ΤρΔΠρΠειρ 410/2009

 

Κοινωνική ασφάλιση - Ι.Κ.Α. - Σύνταξη αναπηρίας - Προέχουσα αιτία -.

 

 

Κατά την έννοια των διατάξεων των παρ. 4 και 5 του άρθρου 28 του Α.Ν. 1846/1951 και της παρ. 1 του άρθρου 34 του ίδιου νόμου, ο ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. δικαιούται να λάβει σύνταξη λόγω αναπηρίας από εργατικό ατύχημα όχι μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία η βλάβη από το ατύχημα επέφερε την αναπηρία, σε ποσοστό που δικαιολογεί τη χορήγηση της σύνταξης, αλλά και όταν η βλάβη αυτή επέφερε το ίδιο αποτέλεσμα λόγω της προηγούμενης γενικότερης κατάστασης της υγείας του ασφαλισμένου, η οποία δεν τον εμπόδιζε να εργάζεται μέχρι το ατύχημα. Περαιτέρω, όταν συντρέχουν περισσότερες αιτίες αναπηρίας, η ασφαλιστική αναπηρία χαρακτηρίζεται, ενόψει των ποσοστών ιατρικής ανικανότητας που προσδιόρισαν για κάθε αιτία τα αρμόδια υγειονομικά όργανα, ως οφειλόμενη στο σύνολο της και αναλόγως προς την προέχουσα αιτία, στο ατύχημα ή στην κοινή νόσο, για το θέμα δε αυτό αποφαίνονται αιτιολογημένα τα αρμόδια ασφαλιστικά όργανα και τα διοικητικά δικαστήρια, χωρίς να δεσμεύονται από την κρίση των υγειονομικών οργάνων περί της προέχουσας αιτίας της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτή προσφυγή ασφαλισμένου του Ι.Κ.Α κατά απόφασης Τ.Δ.Ε. απορριπτικής του αιτήματος του για χορήγηση σε αυτόν σύνταξης αναπηρίας από εργατικό ατύχημα, αφού λήφθηκε υπόψη ότι η κατάσταση της υγείας του πριν το ατύχημα, που έλαβε χώρα το έτος 2002 και παρά το ότι το έτος 1998 είχε πραγματοποιήσει χειρουργική επέμβαση, του επέτρεπε να εργάζεται ως οικοδόμος, πραγματοποιώντας έστω μικρότερο αριθμό ημερομισθίων, ενώ, μετά το ατύχημα, χειροτέρεψε και αυτός υποβαλλόταν διαρκώς σε απαραίτητες ιατρικές αγωγής (ζώνη οσφύος, φυσικοθεραπείες).

 

 

Αριθ. Αποφάσεως 410/2009                                                                                

ΤΟ  ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

                 Τμήμα 5ο

                 ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2009 με σύνθεση τους δικαστές: Ειρήνη Δάσκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Χριστίνα Φίλη και Δήμητρα Κοντογιάννη, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Νίκη Ευαγγελάκου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 15.3.2005 προσφυγή.

 

Του ..., κατοίκου Πειραιά, ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

Κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (ΙΚΑ-ΕΤΑΜ) που εκπροσωπείται από τον Διευθυντή του Ταμείου Εσόδων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Πειραιά, που παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο Θεοδώρα Τσαγκαράκη με δήλωση κατ΄ άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/01.

 

Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά της συζητήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και αφού μελέτησε τη δικογραφία.

 

 

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα υπ΄αριθμ. 868390 και 1859899 σειράς Α ειδικά έντυπα παραβόλου), επιδιώκεται η ακύρωση α) της υπ΄ αριθμ. Β/1401/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.- ΕΤΑΜ Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η υπ΄αριθμ. 54383/573/29.6.2004 ένσταση του προσφεύγοντος, ασφαλισμένου του ΙΚΑ -ΕΤΑΜ, κατά της υπ΄ αριθμ. 4776/6.4.2004 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος και απορρίφθηκε αίτημά του για χορήγηση σύνταξης αναπηρίας από εργατικό ατύχημα και β) της υπ΄αριθμ. Β/1402/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΕΤΕΑΜ Πειραιά, με την οποία απορρίφθηκε η υπ΄αριθμ. 54384/574/29.6.2004 ένσταση του προσφεύγοντος κατά της υπ΄ αριθμ. 4778/6.4.2004 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος και απορρίφθηκε αίτημά του για χορήγηση επικουρικής σύνταξης αναπηρίας από εργατικό ατύχημα.

 

 

        Επειδή, στο άρθρο 115 παρ. 2 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν.2717/1999) ορίζεται ότι «Κατά περισσότερων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου μπορεί να ασκηθεί κοινή προσφυγή εφόσον η πράξη ή η παράλειψη του ενός έχει ενσωματωθεί στην πράξη ή  την παράλειψη του άλλου ....». Εξάλλου, στο άρθρο 124 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Περισσότερα ένδικα βοηθήματα ή μέσα μπορούν να σωρρευθούν κυρίως ή επικουρικώς στο ίδιο εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο αν συντρέχουν, ως προς αυτά, οι προυποθέσεις του άρθρου 122, το οποίο και εφαρμόζεται αναλόγως. 2. Οι διατάξεις για την ομοδικία έχουν και στην περίπτωση αυτή ανάλογη εφαρμογή.» και στο άρθρο 122   του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι «1. Κοινό ένδικο βοήθημα μπορεί να ασκηθεί από τον ίδιο διάδικο για συναφείς πράξεις , παραλείψεις ή υλικές ενέργειες , εφόσον το δικαστήριο είναι ως προς όλες κατά τόπο αρμόδιο. 2. Συναφείς είναι οι πράξεις και οι παραλείψεις α) όταν στηρίζονται στην ίδια νομική και πραγματική βάση ή β) όταν η νομιμότητα της μιας ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της άλλης ..... 5.Αν δεν συντρέχουν, ως προς όλες τις πράξεις, παραλείψεις ή υλικές ενέργειες, οι προυποθέσεις των παρ. 1-3 κατά περίπτωση, εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 121....» και στο άρθρο 121, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του από την παρ. 4 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ Α 24/4.2.2004), ότι « ..... 2. Αν δεν συντρέχουν οι προυποθέσεις της ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομόδικους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους υπόλοιπους. 3. Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό προσδιορίζονται, κατά περίπτωση, σε συγκεκριμένη δικάσιμο, για να δικαστούν οι χωριζόμενες υποθέσεις».

 

 

Επειδή, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν είναι συναφείς, κατ΄ άρθρο 122 ΚΔΔ, εφόσον στηρίζονται σε διαφορετική νομική βάση και εκδόθηκαν από διαφορετικά νομικά πρόσωπα. Περαιτέρω, δεν συντρέχουν  εν προκειμένω ούτε οι προυποθέσεις της δυνητικής ομοδικίας κατ΄ άρθρο 115 παρ. 2 του ΚΔΔ, εφόσον η μία προσβαλλόμενη πράξη δεν έχει ενσωματωθεί στην άλλη. Κατόπιν αυτών, κατ΄ άρθρο 121 παρ. 2 ΚΔΔ στο οποίο παραπέμπει και το άρθρο 122 ΚΔΔ, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να εξεταστεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης, ήτοι της Β/1401/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Πειραιά και να διαταχθεί ο χωρισμός της προσφυγής κατά το μέρος που στρέφεται κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης. Εξάλλου, η κρινόμενη προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης έχοντας ασκηθεί και κατά λοιπά παραδεκτά πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί στην ουσία.

 

 

        Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), ορίζεται ότι: «α) Ο ασφαλισμένος έχει δικαίωμα για σύνταξη λόγω αναπηρίας, αν έγινε ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 του παρόντος και έχει πραγματοποιήσει τον αριθμό ημερών εργασίας που ορίζεται από την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή τριακόσιες (300) ημέρες εργασίας ....... β) Εφ` όσον ο ασφαλισμένος δεν συγκεντρώνει τις χρονικές προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου, δικαιούται σύνταξη, αν έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση τουλάχιστο χίλιες πεντακόσιες (1500) ημέρες εργασίας, από τις οποίες τις εξακόσιες (600) μέσα στα πέντε (5) έτη τα αμέσως προηγούμενα από εκείνο που έγινε ανάπηρος. ....». Περαιτέρω, στην παρ. 5 του ίδιου άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως και αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990, ορίζεται ότι ο ασφαλισμένος θεωρείται βαριά ανάπηρος (εδ. α), απλώς ανάπηρος (εδ. β) ή μερικά ανάπηρος (εδ. γ), αν, λόγω παθήσεως ή βλάβης ή εξασθενήσεως σωματικής ή πνευματικής μεταγενέστερης της υπαγωγής του στην ασφάλιση, διαρκείας ετήσιας τουλάχιστον, κατά ιατρική πρόβλεψη, για τις δύο πρώτες περιπτώσεις και εξάμηνης το λιγότερο για την τρίτη, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία που να ανταποκρίνεται στις δυνάμεις, τις δεξιότητες και τη μόρφωσή του  περισσότερο από το ένα πέμπτο (1/5), προκειμένου περί βαριάς αναπηρίας, από το ένα τρίτο (1/3), προκειμένου περί (απλής) αναπηρίας, ή από το μισό (1/2), προκειμένου περί μερικής αναπηρίας, του ποσού που συνήθως κερδίζει σωματικά και πνευματικά υγιής άνθρωπος της ίδιας μορφώσεως, κατά τα οριζόμενα, ειδικότερα, στη διάταξη αυτή. Περαιτέρω, στην ίδια παράγραφο 5, όπως κατά τα ανωτέρα αντικαταστάθηκε, ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι για την αναπηρία του ασφαλισμένου, από άποψη ιατρική, γνωμοδοτούν οι αρμόδιες κατά τον κανονισμό ασφαλιστικής αρμοδιότητας υγειονομικές επιτροπές, οι οποίες, εκτός από τη διαπίστωση της φύσεως, των αιτίων, της εκτάσεως και της διάρκειας της σωματικής ή της πνευματικής παθήσεως του ασφαλισμένου, ερευνούν και την επίδραση αυτών στην καθολική ικανότητά του για άσκηση του συνήθους ή παρεμφερούς επαγγέλματός του ή την ανάκτηση της ικανότητας αυτής. Εξ άλλου, κατά την ανωτέρω παράγραφο 5 του α.ν. 1846/1951, σε συνδυασμό με την παράγραφο 1 του άρθρου 34 του ίδιου νόμου, ο ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. έχει δικαίωμα για σύνταξη λόγω αναπηρίας από ατύχημα αν, κατά τη σχετική για το ζήτημα αυτό κρίση των υγειονομικών οργάνων του Ιδρύματος, έπαθε βλάβη της υγείας του ύστερα από βίαιο συμβάν και η βλάβη είχε ως συνέπεια, ενόψει των κριτηρίων του νόμου, βιοποριστική ανικανότητα του ασφαλισμένου σε ποσοστό που να δικαιολογεί την παροχή. Και αν μεν το βίαιο συμβάν επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή με αφορμή αυτή (εργατικό ατύχημα), δικαιούται τη σύνταξη χωρίς να χρειάζεται να συντρέχουν χρονικές προϋποθέσεις, αν δε το βίαιο συμβάν δεν επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας ή με αφορμή αυτή (εξωεργατικό ατύχημα), δικαιούται σύνταξη εφ` όσον έχει συμπληρώσει το μισό αριθμό ημερών εργασίας που απαιτείται κατά το άρθρο 28.

 

 

        Επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ο ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. δικαιούται ασφαλιστική παροχή λόγω αναπηρίας από ατύχημα, εργατικό ή μη, όχι μόνο στην περίπτωση κατά την οποία η βλάβη από το ατύχημα επέφερε, αυτή καθ΄ εαυτή, την αναπηρία σε ποσοστό που δικαιολογεί τη χορήγηση της παροχής, αλλά και όταν η λόγω του ατυχήματος βλάβη επέφερε το αυτό αποτέλεσμα λόγω της προηγούμενης γενικότερης καταστάσεως της υγείας του ασφαλισμένου, η οποία δεν τον εμπόδιζε να εργάζεται μέχρι το ατύχημα. Όταν δε ο ασφαλισμένος, ο οποίος είναι ανάπηρος από εργατικό ή μη ατύχημα σε βαθμό που δεν τον καθιστά ανίκανο προς εργασία, καταστεί μεταγενέστερα, συνεπεία νοσηρής καταστάσεως του οργανισμού η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί απότοκος του ατυχήματος ή να συσχετιστεί με αυτό, ανίκανος να εργαστεί σε βαθμό που δικαιολογεί τη συνταξιοδότησή του λόγω αναπηρίας, δικαιούται να λάβει σύνταξη από ατύχημα, εργατικό ή μη, ή από κοινή νόσο, αναλόγως αν η ανικανότητα αυτή προέρχεται προεχόντως από την πρώτη ή τη δεύτερη αιτία. Στην περίπτωση δηλαδή αυτή, όπου συντρέχουν περισσότερες αιτίες αναπηρίας, η αναπηρία από ασφαλιστική άποψη χαρακτηρίζεται, ενόψει των ποσοστών υγειονομικής ανικανότητας που προσδιόρισαν για κάθε αιτία τα αρμόδια υγειονομικά όργανα, ως οφειλόμενη, στο σύνολό της και αναλόγως προς την προέχουσα αιτία, στο ατύχημα ή στην κοινή νόσο. (Σ.τ.Ε. 8/2007, 3235/1998, κ.ά.). Για το θέμα αυτό, της αναπηρίας δηλαδή από ασφαλιστική άποψη, αποφαίνονται με ειδικώς αιτιολογημένη κρίση τα ασφαλιστικά όργανα ή, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, τα διοικητικά δικαστήρια, χωρίς να δεσμεύονται από την κρίση των υγειονομικών οργάνων περί της προέχουσας αιτίας της ιατρικής αναπηρίας του ασφαλισμένου  (Σ.τ.Ε. 1896/2000, 483/2003, 1587/2005, 8/2007).

 

 

Επειδή στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, ..., γεννήθηκε το έτος 1954 και έχοντας γραμματικές γνώσεις Δημοτικού, πραγματοποίησε στην ασφάλιση του ΙΚΑ 220 ημέρες εργασίας απασχολούμενος από το έτος 2001 μέχρι το έτος 2002, ως οικοδόμος. Στις 22.9.2002 ο προσφεύγων, ο οποίος το έτος 1998 είχε χειρουργηθεί λόγω κήλης μεσοσπονδύλιου δίσκου, υπέστη εργατικό ατύχημα (πτώση από σκάλα κατά τη διάρκεια της εργασίας του) με αποτέλεσμα  να υποστεί κάκωση ΟΜΣΣ (βλ. την από 9.10.2002 σχετική δήλωση ατυχήματος και την από 9.10.2002 ιατρική γνωμάτευση του ελεγκτή ιατρού του ΙΚΑ ...), για την αιτία δε αυτή επιδοτήθηκε με αποφάσεις αρμόδιων οργάνων του ΙΚΑ για το χρονικό διάστημα από 25.9.2002 έως 3.6.2003. Στις 17.6.2003 υπέβαλε την υπ΄αριθμ. 47457 αίτηση προς το Υποκ/μα ΙΚΑ Πειραιά και ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος. Η Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή ΙΚΑ Πειραιά, στην οποία παραπέμφθηκε για εξέταση, με την υπ΄ αριθμ. 372/19.2.2004 γνωμάτευσή της, αποφάνθηκε ότι παρουσιάζει: «χειρ/θείσα Κ.Μ.Δ. Ο4- Ο5 -  πεταλεκτομή Ο4 (1998), πεταλεκτομή Ο5 (2003) με νευρολογική σημειολογία από την Ο4 - Ο5 - Ι1 ρίζες» και έκρινε αυτόν ανάπηρο με ποσοστό αναπηρίας 67%, για το χρονικό διάστημα από 17.6.2003 μέχρι 30.6.2004, από το οποίο ποσοστό 15% οφείλεται στο ατύχημα της 22.9.2002 και ποσοστό 50% σε επιδείνωση. Η ΑΥΕ κατέληξε στο παραπάνω συμπέρασμα κατόπιν κλινικής εξέτασης του προσφεύγοντος, κατά την οποία διαπιστώθηκε επώδυνος περιορισμός κινήσεων ΟΜΣΣ, δυσχέρεια βάδισης, υπαισθησία σε ολόκληρο το δεξί σκέλος και μυική αδυναμία και αφού εκτίμησε ότι μετά τη χειρουργική επέμβαση που αυτός υπέστη το 1998 η κατάσταση της υγείας του δεν βελτιώθηκε σημαντικά. Σύμφωνα με την ίδια γνωμάτευση μετά το ατύχημα του προσφεύγοντος στις 22.9.2002 τα προβλήματα υγείας του αυξήθηκαν, τούτο δε προκύπτει από τα στοιχεία του ασφαλιστικού βιβλιαρίου του και ιδίως από την τοποθέτηση ζώνη οσφύος και την υποβολή του σε φυσιοθεραπείες. Με βάση τη γνωμάτευση αυτή, ο Διευθυντής του πιο πάνω Υποκαταστήματος με την υπ΄ αριθμ. 4776/6.4.2004 απόφασή του, απέρριψε τη σχετική αίτηση, με την αιτιολογία ότι αυτός δεν θεμελίωνε δικαίωμα σύνταξης από εργατικό ατύχημα ελλείψει συντάξιμου ποσοστού αναπηρίας, ενώ άλλωστε ο προσφεύγων δεν είχε τις απαιτούμενες από το άρθρο 28 του ν. 1846/1951 χρονικές προυποθέσεις για τη λήψη σύνταξης από κοινό νόσο. Κατά της απόφασης αυτής, ο προσφεύγων άσκησε την υπ΄ αριθμ. 54383/573/29.6.2004 ένστασή του ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (ΤΔΕ) του προαναφερόμενου Υποκαταστήματος, με την οποία υποστήριξε ότι προέχουσα αιτία της αναπηρίας του είναι το εργατικό ατύχημα και κατά συνέπεια δικαιούται για το λόγο αυτό σύνταξη αναπηρίας. Η ΤΔΕ, με την προσβαλλόμενη απόφασή της, απέρριψε την ως άνω ένσταση. Ο προσφεύγων, με την κρινόμενη προσφυγή του, επαναλαμβάνει τα όσα υποστήριξε ενώπιον της ΤΔΕ και προβάλει ότι προέχουσα αιτία της αναπηρίας του ήταν το ατύχημα που υπέστη στις 22.9.2002, ενόψει δε του προχωρημένου της ηλικίας του, της μόρφωσής του, του επαγγέλματος που ασκούσε και τις γενικότερες συνθήκες εργασίας στον Πειραιά δικαιούται σύνταξη αναπηρίας λόγω εργατικού ατυχήματος. Το καθ΄ου η προσφυγή, με το νόμιμα κατατεθέν υπόμνημά του, υποστηρίζει ότι η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη, καθόσον προέχουσα αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος είναι κοινές παθήσεις και όχι το εργατικό ατύχημα.

 

 

Επειδή με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό ποσοστό της ανατομοφυσιολογικής βλάβης του προσφεύγοντος που ανέρχεται σε 67%, όπως διαπιστώθηκε αιτιολογημένα από την αρμόδια υγειονομική επιτροπή, από το οποίο ποσοστό 15% οφείλεται στο εργατικό ατύχημα της 22.9.2002 και ποσοστό 50% σε επιδείνωση, την ηλικία του (50 ετών), το είδος του επαγγέλματος του (οικοδόμος), το οποίο ο προσφεύγων εμποδίζεται, προφανώς, να ασκεί μετά τον τραυματισμό του από το ατύχημα στις 22.9.2002 εφόσον η άσκησή του κατά τα κοινώς γνωστά απαιτεί καλή φυσική κατάσταση, κινητικότητα και διαρκή ορθοστασία, τις συνθήκες αγοράς εργασίας στην περιοχή του Πειραιά και την αυξημένη ανεργία που επικρατεί κατά τα κοινώς γνωστά, οι οποίες συνεπάγονται τη δυσχέρεια ή και αδυναμία εξεύρεσης εργασίας ακόμα από νέα και υγιή άτομα, καθώς και τη μόρφωσή του (γνώσεις Δημοτικού), κρίνει ότι προέχουσα αιτία της αναπηρίας του προσφεύγοντος από ασφαλιστική άποψη κατά το διάστημα από 17.6.2003 έως 30.6.2004 ήταν το ατύχημα που υπέστη στις 22.9.2002. Και τούτο συνεκτιμωμένου του γεγονότος ότι μετά τη χειρουργική επέμβαση που ο προσφεύγων είχε υποστεί το 1998 αυτός συνέχισε να εργάζεται, πραγματοποιώντας έστω και μικρότερο αριθμό ημερομισθίων, ενώ μετά το εργατικό ατύχημα η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευσε και ο προσφεύγων υποβαλλόταν διαρκώς σε απαραίτητες ιατρικές αγωγές (ζώνη οσφύος, φυσιοθεραπείες). Επομένως, ο προσφεύγων ήταν, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, ανάπηρος, κατά την έννοια του εδ. β΄ της παρ. 5 του άρθρου 27 του ν. 1902/90 και δικαιούται να λάβει σύνταξη συνήθους αναπηρίας με προέχουσα αιτία το εργατικό ατύχημα, ίση με τα 3/4 της πλήρους, οι δε αντίθετοι ισχυρισμοί του διάδικου Ταμείου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Επομένως η Τοπική Διοικητική Επιτροπή έσφαλε στην κρίση της και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να ακυρωθεί.

 

 

Επειδή κατ’ ακολουθία η κρινόμενη προσφυγή κατά της υπ΄αριθμ. Β/1401/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ - ΕΤΑΜ Πειραιά πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση της ΤΔΕ, να αναγνωριστεί ότι ο προσφεύγων είναι ασφαλιστικά ανάπηρος σε ποσοστό 67% και δικαιούται σύνταξης συνήθους αναπηρίας ίσης με τα ¾ της πλήρους με προέχουσα αιτία το εργατικό ατύχημα, κατά το χρονικό διάστημα από 17.6.2003 μέχρι 30.6.2004. Περαιτέρω πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός της κρινόμενης προσφυγής κατά της υπ΄αριθμ. Β/1402/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΕΤΕΑΜ Πειραιά και να οριστεί νέα δικάσιμος για τη χωριζόμενη υπόθεση, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, η 16-4-2010, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11 π.μ., κατά τη συζήτηση της οποία καλούνται να παρασταθούν οι διάδικοι με επίδοση της παρούσας απόφασης (άρθρο 195 παρ. 1 του ΚΔΔ), τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη νέα αυτή δικάσιμο, με επιμέλεια της γραμματείας του Δικαστηρίου. Τέλος, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα το κατατεθέν παράβολο, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 εδ. α΄ ΚΔΔ.

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται την προσφυγή κατά της υπ΄αριθμ. Β/1401/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΙΚΑ-ΕΤΑΜ Πειραιά.

 

Ακυρώνει την υπ΄αριθμ. Β/1401/2004 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α.- ΕΤΑΜ Πειραιά.

 

Αναγνωρίζει ότι ο προσφεύγων είναι ασφαλιστικά ανάπηρος σε ποσοστό 67% και δικαιούται σύνταξης συνήθους αναπηρίας ίσης με τα ¾ της πλήρους με προέχουσα αιτία το εργατικό ατύχημα, κατά το χρονικό διάστημα 17.6.2003 μέχρι 30.6.2004.

Διατάσσει το χωρισμό του δικογράφου κατά της υπ΄αριθμ. Β/1402/1.12.2004 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος ΕΤΕΑΜ Πειραιά, προκειμένου να ασκηθεί νέο ένδικο βοήθημα.

 

Ορίζει νέα δικάσιμο της συζήτησης της νέας προσφυγής την 16-4-2010, ημέρα Παρασκευή και ώρα 11 π.μ.

 

Διατάσσει την εγγραφή της χωριζόμενης υπόθεσης στο πινάκιο και την κοινοποίηση τριάντα (30) ημέρες πριν την δικάσιμο αυτή της παρούσας απόφασης στον προσφεύγοντα και στο νπδδ ΕΤΕΑΜ Πειραιά, η οποία επέχει θέση κλήτευσης αυτών να παρασταθούν κατά τη συζήτηση των υποθέσεων στο ακροατήριο.

 

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον προσφεύγοντα.

 

Η διάσκεψη του δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 6-11-2009 και η απόφασή του δημοσιεύτηκε στο ακροατήριό του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στις 29-1-2010.

 

 

       Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

ΕΙΡΗΝΗ ΔΑΣΚΑ                  ΔΗΜΗΤΡΑ ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ       

                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                ΝΙΚΗ ΕΥΑΓΓΕΛΑΚΟΥ