ΤρΔΠρΠειρ 4768/2010

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Αγωγή αποζημίωσης - Παράνομη παράλειψη ΝΠΔΔ να χορηγήσει σε άνδρα εργαζόμενο άδεια ανατροφής τέκνου με αποδοχές - Ισότητα φύλων - Ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών - Προστασία οικογένειας - Κοινοτικό Δίκαιο -.

 

 

Οι διατάξεις των άρθρων 51 παρ. 1 και 2, 52 παρ. 1 και 53 παρ. 1, 2, 3 και 4 του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 2683/1999), ερμηνευόμενες, υπό το φώς τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων (άρθρα 4 παρ. 1 και 2 και 116 παρ. 1 του Συντάγματος) όσο και των αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, που κατοχυρώνονται με τις διατάξεις της Οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976 και της Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δημόσια υπάλληλο αλλά και για τον πατέρα δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ' αυτή, ειδική άδεια μετ' αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτή αγωγή εργαζόμενου Ν.Π.Δ.Δ., με την οποία ζητούσε αποζημίωση για την παράνομη παράλειψη του τελευταίου να χορηγήσει σε αυτόν άδεια μετ’ Αριθμός απόφασης Α4768/2010.

 

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα 3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 3 Μαρτίου 2010, με δικαστές τους: Ασπασία Κορωνιώτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αθανάσιο Σκουρλή, Εισηγητή, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και Χρήστο Μουσούρο, Πάρεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Μαρκέλα Στρατάκου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 5 Δεκεμβρίου 2006 αγωγή.

 

Του ..., κατοίκου Περιστερίου Αττικής, ..., ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 της πληρεξουσίας δικηγόρου του Κυριακής Παπαϊωαννίδου.

 

Κατά του Ν.Π.Δ.Δ. «ΓΕΝΙΚΟ ΑΝΤΙΚΑΡΚΙΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ ΜΕΤΑΞΑ», το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 2915/2001 της πληρεξουσίας δικηγόρου του Μαρίας Αρβανίτη.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

1. Επειδή, με την υπό κρίση αγωγή, για την οποία έχει καταβληθεί το ανάλογο δικαστικό ένσημο (βλ. το 15850/11.10.2010 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Δ’ Αθηνών), όπως περιορίστηκε το αίτημά της με το κατατεθέν υπόμνημα, ζητείται παραδεκτώς να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 35.871 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, ως αποζημίωση κατ’ άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ., για την υλική και ηθική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων από την παράνομη συμπεριφορά του εναγόμενου.

 

 

2. Επειδή, ο Εισαγωγικός Νόμος του Αστικού Κώδικα ορίζει, στο άρθρο 105 ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος" και στο άρθρο 106 ότι οι διατάξεις, μεταξύ άλλων, του προηγουμένου άρθρου "εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνον από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξης ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως τέτοιας πράξης, αλλά και από μη νόμιμες υλικές ενέργειες των οργάνων του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή από παραλείψεις οφειλομένων νομίμων υλικών ενεργειών αυτών, εφόσον οι υλικές αυτές ενέργειες ή παραλείψεις συνάπτονται με την οργάνωση και λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών ή των υπηρεσιών νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (βλ. Α.Ε.Δ. 5/1995, Σ.Τ.Ε. 3042/1992, 2463/1998, 2774/1999, 740/2001, κ.ά.). Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ότι η ευθύνη προς αποζημίωση συντρέχει, όχι μόνον οσάκις με πράξη ή παράλειψη οργάνου της Διοίκησης παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου αλλά και οσάκις παραλείπονται τα εκ της κειμένης εν γένει νομοθεσίας και τα κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης προσιδιάζοντα στην συγκεκριμένη υπηρεσία ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις. Για την θεμελίωση δε της ευθύνης του Δημοσίου ή του Ν.Π.Δ.Δ. απαιτείται να υπάρχει και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της κατά τα ανωτέρω παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσης ζημίας (ΣτΕ 347, 4776/1997, 3102/1999) χωρίς, όμως, να απαιτείται να αποδειχθεί και υπαιτιότητα των οργάνων του οικείου ν.π., ενόψει της αντικειμενικής ευθύνης αυτού (πρβλ. ΣτΕ 740/2001). Εξάλλου, τα δικαστήρια της ουσίας πέραν των κονδυλίων που επιδικάζουν, κατά τις ως άνω διατάξεις του ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση κάθε θετικής και αποθετικής ζημίας του παθόντος, δύνανται επί πλέον, να επιδικάσουν χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2463/1998, 3081/2003), κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας του, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης».

 

 

3. Επειδή, εξάλλου, στη διάταξη του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1.Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. 3. ... ». Επίσης στη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6.4.2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Με την παράγραφο αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, οριζόταν ότι «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Περαιτέρω στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 21 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η οικογένεια ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους» και στη διάταξη της παραγράφου 5 του ιδίου άρθρου, που προστέθηκε με το προαναφερθέν Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής καθώς και η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων αποτελεί υποχρέωση του Κράτους». Τέλος, στη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το πιο πάνω Ψήφισμα της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής, ορίζεται ότι: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας».

 

 

4. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976, ΕΕ, Ν. αριθμ. 39/40/14.12.1976, όπως ισχύει, θεσπίζεται, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα με αυτή, στα Κράτη - Μέλη (Κ.Μ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) η υποχρέωση της τήρησης της «αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την πρόσβαση σε απασχόληση, συμπεριλαμβανομένης και της επαγγελματικής προωθήσεως και την επαγγελματική εκπαίδευση, καθώς και τις συνθήκες εργασίας ...», απαγορευομένης «κάθε διακρίσεως που θεσπίζεται στο φύλο είτε άμεσα, είτε έμμεσα σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση», (βλ. άρθρο 1 και επ. της πιο πάνω οδηγίας, βλ. σχετικά ΔΕΚ 18.3.2004 Gοmez, C-342/01, 3.2.2000, Mahlburg C-207/98, M. Boyle C-411/96 κ.α., ΣτΕ 1/2006).

 

 

5. Επειδή, με βάση το άρθρο 4 (παρ. 2) της Συμφωνίας για την Κοινωνική Πολιτική, που συνήφθη στο Μάαστριχτ, στις 7-2-1992 μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κυρώθηκε, μαζί με την Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, με το άρθρο πρώτο του ν. 2077/1992 (ΦΕΚ 136 Α`), εκδόθηκε η Οδηγία 96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996, (ΕΕ L αριθμ. 145/4/19.6.1996), σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για τη γονική άδεια, που συνήφθη στις 14.12.1995, από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρος (UNICE, CEEP και C.E.S.), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/75/ΕΚ του Συμβουλίου της 15.12.1997 (ΕΕ L αριθμός 16/16.1.1998). Με την Οδηγία αυτή, που αποσκοπούσε στην υλοποίηση της συναφθείσας από τις παραπάνω διεπαγγελματικές οργανώσεις συμφωνίας-πλαισίου (άρθρο 1), ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη έχουν υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις αναγκαίες για την συμμόρφωση νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις έως την 3-6-1998 ή ένα έτος αργότερα. Η εν λόγω συμφωνία των διεπαγγελματικών οργανώσεων, που συνδημοσιεύθηκε σε παράρτημα, στην επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, προέβλεπε τα εξής: «9. Η παρούσα συμφωνία αποτελεί συμφωνία πλαίσιο που ορίζει τους ελάχιστους κανόνες και διατάξεις για τη γονική άδεια, διαφορετικής της άδειας μητρότητας ... Ρήτρα 2: Γονική άδεια 1. Δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, παρέχεται ατομικό δικαίωμα γονικής άδειας στους εργαζόμενους, άνδρες και γυναίκες, λόγω γέννησης ή υιοθεσίας παιδιού, ώστε να μπορέσουν να ασχοληθούν με το παιδί αυτό τουλάχιστον επί τρεις μήνες, μέχρι μιας ηλικίας, η οποία μπορεί να φθάσει μέχρι τα 8 έτη και προσδιορίζεται από τα κράτη μέλη ή και τους κοινωνικούς εταίρους». Με τις διατάξεις της ανωτέρω οδηγίας καθιερώνεται για τα κράτη-μέλη της ΕΕ «η αρχή της εναρμόνισης (συμφιλίωσης) της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή», ως φυσικό συμπλήρωμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά και ως μέσο για την ουσιαστική εφαρμογή της, με την αναγνώριση στους εργαζόμενους τόσο στο δημόσιο, όσο και στον ιδιωτικό τομέα, άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχου προσωπικού δικαιώματος, να λαμβάνουν γονική άδεια, για να μπορούν να ασχοληθούν με την ανατροφή των τέκνων τους, ώστε να καθίσταται στην πράξη εφικτός, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες, ο συνδυασμός των επαγγελματικών ευθυνών με τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και ειδικότερα να ενθαρρυνθούν οι άνδρες «να αναλάβουν ίσο μέρος των οικογενειακών ευθυνών», λαμβάνοντας γονική άδεια, για να ασχοληθούν και αυτοί με την ανατροφή των τέκνων τους (πρβλ. ΣτΕ 1/2006, 3405/2006).

 

 

6. Επειδή, εξ άλλου, στην μεν διάταξη του άρθρου 51 του Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 2683/1999, Α` 19) ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Aρθρο 51. Aδειες χωρίς αποδοχές. 1. Επιτρέπεται η χορήγηση στον υπάλληλο, μετά από αίτησή του, άδειας άνευ αποδοχών, εφόσον οι ανάγκες της υπηρεσίας το επιτρέπουν. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα (1) μήνα εντός του ίδιου ημερολογιακού έτους. 2. Στους υπαλλήλους επιτρέπεται η χορήγηση άδειας άνευ αποδοχών συνολικής διάρκειας έως δύο (2) ετών, ύστερα από αίτησή τους και γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, για σοβαρούς ιδιωτικούς λόγους. 3  . … 4  …  5 … 6 …», στην δε διάταξη του άρθρου 52 παρ. 1 του προαναφερθέντος Κώδικα ορίζονται τα εξής : «Aρθρο 52. Aδειες μητρότητας. 1. Στις υπαλλήλους οι οποίες κυοφορούν χορηγείται άδεια μητρότητας με πλήρεις αποδοχές δύο (2) μήνες πριν και τρεις (3) μήνες μετά τον τοκετό. Η άδεια λόγω κυοφορίας χορηγείται ύστερα από βεβαίωση του θεράποντα γιατρού για τον πιθανολογούμενο χρόνο τοκετού». Περαιτέρω, στην διάταξη του άρθρου 53 του ίδιου Κώδικα ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «Aρθρο 53. Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις. 1. Η προβλεπόμενη από την παρ. 2 του άρθρου 51 άδεια χορηγείται υποχρεωτικά, χωρίς γνώμη υπηρεσιακού συμβουλίου, όταν πρόκειται για ανατροφή παιδιού ηλικίας έως και έξι (6) ετών. 2. Στις μητέρες υπαλλήλους ο χρόνος εργασίας μειώνεται κατά δύο (2) ώρες ημερησίως, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας έως δύο (2) ετών, και κατά μία (1) ώρα, εφόσον έχουν τέκνα ηλικίας από δύο (2) έως τεσσάρων (4) ετών. Η μητέρα υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου. 3. Όταν ο ένας γονέας λάβει την άδεια της παρ. 1 ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να κάνει χρήση των διευκολύνσεων της παρ. 2 για το ίδιο διάστημα. 4. Σε περίπτωση διάστασης, διαζυγίου, χηρείας ή γέννησης τέκνου χωρίς γάμο των γονέων του, την άδεια της παρ. 1 δικαιούται ο γονέας που ασκεί τη γονική μέριμνα. 5 . …  6. …».

 

 

7. Επειδή, οι προαναφερθείσες διατάξεις ερμηνευόμενες, περαιτέρω, υπό το φώς τόσο της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας των δύο φύλων όσο και των προαναφερθεισών αρχών του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμονίσεως μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να θεωρηθεί ότι έχουν εφαρμογή όχι μόνο για την μητέρα δημόσια υπάλληλο αλλά και για τον πατέρα δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος δικαιούται επίσης να ζητήσει να του χορηγηθεί η προβλεπομένη από την διάταξη της παρ. 2 εδ. β` του άρθρου 53 του Υ.Κ., κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σ` αυτή, ειδική άδεια μετ` αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του (πρβλ. ΔΕΚ 13.11.1990 Marleasing C 106-89, 30.4.1998, Thibault C-136/95, 17.4.1997, ΔΕΗ κατά Eβρενοπούλου C 147-95 13.7.2000, Centrosteel C-456/98, 29.11.2001, Griesmar C 366/99, παράβ. επίσης ΣτΕ Ολομ. 1917-1929/1998 και ΣτΕ 2435/1997, 1379/1998 βλ. ακόμη και ΑΕΔ 3/2001, ΣτΕ 1/2006).

 

 

8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: ο ενάγων είναι μόνιμος υπάλληλος του ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά - Μεταξά», κατηγορίας Δ.Ε., κλάδου Τεχνικού, με ειδικότητα μηχανοτεχνίτη και πατέρας δύο τέκνων, που γεννήθηκαν στις 22.02.2003 και 19.01.2005 (βλ. το 7682/17.11.2006 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αθαμανίας του νομού Aρτας). Με την 3619/28.02.2005 αίτησή του προς τη διοίκηση του εναγομένου ζήτησε την χορήγηση σε αυτόν της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που προβλέπεται από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα για το πρώτο παιδί του. Επί της αίτησης αυτής δεν υπήρξε απάντηση από τη διοίκηση του εναγομένου. Ακολούθως, με την 14/09.01.2006 απόφαση του Διοικητή του Νοσοκομείου εγκρίθηκε, κατόπιν νέας αίτησης  του ενάγοντα, άδεια άνευ αποδοχών διάρκειας εννέα μηνών από 19.01.2006 έως 19.10.2006 για ανατροφή τέκνου (βλ. την 18813/07.09.2009 βεβαίωση του εναγομένου). Εν συνεχεία, με την 2064/03.02.2006 αίτησή του προς τη διοίκηση του εναγομένου, ο ενάγων ζήτησε εκ νέου την χορήγηση σε αυτόν της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που προβλέπεται από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα. Και επί της αίτησης αυτής δεν υπήρξε απάντηση από τη διοίκηση του εναγομένου για το δεύτερο παιδί του.  Ήδη με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων υποστηρίζει ότι παρανόμως δεν του χορηγήθηκε από τη διοίκηση του νοσοκομείου γονική άδεια μετ’ αποδοχών και για τα δύο του τέκνα, όπως προβλέπεται από το νόμο για τις μητέρες υπαλλήλους και ζητεί να αποζημιωθεί με το ποσό των 35.871 ευρώ για τη ζημία που υπέστη, ήτοι ποσό 10.332 ευρώ για τις αποδοχές, που αντιστοιχούν στο χρονικό διάστημα της άδειας άνευ αποδοχών που του χορηγήθηκε, ποσό 10.539 ευρώ για τις αποδοχές της γονικής άδειας μετ’ αποδοχών, που έπρεπε να του χορηγηθεί για το δεύτερο τέκνο του και ποσό 15.000 ευρώ για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την παράνομη συμπεριφορά του εναγομένου. Ειδικότερα, ο ενάγων προβάλλει ότι η παράλειψη των οργάνων του εναγομένου να του χορηγήσουν την προβλεπόμενη από το άρθρο 53 παρ. 2 εδ. β’ του Υπαλληλικού Κώδικα γονική άδεια μετ’ αποδοχών για κάθε ένα από τα δύο τέκνα του είναι παράνομη, διότι είναι αντίθετη στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου κατοχυρώνεται η προστασία της οικογένειας και η εφαρμογή δημογραφικής πολιτικής, στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος περί ισότητας και ειδικότερα της ισότητας των φύλων, στις οδηγίες 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 9.2.1976 περί ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών και απαγόρευσης κάθε διάκρισης που στηρίζεται στο φύλο  και  96/34/ΕΚ του Συμβουλίου της 3.6.1996 περί υλοποίησης της συμφωνίας - πλαισίου για τη γονική άδεια καθώς και στο νόμο 2101/1992 (Α’ 192), με τον οποίο κυρώθηκε   η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του προσκομίζει μεταξύ άλλων το 7682/17.11.2006 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αθαμανίας του νομού ʼρτας, την 18813/07.09.2009 βεβαίωση του εναγομένου για την χορήγηση στον ενάγοντα  εννεάμηνης άδειας άνευ αποδοχών για την ανατροφή τέκνου, βεβαίωση του Κέντρου ξένων γλωσσών «... και Σια Ο.Ε.» ότι η σύζυγός του, ..., απασχολείται στο εν λόγω κέντρο από το Σεπτέμβριο του 2000 και δεν έχει κάνει χρήση των διευκολύνσεων τέκνων, τις 4/2006/3162/15.02.2205 και 4/2006/3163/16.02.2005 αποφάσεις του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Αγίου Ιεροθέου, με τις οποίες χορηγήθηκε στην ως άνω επίδομα μητρότητας και βοήθημα τοκετού αντίστοιχα, την αναλυτική κατάσταση μισθοδοσίας Ιανουαρίου 2006, στην οποία οι ακαθάριστες αποδοχές του ενάγοντα ανέρχονταν στο ποσό των 1.148 ευρώ και την από 31.12.2006 βεβαίωση του εναγόμενου για τις ακαθάριστες αποδοχές του ενάγοντα το Δεκέμβριο του 2006, που ανέρχονταν στο ποσό των 1.171 ευρώ.

 

 

9. Επειδή, όπως εκτέθηκε ανωτέρω στην έβδομη σκέψη, ερμηνεύοντας την παρ. 2 εδ. β' του άρθρου 53 του Υπαλληλικού Κώδικα σύμφωνα με την συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των φύλων και τις προαναφερθείσες αρχές του κοινοτικού δικαίου περί της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και της εναρμόνισης μεταξύ της επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι και ο πατέρας δημόσιος υπάλληλος δικαιούται την ειδική άδεια μετ` αποδοχών διαρκείας εννέα μηνών, που η ως άνω διάταξη προβλέπει για τις μητέρες δημόσιες υπαλλήλους, προκειμένου να ασχοληθεί με την ανατροφή του τέκνου του, εφόσον η σύζυγός του δεν κάνει χρήση της άδειας αυτής. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, παρανόμως  τα αρμόδια όργανα του εναγομένου απέρριψαν σιωπηρά τις αιτήσεις του ενάγοντα και δεν του χορήγησαν την ανωτέρω γονική άδεια μετ’ αποδοχών για τα δύο τέκνα του. Περαιτέρω, ο ενάγων υπέστη ζημία, κατά το διάστημα που βρισκόταν σε άδεια άνευ αποδοχών για την ανατροφή του τέκνου του, ίση με το ποσό των αποδοχών που θα ελάμβανε  εάν του είχε χορηγηθεί, κατά τα ανωτέρω, άδεια μετ’ αποδοχών για το ίδιο διάστημα. Ως αβάσιμη όμως πρέπει να απορριφθεί η αξίωση του ενάγοντα να αποζημιωθεί για τη ζημία που υπέστη από την απόρριψη της αίτησης γονικής άδειας για το δεύτερο τέκνο. Και τούτο διότι δεν έλαβε άδεια άνευ αποδοχών για το δεύτερο τέκνο αλλά συνέχισε να απασχολείται και να αμείβεται κανονικά από την υπηρεσία του ούτε προκύπτει, από τα στοιχεία που προσκομίζονται, ότι υπεβλήθη σε πρόσθετες δαπάνες για την φροντίδα του τέκνου ή υπέστη κάποιου άλλου είδους θετική ή αποθετική ζημία. Επιπλέον δεν στοιχειοθετείται αδικαιολόγητος πλουτισμός του εναγομένου από την μη χορήγηση στον ενάγοντα της γονικής άδειας για το δεύτερο τέκνο καθώς δεν πιθανολογείται, με βάση τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ότι το εναγόμενο θα προσελάμβανε κάποιον άλλο μισθωτό στη θέση του κατά το διάστημα της γονικής άδειας και κατέστη κατά τον τρόπο αυτό πλουσιότερο από τη μη χορήγηση της αιτούμενης γονικής άδειας στον ενάγοντα. Τέλος, ως αβάσιμη πρέπει να απορριφθεί και η αξίωση του ενάγοντα για την αποζημίωση της ηθικής βλάβης, που κατά τους ισχυρισμούς του υπέστη από την σιωπηρή απόρριψη των αιτήσεών του για χορήγηση της γονικής άδειας, διότι ο ενάγων δεν έπαθε προσβολή της υγείας του ή της τιμής του ούτε στερήθηκε την ελευθερία του, οι ισχυρισμοί του δε ότι από τις ένδικες παραλείψεις χορήγησης γονικής άδειας του γεννήθηκαν αισθήματα ενοχής για πατρική ανεπάρκεια  και αδυναμία του να προσφέρει στα τέκνα του τα προσήκοντα αγαθά για την ομαλή τους ψυχοσωματική τους ανάπτυξη καθώς και θλίψης και άδικης διάκρισης στο πρόσωπό του σε σχέση με τις μητέρες υπαλλήλους δεν κρίνονται βάσιμοι. Συμπερασματικά, το εναγόμενο ν.π.δ.δ. πρέπει να αποζημιώσει τον ενάγοντα για την παράνομη στέρηση των αποδοχών του κατά το διάστημα της άνευ αποδοχών άδειας, που του χορήγησε και να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση, το ποσό των ακαθάριστων αποδοχών για το χρονικό διάστημα της άνευ αποδοχών άδειας, από 19.01.2006 έως 19.10.2006, ήτοι ποσό 10.332 ευρώ (9 μήνες Χ 1.148 ευρώ).

 

 

10. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει αν γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα, ως ακαθάριστες αποδοχές, το ποσό των 10.332 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής  και έως την εξόφληση και να συμψηφιστεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 ΚΔΔ).

 

Για τους λόγους αυτούς

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το ν.π.δ.δ με την επωνυμία «Ειδικό Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιά - Μεταξά» να καταβάλει στον ενάγοντα, ως ακαθάριστες αποδοχές, το ποσό των 10.332 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής  και έως την εξόφληση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 6-10-2010.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                 Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

ΑΣΠΑΣΙΑ ΚΟΡΩΝΙΩΤΟΥ        ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο στις 29-11-2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο με άλλη σύνθεση λόγω αλλαγής στη σύνθεση του Τμήματος.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΝΝΑ ΜΥΛΩΝΑ                      ΜΑΡΚΕΛΑ ΣΤΡΑΤΑΚΟΥ