριότητά της βρισκόταν στη Γερμανία. Επίσης και η επικαλούμενη σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης, εφόσον συνήφθη στη Γερμανία μεταξύ του παρεμπιπτόντως ενάγοντος, που κατοικεί στη Γερμανία και της εναγομένης που εδρεύει επίσης στη Γερμανία, διέπεται από το γερμανικό δίκαιο. Περαιτέρω το Δικαστήριο αγνοεί και δεν μπορεί να πληροφορηθεί την ύπαρξη και  το περιεχόμενο  των διατάξεων του δικαίου της Γερμανίας, οι οποίες αφορούν την κτήση της κυριότητας κινητού πράγματος και ειδικότερα μηχανοκίνητης λέμβου με τα χαρακτηριστικά της ζημιογόνου, τη μεταβίβαση της κυριότητας αυτής, τις εν γένει διατυπώσεις που αφορούν τις αντίστοιχες δικαιοπραξίες (τήρηση έγγραφου τύπου, καταχώρηση σε οικεία βιβλία κ.λ.π.), καθώς και την επίμαχη σύμβαση ασφάλισης αστικής ευθύνης, που συνήφθη μεταξύ των ως άνω διαδίκων. Κατόπιν αυτών και επειδή το Δικαστήριο τούτο αγνοεί το δίκαιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σχετικά με τα προεκτεθέντα κρίσιμα ζητήματα, ενόψει των διατάξεων του άρθρου 337 ΚΠολΔ, πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζητήσεως στο ακροατήριο, κατά το άρθρο 254 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και στην κατ` έφεση δίκη, προκειμένου κατά τη συζήτηση αυτή να προσκομισθεί, με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων, έγγραφο υπό την μορφή της νομικής πληροφορίας του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου (άρθρο 2 του Ν. 593/1977, με τον οποίο κυρώθηκε η από 7-6-1968 ευρωπαϊκή σύμβαση "Περί της πληροφορήσεως του αλλοδαπού δικαίου"), σχετικά με το περιεχόμενο των εφαρμοστέων εν προκειμένω κανόνων του γερμανικού δικαίου.

 

 

Κατόπιν όλων των ανωτέρω πρέπει να γίνουν δεκτές η υπ'αρ.κατ. 309/3008 έφεση και η υπ' αρ.κατ. 336/2008 έφεση κατά το μέρος που η τελευταία στρέφεται κατά του πρώτου εφεσιβλήτου και να εξαφανισθεί η υπ'αρ. 161/2008 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Βόλου κατά το κεφάλαιό της που αφορά την υπ' αρ. κατ. 214/2005 αγωγή, στο σύνολό της για το ενιαίο της εκτελέσεως του τίτλου. Στη συνέχεια, αφού το Δικαστήριο τούτο κρατήσει την υπόθεση και την εκδικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ), πρέπει η ανωτέρω αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 30.000 ευρώ, στον ενάγοντα Α. Σ. το ποσό των 25.000 ευρώ, στον ανήλικο Δ. Σ., εκπροσωπούμενο από την πρώτη ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ και στον ανήλικο Γ. Σ. εκπροσωπούμενο από την πρώτη ενάγουσα το ποσό των 25.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα Α. Σ. 1.564,60 ευρώ, στον ανήλικο Δ. Σ., εκπροσωπούμενο από την πρώτη ενάγουσα 5.129,72 ευρώ και στον ανήλικο Γ. Σ. εκπροσωπούμενο από την πρώτη ενάγουσα 4.396,64 ευρώ. Σημειώνεται ότι η εκκαλουμένη δεν πλήττεται με λόγο εφέσεως, που να αφορά την απαγγελθείσα προσωπική κράτηση. Ο εναγόμενος, που ηττάται κατά το μεγαλύτερο μέρος, πρέπει να καταδικασθεί στην πληρωμή ανάλογου μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ). Οσον αφορά την υπ'αρ.κατ.337/2008 έφεση πρέπει να αναβληθεί η έκδοση αποφάσεως επ' αυτής, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν και να διαταχθούν τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.