ΤρΔΕφΘεσ 818/2010

 

Δικαίωμα άσκησης προσφυγής από πτωχό -.

 

Ο πτωχός μπορεί ν' ασκήσει αυτοτελώς προσφυγή εφόσον τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 24 παρ. 4 του Κ.Δ.Δ.      

 

 

Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης

(Τμήμα Γ΄- Ουσίας)

Αριθμός 818/2010

 

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση ζητείται παραδεκτώς, αφού καταβλήθηκε και το πάγιο παράβολο [έντυπο 2974699], να εξαφανισθεί η 2297/2007 οριστική απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή που είχε ασκηθεί κατά της 30/2004/2005 καταλογιστικής πράξεως του Διευθυντή του Ζ΄ Τελωνείου Οινοπνευματωδών και Καπνικών Θεσσαλονίκης. Με την εν λόγω πράξη επιβλήθηκαν σε βάρος του εκκαλούντος αλληλεγγύως και εις ολόκληρον πολλαπλά τέλη 73.339,92 ευρώ και κατ΄ επιμερισμό 44.003,95 ευρώ. Επίσης, επιβλήθηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις 24.446,64 ευρώ.

 

 

2. Επειδή, στο άρθρο 24 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ορίζεται «1. Ικανότητα να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων έχει το φυσικό πρόσωπο το οποίο: α) έχει πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα, ή β) έχει περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα, αλλά μόνο ως προς τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη ρύθμιση σχέσεων για τις οποίες θεωρείται ικανό. _ 2…._ 3. Αν το πρόσωπο δεν έχει δικανική ικανότητα για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων αποφασίζει ο νόμιμος αντιπρόσωπός του._ 4. Κατ' εξαίρεση, για να αποτραπεί τυχόν επικείμενος κίνδυνος, επιτρέπεται και σε μη ικανό πρόσωπο να αποφασίζει για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων ύστερα από άδεια του προέδρου του συμβουλίου, ή του δικαστή, που διευθύνει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου πρόκειται να εισαχθεί ή εκκρεμεί η υπόθεση» και στο άρθρο 64 ορίζεται «1. Προσφυγή μπορεί να ασκήσει εκείνος: α) ο οποίος έχει άμεσο, προσωπικό και ενεστώς έννομο συμφέρον, ή β) στον οποίο αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα από ειδική διάταξη νόμου».

 

 

3. Επειδή, κατά το άρθρο 534 του Εμπορικού Νόμου «Από της κηρύξεως της πτωχεύσεως πάσα κατά του πτωχεύσαντος αγωγή αφορώσα την κινητήν ή ακίνητον αυτού περιουσίαν, παν μέτρον εκτελέσεως είτε επί των κινητών, είτε επί των ακινήτων αυτού, εξακολουθούσιν ή επιχειρούνται κατά μόνων των συνδίκων. Δύναται όμως το δικαστήριον να δεχθή κατά το δοκούν αυτώ την παρέμβασιν του πτωχεύσαντος». Κατά δε το άρθρο 2 παρ. 1 του α.ν. 635/1937 «Από της πρωϊας της ημέρας της επ’ ακροατηρίω δημοσιεύσεως της αποφάσεως της κηρυττούσης την πτώχευσιν, ο πτωχεύσας στερείται αυτοδικαίως της διοικήσεως [διαθέσεως και διαχειρίσεως] της πτωχευτικής περιουσίας».

 

 

4. Επειδή, από της δημοσιεύσεως της αποφάσεως που κηρύσσει την πτώχευση, ο πτωχεύσας, αν και εξακολουθεί να είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της πτωχευτικής περιουσίας, εν τούτοις στις δίκες που αφορούν την περιουσία αυτή παύει να νομιμοποιείται ενεργητικώς και παθητικώς και εκπροσωπείται από το σύνδικο [ΣΕ 3371/2004]. Εξάλλου, δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής από τον πτωχό κατά πράξεων με τις οποίες επιβάλλονται διοικητικές κυρώσεις ή δασμοφορολογικές και άλλες επιβαρύνσεις δεν προβλέπεται από το ισχύον δικονομικό δίκαιο [ν. 2717/1999].

 

 

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εκκαλών κηρύχθηκε σε πτώχευση με την 637/24-3-1998 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, και, σύμφωνα με το 632/23-9-2005 έγγραφο της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Αθηνών Τμήμα Πτωχεύσεων, οριστικός σύνδικος της πτωχεύσεως ορίσθηκε ο δικηγόρος Αθηνών ..., αυτή δε η πτώχευση εξακολουθούσε να υφίσταται μέχρι την ως άνω ημερομηνία. Εξάλλου, σε πτώχευση είχαν κηρυχθεί, με την προαναφερόμενη απόφαση, η εταιρία «...», ιδιοκτησίας του εκκαλούντος, και με την 392/26-2-1998 απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, η εταιρία «...», ιδιοκτησίας επίσης του εκκαλούντος. Με την 30/2004/2005 καταλογιστική πράξη του Διευθυντή του Ζ΄ Τελωνείου Οινοπνευματωδών και Καπνικών Θεσσαλονίκης ο εκκαλών, ως διευθυντής της εταιρίας «...», χαρακτηρίσθηκε υπαίτιος λαθρεμπορίας αλκοολούχων ποτών μαζί με τον Πρόεδρο και Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής ..., και επιβλήθηκαν σε βάρος του πολλαπλά τέλη και δασμοφορολογικές επιβαρύνσεις, όπως ανωτέρω αναφέρονται. Κατά της πράξεως αυτής ασκήθηκε προσφυγή, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη με την εκκαλούμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι ο εκκαλών δεν ενομιμοποιείτο ενεργητικώς στην άσκηση αυτής αλλά ο οριστικός σύνδικος πτωχεύσεως ..., ο οποίος εξακολουθούσε, μέχρι την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής [3-11-2005], να είναι ο μόνος που δικαιούτο να ασκήσει την προσφυγή καθόσον δεν αποδεικνυόταν ότι είχε παύσει το λειτούργημα του.

 

 

6. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι παραδεκτώς ασκήθηκε η προσφυγή από τον πτωχεύσαντα εκκαλούντα, και όχι τον οριστικό σύνδικο, διότι ως πρόσωπο που υφίσταται , σύμφωνα με το άρθρο 153 παρ. 3 του Εθνικού Τελωνειακού Κώδικα, διοικητικές κυρώσεις ουσιαστικά ποινικής φύσεως, είχε προσωπικό έννομο συμφέρον να προσφύγει ατομικά κατά της καταλογιστικής πράξεως. Ο λόγος αυτός της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην τέταρτη σκέψη, καθόσον οι προαναφερόμενες δικονομικές διατάξεις δεν κάνουν διάκριση μεταξύ διοικητικών κυρώσεων και δασμοφορολογικών ή άλλων επιβαρύνσεων ως προς το ζήτημα του νομιμοποιουμένου να ασκήσει την προσφυγή κατά των καταλογιστικών πράξεων. Οι διατάξεις δε αυτές επιτρέπουν και σε μη ικανό πρόσωπο να αποφασίσει τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων με την τήρηση της ιδιαίτερης διαδικασίας για περίπτωση κατεπείγοντος, που εν προκειμένω δεν προκύπτει ότι υπήρχε, και συνεπώς δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί και να καταπέσει το παράβολο.