ΣυμβΕφΘεσ 182/2014

 

Βιασμός -.

 

Eννοια. Πότε στοιχειοθετείται. Εφεση απαράδεκτη. Eσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών και όχι ερμηνείας και εφαρμογής νόμου.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ 182/2014

TO ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Παναγιώτη Αγγελόπουλο, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννα Ψώνη, Εισηγήτρια, Ελένη Μαστρογκόργη, Εφέτες.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ στο ειδικό δωμάτιο των διασκέψεων, στις 13 Μαρτίου 2014. Στη συνεδρίαση παραστάθηκαν ο Αντεισαγγελέας Εφετών Νικόλαος Καλλίδης και ο Γραμματέας Κωνσταντίνος Τσαγκαρλής.

 

Ο Εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης Ηλίας Σεφερίδης, υπέβαλε προς το Συμβούλιο τούτο, στις 6 Μαρτίου 2014 την υπ' αριθμ. 22/2014 έφεση του …, κατοίκου Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας, κατά του υπ' αριθμ. 138/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, με την έγγραφη πρόταση του 155/2014, η οποία έχει ως εξής:

 

"Αριθμός 155.

 

ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

Εισάγω στο Συμβούλιο σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1, 2, 4, 138 παρ. 1, 2, 270 παρ. 1, 308 παρ. 1, 4, 309 παρ. 1,  316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318, 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ την από 19/2/2014 έφεση του κατηγορουμένου κατοίκου Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας την οποία άσκησε εμπροθέσμως  ενώπιον του Γραμματέα  του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών  Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 του ΚΠΔ) κατά του αρίθμ 138/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, διά του οποίου παραπέμπεται ο ανωτέρω  κατηγορούμενος  να δικαστεί από το αρμόδιο  Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης, που θα οριστεί από τον οικείο Εισαγγελέα  Εφετών σε ένα εκ των Δικαστηρίων της περιφέρειας του Εφετείου Θεσσαλονίκης για την  πράξη του   βιασμού (άρθρο 336 παρ. 1 του ΠΚ) Η ποινική δίωξη  κινήθηκε μετά την από 31/5/2013 υποβολή εγκλήσεως της παθούσας Γεωργιανής υπηκοότητας κατοίκου Ευόσμου Θεσσαλονίκης και διά της οποίας κατήγγειλε στο Τμήμα Ασφάλειας Ευόσμου τον ανωτέρω κατηγορούμενο για την τέλεση σε βάρος  της  πράξεως  του  βιασμού, που τελέστηκε στην Θεσσαλονίκη στις 30/5/2013 και περί ώρα 11 π.μ. ο  κατηγορούμενος πληροφορούμενος πως στην οικία του γνωστού του βρισκοταν μόνη η κόρη του επισκέφθηκε αυτήν (την οικία) κτυπώντας την είσοδο. Η κόρη του ανωτέρω μόλις άνοιξε, ο κατηγορούμενος της μίλησε στην Γεωργιανή γλώσσα, την οποία γνώριζε λόγω της καταγωγής και αυτού από την Γεωργία. Στην συνέχεια ζήτησε από την παθούσα να τον ακολουθήσει για λίγο για καθαρισμό της οικίας του έναντι αμοιβής. Η παθούσα πάσχουσα από ελαφρά νοητική υστέρηση  τον ακολούθησε παίρνοντας μαζί της την ανήλικη πρωτεξαδέλφη της  . Ο κατηγορούμενος τις επιβίβασε στο σταθμευμένο έξω από την οικία της ΙΧΦ αυτοκίνητο και τις μετέφερε σε οικία που βρίσκεται πλησίον της δικής της οικίας πιθανόν στην περιοχή Ξηροκρήνης. Στην οικία ο δράστης έκλεισε την ανήλικη σε δωμάτιο και παραλαμβάνοντας την παθούσα  κλαίουσα την οδηγησε σε άλλο δωμάτιο και εκεί λόγω των κλαμάτων και της αντιστάσεως της παθούσας, η οποία αντιλαμβανόμενη των ενεργειών του κατηγορουμένου αντιστάθηκε, αυτός τις αφήρεσε τα ενδύματα, την ξάπλωσε στο δάπεδο του δωματίου, της έδεσε τα χέρια με τεμάχιο υφάσματος πίσω και φίμωσε το στόμα της με την μπλούζα που φορούσε και αρχικά τοποθέτησε τα δάκτυλα του στο αιδοίο της παθούσας και στην συνέχεια εισέδυσε το σε στύση πέος του στον κόλπο  αυτής και λόγω της αιμορραγίας, που παρουσίασε έθεσε το πέος του στον πρωκτό της. Μετά την συνουσία και τις ασελγείς πράξεις επιβίβασε ξανά την παθούσα με την ανήλικη πρωτεξαδέλφη της στο ίδιο όχημα και τις εγκατέλειψε πλησίον της οικίας τους απευθύνοντας  προς αυτήν την φράση (αν μιλήσεις θα σε σκοτώσω). Στις ανωτέρω πράξεις του ο κατηγορούμενος προέβη παρά την δηλωθείσα άρνηση της παθούσας στις ενέργειες του κατηγορουμένου, που έγινε γνωστή (η αντίδραση και άρνηση στα γενόμενα)  σ` αυτόν και για τον λόγο αυτό  άλλωστε της έδεσε πίσω τα χέρια και της φίμωσε το στόμα. Μετά την απολογία του κατηγορουμένου επιβλήθηκαν σ` αυτόν με την αριθμ. 13/2013 διάταξη της Β Ανακρίτριας Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης οι περιοριστικοί  όροι της, εμφανίσεως του την πρώτη και δεκάτη έκτη κάθε μήνα στον Διοικητή του Τ.Α του τόπου της κατοικίας του και της απαγορεύσεως εξόδου του από την χώρα. Το πέρας της ανακρίσεως γνωστοποιήθηκε νόμιμα στην ορισθείσα  αντίκλητο του Αναστασία Πλατσά στις 1/7/2013. Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

 

 

Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται  μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας  και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα. Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων καιόταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο  τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα  ποινική διάταξη. (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον  2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010, ΑΠ72/2010  ΑΠ 24/2010, ΑΠ 1201/2013, ΑΠ 103/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Εξάλλου, κατά την διάταξη του άρθρου 336 παρ. 1 του ΠΚ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 9 του νόμου 1419/84 και τελικά με την διάταξη του άρθρου 8 παρ. 1 του νόμου 3500/2006 βιασμό διαπράττει «Οποιος με σωματική βία ή με απειλή σπουδαίου και αμέσου κινδύνου εξαναγκάζει άλλον σε συνουσία  ή σε ασελγή πράξη ή σε ανοχή της τιμωρείται με κάθειρξη». Με βάση τα στοιχεία του νόμου βιασμός είναι έγκλημα πολύπρακτο και μικτό ή αλλιώς πολύτροπο, γιατί όπως περιγράφεται (τυποποιείται)  στην οικεία διάταξη, για τον απαρτισμό του απαιτούνται περισσότερες  από μία πράξεις, και συγκεκριμένα της χρησιμοποιήσεως σωματικής βίας, η οποία συνιστά το έγκλημα της παράνομης βίας, που προβλέπεται από την διάταξη του άρθρου 330 του ΠΚ, ή της χρησιμοποιήσεως απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου και της συνουσίας, η οποία καθ΄ εαυτή δεν συνιστά αξιόλογη ποινικά πράξη, αλλά όταν αυτή συντελείται με τον εξαναγκασμό του συγκεκριμένου προσώπου ο οποίος επιτυγχάνει με την χρησιμοποίηση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου τότε συντελείται η ανωτέρω πράξη (του βιασμού) στην έννοια του οποίου με την διάταξη του άρθρου 9 του νόμου 1419/84 έχει συγχωνευθεί και η πράξη του εξαναγκασμού σε ασέλγεια. Κατά την επελθούσα τροποποίηση στο 10ο κεφ. του ΠΚ προσβαλλόμενα έννομα αγαθά δεν είναι τα ήθη όπως αναφερόταν προηγουμένως (εγκλήματα κατά των ηθών) γιατί προστατευόμενο έννομο αγαθό δεν είναι τα ήθη εν γένει αλλά η γενετήσια ελευθερία του ατόμου ή και η οικονομική εκμετάλλευση της γενετήσιας ζωής του ατόμου. Το άτομο είναι ελεύθερο να αυτοδιαθέσει τον εαυτό του και δεν μπορεί μέσα σε ένα δικαϊικό σύστημα να εξαναγκαστεί να συνευρεθεί με κάποιον χωρίς την συναίνεση του. Μετά την επελθούσα συγχώνευση της διατάξεως του άρθρου 337 του ΠΚ (εξαναγκασμός σε ασέλγεια) στην διάταξη του άρθρου 336 του ΠΚ το έγκλημα δεν στρέφεται μόνο σε βάρος των γυναικών, αλλά θύμα του ανωτέρω εγκλήματος μπορεί να είναι και άνδρας. Το έγκλημα του βιασμού συμπεριλαμβάνεται μεταξύ των πολυπράκτων ή συνθέτων υπαλλακτικώς μικτών εγκλημάτων. Η αντικειμενική υπόσταση αυτού μπορεί να συντελεστεί είτε με την χρησιμοποίηση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και αμέσου κινδύνου σώματος ή ζωής ή άλλου δικαιώματος, ή με την επίτευξη συνουσίας ή με την ανοχή ή επιχείρηση ασελγούς πράξεως. Η χρήση της σωματικής βίας ή της ασκηθείσης απειλής πρέπει να επενεργεί με τρόπο που να μην μπορεί να επιτρέψει  την εκδήλωση επιτυχούς αντιδράσεως  του θύματος αλλά να υπερνικά την όποια αντίδραση αυτού, είτε εκδηλούμενη είτε αναμενόμενη να εκδηλωθεί. Η πράξη του βιασμού συντελείται με περισσότερες πράξεις ξεχωριστές μεταξύ τους  κατά την κοινωνιολογική του όρου τους έννοια, απαρτίζεται δηλαδή με μία από τις ανωτέρω μορφές εξαναγκασμού προς τον σκοπό επίτευξης συνουσίας ή της επιχείρησης ή ανοχής ασελγούς πράξεως (βλ. σχετ. ΑΠ 1755/93 Ελλ. Δικ. 35 σελ. 729, Α Π 1056/91 Ποιν. Χρον. ΜΒ 26, Α Π 1298/94 Ποιν. Χρον. ΜΔ 1023, ΑΠ 971/92 Ποιν. Χρον. ΜΒ 707, ΑΠ 2179/2003 Ποιν Χρον. ΝΔ σελ 791, ΑΠ 571/2003 Ποιν. Χρον ΝΔ 123, ΑΠ 553/2011,  ΑΠ 924/2011ΑΠ 754/2012, ΑΠ 785/2012, ΑΠ 839/2012, ΑΠ 1351/2013, ΑΠ 754/2013  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ,  ΜΟΕΦΘεσ. 170-184/97 Ποιν. Δ/νη 1998 σελ 52 ΑναΘΔικ 315/96 Υπερ 1998 σελ. 123, Νικ. Παρασκευόπουλου, Οι έννοιες των ηθών και της ασέλγειας σελ 15, 139).

 

Η σωματική βία στο ανωτέρω έγκλημα μπορεί να ασκηθεί είτε άμεσα και μηχανικά επιφέροντας την εξουδετέρωση έτσι της βουλήσεως του θύματος να αντιδράσει εξαναγκάζοντας το θύμα να υποστεί ή να δεχθεί την συνουσία ή την ανοχή ή επιχείρηση της ασελγούς πράξης (vis absoluta) είτε επενεργώντας έμμεσα στο θύμα δια μέσω της βουλήσεως αυτού, το οποίο για να σταματήσει την περαιτέρω άσκηση σε βάρος του σωματικής επενέργειας  εξαναγκάζεται να δεχθεί ή να υποστεί την συνουσία ή επιχείρηση ασελγούς πράξης (is comrulsiva). Η βία μπορεί να εκδηλωθεί στην τέλεση του εγκλήματος του βιασμού και με ψυχολογικούς τρόπους. Στην περίπτωση άσκησης ψυχολογικής βίας ο δράστης δημιουργεί δυσάρεστη κατάσταση στο θύμα, το οποίο για να αποφύγει και άρει την κατάσταση αυτή αποδέχεται εξαναγκαζόμενο την συνουσία ή επιχείρηση ή ανοχή της ασελγούς πράξεως του δράστη. Το έγκλημα του βιασμού μπορεί να στραφεί εναντίον άνδρα ή γυναίκας οποιασδήποτε ηλικίας ακόμη και εναντίον νηπίου. Για τον λόγο αυτό είναι ανεξάρτητη η ηδονιστική συμμετοχή του θύματος στην τέλεση του εγκλήματος του βιασμού η πλήρης αντίληψη των συντελουμένων ενεργειών του δράστη. Βασική προϋπόθεση για την πραγμάτωση του εγκλήματος του βιασμού είναι ο εξαναγκασμός του θύματος να υποστεί συνουσία η επιχείρηση ή ανοχή ασελγούς πράξης. Επομένως το έγκλημα του βιασμού μπορεί να πραγματωθεί και εναντίον ακαταλόγιστου προσώπου ή ανηλίκου, που δεν έχει πλήρη αντίληψη των διαλαμβανομένων ενεργειών του δράστη. Γιατί σε διαφορετική περίπτωση όταν το έγκλημα στρεφόταν σε βάρος ανηλίκου ή ακαταλόγιστου ή παράφρονα ο δράστης θα είχε πλεονεκτική μεταχείριση  έναντι οιουδήποτε άλλου (βλ. Ν. Ανδρουλάκη Συστηματική ερμηνεία Ποινικού Δικαίου σελ. 20 επ. Γ. Α Μαγκάκη, Τα εγκλήματα περί την γενετήσιο και οικογενειακή ζωή σελ 20 επ. ΑΠ 1669/97 Ελλ. Δ/νη 1998 σελ 1513, ΜΟΕΠειρ. 50/96  Ποιν. Χρον. 1996 σελ 693, ΜΟΕΠΑΤΡ. 224/96 Αρμ. 1996 σελ 1528, ΑΠ 920/95 Ελλ Δικ. 1997 σελ 197, ΑΠ 25/98, ΑΠ 502/98 Εκδόσεις Νομικής βιβλιοθήκης Ποινικές και Πολιτικές αποφάσεις Αρείου Πάγου σελ. 44 και 195 αντίστοιχα, ΑΠ 2170/2003 ΑΠ 1190/2005, ΑΠ 924/2011, ΑΠ 754/2012, ΑΠ 754/2013 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση από την επισκόπηση του προσβαλλομένου βουλεύματος, την χωρίς όρκο κατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και τις ένορκες μαρτυρικές καταθέσεις των γονέων της, τα συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου, το απολογητικό υπόμνημα αυτού και το εφετήριο του έχουν προκύψει τα ακόλουθα.

 

Ο κατηγορούμενος κάτοικος Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας Γεωργιανής καταγωγής γνώρισε στα μέσα Μαϊου του έτους 2013 τον ομοεθνή του κάτοικο Ευόσμου Θεσσαλονίκης, που διέμενε με την οικογένεια του στην οδό . Μετά την γνωριμία τους αντάλλαξαν μεταξύ τους αριθμούς των κινητών τους τηλεφώνων και ο δεύτερος δήλωσε προς τον κατηγορούμενο πως σύντομα θα του τηλεφωνούσε για να του ζητήσει να πραγματοποιήσει για λογαριασμό του κάποια μεταφορά δεμάτων στην Γεωργία σε οικείους του. Γιατί ο κατηγορούμενος εργαζόταν περιστασιακά σε μεταφορική εταιρεία. Τις πρωϊνές ώρες στις 30/5/2013 ο κατηγορούμενος τηλεφώνησε στον και του ανέφερε πως η θυγατέρα του τηλεφώνησε από το κινητό του τηλέφωνο τις προηγούμενες μέρες  και αυτός τον ενημέρωσε πως αυτή είναι άτομο με νοητική υστέρηση και του ζήτησε συγνώμη για την ενόχληση, που του δημιούργησε. Από την γενόμενη συνομιλία τους ενημερώθηκε πως αυτός και η σύζυγος του απουσίαζαν από την οικία τους. Την ίδια ημέρα και περί ώρα 11.00 ο κατηγορούμενος μετέβη στην οικία του και κτύπησε την είσοδο και του άνοιξε η θυγατέρα του ηλικίας 21 ετών και της μίλησε στην Γεωργιανή γλώσσα και της πρότεινε να τον ακολουθήσει να μεταβούν στην οικία του για να καθαρίσει. Η παθούσα τον ακολούθησε προφανώς φανταζόμενη πως μεταβαίνει για εργασία καθαρισμού παίρνοντας μαζί της και την ανήλικη πρωτεξαδέλφη της ηλικίας 5 περίπου ετών. Ο κατηγορούμενος τραβώντας από το χέρι την ανωτέρω παθούσα, η οποία αντιλαμβανόμενη πως κάτι κακό θα επακολουθούσε λόγω της  συμπεριφοράς του ανωτέρω άρχισε να κλαίει και τις επιβίβασε σε ένα ΙΧΦ αυτοκίνητο μικρό κλούβα μάρκας Mercedes χρώματος κιτρίνου και μετέβησαν σε κάποια οικία βρισκόμενη σε μικρή σχετικά απόσταση από την οικία τους προφανώς στην περιοχή Ξηροκρήνης και εκεί τις αποβίβασε και τις μετέφερε αμφότερες (την παθούσα και την πρωτεξαδέλφη της) σε μία οικία, όπου την ανήλικη την εγκατέλειψε σε ένα δωμάτιο και παρέλαβε την παθούσα και την μετέφερε σε παρακείμενο δωμάτιο. Στον χώρο που μετέφερε την παθούσα της αφαίρεσε τα ενδύματα της, την ξάπλωσε στο δάπεδο του δωματίου και άρχισε να της απευθύνει την φράση (αγάπη μου, αγάπη μου) και τοποθέτησε τα δάκτυλα του χεριού του στο αιδοίο της και στην συνέχεια εισέδυσε το σε στύση βρισκόμενο πέος του στον κόλπο της, επειδή όμως αιμορράγησε, την γύρισε μπρούμυτα και εισέδυσε το πέος του στον πρωκτό της και ταυτόχρονα την κτυπούσε στους γλουτούς και στην πλάτη της. Στην συνέχεια παραλαμβάνοντας αμφότερες (την παθούσα με την ανήλικη) τις επιβίβασε και πάλι στο αυτοκίνητο του και τις μετέφερε στην οικία τους, όπου τις εγκατέλειψε, δηλώνοντας προς την παθούσα πως αν μιλήσει και αναφέρει τα γενόμενα σε οιονδήποτε θα την σκοτώσει. Η παθούσα έβλεπε για πρώτη φορά τον κατηγορούμενο. Η νοητική κατάσταση της παθούσας είναι τέτοια που μπορεί να αντιληφθεί το γενόμενο περιστατικό σε βάρος της. Για τον λόγο  αυτό άλλωστε εκδήλωσε με τα κλάματα την αντίθεση της προς τούτο. Ο κατηγορούμενος λόγω της αντιδράσεως  της παθούσας κατά την στιγμή της συνουσίας και των ασελγών πράξεων της έδεσε πίσω στην πλάτη της τα χέρια της με τεμάχιο υφάσματος και για να μην ακούγονται οι φωνές και τα κλάματα της τοποθέτησε στο στόμα την μπλούζα του. Ο κατηγορούμενος δεν αρνείται την γενόμενη μεταξύ τους συνουσία και τις ασελγείς πράξεις αλλά αναφέρει πως οι ενέργειες τους δεν υπήρξαν αποτέλεσμα  εξαναγκασμού δια ασκήσεως βίας αλλά εγένοντο με την ελεύθερη βούληση της παθούσας. Προς τούτο στο εφετήριο του ο κατηγορούμενος αναφέρει πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών εσφαλμένα εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και τον παρέπεμψε στο ακροατήριο του ΜΟΔ. Συγκεκριμένα αναφέρει πως το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δεν ερεύνησε τον χώρο που μεταφέρθηκε η παθουσα για την συνεύρεση τους, γιατί οι γονείς της στις καταθέσεις τους ενώπιον του Υπ/κα του Τ.Α Ευόσμου και ενώπιον της Ανακρίτριας αναφέρουν πως ο κατηγορούμενος την μετέφερε σε αποθήκη, ενώ η ιδία αναφέρει πως μεταφέρθηκε σε οικία. Πέραν αυτών αναφέρει πως η ανήλικη αναφέρεται από τον πατέρα της παθούσας ως θυγατέρα του, ενώ η ιδία και η μητέρα της αναφέρουν πως η ανήλικη είναι πρωτεξαδέλφη της παθούσας (κόρη του αδελφού της μητέρας της). Ο κατηγορούμενος περαιτέρω επισημαίνει αντιφάσεις ως προς τον τρόπο συνάντησης αυτού με την παθούσα. Αυτός αναφέρει στο απολογητικό του υπόμνημα και στην απολογία του πως η συνάντηση τους έγινε κατόπιν επιθυμίας της παθούσας και μετά από επανειλημμένες οχλήσεις αυτής, ενώ η παθούσα και οι γονείς της αναφέρουν πως η συνάντηση τους έγινε  σύμφωνα με τον ανωτέρω περιγραφόμενο τρόπο. Πέραν των ανωτέρω ο κατηγορούμενος επισημαίνει και κακή εκτίμηση των συνημμένων στην δικογραφία εγγράφων και συγκεκριμένα της έκθεσης εξέτασης βιολογικού υλικού (dna) και της ιατροδικαστικής εξέτασης. Τα ανωτέρω όμως συνιστούν εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Για την παραδοχή της εφέσεως απαιτείται αυτή να στηρίζεται στους λόγους που αναφέρονται στην διάταξη του άρθρου 478 παρ. 1 του ΚΠΔ. Συγκεκριμένα είτε σε λόγους απόλυτης ακυρότητας ή εσφαλμένης ερμηνείας ή εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών στο εφετήριο του αναφέρεται σε εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών. Συνεπώς πρέπει  αυτή (η έφεση) να κηρυχθεί ως απαράδεκτη.

 

Η απλή αναφορά στο εφετήριο περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου δεν θεμελιώνει  και τον λόγο της εσφαλμένης εφαρμογής της ουσιαστικής ποινικής διάταξης, όταν δεν περιέχονται σαφείς λόγοι περί τούτου (της εσφαλμένης  εφαρμογής νόμου, της εσφαλμένης δηλαδή υπαγωγής των περιστατικών στον ποινικό νόμο)

 

Εξ όλων των ανωτέρω προκύπτει πως η έφεση του κατηγορουμένου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επομένως πρέπει να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών.

 

Τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα  στο ποσό των 250 ευρώ  να επιβληθούν στον εκκαλούντα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Προτείνω α) να απορριφθεί η ασκηθείσα έφεση του  κατηγορουμένου ανέργου κατοίκου Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας ως απαράδεκτη, β) να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης και γ) τα δικαστικά έξοδα ανερχόμενα στο ποσό των 250 ευρώ να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα.

 

Θεσσαλονίκη 1/3/2014.

Ο  Εισαγγελέας Εφετών

Ηλίας Νικ. Σεφερίδης

 

Αφού ο Εισαγγελέας πρότεινε όσα αναφέρονται στην πρόταση του αποχώρησε.

 

Το Συμβούλιο μελέτησε τη δικογραφία και σύμφωνα με το νόμο σκέφθηκε ως εξής:

 

Όπως προκύπτει από την από 11.3.2014 αποδεικτικό επίδοσης της Δέσποινας Ελαίας, Δικαστικής Επιμελήτριας που υπηρετεί στην Εισαγγελία Εφετών Εφετών Θεσσαλονίκης, το οποίο επιδώθηκε στην αντίκλητο του κατηγορουμένου Αναστασία Πλατσά, ο εκκαλών ειδοποιήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να προσέλθει ενώπιον του Συμβουλίου τούτου και εκθέσει τις απόψεις του, ο οποίος δεν εμφανίσθηκε.

 

Επειδή για τους λόγους που εκτίθενται στην Εισαγγελική Πρόταση, στους οποίους ως ορθούς και νομίμους, αναφέρεται, το Συμβούλιο αυτό, προς αποφυγή επαναλήψεων, πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη η υπ' αριθμ. 22/2014 έκθεση έφεσης του κατηγορουμένου …, κατοίκου Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας, κατά του υπ' αριθμ. 138/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, και να διαταχθεί η εκτέλεση του ως άνω βουλεύματος, καθόσον από τις καταθέσεις των μαρτύρων, τα έγγραφα και την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα στην εισαγγελική πρόταση αναφερόμενα.

 

Επίσης, όπως προτείνει και η Εισαγγελέας στην πρόταση της πρέπει να καταδικαστεί ο εκκαλών στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα [250] ευρώ, κατ' άρθρο 583 παρ. 1 του Κ.Π.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 55 παρ. 1 του Ν. 3160/2003 και με την 123827/23-12-2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 1991/23-12-2010 Τεύχος Β'.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ως απαράδεκτη την υπ' αριθμό 22/2014 έφεση του …., κατοίκου Κλειδιού Πλατάνου Ημαθίας, κατά του 138/2014 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης. Και

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εκτέλεση του ως άνω βουλεύματος.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον εκκαλούντα τα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας που

ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων είκοσι [250] ευρώ.

 

ΑΠΟΦΑΣΙΣΘΗΚΕ στη Θεσσαλονίκη στις 13 Μαρτίου 2014 και εκδόθηκε στις 13 Μαρτίου 2014.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ       ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ