ΤρΔΕφΠειρ 132/2017

Αστική ευθύνη δημοσίου - ’ρνηση πρόσληψης σε δημόσια θέση -Προνομιακό επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου - Συνταγματικότητα ρύθμισης - Παραγραφή -.

 

Αποζημίωση, κατʼ άρθρο 105 του ΕισΝΑ.Κ., μη προσληφθέντος και μετέπειτα μετά από ακύρωση του διαγωνισμού, επιτυχόντος στο Δημόσιο. Αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, η διοίκηση οφείλει αφενός μεν να εκδώσει νέα πράξη διορισμού, στην οποία πρέπει να προσδώσει αναδρομική ισχύ, αφετέρου δε να θεωρήσει τον υπάλληλο εγκατεστημένο από την παραπάνω ημερομηνία αναδρομικά και να του καταβάλει τις αποδοχές του για το χρόνο αυτό, αλλιώς ο υπάλληλος μπορεί, επικαλούμενος την ακυρωτική απόφαση, να ζητήσει κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αποζημίωση, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε θετική και αποθετική  ζημία την οποία υπέστη. Η ρύθμιση που προβλέπει προνομιακό επιτόκιο 6% για τις οφειλές του Δημοσίου δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ. Αυτεπάγγελτος έλεγχος της παραγραφής από το Διοικητικό Δικαστήριο. Κατά τον χρόνο που εξελίσσεται η κυρία διαγνωστική δίκη της ακυρώσεως, που αποτελεί το έρεισμα για την αποζημίωση, διακόπτεται η παραγραφή και μέχρι την τελεσιδικία της και δεν συμπληρώνεται εν επιδικία σε καμία περίπτωση, γιατί στη διοικητική δίκη δεν ισχύει η αρχή της πρωτοβουλίας των διαδίκων για την αποτροπή της συμπλήρωσης της  παραγραφής, αλλά σʼ αυτήν ο διάδικος κατά του οποίου τρέχει η παραγραφή, δεν έχει τη δυνατότητα να τη διακόψει, επιχειρώντας διαδικαστικές πράξεις, γιατί τούτο εξαρτάται από τη δράση της Διοίκησης ή του Δικαστηρίου. Η παραγραφή αξίωσης αποζημίωσης κατά του Δημοσίου διακόπτεται και με την άσκηση αίτησης ακύρωσης της διοικητικής πράξης, της οποίας η παρανομία αποτελεί τη βάση της αξίωσης (όμοια και ΔΕφΠειρ. Τρ. 133/2017).

 

Αριθμός Απόφασης: A132/2017

 

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ Γ΄ ΤΡΙΜΕΛΕΣ

-----------------------------------------------

 

 

        Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  17  Νοεμβρίου 2016 με δικαστές τους Κωνσταντίνο Σώκο, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ιάκωβο Βενετσανάκη και Παρασκευά Μαρινάκη (εισηγητή), Εφέτες Δ.Δ. και γραμματέα την Λουκία Κώνστα,   δικαστική  υπάλληλο,

 

        για να δικάσει την από 12-10-2012 έφεση

 

        του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα   από  τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την από  2-11-2016 δήλωση κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ, που υπογράφεται από την Δικαστική Πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Βασιλική Παπαγιαννοπούλου

 

        κατά της ..., κατοίκου  Νέας  Περάμου Αττικής (οδός ...), η παρέστη οποία με την από 16-11-2016 δήλωση κατ' άρθρο 133 παρ. 2 του ΚΔΔ που υπογράφεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Βασίλειο Γεωργίου

 

        και κατά της Α2006/2012 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

 

        Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε  διάσκεψη σε αίθουσα του καταστήματός του και

 

 

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε   τα   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο  ν ό μ ο:

 

 

        Με την κρινόμενη έφεση, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου κατά τα άρθρα 28 παρ. 4 του Ν. 2579/1998 και 285 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), επιδιώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της Α2006/2012 οριστικής απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία, αφού έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της ήδη εφεσίβλητης, υποχρεώθηκε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως με το εκάστοτε  ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ποσό  32.252,37 ευρώ για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομη ενέργεια των οργάνων του.

 

        Στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, όπως μεταγλωττίσθηκε στη δημοτική γλώσσα με το Π.Δ. 456/1984 (ΦΕΚ 164Α'), ορίζεται ότι «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ... ». - Με το άρθρο αυτό θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου για αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, η αποζημίωση δε αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη. Από τα ανωτέρω προκύπτει ειδικότερα ότι, αν το Δημόσιο αρνηθεί να προσλάβει σε δημόσια θέση υποψήφιο και η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του αρμόδιου διοικητικού δικαστηρίου, η διοίκηση οφείλει αφενός μεν να εκδώσει νέα πράξη διορισμού, στην οποία πρέπει να προσδώσει αναδρομική ισχύ, αφετέρου δε να θεωρήσει τον υπάλληλο εγκατεστημένο από την παραπάνω ημερομηνία αναδρομικά και να του καταβάλει τις αποδοχές του για το χρόνο αυτό, αλλιώς ο υπάλληλος μπορεί, επικαλούμενος την ακυρωτική απόφαση, να ζητήσει κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ αποζημίωση, στην οποία περιλαμβάνεται κάθε θετική και αποθετική  ζημία την οποία υπέστη (ΣτΕ  4228/2015 7μ.,  3506/2011, 1832/2009, 1016/2005, κ.ά.)

 

        Περαιτέρω, το άρθρο 90 του Ν 2362/1995 (ΦΕΚ 247Α) ορίζει ότι: «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2 .... 3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 1 του Ν 2362/1995: «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ... οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ... β) ... ». - Κατά την έννοια της περίπτωσης α' του ανωτέρω άρθρου 93 του Ν 2362/1995, η παραγραφή αξίωσης αποζημίωσης κατά του Δημοσίου διακόπτεται και με την άσκηση αίτησης ακύρωσης της διοικητικής πράξης, της οποίας η παρανομία αποτελεί τη βάση της αξίωσης (βλ. ΣτΕ 2387/2013, 1287/2013). Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 93 συνάγεται ότι, εάν η παραγραφή χρηματικής αξίωσης κατά του Δημοσίου διακόπηκε με την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, ευθύς από το χρόνο άσκησης του ενδίκου βοηθήματος αρχίζει νέα παραγραφή, ομοειδής και ισόχρονη προς τη διακοπείσα, η νέα δε παραγραφή δύναται να διακοπεί με την επιχείρηση περαιτέρω διαδικαστικής πράξης των διαδίκων ή του δικαστηρίου, έτσι ώστε, εάν δεν μεσολαβήσει διαδικαστική πράξη ή άλλος λόγος διακοπής, να είναι δυνατόν να συμπληρωθεί η παραγραφή της αξίωσης πριν περατωθεί τελεσιδίκως ή δίκη. Όμως, η ανωτέρω αρχή της συμπλήρωσης της  παραγραφής εν επιδικία, η οποία διατυπώνεται και στο άρθρο 261 του Αστικού Κώδικα, επειδή προϋποθέτει την αδράνεια των διαδίκων, ισχύει μόνον επί δικαιοδοσιών, όπου η διαδικασία κινείται με πρωτοβουλία των διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως, όπως στη διοικητική δίκη, κατά την οποία ο διάδικος κατά του οποίου τρέχει η παραγραφή, δεν έχει τη δυνατότητα να τη διακόψει, επιχειρώντας διαδικαστικές πράξεις, δηλαδή πράξεις οι οποίες προβλέπονται ειδικά στο νόμο και επάγονται νομικές συνέπειες στην κίνηση και την πρόοδο της διαδικασίας (βλ. ΣτΕ 2998/2015, 4381/2014, 2317/2013, 1287/2013). Τέλος, η κατά το άρθρο 94 του Ν 2362/1995 υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παραγραφή της αξίωσης κατά του Δημοσίου, εκτείνεται στο σύνολο των σχετικών με την παραγραφή ζητημάτων και, επομένως, λόγος διακοπής της παραγραφής, ο οποίος προκύπτει από τα στοιχεία που τίθενται υπόψη του δικαστηρίου της ουσίας, λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από αυτό (βλ. ΣτΕ 1363/2015, 2152/2010  7μ.).

 

       Τέλος, στο άρθρο 21 του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10-7-1944, ΚΝΔΔ, ΦΕΚ 139Α,), το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 109 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΠΔ 456/1984, ΦΕΚ 164Α'), ορίζεται ότι: «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής, ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Κατά τα κριθέντα με την 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 5, του άρθρου 17, των άρθρων 5 και 25 παρ. 1 και του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος ενώ, ακολούθως με την 2114/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενόψει των κριθέντων με την 25/2012 απόφαση του ΑΕΔ, κρίθηκε περαιτέρω, ότι η ως άνω ρύθμιση δεν αντίκειται ούτε στις διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ,   ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ 256Α,) ούτε στο άρθρο του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ίδιας Σύμβασης ούτε στα άρθρα 2 παρ. 3 περ. α΄,  β΄ και 14 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.

 

        Στην προκειμένη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εφεσίβλητη, ήδη Υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, συμμετέσχε στο διαγωνισμό για κατάταξη στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, ο οποίος προκηρύχθηκε με τη την 1212.3/03/02/4-9-2002 απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Μετά την έκδοση των αποτελεσμάτων, στον πίνακα των εισαγόμενων υποψηφίων στη Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών του Λιμενικού Σώματος, δεν περιλήφθηκε η εφεσίβλητη, ενόψει του ότι τα μόρια, που είχε συγκεντρώσει ανέρχονταν σε 22.772 και υπολείπονταν των μορίων, που είχε συγκεντρώσει ο τελευταίος επιτυχών και ανέρχονταν σε 23.050. Ο προαναφερόμενος πίνακας κυρώθηκε με την οικεία πράξη - απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και, στη συνέχεια, οι αναφερόμενοι σε αυτόν ως επιτυχόντες του ανωτέρω διαγωνισμού κλήθηκαν, με την 1212.3/08/03/11-1-2003 απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, να καταταγούν στην Σχολή Δοκίμων Υπαξιωματικών από 9-12-2002, ορκίστηκαν δε ως κελευστές του Λιμενικού Σώματος στις 15-7-2003 δυνάμει της 1235.3/35/03/24-7-2003 απόφασης του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος. Κατά της παράλειψης της Διοίκησης να την καλέσει προς κατάταξη στις 9-12-2002, η οποία εκδηλώθηκε με την πρώτη από τις ως άνω αποφάσεις, καθώς και κατά της 1212.3/46/2002/25-11-2002 πράξης του Διευθυντή του Κλάδου Προσωπικού του Λιμενικού Σώματος με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της να προσμετρηθούν στην τελική της βαθμολογία 2.000 μόρια, λόγω της κατοχής του πτυχίου Ιταλικής Γλώσσας CELI 5, η εφεσίβλητη άσκησε στις 20-1-2003 αίτηση ακύρωσης, η οποία έγινε δεκτή με την 255/2004 απόφαση του Διοικητικού  Εφετείου Πειραιώς, με την οποία ακυρώθηκαν οι ανωτέρω προσβληθείσες αποφάσεις. Κατόπιν τούτου, η ανωτέρω,  με την 1212.3/226/07/7-6-2007 απόφαση του Αρχηγού του Λιμενικού Σώματος, κατετάγη στις 25-4-2007 ως δόκιμη υπαξιωματικός του Λιμενικού Σώματος, στη συνέχεια δε, με την 1235.3./17/07/28-12-2007 απόφαση του, ανωτέρω, ορκίστηκε στις 20-12-2007 κελευστής του Λιμενικού Σώματος. Εν τω μεταξύ στις 30-12-2005 είχε ασκήσει αγωγή, με την οποία ζήτησε την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και της ηθικής της βλάβης από την παράλειψη της Διοίκησης να την κατατάξει ως επιτυχούσα στον ένδικο διαγωνισμό με περαιτέρω συνέπεια να μην ορκιστεί μαζί με τους υπόλοιπους επιτυχόντες. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η ασκηθείσα αγωγή και υποχρεώθηκε το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο να της καταβάλει, νομιμοτόκως με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, ποσό 32.252,37 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη από τις  κατά τα ανωτέρω παράνομες ενέργειες των οργάνων του. Πιο συγκεκριμένα, με την εκκαλούμενη απόφαση κρίθηκε ότι η ανωτέρω εδικαιούτο την προαναφερθείσα αποζημίωση δεδομένου ότι είχε παραλειφθεί από τον πίνακα επιτυχόντων του ένδικου διαγωνισμού, με συνέπεια να μην κληθεί προς κατάταξη στην προαναφερόμενη σχολή από 9-12-2002, ενώ εξάλλου η Διοίκηση, σε συμμόρφωση με την προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση, κάλεσε μεν την ανωτέρω για κατάταξη στην παραπάνω σχολή στις 25-4-2007, χωρίς όμως να την θεωρήσει ως καταταγείσα στη σχολή αυτή αναδρομικά από τις 9-12-2002 και να της καταβάλει τις αποδοχές, που θα λάμβανε εάν είχε καταταγεί έκτοτε στην σχολή αυτή. Ήδη, το εκκαλούν Δημόσιο ισχυρίζεται ότι: α) ενώ με την αγωγή ως παρανομία των οργάνων του Δημοσίου χαρακτηριζόταν η παράλειψη κατάταξης της εφεσίβλητης, με την εκκαλούμενη απόφαση ως παρανομία κρίθηκε η μη συμμόρφωση της Διοίκησης στην εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση και η μη απόδοση των αναδρομικών απολεσθέντων αποδοχών, γεγονός άλλωστε μεταγενέστερο από την άσκηση της αγωγής, β) ενόψει του χρόνου  άσκησης της αγωγής, η αξίωση για απόδοση των αναδρομικών αποδοχών χρονικού διαστήματος από 10-12-2002 έως 31-12-2003 έχει υποκύψει στην προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παρ. 3 του Ν 2362/1995 διετή παραγραφή και γ) πάντως, το προβλεπόμενο επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου ανέρχεται σε 6%.

 

        Από τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ο πρώτος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η διαπιστωθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο παρανομία των οργάνων της Διοίκησης, λόγω της οποίας επιδικάστηκε η ένδικη αποζημίωση, ήταν η αποδιδόμενη με την αγωγή παράλειψη κατάταξης της εφεσίβλητης και όχι η μεταγενέστερη από την άσκηση της αγωγής παράλειψη συμμόρφωσης της Διοίκησης στην εκδοθείσα ακυρωτική απόφαση και η μη απόδοση των αναδρομικών απολεσθέντων αποδοχών (όπως εσφαλμένα υπολαμβάνει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο), η αναφορά δε στο ζήτημα αυτό αφορούσε τη μη απόσβεση της απαίτησης με την εξόφληση του οφειλόμενου ποσού.

 

      Επίσης ως αβάσιμος πρέπει να απορριφθεί και ο δεύτερος ισχυρισμός της κρινόμενης έφεσης, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη είχε ασκήσει κατά των παράνομων ζημιογόνων πράξεων αίτηση ακύρωσης στις 20-1-2003, διακόπτοντας με τον τρόπο αυτόν την παραγραφή, η οποία, ενόψει του ότι στη διοικητική δίκη δεν τυγχάνει εφαρμογής η συμπλήρωση της παραγραφής εν επιδικία, άρχισε εκ νέου μετά την τελευταία διαδικαστική πράξη, δηλαδή την έκδοση της προαναφερθείσας ακυρωτικής απόφασης. Επομένως, από την τελευταία αυτή διαδικαστική πράξη (2004) μέχρι την άσκηση της αγωγής (30-12-2005) δεν είχε παρέλθει η προβλεπόμενη από το νόμο διετία και δεν είχε παραγραφεί η αξίωση της εφεσίβλητης, όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση, αν και με άλλη αιτιολογία.

 

        Όμως, ενόψει του ότι, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή της παρούσας, σύμφωνα με τα ήδη κριθέντα (βλ. ΑΕΔ 25/2012, ΣτΕ 2114/2014 Ολομ.), η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου, κατά το μέρος που ορίζει ότι το επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου ανέρχεται σε 6%, δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 του Συντάγματος, ούτε στις διατάξεις της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ 297/2015,  271012014,  2867, 1288, 5.97/2013), το επιδικασθέν στην εφεσίβλητη με την εκκαλούμενη απόφαση ποσό πρέπει να καταβληθεί σε αυτήν εντόκως, όχι με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας, όπως εσφαλμένα κρίθηκε μες την εκκαλούμενη απόφαση κατά το μέρος αυτό, αλλά με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με τον βάσιμο σχετικό λόγο της κρινόμενης έφεσης.

 

       Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη έφεση, με ανάλογη κατά τα ανωτέρω μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης απόφασης, να συμψηφιστεί δε η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

        Δέχεται εν μέρει την έφεση.

 

        Μεταρρυθμίζει την Α2006/2012 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

 

        Προσδιορίζει το επιτόκιο των οφειλόμενων τόκων σε 6%.

 

        Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

        Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 12-01-2017 και δημοσιεύτηκε στον ίδιο τόπο στις 27-01-2017 σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.

 

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ

 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ