ΤρΔΠρΠειρ 2042/2010

 

Μεταβολή συνταξιοδότησης ασφαλισμένων - Αρχή ανταποδοτικότητας μεταξύ εισφορών και παροχών - Κοινωνική ασφάλιση - Σύνταξη λόγω γήρατος - Διπλοσυνταξιούχοι - Μείωση της καταβαλλόμενης σύνταξης ΙΚΑ - Χορήγηση μειωμένης σύνταξης γήρατος από τον ΟΑΕΕ -.

 

 

Οι διατάξεις που προβλέπουν τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης γήρατος από τον ΟΑΕΕ στους ασφαλισμένους και άλλων ασφαλιστικών ταμείων οι οποίοι έχουν δικαιωθεί σύνταξης δεν αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της ανταποδοτικότητας ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών, ούτε παραβιάζουν το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ.

 

 

Αριθ. Αποφάσεως  2042/2010                                                                               

 

                             ΤΟ          

               ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

                          Τμήμα 5ο

                          ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2010 με σύνθεση τους δικαστές: Ειρήνη Δάσκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Χριστίνα Φίλη και Δήμητρα Κοντογιάννη, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Νίκη Ευαγγελάκου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 13.4.2009 προσφυγή.

 

Του  ..., κατοίκου Νέας Σμύρνης Αττικής, ..., ο οποίος παραστάθηκε μαζί με την πληρεξουσία δικηγόρο Ελένη Νικολοπούλου.

 

Κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ» (ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ) που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Ιωάννη Κάππο με δήλωση κατ΄ άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/01.

 

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά της συζητήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και αφού μελέτησε τη δικογραφία.

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 277 παρ. 1 και 2 του Κ.Δ.Δ. παράβολο 25 (βλ. τα υπ. αριθμ. 2323694 και 4828513/13.4.2009 σειράς Α΄ παράβολα), ο προσφεύγων ζητά παραδεκτώς να ακυρωθεί η 587/αριθμ.συν.87/18.6.2008 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής της Περιφερειακής Διεύθυνσης Οργανισμού Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (Ο.Α.Ε.Ε.) Νοτίου Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η 24364/1.11.2007 ένσταση του προσφεύγοντος κατά της 14/00987/18.7.2007 απόφασης της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ο.Α.Ε.Ε. Νοτίου Αττικής. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απονεμηθεί στον προσφεύγοντα σύνταξη λόγω γήρατος μειωμένη κατά 50%, κατ επίκληση των διατάξεων των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992.

 

 

Επειδή, με την παρ. 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (ΦΕΚ 165 Α΄) ορίζεται ότι: «Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως προστέθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990, αντικαθίσταται από τότε που ίσχυε ως εξής: …Αν ο ασφαλισμένος λαμβάνει σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης (πλην Ο.Γ.Α.) ή το Δημόσιο, εκτός των αναπήρων και θυμάτων πολέμων και μητέρων, που συνταξιοδοτήθηκαν με το άρθρο 63 παρ. 4 του ν. 1892/1990, δικαιούται από το Ι.Κ.Α. πλήρη σύνταξη γήρατος εφόσον κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης έχει συμπληρώσει το όριο ηλικίας, που απαιτείται σε κάθε περίπτωση από τη νομοθεσία για την απονομή πλήρους σύνταξης και πάντως όχι κάτω του 60ου  έτους για τους άνδρες και του 55ου  για τις γυναίκες και έχει πραγματοποιήσει τις απαιτούμενες σε κάθε περίπτωση ελάχιστες ημέρες εργασίας, οι οποίες δεν μπορεί να είναι λιγότερες από 5.100... Αν ο ασφαλισμένος έχει πραγματοποιήσει 4.500 ημέρες εργασίας τουλάχιστον και έχει συμπληρώσει το 65ο  έτος της ηλικίας του ο άνδρας και το 60ο  έτος η γυναίκα δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 50%. Οι διατάξεις της νομοθεσίας, που προβλέπουν την απονομή μειωμένης σύνταξης γήρατος δεν εφαρμόζονται για την απονομή δεύτερης σύνταξης’’», ενώ με την παρ. 10 του ίδιου άρθρου του ν. 2084/1992 ορίζεται ότι: «Στο τέλος της παρ. 2 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε από την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 και την προηγούμενη παράγραφο προστίθεται διάταξη, που έχει ως εξής: … Οι προβλεπόμενες από το πρώτο εδάφιο πέντε χιλιάδες εκατό (5.100) και τέσσερις χιλιάδες πεντακόσιες (4.500) ημέρες εργασίας ... αυξάνονται προοδευτικά σε έξι χιλιάδες (6.000), τέσσερις χιλιάδες οκτακόσιες (4.800) ... ημέρες αντίστοιχα με την προσθήκη στις 5.100, 4.500 ... ημέρες ανά εκατό πενήντα (150) ημερών κατά μέσο όρο για κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος, αρχής γενομένης από 1ης  Ιανουαρίου 1998. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής και της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και στους λοιπούς φορείς κύριας ασφάλισης προκειμένου για τις περιπτώσεις συνταξιοδότησης λόγω γήρατος και αναπηρίας. Ειδικά για την συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτείται η συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας..."».

 

 

Επειδή, όπως παγίως έχει κριθεί, από τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος), ο κοινός νομοθέτης και η κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται να μεταβάλουν το σύστημα συνταξιοδότησης κατηγοριών ασφαλισμένων, ιδίως δε δεν κωλύονται να μειώσουν το ποσό των παροχών σύνταξης ή να μεταβάλουν το ύψος των παροχών αυτών κατά τρόπο ώστε να προκύπτει μεγαλύτερη, σε αναλογία προς τη σύνταξη που θα χορηγηθεί, οικονομική επιβάρυνση εκείνων από τους ασφαλισμένους που έχουν καταβάλει περισσότερες εισφορές (ΣτΕ 341/2008,1077/2003 κα). Εξάλλου, όπως έχει επίσης κριθεί, με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, με την οποία θεσπίζεται η μέριμνα της Πολιτείας για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, δεν κατοχυρώνεται η αρχή της πλήρους ανταποδοτικότητας μεταξύ ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών και επομένως ο νομοθέτης και η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δεν κωλύονται, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κάθε φορά κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, να ρυθμίζουν το ύψος των ασφαλιστικών παροχών κατά τρόπο ώστε αυτές να μην είναι ανάλογες με τις ασφαλιστικές εισφορές (πρβλ. ΣτΕ 3002/2005, 2827/2005 κα).

 

 

Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων γεννήθηκε το έτος 1937 και ασφαλίστηκε στο Ι.Κ.Α. ως μισθωτός και στο Τ.Ε.Β.Ε. ως ελεύθερος επαγγελματίας. Η τελευταία αυτή ασφάλιση έλαβε χώρα το χρονικό διάστημα από 16.11.1988 έως 9.1.2007, ήτοι 5.459 ημέρες εργασίας (18 έτη, 2 μήνες και 9 ημέρες). Αναφορικά με την ασφάλισή του ως μισθωτός με την 2919/2.7.2001 απόφαση του Διευθυντή του Ι.Κ.Α. έλαβε σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α. Αναφορικά με την ασφάλισή του ως ελεύθερος επαγγελματίας (στο Τ.Ε.Β.Ε.) υπέβαλε την 418/11.1.2007 αίτησή του προς τον Ο.Α.Ε.Ε. (καθολικό διάδοχο ήδη του Τ.Ε.Β.Ε.) ζητώντας τη συνταξιοδότησή του και από το Ταμείο αυτό λόγω γήρατος. Με την 14/00987/18.7.2007 απόφαση της Προϊσταμένης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ο.Α.Ε.Ε. Νοτίου Αττικής, αφού λήφθηκε υπόψη α) το ότι ο προσφεύγων ελάμβανε  σύνταξη γήρατος και από το Ι.Κ.Α., β) ο χρόνος ασφάλισής του στο Τ.Ε.Β.Ε. (18 έτη, 2 μήνες και 9 ημέρες) και γ) το ημερολογιακό έτος διακοπής της ασφάλισής του στο τελευταίο αυτό Ταμείο (2007),   απονεμήθηκε σε αυτόν, κατ επίκληση των διατάξεων των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992, σύνταξη λόγω γήρατος μειωμένη κατά 50%. Κατά της απόφασης αυτής ο προσφεύγων άσκησε εμπρόθεσμα την 24364/1.11.2007 ένστασή του ενώπιον της Τ.Δ.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ο.Α.Ε.Ε. Νοτίου Αττικής, υποστηρίζοντας ότι δικαιούται πλήρη σύνταξη γήρατος (ποσοστού 100%)και όχι μειωμένη όπως χορηγήθηκε σε αυτόν. Ειδικότερα, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε με την ένστασή του ότι οι διατάξεις του άρθρου 47 παρ. 9 και 10 του ν. 2084/1992, κατά το μέρος που προβλέπουν τη χορήγηση μειωμένης σύνταξης γήρατος στους ασφαλισμένους και άλλων ασφαλιστικών ταμείων οι οποίοι έχουν δικαιωθεί σύνταξης, αντίκεινται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας, ενώ παραβιάζουν και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (σεβασμός της περιουσίας του προσώπου). Η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. με την αιτιολογία ότι εφόσον ο προσφεύγων είναι συνταξιούχος άλλου φορέα κύριας ασφάλισης (Ι.Κ.Α.) και δεν έχει συμπληρώσει 20ετή ασφάλιση στο Τ.Ε.Β.Ε., δεν μπορεί, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 47 του ν. 2084/1992, να θεμελιώσει δικαίωμα πλήρους σύνταξης από τον Ο.Α.Ε.Ε.

 

 

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή και το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο κατ εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 περιορισμός της σύνταξης γήρατος που του χορηγήθηκε από τον διάδικο Οργανισμό για την ασφάλισή του στο Τ.Ε.Β.Ε. παραβιάζει τις συνταγματικώς καθιερωμένες αρχές της ισότητας και αναλογικότητας, ενώ  έρχεται σε αντίθεση και με την αρχή της ανταποδοτικότητας ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών. Τούτο διότι, κατ εκτίμηση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος, ο ίδιος θα λάβει, ως παροχή για την ασφάλισή του στο Τ.Ε.Β.Ε., μικρότερο ποσό σύνταξης σε σχέση με τους ασφαλισμένους του Τ.Ε.Β.Ε. με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, οι οποίοι δεν λαμβάνουν σύνταξη από άλλον ασφαλιστικό φορέα και οι οποίοι θα δικαιωθούν πλήρους σύνταξης ως μη υπαγόμενοι στην ως άνω  ρύθμιση του άρθρου 47 του ν. 2084/1992, ενώ άλλωστε το ποσό της σύνταξης που θα του αναλογεί (50%) θα είναι δυσανάλογο σε σχέση με τις ασφαλιστικές εισφορές που ο ίδιος κατέβαλε κατά την περίοδο της ασφάλισής του. Οι ισχυρισμοί αυτοί, όμως, πρέπει, ενόψει των όσων έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, να απορριφθούν ως νόμω αβάσιμοι, καθόσον στη προκείμενη περίπτωση οι ασφαλισμένοι τους οποίους αφορά η προαναφερόμενη ρύθμιση του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (ήτοι ασφαλισμένοι που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος ή αναπηρίας και από άλλο ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης) βρίσκονται σε διαφορετική (πλεονεκτική) θέση σε σχέση με τους ασφαλισμένους που δικαιούνται σύνταξης μόνον από ένα φορέα κύριας ασφάλισης και επομένως η διαφορετική τους μεταχείριση παρίσταται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δικαιολογημένη και δεν προσβάλλει τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας. Αλλωστε, όπως έγινε δεκτό σε προηγούμενη σκέψη, η αρχή της πλήρους ανταποδοτικότητας ασφαλιστικών εισφορών και ασφαλιστικών παροχών δεν είναι συνταγματικώς καθιερωμένη και επομένως, ενόψει και της κατά τα ανωτέρω διαφορετικής θέσης όσων δικαιούνται συντάξεων από περισσότερους ασφαλιστικούς οργανισμούς, η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 (η οποία εφαρμόστηκε κατά την απονομή μειωμένης σύνταξης στον προσφεύγοντα) δεν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος.

 

 

Επειδή, εξάλλου, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ο κατά τα ανωτέρω περιορισμός της σύνταξής του αντίκειται και στο, κατ’ άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένης τυπικής ισχύος άρθρο 1 παρ. 1 του Πρόσθετου (Πρώτου) Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε αρχικά με το ν. 2329/1953 και εν συνεχεία με το ν.δ. 53/1974 και στο οποίο ορίζεται ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους», προβάλλοντας ότι, εφόσον αυτός κατέβαλε κατά το χρονικό διάστημα της ασφάλισής του στο Τ.Ε.Β.Ε. ανελλιπώς τις οφειλόμενες από το νόμο ασφαλιστικές εισφορές,  προσδοκούσε να λάβει σύνταξη ανάλογη με τις καταβληθείσες εισφορές , η μειωμένη δε κατά 50% σύνταξη που του απονεμήθηκε του στέρησε το περιουσιακό δικαίωμα επί της σύνταξης. Ο ισχυρισμός αυτός, πρέπει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι εφόσον, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η χορήγηση σύνταξης γήρατος από τον προσφεύγοντα που έγινε κατ εφαρμογή των διατάξεων των παρ. 9 και 10 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992  δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, δεν υπάρχει περιουσιακή ζημία του προσφεύγοντος, ώστε να τίθεται ζήτημα εφαρμογής του άρθρου 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 725/2009). Εξάλλου, η διατήρηση  του συστήματος υπολογισμού των απονεμομένων ασφαλιστικών παροχών δεν αποτελεί δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας, την οποία προστατεύει η παραπάνω διάταξη και συνεπώς η τυχόν μεταβολή του εν λόγω συστήματος ουδόλως παραβιάζει τη διάταξη αυτή του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. ΣτΕ 3739/1999) και πάντως η ως άνω υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη δεν εγγυάται την απόληψη κοινωνικής παροχής συγκεκριμένου και προκαθαρισμένου ποσού (βλ. ΕΔΔΑ 1975 υπόθεση Muller κατά Αυστρίας).

 

 

Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, ενόψει των διατάξεων που προεκτέθηκαν και της ερμηνείας τους, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ο προσφεύγων ασφαλίστηκε στο Τ.Ε.Β.Ε. για 5.459 ημέρες εργασίας, ήτοι για 18 έτη, 2 μήνες και 9 ημέρες, β) αυτός διέκοψε την ασφάλιση στο εν λόγω Ταμείο το έτος 2007 και γ) κατά το ως άνω έτος της διακοπής της ασφάλισης ελάμβανε ήδη σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α., κρίνει ότι ο προσφεύγων δεν είχε κατά το χρόνο διακοπής της ασφάλισής του στο Τ.Ε.Β.Ε. συμπληρώσει τις χρονικές προϋποθέσεις που τέθηκαν με την παρ. 9 του άρθρου 47 του ν. 2084/1992 για πλήρη σύνταξη γήρατος  από τον Ο.Α.Ε.Ε. (20 έτη ασφάλισης) και ότι υπαγόταν στη ρύθμιση της ίδιας παρ. του άρθρου 47 για μειωμένη σύνταξη (ποσοστού 50%), όπως νόμιμα και ορθά αποφασίστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση της Τ.Δ.Ε. της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ο.Α.Ε.Ε. Νοτίου Αττικής.

 

 

Επειδή, κατ’ ακολουθία η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί, ενώ πρέπει το παράβολο που καταβλήθηκε να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου (άρθρο 277 παρ. 9 του Κ.Δ.Δ.).     

 

                                        

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

Διατάσσει να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου το παράβολο που καταβλήθηκε.

 

Η διάσκεψη του δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 5-3-2010 και η απόφασή του δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στις 29-4-2010.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΣΚΑ                  ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ       

 

                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                ΝΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΑΚΟΥ