ΤρΔΠρΠειρ 2545/2010

 

Προσφυγή - Προθεσμία για κατάθεση προσφυγής - Έναρξη προθεσμίας επί διοικητικής επιλύσεως της διαφοράς -.

 

Kατά την έννοια του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του Ν. 2238/1994, ο προβλεπόμενος σε αυτό χρόνος έναρξης για την άσκηση προσφυγής, σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, δηλαδή η επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς, δεν καταργήθηκε με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατά το άρθρο 285 αυτού, εφόσον στον εν λόγω Κώδικα δεν περιελήφθησαν αντίστοιχες διατάξεις για τη ρύθμιση του ειδικού αυτού θέματος. Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η ως άνω διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του Ν. 2238/1994 πρέπει να θεωρηθεί κατηργημένη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης, όσες ειδικές διατάξεις θέλησε να εξακολουθούν να ισχύουν μετά την εισαγωγή του εν λόγω Κώδικα, και οι οποίες αποτελούν ειδικές διατάξεις, για τις οποίες δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση του θέματος ου αφορούν στον Κώδικα αυτό, τις απαρίθμησε περιοριστικά στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου και, επομένως, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του Ν. 2238/1994 έπαυσε να ισχύει μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και άρχισε να ισχύει εκ νέου μόνο μετά τη θέση σε ισχύ της παραγράφου 26 του άρθρου 1 του Ν. 2954/2001.

 

Αριθμός απόφασης Α 2545/2010

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα 6ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 21 Σεπτεμβρίου 2009, με δικαστές τους :Παναγιώτη Τσεβά, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ανδρέα Σταυρόπουλο και Ελένη Χαμηλού, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την ʼννα Μπατσάκη, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 10.1.2003 έφεση.

 

Τ η ς Ναυτικής Εταιρείας με την επωνυμία «ΣΥΡΟΣ Ν.Ε.», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός Σκουζέ αριθ.1 και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 του πληρεξουσίου δικηγόρου της Δημητρίου Τσουτσουβά.

 

Κ α τ ά  του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Πλοίων Πειραιά και δεν παραστάθηκε.

 

Κατά της υπ΄ αριθ.1055/2002 απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (11ο τμήμα).

 

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

 

      Αφού μελέτησε τη δικογραφία

      Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο (σχετ. το με αυξ. αριθ. 2196 σειράς ΣΤ΄ 62287057 από 16-9-2009 διπλότυπο είσπραξης τύπου Α΄), η εκκαλούσα ναυτική εταιρεία επιδιώκει, παραδεκτώς, την εξαφάνιση της 1055/30-9-2002 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η από 25-10-2000 προσφυγή της κατά της 24/25-4-2000 πράξης επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Πλοίων Πειραιά, με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της πρόστιμο ποσού 300.000 δραχμών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 παρ. 1 του νόμου 2238/1994, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας σχετικής δήλωσης φόρου εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων πλοίων, διαχειριστικής περιόδου από 1-1-1997 έως 31-12-1997 (οικονομικό έτος 1998), με διαφορά φόρου 6.953.171 δραχμές.

 

 

2. Επειδή, στο άρθρο 70 του νόμου 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ Α΄ 151), όπως αυτό ίσχυε κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο (υποβολής της από 27-7-2000 αίτησης για διοικητική επίλυση της διαφοράς), πριν την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του νόμου 2954/2001 (ΦΕΚ Α΄ 255/2-11-2001), ορίζονται τα εξής: «1. Ο υπόχρεος, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε το φύλλο ελέγχου, μπορεί, αν αμφισβητεί την ορθότητά του, να προτείνει τη διοικητική επίλυση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του αρμόδιου προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας. 2. .. 3. Η πρόταση υποβάλλεται στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας που έχει εκδώσει το φύλλο ελέγχου, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με ιδιαίτερη αίτηση που κατατίθεται μέσα στη νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής. .. 4. .. 5. .. 6. Αν συμπέσουν οι απόψεις του υποχρέου και: α) του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, όταν πρόκειται για πρόσωπα που ασκούν επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, τα οποία τηρούν κατά περίπτωση βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, β) .., συντάσσεται και υπογράφεται, από όλα τα μέρη που μετείχαν στη διαδικασία, πράξη επίλυσης της διαφοράς, με την αναγραφή της γνώμης τυχόν μειοψηφήσαντος μέλους της επιτροπής. Με την πράξη αυτή που είναι αμετάκλητη θεωρείται ότι η διαφορά επιλύθηκε ολικά ή μερικά, κατά περίπτωση, ανάλογα με το αποτέλεσμα που επήλθε από τη σύμπτωση των απόψεων των μερών. Στην περίπτωση αυτήν, η προσφυγή που τυχόν ασκήθηκε δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα ή ισχύει μόνο για το μέρος που δεν επιλύθηκε η διαφορά. Αν υποβληθεί αίτημα για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, η νόμιμη προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς. 7. ..». Εξάλλου, στο άρθρο 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ/μίας, νόμος 2717/1999 [ΦΕΚ Α΄ 97]) προβλέπονται τα ακόλουθα: «1. Από την έναρξη της ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν. 2. Κατ` εξαίρεση, διατηρούν την ισχύ τους οι δικονομικού περιεχομένου διατάξεις : α) ως προς τις οποίες γίνεται ρητή επιφύλαξη στις επί μέρους διατάξεις του Κώδικα, β) της δημοτικής - κοινοτικής φορολογίας, οι οποίες αφορούν την είσπραξη φόρου ή τέλους μέσω της ΔΕΗ, γ) οι οποίες αναφέρονται στην εκδίκαση των διαφορών ανάμεσα στο φορολογούμενο και τον ενοικιαστή φόρων, δ) οι οποίες προβλέπουν την επιβολή, από τα δικαστήρια, αυτοτελών κυρώσεων για φορολογικές παραβάσεις, ε) του άρθρου 99 του ν.δ. 118/1973, στ) του άρθρου 1 του ν.δ. 4600/1966 και ζ) των παρ. 4 και 7 του άρθρου 28 του ν. 2579/1998».

 

 

3. Επειδή, κατά την έννοια του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του νόμου 2238/1994, ο προβλεπόμενος σε αυτό χρόνος έναρξης για την άσκηση προσφυγής, σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, δηλαδή η επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς,  δεν καταργήθηκε με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, κατ’ άρθρο 285 αυτού, εφόσον στον εν λόγω Κώδικα δεν περιελήφθησαν αντίστοιχες διατάξεις για την ρύθμιση του ειδικού αυτού θέματος (βλ. σχετικά μελέτη Αθ. Καραμιχαλέλη «Οι εκτός του Κ.Φ.Δ. ειδικές διατάξεις για την εκδίκαση των φορολογικών διαφορών», Δ.Φ.Ν. 2002, σελ. 1799). Κατά τη γνώμη, όμως, της εισηγήτριας της υπόθεσης, Πρωτοδίκη Δ.Δ. Ελένης Χαμηλού, η ως άνω διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του νόμου 2238/1994 πρέπει να θεωρηθεί κατηργημένη, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 285 παρ.1 του ΚΔΔ/μίας, δεδομένου ότι ο νομοθέτης όσες ειδικές διατάξεις θέλησε να εξακολουθούν να ισχύουν μετά την εισαγωγή του εν λόγω Κώδικα, και οι οποίες αποτελούν ειδικές διατάξεις για τις οποίες δεν υπάρχει αντίστοιχη ρύθμιση του θέματος που αφορούν στον Κώδικα αυτό, τις απαρίθμησε περιοριστικά στην παράγραφο 2 του παραπάνω άρθρου. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η διάταξη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του νόμου 2238/1994, έπαυσε να ισχύει μετά την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και άρχισε να ισχύει εκ νέου μόνο μετά την θέση σε ισχύ της παραγράφου 26 του άρθρου 1 του νόμου 2954/2001 (ΦΕΚ Α΄ 255/2-11-2001), διότι, έκτοτε, ως νεώτερη ρύθμιση του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, εισάγει ειδική προθεσμία προσφυγής (πρβλ. Νικ. Χατζητζανή, «Ερμηνεία κατ’ άρθρον Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας», έκδοση 2002, σελ. 477, βλ. ΔΠρΚαλ. 226/2004 [μειοψ.]).

 

 

4. Επειδή, περαιτέρω, με τις διατάξεις του παραπάνω νόμου 2238/1994, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, ορίζονται τα ακόλουθα: στο άρθρο 19 παρ.4 ότι: «Οι υπόχρεοι που δεν αναγράφουν ή ανακριβώς αναφέρουν στη δήλωση τα στοιχεία, τα σχετικά με τις δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων και τον προσδιορισμό της ετήσιας συνολικής δαπάνης διαβίωσης, υπόκεινται σε πρόστιμο που ορίζεται στο άρθρο 87. ..», στο άρθρο 87 ότι: «1. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 13 παράγραφος 1, 19, 33 παράγραφος 15, 59, 60, 61, 62, 64, 66, 67, 76, 77, 78, 79,80, 81, 82 παράγραφοι 1 και 2, 83 και 85 παράγραφοι 7 και 8 υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο, που ορίζεται σε ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) επί του φόρου που προκύπτει κάθε φορά, μη δυνάμενο να είναι μικρότερο από εξήντα χιλιάδες (60.000) δραχμές και μεγαλύτερο από τριακόσιες χιλιάδες (300.000) δραχμές, στην περίπτωση που δεν προκύπτει ποσό οφειλόμενου φόρου, επιβάλλεται το ελάχιστο πρόστιμο (όπως η παράγραφος 1 ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 6 παρ.26 του νόμου 2386/1996 [ΦΕΚ Α΄ 43]). 2. Τα πρόστιμα που προβλέπουν οι διατάξεις αυτού του άρθρου, επιβάλλονται με το οικείο φύλλο ελέγχου ή με ιδιαίτερη πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά περίπτωση. Κατά τη διοικητική επίλυση της διαφοράς το πρόστιμο που επιβλήθηκε μειώνεται στο ένα τρίτο (1/3) αυτού. 3. Για την κοινοποίηση της πράξης και τη διαδικασία βεβαίωσης, γενικά, του προστίμου εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις αυτού του νόμου» (όπως η παράγραφος 3 προστέθηκε με το άρθρο 6 παρ.27 του προαναφερόμενου νόμου 2386/1996) και, τέλος, στο άρθρο 62 παρ.5 ότι: «Ο υπόχρεος για την επίδοση της δήλωσης βεβαιώνει υπεύθυνα, έχοντας γνώση των συνεπειών των άρθρων 86, 87, 88 και 90, την ειλικρίνεια και το περιεχόμενο της δήλωσης και των λοιπών συνυποβαλλόμενων με αυτήν εντύπων».

 

 

5. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι το πρόστιμο που επιβάλλεται σε βάρος του φορολογούμενου, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας δήλωσης φόρου εισοδήματος, έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την διαφορά του κύριου φόρου εισοδήματος, καθόσον ορίζεται σε ποσοστό 10% επί του φόρου που προκύπτει κάθε φορά, συναρτάται δηλαδή με το ύψος της διαφοράς μεταξύ του κύριου φόρου, που οφείλεται με βάση τη δήλωση, και εκείνου που προσδιορίζεται από τη φορολογική αρχή ή από το δικαστήριο, σε περίπτωση άσκησης προσφυγής, οι δε προϋποθέσεις επιβολής τούτου κρίνονται με βάση τον υφιστάμενο τίτλο του κύριου φόρου (καταλογιστική πράξη ή δικαστική απόφαση) (βλ. ΣτΕ 3081 - 3083/2008, πρβλ. ΣτΕ 15 - 16/1994). Εξάλλου, υπέρ του, κατά τα ανωτέρω, παρακολουθηματικού του χαρακτήρα, συνηγορεί και το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 87 του νόμου 2238/1994, το εν λόγω πρόστιμο δύναται να επιβάλλεται και με την πράξη επιβολής του κύριου φόρου.  

 

 

6. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 3 του προαναφερόμενου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλέπονται τα εξής: «Κατά την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας, εφόσον ο νόμος που διέπει τη σχέση δεν ορίζει διαφορετικά, επιτρέπεται : α) .... β) να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, εφόσον δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τα συμφέροντα των διαδίκων, αν παρεμπίπτοντα ζητήματα πρόκειται να κριθούν με δύναμη δεδικασμένου σε δίκη, η οποία εκκρεμεί στο κατά δικαιοδοσία αρμόδιο δικαστήριο».

 

 

7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, που τέθηκαν υπόψη και του Δικαστηρίου που δίκασε σε πρώτο βαθμό, προκύπτουν τα εξής: Σε βάρος της εκκαλούσας ναυτικής εταιρείας (νόμου 959/1979 [ΦΕΚ Α΄ 192]) με την επωνυμία «Σύρος Ν.Ε.», έδρα τον Πειραιά και αντικείμενο εργασιών, σύμφωνα με το καταστατικό της, την εκτέλεση των γραμμών μεταξύ Πειραιά και νήσων Κυκλάδων (Σύρος, Τήνος, Μύκονος) καθώς και δευτερευουσών γραμμών μεταξύ νήσων, βάσει της εκάστοτε χορηγούμενης άδειας σκοπιμότητας από το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας, με το Ε/Γ - Ο/Γ πλοίο «Ναϊάς ΙΙ» (Ν.Π. 8433), εκδόθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά το 42/25-4-2000 φύλλο ελέγχου παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων, χαρτοσήμου και Ο.Γ.Α., λόγω διαφοράς που διαπιστώθηκε, έπειτα από διενεργηθέντα σχετικό έλεγχο των αρμόδιων υπαλλήλων της παραπάνω Δ.Ο.Υ., στις καθαρές αμοιβές που είχαν καταβληθεί, κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1-1-1997 έως 31-12-1997 (οικονομικό έτος 1998), στους αξιωματικούς του Εμπορικού Ναυτικού και στο κατώτερο πλήρωμα που υπηρετούσε στο παραπάνω πλοίο, όπως αυτές προέκυπταν αφενός από τα τηρούμενα στην επαγγελματική της εγκατάσταση στοιχεία (συνολικού ποσού 236.644.600 δραχμών) και αφετέρου από τις υποβληθείσες από αυτή στην εφεσίβλητη φορολογική αρχή οριστικές εξαμηνιαίες δηλώσεις για την απόδοση του παρακρατηθέντος επί των εν λόγω αμοιβών φόρου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 59 του νόμου 2238/1994 (συνολικού ποσού 111.155.258 δραχμών). Εξάλλου, με την 1185/24-5-2005 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (Τμήμα 12ο Τριμελές), η οποία λαμβάνεται αυτεπαγγέλτως υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ.2 του ΚΔΔ/μίας, απορρίφθηκε ως αβάσιμη η από 25-10-2000 προσφυγή που είχε ασκήσει η εκκαλούσα κατά του προαναφερόμενου φύλλου ελέγχου παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος, κατά της απόφασης αυτής δε ασκήθηκε έφεση (αριθ. πράξης κατάθεσης: 285/2006), η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά. Ακολούθως, με την 24/25-4-2000 πράξη επιβολής προστίμου του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά επιβλήθηκε σε βάρος της εκκαλούσας πρόστιμο ποσού 300.000 δραχμών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 87 παρ.1 του νόμου 2238/1994, λόγω ανακρίβειας της υποβληθείσας σχετικής δήλωσης φόρου εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων πλοίων, για την ένδικη διαχειριστική περίοδο, με διαφορά φόρου 6.953.171 δραχμές. Κατά της τελευταίας αυτής καταλογιστικής πράξης, η ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 25-10-2000 προσφυγή, επί της οποίας εκδόθηκε η 1055/30-9-2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα 11ο σε μονομελή σύνθεση), με την οποία το ένδικο βοήθημα απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμο, ενόψει του ότι, όπως κρίθηκε από το δικάσαν σε πρώτο βαθμό δικαστήριο, η προσβαλλόμενη πράξη επιδόθηκε νομότυπα στον τότε νόμιμο εκπρόσωπο της προσφεύγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρείας ... στις 2-6-2000 και η προσφυγή ασκήθηκε στις 25-10-2000, δηλαδή μετά την πάροδο της, κατ’ άρθρο 66 παρ.1 του ΚΔΔ/μίας, εξηκονθήμερης προθεσμίας για την άσκησή της, η οποία, αφού ανεστάλη καθ’ όλη τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (δηλαδή από 1 Ιουλίου έως 15 Σεπτεμβρίου, ΣτΕ 2707 2708/2002 Ολ.), άρχισε να τρέχει εκ νέου από 16-9-2000 και τελικά συμπληρώθηκε στις 17-10-2000.

 

 

8. Επειδή, ήδη με την κρινόμενη έφεση, η εκκαλούσα στρέφεται κατά της ανωτέρω απόφασης και ζητεί την εξαφάνισή της, ισχυριζόμενη ότι η εκκαλούμενη, κατ’ εσφαλμένη κρίση, απέρριψε την ασκηθείσα προσφυγή ως εκπρόθεσμη, χωρίς να λάβει υπόψη της τα οριζόμενα στη διάταξη της παραγράφου 6 του άρθρου 70 του νόμου 2238/1994, σύμφωνα με την οποία σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, όπως εν προκειμένω (σχετ. η προσκομισθείσα πρωτοδίκως με αριθ. πρωτ. 8131 από 27-7-2000 αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς), η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης ή μερικής επίλυσης της διαφοράς. Κατόπιν τούτου, περαιτέρω δε λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην τρίτη σκέψη της παρούσας, η προθεσμία άσκησης προσφυγής σε περίπτωση υποβολής αιτήματος για διοικητική επίλυση της διαφοράς με ιδιαίτερη αίτηση, αρχίζει από την επομένη της ημέρας υπογραφής της πράξης ματαίωσης της διαδικασίας διοικητικής επίλυσης (ή μερικής επίλυσης της διαφοράς), κατ’ άρθρο 70 παρ.6 του νόμου 2238/1994, διάταξη η οποία δεν καταργήθηκε με την εισαγωγή του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, β) εν προκειμένω, υποβλήθηκε από την εκκαλούσα στην εφεσίβλητη φορολογική αρχή η προσκομισθείσα πρωτοδίκως με αριθ. πρωτ. 8131 από 27-7-2000 αίτηση διοικητικής επίλυσης της διαφοράς, επί του σώματος της οποίας υπάρχει η από 31-8-2000 σημείωση, που υπογράφεται από τον εφοριακό Διευθυντή Βασίλειο Τσιμπίδα και τον εκπρόσωπο της εταιρείας, ότι δεν επιτεύχθηκε συμβιβασμός, ενώ η ασκηθείσα από αυτή προσφυγή, όπως προκύπτει από την σχετική πράξη κατάθεσής της, κατατέθηκε στη Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιά στις 25-10-2000 (αριθ. πράξης κατάθεσης: 79/2000) και γ) η εξηκονθήμερη προθεσμία άσκησης της προσφυγής από μέρους της εκκαλούσας, που άρχισε να τρέχει από 16-9-2000, ενόψει της αναστολής της προθεσμίας για το διάστημα από 1-9-2000 έως 15-9-2000 λόγω των δικαστικών διακοπών, δεν είχε συμπληρωθεί στις 25-10-2000, οπότε και ασκήθηκε η προσφυγή, κατά τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει, κατά πλειοψηφία, ότι η προσφυγή της εκκαλούσας εταιρείας ασκήθηκε εμπροθέσμως και για το λόγο αυτό, που βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση. Σύμφωνα, όμως, με την παρατεθείσα στην τρίτη σκέψη της παρούσας άποψη της μειοψηφίας, η  προσφυγή της ήδη εκκαλούσας, η οποία ασκήθηκε στις 25-10-2000, δηλαδή μετά την παρέλευση των εξήντα (60) ημερών από την επίδοση στο νόμιμο εκπρόσωπο της εταιρείας της προσβαλλόμενης πράξης, και πριν την θέση σε ισχύ της παραγράφου 26 του άρθρου 1 του νόμου 2954/2001, θα έπρεπε να απορριφθεί ως εκπροθέσμως ασκηθείσα, όπως ορθώς κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, κατ’ απόρριψη ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού της εκκαλούσας και της ασκηθείσας από αυτή έφεσης. Περαιτέρω δε, το Δικαστήριο, δικάζοντας επί της προσφυγής και λαμβάνοντας υπόψη του ότι: α) το πρόστιμο του άρθρου 87 του νόμου 2238/1994 έχει παρακολουθηματικό χαρακτήρα σε σχέση με την διαφορά του κύριου φόρου εισοδήματος, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας, β) κατά της προαναφερόμενης 1185/2005 δικαστικής απόφασης, με την οποία κρίθηκε οριστικά, κατ’ απόρριψη της ασκηθείσας προσφυγής της κατά του 42/2000 φύλλου ελέγχου παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων, ότι η προσφεύγουσα και ήδη εκκαλούσα ναυτική εταιρεία υπέβαλε για το οικονομικό έτος 1998 ανακριβή δήλωση εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων πλοίων, ασκήθηκε έφεση (αριθ. πράξης κατάθεσης: 285/2006), η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, γ) η βασιμότητα των σχετικών με την διαφορά του κύριου φόρου εισοδήματος λόγων της προσφυγής κατά της 24/25-4-2000 πράξης επιβολής προστίμου - στο σώμα της οποίας (προσφυγής) έχει ενσωματωθεί η προσφυγή κατά του προαναφερόμενου 42/2000 φύλλου ελέγχου - μπορεί να κριθεί μόνο παρεμπιπτόντως στα πλαίσια της παρούσας δίκης, καθόσον θα κριθεί με δύναμη δεδικασμένου από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά, στο οποίο εκκρεμεί η ασκηθείσα από την εκκαλούσα με αριθ. κατάθεσης 285/2006 ως άνω έφεση και δ) με την προσφυγή δεν προβάλλεται καμία αιτίαση με την οποία να αμφισβητείται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης επιβολής προστίμου αυτής καθ’ εαυτής, για λόγους που αφορούν αποκλειστικά και μόνο τη δική της έκδοση και δεν ανάγονται στη νομιμότητα της έκδοσης του 42/2000 φύλλου ελέγχου παρακρατούμενου φόρου εισοδήματος επί αμοιβών πληρωμάτων, (το Δικαστήριο) κρίνει ότι πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 3 περ.β΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

 

 

9. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης, μέχρις ότου κριθεί με δύναμη δεδικασμένου η ασκηθείσα με αριθ. κατάθεσης 285/2006 έφεση κατά της 1185/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, σύμφωνα με όσα ορίζονται ειδικότερα στο διατακτικό.

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

Αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, μέχρις ότου κριθεί με δύναμη δεδικασμένου η με αριθ. κατάθεσης 285/2006 έφεση που εκκρεμεί προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά και στρέφεται κατά της 1185/2005 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα 12ο Τριμελές).

 

Υποχρεώνει τους διαδίκους και την Προϊσταμένη της Γραμματείας του 6ου Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου να μεριμνήσουν ώστε να τοποθετηθεί στο φάκελο της δικογραφίας η τελεσίδικη απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά που θα εκδοθεί επί της παραπάνω έφεσης.

 

Προς συνέχιση της δίκης η υπόθεση θα εισαχθεί σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί νόμιμα, κατά την οποία θα κλητευθούν, με επιμέλεια της Γραμματείας, και οι δύο διάδικοι.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 19 Μαΐου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου στον ίδιο τόπο κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 31ης Μαΐου 2010.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΕΒΑΣ              ΕΛΕΝΗ ΧΑΜΗΛΟΥ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΑΝΝΑ ΜΠΑΤΣΑΚΗ