ΤρΔΠρΠειρ 528/2010

 

Αρχή ισότητας - Κοινωνική ασφάλιση - Σύνταξη ορφανών τέκνων πασχόντων από νοητική υστέρηση, αυτισμό, πολλαπλές βαριές αναπηρίες και χρόνιες ψυχικές διαταραχές -.

 

 

Δεν προσκρούει στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας, στη διάταξη της παρ. 5 του και 22, κατά την οποία το κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, καθώς και στης διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 21, που προβλέπει την ειδική φροντίδα του Κράτους απέναντι στα άτομα, που πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο, η εξαίρεση των ασφαλισμένων του Ν.Α.Τ. από τις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3232/2004, που προβλέπουν το δικαίωμα των τέκνων, που είναι ορφανά από δύο γονείς, πάσχουν από νοητική υστέρηση, αυτισμό, πολλαπλές βαριές αναπηρίες και χρόνιες ψυχικές διαταραχές, που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, και δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή δεν παίρνουν σύνταξη από δική τους εργασίας, να λάβουν το σύνολο του ποσού της σύνταξης, που λάμβανε ο θανών γονέας, εφόσον πρόκειται για φορέα κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τούτο δε, διότι πρόκειται για ασφαλισμένους διαφορετικών ασφαλιστικών οργανισμών, που δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες και το ασφαλιστικό καθεστώς των οποίων δύναται να διαφοροποιείται από το νομοθέτη, ενώ, περαιτέρω, το κράτος έχει λάβει ειδική μέριμνα για τα ανωτέρω άτομα, με τη χορήγηση εντός ποσοστού από τη σύνταξη του αποβιώσαντος γονέα, συνταξιούχου εν ζωή ενός φορέα, η δε αύξηση του ποσοστού αυτού, που ισχύει για τους ασφαλιστικούς οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν συνεπάγεται την αυτόματη επέκταση του στους υπόλοιπους ασφαλιστικούς φορείς. Με το σκεπτικό αυτό απορρίφθηκε προσφυγή κατά απόφασης του αρμοδίου οργάνου του Ν.Α.Τ. για χορήγηση σε απολύτως ανίκανο ορφανό τέκνο συνταξιούχου του Ν.Α.Τ., μετά το θάνατο του τελευταίου και της μητέρας του τέκνου, της σύνταξης του αποβιώσαντος πατέρα του στο ακέραιο.

 

 

Αριθμός απόφασης  Α528/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ: 1ο TΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 15.6.2009, με δικαστές τους : Διαμάντω Γεωργούλη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., ως Προεδρεύουσα λόγω αποχώρησης από την Υπηρεσία της Προέδρου του Τμήματος Μαριάνθης Γεωργακοπούλου και κωλύματος των αρχαιοτέρων αυτής Δικαστών,  Βασιλική Μπάλλα, (Eισηγήτρια) και Κατερίνα Μωϋσιάδου, Πρωτοδίκες Δ.Δ. και με γραμματέα την Ασημίνα Μώρου, δικαστική υπάλληλο,

 

για να δικάσει την προσφυγή με χρονολογία  κατάθεσης 20.12.2004

 

της  ..., κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (...), ως δικαστικής συμπαραστάτριας του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση αδελφού της, ...,  η οποία παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Μανούσο Κτιστάκη,

 

κατά του Ν.Π.Δ.Δ., με την επωνυμία «Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο» (Ν.Α.Τ.), που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρό του, για τον οποίο παραστάθηκε με δήλωση (άρθρ. 133 παρ.2 Κ.Δ.Δ., όπως ισχύει), η πληρεξούσια δικηγόρος Ελένη Γιαννιώτη.

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.

 

 

Σκέφθηκε κατά το νόμο.

 

Η κρίση του είναι  η εξής :

 

 

1. Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή νόμιμα εισάγεται προς ανασυζήτηση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 194 παρ. 1 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), μετά την από 18.5.2009 πράξη του Πρόεδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου αυτού, δεδομένου ότι μετά τη συζήτηση αυτής, η οποία έλαβε χώρα στις 8.5.2008, δεν έχει εκδοθεί απόφαση.

 

 

2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, ζητείται η ακύρωση του με αριθ. 120986/15.11.2004 εγγράφου του Τμηματάρχη της Διεύθυνσης παροχών του Ν.Α.Τ., με την οποία απερρίφθη η με αριθ. 24066/4.11.2004 αίτηση της προσφεύγουσας, ως δικαστικής συμπαραστάτριας του υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση αδελφού της, .... Με την αίτηση αυτή, η προσφεύγουσα ζήτησε να χορηγηθεί στον ανάπηρο αδελφό της, ο οποίος λαμβάνει το 60% της σύνταξης του αποβιώσαντος πατέρα τους, συνταξιούχου του καθού η προσφυγή Ταμείου το 100% αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5α του Ν. 3232/2004. Το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής, ενόψει δε του ότι αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατατέθηκε δε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα με αριθ. 818327 και 1788027 σειρά Α΄ έντυπα παραβόλου), είναι τυπικά δεκτή και πρέπει περαιτέρω να εξεταστεί στην ουσία.

 

 

3. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερώνεται η αρχή της ισότητας, η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη, όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, οι οποίοι δύνανται να ρυθμίζουν κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπ’ όψιν των υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών που συνδέονται με αυτές, και επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων να προβαίνουν στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας. Τα τελευταία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε υπό τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε υπό τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση ή την ενιαία μεταχείριση διαφορετικών καταστάσεων ή, αντίθετα, τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρομοίων καταστάσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 2063/2006, 992/2004 (Ολομ.), 2495/2000). Περαιτέρω, στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει». Προς εξειδίκευση του κοινωνικού αυτού δικαιώματος ο νομοθέτης επέλεξε, αντί του ενιαίου ασφαλιστικού συστήματος, την παροχή υπηρεσιών κοινωνικής ασφλάλισης από πλείονες, αυτόνομους φορείς δημοσίου δικαίου, προκειμένου να καλυφθούν ειδικά οι κίνδυνοι που διατρέχουν τα άτομα ορισμένης επαγγελματικής κοινότητας. Οι υπαγόμενοι σε διαφορετικούς ασφαλιστικούς φορείς δεν υπόκεινται σε όμοιο εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς, ούτε έχουν αντίστοιχη εισφοροδοτική ικανότητα, δεν τελούν, συνεπώς, υπό τις αυτές συνθήκες. Από το συνδυασμό δε των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης δεν δεσμεύεται σε ομοιόμορφη μεταχείριση των υπαγομένων σε διαφορετικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης κατά τη θέσπιση επιμέρους ασφαλιστικών παροχών, ενόψει των κρατουσών συνθηκών και των οικονομικών δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών οργανισμών. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1631/1989, Δ.Π. Αθ. 8872/2003).

 

 

4. Επειδή, το άρθρο 5 του Ν. 3232/2004 (Α’ 48) «Θέματα κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» ορίζει ότι: «5. α. Παιδιά ορφανά και από τους δύο γονείς που πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή από πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή από χρόνιες ψυχικές διαταραχές που επιφέρουν μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω δικαιούνται το σύνολο του ποσού της σύνταξης που πράγματι ελάμβανε ο θανών γονέας ή προκειμένου περί ασφαλισμένου, το ποσό που εδικαιούτο να λάβει ο θανών, σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εργάζονται ή δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή δεν παίρνουν σύνταξη από δική τους εργασία. Το ανωτέρω ποσό δεν επιτρέπεται να είναι μικρότερο του κατώτατου ορίου σύνταξης γήρατος ή βαριάς αναπηρίας και, επί θανάτου συνταξιούχου που ελάμβανε μειωμένη σύνταξη από οποιαδήποτε αιτία, του κατώτατου ορίου σύνταξης λόγω θανάτου. Το ποσό της ανωτέρω σύνταξης κατανέμεται ισομερώς αν υφίστανται περισσότερα του ενός παιδιά με τις ανωτέρω αναπηρίες … δ. Οι ρυθμίσεις των ανωτέρω περιπτώσεων ισχύουν για παιδιά ασφαλισμένων και συνταξιούχων ανεξάρτητα από το χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση. Διατάξεις που ρυθμίζουν διαφορετικά τον τρόπο συνταξιοδότησης των αναφερόμενων στο άρθρο αυτό προσώπων δεν ισχύουν».

 

 

5. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Στο ..., απολύτως ανίκανο ορφανό τέκνο του συνταξιούχου ναυτικού ..., χορηγήθηκε σύνταξη δυνάμει της με αριθ. 4694/27.11.1986 απόφασης του Διευθυντή παροχών του  Ν.Α.Τ. από 1.9.1986, συμμετέχοντας στη σύνταξη της μητέρας του Ολυμπίας, με ποσοστό 15%. Ακολούθως, με το θάνατο της μητέρας του στις 20.11.2003 κατόπιν σχετικής αιτήσεως, εξεδόθη η με αριθ. 167/21.3.2004 απόφαση του Διευθυντή παροχών του καθού, με την οποία απονεμήθηκε σύνταξη στον ανωτέρω από 1.12.2003, με ποσοστό 60% της ολόκληρης σύνταξης. Με τη με αριθ. 24066/4.11.2004 αίτησή της προς το καθού η προσφεύγουσα, ..., η οποία δυνάμει της με αριθ. 2308/1997 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ορίσθηκε δικαστική συμπαραστάτρια του υπό πλήρη στερητική δικαστική συμπαράσταση αδελφού της ..., ζήτησε να χορηγηθεί στον απολύτως ανίκανο αδελφό της το 100% της σύνταξης του θανόντος πατέρα της, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3232/2004. Το καθού Ν.Α.Τ., με το με αριθ. 120986/15.11.2004 προσβαλλόμενο έγγραφό του απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας, με την αιτιολογία ότι το άρθρο 5 του Ν. 3232/2004, δεν έχει εφαρμογή στο Ν.Α.Τ., αλλά σε οργανισμούς αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Ήδη με την κρινόμενη προσφυγή της, όπως αναπτύσσεται με το νόμιμα κατατεθέν υπόμνημά της, η προσφεύγουσα ζητεί να ακυρωθεί το με αριθ. 120986/15.11.2004 έγγραφο του καθού και να χορηγηθεί, στον υπό δικαστική συμπαράσταση τελούντα, λόγω μόνιμης διανοητικής αναπηρίας αδελφό της, ολόκληρη η σύνταξη του αποβιώσαντος πατέρα της, συνταξιούχου εν ζωή του καθού, από την ημερομηνία υποβολής της ως άνω αίτησής της στο καθού, ήτοι από 4.11.2004. Το καθού η προσφυγή, με την έκθεση των απόψεών του, ισχυρίζεται ότι, ορθά απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας δεδομένου ότι, με το άρθρο 5 του Ν. 3232/2004 ρυθμίζονται συνταξιοδοτικά θέματα ατόμων με αναπηρίες υπαγόμενα στην ασφάλιση ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και όχι του Ν.Α.Τ. και ότι αν η βούληση του Νομοθέτη ήταν να συμπεριλάβει στη διάταξη αυτή και το Ν.Α.Τ., θα το όριζε ρητά, όπως αυτό συνέβη σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου και για παράδειγμα αναφέρεται στις διατάξεις περί αναγνωρίσεως του δικαιώματος συνταξιοδότησης διαζευγμένου/ης συζύγου. 

 

 

6. Επειδή, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι η άρνηση του καθού να εφαρμόσει τις ευεργετικές διατάξεις του Ν. 3232/2004 σε άτομα με αναπηρίες, που υπάγονται στην ασφάλισή του, έρχεται σε αντίθεση τόσο με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του νόμου, όσο και στο 21 παρ. 2 αυτού, που προβλέπει την ειδική φροντίδα του κράτους απέναντι στα άτομα που πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο, διότι με τον τρόπο αυτό αναγνωρίζει μια προνομιακή μεταχείριση και θέτει σε ευνοϊκότερη θέση τα άτομα με αναπηρίες που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έναντι των ομοίων τους, που υπάγονται στο Ν.Α.Τ. Ο ισχυρισμός αυτός της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, σύμφωνα με όσα διαλαμβάνει η μείζων σκέψη, ο νομοθέτης δύναται να διαφοροποιεί το ασφαλιστικό καθεστώς προσώπων υπαγομένων σε διαφορετικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, εν προκειμένω δε σε όσους υπάγονται στην ασφάλιση του  Ν.Α.Τ., δίχως τούτο να προσκρούει σε καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος, δεδομένου ότι οι ασφαλισμένοι του Ν.Α.Τ. δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους ασφαλισμένους άλλων φορέων κοινωνικής ασφάλισης.  Επομένως, στην υπό κρίση περίπτωση, τα άτομα με αναπηρίες που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αποτελούν, έναντι των ομοίων τους, που υπάγονται στο Ν.Α.Τ., ιδιαίτερη κατηγορία, που τελεί υπό διαφορετικές ασφαλιστικές συνθήκες, ενόψει του ότι υπάγονται σε άλλο ασφαλιστικό οργανισμό, γεγονός που δικαιολογεί τη διαφορετική τους μεταχείριση δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων (πρβλ. Σ.Τ.Ε. 851/98).Η διαφορετική αυτή μεταχείρισή τους, δε προσκρούει ούτε στο άρθρο 21 παρ. 2 του Συντάγματος, που προβλέπει την ειδική φροντίδα του κράτους απέναντι στα άτομα που πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο, διότι το κράτος έχει ήδη λάβει ειδική μέριμνα για τα άτομα αυτά, με τη χορήγηση ενός ποσοστού από τη σύνταξη του αποβιώσαντος γονέα, συνταξιούχου εν ζωή ενός ασφαλιστικού φορέα. Η αύξηση του ποσοστού αυτού, που γίνεται με ρητή πρόβλεψη του νόμου για τους ασφαλιστικούς φορείς που υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν συνεπάγεται την αυτόματη επέκτασή του σε όλους τους υπόλοιπους ασφαλιστικούς φορείς.

 

 

7. Επειδή, κατ’ ακολουθία πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη προσφυγή, να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το καταβληθέν παράβολο, κατ άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ ΚΔΔικ. και να απαλλαγεί η προσφεύγουσα από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του καθού, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. ε΄ ΚΔΔικ.    

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Διατάσσει την κατάπτωση υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου του καταβληθέντος παραβόλου. Και

 

Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα.

 

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 23-11-2009 και το πρωτότυπο αυτής υπογράφεται από την Προεδρεύουσα, λόγω αδείας της εισηγήτριας, κατ΄ άρθρο 194 παρ.3 εδ. β΄ Κ.Δ.Δικ..

 

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ                 

ΔΙΑΜΑΝΤΩ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ         ΑΣΗΜΙΝΑ ΜΩΡΟΥ

 

Και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στις  29-1-2010 με άλλη σύνθεση λόγω αλλαγής της σύνθεσης του Τμήματος.

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ                                             

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΑΜΠΑΤΣΟΥ   ΑΣΗΜΙΝΑ ΜΩΡΟΥ