ΤρΔΠρΠειρ 450/2010

 

Αγωγή αποζημίωσης - Προθεσμία εξέτασης αιτήματος για χορήγηση σύνταξης - Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας - Ηθική βλάβη -.

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 5 του Ν. 1943/1991, 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας και της υπ αριθμό Φ17/29/26420/1991 κοινής απόφασης των Υπουργών Προεδρίας και Υγείας συνάγεται ότι τα όργανα του Ι.Κ.Α, όταν εξετάζουν αιτήματα ασφαλισμένων για απονομή σύνταξης, οφείλουν να απαντούν στον ασφαλισμένο το συντομότερο δυνατόν, και πάντως, στην περίπτωση, που στα πλαίσια του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης, για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος, εμπλέκεται και άλλος ασφαλιστικός οργανισμός, σε χρονικό διάστημα όχι πέραν των πέντε μηνών. Με το σκεπτικό αυτό έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α. για αποζημίωση λόγω καθυστερημένης απάντησης στην αίτηση του για απονομή από το Ίδρυμα σύνταξης κατά τις διατάξεις περί διαδοχικής ασφάλισης, με συμμετοχή και του Τ.Σ.Α. (19,5 μήνες από την υποβολή της αίτησης) και επιδικάστηκε σε αυτόν αποζημίωση μόνον για ηθική βλάβη, που υπέστη λόγο της καθυστέρησης (ψυχική ταλαιπωρία λόγω της ανασφάλειας του ως προς την εξασφάλιση, μετά βεβαιότητας, συνταξιοδοτικού εισοδήματος), ενώ, κατά το μέρος που επιδιωκόταν η καταβολή αποζημίωσης και για την αποκατάσταση ζημίας, που υπέστη κατά το ανωτέρω διάστημα, εξαιτίας του ότι δεν εργάστηκε, η αγωγή του απορρίφθηκε δεδομένου ότι είχε σταματήσει να εργάζεται ήδη τέσσερις μήνες πριν την υποβολή της αίτησης συνταξιοδότησης του και, συνεπώς, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δεν ήταν δυνατόν να πιθανολογηθεί ότι αυτός θα εργαζόταν κατά τη διάρκεια του εν λόγω χρονικού διαστήματος.

 

 

Αριθμός απόφασης Α450/2010

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα

12ο  ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε  δημόσια στο ακροατήριό του, στις 27 Ιανουαρίου 2009, με δικαστές τους: Μαρία Λαζαρίδου, Προεδρεύουσα, Δήμητρα Γεωργιοπούλου, Εισηγήτρια, και Ιωάννη -Δημήτριο Βάντση, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Ευαγγελία Βεντούρη, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 25-6-2004 αγωγή.

 

 Τ ο υ ..., κατοίκου Χώρας Νάξου, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 του πληρεξουσίου δικηγόρου του Δημητρίου Κέππα.

 

Κ α τ ά των: 1)Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ (ΙΚΑ)», το οποίο εκπροσωπείται από το Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Πειραιά και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄άρθρο 29 παρ.1 του ν.2915/2001 του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεώργιου Μπιτσάκου και 2)Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 της δικαστικής αντιπροσώπου του ΝΣΚ Αικατερίνης Πατσούρου.

 

Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο. 

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα με αριθμ.328700, 042255 και 037846, Σειράς Α, αντίστοιχα έντυπα δικαστικού ενσήμου), ο ενάγων ζητά να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, αφενός, το ποσό των 12.714 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που, όπως ισχυρίζεται, υπέστη από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του πρώτου εναγομένου και ειδικότερα από την παράνομη καθυστέρηση των αρμοδίων οργάνων του Ι.Κ.Α να απαντήσουν στην 2199/19-4-2001 αίτησή του για χορήγηση συντάξεως λόγω γήρατος,  και αφετέρου, το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που, όπως ισχυρίζεται, υπέστη από την ίδια ως άνω συμπεριφορά των οργάνων του πρώτου εναγομένου. Ενόψει, όμως, του ότι η ζημία που φέρεται να υπέστη ο ενάγων προκλήθηκε, κατά τους ισχυρισμούς του, από παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Ι.Κ.Α., χωρίς την εμπλοκή στην προκείμενη περίπτωση κάποιου οργάνου του Ελληνικού Δημοσίου, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής του, κατ’ άρθρο 72 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, ΦΕΚ 97 Α'). Κατά τα λοιπά, η αγωγή ασκείται νομότυπα και, συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί, περαιτέρω, στην ουσία. 

 

 

2. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ….», ενώ στο άρθρο 106 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: « Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου  από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους ». Με τις παραπάνω διατάξεις του ΕισΝΑΚ θεσπίζεται η ευθύνη, μεταξύ άλλων, και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) προς αποζημίωση από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων τους κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί. Περαιτέρω, από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι, για τη γέννηση της αξίωσης προς αποζημίωση απαιτείται η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του ν.π.δ.δ. να είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον, ενώ για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση,  η οποία είναι αντικειμενική μη εξαρτώμενη από τη συνδρομή ή μη της υπαιτιότητας του ζημιώσαντος οργάνου, απαιτείται ακόμη η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης και της επελθούσας ζημίας (ΣτΕ 930/2009, 897/2007, 1893/2000 ΔιΔικ 2000, 1467 κ.α). Τέτοιος αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η πράξη ή παράλειψη, ενόψει των περιστάσεων, ήταν ικανή κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, η οποία εννοιολογικά ταυτίζεται με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να επιφέρει τη ζημία που έγινε, ενώ δεν αποκλείεται η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου από το γεγονός ότι  στο  ζημιογόνο  αποτέλεσμα  συντέλεσε  παράνομη  και υπαίτια συμπεριφορά και τρίτου προσώπου, εκτός αν η παρεμβολή του τρίτου οφείλεται σε εντελώς εξαιρετικά και απρόβλεπτα γεγονότα, οπότε και μόνο επέρχεται διακοπή του αιτιώδους συνδέσμου (ΑΠ 979/1992). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, η αποζημίωση περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος, δηλαδή την αποκατάσταση τόσο της ζημίας, την οποία υπέστη η περιουσία του ζημιωθέντος που υπήρχε κατά το χρόνο της παράνομης πράξης ή παράλειψης των οργάνων του ν.π.δ.δ., όσον και της ζημίας, την οποία υπέστη ο ζημιωθείς με τη στέρηση, εξ αιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών, τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, αυτός θα αποκόμιζε στο μέλλον, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη ( ΣτΕ 1893/2000). Τέλος, τα δικαστήρια της ουσίας μπορούν να επιδικάσουν σε βάρος του ν.π.δ.δ. που ευθύνεται προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105-106 του ΕισΝΑΚ, πέρα από την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, και εύλογη, κατά την ουσιαστική εκτίμησή τους, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2727/2003, 2463/1998).

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 5 του ν.1943/1991 «Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, αναβάθμιση του προσωπικού της και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 50), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι: « 1.  Οι  δημόσιες  υπηρεσίες,  τα  ν.π.δ.δ.,  οι ο.τ.α. και οι λοιποί  φορείς του  δημόσιου  τομέα  υποχρεούνται  να  απαντούν  οριστικά  στα  αιτήματα των πολιτών (φυσικών ή νομικών προσώπων ημεδαπών ή αλλοδαπών)  και  να  διεκπεραιώνουν  τις  υποθέσεις  τους μέσα σε χρονικό διάστημα  εξήντα  ημερών. …. Η  προθεσμία  αυτή  αρχίζει  από  την  υποβολή  του  αιτήματος στην αρμόδια υπηρεσία. Εάν το αίτημα υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες να το διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει αυτό στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτήν η οριζόμενη στην παρούσα παράγραφο προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε το αίτημα στην αρμόδια υπηρεσία.  2. …. 3. …. 4. Με  απόφαση  του Υπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης και του κατά  περίπτωση αρμόδιου υπουργού, η οποία δημοσιεύεται στην  Εφημερίδα  της  Κυβερνήσεως, μπορεί να ορίζεται, κατά περίπτωση, διαφορετική προθεσμία για τη διεκπεραίωση υποθέσεων, εφ` όσον ειδικοί λόγοι, που αναφέρονται στην   απόφαση  αυτήν,  το  επιβάλλουν. 5. …. 6. …. 7.  Σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι προθεσμίες του παρόντος άρθρου ή οι προθεσμίες των αποφάσεων της παρ. 4, καταβάλλεται από τον οικείο  φορέα στον  αιτούντα  πολίτη,  ανεξάρτητα  από  το  δικαίωμά  του  για  αποζημίωση,   κατά   τις  σχετικές  περί  αστικής  ευθύνης  διατάξεις,  χρηματικό ποσό από 5.000 έως 200.000 δραχμές, όπως ειδικότερα ορίζεται στην επόμενη παράγραφο. 8. …. 9. …. 10. …. 11. …. 12. …. 13. …. 14. …. 15.  Οι ρυθμίσεις του άρθρου αυτού έχουν ως σκοπό τη δραστηριοποίηση των  υπηρεσιών  για  την  ταχεία  εξυπηρέτηση  των  πολιτών  και δεν επηρεάζουν τις οικίες προθεσμίες της ακυρωτικής διαδικασίας του άρθρου  45 του π.δ. 18/1989. ». Στη συνέχεια, με την Φ.17/29/26420/1991 κοινή απόφαση των Υπουργών  Προεδρίας και Υγείας (ΦΕΚ Β’ 510), η οποία εκδόθηκε βάσει της παρ. 4  του  άρθρου  5  του ως άνω ν.1943/1991, εξαιρέθηκε από τις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 1  του παραπάνω νόμου η διεκπεραίωση υποθέσεων πολιτών στους ασφαλιστικούς  οργανισμούς, με το αιτιολογικό της   πολυπλοκότητας    της διαδικασίας, της έλλειψης προσωπικού και της οργανωτικής δομής. Ετσι, με το άρθρο μόνο της παραπάνω υπουργικής απόφασης ορίστηκε ότι,  η προθεσμία για την απονομή από το Ι.Κ.Α. κύριας σύνταξης λόγω γήρατος σε ασφαλισμένο με διαδοχική ασφάλιση στο Ι.Κ.Α. και σε ένα Ταμείο είναι 5 μήνες. Τέλος, στο άρθρο 4 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν.2690/1999, ΦΕΚ Α’ 45), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, οριζόταν ότι: «1. Οι διοικητικές αρχές, όταν υποβάλλονται αιτήσεις, οφείλουν να διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις των ενδιαφερομένων και να αποφαίνονται για τα αιτήματά τους μέσα στην προθεσμία που τυχόν καθορίζεται από τις σχετικές ειδικές διατάξεις, αλλιώς μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών. Η προθεσμία αρχίζει από την υποβολή της αίτησης στην αρμόδια υπηρεσία. Αν η αίτηση υποβληθεί σε αναρμόδια υπηρεσία, η υπηρεσία αυτή οφείλει, μέσα σε πέντε (5) ημέρες, να τη διαβιβάσει στην αρμόδια υπηρεσία και να γνωστοποιήσει τούτο στον ενδιαφερόμενο. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία αρχίζει από τότε που περιήλθε η αίτηση στην αρμόδια  υπηρεσία. 2. Αν κάποια υπόθεση δεν μπορεί να διεκπεραιωθεί μέσα στην προθεσμία της προηγούμενης παραγράφου, η αρμόδια υπηρεσία οφείλει να γνωστοποιήσει εγγράφως στον ενδιαφερόμενο: α) τους λόγους της καθυστέρησης, β) τον υπάλληλο που έχει αναλάβει την υπόθεση και τον αριθμό τηλεφώνου του, για την παροχή πληροφοριών, γ) τα δικαιολογητικά που τυχόν λείπουν, καθώς και δ) κάθε άλλη χρήσιμη πληροφορία. 3. ….».

 

 

4. Επειδή, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι ο νομοθέτης έχει θεσπίσει κανόνες διοικητικής διαδικασίας που αποβλέπουν προεχόντως στη λειτουργική αποτελεσματικότητα της Διοίκησης και την ποιοτική αναβάθμιση των παρεχομένων προς τον πολίτη υπηρεσιών, ειδικότερα δε στη δραστηριοποίηση των διοικητικών υπηρεσιών για την ταχεία και αποτελεσματική εξυπηρέτηση των πολιτών (πρβλ. ΣτΕ 1499/2009). Ενόψει του ανωτέρω προέχοντος σκοπού των διατάξεων αυτών, τα όργανα του Ι.Κ.Α., όταν εξετάζουν αιτήματα ασφαλισμένων για απονομή σύνταξης, οφείλουν να απαντούν στον ασφαλισμένο το συντομότερο δυνατόν, και πάντως, στην περίπτωση που, στα πλαίσια του θεσμού της διαδοχικής ασφάλισης, για τη θεμελίωση του σχετικού δικαιώματος εμπλέκεται και άλλος ασφαλιστικός οργανισμός, σε χρονικό διάστημα όχι πέραν των πέντε μηνών.

 

 

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων, ασφαλισμένος στο Ι.Κ.Α., με την 2199/19-4-2001 αίτησή του προς το Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου ζήτησε να του απονεμηθεί σύνταξη λόγω γήρατος, με συνυπολογισμό του χρόνου ασφάλισής του στο Ταμείο Συντάξεων Αυτοκινητιστών (Τ.Σ.Α.). Με την ίδια αίτησή του δήλωσε ότι σταμάτησε να εργάζεται από 1-1-2001 και ότι η τελευταία ειδικότητά του ήταν οδηγός. Ακολούθως, το παραπάνω Υποκ/μα Ι.Κ.Α. με το 2180/18-4-2001 έγγραφό του (όπως η ημερομηνία έκδοσης του εγγράφου αυτού αναγράφεται στο σώμα του) ζήτησε από την Υποδ/νση Μητρώου Ασφαλισμένων του Περ/κού Υποκ/ματος Ι.Κ.Α. Αθηνών να προβεί σε ανακεφαλαίωση των ημερών εργασίας του ενάγοντος. Η παραπάνω Υποδ/νση έστειλε αντίγραφο της πινακίδας ανακεφαλαίωσης των ημερών εργασίας του ενάγοντος με το 23329/4-5-2001 έγγραφό της, το οποίο, όμως, εισήχθη, τελικά στο Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου στις 22-6-2001 με αριθμ. πρωτοκόλλου 3339. Στη συνέχεια, το Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου με το 2199/30-8-2001 έγγραφό του υπέβαλε το συνταξιοδοτικό φάκελο του ενάγοντος στο αρμόδιο για την απονομή σύνταξης Περ/κο Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά, όπου έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 57684/13-9-2001. Ακολούθως, το Περ/κο Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά με το 62946/1-10-2001 έγγραφό του ζήτησε από το Τ.Σ.Α. να φροντίσει για τη μεταφορά του χρόνου ασφάλισης του  ενάγοντος.  Το  Τ.Σ.Α.  με  το 7473/33749/14-11-2001

έγγραφό  του,  το  οποίο  εισήλθε  στο Ι.Κ.Α. Πειραιά την 30-1-2002 με αριθμ. πρωτοκόλλου 7109, ζήτησε τη διεύθυνση και το τηλέφωνο του ενάγοντος, προκειμένου να επικοινωνήσει μαζί του, και, στη συνέχεια, με το 1953/Β3749/11-3-2002  έγγραφό του που εισήλθε στο Ι.Κ.Α. Πειραιά με αριθμ.πρωτ.28001/11-3-2002, ζήτησε να μάθει το χρονικό διάστημα, για το οποίο ο ενάγων έχει ασφαλιστεί στο Ι.Κ.Α.. Ακολούθως, το Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά με την με αριθμ.πρωτ.31158/23-4-2002 πρόσκλησή του ζήτησε από τον ενάγοντα να προσκομίσει υπεύθυνη δήλωση, με την οποία να δηλώνει από ποιο Ταμείο θέλει να αφαιρεθεί ο παράλληλος χρόνος ασφάλισης. Ο ενάγων προσκόμισε σχετικά τη με αριθμ.πρωτ.31716/25-4-2002 υπεύθυνη δήλωσή του, με την οποία ζήτησε την αφαίρεση του παράλληλου χρόνου ασφάλισης από το Τ.Σ.Α.. Στη συνέχεια, το Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά με το 35214/16-5-2002 έγγραφό του προς το Τ.Σ.Α.  έστειλε όλες τις σχετικές με τον ενάγοντα  πληροφορίες και ζήτησε από το Τ.Σ.Α. να του βεβαιώσει το χρόνο ασφάλισης του ενάγοντος στο Ταμείο αυτό, εάν ο ενάγων δικαιούται σύνταξη απ’ αυτό και ποιο είναι το ποσό της σύνταξης που δικαιούται. Τελικά, το Τ.Σ.Α. με την 103/4510/16-9-2002 απόφαση του Διευθυντή του, η οποία εισήλθε στο Ι.Κ.Α. Πειραιά την 11-10-2002 με αριθμ.πρωτ.71694, προσδιόρισε το χρόνο ασφάλισης στο Τ.Σ.Α. σε 8.045 ημέρες εργασίας και το ποσό του τμήματος της σύνταξης που το βαρύνει σε 274,74 ευρώ. Ακολούθως, ο Διευθυντής του Υποκ/τος Ι.Κ.Α. Πειραιά με την 12946/3-12-2002 απόφασή του απέρριψε την αίτηση συνταξιοδότησης του ενάγοντος, με την αιτιολογία ότι δεν έχουν συμπληρωθεί στο πρόσωπό του οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. Τελικά, ο ενάγων, μετά τη συμπλήρωση του 62ου έτους της ηλικίας του την 20-4-2003, ζήτησε και έλαβε από το Ι.Κ.Α. σύνταξη λόγω γήρατος από 15-7-2003.   

 

 

6. Επειδή, ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το από 26-1-2009 υπόμνημά του, ισχυρίζεται ότι, τα όργανα του Ι.Κ.Α. με το να  απαντήσουν στο αίτημά του για απονομή σύνταξης καθυστερημένα, ήτοι μετά από χρονικό διάστημα 19,5 μηνών, παρέβησαν το νόμο, και ζητά να υποχρεωθεί το Ι.Κ.Α. να του καταβάλει, νομιμοτόκως, ως αποζημίωση για την αποθετική ζημία που υπέστη από την παράνομη αυτή συμπεριφορά των οργάνων του, το ποσό των 12.714 ευρώ. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι, εξαιτίας του γεγονότος ότι μαζί με την αίτηση για χορήγηση σύνταξης υπέβαλε στο Ι.Κ.Α. και την επαγγελματική άδειά του ικανότητας οδηγού, όλο το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από την υποβολή της αιτήσεως έως την επ’ αυτής απάντηση του Ι.Κ.Α., δεν μπορούσε να εργαστεί ως μισθωτός οδηγός, που ήταν και η τελευταία ειδικότητά του, με αποτέλεσμα να απωλέσει αποδοχές συνολικού ύψους 12.714 ευρώ (650 ευρώ μηνιαίως Χ 19,5 μήνες).  Επίσης, ζητά το ποσό των 4.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, εξαιτίας του γεγονότος ότι επί σχεδόν 20 μήνες ήταν άνεργος, χωρίς κανένα εισόδημα για να καλύψει τις βασικές βιοτικές του ανάγκες, αλλά και λόγω της ψυχικής ταλαιπωρίας που του προκάλεσε η μακρόχρονη αναμονή απάντησης, πολλώ μάλλον που μετά από την πάροδο τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος η αίτησή του απορρίφθηκε, με αποτέλεσμα να μείνει οικονομικά μετέωρος. Για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, προσκομίζει και επικαλείται, μεταξύ άλλων, την, κατά τη διαδικασία του άρθρου 185 του Κ.Δ.Δ. ληφθείσα, 5/26-1-2009 ένορκη βεβαίωση, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Νάξου, της Γιακουμίνας Μαργαρίτη-Λαγογιάννη, αδελφής της συζύγου του ενάγοντος, η  οποία,  όμως,  δε  μπορεί  να  ληφθεί  υπόψη   από  το Δικαστήριο, δεδομένου ότι, σύμφωνα με το άρθρο 183 παρ.1 περ.γ του Κ.Δ.Δ., αποκλείεται η εξέταση μαρτύρων που είναι συγγενείς των διαδίκων εξ αγχιστείας έως και τον τρίτο βαθμό, κατευθείαν ή εκ πλαγίου.  

 

 

7. Επειδή, με βάση τα παραπάνω δεδομένα και ενόψει των διατάξεων που προπαρατέθηκαν, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι, από την ημερομηνία υποβολής στο Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου της αίτησης του ενάγοντος για χορήγηση σύνταξης (19-4-2001) έως την έκδοση της απόφασης του Διευθυντή του Υποκ/τος Ι.Κ.Α. Πειραιά επί της παραπάνω αίτησης (3-12-2002) μεσολάβησε χρονικό διάστημα περίπου 19,5 μηνών, και ειδικότερα α) ότι, παρότι αντίγραφο της πινακίδας ανακεφαλαίωσης των ημερών εργασίας του ενάγοντος εστάλη στο Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου την 4-5-2001 με το 23329/4-5-2001 έγγραφο της Υποδ/νσης Μητρώου Ασφαλισμένων του Περ/κού Υποκ/ματος Ι.Κ.Α. Αθηνών, το έγγραφο αυτό εισήχθη, τελικά, στο Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου στις 22-6-2001, δηλ. 49 ημέρες μετά, β) ότι το Τοπικό Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Νάξου υπέβαλε το συνταξιοδοτικό φάκελο του ενάγοντος στο Περ/κο Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά την 30-8-2001, δηλ. 69 ημέρες μετά την αποστολή της πινακίδας ανακεφαλαίωσης των ημερών εργασίας του ενάγοντος, ενώ ο φάκελος εισήχθη τελικά στο Περ/κο Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά την 13-9-2001, με αποτέλεσμα το Ι.Κ.Α. να απευθυνθεί, τελικά, στο Τ.Σ.Α. για τη μεταφορά του χρόνου ασφάλισης του  ενάγοντος την 1-10-2001, δηλ. 5,5 μήνες περίπου μετά την υποβολή της αίτησης του ενάγοντος,  και γ) ότι, παρότι το Υποκ/μα Ι.Κ.Α. Πειραιά με το 35214/16-5-2002 έγγραφό του προς το Τ.Σ.Α. έστειλε όλες τις σχετικές με τον ενάγοντα  πληροφορίες και ζήτησε από το Τ.Σ.Α. να του βεβαιώσει το χρόνο ασφάλισης του ενάγοντος στο Ταμείο αυτό, ο Διευθυντής του  Τ.Σ.Α. εξέδωσε σχετικά απόφαση την 16-9-2002, δηλ. τέσσερις μήνες μετά, η οποία απόφαση εισήλθε στο Ι.Κ.Α. Πειραιά την 11-10-2002, κρίνει ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην καθυστέρηση έκδοσης απόφασης επί της αιτήσεως του ενάγοντος συνέβαλαν και τα όργανα του Τ.Σ.Α., τα αρμόδια όργανα του Ι.Κ.Α., με το να καθυστερήσουν να σχηματίσουν το συνταξιοδοτικό φάκελο του ενάγοντος και να απευθυνθούν στο Τ.Σ.Α. σχετικά με το χρόνο ασφάλισης του ενάγοντος στο Ταμείο αυτό, παρέβησαν την υποχρέωσή τους για έγκαιρη και αποτελεσματική διεκπεραίωση των υποθέσεων των ασφαλισμένων, όπως αυτή θεμελιώνεται ειδικότερα στις διατάξεις του ν.1943/1991 και της Φ.17/29/26420/1991 κοινής απόφασης των Υπουργών  Προεδρίας και Υγείας. Περαιτέρω, ως προς την αποθετική ζημία που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπέστη, εξ αιτίας της παράνομης αυτής συμπεριφοράς των οργάνων του εναγομένου, το Δικαστήριο κρίνει ότι, δεν πιθανολογείται, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ότι ο ενάγων, καθ’ όλο το χρονικό αυτό διάστημα των 19,5 μηνών, θα εργαζόταν, δεδομένου, ότι, όπως και ο ίδιος αναφέρει στην αίτησή του για συνταξιοδότηση, είχε σταματήσει ήδη να εργάζεται από 1-1-2001, δηλ. τέσσερις μήνες προτού υποβάλει αίτηση για συνταξιοδότησή του, και, συνεπώς, το αίτημά του αυτό πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Τέλος, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, από την μακρόχρονη αναμονή απάντησης σχετικά με τη συνταξιοδότησή του, η οποία οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην παραπάνω παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Ι.Κ.Α., ανεξάρτητα αν στο  ζημιογόνο  αποτέλεσμα  συνετέλεσε παράνομη συμπεριφορά και των οργάνων του Τ.Σ.Α., ο ενάγων υπέστη ψυχική ταλαιπωρία, συνιστάμενη κυρίως στην ανασφάλεια που του δημιουργούσε το γεγονός ότι δεν είχε εξασφαλίσει, μετά βεβαιότητας, συνταξιοδοτικό  εισόδημα,  κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται

να λάβει, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 1.500 ευρώ. 

 

 

8. Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί το Ι.Κ.Α. να  καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.500 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της κρινόμενης αγωγής μέχρι την εξόφληση. Περαιτέρω, το αίτημα του ενάγοντος να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, καθόσον δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες από τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 80 του Κ.Δ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 9 του ν.3659/2008 (ΦΕΚ 77 Α΄), προϋποθέσεις. Και τούτο διότι, ο ενάγων δεν αποδεικνύει τη συνδρομή εξαιρετικών λόγων που επιβάλλουν την κήρυξη της παρούσας απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστής, ούτε ότι υπάρχει αδυναμία ή ιδιαίτερη δυσχέρειά του προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών διαβίωσης του ιδίου και της οικογένειάς του, δεδομένου, άλλωστε, ότι λαμβάνει σύνταξη λόγω γήρατος ήδη από 15-7-2003. Τέλος, η δικαστική δαπάνη πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το Ι.Κ.Α να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον  Πειραιά στις  15-12-2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 29-1-2010.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                  Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

 

    ΜΑΡΙΑ ΛΑΖΑΡΙΔΟΥ          ΔΗΜΗΤΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΠΟΥΛΟΥ

 

 

               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                    ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΒΕΝΤΟΥΡΗ