ΤρΔΠρΠειρ 263/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΟΤΑ - Αρχή ισότητας - Αρχή δικονομικής ισότητας των διαδίκων - Επίδομα 176 Ευρώ - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 ν. 2362/1995 -.

 

Η παροχή των 176 Ευρώ αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, εντασσόμενη στις τακτικές αποδοχές τους και χορηγούμενη αδιακρίτως οι όλο το προσωπικό (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) των οικείων διοικητικών φορέων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ., και των Ο.Τ.Α., που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 αλλά και στο νυν ισχύον (από 01.01.2004) καθεστώς του ν. 3205/2003. Κατά συνέπεια, η εξαίρεση κατηγορίας υπαλλήλων που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες (υπάγονται δηλαδή και αυτοί στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 και πλέον σε αυτό του ν. 3205/2003) από την απόληψη της παροχής αυτής, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών, έναντι των ρητώς κατονομαζόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των υπαλλήλων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση. Οι ρυθμίσεις του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, για την αποκατάσταση της οποίας (της δικονομικής ισότητας) η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός απόφασης 263/2007

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα 3ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, την 1η Νοεμβρίου 2006, με σύνθεση τους δικαστές: Ασπασία Κορωνιώτου, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ελένη Μαργαρίτη, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και Αικατερίνη Moύρτoυ, Πάρεδρο Διοικητικών Δικαστηρίων (Εισηγήτρια) και γραμματέα ιόν Γεώργιο Κουρεντζή, δικαστικό υπάλληλο.

   Για να δικάσει την από 22.12.2005 αγωγή.

   Των 1) - 29) απάντων κατοίκων Δήμου Βούλας, οι, οποίοι παραστάθηκαν με την πληρεξούσια τους δικηγόρο Δέσποινα Μεταξά, βάσει δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α' ).

   Κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Δήμος Βούλας", που εκπροσωπήθηκε από τον δήμαρχο του, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο του δικηγόρο, Δημήτριο Πατρά, βάσει δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (ν. 2717/1999, ΦΕΚ 97 Α').

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.

   Σκέφτηκε κατά το νόμο

   Η κρίση του είναι η εξής:

   Επειδή με την κρινόμενη αγωγή, ζητείται παραδεκτώς να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες, από τον 1ο μέχρι τον 27ο το ποσό των 8.272 ευρώ, στον 28ο το ποσό των 6.864 ευρώ και στον 29ο το ποσό των 5.984 ευρώ, ως αναδρομικώς οφειλόμενη πρόσθετη ειδική παροχή τον: άρθρου 14 του ν. 3016/2002, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 μέχρι 30.11.2005, νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής τους,

   Επειδή, σύμφωνα με την αρχή της ισότητας, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, τόσο ο κοινός νομοθέτης, όσο και η Διοίκηση, όταν ασκεί την κανονιστική της αρμοδιότητα, δύνανται να ρυθμίζουν κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, λαμβανομένων υπόψη των συναφών με αυτές, κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών. Οφείλουν όμως να προβαίνουν στην σχετική ρύθμιση επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση, είτε με την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου με αξιολογικά κριτήρια, είτε με την μορφή αδικαιολογήτου επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων, ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως την διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων. Εάν δε το δικαστήριο κατά τον έλεγχο συνταγματικότητας της εφαρμοστέας διάταξης, διαπιστώσει παράβαση της αρχής της ισότητας που θα συνίσταται στην θέσπιση ειδικής ρύθμισης ευνοϊκής για ορισμένη κατηγορία προσώπων από την οποία αποκλείστηκαν, ρητώς ή σιωπηρά, πρόσωπα που ανήκουν σε άλλη κατηγορία αλλά τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με το? πρόσωπα που ανήκουν στην πρώτη κατηγορία, στην οποία αναφέρεται η σχετική ρύθμιση, τότε το δικαστήριο, προς άρση της αντισυνταγματικότητας που διαπιστώθηκε, οφείλει να προβεί σε επέκταση ης εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης και στην κατηγορία των προσώπων που αποκλείστηκαν (ΣτΕ 3587/1937, 1519/1995 κ.ά.). Επιπλέον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ισχύοντος Συντάγματος: "Μισθός, σύνταξη, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται άνευ οργανικού ή άλλου νόμου", έπεται ότι για να; καταβληθεί σε μισθωτό του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των ν.π.δ.δ. οποιαδήποτε μισθολογική παροχή με τα ανωτέρω χαρακτηριστικά, θα πρέπει να το προβλέπει οργανικός ή άλλος νόμος, Στην περίπτωση όμως που για την αποκατάσταση της αρχής της ισότητας πρέπει να επεκταθεί η ειδική ευνοϊκή ρύθμιση, με την οποία προβλέπεται η χορήγηση μισθολογικής παροχής, και σε κατηγορία προσώπων που αδικαιολόγητα εξαιρέθηκαν, κατά τα οριζόμενα ως άνω, δεν παραβιάζεται το άρθρο 80 παρ/ 1 του Συντάγματος, το οποίο απαγορεύει την χορήγηση μισθού σύνταξης κτλ. χωρίς ειδικό νόμο, καθώς τέτοιος νόμος είναι η ειδική ευνοϊκή ρύθμιση, η οποία, μετά την περιαίρεση της αντισυνταγματικής παράλειψης εφαρμογής της σε κατηγορίες προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες με τα πρόσωπα που ανήκουν στην κατηγορία των καταρχήν δικαιούχων, καταλαμβάνει και αυτούς που εξαιρέθηκαν αδικαιολόγητα (ΣτΕ 1184/2001 κ.α.).

   Επειδή, περαιτέρω, με το ν. 2410/1997 (ΦΕΚ 40 Α'), ο οποίος αντικατέστησε τον ν.1505/1984 (ΦΕΚ 194 Α'), καθαρίστηκε το πλαίσιο μισθοδοσίας των εργαζομένων στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α., και τα ν.π.δ.δ. και στο άρθρο 27 αυτού, ορίστηκε ότι κάθε άλλη μισθολογική παροχή, εκτός των ήδη προβλεπόμενων οπό τις διατάξεις του νόμου αυτού, επιτρέπεται μόνο με τροποποίηση των διατάξεων του~ Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 παρ. 1 ν. 2138/1399 (ΦΕΚ 180 Α'), ο οποίος εισήγαγε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων στη Δημόσια Διοίκηση "Η Συλλογική διαπραγμάτευση για ρύθμιση ζητημάτων των όρων και συνθηκών απασχολήσεως υπαλλήλων, που δεν ρυθμίζεται σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του παρόντος, λόγω συνταγματικών περιορισμών όπως ιδίως είναι τα ζητήματα των μισθών, συντάξεων, σύστασης οργανικών θέσεων, προσόντων, τρόπων διορισμού κλπ.), μπορεί να καταλήγει σε συλλογική συμφωνία", ενώ κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: "Η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί συλλογική σύμβαση εργασίας, συνεπάγεται όμως για το Δημόσιο ή ν.π.δ.δ., ή Ο.Τ.Α. α) είτε την έκδοση κανονιστικών πράξεων Εφόσον τα θέματα της συμφωνίας μπορεί να ρυθμιστούν κανονιστικώς, βάσει υπάρχουσας σχετικής εξουσιοδότησης νόμου, β) είτε την προώθηση σχετικής νομοθετικής ρυθμίσεως των θεμάτων της συμφωνίας. Αντικείμενο του περιεχομένου της συμφωνίας μπορεί να αποτελεί και ο χρόνος υλοποίησης της δέσμευσης για την έκδοση, κανονιστικών πράξεων ή προώθηση νομοθετικών ρυθμίσεων κατά περίπτωση". Περαιτέρω οι διατάξεις του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 ΦΕΚ 110 A') προβλέπουν τα εξής: "1. ... Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού ρυθμίζονται τα θέματα των συλλογικών συμφωνιών που συνάπτονται κατ1 Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του Ν. 2738/1999 και αφορούν θέματα μισθών και αμοιβών συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υπεγράφησαν κατά το έτος 2001. 2. Με όμοιες αποφάσεις οι ρυθμίσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι δυνατόν να επεκτείνονται εν όλο ή εν μέρει και στο λοιπό προσωπικό του Δημοσίου των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) και τον λοιπών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.), που δεν συμμετείχε στη σύναψη συλλογικών συμβάσεων του άρθρου 13 ν. 2138/1999 και μέχρι, του ποσού των 176 ευρώ μηνιαίως. 3. Αν καταβάλλονται οποιουδήποτε είδους πρόσθετες μισθολογικές παροχές, που υπολείπονται, του ποσού των 176 ευρώ επιτρέπεται να χορηγείται μόνο η διαφορά μέχρι του ποσού αυτού. Οι ρυθμίσεις αυτές όσον αφορά το προσωπικά των Ο.Τ.Α., και των λοιπών ν.π.δ.δ. περιορίζονται στις υφιστάμενες στον προϋπολογισμό τους δυνατότητες. 4. Με τις προβλεπόμενες από τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 ίου άρθρου αυτού κοινές υπουργικές αποφάσεις καθορίζονται, ειδικότερα: α) Οι δικαιούχοι, των παροχών και το ύψος τους, λαμβάνοντας υπ' όψιν για την χορήγηση ή μη των παροχών αυτών το συνολικό ποσό των καταβαλλομένων μηνιαίων αποδοχών και λοιπών παροχών, επιδομάτων αποζημιώσεως από οποιαδήποτε πηγή, β) οι όροι, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί για την χορήγηση των ανωτέρω παροχών, η διαδικασία και ο χρόνος καταβολής τους καθώς και ο τρόπος αντιμετώπισης της σχετικής δαπάνης, γ) κάθε άλλη λεπτομέρεια για την χορήγηση των ανωτέρω παροχών. ... 6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού ισχύουν από 1.1.2002.". Εν συνεχεία δυνάμει της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 14 παρ. 2 του ως άνω νόμου, εκδόθηκαν κατά το άρθρο 43 παρ. 2 περ. β' του Συντάγματος πλείστες Κ.Υ.Α. (άνω των πενήντα), δια των οποίων προβλέφθηκε η χορήγηση ειδικής αμοιβής ύψους 88 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 μέχρι 30.06.2002 και από 01.07.2002 και εφεξής ύψους 176 ευρώ στο επί σχέσει δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου προσωπικό υπηρεσιακών μονάδων Υπουργείων αλλά και ν.π.δ.δ. Συγκεκριμένα και ενδεικτικά αναφέρονται Οι Κ.Υ.Α.: 1) 2/40326/0022 (ΦΕΚ 1242 Β'/23-9-2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Πολιτισμού και των εποπτευομένων από αυτό Δημοσίων Υπηρεσιών, 2) 2/40098/0022 (ΦΕΚ 1255 B'/27-9-2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Τύπου και ΜΜΕ, 3) 2/31813/0022 (ΦΕΚ 1266 Β'/27-9-2002) για τους υπαλλήλους του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης, 4) 2/41890/0022 (ΦΕΚ 1266 Β'/27-9-2002) για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Υπουργείου Εθνικής 'Αμυνας κ.λ.π. Η αμοιβή αυτή χορηγήθηκε σε όλους τους μονίμους και με σύμβαση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλους των οποίων οι αποδοχές διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2470/1997 καθώς και στους αποσπώμενους ή τοποθετούμενους από άλλα Υπουργεία, Ο.Τ.Α. ή λοιπά ν.π.δ.δ.. Σε όλες δε τις ανωτέρω Κ.Υ.Α. ορίζεται άτι η καταβολή της αμοιβής αυτής ακολουθεί και κατά το χρονικό διάστημα των θεσμοθετημένων αδειών (κανονικών, συνδικαλιστικών, εκπαιδευτικών, λοχείας, κυήσεως κλπ.) και ότι υπόκεινται στις συνήθεις κρατήσεις των επιδομάτων, συνεντελλόμενης με τις μηνιαίες αποδοχές των δικαιούχων, ενώ κατά το άρθρο 1 παρ. 13 του ν. 3029/2002 (ΦΕΚ 160 Α'), από 01.01.2003, η εν λόγω παροχή υπόκειται σε όλες τις ασφαλιστικές εισφορές και, λαμβάνεται υπ' όψιν στη βάση ταυ υπολογισμού της συντάξεως. Τέλος, ο ν. 3205/2003 (ΦΕΚ 297 Α'), παρά το γεγονός ότι με το όρθρο 26 παρ. 4 κατάργησε το άρθρο 14 του Ν. 3016/2002 και όλες τις δυνάμει, αυτού εκδοθείσες Κ.Υ.Α., εντούτοις με το άρθρο 24 παρ. 2 αυτού διατήρησε την επίμαχη παροχή ως προσωπική διαφορά κατά τρόπο ώστε να μην μειωθεί το εισόδημα των μισθωτών που την λάμβαναν μέχρι την 31.12.2003, αλλά να διατηρείται, η επίδικη παροχή και να μειώνεται ανάλογα με τις μισθολογικές αυξήσεις που θα ελάμβαναν αυτοί στο μέλλον.

   Επειδή, από όλα τα ανωτέρω σαφώς προκύπτει ότι η εν λόγω παροχή αποτελεί προσαύξηση μισθού των δικαιούχων υπαλλήλων, εντασσόμενη στις τακτικές αποδοχές τους και χορηγούμενη αδιακρίτως οι όλο το προσωπικό (δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου) των οικείων διοικητικών φορέων του Δημοσίου, των ν.π.δ.δ., και των Ο.Τ.Α., που υπάγονται στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 αλλά και στο νυν ισχύον (από 01.01.2004) καθεστώς του ν. 3205/2003. Ο χαρακτήρας δε της ειδικής, επίμαχης παροχής ως γενικής προσαύξησης των τακτικών αποδοχών προκύπτει εξάλλου και από το γεγονός ότι έχει χορηγηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα σε ευρείες και ετερόκλητες κατηγορίες υπαλλήλων, χωρίς ειδικές προϋποθέσεις και χωρίς οποιαδήποτε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες συνθήκες ή τους όρους εργασίας ή το ύψος των αποδοχών τους (βλ. ΣτΕ 828/2002). Κατά συνέπεια, η εξαίρεση κατηγορίας υπαλλήλων που τελούν υπό τις αυτές συνθήκες (υπάγονται δηλαδή και αυτοί στο μισθολογικό καθεστώς του ν. 2470/1997 και πλέον σε αυτό του ν. 3205/2003) από την απόληψη της παροχής αυτής, συνιστά αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση αυτών, έναντι των ρητώς κατονομαζόμενων ως δικαιούχων υπαλλήλων και οδηγεί σε ευθεία παραβίαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να εφαρμοστεί και για εκείνους σε βάρος των οποίων έγινε η δυσμενής διάκριση, η διάταξη που ισχύει και για τις κατηγορίες των υπαλλήλων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση.

   Επειδή, επιπλέον, στο άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού (ΦΕΚ Α' 247) ορίζεται ότι: "Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται, σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις - παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της". Περαιτέρω, στο άρθρο 91 του προαναφερόμενου νόμου ορίζεται ότι: "Επιφυλασσομένης κάθε άλλης ειδικής διατάξεως του παρόντος, η παραγραφή οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του Οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρου, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή άρχιζε, από της βεβαίωσης αυτών".

   Επειδή, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 "Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις", η οποία εφαρμόζεται και στους Ο.Τ.Α., βάσει, του άρθρου 29 παρ. 5 του ν. 3202/2003 (ΦΕΚ 284 Α'), είναι αντίθετη με το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία τον Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) (που κυρώθηκε μαζί με την Σύμβαση με το ν.δ. 531/1973 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των καινών νόμων), το οποίο ορίζει ότι: "Παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του, ..." στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη περιουσία περιλαμβάνονται, όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του Συντάγματος εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής ιδρύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη η περιουσιακού χαρακτήρα απαιτήσεως είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει, νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 40/1998). Εξάλλου, οι διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 είναι αντίθετη και προς το άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος αφού θεσπίζει αδικαιολόγητα σε βαράς των Ελλήνων πολιτών διακρίσεις. Με την διάταξη αυτή διαμορφώθηκε ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου, αφού, όπως ορίζεται στο άρθρο 86 παρ. 2 του ίδιου νόμου "Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται, μετά πενταετία από την λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή έννοία και κατέστη δύτη ληξιπρόθεσμη", ενώ αντίθετα με την διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 η απαίτηση ίων υπαλλήλων του Δημοσίου κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες πάσης φύσεως απολαβές αυτων ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται, σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της. Με την ρύθμιση αυτή δημιουργείται προφανέστατη άνιση μεταχείριση των ιδιωτών διαδίκων έναντι του Δημοσίου. Επομένως πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία οργάνων του δημοσίου αποτελούν περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.2.Δ.Α., θεμελιώνονται δε επιπλέον στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημοσίων βαρών και της νομιμότητας. Συνεπώς, κάθε διάταξη νόμου η οποία χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί την σχετική ρύθμιση με βάση πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει, άμεσα ή έμμεσα, την ευθύνη του Δημοσίου, ρε αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι πλήρης, αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές (Μπέης, ΔΙΚΗ 26, σελ. 346). Έτσι, οι ανωτέρω ρυθμίσεις του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 κότα το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από τα άρθρα 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 20 παρ, 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, από τα άρθρα 6, 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και τα άρθρα 2 παρ. 3α και β... 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ν. 2462/1997), για την αποκατάσταση της οποίας (της δικονομικής ισότητας) η παραγραφή πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατά τα άρθρα 250 και 937 του Αστικού Κώδικα (βλ. 1/2005 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος).

   Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Οι ενάγοντες είναι μόνιμοι, υπάλληλοι του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Δήμος Βούλας", με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου και ανήκουν όλοι στην ΥΕ κατηγορία, εκτός από τον 12ο και τον 28ο που ανήκουν στην ΔΕ κατηγορία. Κατά την ένδικη χρονική περίοδο, έως την 31.12.2003, είναι αμειβόμενοι με βάση τις διατάξεις του ν. 2470/1997 και από 01.01.2004 και εντεύθεν με βάση τις διατάξεις του ν. 3205/2003. Με την κρινόμενη αγωγή ζητούν να καταβληθεί στον καθένα η ανωτέρω πρόσθετη ειδική παροχή του ν. 3016/2002, ανερχόμενη για το διάστημα από 01.01.2002 έως 30.11.2005 σε 175 ευρώ μηνιαίως και συνολικά στο ποσό των: 8.272 ευρώ (47 μήνες Χ 176 ευρώ) για τους 1ο έως και 27ο, 6.864 ευρύ (39 μήνες Χ 176 ευρώ) για τον 28ο (με ημερομηνία πρόσληψης την 02.05.2002) και 5.984 ευρώ (34 μήνες Χ 176 ευρώ) για την 29η (με ημερομηνία πρόσληψης 06.02.2003), κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 του ν. 3016/2002 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθέντων Κ.Υ.Α., σε συνδυασμό με τις διατάζεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η ένδικη παροχή έχει στην πραγματικότητα τον χαρακτήρα προσαύξησης των αποδοχών των υπαλλήλων και παρανόμως το εναγόμενο δεν τους την έχει καταβάλει. Το εν λόγω δε ποσό οι ενάγοντες ζητούν να τους καταβληθεί νομιμοτόκως από την ημέρα που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και, απαιτητό, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής τους. Από την άλλη πλευρά, το Ελληνικό Δημόσιο αρνείται τους ισχυρισμούς των εναγόντων σχετικά το δικαίωμα απολαβής του εν λόγω επιδόματος, υποστηρίζοντας ότι ούτε η ιδιότητα τους ως δημοτικών υπαλλήλων, ούτε το γεγονός ότι ο τρόπος άμοιρης τους ρυθμίζεται από το ενιαίο μισθολόγιο, τους καθιστούν αυτοδικαίως δικαιούχους αυτού βάσει της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, την οποία επικαλούνται. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει ότι η παράλειψη καταβολής της ένδικης παροχής στους ενάγοντες αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και συνεπώς πρέπει, να εφαρμοστούν και γι' αυτούς οι διατάξεις που ισχύουν για τις κατηγορίες των εργαζομένων υπέρ των οποίων θεσπίστηκε η ειδική ρύθμιση, απορριπτόμενων των αντίθετων ισχυρισμών του Δημοσίου ως αβάσιμων. Επομένως, η ένδικη παροχή πρέπει να επιδικαστεί στους ενάγοντες για ολόκληρη την ένδικη περίοδο, κατά τον τρόπο, όμως, που ορίζουν οι Κ.Υ.Α., οι οποίες προβλέπουν την χορήγηση της, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 μέχρι 30.06.2002 το ποσό των 88 ευρώ μηνιαίως και από 01.07.2002 και εφεξής το ποσό των 176 ευρώ. Κατ' ακολουθία, πρέπει να καταβληθούν από το εναγόμενο σε καθέναν από τους ενάγοντες τα εξής ποσά: α) Στους 1ο έως και 21ο, νια το χρονικό διάστημα από 01.01.2002 έως 30.06.2002, δηλαδή για 6 μήνες Χ 88 ευρώ = 528 ευρώ, ενώ για το χρονικό διάστημα από 01.07.2002 έως 31.12.2002, δηλαδή για 6 μήνες Χ 176 ευρώ = 1.056 ευρώ. β) Στον 28ο για το χρονικό διάστημα από 02.09.2002 - που αναφέρεται με την αγωγή ως ημερομηνία πρόσληψης του και επομένως από την ημερομηνία αυτή ζητάει την καταβολή της ένδικης παροχής (αν και από την προσκομιζόμενη υπηρεσιακή βεβαίωση του Δήμου Βούλας ως ημερομηνία πρόσληψης προκύπτει η 05.08.2002) - έως 31.12.2002, δηλαδή για 4 μήνες Χ 176 ευρώ = 704 ευρώ. γ) Στους 1ο έως και 28ο, για το χρονικό διάστημα οπό 01.01.2003 έως 31.12.2003, δηλαδή για 12 μήνες Χ 175 ευρώ = 2.112 ευρώ. δ) Στην 29η για το χρονικό διάστημα από 13.05.2003 - που προκύπτει ως ημερομηνία πρόσληψης της από την προσκομιζομένη υπηρεσιακή βεβαίωση του Δήμου Βούλας, αν και στην αγωγή αναφέρεται ως ημερομηνία πρόσληψης της η 06.02.2003 - έως 31.12.2003, δηλαδή για 8 μήνες Χ 176 ευρώ = 1.408 ευρώ. ε) Σε όλους τους ενάγοντες, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2004 έως 31.12.2004, δηλαδή για 12 μήνες Χ 176 ευρώ = 2.112 ευρώ. στ) Σε όλους τους ενάγοντες, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2005 έως 30.11.2005, δηλαδή για 11 μήνες Χ 176 ευρώ = 1.936 ευρώ. συνολικά το εναγόμενο πρέπει, να καταβάλει 1) στον καθένα από τους 1ο έως και 27ο το ποσό των 7.744 ευρώ, 2) στον 28ο το ποσό των 6.864 ευρώ και 3) στην 29η το ποσό των 5.455 ευρώ, με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο υπερημερίας που ισχύει και μεταξύ ιδιωτών (βλ. ΣτE 3651/2002, 1/2005 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και Ολ. ΣτΕ 3141/2006), από την επίδοση της αγωγής τους (άρθρο 75 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ,), δηλαδή από 16/9/2006 μέχρι την εξόφληση.

   Επειδή, κατόπιν αυτών, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει, εν μέρει δεκτή, τα δε δικαστικά έξοδα συμψηφιστούν ανάμεσα στους διαδίκους (άρθρο 275 παρ. εδαφ. γ' Κ.Δ.Δ..

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

   Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

   Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο οφείλει, να καταβάλει στους ενάγοντας τα ποσά που ειδικότερα ορίζονται στο ανωτέρα σκεπτικό, με τον εκάστοτε τόκο υπερημερίας που ισχύει και μεταξύ ιδιωτών, από 16/9/2306 μέχρι την εξόφληση.

   Συμψηφίζει, την δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

   Η διάσκεψη του δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 27.2.2007 και η απόφασή του δημοσιεύτηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 27.2.2007 με την συμμετοχή της Στυλιανής Τσαούση και Νικολάου Κωτάκη Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων λόγω αναρρωτικής άδειας του Πρωτοδίκου Ελένης Μαργαρίτη και προαγωγής και μετάθεσης της εισηγήτριας.