ΣυμβΕφΘεσ 663/2012

 

Απόλυτες ακυρότητες - Ευμενέστερος νόμος -.

 

 

Απόλυτη ακυρότητα της μη γνωστοποίησης προτάσεως εισαγγελέα. Υποβολή σχετικής αιτήσεως αρμοδίως. Δεν συντρέχει λόγος ακυρότητας με την υποβολή του αιτήματος στο απολογητικό υπόμνημα και στο συμβούλιο. Δεν συνιστά απόλυτη ακυρότητα η μη κλήτευση προς παροχή εξηγήσεως του υπόπτου αλλά κλητευθέντος και απολογηθέντος στον Ανακριτή. Ακυρότητα συνιστά η συμμετοχή Ανακριτή στο Συμβούλιο. Αρχή εφαρμογής επιεικεστέρου νόμου στα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης λόγω ποσού (120.000 ευρώ). Απορρόφηση του εγκλήματος της απόπειρας απάτης από την πλαστογραφία μετά χρήσεως λόγω ταύτισης των παραπλανητικών γεγονότων με τα ψευδώς παραστάντα.

 

 

Αριθμ βουλεύματος 663/2012.

 

 

Το παραπάνω βούλευμα έκανε δεκτή την πρόταση του Αντεισαγγελέα Εφετών Ηλία Νικ. Σεφερίδη, η οποία κατά το ενδιαφέρον μέρος της έχει ως εξής.

 

 

   ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

 

 

Εισάγω στο Συμβούλιό σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1,2,4, 138 παρ. 1,2, 270 παρ. 1, 2, 308 παρ. 1, 2,4,309 παρ. 1, 310 παρ. 1, 313, 316 παρ. 2, 317 παρ. 1 α, 318, 319 παρ. 1, 3 του ΚΠΔ την από 4/9/2012 έφεση των ... δικηγόρου στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης και ... συνταξιούχου στρατιωτικού κατοίκου Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης, την οποία άσκησαν αυτοπροσώπως και εμπρόθεσμα και νομότυπα ενώπιον της Γραμματέως του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 474 παρ. 1 του ΚΠΔ) κατά του αριθμ 802/2012 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών διά του οποίου παραπέμπονται αυτοί για τις πράξεις της πλαστογραφίας μετά χρήσεως  κατ' εξακολούθηση  από κοινού και μεμονωμένα με σκοπό προσπορισμού οφέλους και πρόκλησης αντίστοιχα βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα  και στους λοιπούς συνιδιοκτήτες του επιδίκου κτήματος που υπερβαίνει το χρηματικό ποσό (σήμερα) των 120. 000 ευρώ (άρθρα 98 παρ. 1,  216 παρ. 1, 3 περ. α του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του  άρθρου 25 παρ. 1 περ. β του νόμου 4055/2012) (η ισχύς της οποίας άρχισε από 2/4/2012), της απάτης κατ εξακολούθηση τετελεσμένης και σε απόπειρα από κοινού με πρόκληση βλάβης ποσού που υπερβαίνει το ποσό των 120.000,00 ευρώ (άρθρα 42 παρ. 1, 98 παρ. 1, 386 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 περ. ιδ του νόμου 4055/2012) (η ισχύς της οποίας άρχισε από 2/4/2012) και της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης κατ εξακολούθηση (άρθρα 98 παρ. 1, 242 παρ. 1, 4 του ΠΚ).

 

 

Η έφεση ασκήθηκε νομότυπα και περιέχονται σ’ αυτήν οι σαφείς και ορισμένοι λόγοι που απαιτούνται για την άσκηση της (άρθρα 462, 465, 474, 477, 478 παρ. 1, 481 παρ. 1 του ΚΠΔ) Η ποινική δίωξη κινήθηκε μετά την υποβολή της από 29/3/2010 εγκλήσεως με ΒΜ Ε 2010εγχ.386 και συσχετίστηκαν σ αυτήν οι από 20/6/2010 με ΒΜ Ε 2010εγχ.872, η από 14/9/2010 με ΒΜ 2010 εγχ. 640 και η από 22/2/2011 με ΒΜ Ε 2010 εγχ 667 εγκλήσεις του ... κατοίκου Θεσσαλονίκης. Η κυρία ανάκριση περατώθηκε νόμιμα με την γνωστοποίηση του πέρατος αυτής στους διαδίκους και στους πληρεξουσίους και αντίκλητους των κατηγορουμένων Γραμματά Κουρτούκα του πρώτου (κατηγορουμένου ...) και του Αντωνίου Νεδελκόπουλου του δευτέρου (κατηγορουμένου ...).

 

Κατόπιν των ανωτέρω εκθέτω τα παρακάτω.

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 473 παρ. 4 του  ΚΠΔ όπως συμπληρώθηκε με την διάταξη του άρθρου 19 του νόμου 2721/99 αναστέλλονται οι προθεσμίες ασκήσεως ενδίκων μέσων κατά την διάρκεια από 1/8 ως 31/8. Κατά συνέπεια η ανωτέρω έφεση των κατηγορουμένων   ασκήθηκε εμπρόθεσμα (βλ. ΑΠ 620/2006, ΑΠ 603/2006, ΑΠ 277/2006 ΑΠ 139/2006, ΑΠ 2316/2009 και ΔΙΑΤΕισΕΦΠειρ 78/88 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση το αριθμ 802/2012 βούλευμα του Συμβουλίου  Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης επιδόθηκε στους κατηγορουμένους ... (εκκαλούντες) στις 25/7/2012 και η έφεση τους ασκήθηκε στις 4/9/2012, εντός δηλαδή της νόμιμης δεκαήμερης προθεσμίας, αφού η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου αναστέλλεται από 1/8 μέχρι και 31/8/2012. Επομένως το ένδικο μέσο της εφέσεως ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης κατά νόμο προθεσμίας των δέκα ημερών (άρθρο 473 παρ. 1 του ΚΠΔ).

 

 

Από την διάταξη του άρθρου 478 του ΚΠΔ όπως έχει αντικατασταθεί με την διάταξη του άρθρου 24 παρ. 2 του νόμου 3904/2010 έφεση κατά βουλεύματος ασκείται  μόνο για κακούργημα και στις περιπτώσεις που ρητά και περιοριστικά αναφέρονται σ` αυτήν α) για λόγους απόλυτης ακυρότητας και β) για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Στην περίπτωση που ασκηθεί το ένδικο μέσο της εφέσεως στηριζόμενο σε άλλους πλην των ανωτέρω λόγους, (εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών) αυτή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις των άρθρων 462, 463 και 478 του ΚΠΔ συνάγεται πως το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης κατά βουλευμάτων του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών παρέχεται στον κατηγορούμενο μόνον όταν αυτός παραπέμπεται για κακούργημα και στις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις. Εξάλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 παρ. 1 του ΚΠΔ προκύπτει πως οι δικαστικές αποφάσεις και τα βουλεύματα πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά και εμπεριστατωμένα.

 

 

Προς τούτο εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει μεταξύ άλλων και όταν το δικαστικό συμβούλιο προσδίδει σε ουσιαστική ποινική  διάταξη διαφορετική έννοια από εκείνη που πράγματι έχει. Ενώ εσφαλμένη εφαρμογή  ποινικού νόμου υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο υπήγαγε εσφαλμένα στον νόμο  τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν  ως αληθινά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. (Ολ.ΑΠ 2/2002 Ποιν. Χρον  2002 σελ 689, ΑΠ 510/2002 Ποιν. Χρον 2003 σελ 24, ΑΠ 1/2010, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 4/2010, ΑΠ 9/2010, ΑΠ 81/2010 ΑΠ 24/2010, ΑΠ 294/2010, ΑΠ 128/2011, ΑΠ 458/2011  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Απόλυτη ακυρότητα συνιστά  και η μη γνωστοποίηση της προτάσεως του Εισαγγελέα  προς τον κατηγορούμενο αναγόμενη στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου (άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ του ΚΠΔ). Η σχετική αίτηση υποβάλλεται στον Εισαγγελέα πριν την υποβολή της προτάσεως του στο οικείο συμβούλιο. Η ειδοποίηση του αιτούντος διαδίκου μπορεί να γίνει προφορικά ή τηλεφωνικά με σχετική προς τούτο βεβαίωση του γραμματέα της Εισαγγελίας. Η υποβολή του αιτήματος ενώπιον του Ανακριτή ή διά του απολογητικού υπομνήματος ή ενώπιον του  οικείου δικαστικού συμβουλίου είναι μη νόμιμη και επομένως δεν γεννά τις συνέπειες   ακυρότητας, αφού υποβλήθηκε ενώπιον αναρμόδιας αρχής. Η Εισαγγελική αρχή είναι ανεξάρτητη  δικαστική αρχή και διάφορη της δικαστικής ή εκτελεστικής αρχής. Συνεπώς το αίτημα  υποβάλλεται νόμιμα μόνο όταν υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα  πριν την υποβολή αυτής στο συμβούλιο (ΑΠ 1127/85, ΑΠ 315/2009, ΑΠ 1087/2008, ΑΠ 1666/98, ΑΠ 142/2002, ΑΠ 213/2003 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Απόλυτη ακυρότητα συνιστά μεταξύ άλλων και η κακή σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, όταν σ` αυτό συμμετέχει ο Ανακριτής που εκτέλεσε καθήκοντα Ανακριτή στην συγκεκριμένη υπόθεση. Στην περίπτωση αυτή, το Συμβούλιο Εφετών   ακυρώνει  το βούλευμα  κρατά την υπόθεση και αποφαίνεται ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της υπόθεσης. (άρθρο 481 παρ. 1, 2 του ΚΠΔ) Η ανωτέρω ακυρότητα δημιουργείται προς αποφυγή  επηρεασμού των λοιπών μελών του συμβουλίου και δεν είναι δυνατόν  να συμμετάσχει σ`αυτό ο Ανακριτής οι πράξεις του οποίου ελέγχονται από το συμβούλιο (άρθρα 307, 305 παρ. 2 του ΚΠΔ όπως η τελευταία αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 34 παρ. 5 του νόμου 2172/93). Η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο (ΑΠ 2067/2006, ΑΠ 1827/97 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νομος, ΑΠ 1221/85 Ποιν Χρον ΛΣΤ σελ 203, ΣυμβΕφΠατρ. 45/1991 ΝΟΒ 39 σελ 1136, ΣυμβΕφΠατρ. 97/94 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η Ανακρίτρια του 5ου Τμήματος Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης συμμετείχε στην σύνθεση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών νομότυπα, αφού αυτή στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν εκτέλεσε ουδεμία ανακριτική πράξη.

Η από 22/2/2011 έγκληση σε βάρος του ... διαβιβάστηκε στον Ανακριτή του 2ου Ανακριτικού Τμήματος πλημμελειοδικών προς συνεξέταση  αυτής με τις λοιπές εγκλήσεις που είχαν  ήδη συσχετιστεί. Συνεπώς αφού η Ανακρίτρια Σοφία-Αλεξάνδρα Ζήκου δεν εκτέλεσε ουδεμία ανακριτική πράξη στην συγκεκριμένη υπόθεση  δεν κωλύεται εκ της ιδιότητας της και μόνο να συμμετάσχει στην σύνθεση του συμβουλίου για την ουσία της υποθέσεως.

 

 

Περαιτέρω δεν δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα η μη κλήτευση υπόπτου προς παροχή εξηγήσεων και η μη ανωμοτί εξέταση αυτού κατά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, αφού αυτός κλήθηκε ενώπιον του Ανακριτή και προέβαλε τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς  (ΑΠ 984/2011, ΑΠ 827/2011 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών της Νόμος).

Ο κατηγορούμενος ... διά του εφετηρίου του ισχυρίζεται πως δεν κλητεύθηκε ενώπιον του προανακριτικού υπαλλήλου προς παροχή εξηγήσεων ή για την ανωμοτί εξέταση του και επομένως εξ αυτού του λόγου υφίσταται απόλυτη ακυρότητα. Στην προκείμενη όμως περίπτωση δεν συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητας, αφού αυτός (ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης) κλήθηκε ενώπιον του Ανακριτή και απολογήθηκε  και κατέθεσε και απολογητικό υπόμνημα εκθέτοντας όλους τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς.

 

 

Περαιτέρω υφίσταται απόλυτη ακυρότητα στην περίπτωση  που εμποδίζεται με οιονδήποτε τρόπο ο θεωρούμενος ύποπτος να ασκήσει τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνεται  και η μη παράδοση όλων των εγγράφων της προκαταρκτικής εξέτασης προς λήψη υπόψη των σε βάρος του εγγράφων  και έτσι την παροχή εξηγήσεων  προς υπεράσπιση αυτού (βλ. Λ. Μαργαρίτη κατ άρθρο ερμηνεία του Κωδ. Ποιν. Δικονομίας).

 

 

Ο εκκαλών ... ισχυρίζεται πως ενώ ζήτησε από τον προανακριτικό υπάλληλο να του παραδώσει όλα τα σχετικά έγγραφα, αυτός παρέδωσε μέρος αυτών. Ο ενιστάμενος όμως στην περίπτωση αυτή δεν προσδιορίζει ποιά έγγραφα δεν του παραδόθηκαν αλλά αρκείται στον αόριστο ισχυρισμό περί μη παραδόσεως των σχετικών εγγράφων. Ο προανακριτικός υπάλληλος έχει δικαίωμα και μετά την παροχή εξηγήσεων να συνεχίσει την προκαταρκτική εξέταση αν εκ της παροχής εξηγήσεων του υπόπτου προέκυψε ανάγκη συνεχίσεως αυτής. Ο ανωτέρω προανακριτικός υπάλληλος έχει δικαίωμα να προβεί στην εξέταση  κατά την κρίση του ορισμένων εκ των προταθέντων μαρτύρων. Ο ενιστάμενος πέραν τούτων κατά την εξέταση του ως υπόπτου υπέγραψε πως έχει ασκήσει όλα τα υπερασπιστικά του δικαιώματα. Συνεπώς εκ των ανωτέρω δεν συντρέχει ουδείς λόγος  απόλυτης ακυρότητας.

 

 

Ο εκ των εκκαλούντων ... ισχυρίζεται πως συντρέχει λόγος απόλυτης ακυρότητας, αφού ο Ανακριτής  αναφέρει υποβάλλοντας την δικογραφία περαιωμένη στον Εισαγγελέα  σημειώνοντας σ αυτήν πως για την πράξη της απόπειρας απάτης που φέρεται να έχει τελεστεί στις 2/6/2010 κρίνει πως δεν προκύπτουν επαρκή στοιχεία περί της τελέσεως του εγκληήατος αυτού και συνεπώς για τον λόγο αυτό δεν απήγγειλε σε βάρος του κατηγορία. Η Εισαγγελέας υποβάλλοντας την πρόταση της στο δικαστικό συμβούλιο δεν ανέφερε ουδέν αντιπαρερχόμενη σιγή την αναφορά του Ανακριτή. Ενώ το Συμβούλιο αναφέρεται πως δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος του για την συγκεκριμένη πράξη (δηλ απεφάνθη χωρίς την ύπαρξη εισαγγελικής προτάσεως και δεν τηρήθηκε η νόμιμη διαδικασία περί εκδόσεως γι' αυτήν την πράξη τυπική κλήση. Στην προκείμενη όμως περίπτωση ο ενιστάμενος δεν έχει ουδέν έννομο συμφέρον να ενίσταται για πράξη που έστω παράτυπα χωρίς σχετική πρόταση του εισαγγελέα το συμβούλιο αποφαίνεται να μην γίνει σε βάρος του κατηγορία.

 

 

Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1α, β του ΠΚ ορίζεται ότι "Οποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός  που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών. Η  χρήση του εγγράφου από αυτόν αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση". Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι το έγκλημα της πλαστογραφίας είναι σωρευτικώς μικτό. Οι μορφές με τις οποίες εμφανίζεται δεν μπορούν να εναλλαγούν μεταξύ τους. Για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας απαιτείται είτε η κατάρτιση  εγγράφου από την αρχή και η εμφάνιση αυτού πως καταρτίστηκε από άλλον ή με την νόθευση γνησίου εγγράφου, που συντελείται με την αλλοίωση  του περιεχομένου αυτού, που συντελείται με την απόσβεση ή διαγραφή ή προσθήκη  λέξεων, αριθμών ή σημείων. Για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος απαιτείται δόλος του υπαιτίου, που συνίσταται στην γνώση και την θέληση  να συντελεστούν τα στοιχεία που απαρτίζουν την πράξη και πρόσθετα απαιτείται σκοπός του δράστη να παραπλανήσει άλλον με την χρησιμοποίηση  αυτού (του καταρτισθέντος ή νοθευθέντος εγγράφου) Έννομες συνέπειες είναι αυτές που συντελούν στην παραγωγή, διατήρηση, απόσβεση ή μεταβολή δικαιωμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων δημόσιας ή ιδιωτικής φύσεως. Η χρησιμοποίηση του εγγράφου από τον καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα αυτό αποτελεί επιβαρυντική περίπτωση. Η χρήση του εγγράφου συνιστά αυτοτελές έγκλημα στην περίπτωση που η χρησιμοποίηση του εγγράφου γίνεται από τρίτο (εκτός του καταρτίσαντα ή νοθεύσαντα το έγγραφο) ή συντελείται από αυτόν, αλλά για κάποιον λόγο ο υπαίτιος δεν τιμωρείται για την πράξη της καταρτίσεως πλαστού  ή νοθεύσεως εγγράφου (βλ. ΑΠ 36/2001 Πράξη και Λόγος του Π Δ  2001 σελ 39, ΑΠ 293/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1121, ΑΠ 1395/95 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1394, ΑΠ  88/96 Ποιν. Χρον ΜΣΤ 1089, ΑΠ 814/2000 Ποιν. Χρον ΝΑ σελ 130, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2004 σελ. 301, ΑΠ 1505/2004 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2004 σελ 440). Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 13 στοιχ γ του ΠΚ έγγραφο είναι κάθε γραπτό που προορίζεται ή είναι πρόσφορο να αποδείξει κάποιο γεγονός ή κατάσταση. Περαιτέρω  κατά την διάταξη  της παραγράφου 3 α του άρθρου 216 του ΠΚ όπως αντικαταστάθηκε με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 7 α του νόμου 2408/96 και αυτή με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 α του νόμου 2721/99 και τελικά με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του νόμου 4055/2012 το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση μορφοποιείται σε βαθμό κακουργήματος «Αν ο υπαίτιος αυτών των πράξεων (των παραγράφων 1 και 2) σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτο ή σκόπευε να βλάψει άλλον τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, αν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 25.000.000 δραχμών (σήμερα 73000 ευρώ)». Το ανωτέρω χρηματικό ποσό αναπροσαρμόστηκε  στο ποσό των 120.000 ευρώ με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 περ. β του νόμου 4055/2012 (και η ισχύς αυτού (αναπροσαρμοσθέντος χρηματικού ποσού  αρχίζει από 2/4/2012) (βλ και άρθρο 113 του νόμου 4055/2012). Για την συγκρότηση του εγκλήματος της πλαστογραφίας σε  βαθμό κακουργήματος απαιτείται ο υπαίτιος να έχει σκοπό  να προσπορίσει στον εαυτό του περιουσιακό όφελος προξενώντας ζημία έτσι σε τρίτον ή έχει σκοπό να προκαλέσει με τις ανωτέρω ενέργειες  (που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2) βλάβη σε τρίτο. Χωρίς να είναι αναγκαία και η επέλευση του οφέλους ή της βλάβης, αρκεί δηλαδή η διακινδύνευση του εννόμου αγαθού. Το έγκλημα της πλαστογραφίας με χρήση  με σκοπό το όφελος δηλ. σε βαθμό κακουργήματος είναι διφυές αφού δι΄αυτού προστατεύονται δύο έννομα αγαθά του υπομνήματος και της περιουσίας (ΑΠ 406/96 Ποιν. Χρον ΜΖ σελ. 50, ΑΠ 1702/89 Ποιν. Χρον Μ σελ 818, ΑΠ 637/99 Ποιν. Χρον. Ν σελ 245, ΑΠ 214/99 Ποιν. Χρον ΜΘ 1003, ΑΠ 346/2002, ΑΠ 280/2002 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2002 σελ 125,ΑΠ 1505/2004, ΑΠ 916/2004 Πράξη και Λόγος του Π Δ 2004 σελ. 301, 440 επ. αντίστοιχα).

 

 

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 386 παρ. 1 του ΠΚ ορίζεται ότι «Οποιος με σκοπό να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος βλάπτει ξένη περιουσία πείθοντας κάποιον σε πράξη, παράλειψη ή ανοχή με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή την αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση αληθινών γεγονότων τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και αν η ζημία που προξενήθηκε είναι ιδιαίτερα μεγάλη με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών».

 

 

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης απαιτούνται τα ακόλουθα στοιχεία α) σκοπός του δράστη να αποκομίσει ο ίδιος ή άλλος παράνομο περιουσιακό όφελος, χωρίς να είναι αναγκαίο να πραγματοποιηθεί και η επέλευση του περιουσιακού οφέλους, β) με γνώση του δράστη παράσταση ψευδών γεγονότων σαν αληθινών ή αθέμιτη απόκρυψη ή παρασιώπηση των αληθινών γεγονότων (υπαλλακτικώς μικτό έγκλημα) από την οποία ως παραγωγό αιτία παραπλανήθηκε κάποιος, και γ) βλάβη ξένης περιουσίας η οποία πρέπει να τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Η αξία  της ζημίας στο έγκλημα της απάτης δεν αποτελεί στοιχείο  της αντικειμενικής υποστάσεως, αλλά πρέπει να  προσδιορίζεται αυτή για την επιμέτρηση της ποινής. Οι ψευδείς παραστάσεις του δράστη  με την πλάνη του παθόντα πρέπει να τελούν σε σχέση αμεσότητας και αναγκαιότητας. Αμεσότητα υφίσταται όταν μεταξύ  των ψευδών παραστάσεων και της πλάνης του παθόντα δεν  παρεμβάλλεται και δεν μεσολαβεί άλλος αιτιώδης παράγοντας. Αναγκαιότητα υφίσταται όταν  η πλάνη υπήρξε το αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του δράστη. Οι ψευδείς παραστάσεις πρέπει να ήταν η μόνη αιτία που οδήγησαν στην παραπλάνηση του παθόντα. Για την πραγμάτωση του ανωτέρω εγκλήματος δεν  απαιτείται το θύμα να έχει ορισμένο βαθμό ευφυϊας ή πειστικότητας, αρκεί ο δράστης να χρησιμοποίησε μέσα για την παραπλάνηση αυτού (του θύματος)  με σκοπό την πρόκληση βλάβης σ΄ αυτό και αντίστοιχης ωφέλειας (βλ. ΑΠ 1323/93 Ποιν. Χρον ΜΓ 1142, ΑΠ 506/94 Ποιν. Χρον ΜΔ σελ 627, ΑΠ  985/2000 Πράξη και Λόγ του ΠΔ 2000 και παρατηρήσεις καθηγητή Γ. Σιλίκου σελ 323 επ ΑΠ 430/2002 Ποιν/νη 2002 σελ 961, ΑΠ 1040/2006 Πράξη και Λόγ του ΠΔ 2006 σελ 308,  ΒουλΣυμβΕφΘεσ 92/2006 Αρμ 2006 σελ 104). Η ψευδής παράσταση όταν αφορά μελλοντική μη εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης  δεν συνιστά την έννοια του γεγονότος για την θεμελίωση του εγκλήματος της απάτης αλλά συνδυαζόμενη με άλλα ψευδή γεγονότα ή διαβεβαιώσεις αποτελεί γεγονός και έτσι στοιχειοθετείται το έγκλημα της απάτης. Το έγκλημα της απάτης συντελείται με την επέλευση βλάβης σε ξένη περιουσία με σκοπό να περιέλθει σε κάποιον παράνομο περιουσιακό όφελος με δόλια παραπλάνηση, που επιτυγχάνεται με κάποιον από τους τρεις αναφερόμενους υπαλλακτικά στη διάταξη του άρθρου 386 παρ.1 του ΠΚ τρόπους, που διαφέρουν εννοιολογικά μεταξύ τους (ΑΠ 1855/2006, ΑΠ 487/2007, ΑΠ 226/2008 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ). Περαιτέρω η βλάβη της ξένης κατά το αστικό δίκαιο περιουσίας, πρέπει να τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τις παραπλανητικές ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη. Το έγκλημα της απάτης τιμωρείται σε βαθμό κακουργήματος  με την παράγραφο 3 του ιδίου άρθρου (386  ΠΚ) α) αν αυτή τελείται κατ΄ επάγγελμα και το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία της υπερβαίνει το ποσό των 15.000 ευρώ (σήμερα μετά την τροποποίηση τα  του ανωτέρω ποσού  με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του νόμου 4055/2012  αναπροσαρμόστηκε το ανωτέρω ποσό στο ποσό των 30.000 ευρώ) και β αν το ύψος της προκληθείσας βλάβης ή η σκοπούμενη ωφέλεια υπερβαίνει τα 73 367 057 ευρώ). (σήμερα μετά την γενόμενη αναπροσαρμογή με την ανωτέρω διάταξη  το ανωτέρω χρηματικό ποσό ανήλθε στο ποσό των 120.000 ευρώ). Κατά την περίπτωση β της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του ΠΚ η πράξη της απάτης κακουργηματοποιείται όταν ο δράστης προκαλεί βλάβη σε τρίτο  με αντίστοιχη ωφέλεια του, το ύψος της οποίας υπερβαίνει το ποσό των 73.367,057 ευρώ (σήμερα  το ποσό των 120.000 ευρώ). Στην περίπτωση αυτή μοναδικό στοιχείο για την κακουργηματοποίηση είναι το ύψος της προκληθείσας βλάβης και αντίστοιχης ωφέλειας του δράστη. Προφανώς ο Νομοθέτης στην προκείμενη περίπτωση λόγω του ύψους της προκληθείσας ζημίας στον παθόντα (ποσό άνω των 120.000 ευρώ) θέλησε να κακουργηματοποιήσει την πράξη  αυτή τιμωρώντας τον δράστη με  ποινή μέχρι δέκα ετών χωρίς την συνδρομή οιουδήποτε άλλου στοιχείου. Στην ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση  προέβη προφανώς λόγω της αύξησης των οικονομικών εγκλημάτων. Τέτοια ρύθμιση δεν προβλεπόταν στην προϊσχύουσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 386 του ΠΚ. Η νέα διάταξη  είναι αυστηρότερη έναντι της προϊσχύουσας (διάταξης) αφού κατ΄ αυτήν το έγκλημα της απάτης τιμωρούνταν σε βαθμό πλημμελήματος ανεξάρτητα από το ύψος της προκληθείσας ζημίας ή προσπορισμού οφέλους (προ της 3/6/99 που είχε αρχικά κακουργηματοποιήσει την ανωτέρω διάταξη). Για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης  με την κακουργηματική της μορφή λόγω του ύψους της προξενηθείσας ζημίας και του επιδιωκομένου οφέλους πρέπει να λαμβάνεται  υπόψη το άθροισμα των επιμέρους ποσών (εφαρμογή δηλ του άρθρου 98 παρ. 2 του ΠΚ)   (ΑΠ 1515/2001 Ποιν. Δικ. 2002 σελ 114, ΑΠ 632/2002 Ποιν. Δικ. 2002 σελ 991, ΑΠ 777/2002 Ποινικός Λόγος 2002 σελ 258,  ΑΠ 1716/2001 Ποιν Δικ 2002 σελ  326, ΑΠ 704/2003 Ποιν.Δικ.2003 σελ 40, ΑΠ 982/2001 Ποινική Νομολογία Αρείου Πάγου 2001, σελ. 255  ΑΠ 979/2002, ΑΠ 1855/2006  Τράπεζα Νομικών πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Για την συγκρότηση του εγκλήματος της απάτης δεν απαιτείται ταυτότητα του παραπλανώμενου και του βλαπτομένου προσώπου, με αποτέλεσμα το έγκλημα της απάτης να πραγματώνεται και ενώπιον του Πολιτικού Δικαστηρίου με την παράσταση ή προσαγωγή ενώπιον του Δικαστή ψευδών ή πλαστών  αποδεικτικών στοιχείων εν γνώσει του προσκομίζοντος αυτά. Ο Δικαστής παραπλανώμενος με βάση τα προσκομισθέντα στοιχεία πρέπει να εκδώσει ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο απόφαση, προσπορίζοντας έτσι σ΄ αυτόν παράνομη περιουσιακή ωφέλεια και βλάπτοντας αντίστοιχα την περιουσία του αντιδίκου του κατηγορουμένου. Το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου πραγματώνεται με την προσαγωγή ή επίκληση ψευδών  αποδεικτικών μέσων, τα οποία λήφθηκαν υπόψη του Δικαστή και εκδόθηκε οριστική απόφαση προς βλάβη των περιουσιακών συμφερόντων του διαδίκου  του κατηγορουμένου. Η περιουσιακή βλάβη συνίσταται στην μείωση της περιουσίας του διαδίκου του κατηγορουμένου. Το έγκλημα της απάτης ενώπιον Δικαστηρίου  θεωρείται τετελεσμένο  με την έκδοση οριστικής αποφάσεως  με την οποία επιδικάζεται περιουσιακό στοιχείο του διαδίκου του κατηγορουμένου υπέρ αυτού (βλ σχετ. ΑΠ 1400/89 Ποιν. Χρον Μ 681, ΑΠ 652/92 Ελλ. Δικ 33 σελ 1361, ΑΠ 910/98 Ποιν. Χρον ΜΘ 529, ΑΠ 1092/98 Νομική Βιβλιοθήκη Πολιτικές και Ποινικές Αποφάσεις Αρείου Πάγου σελ 884, ΑΠ 75/99 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 319, ΑΠ 636/98 Ποιν. Χρον ΜΘ σελ 130).) Στην περίπτωση που το Δικαστήριο διαπίστωσε τα ψευδή  και πλαστά προσκομισθέντα στοιχεία τελείται το έγκλημα της απάτης στο Δικαστήριο  σε απόπειρα αν συντρέχει και το υποκειμενικό στοιχείο βέβαια της πρόθεσης δηλαδή να παραπλανηθούν οι Δικαστές για την έκδοση επιζήμιας για   τον αντίδικο του κατηγορουμένου απόφασης. (άρθρο 42 παρ. 1 του ΠΚ) Η ανωτέρω δηλαδή ενέργεια του κατηγορουμένου συνιστά αρχή εκτελέσεως του εγκλήματος της απάτης στο Δικαστήριο. Οταν όμως το Δικαστήριο απορρίπτει την αγωγή για δικονομικούς ή ουσιαστικούς λόγους (δεδικασμένο, αοριστία κλπ) και επομένως ο Δικαστής δεν μπορεί να ερευνήσει και αξιολογήσει την αλήθεια των προσκομισθέντων και επικαλουμένων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία στην προκείμενη περίπτωση είναι τέτοιας φύσεως, ώστε να αποβαίνει  απολύτως αδύνατη η τέλεση της πράξεως της απάτης, τότε τελείται αυτή σε απρόσφορη απόπειρα (άρθρο 43 παρ. 1 του ΠΚ) και ο δράστης τιμωρείται  με την ποινή της απόπειρας μειωμένης κατά το ήμισυ. (ΑΠ 714/89 Ποιν. Χρον Μ σελ. 94, ΑΠ 505/89 Ποιν. Χρον. ΛΘ 984, ΑΠ 328/86 Ποιν. ΛΖ 422, ΑΠ 765/2001, αδ. ΑΠ 2078/2005 αδ. ΑΠ 238/2000, ΑΠ 524/2002 Τράπεζα Νομικών πληροφοριών ΔΣΑ).

 

 

Κατά την διάταξη του άρθρου 98 παρ. 1 του ΠΚ κατ' εξακολούθηση έγκλημα υφίσταται όταν τελούνται περισσότερες ομοειδείς πράξεις σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τον ίδιο δράστη συνδεόμενες μεταξύ τους  με την ενότητα  εκτέλεσης  αποφάσεως του εγκλήματος αυτού. Το κατ' εξακολούθηση έγκλημα αποτελεί ιδιαίτερη μορφή πραγματικής συρροής εγκλημάτων, αφού ο δράστης προβαίνει στην τέλεση περισσοτέρων πράξεων, που διαφέρουν μεταξύ τους χρονικά, τελούμενες από τον ίδιο δράστη, ανεξάρτητες η μία της άλλης (διατηρούσες σε περίπτωση παραγραφής  η κάθε μία την αυτοτέλεια της) με τις οποίες προσβάλλεται η ίδια μονάδα εννόμου αγαθού και συνδεόμενες μεταξύ τους με την ενότητα της απόφασης προς εκτέλεση του εγκλήματος. Οι μερικότερες πράξεις του κατ εξακολούθηση εγκλήματος μπορούν να τελεστούν με τον ίδιο ή  με διαφορετικούς τρόπους (βλ. ΑΠ 1821/94 Υπερ 1996 σελ 375, ΑΠ 1391/93 Υπερ 1996 σελ 376, ΑΠ 1200/94 Υπερ 1996 σελ 378, ΑΠ 203/2012, ΑΠ 534/2012, ΑΠ 206/2012 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ. Μελέτες Ποινικού Δικαίου Λάμπρου Μαργαρίτη Καθηγητή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης σελ 51.)

 

 

Εξάλλου κατά την διάταξη του άρθρου 45 του ΠΚ «Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού κάποια αξιόποινη πράξη καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός αυτής» Για την ύπαρξη συναυτουργίας απαιτείται αντικειμενικά η σύμπραξη όλων των συμμετόχων στην τέλεση της κύριας πράξης. Υποκειμενικά απαιτείται δόλος, που συνίσταται στην θέληση της πραγμάτωσης της κύριας πράξης ή στην αποδοχή της τελέσεως αυτής. Οι συναυτουργοί απαιτείται να γνωρίζουν πως όλοι οι δράστες  επιδιώκουν την πραγμάτωση του αυτού εγκλήματος. Η απόφαση για την τέλεση του κατά συναυτουργία εγκλήματος μπορεί να έχει ληφθεί είτε πριν την τέλεση της κύριας πράξης (κοινός σχεδιασμός αυτής) είτε κατά την τέλεση της κύριας πράξης. Οι δράστες της συναυτουργίας μπορεί να συμπράττουν από κοινού στην τέλεση της όλης αξιόποινης πράξης αλλά και με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις  μπορεί να τελέσουν την αντικειμενική υπόσταση του αποφασισθέντος και τελεσθέντος εγκλήματος. (βλ. ΑΠ 103/2006, ΑΠ  611/2006, ΑΠ 757/2006, ΑΠ 854/2006 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Τα εγκλήματα της πλαστογραφίας με χρήση και της απάτης συρρέουν μεταξύ τους αληθινά. Καμία εκ των πράξεων αυτών δεν απορροφάται από την άλλη, αφού κάθε μία εξ αυτών είναι αυτοτελής και απαρτίζεται από διαφορετικά περιστατικά. Η επίτευξη της παραπλάνησης  και βλάβης του παραπλανωμένου ή του τρίτου στην περιουσία αποτελούν  τα στοιχεία που απαρτίζουν την αντικειμενική υπόσταση της  απάτης και δεν αποτελούν στοιχεία  και της πλαστογραφίας με χρήση ούτε και επιβαρυντική περίσταση αυτής ή συστατικά αυτής (ΑΠ 1040/2009, ΑΠ 1038/2010, ΑΠ 1080/2010,  ΑΠ 4/2011, ΑΠ 1033/2011, ΑΠ 609/2012, ΠεντΕφΠειρ 16/2011 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Τα εγκλήματα της πλαστογραφίας με χρήση και της απόπειρας απάτης συρρέουν μεταξύ τους φαινομενικά, όταν τα παρασταθέντα ψευδή περιστατικά του εγκλήματος της απόπειρας απάτης ταυτίζονται με εκείνα της πλαστογραφίας με χρήση, η πρώτη εκ των ανωτέρω απορροφάται από την δεύτερη. (ΑΠ 930/2001, ΑΠ 2324/2008, ΑΠ 83/2010 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ).

 

 

Τέλος κατά την διάταξη του άρθρου 2  παρ.1 του ΠΚ «Αν από της τελέσεως αξιόποινης πράξεως μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της   ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις» Τα χρηματικά ποσά που προβλέπονται στα εγκλήματα της πλαστογραφίας και της απάτης  σε βαθμό κακουργήματος έχουν αναπροσαρμοστεί και από το ποσό των 73000 ευρώ ορίστηκε το ποσό των 120.000 ευρώ. Επομένως στην περίπτωση που τα χρηματικά ποσά των εγκλημάτων αυτών είναι κάτω του ανωτέρω  αναπροσαρμοσθέντος ποσού των 120.000 ευρώ ο δράστης κατά την εφαρμογή  της παραπάνω διατάξεως θα τιμωρηθεί σε βαθμό πλημμελήματος (ΑΠ 49/1999, ΑΠ 192/2012, ΑΠ 285/2012, ΑΠ 193/2012 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών του ΔΣΑ)

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση  από τα στοιχεία της δικογραφίας καταθέσεις μαρτύρων, συνημμένα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, τα απολογητικά υπομνήματα αυτών και το εφετήριο τους έχουν προκύψει τα ακόλουθα.

Οι εκκαλούντες παραπονούνται για κακή ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης, εξαιτίας της οποίας το συμβούλιο πλημμελειοδικών οδηγήθηκε στην κρίση της παραπομπής αυτών και για τις δύο διωκόμενες σε βάρος τους πράξεις κακουργηματικού χαρακτήρα, ενώ αν ερμηνευόταν ορθά οι σχετικές διατάξεις θα οδηγούνταν σε απαλλακτική γι' αυτές κρίση ή στην παραπομπή τους για την δεύτερη εξ αυτών σε βαθμό πλημμελήματος.

 

 

Κατά το έτος 1981 κατακυρώθηκε  σε δικαστικό πλειστηριασμό (μετά από αναγκαστική εκτέλεση) της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ... στον πολιτικώς ενάγοντα ..., την σύζυγο του ... και στον πατέρα και δικαιοπάροχο των κατηγορουμένων (εκκαλούντων) ... το αριθμ 81 κληροτεμάχιο που ανήκε στην περιφέρεια του Δήμου Ωραιοκάστρου, το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στο οικείο υποθηκοφυλάκειο. Η συνολική έκταση του οικοπέδου ήταν 4.598,85 Τα ποσοστά που ανήκαν σε κάθε έναν εκ των συνιδιοκτητών ήταν 25% στον ..., 25% στην σύζυγο του ... και 50% στον .... Ο ... μεταβίβασε με δωρεά ποσοστό 12% (από τα κατεχόμενα 50%) στον γιό του ...(βλ. το αριθμ 284/81 συμβόλαιο της ανωτέρω Συμβολαιογράφου) και έτσι διαμορφώθηκαν τα μερίδια αυτών, 12% στον ... και 38% στον .... Η μεταγραφή όμως του συμβολαίου δωρεάς έγινε στις 6/4/82, ενώ ο κτηματολογικός πίνακας κατάταξης προς σύνταξη της πράξης εφαρμογής έκλεισε στις 10/3/82. Το 1994 έγινε η επέκταση του σχεδίου πολεοδόμησης της περιοχής  και συντάχθηκε η αριθμ. 19/94 πράξη εφαρμογής  μελέτης  του σχεδίου επέκτασης της περιοχής, στην οποία οριζόταν τα ποσοστά συμμετοχής εκάστου των συνιδιοκτητών σε συνεισφορά γης. Το 2005 μετά την διαμόρφωση νέας κατάστασης ως προς την συνιδιοκτησία των εκκαλούντων και των λοιπών μελών της οικογενείας τους λόγω του επελθόντος θανάτου του αποβιώσαντος πατρός τους ..., αυτοί (εκκαλούντες ) συνέταξαν την αριθμ 29/3323/ΠΕ305 Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης τροποποιητική της 19/44 της πράξης εφαρμογής, την οποία προσκόμισε ο πρώτος των κατηγορουμένων ... στις 23/11/2005  στον υπάλληλο της Διεύθυνσης Πολεοδομίας Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών Θεσσαλονίκης ..., (ο οποίος είχε την ιδιότητα του Εργοδηγού) ο οποίος συνέταξε σχετική βεβαίωση για την ανωτέρω απόφαση και η οποία προσκομιζόταν με τα σχετικά δικαιολογητικά σε διάφορα Δικαστήρια για να πειστούν οι δικαστές και εκδώσουν σχετικές αποφάσεις ευνοϊκές για τα συμφέροντα αυτών σχετικά ως προς τα ποσοστά συνεισφοράς  γης. Διά της ανωτέρω αποφάσεως του Νομάρχη  τα ποσοστά συνεισφοράς της οικογένειας Ράφτη ήταν μεγαλύτερη έναντι της αρχικής και έτσι επιδοτούνταν με έκταση 102,59 τ.μ η οικογένεια ..., αφού τα ποσοστά  ιδιοκτησίας αυτών ήταν 26,575% και με την νέα διαμορφωθείσα κατάσταση  η συνιδιοκτησία της οικογένειας ... περιορίστηκε στα 25% ενώ η οικογένεια ... από τα 46,87% στα 50%. Από την απόσπαση της παραπάνω εδαφικής εκτάσεως της οικογένειας ... επήλθε εξαιτίας της μειώσεως της αξίας  αυτής ζημία ανερχόμενη στα ποσά των 24.603 ευρώ εκ της μειώσεως της αντικειμενικής αξίας  της εναπομείνασας εκτάσεως, ποσό 45.119 ευρώ εξαιτίας της απώλειας δικαιώματος δόμησης λαμβάνοντας υπόψη του συντελεστή δόμησης 60% και της τιμής ζώνης 733 ευρώ ανά τ.μ. Κατά τους ισχυρισμούς του πολιτικώς ενάγοντα  και ποσό 20.000 που θα προκύψει σε περίπτωση κατασκευής διαχωριστικής περίφραξης και η δημιουργία έτσι προβλήματος στην ελεύθερη δίοδο. Το κονδύλιο αυτό όμως όπως διατυπώνεται κατά τους ισχυρισμούς του πολιτικώς ενάγοντα είναι μελλοντικό, αβέβαιο, υποθετικό και πιθανολογήσιμο και δεν αποτελεί συγκεκριμένη και ενεστώσα ζημία αυτού. Επίσης δεν μπορεί στην προκείμενη περίπτωση να αποτελέσει αντικείμενο της χρήσης  πλαστού εγγράφου  και του εγκλήματος της απάτης το ποσό των 1000 ευρώ λόγω της απώλειας (προφανώς καταστροφής) τριών δένδρων και τεσσάρων καλλωπιστικών θάμνων. Αφού ουδεμία σχέση έχει η αναφερόμενη απώλεια αυτή με τα προσκομισθέντα έγγραφα στις δικαστικές αρχές.

 

 

Η ανωτέρω αναφερομένη απόφαση του Νομάρχη καθώς αποδείχθηκε είναι ανύπαρκτη, αφού τέτοια απόφαση δεν έχει εκδοθεί. Οι κατηγορούμενοι όμως  εμφάνιζαν αυτήν με την σχετική βεβαίωση  αντιγράφου αυτής  στις δικαστικές αρχές για να πείσουν τους δικαστές σχετικά με την νομιμότητα αυτής και των λοιπών προσκομιζομένων δικαιολογητικών για να προβούν στην συνέχεια αυτοί στην έκδοση ευνοϊκής αποφάσεως με τα μειωμένα ποσοστά ιδιοκτησίας της οικογένειας ... και αυξημένα τα ποσοστά της ιδιοκτησίας  της οικογένειας .... Ειδικότερα ο πρώτος των κατηγορουμένων (εκκαλών) ... μετά την κατάρτιση  από κοινού με τους λοιπούς συγκατηγορουμένους του της επίδικης αποφάσεως του Νομάρχη τροποποιητική της  αριθμ 19/94 πράξης εφαρμογής επέκτασης  της πολεοδόμησης της περιφέρειας του Δήμου Ωραιοκάστρου εμφάνισε αυτήν (την απόφαση) στον υπάλληλο της Πολεοδομίας Θεσσαλονίκης ..., ο οποίος στην συνέχεια βεβαίωσε την ύπαρξη αντιγράφου αυτής, το οποίο με τα λοιπά δικαιολογητικά που προέκυψαν από την χρήση αυτής (απόφασης) (μεταγραφή στο υποθηκοφυλάκειο) προσκομίστηκαν με τις προτάσεις τους  στις 12/10/2007 στο Εφετείο Θεσσαλονίκης και εκδόθηκε η αριθμ 14681/2008 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, το οποίο έλαβε υπόψη του  την ανωτέρω τροποποιητική απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης της πράξης εφαρμογής και εξέδωσε ευνοϊκή για τους εκκαλούντες και λοιπούς συνιδιοκτήτες τους απόφαση.

 

 

Στις 25/1/2010  προσκόμισαν με τις προτάσεις τους στον Αρειο Πάγο τα ανωτέρω δικαιολογητικά και εκδόθηκε η με αριθμ 734/2010 απόφαση διά της οποίας και πάλι έγιναν δεκτοί οι ισχυρισμοί των εκκαλούντων με τα συνημμένα αποδεικτικά στοιχεία  της ύπάρξης της αποφάσεως που τροποποιεί την πράξη εφαρμογής μεταβάλλοντας τα ποσοστά συνιδιοκτησίας όλων των μερών (πολιτικώς ενάγοντα και του γιού του … και των μελών της οικογένειας ... του ...) ανερχόμενα στο 12% και του μεριδίου του ... 38% από το οριζόμενο στην μη τροποποιημένη πράξη ποσοστό των 46,85%. Περαιτέρω οι εκκαλούντες προσκόμισαν στις 17/12/2009 στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης τα ίδια ανωτέρω δικαιολογητικά αλλά το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του αυτά και απέρριψε την αγωγή των εκκαλούντων εκδίδοντας την αριθμ 1109/2010 απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου. Τέλος στις 18/9/2008 προσκόμισαν τα ίδια παραπάνω πλαστά δικαιολογητικά και τα αναφερόμενα σ' αυτά έγγραφα στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, το οποίο δεν έλαβε υπόψη του αυτά και απέρριψε την αγωγή αποζημιώσεως αυτών σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντα. Διά της ανωτέρω αγωγής τους αξίωναν αποζημίωση ποσού 90.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης που είχαν υποστεί εξαιτίας της λήψης οικοδομικής άδειας εκ μέρους του πολιτικώς ενάγοντα για την κατασκευή διαχωριστικής περίφραξης στο επίδικο (επίκοινο) κτήμα).

 

Οι κατηγορούμενοι γνώριζαν την πλαστότητα της ανωτέρω τροποποιητικής αποφάσεως του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, αφού αυτοί ήσαν και οι καταρτίσαντες αυτήν. Το ποσό που επιδίωκαν οι εκκαλούντες διά της χρήσεως των πλαστών ανωτέρω εγγράφων ανέρχεται στο ποσό των 159,722 ευρώ μετά την αφαίρεση του ποσού των 20.000 ευρώ και των 1000 ευρώ που αφορούν την τυχόν κατασκευή της διαχωριστικής περίφραξης καιτης δημιουργίας έτσι προβλήματος στην ελεύθερη δίοδο στο ακίνητο και της απώλειας των τεσσάρων θάμνων και των τριών δένδρων. Κονδύλια τα οποία κατά την άποψη μας πρέπει να αφαιρεθουν αφού δεν έχουν σχέση με τις αποδιδόμενες στους εκκαλούντες πράξεις, γιατί δεν έχουν σχέση με την αντικειμενική αξία του αποσπασθέντος τμήματος εδαφικής έκτασης των 102,59 τ.μ αλλά αφορούν μελλοντική και πιθανολογούμενη να συμβεί ζημία και η απώλεια και καταστροφή των τριών δένδρων και τεσσάρων θάμνων και αληθινού όντως ισχυρισμού αφορά αντικείμενο άλλης δίκης. Οι φερόμενες μερικότερες πράξεις  που επισυνέβησαν στις 17/12/2009 και 18/9/2008 τελέσθηκαν σε απόπειρα, αφού τα δικαστήρια στα οποία προσκομίστηκαν τα επίδικα και φερόμενα ως πλαστά έγγραφα δεν προέβησαν στην έκδοση αποφάσεως αλλά απέρριψαν τους αγωγικούς ισχυρισμούς. Ως εγκλήματα απάτης σε απόπειρα όμως απορροφώνται από την πράξη της πλαστογραφίας με χρήση, αφού μάλιστα στην προκείμενη περίπτωση υφίσταται και ταυτότητα των παρασταθέντων ψευδών γεγονότων με την χρήση προς παραπλάνηση άλλων. Μετά όμως την απορρόφηση των πράξεων της απόπειρας απάτης από την πλαστογραφία με χρήση η ζημία που προκαλείται με τις τετελεσμένες πράξεις της απάτης ανέρχεται στο ποσό των 69.722 ευρώ και συνεπώς επέχουν πλέον πλημμεληματικό χαρακτήρα (άρθρο 386 παρ. 1, 3 περ. β του ΠΚ όπως τροποποιήθηκε με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του νόμου 4055/2012.

 

 

Εκ των ανωτέρω συνάγεται πως οι εκκαλούντες κατάρτισαν από κοινού (και με τον έτερο συγκατηγορούμενο τους) την αριθμ 29/3323/ΠΕ305 Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, την οποία αρχικά χρησιμοποίησε μεμονωμένα ο πρώτος των εκκαλούντων ... στην Διεύθυνση Πολεοδομίας Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών  για την λήψη βεβαιώσεως γνησιότητας αυτής  προς τον υπάλληλο της Πολεοδομίας ... και στην συνέχεια χρησιμοποίησαν αυτήν (την απόφαση με τα λοιπά σχετικά  αυτής) σε διάφορα Δικαστήρια όπως θα αναφερθεί παρακάτω και συγκεκριμένα: στις 12/10/2007 στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, στις 17/9/2009 στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, στις 18/9/2008 στο Μονομελές Πρωτοδικείο  και στις 25/1/2010 ενώπιον του Αρείου Πάγου με σκοπό να παραπλανήσουν τους Δικαστές αυτών (Δικαστηρίων) και εκδώσουν ευνοϊκές γι` αυτούς αποφάσεις εκ των οποίων αποσκοπούσαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος με αντίστοιχη βλάβη του πολιτικώς ενάγοντα και των λοιπών συνιδιοκτητών του επιδίκου κτήματος. Η ωφέλεια που επιδίωκαν ανέρχεται στο ποσό των 90.000 ευρώ εκ της επιδιώξεως του ποσού αποζημιώσεως  για ηθική βλάβη  που επιδίωκαν να λάβουν με το αγωγικό τους αίτημα με την προσκόμιση της πλαστής αποφάσεως του Νoμάρχη και των λοιπών σχετικών μ' αυτήν εγγράφων και εκ της μειώσεως της αντικειμενικής αξίας του όλου ακινήτου, της απώλειας δικαιώματος δομήσεως στο επίδικο λαμβάνοντας υπόψη και τον συντελεστή δόμησης στην περιοχή 60% και την τιμή ζώνης ανερχόμενη στο ποσό των 733 ευρώ. Συνολικά δηλαδή εκ της μειώσεως της αντικειμενικής αξίας 24,603 ευρώ, εκ της μειώσεως δικαιώματος δομήσεως 45,119 ευρώ δηλ συνολικά 69,722 ευρώ. Αφού πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 20.000 ευρώ που αναγράφεται στο προσβαλλόμενο βούλευμα το οποίο  προέρχεται από την τυχόν κατασκευή διαχωριστικής περιφράξεως, το οποίο όμως είναι γεγονός μελλοντικό και πιθανολογούμενο να επισυμβεί καθώς και το ποσό των 1000 ευρώ το οποίο αναφέρεται για απώλεια των τριών δένδρων και τεσσάρων θάμνων. Ολο το ποσό που επιδίωξαν πλην των ανωτέρω οι εκκαλούντες ανέρχεται στο ποσό των 159,722 ευρώ (λαμβανομένου υπόψη των μερικοτέρων πράξεων σχετικής με την αποζημίωση και  της διεκδίκησης της εκτάσεως των 102,59 τ.μ  που διά των προσκομισθέντων πλαστών εγγράφων επιδίωκαν να καρπωθούν. Περαιτέρω για τις πράξεις της απόπειρας απάτης που φέρονται να έχουν τελεστεί στις 17/12/2009 και 18/9/2008 σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό της παρούσας οι πράξεις αυτές λόγω της ταύτισης των παρασταθέντων ψευδών γεγονότων (διά της προσκομίσεως των πλαστών εγγράφων) με την πλαστογραφία με χρήση, αυτές έχουν απορροφηθεί από την δεύτερη (πλαστογραφία με χρήση). Συνεπώς γι' αυτές δεν πρέπει να γίνει κατηγορία σε βάρος των εκκαλούντων. Οι λοιπές πράξεις της τετελεσμένης απάτης  πλέον λόγω της μειώσεως του σκοπού οφέλους και της πρόκλησης βλάβης στον πολιτικώς ενάγοντα και τους λοιπούς συνιδιοκτήτες του επιδίκου διώκονται πλέον σε βαθμό πλημμελήματος αφού το ανωτέρω ποσό ανέρχεται στο ποσό των 69,722 ευρώ.

 

Επομένως πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η ασκηθείσα έφεση των εκκαλούντων και να μεταρρυθμισθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών κατά τα αναφερόμενα ανωτέρω.

 

Κατά τα λοιπά πρέπει να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών (ως προς την πλημμεληματική πράξη της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Προτείνω 1) να γίνει δεκτή  τυπικά η ασκηθείσα έφεση των ... δικηγόρου στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης κατοίκου Θεσσαλονίκης, του ... συνταξιούχου στρατιωτικού κατοίκου Ωραιοκάστρου, 2) να μεταρρυθμιστεί το προσβαλλόμενο αριθμ 802/2012 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης κατά τα κατωτέρω οριζόμενα 3) να επαναδιατυπώθει η κατηγορία ως εξής:

 

Α. Οι ανωτέρω  εκκαλούντες με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος και οι οποίες τιμωρούνται με στερητικές της ελευθερίας ποινές  από κοινού ενεργούντες προέβησαν στην τέλεση των ακολούθων εγκλημάτων

 

Α) Στις 23/11/2005 κατάρτισαν από κοινού εξαρχής την αριθμ. 29/33231/ΠΕ305 Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης τροποποιητική της αριθμ 19/44/94 της πράξης επέκτασης μελέτης εφαρμογής του πολεοδομικού σχεδίου  του Δήμου Ωραιοκάστρου με αριθμ. 19/94 διά της οποίας εμφάνιζαν τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τους μεγαλύτερα από τα αναλογούντα σ` αυτούς και μικρότερα  του πολιτικώς ενάγοντα  και των λοιπών συνιδιοκτητών του επιδίκου κτήματος.

Οι εκκαλούντες από κοινού ενεργώντας  με τον έτερο συγκατηγορούμενο τους ... έχοντας σκοπό να παραπλανήσουν με τη χρήση του καταρτισθέντος πλαστού εγγράφου άλλον σχετικά με γεγονός που έχει έννομες συνέπειες και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν από κοινού, ο πρώτος και κατά μόνας, το πλαστό αυτό έγγραφο, με βλάβη τρίτου και το συνολικό όφελος που σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους και η αντίστοιχη ζημία των παθόντων, υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ. Ειδικότερα, στη Θεσσαλονίκη, την 23-11-2005, οι ανωτέρω δύο κατηγορούμενοι αλλά και ο συγκατηγορούμενός τους ... κατάρτισαν εξ' υπαρχής πλαστό έγγραφο και συγκεκριμένα την με αριθμ. πρωτ. 29/3323/ΠΕ/305 του Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης 19/44, τροποποιητική της με αριθμ. 19/94 πράξης Εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης περιοχής επέκτασης Δήμου Ωραιοκάστρου με την οποία εμφανιζόταν να τροποποιούνται τα ποσοστά συνιδιοκτησίας, τα οποία ίσχυαν με βάση την Π.Ε. 19/1994 για τους συνιδιοκτήτες του επίδικου κοινού οικοπέδου ως εξής: 1) εισήχθη ως συνιδιοκτήτης ο ...,  ελαττώθηκαν τα ποσοστά εκάστου των συζύγων ... και ... αλλά και του μετέπειτα συνιδιοκτήτη υιού τους ... από 26,575% σε 25% και  ορίστηκε ως ποσοστό 12% για τον ...και 38% για τον ... (αυξήθηκε δηλαδή το ποσοστό της οικογένειας ... από 46,85% σε 50%) προκειμένου να εμφανίζουν αυτό στις αρμόδιες αρχές, δηλαδή στο υποθηκοφυλακείο και στα δικαστήρια και να αποσπάσουν την αναλογούσα στον πολιτικώς ενάγοντα (εγκαλούντα) ... και τους έτερους θιγόμενους συνιδιοκτήτες εδαφική έκταση των 102,59 τ.μ. η οποία είχε ως επακόλουθο την εξής ζημία για τον εγκαλούντα και τους προαναφερθέντες συνιδιοκτήτες του ακινήτου και αντίστοιχο όφελος στους άνω κατηγορουμένους: 1) απώλεια εδάφους εκτάσεως 102,59 τ.μ. με αντικειμενική αξία 24.603 ευρώ, 2) απώλεια ως δικαιώματος δομήσεως 45.119 ευρώ (με βάση το συντελεστή δόμησης  60% της περιοχής του οικοπέδου και τιμή ζώνης ανά τ.μ.  733 ευρώ). Συνεπώς η συνολική ζημία (σχετικά με την διεκδίκηση του επιδίκου κτήματος) για τον πολιτικώς ενάγοντα και τους θιγόμενους συνιδιοκτήτες και το αντίστοιχο όφελος στους παραπάνω κατηγορούμενους, ανέρχεται στο χρηματικό ποσό των (24.603+45.119=+69,722 ευρώ) Στην βλάβη του παθόντος και αντίστοιχη ωφέλεια των εκκαλούτων πρέπει να συμπεριληφθεί και η διεκδίκηση αποζημιώσεως ποσού 90.000 ευρώ για αποζημίωση που επιδίωκαν σε βάρος του πολιτικώς ενάγοντος 159,722 ευρώ. Τούτο δε το πλαστό έγγραφο χρησιμοποίησαν περαιτέρω ως ακολούθως: α) ο πρώτος κατηγορούμενος ... την 23-11-2005, προσκομίζοντας το ενώπιον του υπαλλήλου του Τμήματος Πολεοδομικών Εφαρμογών Θεσσαλονίκης ..., 2) την 12-10-2007, από κοινού (οι εκκαλούντες με τον ...) προσκόμίσαν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, 3) στις 17/10/2007 προσκόμισαν το ανωτέρω επίδικο έγγραφο με τις προτάσεις τους στο Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης, 4) την 18-9-2008 από κοινού οι κατηγορούμενοι (εκκαλούντες) ... και ..., προσκόμίσαν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, προκειμένου να επιδικασθεί υπέρ αυτών και σε βάρος του εγκαλούντος συνολική αποζημίωση αξίας 90.000 ευρώ,) 5) την 25/1/2010 από κοινού οι εκκαλούντες με τον συγκατηγορούμενο τους ... προσκόμίσαν το ανωτέρω πλαστό έγγραφο με τις προτάσεις τους ενώπιον του Αρείου Πάγου. Με τις ανωτέρω δε χρήσεις οι εκκαλούντες (... και ...) σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους το παράνομο περιουσιακό όφελος που περιγράφεται ανωτέρω με αντίστοιχη ζημιά των παθόντων,

 

 

Β) Στη Θεσσαλονίκη και στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους οι εκκαλούντες ..., ενεργώντας κατόπιν συναπόφασης με πρόθεση και με σκοπό να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, αποβλέποντας όμως με κάθε μία από τις μερικότερες πράξεις τους στο συνολικό περιουσιακό όφελος που προέκυπτε από αυτές ως αποτέλεσμα, έβλαψαν ξένη περιουσία, πείθοντας άλλον και συγκεκριμένα δικαστές σε πράξη, με την εν γνώσει παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών, Ειδικότερα, με πρόθεση ενεργώντας ενώπιον των παρακάτω δικαστηρίων και στους παρακάτω αναφερόμενους χρόνους από κοινού οι εκκαλούντες με τον έτερο συγκατηγορούμενο τους ... στις περιπτώσεις που αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, ενεργώντας κατόπιν κοινής απόφασής τους, παρέστησαν εν γνώσει τους ψευδώς στις αντίστοιχες συνθέσεις των συνεδριαζόντων δικαστηρίων ότι υφίσταται και είναι σε ισχύ η με αριθμ. πρωτ. 29/33231ΠΕ/305 του Φεβρουαρίου 1997 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης 19/44 τροποποιητική της με αριθμ. 19 Πράξης Εφαρμογής πολεοδομικής μελέτης περιοχής επέκτασης Δήμου Ωραιοκάστρου την οποία, όπως αναλύεται παρακάτω ειδικότερα, κάθε φορά επικαλούνταν με τα εκάστοτε δικόγραφα τους ενώπιον των παρακάτω δικαστηρίων και η οποία εμφανιζόταν να τροποποιεί τα ποσοστά συνιδιοκτησίας τα οποία ίσχυαν με την Π.Ε. 19/1994 για τους συνιδιοκτήτες του επίδικου οικοπέδου ως εξής: 1) εισήγαγε ως συνιδιοκτήτη τον ..., ελάττωνε τα ποσοστά εκάστου του ... και των λοιπών συνιδιοκτητών (συζύγου και μεταγενέστερα και του υιού του) από 26,575% σε 25% και  όριζε ποσοστό 12% για τον ... και 38% για τον ... (αυξήθηκε δηλαδή το ποσοστό της οικογένειας ... από 46,85% σε 50%), ενώ η αλήθεια ήταν ότι τέτοια τροποποιητική απόφαση του Νομάρχη στην πραγματικότητα δεν υφίστατο, πλην όμως αντίγραφο αυτής με την ψευδή επ’ αυτού βεβαίωση του Εργοδηγού ... περί του ακριβούς αντιγράφου από το τηρούμενο στο Τμήμα Πολεοδομικών Εφαρμογών πρωτότυπο - προσκόμισαν άπαντες οι ανωτέρω τρεις κατηγορούμενοι με σχετική επίκληση: 1. Την 12-10-2007 ενώπιον του Εφετείου Θεσσαλονίκης, από το οποίο εκδόθηκε η με αριθμό 14681/2008 απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη της την ανωτέρω τροποποιητική απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης με αριθμό 19/44 και στηρίχθηκε στην ύπαρξη αυτής. 2. Την 25-1-2010 προσκόμισαν με τις προτάσεις τους ενώπιον του Αρείου Πάγου, από τον οποίο εκδόθηκε η με αριθμό 734/2010 απόφαση, η οποία έλαβε υπόψη της την ανωτέρω τροποποιητική απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης με αριθμό 19/44 και στηρίχθηκε στην ύπαρξη αυτής. Τα ανωτέρω δε έπραξαν από κοινού με σκοπό να αποκομίσουν όφελος των (24.603+45.119=69,722  ευρώ με αντίστοιχη βλάβη του πολιτικώς ενάγοντα και των λοιπών συνιδιοκτητών.

 

4) να μην γίνει κατηγορία για τις μερικότερες πράξεις της απόπειρας απάτης, που φέρονται να έχουν τελεστεί στις 17/10/2007 και 18/9/2008 (λόγω απορροφήσεως αυτών από την πράξη της πλαστογραφίας μετά χρήσεως)

 

5) να μην γίνει κατηγορία  για τα κονδύλια των 20.000 ευρώ και 1000 ευρώ που αναφέρεται στο σκεπτικό και για τις δύο πράξεις (πλαστογραφίας μετά χρήσως και της τετελεσμένης απάτης) και

 

6) να εκτελεστεί το προσβαλλόμενο βούλευμα του ανωτέρω συμβουλίου ως προς την πράξη της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης.

 

 

Θεσσαλονίκη 24/9/2012.

 

Ο Αντεισαγγελέας Εφετών

Ηλίας Σεφερίδης