ΤρΔΠρΠειρ 4734/2010

 

Κοινωνική ασφάλιση - ΙΚΑ - Αίτηση προσαύξησης σύνταξης λόγω συζύγου - Διατάξεις θεσπίζουσες για έγγαμες εργαζόμενες ειδικές προϋποθέσεις, που δεν απαιτούνται για τους έγγαμους εργαζόμενους άνδρες -.

 

 

Η θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 35 του Ν. 2956/2001 ουσιαστική ρύθμιση προβλέπει, κατά το σαφές γράμμα της, την κατάργηση αναδρομικώς από 1-1-1984, διατάξεων που με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργούν καθεστώς ανισότητας για τις έγγαμες εργαζόμενες γυναίκες ως προς τη χορήγηση επιδομάτων γάμου ή συζύγου ή τέκνων ή οικογενειακών βαρών από εργοδότες στο μέτρο που έχουν συνέπεια ως προς το ύψος της σύνταξής τους, στο δε  πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης δεν εμπίπτει η ουσιαστική ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 825/1978, όπως αυτή έχει ερμηνευτεί εν όψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως τον χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, σύμφωνα με την οποία το ποσόν της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται λόγω συζύγου, εφ’ όσον αυτός ή αυτή δεν ασκεί επάγγελμά ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου, Και τούτο, διότι η τελευταία αυτή διάταξη αφορά «ενίσχυση» με αποδέκτη την οικογένεια και όχι ένα έκαστο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ και δεν εξαρτά τη χορήγηση προσαυξήσεως συντάξεως λόγω γάμου σε γυναίκα συνταξιούχο από ιδιαίτερες προϋποθέσεις, η συνδρομή των οποίων δεν απαιτείται προκειμένης της χορηγήσεως της ως άνω προσαύξησης εις άνδρα συνταξιούχο, μη εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση επί τη βάση του φύλου. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτό ότι νομίμως απορρίφθηκε αίτηση γυναίκας συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. για χορήγηση σε αυτήν προσαύξησης στη σύνταξης της λόγω συζύγου, με την αιτιολογία ότι αυτός ήταν συνταξιούχος, η δε αίτηση της δεν μπορούσε να έχει ως ισχυρό νομοθετικό έρεισμα για την προσαύξηση σύνταξης της λόγω οικογενειακών βαρών τη διάταξη του άρθρου 35 του Ν. 2956/2001.

 

 

Αριθμός απόφασης A 4734/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα 5ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 17 Σεπτεμβρίου 2010, με σύνθεση τους: Ειρήνη Δάσκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Χριστίνα Φίλη και Αικατερίνη Κουτσοπούλου, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα το Νικόλαο Νικολούλη, δικαστικό υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 3.2.2005 προσφυγή.  

 

Της ..., κατοίκου Καλλιθέας, ..., η οποία δεν παραστάθηκε

 

κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων» Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α - Ε.Τ.Α.Μ.), που εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Καλλιθέας, το οποίο παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γεώργιο Χλούπη με δήλωση κατ΄ άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/01.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία.

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

1. Επειδή,με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 837130,1416107/3-2-2005 ειδικά έντυπα καταβολής παραβόλου σειράς Α) ζητείται παραδεκτώς, η ακύρωση της 833/8.11.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΤΕΑΜ Καλλιθέας. Με την απόφαση αυτή, απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά της Σ/Κ/3478/8.7.2003 απόφασης του Διευθυντή του ιδίου ως άνω  Υποκαταστήματος, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για προσαύξηση σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών.

 

 

2. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως το εδάφιο αυτό ίσχυε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, μετά την αντικατάστασή του τελικώς, με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α΄ 189), ορίζεται ότι «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ’ όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου ...». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που ερμηνεύεται πλέον εν όψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως τον χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφ’ όσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφ’ όσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.Ε. 1261/1994 επταμ., 2219/1997, 2466/1998, 1124/2007). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη, τέτοιοι δε θεωρούνται, κατ’ αρχήν, οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξ άλλου, η επίμαχη διάταξη, με το ως άνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται ούτε στη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (Σ.τ.Ε. 1124/2007 επταμ., 3006/2006). Περαιτέρω, η διάταξη αυτή, προβλέπουσα «ενίσχυση» η οποία ως αποδέκτη έχει την οικογένεια και όχι ένα έκαστο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ, δεν δημιουργεί «δικαίωμα» υπέρ ενός εκάστου των συνταξιούχων και ως εκ τούτου δε δύναται να θεωρηθεί ότι αντίκειται στην αρχή προστασίας της «περιουσίας» του προσώπου κατ’ άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (Σ.τ.Ε. 1124/2007 επταμ.).

 

 

3. Επειδή, στο άρθρο 35 του Ν.2956/2001 «Αναδιάρθρωση ΟΑΕΔ και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 258/6.11.2001) υπό τον τίτλο «Κατάργηση διατάξεων που προκαλούν άνιση μεταχείριση εργαζομένων» ορίζεται ότι: «1.Καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 1981 κάθε διάταξη νόμου, διατάγματος, υπουργικών αποφάσεων, συλλογικών συμβάσεων εργασίας ή διαιτητικών αποφάσεων, εσωτερικών κανονισμών ή οργανισμών επιχειρήσεων και εκμεταλλεύσεων, καθώς και κάθε όρος ατομικών συμβάσεων εργασίας κατά το μέρος που θέτουν για τις έγγαμες εργαζόμενες γυναίκες ειδικές προϋποθέσεις, που δεν απαιτούνται αντίστοιχα για τους έγγαμους εργαζόμενους άνδρες, ως προς τη χορήγηση επιδομάτων γάμου ή συζύγου ή τέκνων ή οικογενειακών βαρών από εργοδότες του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα στους εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δικαίου και στο μέτρο που συνεπάγονται δυσμενείς επιπτώσεις ως προς το ύψος των συντάξεων, οι οποίες χορηγήθηκαν σε έγγαμες γυναίκες μετά τις 23 Δεκεμβρίου 1984, εφόσον τα ανωτέρω επιδόματα δεν ελήφθησαν υπόψη στις συντάξιμες αποδοχές. 2. Έγγαμες γυναίκες, συνταξιούχοι Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης που χορηγούν συντάξεις στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19/12/1978 (Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων10.1.79), δύναται να ζητήσουν την αναπροσαρμογή των συντάξεών τους με αίτησή τους προς τον οργανισμό, από τον οποίο συνταξιοδοτήθηκαν, εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Η καταβολή των διαφορών που θα προκύψουν δεν δύναται να ανατρέξει σε χρόνο μεγαλύτερο της πενταετίας από την υποβολή της αίτησης.» Η δια της ανωτέρω διάταξης του α.35 του Ν.2956/2001 θεσπιζόμενη ουσιαστική ρύθμιση προβλέπει, κατά το σαφές γράμμα της, την κατάργηση αναδρομικώς από 1-1-1984, διατάξεων που με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργούν καθεστώς ανισότητας για τις έγγαμες εργαζόμενες γυναίκες ως προς τη χορήγηση επιδομάτων γάμου ή συζύγου ή τέκνων ή οικογενειακών βαρών, από εργοδότες στο μέτρο που έχουν συνέπεια ως προς το ύψος της σύνταξής τους. Στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω διάταξης δεν εμπίπτει η ουσιαστική ρύθμιση της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.825/1978,δεδομένου ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη προηγούμενη σκέψη, αφορά «ενίσχυση» με αποδέκτη την οικογένεια και όχι ένα έκαστο των ασφαλισμένων του ΙΚΑ και δεν εξαρτά τη χορήγηση προσαυξήσεως συντάξεως λόγω γάμου σε γυναίκα συνταξιούχο εξ ιδιαιτέρων προϋποθέσεων η συνδρομή των οποίων δεν απαιτείται προκειμένης της χορηγήσεως της ως άνω προσαύξησης εις άνδρα συνταξιούχο, μη εισάγουσα αδικαιολόγητη διάκριση επί τη βάση του φύλου.

 

 

4.Επειδή,στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 134/11-1-2002 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Καλλιθέας απονεμήθηκε στην προσφεύγουσα  σύνταξη λόγω γήρατος από κοινή νόσο από την 12η-10-2001. Με την Σ/Κ/3478/30-12-2002 αίτησή της η προσφεύγουσα ζήτησε την προσαύξηση του ποσού της συντάξεώς της λόγω του συζύγου της επικαλούμενη τη διάταξη του α.35 του Ν.2956/2001. Το αίτημά της αυτό απορρίφθηκε με την Σ/Κ/3478/8.7.2003 απόφαση του Διευθυντή του ως άνω Υποκαταστήματος με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του ν. 825/1978 και ειδικότερα ότι ο σύζυγός της ήταν ασφαλισμένος του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.) και στη συνέχεια, κατόπιν ενστάσεώς της, με την 833/Συν.92η/8-11-2004 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ίδιου Υποκαταστήματος, με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 10-9-2010 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι έσφαλε η ΤΔΕ με την προσβαλλόμενη απόφαση της και ζητεί την ακύρωση της υποστηρίζοντας ότι νομοθετικό έρεισμα της προαναφερόμενης αίτησής της αποτέλεσε η διάταξη του άρθρου 35 του Ν.2956/2001 ενώ, εξάλλου, την προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών δικαιούνται και οι δύο σύζυγοι, ανεξαρτήτως από τον εάν ασκούσαν επάγγελμα ή ήταν συνταξιούχοι ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου. Το καθ’ ού η προσφυγή Ίδρυμα με την έκθεση των απόψεών του υπεραμύνεται της προσβαλλόμενης απόφασης υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι πλήρως και νομίμως αιτιολογημένη.

 

 

5. Επειδή, σύμφωνα με τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στη δεύτερη και τρίτη σκέψη της παρούσας, λαμβανομένου ιδιαιτέρως υπόψη ότι η διάταξη της παρ.1 του άρθρου 35 του Ν.2956/2001 δεν αποτελεί επαρκές και ισχυρό νομοθετικό έρεισμα για την προσαύξηση σύνταξης της προσφεύγουσας λόγω οικογενειακών βαρών, και δεδομένου ότι ο σύζυγος της είναι συνταξιούχος ΝΠΔΔ και ως εκ τούτου εμπίπτει στις συνταγματικώς ανεκτές περιοριστικές προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Ν.825/1978, το Δικαστήριο, κρίνει ότι η προσφεύγουσα δεν δικαιούται προσαύξησης της σύνταξης της λόγω οικογενειακών βαρών, όπως νομίμως και ορθώς έκρινε η Τοπική Διοικητική Επιτροπή, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της.

 

 

6. Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, ενώ, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων, η προσφεύγουσα πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα του καθ` ου η προσφυγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 275 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, φ. Α΄97). Τέλος πρέπει να καταπέσει υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου το καταβληθέν υπ΄ αυτής παράβολο κατ΄ άρθρο 277 παρ. 9 Κ.Δ.Δ.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

- Απορρίπτει την προσφυγή

 

- Απαλλάσσει την προσφεύγουσα από τα δικαστικά έξοδα του  καθ' ου.

 

- Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.

 

- Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, την 1/10/2010 και η απόφαση δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο την 26 Νοεμβρίου 2010 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                  Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΣΚΑ           ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΚΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΝΙΚΟΛΟΥΛΗΣ