Τρ.Εφ.Κακ.Λαρ. 91/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εμπορία ναρκωτικών - Ποινική δίωξη - Αλλοδαπή απόφαση - Εκτέλεση ποινής -Δεδικασμένο - Ανθρώπινα δικαιώματα - Διεθνείς συμβάσεις -.

 

Η ποινική δίωξη στην Τουρκία και η καταδίκη από Τουρκικό Δικαστήριο για συμμετοχή σε εμπορία ναρκωτικών δεν δημιουργεί δεδικασμένο που να εμποδίζει την ποινική δίωξη για την ίδια πράξη στην ημεδαπή, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος έχει εκτίσει την επιβληθείσα από το αλλοδαπό ποινικό Δικαστήριο ποινή. Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς την επιφύλαξη που διατύπωσε η Ελλάδα με το άρθρο 3 του με αριθμό 2514/1997 κυρωτικού νόμου της Συμφωνίας Schengen και δεν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου, ούτε κατά τη Σύμβαση για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η αφαίρεση της εκτιθείσας ποινής ανήκει στο Δικαστήριο, όχι όμως και ο ακριβής χρόνος της προς έκτιση υπόλοιπης ποινής κάθειρξης, διότι η εξουσία αυτή ανήκει στον Εισαγγελέα εκτέλεσης και σε περίπτωση αμφιβολιών ή αντιρρήσεων στο Δικαστήριο Πλημμελειοδικών.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

 {...} Ο συνήγορος υπεράσπισης διατύπωσε τους παρακάτω αυτοτελείς ισχυρισμούς - ενστάσεις δεδικασμένου:

 Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει και είναι αληθές, ότι ο κατηγορούμενος για την ίδια πράξη που εδώ κατηγορείται δικάσθηκε και καταδικάσθηκε σε 10ετή κάθειρξη με την αμετάκλητη υπ' αρ. 4/2001/245 της 19/11/2001 απόφαση του Δ/ρίου Εθνικής Ασφάλειας Κων/πολης. Την ποινή αυτή εξέτισε κατά τον Τουρκικό Νόμο καθ ολοκληρία, όπως επίσης προκύπτει από το υπ' αρ. 1, 2, 3 προσαγόμενα και επικαλούμενα έγγραφα του ελληνικού προξενείου Κων/πολης. Επομένως δεν μπορεί να δικαστεί εκ νέου για την ίδια πράξη σύμφωνα: α) με την δ/ξη της παρ. 7 αρ. 14 ν. 2462/1997 για την «κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και β) με την δ/ξη την παρ. 1 αρθρ. 57 ΚΠΔ. Και οι δύο διατάξεις κατισχύουν αυτής του άρθρου 8 ΠΚ, εντελώς δε εσφαλμένα η Ολ. Α.Π. (κατ' αντίθεση με προγενέστερη απόφαση του Ακυρωτικού και σειρά αποφάσεων Εφετείου Κακ/των της χώρας) με την υπ' αρ. 7/2002 απόφασή της έκρινε πως οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο, διότι κατά την απόφασή της έκρινε πως οι αλλοδαπές ποινικές αποφάσεις δεν παράγουν δεδικασμένο, διότι - κατά απόφαση πάντοτε - καθιερώνεται δεδικασμένο, που πρέπει να διέπει την εσωτερική έννομη τάξη κάθε συμβαλλόμενου κράτους. Και υπ' αυτή όμως την εκδοχή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η δίωξη κατ' εφαρμογή της μεταγενέστερης του άρθρου 8 ΠΚ διάταξης του άρθρου 57 παρ. 1 ΚΠΔ, που αποτελεί ουσιαστική ποινική διάταξη και κατά την οποία «αν κάποιος έχει καταδικασθεί αμετάκλητα, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι σε βάρος του δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σ' αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός». Και ναι μεν και εδώ με τις υπ' αριθμούς 315/54, 1246/89 ΑΠ αποφάσεις έχει κριθεί, ότι η διάταξη αυτή ευνοεί την παραγωγή του δεδικασμένου από ημεδαπές και μόνον αποφάσεις, ήδη όμως μετά το άνω διεθνές σύμφωνο τούτο δεν ισχύει. Διότι παραβιάζονται εμφανώς και αδικαιολόγητα από την ελληνική πολιτεία, κατά παράβαση σειράς δ/ξεων του άνω Διεθνούς Συμφώνου, η αρχή της μη έμμεσης κατάργησης των σαφών αρχών του Συμφώνου και μεταξύ αυτών και της αρχής non bis in idem (Βλ. άρθρο 5 παρ. 1) για την παρερμηνεία διατάξεως του Συμφώνου, ούτως ώστε να οδηγείται κανείς σε κατάλυση δικαιωμάτων και ελευθεριών που «αναγνωρίζει» το Σύμφωνο. Εν προκειμένω αναγνωρίζεται απεριόριστο δεδικασμένο και δεν νοείται ερμηνεία του άρθρου 14 παρ. 7 του Συμφώνου καταλύουσα την αρχή αυτή με ερμηνευτικές μεθόδους, ως η ερμηνεία της ολ. Α.Π.

 Ο Εισαγγελέας αφού πήρε το λόγο από τον Πρόεδρο πρότεινε να κηρυχθεί απαράδεκτη η δίωξη του κατηγορουμένου.

 Το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε να αποφασίσει {...}.

 {...} Μετά από αυτά ο Πρόεδρος ρώτησε τον Εισαγγελέα και τους διαδίκους εάν χρειάζονται καμιά συμπληρωματική εξέταση ή διασάφηση και όταν απάντησαν αρνητικά ο Πρόεδρος κήρυξε τη λήξη της αποδεικτικής διαδικασίας και έδωσε το λόγο στον Εισαγγελέα, ο οποίος ανέπτυξε την κατηγορία και πρότεινε να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος.

 Ο συνήγορος του κατηγορουμένου, αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο και ανέπτυξε την υπεράσπιση, ζήτησε να του αναγνωριστεί το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου.

 Ο κατηγορούμενος όταν τον ρώτησε ο Πρόεδρος αν έχει να προσθέσει τίποτα για την υπεράσπισή του απάντησε αρνητικά.

 Κατόπιν ο Πρόεδρος κήρυξε περαιωμένη τη συζήτηση και το Δικαστήριο, αφού συσκέφθηκε μυστικά με την παρουσία της Γραμματέα, κατάρτισε και ο Πρόεδρος δημοσίευσε την απόφασή του με αριθμό 91/2004, η οποία είναι η εξής:

 Επειδή από τις καταθέσεις των μαρτύρων της κατηγορίας που ενόρκως εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ανάγνωση των εγγράφων με μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, τα ξενόγλωσσα που αναφέρονται στα πρακτικά, την απολογία του κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκε ότι:

 Ο κατηγορούμενος στις 2.10.1999, μετέβη από την Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πραγματοποιήσει και άλλα ύποπτα ταξίδια, χωρίς να το γνωρίζει η μάρτυρας σύζυγός του. Εκεί είχε κανονίσει συνάντηση με τον αλβανό φίλο του Φ. Μ. Αντί γι' αυτόν, προσήλθε στο καθορισμένο ραντεβού ένας τούρκος, ο Σ. Ν. που τον έστειλε ο Φ. Μ., ως μέλος κυκλώματος διακίνησης ναρκωτικών. Ο τούρκος επιβιβάσθηκε στο αυτοκίνητο του κατηγορουμένου και τον οδήγησε στο διαμέρισμά του στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί, έγινε η παραλαβή της ποσότητας 2.300 γραμμαρίων ηρωίνης και 70 γραμμαρίων κοκαϊνης, που προηγουμένως είχαν αγοράσει από το Σ. Μ., με τίμημα ενός εκατομμυρίου δραχμών που, κατά την συμφωνία τους, με την παράδοση των ναρκωτικών, ένα άτομο, από την πλευρά του κατηγορουμένου, θα το παρέδιδε σε άλλο άτομο, από την πλευρά του Σ. Μ., στα Τίρανα. Τις ναρκωτικές ουσίες, που αγόρασε, τις παρέλαβε και τις κατείχε, από κοινού, με το συνεταίρο του και παλαιό φίλο του Φ. Μ.. Μετά από μια ώρα, περίπου, από την είσοδό του στο διαμέρισμα, εισήλθαν οι τούρκοι αστυνομικοί, που παρακολουθούσαν το διαμέρισμα και τον συνέλαβαν. Εκεί βρέθηκε και η ποσότητα των ναρκωτικών ουσιών, που είχε στην κατοχή του. Σημειωτέον ότι, στο διαμέρισμα αυτό, ένας από τους συλληφθέντες, φορούσε κοτλέ παντελόνι, το οποίο είχε έντονα ίχνη (λεκέδες από οξύ) από τις χημικές ουσίες (υδροχλωρικό οξύ, θεϊκό οξύ, αιθέρα, ακετόνη κλπ) όμοιες με αυτές, που χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή ηρωίνης σε ένα άλλο διαμέρισμα, που έγινε έκρηξη και κατά την έφοδο των αστυνομικών διέφυγαν δύο δράστες, ένας από τους οποίους φορούσε το παντελόνι, στο διαμέρισμα που συνελήφθη ο κατηγορούμενος. Για την αγορά και την κατοχή των ναρκωτικών ουσιών, κατέθεσαν εκτενώς, σε βάρος του κατηγορουμένου, στο Τουρκικό Δικαστήριο, οι συγκατηγορούμενοι του, που είναι αξιόπιστοι, διότι οι μαρτυρίες τους επιβεβαιώνονται και από άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία (τέσσερα ύποπτα ταξίδια του κατηγορουμένου στην Τουρκία, αλλά και σε Βουλγαρία, Αλβανία, εν αγνοία της συζύγου του, μετάβασή του στο λόγω ύποπτο διαμέρισμα, που συναντήθηκε με εμπόρους ναρκωτικών, προφανώς γνωστούς του, διότι ήπιε ρακί μαζί τους, ανεύρεση των ναρκωτικών ουσιών στο διαμέρισμα αυτό κατά το χρόνο της σύλληψής του, ίχνη στο παντελόνι ενός από τους συλληφθέντες, από τη διαδικασία παραγωγής ηρωίνης στο άλλο διαμέρισμα, που έγινε η έκρηξη).

 Ο κατηγορούμενος δικάστηκε και καταδικάστηκε για την πράξη αυτή (με το νομικό χαρακτηρισμό «συμμετοχή σε οργάνωση εμπορίας ναρκωτικών») σε ποινή κάθειρξης 10 ετών και χρηματική ποινή 170.500.000 Λ.Τ. με την υπ' αριθμό 158181-2/2 απόφαση του υπ' αριθμό 4 Δικαστηρίου Κρατικής Ασφάλειας της Τουρκίας. Όμως, παρά τον αντίθετο αυτοτελή ισχυρισμό του κατηγορουμένου, περί απαραδέκτου της νέας ποινικής δίωξης, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας, αλλιώς δεδικασμένου, το Δικαστήριο, κατ' άρθρο 8 ΠΚ, έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τέτοιο έγκλημα για παράβαση του νόμου για τις ναρκωτικές ουσίες. Η δε ποινική δίωξή του στην Τουρκία και η καταδίκη του για την πράξη αυτή από το Τουρκικό Δικαστήριο δεν δημιουργεί δεδικασμένο που να εμποδίζει την ποινική του δίωξη για την ίδια πράξη στην ημεδαπή, ακόμη και αν ο κατηγορούμενος έχει εκτίσει την ποινή, που επέβαλε σε αυτόν το αλλοδαπό ποινικό Δικαστήριο (Ολ. ΑΠ 7/02 ΝοΒ 50 1510). Η ερμηνεία αυτή συνάδει προς την επιφύλαξη που διατύπωσε η Ελλάδα με το άρθρο 3 του ν. 2514/1997, κυρωτικού νόμου της Συμφωνίας Schengen, ώστε να μην υπάρχει παράβαση δεδικασμένου, ούτε κατ' άρθρο 14 παρ. 7 του Πρωτοκόλλου Σύμβασης για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπινου και των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ΑΠ 501/02 ΠΧρ 53 22). Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος, που δεν είναι τοξικομανής, πρέπει να κηρυχθεί ένοχος για την πράξη που κατηγορείται, χωρίς ελαφρυντικά, διότι είναι έμπορος ναρκωτικών, κατά το διατακτικό{...}.

 {...} Στο σημείο αυτό ο συνήγορος του κατηγορουμένου υπέβαλε το αίτημα να ορισθεί η ποινή σύμφωνα και με την ποινή που εξέτισε ο κατηγορούμενος στην Τουρκία.

 Στο σημείο αυτό ο Εισαγγελέας πρότεινε να απορριφθεί το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης για τον ορισμό της ποινής της φυλάκισης.

 Το Δικαστήριο σε μυστική διάσκεψη και με την παρουσία και της Γραμματέα εξέδωσε και δημοσίευσε την παρακάτω απόφαση.

 Το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο, διότι η αφαίρεση της εκτιθείσας ποινής, ανήκει στο Δικαστήριο, όχι, όμως, και ο ακριβής χρόνος της προς έκτιση υπόλοιπης ποινής κάθειρξης, διότι η εξουσία αυτή ανήκει στον Εισαγγελέα εκτέλεσης και σε περίπτωση αμφιβολιών ή αντιρρήσεων στο Δικαστήριο Πλημμελειοδικών (άρθρο 565 ΚΠΔ) {...}.