ΤρΔΠρΠειρ 761/2010

 

Αρχή ισότητας - Αποδοχές - Αποζημίωση των 176 Ευρώ  καταβαλλόμενη δυνάμει υπουργικών αποφάσεων σε ειδικές κατηγορίες προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 - Τελωνειακοί υπάλληλοι -.

 

 

Η εξαίρεση των τελωνειακών υπαλλήλων, οι οποίοι λαμβάνουν ως αμοιβή, πέραν των τακτικών αποδοχών τους, δικαιώματα εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.), από την καταβολή της παροχής των 176 ευρώ, που λαμβάνει χώρα, δυνάμει συγκεκριμένων υπουργικών αποφάσεων, σε ειδικές κατηγορίες υπαλλήλων προσωπικού του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ , που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Τούτο δε, διότι η ειδική παροχή των Δ.Ε.Τ.Ε., καταβάλλεται από ειδικό λογαριασμό, που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδας και σχηματίζεται από εισπραττόμενα ποσά κατά τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών, όχι δε από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, και, συνεπώς, η μισθολογική μεταχείριση των τελωνειακών υπαλλήλων διαφοροποιείται σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, που λαμβάνουν τα επιδόματα του Ν. 3205/2003, ενώ, εξάλλου, τα ανωτέρω δικαιώματα συνιστούν μόνον κατά 50% αποζημίωση δαπανών και, κατά τα λοιπά, μισθολογική παροχή.

 

 

Αριθμός απόφασης Α761/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα

3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2009 ,με δικαστές τους: Ασπασία Κορωνιώτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ελένη Μαργαρίτη, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και Χρήστο Μουσούρο, Πάρεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Εισηγητή, και γραμματέα την Μαρκέλα Στρατάκου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 20-12-2006 αγωγή.

 

Της ... συζ. ..., κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, ..., η οποία παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 της πληρεξουσίας δικηγόρου του Δήμητρας Ρίζου.

 

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 του δικαστικού αντιπροσώπου του ΝΣΚ Εμμανουήλ Μουστάκη.

 

Μετά τη συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον δικαστικό ένσημο (βλ. τα σειράς Α’ 215218 και 164232 ειδικά έντυπα δικαστικού ενσήμου), η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει το ποσό των 11.748 ευρώ,  το οποίο αντιστοιχεί στην ειδική μηνιαία παροχή των 176 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.12.2006 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την κατάθεση της αγωγής της. Περαιτέρω, ζητά να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου, να της καταβάλλει και στο μέλλον την ως άνω παροχή και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί.

 

 

2. Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο ο κοινός νομοθέτης, όσο και η Διοίκηση, όταν ασκεί την κανονιστική της αρμοδιότητα, δύνανται να ρυθμίζουν κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των συναφών με αυτές κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών. Οφείλουν όμως να προβαίνουν στη σχετική ρύθμιση, επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου με αξιολογικά κριτήρια είτε με τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων. Δεν αποκλείεται επομένως η διαφορετική ρύθμιση περιπτώσεων που τελούν υπό διαφορετικές ή ειδικές συνθήκες, καθώς και η θέσπιση εξαιρέσεων, δικαιολογουμένων από ειδικούς λόγους γενικότερου ή υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος (βλ. ΣτΕ 3750/2004, 1025/1998 7μ., 771/1997 κ.ά.).

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω με το ν. 2410/1997 (ΦΕΚ 40 Α’), ο οποίος αντικατέστησε τον ν. 1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α), καθορίστηκε το πλαίσιο μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και τα ν.π.δ.δ. και στο άρθρο 27 αυτού, ορίστηκε ότι κάθε άλλη μισθολογική παροχή, εκτός των ήδη προβλεπόμενων από τις διατάξεις του νόμου αυτού, επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεών του. Εξάλλου στο άρθρο 13 παρ. 1 του ν. 2738/1999 (ΦΕΚ 180 Α’), ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη Δημόσια Διοίκηση, ορίζεται ότι: «1. Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχόλησης των υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος λόγω συνταγματικών περιορισμών (όπως ιδίως είναι ζητήματα μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπου διορισμού κ.λπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία. 2. Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ. ή ο.τ.α. : α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων, εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρύθμισης των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για έκδοση κανονιστικών πράξεων ή προώθησης νομοθετικών ρυθμίσεων, κατά περίπτωση. 3. …». Περαιτέρω, οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 110) προβλέπουν τα εξής: «1. Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 (Φ.Ε.Κ. 180 Α΄) και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου, των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και των λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμφωνιών του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και μέχρι του ποσού των 176 ευρώ μηνιαίως. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται του ποσού των 176 ευρώ, επιτρέπεται να χορηγείται μόνον η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικό των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες στον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι των παροχών και το ύψος τους λαμβάνοντας υπόψη για τη χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλόμενων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων και αποζημιώσεων από οποιαδήποτε πηγή. β) Οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για τη χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής τους καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης. γ) Κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χορήγησή τους. 5. … 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002».

 

 

4. Επειδή, κατ΄ εφαρμογή της ως άνω εξουσιοδοτικής διάταξης και αφού είχαν προηγηθεί ειδικές συλλογικές συμφωνίες του Δημοσίου με τους εκάστοτε κλάδους υπαλλήλων του άρθρου 14 παρ. 2 του ως άνω νόμου, εκδόθηκε σωρεία κοινών υπουργικών αποφάσεων (περίπου 60 Κ.Υ.Α.), με τις οποίες προβλέφθηκε η χορήγηση ειδικής αμοιβής ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 30.6.2002 και από 1.7.2002 και εφεξής ύψους 176 ευρώ, σε πλείστες κατηγορίες υπαλλήλων του δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. Συγκεκριμένα, και ενδεικτικά αναφέρονται οι Κ.Υ.Α.: α) η 2/40326/0022 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1242/23.9.2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευομένων από αυτό Δημοσίων Υπηρεσιών, β) η 2/40098/022 (ΦΕΚ Β΄ 1266/27.9.2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και Μ.Μ.Ε., γ) η 2/31813/0022 (Φ.Ε.Κ. Β΄ 1266/27.9.2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης, δ) η 2/41890/0022 (Φ.Ε.Κ. Β΄1266/27.9.2002) για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης κ.λπ. Η αμοιβή αυτή χορηγήθηκε σε όλους τους μονίμους και με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους, των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997, καθώς και στους αποσπώμενους ή τοποθετούμενους από άλλα υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά Ν.Π.Δ.Δ. Σε όλες δε τις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ορίζεται ότι, η καταβολή της αμοιβής αυτής εξακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κυήσεως κ.λπ.) και ότι υπόκειται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων, συνεντελλομένης αυτής με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων, ενώ, κατά το άρθρο 1 του ν. 3029/2002, η εν λόγω παροχή λαμβάνεται υπόψη στη βάση του υπολογισμού της σύνταξης. Τέλος, ο ν. 3205/2003 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 297), παρά το γεγονός ότι με το άρθρο 28 παρ. 4 κατήργησε το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 και όλες τις δυνάμει αυτού εκδοθείσες Κ.Υ.Α., εντούτοις με το άρθρο 24 παρ. 2 αυτού, διατήρησε την επίμαχη παροχή ως προσωπική διαφορά, κατά τρόπο ώστε να μη μειωθεί το εισόδημα των μισθωτών που τη λάμβαναν μέχρι τις 31.12.2003 αλλά να διατηρείται η επίδικη παροχή και να μειώνεται ανάλογα με τις μισθολογικές αυξήσεις που θα ελάμβαναν αυτοί στο μέλλον ενώ με τη νεώτερη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 3336/ 2005 (Α’ 96), η ίδια παροχή χορηγήθηκε και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν σε υπηρεσίες στους υπαλλήλους των οποίων χορηγούνταν ήδη η παροχή.

 

 

5. Επειδή, με το άρθρο 3 του ν.928/1917 (Φ.218) καθορίστηκαν οι ώρες εργασίας των τελωνειακών καταστημάτων και γραφείων και παρασχέθηκε εξουσιοδότηση να καθοριστούν με διατάγματα οι ώρες εργασίας κατά τις Κυριακές και εξαιρετέες εορτές (παρ.5) και οι τελωνειακές εργασίες που θα εκτελούνται πέραν του ωραρίου αυτού και εκτός των τελωνειακών καταστημάτων, προβλέφθηκε δε ότι με τα διατάγματα αυτά θα κυρωθεί τιμολόγιο των δικαιωμάτων που θα επιβάλλονται στους ιδιώτες που ζητούν τέτοιες τελωνειακές εργασίες, καθώς και ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης των δικαιωμάτων αυτών στους δικαιούχους τελωνειακούς υπαλλήλους και φύλακες (παρ.6). Με βάση τις εξουσιοδοτήσεις αυτές εκδόθηκε το β.δ/μα της 21/22-12-1917 (Φ.297), οι διατάξεις του οποίου τροποποιήθηκαν με το Δ/μα της 4/5-4-1924 (Φ.77), το Δ/μα της 11/16-6-1925 (Φ.152), το Δ/μα της 26/-2/4-3-1929 (Φ.81), καθώς και το π.δ/μα της 18/23-11-1931 (Φ.395). Επακολούθησε, ο ν.5415/1932 (Φ.129), με το άρθρο 10 του οποίου παρασχέθηκε εξουσιοδότηση να καθοριστούν με διατάγματα οι αποζημιώσεις, οι οποίες εισπράττονται από τις τελωνειακές αρχές υπέρ των τελωνειακών υπαλλήλων και ανδρών της τελωνοφυλακής για την εκτέλεση τελωνειακών εργασιών και οι οποίες επιβάλλονται σ` εκείνους που ζητούν την εκτέλεση των εργασιών αυτών, καθώς και ο τρόπος είσπραξης και απόδοσης των αποζημιώσεων αυτών στο προσωπικό των Τελωνείων. Με επίκληση της τελευταίας αυτής εξουσιοδότησης εκδόθηκε το π.δ/μα της 27-8/1-9-1932 (Φ.294), με το οποίο καθορίστηκαν οι ώρες λειτουργίας των τελωνειακών καταστημάτων (άρθρο 1), προβλέφθηκε δε ότι οι τελωνειακοί υπάλληλοι,  προκειμένου να διεκπεραιώσουν την  εργασία της υπηρεσίας οφείλουν να εργάζονται και πέραν του κανονικού ωραρίου λαμβάνοντας αποζημίωση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 8 του διατάγματος αυτού (άρθρο 2). Με το άρθρο 3 του ίδιου διατάγματος ορίστηκε ότι οι προϊστάμενοι των τελωνειακών αρχών μπορούν να επιτρέπουν, μετά από αίτηση ιδιώτη, να εκτελούνται τελωνειακές εργασίες: α) πριν από τις κανονικές ώρες εργασίας ή κατά παράταση αυτών, β) τις Κυριακές και λοιπές εξαιρέσιμες ημέρες πέραν των κανονικών ωρών εργασίας, γ) εκτός των τελωνειακών καταστημάτων και των καθορισμένων για τελωνειακές εργασίες θέσεων του τόπου όπου η έδρα των τελωνειακών αρχών και δ) πάνω σε πλοία ή άλλα πλωτά μεταγωγικά μέσα. Στη συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ.1 του α.ν. 1517/ 1938 (Φ.476), οι παραπάνω αποζημιώσεις ονομάστηκαν «δικαιώματα εκτελέσεων τελωνειακών εργασιών» (ΔΕΤΕ) και με το άρθρο 8 παρ.3 του α.ν. 1032/1946 (Α’ 79) ορίστηκε ότι τα ΔΕΤΕ μπορούν να αναπροσαρμόζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Περαιτέρω, με το άρθρο 12 του α.ν. 1502/1950 (Α’ 216) ορίστηκε ότι «Δι΄ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου θέλουσι ρυθμισθεί τα των τελωνειακών υπερωριών», με το άρθρο 6 παρ.1 του ν.754/1978 (Α’ 17)  ότι  «Αποζημιώσεις εξ υπερωριακής εργασίας δια ΔΕΤΕ και ΔΕΧΕ θα ρυθμισθούν ομοιομόρφως δι` άπαντας τους υπαλλήλους της Τελωνειακής Υπηρεσίας και του  Γενικού Χημείου του Κράτους δια Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου τη εισηγήσει του Υπουργού Οικονομικών» και με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 1504/ 1984 (Α 194) ότι «Με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, που θα εκδοθεί με εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, θα ρυθμισθούν τα δικαιώματα εκτελέσεως τελωνειακών και χημικών εργασιών (ΔΕΤΕ και ΔΕΧΕ) ..........». Με βάση την τελευταία αυτή εξουσιοδοτική διάταξη εκδόθηκε η 29/19-3-1985 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου περί καθορισμού της αποζημίωσης των τελωνειακών υπαλλήλων από Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών  (ΔΕΤΕ), στην οποία, το Υπουργικό Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη του  τις συνθήκες διεξαγωγής του εισαγωγικού, εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου, οι οποίες επιβάλλουν, οι εργασίες φορτοεκφόρτωσης και παραλαβής των εμπορευμάτων να ενεργούνται στα Τελωνεία απρόσκοπτα όλες τις ώρες του 24ώρου και όλες τις ημέρες της εβδομάδας, ακόμη και Κυριακές ή αργίες, προς αποφυγή των εκ των καθυστερήσεων δυναμένων να προκύψουν ζημιών (πληρωμή σταλιών, αποθηκεύτρων, καταστροφής ή αλλοίωσης ευαίσθητων εμπορευμάτων κλπ), καθώς και για την ταχεία ελευθέρωση των αποθηκευτικών χώρων και λιμένων, την ανάγκη ταχείας και απρόσκοπτης προώθησης των εξαγωγών, την επιτακτική ανάγκη της ομαλής και ακώλυτης ροής του τουριστικού ρεύματος της χώρας μας,  την ανάγκη παροχής στους Τελωνειακούς υπαλλήλους των μέσων και δυνατοτήτων για συστηματικότερη δίωξη του λαθρεμπορίου, αποτελεσματικότερη πάταξη της δασμοφοροδιαφυγής και κάθε εκδήλωσης παραοικονομίας, τις πρόσθετες δαπάνες στις οποίες υποβάλλονται καθημερινά οι Τελωνειακοί υπάλληλοι για έξοδα κίνησης, φαγητού κλπ κατά τη διεκπεραίωση της εκτός Τελωνειακών καταστημάτων προσφερόμενης εργασίας τους, με πρόταση του Υπουργού των Οικονομικών, αποφασίζει: «1)Αναγνωρίζει ότι η φύση της Τελωνειακής Υπηρεσίας απαιτεί: α)Συνεχή ετοιμότητα, διαρκή λειτουργία και έκτακτη εντατική απασχόληση των Τελωνειακών Υπαλλήλων και πέρα των καθιερωμένων ωρών εργασίας. β)Εργασία σε δυσμενείς, ανθυγιεινές συνθήκες και χώρους προβληματικούς (αποθήκες, ψυγεία, ύπαιθρο, δεξαμενές καυσίμων κλπ) γ)Εργασία σε επικίνδυνες συνθήκες με την απασχόληση στη δίωξη του λαθρεμπορίου. δ)Μετακινήσεις και παραμονή εκτός γραφείου και συνήθη τόπου εργασίας, για ελέγχους, τελωνισμούς, συνοδείες, επιτήρηση, φύλαξη χώρων, ογκομέτρηση δεξαμενών υγρών καυσίμων, καταμέτρηση εμπορευμάτων σε αποθήκες, ψυγεία κλπ .2) Δέχεται ότι οι πιο πάνω δυσμενείς, ανθυγιεινές και επικίνδυνες συνθήκες εργασίας των Τελωνειακών Υπαλλήλων, τόσο κατά το τακτικό ωράριο εργασίας, όσο και κατά την πρόσθετη απασχόλησή τους, επιβάλλουν την καταβολή αποζημίωσης στους Τελωνειακούς Υπαλλήλους, η οποία κατά βάση καλύπτει: Αποζημίωση για δυσμενείς συνθήκες εργασίας ή για συνθήκες επικίνδυνης, ανθυγιεινής και εντατικής εργασίας τους. Αποζημίωση για την προσφερόμενη Υπερωριακή εργασία, ημερήσια και νυκτερινή, όλες τις ημέρες της εβδομάδας και Κυριακές ή αργίες. Αποζημίωση παρεχόμενη κατ' αποκοπή, για την κάλυψη δαπανών στις οποίες υποβάλλονται οι Τελωνειακοί υπάλληλοι εξ αιτίας της υπηρεσίας που τους ανατίθεται. Αποζημίωση για την κάλυψη των πραγματικών εξόδων κίνησης στα οποία υποβάλλονται οι Τελωνειακοί υπάλληλοι, κατά τις εκτός του γραφείου τους μετακινήσεις, προς εκτέλεση υπηρεσίας. .3)Καθορίζει το χρόνο πρόσθετης εργασίας και προσδιορίζει ενόψει και των λοιπών λόγων της παρ.2, την καταβλητέα αποζημίωση στο προσωπικό της Τελωνειακής Υπηρεσίας από τα εισπραττόμενα, βάσει των κειμένων διατάξεων, Δικαιώματα Εκτελέσεως Τελωνειακών Εργασιών (ΔΕΤΕ), ως ακολούθως...». Περαιτέρω, στο αρ. 22 παρ. 9 του ν. 2443/96 (Α 265) ορίζεται ότι: « Οι εισπράξεις του λογαριασμού ΔΕΤΕ θα κατατίθενται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σε ειδικό έντοκο λογαριασμό που θα ανοιχτεί σε οποιαδήποτε από τις λειτουργούσες στην Ελλάδα αναγνωρισμένες τράπεζες.» ενώ, με το άρθρο μόνο της υπ’ αριθμ. Τ. 5878/2366  (Β` 1271/1998) απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, ορίζεται ότι: «4. Από 1.1.1999 οι ταμίες των Τελωνειακών Αρχών της Χώρας θα καταθέσουν τις ημερήσιες εισπράξεις Δ.Ε.Τ.Ε. στον λογαριασμό 232005 που τηρείται στο Υποκατάστημα της Τράπεζας Ελλάδος στον Πειραιά.», ο δε λογαριασμός αυτός διατηρήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2/54820/Α0024 απόφαση του ιδίου Υπουργού  (Β` 998/9.8.2000). Τέλος, με τις υπ’ αριθμ. Τ 7830/4316  ( Β`1059/1997) και  Τ.2614/809/2005 (Β’ 890/2005) αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και Οικονομίας και Οικονομικών, αντίστοιχα, συγκροτήθηκε η επιτροπή διαχείρισης του ενιαίου λογαριασμού Δ.Ε.Τ.Ε. με έργο, μεταξύ άλλων, τη λήψη αποφάσεων για το ύψος του διανεμόμενου ποσού στους δικαιούχους.

 

 

6. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: η ενάγουσα είναι μόνιμος τελωνειακός υπάλληλος με σχέση δημοσίου δικαίου και υπηρετεί στο ΣΤ’ Τελωνείο Πειραιά (Κερατσινίου-βλ. την υπ’ αριθμ. 25586/15.9.2009 βεβαίωση της υπηρεσίας αυτής, την οποία η ενάγουσα προσκομίζει και επικαλείται). Αμειβόταν δε, από 01.01.1997 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2470/1997 και από 01.01.2004 σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3205/2003, ενώ παράλληλα λαμβάνει ως πρόσθετη παροχή, την ειδική αποζημίωση των ΔΕΤΕ (βλ. τις  προσκομιζόμενες βεβαιώσεις αποδοχών για τα έτη 2002, 2003, 2004, 2005). Ήδη με την κρινόμενη αγωγή, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει την πρόσθετη μηνιαία μισθολογική αμοιβή των 176 ευρώ, που προβλέπεται από το άρθρο 14 του ν. 3016/2002 διότι, όπως υποστηρίζει, κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος δεν χορηγήθηκε με υπουργική απόφαση και σε αυτή η ειδική μηνιαία παροχή των 176 ευρώ, ενώ έχει ήδη χορηγηθεί σε πολλές ετερόκλητες κατηγορίες απασχολούμενων στο Δημόσιο. Ειδικότερα, ζητά το ποσό των 11.748 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 έως 31.12.2006. Το ποσό αυτό αναλύεται σε 1.892 ευρώ για το 2002 και σε 2.464 ευρώ για καθένα από τα έτη 2003, 2004, 2005, 2006. Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η ένδικη παροχή έχει στην πραγματικότητα τον χαρακτήρα προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων και παρανόμως το εναγόμενο αρνείται την καταβολή της. Το εν λόγω ποσό ζητά να της καταβληθεί με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό, άλλως από την κατάθεση της αγωγής της. Περαιτέρω, ζητά να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου, να της καταβάλλει και στο μέλλον την ως άνω παροχή και να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί. Το εναγόμενο από την πλευρά του, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται το ένδικο επίδομα διότι λαμβάνει ως πρόσθετη παροχή την ειδική αποζημίωση (ΔΕΤΕ), η οποία υπερβαίνει  το ποσό των 176 ευρώ.

 

 

7. Επειδή, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η ειδική παροχή των ΔΕΤΕ που λαμβάνει η ενάγουσα, καταβάλλεται από ειδικό λογαριασμό, που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδας και ο οποίος  σχηματίζεται από εισπραττόμενα ποσά κατά τη διενέργεια τελωνειακών εργασιών. Η ως άνω παροχή δηλαδή καταβάλλεται κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων και δεν προέρχεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού, όπως εν γένει τα επιδόματα και οι αποζημιώσεις, που προβλέπονται από το προγενέστερο αλλά και το ισχύον μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων (ν. 2470/1997 και 3205/2003). Κατά τούτο διαφοροποιείται η μισθολογική μεταχείριση της ενάγουσας, υπαλλήλου του Τελωνείου Πειραιά, σε σχέση με τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι λαμβάνουν τα επιδόματα του ν. 3205/2003, όπως  το επίδομα τροφής κλπ. (πρβλ. ΣτΕ 1214/2008, 11η σκέψη). Ούτε εξάλλου, η ως άνω παροχή αποτελεί εν συνόλω αποζημίωση για την κάλυψη δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται οι τελωνειακοί υπάλληλοι κατά την εκτέλεση της εργασίας τους, παρά μόνο εν μέρει (πρβλ. ΣτΕ 1590/1989), ενώ κατά τα λοιπά (50%) συνιστά μισθολογική παροχή. Κατά συνέπεια, εν όψει του ότι το μισθολογικό καθεστώς της ενάγουσας διαφοροποιείται σε σχέση με αυτό των λοιπών κατηγοριών δημοσίων υπαλλήλων εν γένει, οι οποίοι λαμβάνουν τα επιδόματα που προβλέπονται από τον ν. 3205/2003 και προέρχονται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού (π.χ. οικογενειακό επίδομα, επίδομα τροφής κλπ.),  η μη χορήγηση της παροχής των 176 ευρώ στην ενάγουσα δεν είναι αντίθετη στην συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, καθώς δεν πρόκειται για όμοιες αλλά αντιθέτως, για ανόμοιες, από μισθολογικής απόψεως, κατηγορίες υπαλλήλων. Ως εκ τούτου δεν στοιχειοθετείται παρανομία από την μη έκδοση της σχετικής υπουργικής απόφασης και η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

 

 

8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη αγωγή και να απαλλαγεί η ενάγουσα από την δικαστική δαπάνη του εναγόμενου κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε’ ΚΔΔ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την αγωγή.    

 

Απαλλάσσει την ενάγουσα από τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου.

 

Κρίθηκε στον Πειραιά στις 13-1-2010.

 

Δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο στις 19-2-2010 με τη συμμετοχή του Πρωτοδίκη Αθανάσιου Σκουρλή λόγω αδείας της Πρωτοδίκη Ελένης Μαργαρίτη.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                    Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΡΩΝΙΩΤΟΥ           ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΣ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΑΡΚΕΛΑ ΣΤΡΑΤΑΚΟΥ