ΤρΔΕφΑθ 3920/2017

 

Φορολογία εισοδήματος επιχειρήσεων αγοραπωλησίας ακινήτων -Ενδικοφανής προσφυγή - Προσφυγή για την ακύρωση -.

 

Δεκτή η προσφυγή για την ακύρωση της τεκμαιρόμενης απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΓΓ Δημοσίων Εσόδων ενδικοφανούς προσφυγής κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκαν σε βάρος άτυπης εταιρίας για την αναφερόμενη στην απόφαση χρήση τα πρόστιμα των άρθρων 4 και 5 του ν. 2523/1997 για παραβάσεις του ΦΠΑ και ΚΒΣ. Τροποποίηση της ίδιας πράξης και προσδιορισμός του οφειλόμενου φόρου εισοδήματος που αναλογεί στο φορολογητέο εισόδημα της εν λόγω εταιρίας. Φορολόγηση του κέδρους που προκύπτει από επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων, η οποία εξευρίσκεται με αφαίρεση από την αξία πώλησης του ακινήτου της αξίας αγοράς αυτού, καθώς και των δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 31 του ΚΦΕ. Η ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείει τον εξωλογιστικό προσδιορισμό. Παραγραφή αξιώσεων του Δημοσίου όσον αφορά τα ένδικα πρόστιμα ΦΠΑ και ΚΒΣ. Κρίθηκε ότι μη νόμιμα φορολογήθηκαν τα καθαρά κέρδη άτυπης εταιρίας, ως προς την οποία δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως αφανής, με συντελεστή 35%, ο οποίος πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 25%.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 3920/2017

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 4ο Τριμελές

 

Αποτελούμενο από τις: Μαρία Καλαϊτζή, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ.,  Λουκία Σκουρολιάκου, Ελεάνα Λεοντάρη (Εισηγήτρια), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και Γραμματέα την Ευτυχία Σιδερή, δικαστική υπάλληλο,

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2017, για να δικάσει την με αριθμό καταχώρησης ΠΡΦ64/27.1.2016 προσφυγή,

 

τ ω ν: 1) για τον εαυτό της ατομικά και ως κληρονόμος εξ αδιαθέτου του συζύγου της καθώς και ως ασκούσα τη γονική μέριμνα για τα τέκνα της , κληρονόμων επίσης εξ αδιαθέτου του , κατοίκων Κοζάνης (οδός ), 2) και 3) , κατοίκων ως άνω, οι οποίοι παραστάθηκαν με τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Φινοκαλιώτη,

 

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών και ήδη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και παραστάθηκε με το Δικαστικό Πληρεξούσιο του Ν.Σ.Κ. Θησέα Κουρή, σύμφωνα με την από 30.1.2017 δήλωσή του, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.

 

 

Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Η   κ ρ ί σ η   τ ο υ   ε ί ν α ι    η   ε ξ ή ς :

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο, ποσού 3.017,72 ευρώ (βλ. τα 255, 256 και 257/25.1.2016 διπλότυπα είσπραξης, τύπου Α, Σειράς Θ 0272152, 0272153 και 0272154 αντίστοιχα της Δ.Ο.Υ. Δ΄ Θεσσαλονίκης και τα 12176, 12177 και 12179/15.9.2016 διπλότυπα είσπραξης, τύπου Α, Σειράς Θ 1169525, 1169526 και 1169527 αντίστοιχα της Δ.Ο.Υ. Κοζάνης), ζητείται παραδεκτώς από τους προσφεύγοντες η ακύρωση της τεκμαιρόμενης απόρριψης από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, της 13565/12.8.2015 ενδικοφανούς προσφυγής του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), που ασκήθηκε κατά : 1) της 1340/14.7.2015 οριστικής πράξης διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002 (χρήση από 1.1.2001 έως 31.12.2001), του Προϊσταμένου του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.), με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της άτυπης αφανούς εταιρίας, που η φορολογική Αρχή θεώρησε ότι συνέστησαν οι και η σύζυγός του , με ποσοστό συμμετοχής 50% ο καθένας, κύριος φόρος εισοδήματος, ποσού 214.797,36 ευρώ και πρόσθετος φόρος, λόγω μη υποβολής δήλωσης, ύψους 257.756,83 ευρώ, 2) της 1341/14.7.2015 πράξης προσδιορισμού προστίμου του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 του ιδίου Προϊσταμένου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της πιο πάνω εταιρίας πρόστιμο, ποσού 300,00 ευρώ, λόγω μη υποβολής δήλωσης έναρξης εργασιών, στη χρήση 2001, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1α του Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) και 3) της 1342/14.7.2015 πράξης προσδιορισμού προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992) του αυτού Προϊσταμένου, με την οποία καταλογίστηκε σε βάρος της παραπάνω εταιρίας πρόστιμο, ποσού 586,00 ευρώ, λόγω μη τήρησης από μέρους της των προβλεπόμενων (τουλάχιστον Β΄ Κατηγορίας) βιβλίων του Κ.Β.Σ., για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2001 έως 31.12.2001.

 

 

2. Επειδή, στον Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/94 Α΄ 151), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορίζονται τα εξής : «Επιβάλλεται φόρος στο συνολικό καθαρό εισόδημα που προκύπτει είτε στην ημεδαπή είτε στην αλλοδαπή και αποκτάται από κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 2.» (άρθρο 1), «4. Σε φόρο υπόκεινται επίσης, οι ομόρρυθμες και οι ετερόρρυθμες εταιρίες, οι κοινωνίες αστικού δικαίου, που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρίες, οι συμμετοχικές ή αφανείς, καθώς και οι κοινοπραξίες της παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, ΦΕΚ 84 Α`).» (άρθρο 2), «1. Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις είναι το κέρδος που αποκτάται από ατομική ή εταιρική επιχείρηση εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική ή από την άσκηση οποιουδήποτε κερδοσκοπικού επαγγέλματος, το οποίο δεν υπάγεται στα ελευθέρια επαγγέλματα που αναφέρονται στο άρθρο 48. 2. Επιχείρηση αποτελεί και μεμονωμένη ή συμπτωματική πράξη που αποβλέπει στην επίτευξη κέρδους ...3. Θεωρείται ως Εισόδημα από εμπορικές επιχειρήσεις: α) Το κέρδος από την άσκηση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων γενικά...Ως κέρδος θεωρείται η επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου το οποίο πουλήθηκε  και της αξίας αυτού κατά το χρόνο της αγοράς. Ως αξία πώλησης λαμβάνεται αυτή που  προσδιορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41 του ν. 1249/1982 (ΦEK 43 A). Αν όμως το τίμημα που αναφέρεται στα οικεία πωλητήρια συμβόλαια είναι μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, ως ακαθάριστο έσοδο λαμβάνεται το αναφερόμενο σε αυτά τα συμβόλαια  τίμημα... Η διαφορά αυτή μειώνεται με τις δαπάνες του άρθρου 31 που βαρύνουν τον πωλητή.» (άρθρο 28), «2. Ο προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως: α).. γ) Για επιχειρήσεις που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων...τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικά,...» (άρθρο 30), «1. Το καθαρό εισόδημα των επιχειρήσεων ...που δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία...προσδιορίζεται εξωλογιστικώς με πολλαπλασιασμό των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης με ειδικούς, κατά γενικές κατηγορίες επιχειρήσεων, συντελεστές καθαρού κέρδους...» (άρθρο 32) και «1. Τα καθαρά κέρδη των υποχρέων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, όπως αυτά προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις αυτού του νόμου, φορολογούνται με  συντελεστή: α) Είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) προκειμένου για ομόρρυθμες και ετερόρρυθμες εταιρίες, εταιρίες των προεδρικών διαταγμάτων 518/1989 (ΦΕΚ 220 Α`) και 284/1993 (ΦΕΚ 123 Α`), καθώς και για τις κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα. β) Τριάντα πέντε τοις εκατό (35%) προκειμένου για κοινοπραξίες της παραγράφου 2 του  άρθρου 2 του κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καθώς και για αστικές εταιρείες, συμμετοχικές ή αφανείς.» (άρθρο 10) και «1. υπόχρεοι, που υπόκεινται σε φορολογία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10,  υποβάλλουν δήλωση φόρου εισοδήματος στον προϊστάμενο της αρμόδιας δημόσιας  οικονομικής υπηρεσίας, ως εξής: α) Μέχρι την 1η Απριλίου του οικείου οικονομικού έτους, αν η εταιρεία ή η κοινοπραξία ή η  κοινωνία δεν τηρεί βιβλία ή τηρεί βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του κώδικα Βιβλίων  και Στοιχείων...» (άρθρο 64).  Επίσης, στο άρθρο 84 του ιδίου Κώδικα ορίζεται ότι: «1.Η κοινοποίηση φύλλου ελέγχου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 69, δεν μπορεί να γίνει μετά την πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της δήλωσης. Το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή του φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο της πενταετίας... 5. Αν δεν υποβληθεί δήλωση φορολογίας εισοδήματος ή δήλωση απόδοσης παρακρατούμενων φόρων ή δήλωση φόρου εισοδήματος του άρθρου 64, το δικαίωμα του Δημοσίου να κοινοποιήσει το φύλλο ελέγχου ή την πράξη καταλογισμού φόρου του άρθρου 64, παραγράφεται μετά την πάροδο δεκαπέντε (15) ετών από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της δήλωσης.». Εξάλλου, στο άρθρο 11 του ν. 3513/2006 (ΦΕΚ 265 Α`) ορίσθηκε ότι :«Οι προθεσμίες παραγραφής που λήγουν στις 31.12.2006 και 31.12.2007, ημερομηνίες μετά τις οποίες παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρων, τελών και εισφορών παρατείνονται μέχρι 31.12.2008. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου δεν ισχύει για υποθέσεις φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και προικών».

 

 

3. Επειδή, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, ως εισόδημα από εμπορική επιχείρηση θεωρείται και εκείνο που προκύπτει από μεμονωμένες ή συμπτωματικές πράξεις, με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις αυτές αποβλέπουν στην επίτευξη κέρδους (ΣτΕ 3564/1997). Ειδικότερα, στην περίπτωση επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτων (α΄ περ. της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος) - εκτός από τις τεχνικές επιχειρήσεις του άρθρου 34 του Κ.Φ.Ε., για τις οποίες προβλέπεται ειδικός τρόπος εξεύρεσης του καθαρού κέρδους - όπως ορίζεται ρητά στο νόμο, ως εισόδημα θεωρείται το κέρδος που αποκτάται από τον πωλητή του ακινήτου και αντιστοιχεί στην επιπλέον διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που πουλήθηκε και της αξίας αυτού κατά το χρόνο της με οποιοδήποτε τρόπο κτήσης του, η οποία (διαφορά) μειώνεται με τις δαπάνες του άρθρου 31 που βαρύνουν τον πωλητή. Ως αξία πώλησης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 28 παρ. 3 εδ. α, αλλά και ως αξία αγοράς, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, αφού δεν ρυθμίστηκε ειδικά στο νόμο, λαμβάνεται υπόψη η κατ άρθρο 41 του ν. 1249/1982 αντικειμενική αξία του ακινήτου, εκτός εάν στο σχετικό συμβόλαιο αναγράφεται τίμημα μεγαλύτερο από την πιο πάνω αξία, οπότε ως αξία πώλησης ή αγοράς λαμβάνεται το εν λόγω ποσό. Η παραπάνω διάταξη περιέχει ιδιαίτερη και αυτοτελή ρύθμιση που αποβλέπει στη φορολόγηση του «κέρδους» που προκύπτει από την επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων, η οποία εξευρίσκεται κατά τον πιο πάνω οριζόμενο ειδικό τρόπο, δηλαδή με αφαίρεση από την αξία πώλησης του ακινήτου της αξίας αγοράς αυτού, καθώς και των δαπανών που προβλέπονται στο άρθρο 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Συνεπώς, η ειδική αυτή ρύθμιση αποκλείει τον κατά το άρθρο 32 του ιδίου Κώδικα εξωλογιστικό προσδιορισμό (πρβλ. ΣτΕ 1016/1991, 3695/1983).

 

 

4. Επειδή, στο άρθρο 36 του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000, ΦΕΚ Α΄ 248), όπως ίσχυε  κατά τον κρίσιμο χρόνο ορίζονται τα εξής : «1. Ο υποκείμενος στο φόρο υποχρεούται να υποβάλλει τις παρακάτω δηλώσεις: α) δήλωση έναρξης των εργασιών του, η οποία υποβάλλεται πριν από την έναρξη των εργασιών αυτών. Ως έναρξη εργασιών θεωρείται ο χρόνος πραγματοποίησης της πρώτης συναλλαγής στα πλαίσια της επιχείρησης....», ενώ στην παρ. 1 του άρθρου 57 ότι: «1. Η κοινοποίηση των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου   49  του  παρόντος  δεν  μπορεί  να  γίνει  ύστερα  από  πάροδο πενταετίας, από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την  επίδοση  της  εκκαθαριστής δήλωσης. Μετά την πάροδο της πενταετίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου». Περαιτέρω, ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, Α΄ 84), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζει ότι : «1. Κάθε ημεδαπό ή αλλοδαπό φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή κοινωνία του Αστικού Κώδικα,που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από εμπορική ή βιομηχανική ή βιοτεχνική ή γεωργική επιχείρηση…ή από οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση, καθώς και οι αστικές κερδοσκοπικές ή μη εταιρείες, αναφερόμενοι στο εξής με τον όρο <επιτηδευματίας>, τηρεί, εκδίδει, παρέχειυποβάλλει, διαφυλάσσει τα βιβλία, τα στοιχεία, τις καταστάσεις και κάθε άλλο μέσο σχετικό με την τήρηση βιβλίων και την έκδοση στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό, κατά περίπτωση » (άρθρο 2), «1. Οι επιτηδευματίες εντάσσονται σε  κατηγορία  βιβλίων  του  Κώδικα  αυτού από την έναρξη των εργασιών τους, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου αυτού...5. Στην κατηγορία που αντιστοιχεί στα ετήσια ακαθάριστα έσοδά τους, όχι όμως σε κατηγορία κατώτερη της δεύτερης, οι λοιποί επιτηδευματίες,  φυσικά  ή  νομικά  πρόσωπα (ή  ένωση  προσώπων),  για  τους οποίους δεν  προβλέπεται ένταξη με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 2, 3 και 4 του άρθρου αυτού, καθώς και οι νέοι επιτηδευματίες, κατά  την  έναρξη  των  εργασιών τους, για τους οποίους δεν προβλέπεται ειδική ένταξη..» (άρθρο 4). Εξάλλου, στο μεν άρθρο 4 του ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α΄179) ορίζεται ότι: «1. Τα πρόσωπα που παραβαίνουν τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την κείμενη φορολογική νομοθεσία υπόκεινται για κάθε παράβαση σε πρόστιμο που ορίζεται από σαράντα χιλιάδες (40.000) δραχμές μέχρι τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) δραχμές. Το πρόστιμο αυτό επιβάλλεται στις περιπτώσεις που δεν προβλέπεται η επιβολή πρόσθετου φόρου ή δεν προκύπτει ποσό φόρου για καταβολή», στο δε άρθρο 5 αυτού προβλέπεται, με τις εκεί διακρίσεις, επιβολή προστίμου για παραβάσεις των διατάξεων του Κ.Β.Σ., ενώ στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1.4.Για τη διοικητική επίλυση της διαφοράς, βεβαίωση και καταβολή των προστίμων που προβλέπονται από το άρθρο 5, εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις του ν. 2238/1994. Για τα πρόστιμα που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία, ως κύρια φορολογία νοείται η φορολογία εισοδήματος. 5. Οι διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου για την ενέργεια αρχικής ή συμπληρωματικής φορολογικής εγγραφής στην κύρια φορολογία εφαρμόζονται ανάλογα και για την επιβολή των προστίμων. Η προθεσμία αρχίζει από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση. Στα πρόστιμα του Κ.Β.Σ. ως και σε άλλα πρόστιμα που δεν συνδέονται με αντίστοιχη φορολογία, ως κύρια φορολογία νοείται η φορολογία εισοδήματος». Στην παρ. 1 του άρθρου 25 του πιο πάνω νόμου ορίζονται τα εξής: «Από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος νόμου καταργείται κάθε άλλη διάταξη που προβλέπει την επιβολήπροστίμων καθώς και διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για παράβαση της φορολογικής εν γένει νομοθεσίας. Όπου στην κείμενη νομοθεσία προβλέπεται η επιβολή προστίμων και διοικητικών κυρώσεων νοούνται οι διατάξεις του παρόντος νόμου…». Τέλος, κατά την παρ. 3 του άρθρου 38 του ίδιου νόμου «Οι διατάξεις των άρθρων 4έως και 9 εφαρμόζονται για παραβάσεις που διαπράττονται από τη δημοσίευση του παρόντος και μετά».

 

 

5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι από 1.7.2015 εκθέσεις πλήρους ελέγχου προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, αυτοτελών προστίμων άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και 36 παρ. 1 περ. α του Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) και Κ.Β.Σ. (π.δ. 186/1992) και ν. 2523/1997 της εφοριακού υπαλλήλου του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.), προκύπτουν τα εξής: Από τον έλεγχο που διενεργήθηκε, με βάση την 1089/1/1119/9.1.2015 εντολή ελέγχου, προέκυψε ότι η πρώτη από τους προσφεύγοντες και ο σύζυγός της - ο οποίος απεβίωσε στην Κοζάνη, στις 13.4.2009, αφήνοντας ως μοναδικούς εξ αδιαθέτου κληρονόμους του την προαναφερόμενη με ποσοστό 25% και τα δύο ανήλικα παιδιά τους (λοιποί προσφεύγοντες) με ποσοστό συνολικά 75% (βλ. την 37/2009 ληξιαρχική πράξη θανάτου, το από 28.11.2014 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δημάρχου του Δήμου Σερβίων Βελβεντού Κοζάνης και το /28.11.2014 πιστοποιητικό του Γραμματέα Πρωτοδικών Κοζάνης περί μη δημοσίευσης διαθήκης)- με το /9.10.2001 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Κοζάνης, , αγόρασαν από την ανώνυμη εταιρία, με την επωνυμία «ΘΕΜΕΛΙΟ ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», της οποίας ως νόμιμος εκπρόσωπος εμφανίστηκε ο , κατά πλήρη και αποκλειστική αυτών κυριότητα, νομή και κατοχή και κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ένα κατάστημα εμβαδού 80,00 τ.., το οποίο βρίσκεται στο ισόγειο οικοδομής, που είναι κτισμένη σε οικόπεδο έκτασης 590,00 τ.μ., στο Ο.Τ., στην πόλη της Κοζάνης, στην οδό , αντί αξίας (αντικειμενικής) 36.000.000 δραχμών ή 105.649,30 ευρώ, πλέον εξόδων αγοράς φόρου 3.879.424 δραχμών ή 11.384,96 ευρώ και συνολικά 39.879.424 δραχμών ή 117.034,26 ευρώ. Ακολούθως, αυτοί, την ίδια ημέρα, με το 13929/9.10.2001 συμβόλαιο της παραπάνω συμβολαιογράφου, πούλησαν το εν λόγω κατάστημα και κατά 50% εξ αδιαιρέτου  ο καθένας, στην μνημονευόμενη ανώνυμη εταιρεία, έναντι συνολικού τιμήματος 249.000.000 δραχμών ή 730.741,01 ευρώ. Εξάλλου, στην οικεία δήλωση φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, οικονομικού έτους 2002 (Έντυπο Ε1), που υποβλήθηκε από τους προαναφερόμενους ως συζύγους, δηλώθηκε αντίστοιχα για καθένα από αυτούς, κατά το ανάλογο ποσοστό (50%), μεταξύ άλλων, στους μεν κωδικούς 735 και 736 η δαπάνη για την αγορά του πιο πάνω καταστήματος, στους δε κωδικούς 781 και 782 το ποσό από την πώληση αυτού.  Με βάση τα παραπάνω, ο έλεγχος θεώρησε ότι η πρώτη από τους προσφεύγοντες και ο σύζυγός της , αγοράζοντας από κοινού το μνημονευόμενο ακίνητο, το οποίο δεν εκμισθώθηκε σε τρίτους ούτε ιδιοχρησιμοποιήθηκε, αλλά, την ίδια ημέρα, μεταπωλήθηκε με αποκλειστικό σκοπό το κέρδος, συνέστησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 περ. α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (ν. 2238/1994) εμπορική επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτου, με τη μορφή άτυπης -αφανούς εταιρίας, η οποία στερείται νομικής προσωπικότητας λόγω μη ύπαρξης συστατικού εγγράφου και μη τήρησης των όρων δημοσιότητας, με ημερομηνία έναρξης και παύσης των εργασιών της την 9η Οκτωβρίου 2001, στην οποία συμμετέχουν με ποσοστό 50% ο καθένας. Κατόπιν αυτών, και δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε, η εν λόγω εταιρία δεν υπέβαλε δήλωση φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2002, ούτε δήλωση έναρξης εργασιών, ούτε θεώρησε, ούτε τήρησε τα προβλεπόμενα από τον Κ.Β.Σ. (π.δ.186/1992) βιβλία και στοιχεία (τουλάχιστον Β΄ κατηγορίας), για τη χρήση 2001, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 19 και 36 του ιδίου Κώδικα και του άρθρου 36 παρ. 1α του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000), κοινοποιήθηκε το 162/26.5.2015 «Σημείωμα Διαπιστώσεων Ελέγχου» του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π, μαζί με προσωρινό διορθωτικό προσδιορισμό φόρου εισοδήματος, προστίμου του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 2523/1997 και προστίμου Κ.Β.Σ., στο οποίο η πρώτη από τους προσφεύγοντες, ως μέλος αυτής, υπέβαλε σχετικό απαντητικό σημείωμα, που όμως δεν έγινε δεκτό από τον έλεγχο. Ενόψει των προαναφερομένων, η Φορολογική Αρχή προσδιόρισε, για τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2001 έως 31.12.2001, τα καθαρά κέρδη της πιο πάνω εταιρίας λογιστικά, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 3 του Κ.Φ.Ε. και συγκεκριμένα, αφού αφαίρεσε από το τίμημα της πώλησης του μνημονευόμενου καταστήματος, που αναφέρεται στο 13929/9.10.2001 συμβόλαιο, ποσού 249.000.000 δραχμών ή 730.741,01 ευρώ (ακαθάριστα έσοδα) το τίμημα της αγοράς του, με βάση το 13927/9.10.2001 συμβόλαιο και τα έξοδα που βάρυναν τους αγοραστές (δαπάνες που λαμβάνονται υπόψη) [249.000.000 δρχ. ή 730.741,01 ευρώ 39.879.424 δρχ. ή 117.034,26 ευρώ (36.000.000 ή 105.649,30 + 3.879.424 ή 11.384,96)] προέκυψαν καθαρά κέρδη, ύψους 209.120.576 δραχμών ή 613.706,75 ευρώ. Στη συνέχεια, εκδόθηκε η 1340/14.7.2015 οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002 (χρήση από 1.1.2001 έως 31.12.2001), του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της παραπάνω άτυπης - αφανούς εταιρίας, στην οποία, όπως προεκτέθηκε, συμμετέχουν η πρώτη από τους προσφεύγοντες και ο σύζυγός της με ποσοστό 50% ο καθένας, κύριος φόρος εισοδήματος, ποσού 214.797,36 ευρώ, υπολογιζόμενος σε ποσοστό 35% επί των καθαρών κερδών που προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 1 εδ. β για τις αφανείς εταιρίες (613.706,75 Χ 35% = 214.797,36) και πρόσθετος φόρος, λόγω μη υποβολής δήλωσης, σε ποσοστό 120% του κύριου φόρου, ύψους 257.756,83 ευρώ (214.797,36 Χ 120%). Περαιτέρω, ο ίδιος Προϊστάμενος εξέδωσε σε βάρος της εν λόγω εταιρίας αφενός την 1341/14.7.2015 πράξη προσδιορισμού προστίμου του άρθρου 4 του ν. 2523/1997, αφετέρου την 1342/14.7.2015 πράξη προσδιορισμού προστίμου του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992), με τις οποίες καταλόγισε αντίστοιχα πρόστιμα, ποσού 300,00 ευρώ, λόγω μη υποβολής δήλωσης έναρξης εργασιών, στη χρήση 2001, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 παρ. 1α του Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) και ποσού 586,00 ευρώ, λόγω μη τήρησης από μέρους της βιβλίου εσόδων εξόδων του Κ.Β.Σ. Ακολούθως, κατά των προαναφερόμενων πράξεων, οι οποίες κοινοποιήθηκαν νόμιμα, στις 15.7.2015, στον πληρεξούσιο δικηγόρο Παντελή Αζαριάδη, ασκήθηκε η 13565/12.8.2015 ενδικοφανής προσφυγή του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013), κατά της τεκμαιρόμενης απόρριψης της οποίας ασκήθηκε η κρινόμενη προσφυγή, με την οποία καθώς και με το υπόμνημα που υποβλήθηκε, ζητείται η ακύρωση αυτής, για τους λόγους που προβάλλονται. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο, με το από 8.5.2015 υπόμνημά του, ζητά την απόρριψη της προσφυγής, ισχυριζόμενο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.

 

 

6. Επειδή, ειδικότερα, προβάλλεται ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο α΄ εδάφιο της παρ. 2 και της περ. α της παρ. 3 του άρθρου 28 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προϋποθέσεις, ώστε η μεταπώληση του καταστήματος να θεωρηθεί ως επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτου, η οποία να υπόκειται σε φορολογία, αφού η επίμαχη αγοραπωλησία δεν πραγματοποιήθηκε με σκοπό το κέρδος, αλλά προκειμένου να εξοφληθούν διάφορες τραπεζικές οφειλές του και να γίνει άρση  προσημειώσεων ακινήτων του. Όμως, εφόσον συγχρόνως, την ίδια ημέρα, έλαβε χώρα και η αγορά και η πώληση του μνημονευόμενου καταστήματος και μάλιστα με αρχική πωλήτρια και τελική αγοράστρια την ανώνυμη εταιρία «ΘΕΜΕΛΙΟ ΑΤΕΒΕ», που εκπροσωπήθηκε από τον , η δε καθαρή διαφορά μεταξύ του τιμήματος κτήσης του (39.879.424 δρχ.) και εκείνου της πώλησής του (249.000.000 δρχ.) ανήλθε σε 209.120.576 δραχμές ή 613.706,75 ευρώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι η πώληση αυτού διενεργήθηκε, προδήλως, με σκοπό την επίτευξη κέρδους, πράξη που εμπίπτει στις διατάξεις των παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994), και κατά συνέπεια, ότι η πρώτη από τους προσφεύγοντες και ο σύζυγός της συνέστησαν, σύμφωνα με την πιο πάνω διάταξη του Κ.Φ.Ε., επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτου με τη μορφή της άτυπης εταιρίας, η οποία αποτελεί φορολογικό υποκείμενο και υπέχει φορολογικές υποχρεώσεις, για τη χρήση 2001, είναι δε αδιάφορο εάν δεν υπάρχει συστηματική οργάνωση επιχείρησης (ΣτΕ 2843/1992, 871/1991), ενώ τα αντίθετα υποστηριζόμενα με την προσφυγή πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

 

7. Επειδή, περαιτέρω, υποστηρίζεται ότι το δικαίωμα του Δημοσίου για την έκδοση και κοινοποίηση των 1340/14.7.2015, 1341/14.7.2015 και 1342/14.7.2015  πράξεων επιβολής φόρου εισοδήματος και προστίμων Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ αντίστοιχα του Προϊσταμένου του Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π. έχει υποκύψει σε πενταετή παραγραφή, η οποία έληξε, κατά τα προβαλλόμενα, στις 31.12.2008, έπειτα από τη νόμιμη παράτασή της με το άρθρο 11 του ν. 3513/2006. Όμως, εφόσον η δεκαπενταετής παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου για την επιβολή του ένδικου φόρου εισοδήματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 84 παρ. 5 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, σε περίπτωση μη υποβολής δήλωσης, μεταξύ άλλων, και από τις εταιρίες, κοινοπραξίες και κοινωνίες που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα (άρθρου 2 παρ. 4 ΚΦΕ), όπως η προκείμενη, η οποία άρχισε από τη λήξη της προθεσμίας για την επίδοση της οικείας δήλωσης, για τη χρήση 2001, δηλαδή,  κατ΄ άρθρο 64 παρ. 1 περ α του ιδίου Κώδικα, από 1.4.2002, δεν είχε συμπληρωθεί στις 15.7.2015 που κοινοποιήθηκε η παραπάνω οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002, και επομένως ο αντίθετος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3513/2006 αναφέρεται στο «δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση φύλλων ελέγχου επιβολής φόρων, τελών και εισφορών» - διατύπωση που άλλωστε επαναλαμβάνεται και στις μεταγενέστερες όμοιες περί παράτασης της παραγραφής διατάξεις των άρθρων 29 του ν. 3697/2008, 10 του ν. 3790/2009, 82 του ν. 3842/2010, 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011 και του άρθρου δεύτερου του ν. 4098/2012 - όχι όμως και κυρώσεων, όπως τα ένδικα πρόστιμα των άρθρων 4  και 5 του ν. 2523/1997, για παραβάσεις διατάξεων του Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (ν. 2859/2000) και του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992) αντίστοιχα και σύμφωνα με την επιβαλλόμενη από τη συνταγματική αρχή της ασφάλειας του δικαίου - η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου (πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά.) και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου (ΣτΕ 2034/2011 Ολ., 1508/2002, 3777/2008, 4731/2014, 640/2015 κ.ά.) - σαφήνεια και προβλεψιμότητα των ρυθμίσεων περί της προθεσμίας παραγραφής και της στενής ερμηνείας των εξαιρετικού χαρακτήρα ρυθμίσεων περί παράτασης αυτής για τον καταλογισμό παραβάσεων των κανόνων της φορολογικής νομοθεσίας και, περαιτέρω, για την επιβολή στον παραβάτη σχετικών κυρώσεων, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η κατά την παράγραφο 5 του άρθρου 9 του ν. 2523/1997 ανάλογη εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων που ισχύουν στο Φ.Π.Α. και στη φορολογία εισοδήματος (ως προς τα πρόστιμα του Κ.Β.Σ.), αφορά και σε διατάξεις περί παράτασης της προθεσμίας παραγραφής, όπως οι προαναφερόμενες, οι οποίες ουδόλως αναφέρονται σε επιβολή κυρώσεων, όπως τα πρόστιμα των άρθρων 4  και 5 του ν. 2523/1997,  για παραβάσεις των διατάξεων του Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ. (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016). Επομένως, η πενταετής παραγραφή, κατ΄ άρθρα 57 παρ. 1 του ν. 2859/2000 και 84 παρ. 1 του ν. 2238/1994, του δικαιώματος του Δημοσίου για τον καταλογισμό των ένδικων προστίμων Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ. αντίστοιχα, η οποία άρχισε από τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση (2001), δηλαδή στις 31.12.2002, συμπληρώθηκε στις 31.12.2007, πριν δηλαδή την έκδοση, στις 14.7.2015 και κοινοποίηση, στις 15.7.2015, των μνημονευόμενων πράξεων και κατά συνέπεια, το εν λόγω δικαίωμα του Δημοσίου έχει παραγραφεί. Ως εκ τούτου, μη νόμιμα επιβλήθηκαν από τη Φορολογική Διοίκηση σε βάρος της παραπάνω άτυπης - αφανούς εταιρίας, τα ένδικα πρόστιμα Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ., κατά το βάσιμο σχετικό λόγο της προσφυγής.

 

 

8. Επειδή, στη συνέχεια, υποστηρίζεται ότι ο είχε προβεί σε οριστική περαίωση του φόρου εισοδήματος, για την χρήση 2001, με βάση τις διατάξεις του νόμου 3259/2004, αποδεχόμενος με την 479/1 πράξη το ταυτάριθμο εκκαθαριστικό σημείωμα περαίωσης και επομένως, μη νόμιμα επιβλήθηκε ο ένδικος φόρος χωρίς την επίκληση νέων στοιχείων, αφού η αγορά και η πώληση του συγκεκριμένου ακινήτου είχε ήδη δηλωθεί με την οικεία φορολογική δήλωση φορολογίας εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002 (χρήση 2001), αυτού και της συζύγου του και κατά συνέπεια, είχε περιέλθει σε γνώση της φορολογικής αρχής. Ο λόγος αυτός, ανεξάρτητα από το ότι δεν προσκομίζεται το πιο πάνω εκκαθαριστικό σημείωμα περαίωσης, αλλά πίνακας υπολογισμού ποσών φόρων κλπ. για καταβολή προς επίτευξη διοικητικού συμβιβασμού, βάσει της ΑΥΟ 1061203/1148/ΠΟΛ 1144/1998, του 43ου Τ.Ε.Κ. Κοζάνης, είναι, σε κάθε περίπτωση, απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η Φορολογική Διοίκηση θεώρησε ότι εν προκειμένω υφίσταται ένα διαφορετικό υποκείμενο σε φόρο (η άτυπη - αφανής εταιρία), για το οποίο διενήργησε αυτοτελώς φορολογικό έλεγχο, το αποτέλεσμα του οποίου δεν αναιρείται από την περαίωση που τυχόν διενεργήθηκε από τα φυσικά πρόσωπα ως ανεξάρτητα φορολογικά υποκείμενα, τα οποία αποτελούν τα μέλη της εταιρίας αυτής.

 

 

9. Επειδή, ακολούθως, και ο ισχυρισμός ότι μη νόμιμα τα αποτελέσματα της πιο πάνω εταιρίας προσδιορίστηκαν λογιστικά, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 28 παρ. 3 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, αλλά θα έπρεπε να υπολογιστούν εξωλογιστικά, μια και αυτή δεν τηρούσε βιβλία και στοιχεία, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο, διότι,  ενόψει των όσων έχουν γίνει ερμηνευτικώς δεκτά στη τρίτη σκέψη της παρούσας, σύμφωνα με τα οποία η εν λόγω διάταξη, ως περιέχουσα ιδιαίτερη και αυτοτελή ρύθμιση ως προς τον τρόπο προσδιορισμού του εισοδήματος από επιχείρηση αγοραπωλησίας ακινήτων, το οποίο εξευρίσκεται κατά τον οριζόμενο σ΄ αυτήν ειδικό τρόπο, αποκλείει τον κατά το άρθρο 32 του ιδίου Κώδικα εξωλογιστικό προσδιορισμό. Εξάλλου, και  ο ισχυρισμός ότι οι δαπάνες που βάρυναν την μνημονευόμενη αγοραπωλησία και έπρεπε να εκπεστούν από το τίμημα της πώλησης του ένδικου ακινήτου, κατά τον προσδιορισμό του καθαρού εισοδήματος, ήταν περισσότερες από εκείνες που αφαίρεσε ο έλεγχος, πρέπει, ανεξαρτήτως άλλου, να απορριφθεί ως αναπόδεικτος, αφού δεν προσκομίζονται σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

 

 

10. Επειδή, κατά νόμο (άρθρα 47-50 του ΕμπΝ), η αφανής ή συμμετοχική εταιρία είναι η προσωπική εταιρία, για τη σύσταση της οποίας αρκεί και άτυπη σύναψη εταιρικής σύμβασης, η οποία δεν υπόκειται σε διατυπώσεις δημοσιότητας. Στην εταιρία αυτή, η οποία δεν έχει νομική προσωπικότητα, εταιρική περιουσία ή εταιρική επωνυμία, ούτε και πτωχευτική ικανότητα, ο μεταξύ των εταίρων εταιρικός δεσμός καταλαμβάνει τις εσωτερικές τους σχέσεις, ενώ προς τα έξω εμφανίζεται ένας εταίρος που καλείται εμφανής, προς διάκριση από τους λοιπούς, καλούμενους αφανείς εταίρους, ο οποίος αναπτύσσει δραστηριότητα έναντι των τρίτων, προς πραγμάτωση του εταιρικού σκοπού, στο όνομά και για λογαριασμό του και ευθύνεται απεριόριστα για όλα τα χρέη που θα προκύψουν, ακόμα και με τη δική του περιουσία, ενώ φορολογείται μόνο αυτός, κατ΄ άρθρο 28 παρ. 4 περ. β του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος. Ενόψει των προαναφερομένων, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως αφανής η άτυπη εταιρία που η πρώτη από τους προσφεύγοντες και ο σύζυγός της , συνέστησαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28 παρ. 2 και 3 περ. α του Κ.Φ.Ε. (ν. 2238/1994), για την άσκηση της εμπορικής τους επιχείρησης αγοραπωλησίας ακινήτου και επομένως, μη νόμιμα, στη φορολογία εισοδήματος, για το οικονομικό έτος 2002 (χρήση 2001), φορολογήθηκαν τα καθαρά κέρδη αυτής με συντελεστή 35%, κατ΄ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 1 περ. β του ιδίου Κώδικα, ο οποίος και πρέπει να περιοριστεί σε ποσοστό 25%, σύμφωνα με την περ. α της παρ. 1 του ιδίου άρθρου και κατά συνέπεια, ο φόρος που αναλογεί στο φορολογητέο εισόδημά της, ποσού 613.706,75 ευρώ, ανέρχεται σε 153.426,69 ευρώ (613.706,75 Χ 25%) και ο πρόσθετος φόρος, λόγω μη υποβολής δήλωσης, σε ποσοστό 120% αυτού, που δεν αμφισβητείται, ύψους 184.112,02 ευρώ (153.426,69 Χ 120%), κατά τα βασίμως προβαλλόμενα με την προσφυγή και απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου.

 

 

11. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και αφενός να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκαν σε βάρος της παραπάνω εταιρίας, για τη χρήση 2001, πρόστιμα των άρθρων 4 και 5 του ν. 2523/1997, για παραβάσεις του Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ. ποσού 300,00 ευρώ και 586,00 ευρώ αντίστοιχα, αφετέρου να τροποποιηθεί αυτή κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε σε βάρος της ίδιας εταιρίας φόρος εισοδήματος και πρόσθετος φόρος, για το οικονομικό έτος 2002. Περαιτέρω, από το παράβολο που καταβλήθηκε, ποσό 1.017,72 ευρώ πρέπει να αποδοθεί στους προσφεύγοντες, ενώ αυτοί πρέπει να απαλλαγούν από την καταβολή του υπολοίπου παραβόλου, ύψους 1.295,95 ευρώ (άρθρο 277 παρ. 3 και 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), τέλος δε να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, λόγω της εν μέρει νίκης και εν μέρει ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα).

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται εν μέρει την προσφυγή

 

Ακυρώνει την τεκμαιρόμενη απόρριψη από τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, της 13565/12.8.2015  ενδικοφανούς προσφυγής, κατά το μέρος που με αυτήν καταλογίστηκαν σε βάρος της αναφερόμενης στο σκεπτικό άτυπης εταιρίας, για τη χρήση 2001, πρόστιμα των άρθρων 4 και 5 του ν. 2523/1997, για παραβάσεις του Φ.Π.Α. και Κ.Β.Σ. ποσού 300,00 ευρώ και 586,00 ευρώ αντίστοιχα.

 

Τροποποιεί την ίδια πράξη, κατά το μέρος που με αυτήν επιβλήθηκε σε βάρος της εν λόγω εταιρίας φόρος εισοδήματος, οικονομικού έτους 2002 (διαχειριστική περίοδος από 1.1.2001 έως 31.12.2001).

 

Προσδιορίζει τον οφειλόμενο φόρο εισοδήματος, που αναλογεί στο φορολογητέο εισόδημα της πιο πάνω εταιρίας, για τη χρήση 2001, ποσού 613.706,75 ευρώ, υπολογιζόμενο με ποσοστό 25%, σε εκατόν πενήντα τρεις χιλιάδες τετρακόσιες είκοσι έξι ευρώ και εξήντα εννέα λεπτά (153.426,69 ευρώ) και τον πρόσθετο φόρο σε εκατόν ογδόντα τέσσερις χιλιάδες εκατόν δώδεκα ευρώ και 2 λεπτά (184.112,02 ευρώ).

 

Διατάσσει να αποδοθεί στους προσφεύγοντες μέρος του παραβόλου που κατέβαλαν, ποσού χιλίων δέκα επτά ευρώ και εβδομήντα δύο λεπτών (1.017,72 ευρώ), ενώ τους απαλλάσσει από την καταβολή του υπολοίπου παραβόλου, ύψους χιλίων διακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και ενενήντα πέντε λεπτών (1.295,95 ευρώ).

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 2 Μαΐου 2017 και  δημοσιεύθηκε στην ίδια πόλη, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις  29 Ιουνίου 2017. 

 

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                       Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ

 

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΑΪΤΖΗ                                        ΕΛΕΑΝΑ ΛΕΟΝΤΑΡΗ

 

                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                     ΕΥΤΥΧΙΑ ΣΙΔΕΡΗ