ΤρΔΠρΠειρ 1031/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αγωγή αποζημίωσης άρθρου 105 ΕισΝΑΚ από παράνομες πράξεις αστυνομικών οργάνων -.

 

Δεκτή εν μέρει αγωγή αστυνομικού της ΕΛ.ΑΣ. και αναγνωρίστηκε η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση κατ' άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των 20.000 ευρώ, για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη εξαιτίας τραυματισμού του, ο οποίος επήλθε από παράνομες πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγομένου που έλαβαν χώρα κατά την αστυνομική επιχείρηση καταδίωξης υπόπτου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και σύλληψης των επιβαινόντων δραστών. Ειδικότερα έγινε δεκτό, ότι ο πυροβολισμός ακινητοποίησης στον οποίο προέβη συνάδελφος του ενάγοντος και είχε ως συνέπεια τον τραυματισμό του τελευταίου, δεν ήταν απαραίτητος και σκόπιμος αφού δεν συνέτρεχαν οι περιστάσεις που να τον δικαιολογούν, δεδομένου ότι, όπως προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, τόσο ο ενάγων που εκλήφθηκε ως δράστης, όσο και ο καταδιωκόμενος δράστης, δεν έκαναν χρήση όπλων, ούτε εξάλλου κρατούσαν αντικείμενα που μπορούσαν να εκληφθούν ως όπλα, περαιτέρω δε είχαν αρχίσει ήδη να απομακρύνονται από τον αστυνομικό που πυροβόλησε. Κρίθηκε έτσι τελικά, ότι η ως άνω συμπεριφορά του οργάνου του εναγομένου ήταν παράνομη, καθόσον αποτελούσε παραβίαση του γενικότερου υπηρεσιακού καθήκοντος των αστυνομικών οργάνων να διαφυλάττουν, κατά την εκτέλεση της ανατιθέμενης υπηρεσίας τους, τα υπέρτερης αξίας συνταγματικά αγαθά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών και των λοιπών αστυνομικών οργάνων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Aριθμός απόφασης 1031/2009

   ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

   Τμήμα 2ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Δεκεμβρίου 2008, με σύνθεση τους δικαστές: Αγγελική Παπαπαναγιώτου-Λέζα, Πρόεδρο Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, Ιφιγένεια Μετζελοπούλου και Φιλομήλα Φαλτσέτα, Εισηγήτρια, Πρωτοδίκες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα την Μάγδα Τελιανίδου, δικαστική υπάλληλο.

   Για να δικάσει την από 5.11.2007 αγωγή.

   Του ...., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός ..., ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Ρίζου.

   Κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. Σταυρούλας Καλαμπαλίκη, με δήλωση κατ' άρθρο 29 παρ. 1 του Ν. 2915/01.

   Κατά τη συζήτηση ο διάδικος που εμφανίστηκε και παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

   Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

   Αφού μελέτησε τη δικογραφία

   Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ζητά παραδεκτώς, μετά τη μετατροπή του αιτήματός του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, νομίμως, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, και με σχετική αναφορά στο υπόμνημά του, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει το ποσό των 300.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το ποσό αυτό ζητά ο ενάγων, αστυνομικός της ΕΛΑΣ, ως χρηματική ικανοποίηση, κατ' άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη εξαιτίας τραυματισμού του, ο οποίος οφείλεται σε παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς του, πράξεις και παραλείψεις των οργάνων του εναγόμενου, που έλαβαν χώρα κατά την αστυνομική επιχείρηση καταδίωξης ύποπτου Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και σύλληψης των επιβαινόντων δραστών, στις 3.4.2007, στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης στην Αθήνα.     

   2. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ.2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2727/1999, ΦΕΚ Α' 97) τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια δεσμεύονται μόνο από τις αμετάκλητες καταδικαστικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων ως προς την ενοχή του δράστη, σύμφωνα, δε, με το άρθρο 3 περ. β' του ίδιου Κώδικα η πρόοδος της δίκης μπορεί να ανασταλεί, εφόσον δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τα συμφέροντα των διαδίκων, αν παρεμπίπτοντα ζητήματα πρόκειται να κριθούν με δύναμη δεδικασμένου σε δίκη, η οποία εκκρεμεί στο κατά δικαιοδοσία αρμόδιο δικαστήριο. Κατόπιν τούτων, το αίτημα του Δημοσίου περί αναβολής έκδοσης απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής μέχρι να εκδικασθεί η σχετική ποινική υπόθεση, η οποία, εξάλλου, εκκρεμεί ακόμη ενώπιον του 24ου Πταισματοδίκη Αθηνών (σχετ. το από 30.11.2008 έγγραφο του Τμήματος Αστυνομικού Προσωπικού της Γ.Α.Δ.Α.), πρέπει να απορριφθεί.

   3. Επειδή, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ.) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος...». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση για ζημία, η οποία προκλήθηκε από την πλημμελή εκτέλεση ή την παράλειψη εκτέλεσης από τα όργανά του του επιβεβλημένου σ' αυτά εκ του νόμου καθήκοντος. Η υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση αίρεται στην περίπτωση που η γενεσιουργός της ζημίας πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια ή παράλειψη υλικής ενέργειας έλαβε χώρα κατά παράβαση διάταξης, η οποία έχει θεσπισθεί αποκλειστικά χάριν του γενικού συμφέροντος, όχι όμως και στην περίπτωση, που η παραβιασθείσα διάταξη αποβλέπει, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, και στην προστασία δικαιώματος ή συμφέροντος των κατ' ιδίαν προσώπων (βλ. ΣτΕ 648/2008, 1364/2008, 1677/2008, 307/2007, 3706/2001, 3919/2001, 28/2000).

   4. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 8 του ισχύοντος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ν.2800/2000 «Αναδιάρθρωση Υπηρεσιών Υπουργείου Δημόσιας Τάξης, Αρχηγείο Αστυνομίας κ.λ.π.» (ΦΕΚ Α' 41) ορίζεται ότι: «1. Η Ελληνική Αστυνομία είναι Σώμα Ασφαλείας..., και έχει ως αποστολή: α. Την εξασφάλιση της δημόσιας ειρήνης και ευταξίας και της απρόσκοπτης κοινωνικής διαβίωσης των πολιτών, που περιλαμβάνει την άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης και τροχαίας... 3. Η άσκηση της αστυνομίας γενικής αστυνόμευσης περιλαμβάνει ιδίως: α. Τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες...,». Επίσης, στο άρθρο 2 του π.δ.254/2004 «Κώδικας Δεοντολογίας του αστυνομικού» (ΦΕΚ  Α' 238/3.12.2004), με το οποίο καθορίζεται η συμπεριφορά των αστυνομικών κατά την αστυνομική δράση, προβλέπεται ότι: «Ο αστυνομικός: α. ... β. ... γ. ... δ. Σέβεται το δικαίωμα στη ζωή και την προσωπική ασφάλεια κάθε ατόμου... ε. Για την τήρηση και εφαρμογή του νόμου χρησιμοποιεί κατ' αρχήν μη βίαια μέσα. Η προσφυγή στη βία επιτρέπεται μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαία και στο μέτρο που προβλέπεται και απαιτείται για την εφαρμογή του νόμου-Χρησιμοποιεί τα πυροβόλα όπλα μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται από το νόμο και αναφέρει αμέσως το συμβάν...». Εξάλλου, στο άρθρο 3 του ν.3169/2003 «Οπλοφορία αστυνομικών, χρήση πυροβόλων κ.λ.π.» (ΦΕΚ Α' 189) ορίζεται ότι: «1. ... 2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προυποθέσεις..5. Ο πυροβολισμός ακινητοποίησης (στόχευση πλήξης μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού κατ' άρθρο 1 περ.δ'3 του ίδιου νόμου) επιτρέπεται αν αυτό απαιτείται: α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, ... γ. Για τη σύλληψη-καταδιωκόμενου που καταλαμβάνεται να τελεί επ' αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου...». Περαιτέρω, στο άρθρο 2 του π.δ.22/1996 «Πειθαρχικό Δίκαιο αστυνομικού προσωπικού» (ΦΕΚ Α' 15) προβλέπονται τα εξής: Αρθρο 2 «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε υπαίτια και καταλογιστή παράβαση του υπηρεσιακού καθήκοντος, με πράξη ή παράλειψη. 2. Το υπηρεσιακό καθήκον προσδιορίζεται από τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται στον αστυνομικό από τις ισχύουσες διατάξεις νόμων, τους κανονισμούς του Σώματος και τις διαταγές της υπηρεσίας, καθώς και από την εν γένει εντός και εκτός της υπηρεσίας διαγωγή, που πρέπει να τηρεί ο αστυνομικός», και Αρθρο 9 «1.Τα πειθαρχικά παραπτώματα, τα οποία επισύρουν την ποινή της απόταξης είναι τα κατωτέρω περιοριστικώς αναφερόμενα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών:.... ζ) (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ.3/2004, ΦΕΚ Α' 1) Η διάπραξη ή η απόπειρα διάπραξης-παράβασης καθήκοντος (άρθρο 259 Π.Κ.)...». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων, και ιδίως, εκείνες των άρθρων 8 παρ. 3 του ν. 2800/2000, 2 του π.δ. 254/2004 και 3 παρ. 2 και 5 του ν. 3169/2003, προκύπτει, ότι η Ελληνική Αστυνομία έχει ως ειδικότερη αποστολή τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας και την παροχή έννομης προστασίας στους πολίτες, στα πλαίσια της οποίας περιλαμβάνεται και η προστασία των κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των πολιτών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται, τα, κατά τα άρθρα 5 παρ. 2 και 7 παρ. 2 του Συντάγματος, δικαιώματα της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας. Συνεπώς, οι παραπάνω διατάξεις, παράλληλα με την προστασία του γενικού συμφέροντος, αποβλέπουν στην προστασία της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας κάθε ατόμου, τόσο, αστυνομικού οργάνου, όσο, και απλού πολίτη, και, ως εκ τούτου, η παραβίασή τους από κρατικά όργανα, με πράξεις ή παραλείψεις τους, κατά την ενάσκηση της δημόσιας εξουσίας, που τους έχει ανατεθεί, δύναται να στοιχειοθετήσει, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ.. (π.ρ.β.λ. ως άνω ΣτΕ 648/2008, 1364/2008, 1677/2008, 307/2007, 3706/2001, 3919/2001, 28/2000).

   5. Επειδή, περαιτέρω, σε περίπτωση ευθύνης του Δημοσίου κατά την εκτεθείσα σε προηγούμενη σκέψη διάταξη του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση υπέρ του προσώπου, που υπέστη βλάβη του σώματος ή της υγείας του, κατ' ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα (βλ. ΣτΕ 1018/2008, 2559/2007, 2727/2003, 1222,1223/2002, 740/2001, 2463/1998 7μελούς). Από τη τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει, ότι παρέχεται στο δικαστήριο η ευχέρεια, ύστερα από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής, να επιδικάσει ή όχι χρηματική ικανοποίηση και συγχρόνως να καθορίσει το ποσό αυτής. Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, η οποία δεν ελέγχεται κατ' αναίρεση (βλ. ως άνω ΣτΕ 1018/2008, 2559/2007, επίσης, ΣτΕ 3256/2006 Ολομ., 2100/2006). Εξάλλου, το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος, εισάγοντας ως νομικό κανόνα την αρχή της αναλογικότητας, επιβάλλει σε όλα τα κρατικά όργανα, συνεπώς και τα δικαιοδοτικά, κατά τη στάθμιση των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, να λαμβάνουν υπόψη τους την εκάστοτε αντιστοιχία μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού. Έτσι, σε περίπτωση προσδιορισμού του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το δικαστήριο της ουσίας δεν πρέπει ούτε να υποβαθμίζει την απαξία της πράξης επιδικάζοντας υπερβολικά χαμηλό ποσό ούτε να καταλήγει, με ακραίες εκτιμήσεις, στον υπέρμετρο πλουτισμό του ενός μέρους, διότι τούτο υπερακοντίζει το σκοπό του νομοθέτη, που απέβλεψε στην αποκατάσταση της κοινωνικής ειρήνης που διαταράχθηκε από την παράνομη πράξη ή παράλειψη (βλ. ως άνω ΣτΕ3256/2006 Ολομ., επίσης ΣτΕ 1915/2007, 2256/2006, 2559/2007, ΑΠ 136/2006, 43/2005).

   6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων, η από 17.10.2007 έκθεση πορίσματος ένορκης διοικητικής εξέτασης (Ε.Δ.Ε.), που διενεργήθηκε από τον Αστυνόμο Β' της Υποδιεύθυνσης Διοικητικών Εξετάσεων του Επιτελείου της Γ.Α.Δ.Α. ..., η από 1.4.2008, έκθεση πορίσματος συμπληρωθείσας Ε.Δ.Ε. του ίδιου αστυνομικού οργάνου, καθώς, οι ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των εμπλεκόμενων στην υπό κρίση αστυνομική επιχείρηση αστυνομικών, που λήφθησαν προανακριτικά, προκύπτουν τα ακόλουθα: Στις 2-3.4.2007 ο ενάγων και ο ..., που υπηρετούσαν, ως αρχιφύλακας και αστυφύλακας αντίστοιχα, στο Τμήμα Ασφαλείας Βάρης, εκτελούσαν διατεταγμένη υπηρεσία ανακριτικού συνεργείου ασφαλείας, από 23.00 μ.μ. έως 06.00 π.μ., στην Περιφέρεια της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Νοτιοανατολικής Αττικής, επιβαίνοντες με πολιτική περιβολή στο με συμβατικές πινακίδες υπηρεσιακό όχημα με αριθμό κυκλοφορίας ΕΑ ... Στις 03.00 π.μ., και ενώ βρίσκονταν στην οδό Καλύμνου στη Βάρη, εντόπισαν το με αριθμό κυκλοφορίας ΖΥΥ .. Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, με δύο επιβαίνοντες, να κινείται ύποπτα στην περιοχή και ενημέρωσαν αμέσως το Κέντρο Ασυρμάτου της Ασφάλειας, στο οποίο διαβίβασαν τα στοιχεία του οχήματος. Το ως άνω Κέντρο Ασφαλείας, κατόπιν σχετικού ελέγχου, τους ενημέρωσε ότι το εν λόγω όχημα ήταν κλεμμένο, και, για το λόγο αυτό, τους έδωσε την εντολή να το παρακολουθούν διακριτικά μέχρι να έρθουν ενισχύσεις, ενώ, παράλληλα ζήτησε τη συνδρομή της περιπολίας του Τ.Α. Γλυφάδας και οχημάτων της άμεσης δράσης προκειμένου να διενεργήσουν από κοινού έλεγχο υψηλού κινδύνου. Το παραπάνω, κλαπέν, όχημα κινήθηκε, αρχικά, επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης με κατεύθυνση προς Αθήνα, ακολουθούμενο από το προαναφερόμενο όχημα του Τ.Α. Βάρης. Στη συμβολή των οδών ... στη Γλυφάδα έγινε αντιληπτό από εποχούμενη περιπολία ασφαλείας του Τμήματος Ασφαλείας Γλυφάδας, που είχε, ήδη, σπεύσει προς ενίσχυση των παραπάνω αστυνομικών, η οποία το ανέμενε στο συγκεκριμένο σημείο προκειμένου να το ακινητοποιήσει κάνοντας χρήση φωτεινών σημάτων (φάρου). Το ως άνω Ι.Χ.Ε. όχημα, όμως, όταν αντιλήφθηκε το περιπολικό ανέπτυξε ταχύτητα συγκρούστηκε μ' αυτό προκαλώντας του φθορές, και παραβιάζοντας το φωτεινό σηματοδότη στη συμβολή των οδών ... συνέχισε την πορεία του με κατεύθυνση προς Αθήνα. Ακολούθησε καταδίωξη του κλεμμένου οχήματος από τα δύο παραπάνω περιπολικά ασφαλείας, κατά τη διάρκεια της οποίας ανταποκρίθηκαν και άλλα περιπολικά, τα οποία είχαν κληθεί από το Κέντρο Ασφαλείας προς παροχή συνδρομής, και έτσι η πομπή της εποχούμενης καταδίωξης αποτελείτο, εκτός από τα δύο πιο πάνω οχήματα ασφαλείας, από δύο περιπολικά της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής και από δύο οχήματα της Γ' Ο.Π.Κ.Ε. (Ελληνικού). Τελικά, μετά από αρκετά χιλιόμετρα εποχούμενης καταδίωξης στη συμβολή της Λεωφόρου Βουλιαγμένης με την οδό ... στην Ηλιούπολη ο οδηγός του προαναφερόμενου αυτοκινήτου έχασε τον έλεγχο, εξετράπη της πορείας του και, αφού προσέκρουσε σε μία κολόνα φωτισμού και σε υφιστάμενο στηθαίο του δρόμου, ακινητοποιήθηκε στο ύψος του οικοδομικού τετραγώνου με αριθμό 447 επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης. Ακολούθως, οι επιβαίνοντες, αλβανικής καταγωγής, εξήλθαν από το παραπάνω αυτοκίνητο και τράπηκαν σε φυγή προς αντίθετες κατευθύνσεις. Συγκεκριμένα, ο οδηγός του αυτοκινήτου κατευθύνθηκε προς Αθήνα, αλλά συνελήφθη άμεσα από τους τρεις αστυνομικούς (... του Τ.Α. Βάρης και ... και ... του Τ.Α. Γλυφάδας), που επάνδρωναν τα δύο πιο πάνω οχήματα ασφαλείας. Αντίθετα, ο συνοδηγός του αυτοκινήτου κατευθύνθηκε επί της Λεωφόρου Βουλιαγμένης προς Γλυφάδα, στο αντίστοιχο ρεύμα κυκλοφορίας, και καταδιώχθηκε από τον ενάγοντα, τους αστυνομικούς ... και ..., που αποτελούσαν το πλήρωμα του ενός από προαναφερόμενα περιπολικά της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής, και τα αστυνομικά όργανα της Γ' Ο.Π.Κ.Ε. (Ελληνικού), από τα οποία, και, τελικά συνελήφθη. Κατά την εν λόγω καταδίωξη υπήρξαν πυροβολισμοί, οι οποίοι είχαν ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενάγοντα, κατά το χρόνο, που αυτός καταδίωκε πεζός τον πιο πάνω δράστη. Στα πλαίσια της ένορκης διοικητικής εξέτασης, που επακολούθησε, προκειμένου να εξακριβωθούν οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τραυματίσθηκε ο ενάγων και οι τυχόν πειθαρχικές ευθύνες των εμπλεκόμενων αστυνομικών, ο προαναφερόμενος Αστυνόμος Β' της Υποδιεύθυνσης Διοικητικών Εξετάσεων του Επιτελείου της Γ.Α.Δ.Α. ..., που διενήργησε την τελευταία, αφού έλαβε υπόψη τις προανακριτικές ένορκες εξετάσεις των εμπλεκόμενων στην υπόθεση αστυνομικών, τις αναφορές των τελευταίων προς τον ίδιο προς παροχή εγγράφων εξηγήσεων, καθώς, και την από 16.4.2007 έκθεση εργαστηριακής πραγματογνωμοσύνης της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών (Δ.Ε.Ε.), διαπίστωσε, ότι οι πυροβολισμοί, που διενεργήθηκαν κατά την καταδίωξη του συνοδηγού του κλεμμένου αυτοκινήτου, προέρχονταν από τους αστυφύλακες ... και ... της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής, οι οποίοι επάνδρωναν το περιπολικό αυτής, που κατέφθασε πρώτο στο σημείο της ακινητοποίησης του καταδιωκόμενου οχήματος (βλ. σελ. 3 και 8 της 17.10.2007 έκθεσης πορίσματος  Ε.Δ.Ε.), καθώς, και από τους ... και ... της Γ' Ο.Π.Κ.Ε.-Ελληνικού (σχετ. οι σελ. 3, 4, 5, 6 της ίδιας έκθεσης). Περαιτέρω, ενόψει του ότι ο πυροβολισμός, που τραυμάτισε τον ενάγοντα, ο οποίος, ήδη, καταδίωκε τον προαναφερόμενο δράστη, προερχόταν από πίσω του, εκτιμά, ότι μπορούσε να πυροδοτηθεί μόνο από τους μη ένστολους αστυνομικούς των δύο οχημάτων ασφαλείας (Τ.Α. Βάρης και Γλυφάδας) και τους ένστολους του πρώτου περιπολικού της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής (... και ...). Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη, ότι οι προαναφερόμενοι τρεις μη ένστολοι αστυνομικοί των ως άνω Τμημάτων Ασφαλείας ήταν απασχολημένοι με τη σύλληψη του οδηγού δράστη, που είχε διαφύγει προς αντίθετη κατεύθυνση, ενώ, δεν προέκυψε, ότι πυροβόλησαν κατά τη διάρκεια της πεζής καταδίωξης αυτού, και δεδομένου ότι μόνο ο αστυφύλακας ... νόμισε, ότι ο ενάγων ήταν ένας από τους δράστες, συμπέρανε, ότι ο τραυματισμός του τελευταίου προήλθε από τον πυροβολισμό του ως άνω αστυνομικού, ο οποίος βλέποντας τον ενάγοντα να κατευθύνεται προς το μέρος του και στη συνέχεια να απομακρύνεται, χωρίς να σκεφθεί με αρκετή διαύγεια πνεύματος λόγω της έντασης των στιγμών, έβγαλε μηχανικά το όπλο του και πυροβόλησε με πρόθεση να τον ακινητοποιήσει στοχεύοντάς τον στο πόδι, όπου και τον τραυμάτισε (σελ. 10 και 11 της ως άνω έκθεσης). Κατόπιν τούτων, και εκτιμώντας, περαιτέρω, ότι ο συγκεκριμένος πυροβολισμός ακινητοποίησης ήταν παράνομος, αφού, τόσο ο ενάγων, όσο, και ο καταδιωκόμενος δράστης δεν κρατούσαν τίποτα στα χέρια τους που να μπορούσε να εκληφθεί ως όπλο, ενώ, επιπλέον είχαν αρχίσει, ήδη, να απομακρύνονται απ' αυτόν, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα, ότι αποκλειστικά υπαίτιος για τον τραυματισμό του ενάγοντα ήταν ο προαναφερόμενος αστυνομικός, ο οποίος ενήργησε κατά παράβαση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, όπως διαγράφονται στις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας περί όπλων (ν.3169/2003) σε συνδυασμό με τις διατάξεις του π.δ.22/1996 (σχετ. σελ.14 και 15 της παραπάνω έκθεσης).  

   7. Επειδή, περαιτέρω, κατόπιν του παραπάνω τραυματισμού του, ο ενάγων, την ίδια ημέρα (3.4.2007), διακομίσθηκε στο 401 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών (ΓΣΝΑ), όπου διαγνώσθηκε ότι υπέστη «διαμπερές τραύμα από πυροβόλο όπλο αρ. μηρού χωρίς τρώση αγγείων και τραύματος οστού», του συστήθηκε συντηρητική αγωγή, και νοσηλεύθηκε έως και τις 4.4.2007 (σχετ. το από 4.4.2007 εξιτήριο της Κλινικής Β' Χειρουργικής του ως άνω Νοσοκομείου). Ακολούθως, η Επιτροπή Αναρρωτικών Αδειών με τις από 11.4.2007, 18.5.2007 και 20.6.2007 γνωματεύσεις της διαπίστωσε, ότι ο ενάγων πάσχει από την προαναφερόμενη σωματική κάκωση (διαμπερές τραύμα), που διαγνώσθηκε από το ως άνω Νοσοκομείο, και χορήγησε σ' αυτόν αναρρωτικές άδειες από 12.4.2007 έως 10.7.2007, οπότε και επανήλθε στην υπηρεσία του (σχετ. το από 8.2.2008 απόσπασμα πίνακα διάταξης υπηρεσίας του Τ.Α. Βάρης από 2.4.2007 έως 11.7.2007). Εξάλλου, σύμφωνα με την από 10.4.2007 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστού Αθηνών Σ. Μ. ο ενάγων «υπέστη ελαφρά σωματική βλάβη», ενώ, με το από 24.8.2007 ιατρικό σημείωμα του ιατρού του Χειρουργικού Τμήματος της Διεύθυνσης Υγειονομικού του Κεντρικού Ιατρείου Αθηνών ..., ο τελευταίος θεραπεύθηκε από τον προαναφερόμενο τραυματισμό του «χωρίς παθολογικά και λειτουργικά ενοχλήματα, ενώ μελλοντικές συνέπειες στην υγεία του δεν υφίστανται εκτός επιπλοκής ή υστερογενούς βλάβης».

   8. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, όπως παραδεκτώς αναπτύσσεται με το υπόμνημά του, ο ενάγων ισχυρίζεται, ότι ο προαναφερόμενος τραυματισμός του οφείλεται σε παράνομες πράξεις και παραλείψεις, τόσο, των αστυνομικών οργάνων, στα οποία είχε ανατεθεί η διεύθυνση και καθοδήγηση της παραπάνω επιχείρησης καταδίωξης υπόπτου Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητου και σύλληψης των επιβαινόντων σ' αυτό δραστών, όσο, και των αστυνομικών, που μετείχαν στην καταδίωξη. Συγκεκριμένα, διατείνεται, ότι η παράνομη συμπεριφορά των αξιωματικών του Ρ/Τ Κέντρου Ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας, που διεύθυναν και καθοδηγούσαν την επιχείρηση, έγκειται στην παράλειψη κατάρτισης σχεδίου δράσης απ' αυτούς, και ειδικότερα, στην παράλειψη αυτών να ενημερώσουν τα περιπολικά της περιοχής, που κλήθηκαν προς παροχή συνδρομής στην καταδίωξη, για τον αριθμό των δραστών, που καταδιώκουν, καθώς, και για τη συμμετοχή σ' αυτή, ήδη, δύο σταθμών ασφαλείας (Βάρης και Γλυφάδας), οι αστυνομικοί των οποίων φορούσαν πολιτικές ενδυμασίες και επέβαιναν σε αυτοκίνητα με συμβατικούς αριθμούς κυκλοφορίας, τους οποίους παρέλειψαν να γνωστοποιήσουν. Περαιτέρω, υποστηρίζει, ότι υπαίτιος για τον ως άνω τραυματισμό του είναι, επίσης, και ο προαναφερόμενος αστυφύλακας ..., που συμμετείχε στην καταδίωξη του συνοδηγού του κλεμμένου αυτοκινήτου, και από πυροβολισμό του οποίου τραυματίσθηκε, διότι, ο εν λόγω αστυνομικός από έλλειψη της προσοχής, που μπορούσε και όφειλε να επιδείξει χρησιμοποίησε το υπηρεσιακό του περίστροφο χωρίς η ενέργεια αυτή να είναι σκόπιμη και επιβεβλημένη, εφόσον, τόσο, οι καταδιωκόμενοι κακοποιοί, όσο, και ο ίδιος δεν έκαναν χρήση όπλων. Τέλος, προβάλλει, ότι από τον εν λόγω τραυματισμό του, για τον οποίο ευθύνεται, σύμφωνα με τα παραπάνω, αποκλειστικά το Ελληνικό Δημόσιο, υπέστη ηθική βλάβη, για την αποκατάσταση της οποίας ζητά να του επιδικασθεί το ποσό των 300.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

   9. Επειδή, εξάλλου το εναγόμενο Δημόσιο, με το από 3.12.2008 υπόμνημα, που παραδεκτώς κατέθεσε, ισχυρίζεται, καταρχήν, ότι η υπό κρίση αγωγή είναι αόριστη, αφού δεν συγκεκριμενοποιούνται οι αποδιδόμενες στους αξιωματικούς του Ρ/Τ Κέντρου Ασφαλείας της Ελληνικής Αστυνομίας, που συντόνιζαν την όλη επιχείρηση, πράξεις και παραλείψεις τους. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προηγούμενη σκέψη, η ένδικη αγωγή περιέχει κατά τρόπο σαφή και πλήρη όλα τα απαιτούμενα από τις οικείες διατάξεις των άρθρων 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. και 73 παρ.1 του Κ.Διοικ.Δικ. στοιχεία, που την καθιστούν ορισμένη (π.ρ.β.λ. Α.Π.1325/1996, Δ/νη 1997/1048, 1136/1994, 1186/1990, ΣτΕ 740/2001). Περαιτέρω, το εναγόμενο αρνείται, σε κάθε περίπτωση, την ευθύνη των εν λόγω αξιωματικών, υποστηρίζοντας, ότι καμία αμέλεια και έλλειψη προσοχής δεν επιδείχθηκε απ' αυτούς, αφού, από τα αρχεία καταγραφής των Ρ/Τ Κέντρων, περιπολικά των οποίων συμμετείχαν στην επιχείρηση, προκύπτει, ότι οι εμπλεκόμενοι σταθμοί είχαν ενημερωθεί από το πιο πάνω Κέντρο για το τι όχημα καταδιώκουν, τον αριθμό των επιβαινόντων σ' αυτό, το λόγο καταδίωξης, καθώς, και το ποιοι σταθμοί άλλων Υπηρεσιών συνέδραμαν στην καταδίωξη (σχετικά τα με αριθ.πρωτ. 258252/6/4γ/27-11-2008 έγγραφο του Τμήματος Κέντρου Επιχειρήσεων της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής, και 8004/13/18-β/1-12-2008 έγγραφο του Τμήματος Επιχειρησιακού Σχεδιασμού της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, που επικαλείται και προσκομίζει). Εξάλλου, ως προς τον αποδιδόμενο στον προαναφερόμενο αστυφύλακα της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής πυροβολισμό, από τον οποίο φέρεται να προκλήθηκε ο τραυματισμός του ενάγοντα, διατυπώνει, ανεξαρτήτως της ευθύνης, που αποδίδεται σ' αυτόν με την προμνησθείσα έκθεση πορίσματος Ε.Δ.Ε., επιφυλάξεις, εφόσον, σύμφωνα με την ίδια έκθεση, έχει ανασταλεί η λήψη απόφασης για την παραπομπή του στο Πρωτοβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο Ανθ/μων, Αρχ/κων, Αστ/κων μέχρι να εκδικασθεί το ποινικό μέρος της υπόθεσης.

   10. Επειδή, από τα προαναφερόμενα έγγραφα, που επικαλείται και προσκομίζει το εναγόμενο Δημόσιο και κυρίως, από το ως άνω με αριθ.258252/6/4γ/27-11-2008 έγγραφο του Τμήματος Κέντρου Επιχειρήσεων της Διεύθυνσης Αμεσης Δράσης Αττικής, προκύπτει, ότι οι αστυνομικοί του Ρ/Τ Κέντρου Ασφαλείας, που συντόνιζαν την παραπάνω επιχείρηση καταδίωξης, ενεργώντας σύμφωνα με τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα, γνωστοποίησαν στους λοιπούς εμπλεκόμενους σταθμούς, περιπολικά των οποίων συνέδραμαν στην επιχείρηση, τα στοιχεία του οχήματος, που καταδιώκεται (αριθμό πινακίδας, μάρκα, χρώμα οχήματος), τον αριθμό των επιβαινόντων σ' αυτό, το λόγο της καταδίωξης, καθώς, και το ποιοι σταθμοί άλλων Υπηρεσιών συνέδραμαν σ' αυτήν,  και, συνεπώς, όλοι οι εμπλεκόμενοι στην επιχείρηση αστυνομικοί γνώριζαν τα παραπάνω στοιχεία, που αφορούσαν τους καταδιωκόμενους δράστες και τα λοιπά περιπολικά, που συνέδραμαν στην καταδίωξη, κατ'απόρριψη του αντίθετου λόγου της κρινόμενης αγωγής. Περαιτέρω, από τα πραγματικά περιστατικά, που εκτέθηκαν, και το σύνολο του αποδεικτικού υλικού προκύπτει, ότι για τον ως άνω τραυματισμό του ενάγοντα ευθύνεται αποκλειστικά ο αστυνόμος της Διεύθυνσης 'Αμεσης Δράσης Αττικής ..., ο οποίος ενεργώντας με την ιδιότητα του αστυνομικού οργάνου και εξαιτίας αυτής πυροβόλησε παράνομα τον ενάγοντα. Συγκεκριμένα, ο προαναφερόμενος αστυνομικός υπολαμβάνοντας εσφαλμένα, ότι ο ενάγων ήταν ένας από τους δράστες, βλέποντας αυτόν να κατευθύνεται προς το μέρος του και στη συνέχεια να απομακρύνεται, χωρίς να επιδείξει την απαιτούμενη, λόγω της ιδιότητάς του, επιμέλεια και προσοχή, έβγαλε μηχανικά το υπηρεσιακό του περίστροφο και τον πυροβόλησε με πρόθεση να τον ακινητοποιήσει. Ο συγκεκριμένος δε, πυροβολισμός ακινητοποίησης δεν ήταν απαραίτητος και σκόπιμος, αφού δεν συνέτρεχαν περιστάσεις, που να τον δικαιολογούν, δεδομένου, ότι, όπως προέκυψε από τα στοιχεία της δικογραφίας, τόσο, ο ενάγων, που εκλήφθηκε ως δράστης, όσο, και ο καταδιωκόμενος δράστης δεν έκαναν χρήση όπλων, ούτε, εξάλλου, και κρατούσαν αντικείμενα, που μπορούσαν να εκληφθούν ως όπλα, περαιτέρω, δε, είχαν αρχίσει, ήδη, να απομακρύνονται από τον εν λόγω αστυνομικό. Με τα δεδομένα αυτά, η προαναφερόμενη ενέργεια του αστυνομικού οργάνου, που τελέστηκε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1 εδ.δ', 3 παρ.5, 6 παρ.5 του ν.3169/2003 (νομοθεσία περί όπλων) σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 και 9 παρ.1 εδ.ζ' του π.δ.22/1996, ήταν παράνομη, καθόσον αποτελούσε παραβίαση του γενικότερου υπηρεσιακού καθήκοντος των αστυνομικών οργάνων να διαφυλάττουν, κατά την εκτέλεση της ανατιθέμενης υπηρεσίας τους, τα υπέρτερης αξίας συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας των πολιτών και των λοιπών αστυνομικών οργάνων, κατ' επιταγή των αναφερόμενων σε προηγούμενη σκέψη διατάξεων των άρθρων 8 παρ.3 του ν.2800/2000, 2 του π.δ.254/2004 και 3 παρ.2 και 5 του ν.3169/2003. Ενόψει αυτών και δεδομένου, ότι η πλημμελής, κατά τα ως άνω, άσκηση των καθηκόντων του προαναφερόμενου αστυνομικού, κατά την εκτέλεση της διατεταγμένης υπηρεσίας του, τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με την επελθούσα ζημία του ενάγοντα, στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της κρινόμενης αγωγής, ενώ, οι αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγόμενου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. 

   11. Eπειδή, περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε ο τραυματισμός του ενάγοντα, και, ειδικότερα, ότι η προσβολή της υγείας του έγινε κατά την εκτέλεση του υπηρεσιακού του καθήκοντος, κατά τρόπο απρόκλητο και με αποκλειστική ευθύνη του οργάνου του εναγόμενου Δημοσίου, που, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν επέδειξε την επιμέλεια, που όφειλε ακόμα και σε συνθήκες έντασης λόγω της ιδιότητάς του ως αστυνομικού. Επίσης, συνεκτιμά τη σωματική και ψυχική δοκιμασία, στην οποία ο ενάγων υποβλήθηκε, εξαιτίας του προαναφερόμενου τραυματισμού του, το είδος, την έκταση και τη σοβαρότητα της βλάβης, που προκλήθηκε στην υγεία του, η οποία σύμφωνα με την πιο πάνω από 10.4.2007 ιατροδικαστική έκθεση της Ιατροδικαστού Αθηνών ..., χαρακτηρίζεται ως «ελαφρά σωματική βλάβη», καθώς, και το γεγονός ότι από την εν λόγω σωματική κάκωση δεν καταλείφθηκαν παθολογικά και λειτουργικά ενοχλήματα στον ενάγοντα, ούτε μελλοντικές συνέπειες στην υγεία του, σύμφωνα με το  από 24.8.2007 ιατρικό σημείωμα του ιατρού του Χειρουργικού Τμήματος της Διεύθυνσης Υγειονομικού του Κεντρικού Ιατρείου Αθηνών .... Περαιτέρω, λαμβάνει υπόψη και το γεγονός, ότι ο ως άνω τραυματισμός του, ενόψει του μη μόνιμου χαρακτήρα του, δεν είχε επιπτώσεις στην προσωπική, κοινωνική και οικογενειακή ζωή του, αλλά, ούτε και στην επαγγελματική του δραστηριότητα, εφόσον, επανήλθε στα προηγούμενα μάχιμα καθήκοντά του (σχετ. το από 8.2.2008 απόσπασμα πίνακα διάταξης υπηρεσίας του Τ.Α. Βάρης από 2.4.2007 έως 11.7.2007). Ενόψει των προαναφερόμενων παραγόντων, το Δικαστήριο κρίνει, ότι από την ως άνω παράνομη συμπεριφορά του οργάνου του εναγόμενου Δημοσίου προκλήθηκε στον ενάγοντα ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας αυτός δικαιούται να λάβει ως χρηματική ικανοποίηση, κατ' άρθρο 932 του Α.Κ., το εύλογο, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ποσό των 20.000,00 ευρώ, κατά το εν μέρει βάσιμο αίτημα της αγωγής. Εξάλλου, ο προβαλλόμενος με το υπόμνημα ισχυρισμός του Δημοσίου, ότι κατά την επιμέτρηση του ύψους της αποζημίωσης πρέπει να ληφθεί υπόψη η ιδιότητα του ενάγοντα ως αστυνομικού οργάνου, τα καθήκοντα του οποίου εμπεριέχουν εκ φύσεως αυξημένο κίνδυνο, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Και τούτο διότι, η επιλογή του επαγγέλματος του αστυνομικού οργάνου από τον ενάγοντα δεν συνεπάγεται, σε καμία περίπτωση, αποδοχή από τον ίδιο της πιθανότητας τραυματισμού του και λόγο μείωσης της ευθύνης του εναγόμενου, αλλά, αντιθέτως το γεγονός ότι ο τραυματισμός έλαβε χώρα στα πλαίσια άσκησης του επαγγέλματός του, αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για τον υπολογισμό του ύψους της αποζημίωσης, που οφείλεται από το εναγόμενο. Περαιτέρω, αλυσιτελώς, προβάλλεται, ότι πρέπει να συνεκτιμηθεί και το γεγονός, ότι ο ενάγων υπήχθη σε όλες τις προστατευτικές διατάξεις του νόμου, εφόσον του χορηγήθηκαν αλλεπάλληλες αναρρωτικές άδειες για την πλήρη ανάρρωσή του, διότι, η υπαγωγή του στις ως άνω διατάξεις και η χορήγηση αναρρωτικών αδειών έγινε στα πλαίσια εκτέλεσης των εργοδοτικών υποχρεώσεων του εναγόμενου απέναντι στα αστυνομικά όργανα, που τραυματίζονται κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας, και δεν επιδρά, συνεπώς, στον προσδιορισμό του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Τέλος, το πιο πάνω ποσό των 20.000,00 ευρώ, που το εναγόμενο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της, κατά τα ως άνω, ηθικής του βλάβης, πρέπει να καταβληθεί σ' αυτόν νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής στις 9.11.2007 (βλ. την 679δ/9-11-2007 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ...), έως την εξόφληση, ανεξαρτήτως της μετατροπής του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, καθόσον, τόκους γεννά και η αναγνωριστική αγωγή (βλ. ΣτΕ 3141/2006 Ολομ., 1019/2008, 235/2007, 1915/2007, 2181/2007, 2559/2007, 3409/2007, 536/2004, ΔιΔικ.2004/638, 34/2003, Ε.Δ.Κ.Α.2003/42, επίσης, βλ. 1/2005 απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος).

   12. Επειδή, κατ' ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το αναφερόμενο στο διατακτικό ποσό, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, και να επιδικασθούν σε βάρος του εναγόμενου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, ύψους 405 Ευρώ, κατ' άρθρο 275 παρ.1 του Κ.Διοικ.Δικ..

 

   ΜΕ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΥΤΕΣ

 

   Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

   Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγόμενου Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη, που υπέστη από την ως άνω αιτία, το ποσό των είκοσι  χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επίδοση της αγωγής (9.11.2007) έως την εξόφληση.

   Επιβάλλει σε βάρος αυτού τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντα, που ανέρχονται σε τετρακόσια πέντε (405) ευρώ. 

   Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στον Πειραιά στις 24.3.2009 και 7.4.2009 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στον ίδιο τόπο στις 9-4-2009 σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου.