ΤρΔΠρΑθ 9875/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Οργανισμός Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ (ΟΑΠ/ΔΕΗ) - ΝΠΔΔ - Αναθεώρηση εσφαλμένης διοικητικής πράξης - Ανακριβής υπολογισμός ύψους σύνταξης -.

 

Μη νόμιμες και εσφαλμένες διοικητικές πράξεις, όπως είναι οι συνταξιοδοτικές αποφάσεις με τις οποίες καθορίστηκε μη νόμιμα το ύψος της χορηγούμενης σύνταξης, από εσφαλμένο μηχανογραφικό υπολογισμό, αναθεωρούνται, κατ'άρθρο 1 παρ 5 εδαφ. β του ν. 861/1979, σε κάθε περίπτωση (δηλαδή και αν ακόμη δεν συνέτρεξε υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου ως προς την έκδοση αυτών) εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και ο οποίος, πάντως, ελλείψει αντιθέτου ρητής διατάξεως, είναι πέντε τουλάχιστον έτη από την έκδοση της ανακλητέας πράξης. Η αναθεώρηση και εκκαθάριση της σύνταξής του ενάγοντος έγινε νομίμως εντός ευλόγου χρόνου και συνεπώς δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των πολιτών, που αποβλέπουν στον μη αιφνιδιασμό των διοικουμένων. Η παρακράτηση των διαφορών των συντάξεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως, οι οποίες έγιναν τμηματικά κατά μήνα από τη συνταξιοδότησή του, δεν δημιούργησαν απρόβλεπτες συνέπειες στη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του. Δεν παραβιάστηκε το κατ' άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, διότι η εκκαθάριση της σύνταξής του, με τον ορθό υπολογισμό αυτής και με τις απορρέουσες από την εκκαθάριση αυτή συνέπειες, δεν δημιουργεί στον διάδικο οργανισμό την υποχρέωση κλήσης του ενάγοντα σε προηγούμενη ακρόαση. Από το άρθρο  1 του από 20.3.1952 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Συμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 "δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" τα οποία - Πρωτόκολλο και Σύμβαση - κυρώθηκαν με τον άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256Α') και έχουν υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, με το οποίο θεσπίζεται, κατ'αρχήν, γενικός και απόλυτος κανόνας κατά τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του, συνάγεται ότι η διατήρηση συντάξεως γήρατος σε ορισμένο ύψος, και μάλιστα εκείνο το οποίο υπήρξε προϊόν ανακριβούς υπολογισμού, δεν αποτελεί δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας, την οποία προστατεύει η διάταξη αυτή, και, επομένως, η διόρθωση του εν λόγω στοιχείου και η εξ αυτής επέλευση των οικείων συνεπειών για το μέλλον δεν παραβιάζει τον ως άνω κανόνα. Δεν δικαιούται να λάβει ο ενάγων από τον ΟΑΠ/ΔΕΗ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, ούτε αποζημίωση, κατ' άρθρα 105 και 106 του ΕισΝΑΚ.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός απόφασης 9875/2005

   ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

   ΤΜΗΜΑ 14ο ΤΡΙΜΕΛΕΣ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 3 Μαρτίου 2005 με δικαστές τους: Αθηνά Στεφοπούλου, Πρόεδρο Πρωτοδικών ΔΔ, Ολυμπία Χατζησπύρου, Αθηνά Γ. Σκαρπέτη (εισηγήτρια), Πρωτοδίκες Δ.Δ. και γραμματέα τη Βασιλική Τασούλα, δικαστική υπάλληλο,

   για να δικάσει την προσφυγή - αγωγή με χρονολογία 6.2.2004,

του Δ. Π., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός Ν. αρ. *), ο οποίος παραστάθηκε μαζί με τον πληρεξούσιο του δικηγόρο Κων/νο Μαστρακά,

   κατά του ΝΠΔΔ «Οργανισμός Ασφάλισες Προσωπικού Δ.Ε.Η.», που εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε, μετά την υποβολή της από 2.3.05 δήλωσης (άρθρου 133 παρ2 Κ.Δ.Δ. μετά τον ν. 2915/2001 άρθρου 29 παρ. 1), του πληρεξουσίου του δικηγόρου Δημήτριου Παπαδημητρόπουλου.

   Κατά τη συζήτηση, η διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

   Μετά τη συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

   Η κρίση του είναι η εξής:

   1. Επειδή, με το κρινόμενο δικόγραφο, κατά το μέρος του που ασκείται ως προσφυγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. σχετ. έντυπα παραβόλου Σειράς Α 1365967 και 630367), επιδιώκεται παραδεκτώς η ακύρωση της τεκμαιρόμενης απόρριψης, από την άπρακτη παρέλευση της υπό του νόμου τασσομένης προθεσμίας (άρθρο 63 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), από το καθού - εναγόμενο, της 19857/16.10.2003 αίτησης του προσφεύγοντος-ενάγοντος, δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι αυτός ενημερώθηκε, κατ' άρθρο 63 παρ. 3 τελευταίο εδάφιο του ΚΔΔ, πλήρως, κατά οποιονδήποτε τρόπο, για την υποχρέωση και για τους όρους άσκησης της προβλεπόμενης από το άρθρο 1 παρ. 3 του ν. 861/1979 ένστασης, ενώ κατά το μέρος του που ασκείται ως αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου (σχετ. τα 149885, 149882 και 055670 Σειράς Α αγωγόσημα), επιδιώκεται παραδεκτώς να υποχρεωθεί το καθού-εναγόμενο να του καταβάλει, νομιμοτόκως α) ποσό 6.958,38 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ' άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., για τη ζημία που υπέστη .από την, κατά τους ισχυρισμούς του, παράνομη μείωση της σύνταξης και του επικουρικού του μερίσματος και παρακράτηση μέρους αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2004 και β) ποσό 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη.

   2. Επειδή, στο άρθρο 8 του ν. 4491/1966, «Περί Ασφαλίσεως του Προσωπικού της ΔΕΗ» (ΦΕΚ Α' 1), ορίζεται ότι : «1. Ο ησφαλισμένος παρά τη ΔΕΗ, δικαιούται εξ αυτής συντάξεως: α) Μετά 25 ετών ασφάλισιν εφ' όσον έχει συμπληρώσει το 55ον έτος της ηλικίας του. β) Μετά 20 ετών ασφάλισιν εφ’ όσον έχει συμπληρώσει το 60όν έτος της ηλικίας του....."4. Η σύνταξη συνίσταται, σε ποσοστά των συντάξιμων αποδοχών σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στην επόμενη παράγραφο: Ως συντάξιμες αποδοχές νοούνται για την εφαρμογή του παρόντος νόμου, τα 80 εκατοστά των, μέχρι ποσού ίσου με το τριπλάσιο του βασικού μισθού του 7ου κλιμακίου της ΔΕΗ, τακτικών μηνιαίων αποδοχών του ασφαλισμένου του τελευταίου μήνα υπηρεσίας του στη ΔΕΗ. Στην περίπτωση αυτή σαν τακτικές μηνιαίες αποδοχές, νοούνται οι τακτικές και παγίως καταβαλλόμενες στον ασφαλισμένο αποδοχές, ανεξάρτητα από τον τόπο και το είδος απασχόλησης του. Οι αποδοχές αυτές προσαυξάνονται, με το επίδομα ανθυγιεινής εργασίας. Δεν περιλαμβάνονται στις συντάξιμες αποδοχές, οι πρόσθετες αμοιβές για νυκτερινή απασχόληση, απασχόληση κατά Κυριακές και αργίες, οι αμοιβές για υπερεργασιακή ή υπερωριακή απασχόληση, τα επιδόματα εορτών, κανονικής άδειας και οικογενειακών βαρών καθώς και τα επιδόματα θέσεως. Ως επιδόματα θέσεως νοούνται, τα χορηγούμενα στους υπηρετούντες σε ορισμένες θέσεις και μόνο εφόσον και για όσο χρόνο υπηρετούν σ' αυτές λόγω ειδικών συνθηκών που οφείλονται στον τόπο ή το είδος της προσφερόμενης εργασίας. Κατ' εξαίρεση για τους προσληφθέντες μέχρι 31.12.1986 ασφαλισμένους, οι πιο πάνω τακτικές μηνιαίες αποδοχές προσαυξάνονται με τα περιοριστικώς αναφερόμενα επιδόματα   θέσεως:..... (όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε   ως άνω με την παρ.1 του άρθρου 3 του      ΠΔ 4/1989 (Α'1))». Περαιτέρω, στο άρθρο 51 παρ. 1 του ν. 2084/1992 «Αναμόρφωση της κοινωνικής ασφάλισης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α' 165), ορίζεται ότι : «Προκειμένου περί μισθωτών το ποσό της μηνιαίας σύνταξης λόγω γήρατος η αναπηρίας για χρόνο ασφάλισης 35 ετών ή 10.500 ημερών δεν μπορεί να υπερβαίνει, χωρίς οικογενειακά επιδόματα, το 80% των κατά τις οικείες διατάξεις των φορέων και τις διατάξεις του άρθρου 50 του παρόντος μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών, ούτε το τετραπλάσιο του κατ'έτος 1991 μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. αναπροσαρμοσμένου με το εκάστοτε ποσοστό αυξήσεως των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων», ενώ με το άρθρο 16 παρ. 3 του ν. 2556/1997 «Μέτρα κατά της εισφοροδιαφυγής, διασφάλιση εσόδων ΙΚΑ και άλλα θέματα» (ΦΕΚ Α1 270), ορίστηκε ότι : «Όπου από τις διατάξεις του ν. 2084/1992 αναφέρεται το μέσο κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (Α.Ε.Π.) έτους 1991, νοείται το ποσό των 105.000 δρχ.». Τέλος, στο άρθρο 4 του πδ 245 της 14/15.4.1975 «Περί συγκροτήσεως και λειτουργίας της επικουρικής ασφάλισης του προσωπικού της ΔΕΗ» (ΦΕΚ Α' 69), ορίζεται ότι : « 1. Οι παρά τη ΔΕΗ επικουρικώς ησφαλισμένοι δικαιούνται τακτικού μηνιαίου μερίσματος, εφ' όσον τύχουν οριστικής συνταξιοδοτήσεως εξ αυτής. 2. Το κατά περίπτωσιν χορηγητέον μέρισμα είναι ίσον προς τα είκοσι πέντε εκατοστά του ποσού της εκάστοτε καταβαλλομένης μηνιαίας συντάξεως εις τους κατά την προηγουμένην παράγραφαν δικαιούχους ή εις τα μέλη οικογενείας θανόντων διακαιούχων. Το ποσόν του εν λόγω μερίσματος δεν δύναται να υπερβαίνη το αντιστοιχούν τοιούτον εις μηνιαίαν σύνταξιν υπολογιζομένην επί τη βάσει των διατάξεων των άρθρων 8 και 9 του Νόμου 4491/1966. 3......4.    Αι διατάξεις των άρθρων 13 και 29 του ν. 4491/1966, καθ' ο μέρος αφορούν αύται εις την σύνταξιν, εφαρμόζονται και επί του επικουρικού μερίσματος».

   3. Επειδή, εξάλλου, κατά την παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 861/1979 (Α 2) η αναγνώριση του χρόνου προϋπηρεσίας και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως αρμοδιότητας του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, ενεργείται με απόφαση του Προϊσταμένου των Υπηρεσιών του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού, ανεξαρτήτως του βαθμού που φέρει αυτός. Στις ανωτέρω διατάξεις θα υπάγονται οι ασφαλιστικοί οργανισμοί οι οποίοι θα καθορίζονται κάθε φορά με απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών. Με βάση την εξουσιοδοτική αυτή διάταξη εκδόθηκε η Α1/7/19-1-1987 απόφαση του Υπουργού Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία η ασφάλιση του προσωπικού της ΔΕΗ υπήχθηκε στις διατάξεις του ν. 861/1979. Τέλος, στην παρ. 5 του άρθρου 1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι: «Αι κατά τας παραγράφους 1  καΓ4 του παρόντος αποφάσεις δύνανται  να  αναθεωρούνται  υπό  του  εκδόντος ταύτας  οίκοθεν  ή  κατόπιν αιτήσεως παντός έχοντος έννομο συμφέρον, α) ... β) Εντός ευλόγου χρόνου εάν προσαχθούν νέα κρίσιμα έγγραφα ή ενεφιλοχώρησε πλάνη περί τα πράγματα ή διαπιστώθηκαν   λογιστικά   λάθη».   Κατά   την   έννοια   της   τελευταίας   αυτής διάταξης, παράνομες διοικητικές πράξεις, όπως είναι οι συνταξιοδοτικές, που εκδόθηκαν παρά την αντικειμενική ανυπαρξία των νομίμων προϋποθέσεων απονομής της σύνταξης (από λάθος), αναθεωρούνται σε κάθε περίπτωση εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και ο οποίος, πάντως, ελλείψει αντιθέτου ρητής διατάξεως,  είναι πέντε έτη τουλάχιστον από την έκδοση της πράξης που ανακαλείται, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του αν. ν. 261/1968 (Α 12) (πρβλ. ΣτΕ 995/1998, 4879/1998 κ.ά.).  Περαιτέρω, κατά γενική αρχή του δικαίου  των κοινωνικών  ασφαλίσεων  συμπορευόμενη   με την  ανωτέρω  διάταξη  του  ν. 861/1979, σε περίπτωση ανάκλησης συνταξιοδοτικής απόφασης, η αναζήτηση των ποσών συντάξεων που παρανόμως καταβλήθηκαν,  αλλά  καλοπίστως εισπράχθηκαν από το συνταξιούχο, αποκλείεται μετά  την πάροδο ικανού χρόνου  από  της  εισπράξεως τους,  λόγω των απρόβλεπτων  οικονομικών συνεπειών που θα συνεπήγετο το μέτρο αυτό εις βάρος του λαβόντος (ΣτΕ 1451/1999). Ακόμη, η αναζήτηση αυτή είναι κατ' αρχήν επιτρεπτή, εάν το διάστημα   που,   μεσολάβησε είναι μικρό, εκτός εάν ο παρανόμως πλην καλοπίστως εισπράξας τις ασφαλιστικές παροχές σε χρήμα επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τούτων θα δημιουργήσει σε βάρος του απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές συνέπειες (ΣτΕ 822/1996).

   4. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα ορίζεται ότι : "Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών», ενώ στο άρθρο 106 αυτού, ότι : «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ευθύνη προς αποζημίωση γεννάται όχι μόνο από την έκδοση μη νόμιμης εκτελεστής διοικητικής πράξεως ή από τη μη νόμιμη παράλειψη εκδόσεως εκτελεστής διοικητικής πράξεως, αλλά και από υλικές ενέργειες των οργάνων των δημοσίων υπηρεσιών, στις περιπτώσεις βεβαίως που οι υλικές αυτές ενέργειες απορρέουν από την οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών αυτών, όχι δε και όταν συνάπτονται με την ιδιωτική διαχείριση του Δημοσίου ή οφείλονται σε προσωπικό πταίσμα οργάνου, που ενήργησε έξω από τον κύκλο των υπηρεσιακών καθηκόντων του (ΣΕ 1693/98, 842/98, 3308/96, 3045/92 Ολ., ΑΕΔ 5/95). Απαραίτητη, πάντως, προϋπόθεση για την επιδίκαση αποζημίωσης είναι, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας ή παράλειψης υλικής ενέργειας του δημοσίου οργάνου και της επελθούσης ζημίας. Η δε αποζημίωση αυτή περιλαμβάνει την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος, ως εκ τούτου στην αποζημίωση αυτή περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη η υπάρχουσα προ της παρανόμου πράξεως ή παραλείψεως των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με τη στέρηση, συνεπεία της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας των πιο πάνω οργάνων, παροχών, τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα απεκόμιζε εάν δεν είχε χωρήσει η παράνομη πράξη ή παράλειψη των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. (ΣτΕ 2171/2000, 3303/2001 και 3630/2001).

   5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο προσφεύγων - ενάγων, μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ, με την ιδιότητα του Στελέχους Γενικών Θέσεων κατηγορίας Γ', αποχώρησε από την υπηρεσία του στις 1.2.2002, οπότε και συνταξιοδοτήθηκε έχοντας συμπληρώσει χρόνο πραγματικής υπηρεσίας 28 έτη και 2 μήνες. Κατά την αποχώρηση του, με την 86/11.2.2002 απόφαση του Διευθυντή του διάδικου Οργανισμού, έλαβε, από τον Απρίλιο του έτους 2002, σύνταξη και επικουρικό μέρισμα, καθαρού ποσού 2.118,55 ευρώ, ενώ παράλληλα του καταβλήθηκαν αναδρομικά τα αντιστοιχούντα στους μήνες Φεβρουάριο έως και Μάρτιο του ίδιου έτους ποσά. Το προαναφερόμενο ποσό της σύνταξης και του επικουρικού μερίσματος του, που υπολογίστηκε, βάσει της παρ. 4 του άρθρου 8 του ν. 4491/1966, της παρ. 1 του άρθρου 51 του ν. 2084/1992 και του άρθρου 4 του π.δ. 245/1975, του καταβαλλόταν μέχρι τον μήνα Αύγουστο του 2002, οπότε χωρίς οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους του, ανήλθε σε 2.557,86 ευρώ και του καταβλήθηκαν αναδρομικά τα αντιστοιχούντα στους μήνες Φεβρουάριο έως και Ιούλιο του ιδίου έτους ποσά, ενώ από 1.2.2003 ανήλθε σε 2.769,61 ευρώ και του καταβλήθηκε αμετάβλητο μέχρι τον Απρίλιο του έτους 2003. Η ως άνω αύξηση, οφειλόταν, όπως αυτό προκύπτει από το 11385/19.6.2002 προσκομιζόμενο από τον διάδικο οργανισμό έγγραφο, στο, ότι μετά την γνωστοποίηση σε αυτόν από το ΥΠΕΚΑ, με το Φ7/560/21.5.2002 έγγραφο, του ύψους του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. του έτους 2002, η Διεύθυνση ΑΣΠ/ΟΑΠ-ΔΕΗ απευθύνθηκε στη Δ/νση Πληροφορικής της ΔΕΗ γνωρίζοντας της ότι το τετραπλάσιο του μέσου μηνιαίου κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. του έτους 2002 ανήρχετο σε 2.148,84 ευρώ, ζητώντας της να προχωρήσει στις απαραίτητες ενέργειες για την υλοποίηση των πιο πάνω ρυθμίσεων, καθώς και στην έκδοση διαφορών συντάξεων από 1.1.2002. Ακολούθως, η Δ/νση Πληροφορικής θέλοντας να χορηγήσει, την επόμενη χρονιά, στους συνταξιούχους τις γενικές αυξήσεις του έτους 2003 διαπίστωσε, όπως αυτό προκύπτει από το προσκομιζόμενο Φ 624/1988/16.7.2003 έγγραφο της προς τις υπηρεσίες του διάδικου οργανισμού, ότι στους συνταξιούχους, που υπόκεινται στη ρύθμιση του ΑΕΠ και έχουν ποσοστό σύνταξης έως και 80%, λόγω τεχνικού προβλήματος στο πρόγραμμα υπολογισμού συντάξεων,• εξαιτίας της μετάπτωσης του πληροφοριακού συστήματος από δραχμές σε ευρώ, υπολογιζόταν λανθασμένα το τμήμα της σύνταξης τους, εφόσον αυτή υπερέβαινε το ΑΕΠ, για το χρονικό διάστημα από 1.2002 έως 4.2003 και ενημέρωσε με το πιο πάνω έγγραφο το καθού-εναγόμενο, διευκρινίζοντας ότι το προαναφερόμενο λάθος δεν έγινε αμέσως αντιληπτό, διότι η πιο πάνω ρύθμιση έγινε τον 8.2002, με αναδρομική ισχύ από τον 1.2002 και είχαν ολοκληρωθεί οι δοκιμές για τη μετάπτωση του συστήματος. Στη συνέχεια, αφού υπολογίστηκε ορθά το ύψος της κύριας σύνταξης και του επικουρικού μερίσματος των πιο πάνω συνταξιούχων, έγινε μεταβολή της σύνταξης αυτών με αυτόματο τρόπο από το μηχανογραφικό σύστημα, χωρίς να εκδοθεί διοικητική πράξη. Κατόπιν των ανωτέρω, ο προσφεύγων - ενάγων, αφού διαπίστωσε από την εκκαθάριση της σύνταξης του, του Μαϊου 2003, ότι το επικουρικό του μέρισμα είχε μειωθεί κατά 96,89 ευρώ και η ΑΤΑ κατά 387,56 ευρώ και από την εκκαθάριση της σύνταξης του, των μηνών Οκτωβρίου 2003 έως και Φεβρουαρίου 2004, ότι, πέραν της προαναφερόμενης μείωσης, του παρακρατήθηκε, ως αχρεωστήτως καταβληθέν, ποσό 1.871,65 ευρώ, υπέβαλε ενώπιον του καθ’ού - εναγομένου την 19857/16.10.2003 αίτηση, με την οποία ζητούσε να του επιστραφεί ποσό 3.281,03 ευρώ, για αδικαιολόγητη μείωση της σύνταξης του, κατά τους μήνες Μάιο έως και Οκτώβριο του 2003 και για αδικαιολογήτως παρακρατηθέν ποσό, κατά το μήνα Οκτώβριο του ιδίου έτους, καθώς και να σταματήσει εφεξής η μηνιαίως διενεργούμενη παρακράτηση επί της σύνταξης του.

   6. Επειδή, ήδη, ο προσφεύγων - ενάγων, με την κρινόμενη προσφυγή -αγωγή και το προς ανάπτυξη της υπόμνημα, ζητά α) να ακυρωθεί η τεκμαιρόμενη απόρριψη, από την άπρακτη παρέλευση της υπό του νόμου τασσομένης προθεσμίας (άρθρο 63 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.), από το καθ’ ού - εναγόμενο, της πιο πάνω 19857/16.10.2003 αίτησης του και β) να υποχρεωθεί το καθ’ ού - εναγόμενο να του καταβάλει, νομιμοτόκως α) ποσό 6.958,38 ευρώ, ως αποζημίωση, κατ' άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., για τη ζημία που υπέστη από την, κατά τους ισχυρισμούς του, παράνομη μείωση της σύνταξης και του επικουρικού του μερίσματος και παρακράτηση μέρους -αυτών ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, για το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2004 και β) ποσό 10.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Ειδικότερα, με την κρινόμενη προσφυγή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη τεκμαιρόμενη απόρριψη αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης και στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, για το λόγο ότι ο διάδικος οργανισμός με θετικές ενέργειες του, δηλαδή με την επί δεκαπέντε μήνες καταβολή αυξημένης της σύνταξης του, του δημιούργησε ευλόγως την πεποίθηση ότι ελάμβανε νομίμως τις άνω αυξήσεις, καθώς και ότι ο περιορισμός από τον καθ’ ού των, καταβαλλόμενων σε αυτόν για χρονικό διάστημα πέραν του έτους, χρηματικών ποσών, χωρίς μάλιστα εκ μέρους του ύπαρξης ουδεμίας υπαιτιότητας έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ενόψει των ανειλημμένων υποχρεώσεων και του οικογενειακού του προϋπολογισμού. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ακόμα και αν θεωρηθεί νόμιμη η ανάκληση της χορηγούμενης σε αυτόν αυξημένης σύνταξης, δεν έπρεπε να του παρακρατηθούν ως αχρεωστήτως καταβληθέντα τα προαναφερόμενα ποσά, δεδομένου ότι τα εισέπραξε καλόπιστα και αν τα επιστρέψει θα υποστεί απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωση του ιδίου και της οικογενείας του συνέπειες, καθόσον έχει τρία παιδιά τα οποία σπουδάζουν, η γυναίκα του είναι «χαμηλοσυνταξιούχος» του δημοσίου, έχει προβλήματα υγείας, δεν μπορεί να εργαστεί γιατί θα περικοπεί το 70% της σύνταξης του, το καθαρό ποσό της οποίας μετά της κρατήσεις ανέρχεται περίπου σε 2.200 ευρώ. Προς απόδειξη των ισχυρισμών του επικαλείται και προσκομίζει : α) το 40/2.2.2004 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Αθηναίων, από το οποίο προκύπτει ότι είναι έγγαμος με τρία τέκνα, β) τις από 1.10.2003 και 3.11.2003 βεβαιώσεις της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, από τις οποίες προκύπτει ότι οι κόρες του φοιτούν, η μεν πρώτη στο Τμήμα Φιλολογίας, η δε δεύτερη στο Τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας της πιο πάνω Σχολής και το από 19.11.2003 πιστοποιητικό της Νομικής Σχολής Αθηνών, από το οποίο προκύπτει ότι ο γιος του είναι μεταπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης της Σχολής αυτής και γ) ενημερωτικά σημειώματα του καθού για την εκκαθάριση της σύνταξης του από τον Απρίλιο του 2002 έως τον Φεβρουάριο του 2005.

   7. Επειδή,  με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των προαναφερόμενων διατάξεων, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη α) ότι παράνομες διοικητικές πράξεις, όπως είναι οι συνταξιοδοτικές αποφάσεις με τις οποίες καθορίστηκε μη νόμιμα το ύψος της χορηγούμενης σύνταξης, από εσφαλμένο μηχανογραφικό υπολογισμό, αναθεωρούνται, κατ' άρθρο 1 παρ. 5 εδαφ. β του ν.861/1979, σε κάθε περίπτωση (δηλαδή κι αν ακόμη δεν συνέτρεξε υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου ως προς την έκδοση αυτών) εντός ευλόγου χρόνου, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και ο οποίος, πάντως, ελλείψει αντιθέτου ρητής διατάξεως, είναι πέντε τουλάχιστον έτη από την έκδοση της ανακλητέας πράξης και β) ότι στην προκειμένη περίπτωση η, από Σεπτέμβριο του 2002, χορηγούμενη στον προσφεύγοντα αυξημένη σύνταξη, η οποία του καταβλήθηκε έως και τον Απρίλιο του 2003, υπολογιζόταν μηχανογραφικά μη νόμιμα ως προς το ύψος της, λόγω τεχνικού προβλήματος στο πρόγραμμα υπολογισμού συντάξεων, εξαιτίας της μετάπτωσης του πληροφοριακού συστήματος από δραχμές σε ευρώ και ότι άρχισε να του χορηγείται νόμιμα πλέον (μειωμένη) η σύνταξη του, μετά τον με μηχανογραφικό τρόπο εκ νέου υπολογισμό αυτής, από τον Μάιο του 2003, ήτοι μετά την παρέλευση οκτώ (8) μηνών από την προαναφερόμενη ημερομηνία (9.2002), που ο προσφεύγων άρχισε να λαμβάνει μη νόμιμα αυξημένη την ως άνω σύνταξη, κρίνει ότι η αναθεώρηση της μη νόμιμης, με μηχανογραφικό τρόπο, εκκαθάρισης της σύνταξης του, έγινε νομίμως εντός ευλόγου χρόνου και συνεπώς, δεν παραβιάστηκαν οι αρχές της ασφάλειας του δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης των πολιτών, που αποβλέπουν στον μη αιφνιδιασμό των διοικούμενων (πρβλ. ΟλΣτΕ 602/2003), απορριπτόμενου ως αβασίμου του σχετικού ισχυρισμού του προσφεύγοντος. Περαιτέρω, το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε από τον Σεπτέμβριο του έτους 2002, κατά το οποίο ο προσφεύγων άρχισε να λαμβάνει μη νόμιμα αυξημένη σύνταξη, μέχρι την παρακράτηση της σύνταξης, που είχε εισπράξει καλοπίστως, μεν, αλλά αχρεωστήτως, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά παραπάνω, ήτοι τον Οκτώβριο του 2003, είναι σχετικώς μικρό (δεκατέσσερις μήνες) και συνεπώς, εύλογο. Κατά συνέπεια, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο προσφεύγων δεν επικαλείται, αλλά ούτε και προσκομίζει οποιοδήποτε στοιχείο (εκκαθαριστικά σημειώματα φόρου εισοδήματος) από το οποίο να προκύπτει ότι η σύνταξη του είναι το μοναδικό εισόδημα του, καθώς και ότι η σύζυγος του λαμβάνει χαμηλή σύναξη από το Δημόσιο, ενώ δεν αποδεικνύει και τους επικαλούμενους ισχυρισμούς του για την κατάσταση της υγείας του, το Δικαστήριο, ενόψει του ότι από τα προσκομιζόμενα από τον αιτούντα προαναφερόμενα στοιχεία, ήτοι ενημερωτικά σημειώματα του καθού για την εκκαθάριση της σύνταξης του από τον Απρίλιο του 2002 έως τον Φεβρουάριο του 2005, προκύπτει ότι το ύψος της καταβαλλόμενης σε αυτόν μηνιαίας σύνταξης, ανέρχεται περίπου σε 2.200 ευρώ, κρίνει ότι η παρακράτηση των συντάξεων που καταβλήθηκαν στον προσφεύγοντα αχρεωστήτως, η οποία έγινε τμηματικά κατά μήνα (από τον Οκτώβριο του έτους 2003) από τη συνταξιοδότηση του, δεν δημιούργησε απρόβλεπτες συνέπειες στη διαβίωση του ιδίου και της οικογένειας του, όπως αβασίμως προβάλλει με την προσφυγή.

   8. Επειδή, στη συνέχεια, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη τεκμαιρόμενη απόρριψη αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, για το λόγο ότι ο διάδικος οργανισμός, με την προσκομιζόμενη 45/11/23.3.1999 απόφαση του Συμβουλίου Ασφάλισης του Προσωπικού της ΔΕΗ, σε παρόμοιες περιπτώσεις και ειδικότερα στις περιπτώσεις του οικογενειακού επιδόματος των τέκνων συνταξιούχων της ΔΕΗ και της σύνταξης των τέκνων θανόντων συνταξιούχων αυτής, αποφάσισε να μην αναζητήσει τα αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά. Ο ισχυρισμός αυτός, πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και συνεπώς (Σ.τ.Ε. 3582/1996 Επταμ. 3587/1997, 466/99), στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ως άνω συνταγματικής αρχής, δεδομένου ότι ο προσφεύγων, συνταξιούχος της ΔΕΗ, δεν τελεί υπό τις αυτές συνθήκες με τα τέκνα των θανόντων συνταξιούχων αυτής. Εξάλλου, και ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι παραβιάστηκε το, κατ' άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης, δεδομένου ότι ο καθού, πριν προβεί στις εν λόγω ενέργειες του, δεν τον κάλεσε, προκειμένου να εκθέσει τις απόψεις του επί του θέματος, με υποβολή και επίκληση σχετικών στοιχείων, πρέπει να απορριφθεί, ομοίως ως αβάσιμος για το λόγο ότι η εκκαθάριση της σύνταξης του, με τον ορθό υπολογισμό αυτής, με τις απορρέουσες από την εκκαθάριση αυτή συνέπειες, δεν δημιουργούσε στον διάδικο οργανισμό την υποχρέωση κλήσης του προσφεύγοντος σε προηγούμενη ακρόαση (ΣτΕ 2776/2000). Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των Θεμελιωδών ελευθεριών.

   9. Επειδή, στο άρθρο 1 του από 20.3.1952 1ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης της Ρώμης της 4.11.1950 "Δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών", τα οποία -Πρωτόκολλο και Σύμβαση - κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο του Ν.Δ. 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α') και έχουν υπέρτερη των κοινών νόμων ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, ορίζεται ότι : "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ει μη δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμενοι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων". Από την προπαρατιθέμενη διάταξη, με την οποία θεσπίζεται, κατ' αρχήν, γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του, συνάγεται ότι η διατήρηση συντάξεως γήρατος σε ορισμένο ύψος, και μάλιστα εκείνο το οποίο υπήρξε προϊόν ανακριβούς υπολογισμού, δεν αποτελεί δικαίωμα που εμπίπτει στην έννοια της περιουσίας, την οποία προστατεύει η διάταξη αυτή, και, επομένως, η διόρθωση του εν λόγω στοιχείου και η εξ αυτής επέλευση των οικείων συνεπειών για το μέλλον δεν παραβιάζει τον ως άνω κανόνα (ΣτΕ 2776/2000, πρβλ. Σ. τ. Ε. 3739/1999 7μ.) και για το λόγο αυτό είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πιο πάνω ισχυρισμός.

   10. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από πλημμελή οργάνωση και λειτουργία των υπηρεσιών του αντιδίκου, ήτοι από υλική ενέργεια των οργάνων του, που τελεί σε άμεση εσωτερική συνάφεια με τα καθήκοντα τους, υπολογίστηκε εσφαλμένα ως προς το ύψος της η χορηγούμενη σε αυτόν σύνταξη και συνεπώς, η επελθούσα σε αυτόν, μετά τον ορθό υπολογισμό αυτής, ζημία, συνιστάμενη στη μείωση της σύνταξης του και του επικουρικού του μερίσματος και στην παρακράτηση ποσού, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, τελεί σε πρόσφορη αιτιώδη συνάφεια με την πιο πάνω ενέργεια των οργάνων του αντιδίκου και για το λόγο αυτό υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης του. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι λόγω της προαναφερόμενης ενέργειας επήλθε μείωση της περιουσίας του συνιστάμενη α) στη μείωση του επικουρικού του μερίσματος και της αναλογούσας στη σύνταξη του ΑΤΑ, κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάιο του 2003 έως και τον Φεβρουάριο του 2004, ανερχόμενη σε 5.086,73 ευρώ, ήτοι 484,45 ευρώ (96,89 ευρώ μείωση επικουρικού μερίσματος και 387,56 ευρώ μείωση ΑΤΑ) επί 10 μήνες συν αναλογούντα ποσά επί επιδόματος αδείας και Χριστουγέννων ίσον 5.086,73 ευρώ και β) στην παρακράτηση, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, κατά τους μήνες Οκτώβριο του 2003 έως και Φεβρουάριο του 2004, ποσού 1.871,65 ευρώ, ήτοι 299,47 ευρώ συν 74,86 ευρώ επί 5 μήνες ίσον 1.871,65 ευρώ, δηλαδή, επήλθε, κατά τους ισχυρισμούς του συνολική μείωση της περιουσίας του 6.958,38 ευρώ (5.086,73 ευρώ + 1.871,65 ευρώ). Τέλος, ισχυρίζεται ότι υπέστη και ηθική βλάβη, η οποία λόγω του είδους και της μορφής των παραλείψεων και υλικών ενεργειών των οργάνων του αντίδικου, αλλά και των συνθηκών, κάτω από τις οποίες έλαβαν αυτές χώρα (μονομερώς, χωρίς καμία ενημέρωση του), ανέρχεται σε 10.000 ευρώ.

   11. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη ότι η, από Σεπτέμβριο του 2002, χορηγούμενη στον προσφεύγοντα αυξημένη σύνταξη, η οποία του καταβλήθηκε έως και τον Απρίλιο του 2003, υπολογιζόταν μηχανογραφικά μη νόμιμα ως προς το ύψος της, λόγω τεχνικού προβλήματος στο πρόγραμμα υπολογισμού συντάξεων, εξαιτίας της μετάπτωσης του πληροφοριακού συστήματος από δραχμές σε ευρώ, γεγονός, εξάλλου, που το εναγόμενο αποδέχεται και δεν αμφισβητεί, υφίσταται, εν προκειμένω, παρανομία των οργάνων του εναγομένου, συνιστάμενη στην, λόγω της πλημμελούς οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών του, μη νόμιμη εκκαθάριση της χορηγούμενης στον ενάγοντα σύνταξης, η οποία δύναται, κατ' αρχήν, να θεμελιώσει αξίωση αποζημίωσης, σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις. Περαιτέρω, όμως, η επικαλούμενη από τον ενάγοντα ζημία της μείωσης, από τον Μάιο του έτους 2003 έως τον Φεβρουάριο του 2004, του επικουρικού του μερίσματος και της αναλογούσας στη σύνταξη του ΑΤΑ, ποσού 5.086,73 ευρώ, ανεξαρτήτως του ότι δε συνιστά ζημία με την έννοια της μείωσης της υπάρχουσας, προ της παράνομης ενέργειας, περιουσίας του ενάγοντος, δεδομένου ότι πριν μεσολαβήσει η μη νόμιμη αύξηση της χορηγούμενης σε αυτόν σύνταξης, λάμβανε την νομίμως υπολογιζόμενη, ως προς το ύψος της (μειωμένη) σύνταξη, δεν τελεί και σε αιτιώδη σύνδεσμο με την ως άνω παράνομη ενέργεια των οργάνων του εναγομένου, καθόσον από αυτή καθεαυτή την παρανομία επήλθε αύξηση και όχι η προαναφερόμενη μείωση της σύνταξης και του επικουρικού του μερίσματος. Εξάλλου, και με την επικαλούμενη, ως ζημία, παρακράτηση ως αχρεωστήτως καταβληθέντος, κατά τους μήνες Οκτώβριο του 2003 έως και Φεβρουάριο του 2004, ποσού 1.871,65 ευρώ, δεν επήλθε διαφοροποίηση (μείωση) της προυφιστάμενης περιουσιακής κατάστασης του ενάγοντος, καθόσον το ως άνω ποσό που του παρακρατήθηκε από τη σύνταξη και το επικουρικό του μέρισμα, το είχε ήδη λάβει και καρπωθεί μη νόμιμα, καθ’ όλο το διάστημα, που, λόγω του εσφαλμένου υπολογισμού, του χορηγούνταν αυξημένη ως προς το ποσό αυτό η σύνταξη του και ακριβώς, λόγω της μεσολάβησης της ως άνω παρανομίας. Τέλος, το Δικαστήριο, συνεκτιμώντας την παρανομία των οργάνων του εναγομένου, λόγω της οποίας υποβάλλεται το αίτημα για αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, το είδος αυτής και- το ότι ο ενάγων, εν προκειμένω, δεν υπέστη περιουσιακή ζημία, κρίνει ότι αυτός δε δικαιούται να λάβει από το εναγόμενο χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, απορριπτόμενου ως αβασίμου του σχετικού αιτήματος του ενάγοντος. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι ο ενάγων δεν υπέστη, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, ζημία από την προαναφερόμενη παρανομία των οργάνων του καθού, δε συντρέχουν, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην τέταρτη σκέψη της παρούσας, για την επιδίκαση αποζημίωσης στον ενάγοντα, κατ' άρθρα 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ.

   12. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή - αγωγή πρέπει να απορριφθεί και να διαταχθεί η κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, ενώ, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων της δίκης, ο προσφεύγων - ενάγων πρέπει να απαλλαγεί από την καταβολή των δικαστικών εξόδων (άρθρο 275 παρ. 1 του ν. 2717/1999).

   ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

   Απορρίπτει την προσφυγή - αγωγή.

   Διατάσσει την κατάπτωση του καταβληθέντος παραβόλου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Και

   Απαλλάσσει τον προσφεύγοντα - ενάγοντα από τα δικαστικά έξοδα.

   Η διάσκεψη του Δικαστηρίου έγινε στην Αθήνα την 23/5/05 και η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του κατά την δημόσια συνεδρίαση της 31/5/2005.