ΤρΔΕφΘεσ 1019/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ασφάλιση ΙΚΑ - Σύνταξη θανάτου - Θάνατος συζύγου πριν την συμπλήρωση 24 μηνών από την τέλεση του γάμου - Αποκλεισμός χήρας από συνταξιοδοτικό δικαίωμα - Σεβασμός της αξίας του ανθρώπου - Προστασία του γάμου και της οικογένειας -Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 7 άρθρου 28 α.ν. 1846/1951 -.

 

Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.): Ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε συνταξιοδοτικό δικαίωμα στη χήρα συνταξιούχου του Ι.Κ.Α., διότι δεν ήταν νόμιμος ο αποκλεισμός της από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα, για το λόγο ότι ο θάνατος του συζύγου της είχε επέλθει πριν από τη συμπλήρωση 24 μηνών από την τέλεσή του, όπως απαιτεί η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951 (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 4104/1960), η οποία είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 (σεβασμός της αξίας του ανθρώπου) και του άρθρου 21 παρ. 1 (προστασία του γάμου και της οικογένειας) του Συντάγματος, που απαγορεύουν τη νομοθετική διάκριση των γάμων, ως δημιουργικών ή όχι, ορισμένων εννόμων συνεπειών μεταξύ των οποίων και συνταξιοδοτικών, αναλόγως προς τον χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του ενός των συζύγων και προστατεύουν το γάμο και την οικογένεια χωρίς διακρίσεις.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   (Απόσπασμα)... Επειδή με την κρινόμενη έφεση του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 2298/2000 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή της εφεσίβλητης, ακυρώθηκε η 572/Συν.79/27.8.1998 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης και αναγνωρίσθηκε η ανωτέρω δικαιούχος συντάξεως λόγω θανάτου (στις 7.2.1997) του συζύγου της Ζ.Τ., συνταξιούχου του ΙΚΑ.

   Επειδή στο άρθρο 6 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 4104/1960 (ΦΕΚ 147), προβλέπεται η συνταξιοδότηση της χήρας στην περίπτωση θανάτου του συνταξιούχου συζύγου της. Κατά την παρ. 7 όμως του ίδιου άρθρου, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 4104/1960, η χήρα (ή χήρος) συνταξιούχου του ΙΚΑ δεν δικαιούται συντάξεως, εφόσον ο θάνατος επήλθε προ της παρόδου 24 μηνών από της τελέσεως του γάμου, εκτός εάν ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα ή από το γάμο γεννήθηκε ή νομιμοποιήθηκε τέκνο, και η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου ήταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης.

   Επειδή η ανωτέρω απαιτούμενη προϋπόθεση της επελεύσεως του θανάτου του συνταξιούχου μετά την πάροδο 24 μηνών από την τέλεση του γάμου, για την αναγνώριση συνταξιοδοτικού δικαιώματος στη χήρα (ή το χήρο), έχει θεσπιστεί προς το σκοπό της διασφαλίσεως των συμφερόντων του ΙΚΑ από την τέλεση εικονικών γάμων (ΣτΕ 4337/1988). Όμως η σοβαρότητα του σκοπού της τελέσεως του γάμου, ως κοινωνίας βίου μεταξύ ετερόφυλων προσώπων, που απορρέει από τη θεμελιώδη αρχή του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος), τεκμαίρεται οποτεδήποτε και αν επισυμβεί ο θάνατος του ενός των συζύγων μετά την τέλεση του γάμου. Συνεπώς, η ευθέως διά του νόμου διάκριση γάμων, ως δημιουργικών ή όχι, ορισμένων εννόμων συνεπειών, μεταξύ των οποίων και συνταξιοδοτικών, αναλόγως προς τον χρόνο κατά τον οποίο επήλθε ο θάνατος του ενός των συζύγων (που εξαρτάται άλλωστε και από ποικίλα τυχαία περιστατικά, όπως ασθένεια κλπ.), εκτός από ατυχήματα, δεν είναι επιτρεπτή, εφόσον δεν αποδεικνύεται από τους φέροντες το σχετικό βάρος της αποδείξεως ότι ο συγκεκριμένος γάμος είναι εικονικός. Εξάλλου η παραπάνω διάκριση αντίκειται και στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, που προστατεύει το θεσμό του γάμου και της οικογένειας γενικώς, χωρίς διακρίσεις. Επομένως ο αποκλεισμός της χήρας (ή του χήρου) από τα συνταξιοδοτικά της δικαιώματα στις περιπτώσεις που ο θάνατος του ενός των συζύγων επήλθε πριν από τη συμπλήρωση 24 μηνών από την τέλεση του γάμου, όπως ορίζεται από τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, όπως ισχύει (πλην των εξαιρέσεων που ορίζονται σ' αυτήν), είναι αντισυνταγματικός και συνεπώς ανίσχυρος (ΔιοικΕφΑθ 5294/1995).

   Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εφεσίβλητη με την από 29.10.1997 αίτησή της προς το Ι ΚΑ ζήτησε να της χορηγηθεί σύνταξη λόγω του επελθόντος στις 7.2.1997 θανάτου του συζύγου της, ο οποίος ήταν συνταξιούχος του ΙΚΑ από. 31.3.1994. Το αίτημά της αυτό απορρίφθηκε με την 24821/14.11.1997 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Θεσσαλονίκης, με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ. 7 του α.ν. 1846/1951, αφού ο θάνατος του συζύγου της συνέβη πριν περάσουν 24 μήνες από την τέλεση του γάμου (24.10.1996). Η ένσταση κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την 572/Συν.79/27.8.1998 απόφαση της Τ.Δ.Ε. του ως άνω Υποκαταστήματος, με την ίδια αιτιολογία. Κατά της απόφασης αυτής η εφεσίβλητη άσκησε προσφυγή, με την οποία ισχυρίσθηκε ότι με τον θανόντα σύζυγο της συζούσε από το έτος 1967 στην οικία του στην οδό Μ. αριθ. .., ότι ήταν πάντα μαζί στις κοινωνικές και οικογενειακές εκδηλώσεις, ότι μετά τον θάνατο του τα αδέλφια του της δώρησαν όλη την ακίνητη περιουσία του που κληρονόμησαν, θεωρώντας ότι της ανήκει. Προς απόδειξη των ανωτέρω η εφεσίβλητη επικαλέσθηκε πρωτοδίκως και προσκόμισε τις από 16.2.2000 ένορκες βεβαιώσεις, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Θεσσαλονίκης, που λήφθηκαν μετά από κλήση και του ΙΚΑ (σχετ. η 3665/25.1.2000 έκθεση επίδοσης), των: ... οι τρεις πρώτοι των οποίων κατέθεσαν ως μάρτυρες και ενώπιον της Τ.Δ.Ε., οι οποίοι καταθέτουν και επιβεβαιώνουν τους ανωτέρω ισχυρισμούς της. Το πρωτόδικο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε την προσφυγή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ως εσφαλμένως αιτιολογημένη στηριζόμενη στην προεκτεθείσα ανίσχυρη διάταξη και περαιτέρω έκρινε ότι η εφεσίβλητη θεμελίωνε δικαίωμα προς συνταξιοδότηση λόγω θανάτου του συζύγου της. Η κρίση αυτή της εκκαλούμενης απόφασης είναι νόμιμη και ορθή, διότι με τα ανωτέρω δεδομένα και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 3η σκέψη, από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι αμφισβητήθηκε ο γάμος της εφεσίβλητης με τον θανόντα σύζυγο της, ως εικονικός, από το ΙΚΑ, που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, αντίθετα από τις προαναφερόμενες μαρτυρικές καταθέσεις προκύπτει ότι η συμβίωση της με το σύζυγο ήταν μακροχρόνια και ουσιαστική. Επομένως, δεν ήταν νόμιμος ο αποκλεισμός της εφεσίβλητες από το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα, για το λόγο ότι ο θάνατος του συζύγου της επήλθε πριν από τη συμπλήρωση 24 μηνών από την τέλεση του, όπως απαιτεί η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 28 του α.ν. 1846/1951, που είναι αντισυνταγματική και ανίσχυρη. Κατά συνέπεια, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα, όσα δε αντίθετα προβάλλονται με την κρινόμενη έφεση του ΙΚΑ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

   Επειδή, κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση του ΙΚΑ, κατ' εκτίμηση δε των περιστάσεων να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα.