ΤρΔΠρΠειρ 216/2010

 

Κοινωνική ασφάλιση - Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος - Προϋποθέσεις λήψης εφάπαξ παροχής -.

 

Η διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 13 του Β.Δ/τος 160/1970, που ορίζει ότι στερούνται του δικαιώματος να λάβουν εφάπαξ παροχή από το Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος όσοι ασφαλισμένοι του απολύθηκαν από την υπηρεσία σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφόσον το αδίκημα σχετίζεται με την υπηρεσία τους, κείται εκτός της νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, καθότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 2066/1952, διαγράφει το πλαίσιο των όρων λειτουργίας των Ταμείων Αρωγής και των όρων ασφάλισης των ασφαλισμένων τους, η ανωτέρω ρύθμιση όμως η σχετική με τη στέρηση του δικαιώματος παροχής εφάπαξ αποζημίωσης για τους απολυόμενους από την Υπηρεσία σε εκτέλεση ποινικής δικαστικής απόφασης δεν τελεί σε συνάρτηση με την όλη ασφαλιστική σχέση και συμπεριφορά του ασφαλισμένου έναντι του Ταμείου. Με το σκεπτικό αυτό έγινε δεκτή προσφυγή ασφαλισμένου του εν λόγω Ταμείου κατά απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού του Συμβουλίου επί αιτήσεως του για χορήγηση εφάπαξ παροχής βοηθήματος από το Ταμείο αυτό, η οποία είχε στηριχθεί σε ποινική καταδίκη του από το αρμόδιο Ναυτοδικείο για διάπραξη εγκλημάτων απιστίας σχετικής με την υπηρεσία του καθώς και νόθευσης και υπεξαγωγής εγγράφου.

 

Αριθμός απόφασης Α216/2010

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα

8ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

             

Συνεδρίασε  δημόσια στο ακροατήριό του, στις 8 Απριλίου 2009, με δικαστές τους: Κυριακούλα Τασούλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Αικατερίνη Στρατή, Εισηγήτρια, και Νικόλαο Κωτάκη, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Γεώργιο Λαμπρόπουλο, δικαστικό υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την από 7 Απριλίου 2003 προσφυγή.

 

Τ ο υ ..., κατοίκου Ελευσίνας Αττικής, ...,ο οποίος δεν παραστάθηκε.

 

Κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείται από τους: 1)Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, 2)Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και 3)Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος και παραστάθηκαν με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ.1 του Ν.2915/2001 της δικαστικής αντιπροσώπου του ΝΣΚ Μαρίας Πιλιλίτση.

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 

Επειδή, με το κρινόμενο δικόγραφο που επιγράφεται ως «αίτηση ακύρωσης»  ο αιτών ζητά, καθ΄ ερμηνεία του δικογράφου, να ακυρωθεί η παράλειψη του Διοικητικού Συμβουλίου του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος» (Τ.Α.Λ.Σ.) να αποφανθεί επί της αίτησης του για χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος.

 

 

Επειδή, η κρινόμενη υπόθεση αρμοδίως φέρεται εισάγεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο μετά την έκδοση της με αριθμό 202/2008 παραπεμπτικής απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, με την οποία κρίθηκε ότι η εν λόγω διαφορά  γεννήθηκε από την άρνηση ικανοποιήσεως δικαιώματος παροχής από ασφαλιστικό φορέα και αποτελεί διαφορά ουσίας που προβλέπεται από το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 702/1977.  Με τα δεδομένα αυτά το κρινόμενο δικόγραφο αποτελεί προσφυγή του άρθρου 63 του Κ.Δ.Δ/μίας,  για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σειρά Α΄ 1708987,  2385157 ειδικού εντύπου παραβόλου). Επίσης,  η προσβαλλόμενη παράλειψη  δεν συντελέστηκε από τα όργανα του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά του Δ.Σ. του  «Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος» στο  οποίο άλλωστε υποβλήθηκε η σχετική αίτηση του προσφεύγοντος, το δε ανωτέρω Ταμείο ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου,  σύμφωνα με το από 4-10-1955 βασιλικό  διάταγμα «περί συστάσεως Ταμείου Αρωγής Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος (ΦΕΚ Α 273) όπως αυτό τροποποιήθηκε και μετονομάσθηκε με το άρθρο 1 του με αρ. 616/1967 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 175),  νομιμοποιείται παθητικώς στην παρούσα δίκη, κατά το άρθρο 65 του Κ.Δ.Δ/μίας και κατά συνέπεια η κρινόμενη προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται  κατά του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, κατά τον βάσιμο ισχυρισμό του Δημοσίου. Ακόμη, από την υποβολή της ανωτέρω αίτησης του προσφεύγοντος στις 18-1-2005 και μέχρι την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής στις 17-6-2005 παρήλθε άπρακτη η προθεσμία του τριμήνου που προβλέπεται από την παράγραφο 1 του άρθρου 63 του Κ .Δ.Δ/μίας, επομένως συντελέστηκε παράλειψη σιωπηρή άρνηση του Δ.Σ. του Τ.Α.Λ.Σ. να εκδώσει πράξη επί της αιτήσεως του προσφεύγοντος και για το λόγο αυτό παραδεκτώς ασκήθηκε προσφυγή κατά αυτής. Μετά δε την άσκηση της κρινόμενης προσφυγής και έως τη πρώτη  συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο εκδόθηκε η με αριθμό 6/29-6-2005  απόφαση του Δ.Σ. του Τ.Α.Λ.Σ. με την οποία απορρίφθηκε ρητώς η αίτηση του προσφεύγοντος για χορήγηση εφάπαξ βοηθήματος, συνεπώς, η πράξη αυτή πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη κατά το άρθρο 63 παρ. 6 του Κ.Δ.Δ/μίας. Κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή ασκήθηκε παραδεκτώς είναι τυπικά δεκτή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω και κατ΄  ουσίαν.

 

 

3. Επειδή, με το ν. 2066/1952 (99 Α΄) έχει συσταθεί, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το «Ταμείο Αρωγής και Υγείας Οικονομικών Υπαλλήλων» (βλ. άρθρ. 1). Στις διατάξεις του πιο πάνω νόμου προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα πρόσωπα που υπάγονται στην ασφάλιση του Ταμείου και τα χρηματικά βοηθήματα που τους παρέχονται. Ειδικότερα, στο άρθρο 7 του νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Δικαιούνται μηνιαίου βοηθήματος εκ του Ταμείου οι ασφαλισμένοι εν αυτώ υπό τας κατωτέρω προϋποθέσεις: α) Οι οπωσδήποτε αποχωρούντες της υπηρεσίας μετά 25 έτη πραγματικήν δημοσίαν υπηρεσίαν ή υπηρεσίαν  εξομοιωθείσαν προς δημοσίαν τοιαύτην δυνάμει ειδικών διατάξεων, προκειμένου δε περί θηλέων υπαλλήλων, αι αποχωρούσαι μετά την συμπλήρωσιν του απαιτουμένου, κατά τας ισχυούσας κατά την αποχώρησίν των εκ της υπηρεσίας συνταξιοδοτικάς διατάξεις, χρόνου δια την θεμελίωσιν δικαιώματος συντάξεως . . . 2. . . . 3. Στερούνται του δικαιώματος παροχής του κατά τα ανωτέρω βοηθήματος, ως και της επιστροφής των εις το Ταμείον καταβολών των, οι απολυόμενοι της υπηρεσίας εις εκτέλεσιν δικαστικής αποφάσεως, κατά τας σχετικάς διατάξεις του Ποινικού Κώδικος, εφ όσον το αδίκημα, δι ο κατεδικάσθησαν, σχετίζεται προς την υπηρεσίαν αυτών». Περαιτέρω, στο άρθρο 27 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «Δια Διαταγμάτων εκδιδομένων τη προτάσει του αρμοδίου Υπουργού και των Υπουργών Εργασίας και Οικονομικών δύνανται να ιδρυθώσι Ταμεία Αρωγής και Υγείας Υπαλλήλων και άλλων Υπουργείων ή Δημοσίων Υπηρεσιών, άνευ κοινωνικής τινός επιβαρύνσεως». Τέλος, στο άρθρο 1 του ν. 2822/1954 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 78) ορίζεται ότι: «Η αληθής έννοια του άρθρου 27 του Ν. 2066/1952 . . . είναι ότι δια των περί ιδρύσεως Ταμείων Αρωγής Διαταγμάτων δύνανται να ρυθμίζωνται, άνευ κοινωνικής τινός επιβαρύνσεως, οι όροι λειτουργίας εκάστου εξ αυτών και ασφαλίσεως των παρ αυτώ ησφαλισμένων, αναλόγως των ιδιαιτέρων συνθηκών εκάστης Δημοσίας Υπηρεσίας, παρ η ιδρύεται το Ταμείον και της οικονομικής αντοχής αυτού, πάντως δε εντός των υπό του Νόμου 2066/1952 διαγραφομένων γενικών πλαισίων» και στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Η τροποποίησις, η συμπλήρωσις και η κατάργησις των εν άρθρω 1 του παρόντος Β. Διαταγμάτων είναι δυνατή δια Β. Διαταγμάτων, εκδιδομένων εκάστοτε προτάσει των Υπουργών Εργασίας, Οικονομικών και του αρμόδιου Υπουργού». Με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 27 του ν. 2066/1952 εκδόθηκε το από 14-8-1952 β.δ/μα (216 Α΄), με το οποίο είχε συσταθεί, ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το Ταμείο Αρωγής και Υγείας υπαλλήλων Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας. Σκοπός του Ταμείου ήταν, μεταξύ άλλων, η παροχή εφ άπαξ ή περιοδικώς χρηματικών βοηθημάτων εις τους παρ αυτώ ησφαλισμένους Δημοσίους υπαλλήλους και υπηρέτας του Υπουργείου Κοιν. Προνοίας και των εξ αυτού εξαρτωμένων Υγειονομικών Υπηρεσιών και Ιδρυμάτων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου . . . (βλ. άρθρ. 1 παρ. 3 περίπτ. α) Περαιτέρω, στο άρθρο 4 του πιο πάνω δ/τος ορίζονται τα εξής: «Κατά πάντα τα λοιπά εφαρμόζονται επί του συνιστωμένου Ταμείου οι διατάξεις του Νόμου 2066/1952 . . .». Με βάση την εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 27 του ν. 2066/1952 εκδόθηκε το από 4-10-1955 βασιλικό διάταγμα (Α΄ 273), με το οποίο συστήθηκε ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία « Ταμείο Αρωγής Αξιωματικών και Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος» το οποίο μετονομάστηκε σε «Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος» με το άρθρο 1 του με αριθμό 616/1967 βασιλικού διατάγματος και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας. Κατόπιν,  κατ΄   εξουσιοδότηση της ίδιας διάταξης, του άρθρου 27 του ν. 2066/1952, εκδόθηκε το με αριθμό 160/1970 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ Α΄ 44) με το οποίο στο άρθρο 1 ορίστηκε ότι «1. 2. Σκοπός του ΤΑΛΣ είναι η χορήγησις εφ΄  άπαξη χρηματικής αποζημιώσεως εις τους εκ της ενεργού υπηρεσίας εξερχομένους άρρενας ή θήλεις Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Λιμενοφύλακας του Λιμενικού Σώματος, εν περιπτώσει δε θανάτου ή δικαστικής απαγορεύσεως, εις τα μέλη των οικογενειών των». (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το με αρ. 743/1970 βασιλικό διάταγμα, ΦΕΚ Α΄ 243 και στη συνέχεια ως άνω με το άρθρο 1 του με αριθμό 289/1981 προεδρικού διατάγματος, ΦΕΚ Α΄ 83) Σύμφωνα δε με το άρθρο 13  του ίδιου προεδρικού διατάγματος: « 1) Δικαιούνται εφ΄  άπαξ βοηθήματος εκ του Ταμείου οι μέτοχοι αυτού, οι εξερχόμενοι της υπηρεσίας μετά συμπλήρωσιν δεκαπενταετούς πραγματικής εν τω Λιμενικώ Σώματι υπηρεσίας. 2) 3) 4) 5) Στερούνται του δικαιώματος παροχής του κατά τα ανωτέρω βοηθήματος ως και της επιστροφής των εις το Ταμείον καταβολών των, οι απολυόμενοι της υπηρεσίας εις εκτέλεσιν δικαστικής αποφάσεως κατά τας σχετικάς διατάξεις του Ποινικού Κώδικος, εφ΄ όσον το αδίκημα δι΄  ο κατεδικάσθησαν, σχετίζεται προς την υπηρεσίαν αυτών. 

 

 

 4. Eπειδή, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι το πιο πάνω Ταμείο Αρωγής απονέμει εφάπαξ χρηματική αποζημίωση στους ασφαλισμένους του που αποχωρούν από την υπηρεσία, εφόσον αυτοί έχουν συμπληρώσει τον δεκαπενταετή πραγματική υπηρεσία στο Λιμενικό Σώμα. Στερούνται δε την πιο πάνω εφάπαξ αποζημίωση όσοι από τους ασφαλισμένους απολύονται από την υπηρεσία σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφόσον το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν έχει σχέση με την υπηρεσία. Περαιτέρω,  η πιο πάνω διάταξη του άρθρου 13 παρ. 5 του με αριθμο 160/1970  β.δ/τος, ως διάταξη ουσιαστικού νόμου (διατάγματος) και όχι τυπικού νόμου, είναι ανίσχυρη ως τεθείσα εκτός εξουσιοδοτήσεως. Τούτο δε, διότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 27 του ν. 2066/1952, όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε, διαγράφει μεν το πλαίσιο των όρων λειτουργίας των Ταμείων Αρωγής και των όρων ασφάλισης των ασφαλισμένων τους, η ρύθμιση όμως η σχετική με τη στέρηση του δικαιώματος  παροχής εφάπαξ αποζημίωσης για όσους απολύονται από την Υπηρεσία σε εκτέλεση δικαστικής απόφασης κατά τις σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφόσον το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν σχετίζεται με την υπηρεσία αυτή, δεν τελεί σε συνάρτηση προς την όλη ασφαλιστική σχέση και συμπεριφορά του ασφαλισμένου έναντι του Ταμείου (ΣτΕ 2483/2004, 7μ., 1263/2009 , 723/2009, π.ρ.β. ΣτΕ Ολομ. 221/1987).

 

 

5. Επειδή, περαιτέρω, η εφαρμοστέα εν προκειμένω παρ. 3 του άρθρου 79 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), ορίζει ότι: «Το δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει τα νόμιμα: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή από συλλογικό όργανο που δεν έχει νόμιμη συγκρότηση ή σύνθεση, ή β) αν συντρέχει παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, που έχει ταχθεί για την έκδοση της πράξης, ή γ) αν η Διοίκηση δεν έχει ασκήσει τη διακριτική της εξουσία». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, το διοικητικό δικαστήριο ακυρώνει την πράξη και αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση όχι μόνο στις ρητώς αναφερόμενες στην πιο πάνω διάταξη περιπτώσεις αλλά και στην περίπτωση κατά την οποία απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικώς περισσότερες προϋποθέσεις για την ικανοποίηση ορισμένου αιτήματος και η Διοίκηση είχε απορρίψει το αίτημα λόγω ελλείψεως μιας από τις προϋποθέσεις αυτές, χωρίς να έχει εξετάσει αν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Στην περίπτωση αυτή το διοικητικό δικαστήριο της ουσίας, εάν κρίνει είτε ότι συντρέχει πράγματι η προϋπόθεση την οποία η Διοίκηση είχε θεωρήσει ότι δε συνέτρεχε, είτε ότι, κατά την έννοια του νόμου, δεν απαιτείται να συντρέχει η προϋπόθεση αυτή, δεν έχει εξουσία να εξετάσει το πρώτον αν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, τη συνδρομή των οποίων δεν είχε εξετάσει η Διοίκηση, αλλά οφείλει να ακυρώσει την προσβληθείσα πράξη και να αναπέμψει την υπόθεση στη Διοίκηση, για να κρίνει εκείνη, τηρώντας την οικεία διοικητική διαδικασία, αν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος του διοικουμένου (ΣτΕ 1263/2009, 2730/2005).

 

 

6.Επειδή στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων, υπηρετώντας ως Αρχικελευστής του Λιμενικού Σώματος του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ήταν ασφαλισμένος του καθ΄ ου  Ταμείου. Με την με αρ. Ε 1126/250/04/27-12-2004 απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας (βλ. ΦΕΚ  343Γ΄/31-12-2004)ο προσφεύγων τέθηκε σε απόταξη για πράξεις ή παραλείψεις που αναφέρονται στην με αρ. 166/2003 απόφαση του Πενταμελούς Ναυτοδικείου Πειραιά, οι οποίες θίγουν την τιμή, αξιοπρέπεια και υπόληψη του στρατιωτικού, ή το χαρακτήρα, για διάπραξη εγκλημάτων απιστίας σχετικής με την Υπηρεσία κατ΄ εξακολούθηση, νόθευσης και υπεξαγωγής εγγράφου. Ειδικότερα, με την ανωτέρω δικαστική απόφαση έγινε δεκτό ότι ο προσφεύγων, υπεύθυνος του Τμήματος Ναυτολογίας του Λιμεναρχείου Πρέβεζας και επίσης υπεύθυνος για τη βεβαίωση είσπραξη και απόδοση των υπέρ του Λιμενικού Ταμείου του Νομού Αιτωλοακαρνανίας, λιμενικών δικαιωμάτων, ως υπάλληλος κατά την είσπραξη και διαχείριση των λιμενικών τελών με περισσότερες από μία πράξεις που συνιστούν κατ΄  εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, ελάττωσε εν γνώσει του και για να ωφεληθεί ο ίδιος τη δημόσια περιουσία, της οποίας τη διαχείρισή της του είχαν εμπιστευθεί.  Με την από 18-1-2005 αίτηση του προς το Ταμείο ζήτησε να του χορηγηθεί εφάπαξ βοήθημα. Το Ταμείο μετά την παρέλευση τριμήνου από την υποβολή της ανωτέρω αίτησης εξέδωσε τη με αρ. 6/2005 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου με την οποία απέρριψε αυτήν με την αιτιολογία ότι η περίπτωσή του ενέπιπτε στις διατάξεις του άρθρου 13 παρ. 5 του με αριθμό 160/1970 προεδρικού διατάγματος,  σύμφωνα με τις οποίες στερούνται του δικαιώματος λήψης εφάπαξ αποζημίωσης οι απολυόμενοι από την Υπηρεσία σε εκτέλεση δικαστικής αποφάσεως κατά τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, εφόσον το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκαν σχετίζεται με την υπηρεσία. Ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι μη νομίμως απορρίφθηκε η αίτηση του και πρέπει να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες απόφασης και να του χορηγηθεί εφάπαξ αποζημίωση.

 

 

7.Επειδή, η στέρηση της  εφάπαξ ασφαλιστικής παροχής από τον προσφεύγοντα λόγω ποινική καταδίκης αυτού για αδίκημα που σχετίζεται με την υπηρεσία του δεν είναι νόμιμη, καθόσον η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 5 του με αρ. 160/1970 βασιλικού διατάγματος  που προβλέπει τούτο, είναι  ανίσχυρη, ως τεθείσα εκτός εξουσιοδοτήσεως. Συνεπώς, για το λόγο αυτό, αυτεπαγγέλτως ερευνώμενο, σύμφωνα με το άρθρο 79 παρ. 1 περ. β΄ του Κ.Δ.Δ/μίας, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις που εκδόθηκαν με νομικό έρεισμα τον ανωτέρω ανίσχυρο κανόνα δικαίου, είναι νομικά πλημμελείς και για το λόγο αυτό πρέπει να ακυρωθούν, ενώ η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στα αρμόδια όργανα του καθ΄  ου Ταμείου, σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε ανωτέρω στη  διάταξη του άρθρου  79 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ/μίας, προκειμένου να κρίνουν αν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για την χορήγηση στον προσφεύγοντα του εφάπαξ βοηθήματος.

 

 

 8.Επειδή, κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ταμείου Αρωγής Λιμενικού Σώματος πρέπει να γίνει δεκτή και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις πρέπει να ακυρωθούν και να αναπεμφθεί η υπόθεση στο καθ΄  ου προκειμένου να κριθούν οι  λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για την ικανοποίηση του αιτήματος του προσφεύγοντος. Τέλος, το Δικαστήριο ενόψει των περιστάσεων, πρέπει να απαλλάξει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του  Ελληνικού Δημοσίου, πρέπει να επιδικαστεί η  δικαστική δαπάνη του προσφεύγοντος  σε βάρος του καθ΄  ου Ταμείου ποσού 117 ευρώ σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 και 4 του Κ.Δ.Δ/μιας και επίσης, πρέπει να αποδοθεί στον προσφεύγοντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου ποσού τριών (3) ευρώ  σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 του ίδιου Κώδικα.

 

 

           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Απορρίπτει την προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου.

 

Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα από τα δικαστικά έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου.

Δέχεται την προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος».

 

Ακυρώνει την παράλειψη σιωπηρή άρνηση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ν.Π.Δ.Δ. «Ταμείο Αρωγής Λιμενικού Σώματος»  καθώς  και την με αριθμό 6/29-6-2005 απόφαση του ίδιου Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στα αρμόδια όργανα του καθ΄ ου Ταμείου προκειμένου να κρίνουν αν συντρέχουν οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις για τη χορήγηση στον προσφεύγοντα του εφάπαξ βοηθήματος. 

 

Διατάσσει την απόδοση μέρους του παραβόλου στον προσφεύγοντα ποσού τριών (3) ευρώ.

 

Επιδικάζει δικαστικά έξοδα σε βάρος του καθ΄  ου Ν.Π.Δ.Δ. ποσού εκατόν δέκα επτά (117) ευρώ.

 

Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε  στον Πειραιά, την 16-12-2009  και η  απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε  στο ακροατήριο του στον ίδιο τόπο  κατά τη δημόσια συνεδρίαση της  25-1-2010.

 

   Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ          Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΤΑΣΟΥΛΑ    ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΣΤΡΑΤΗ

 

          Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

  

         ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ