ΣυμβΕφΠατρών 101/2016

 

Έφεση - Παραπεμπτικό βούλευμα - Απιστία - Εντολή -.

 

Στην έκθεση άσκησης της έφεσης πρέπει να αναφέρονται οι λόγοι έφεσης ή αναίρεσης, και δεν αρκεί η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, διαφορετικά το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Στο έγκλημα της απιστίας, για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας, πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές αλλά και νομικές πράξεις με εξουσίας αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού. Η λήψη μία μεταχρονολογημένης επιταγής από τον εντολέα, έστω και με τη γνώση της εγγενούς διακινδύνευσης να μη διαθέτει ο εκδότης κεφάλαια προς πληρωμή, συνιστά μια προβλεπτή διακινδύνευση για την περιουσία που δεν επιφέρει αναγκαία ζημία. Να μη γίνει κατηγορία κατά του κατηγορούμενου για την πράξη της απιστίας με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ.

 

 

Αριθμός: 101/2016

 

(Αριθ. Ειδ. Βιβλίου: 101/2016)

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΦΕΤΩΝ ΠΑΤΡΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Καραγιάννη, Πρόεδρο Εφετών, Βασιλική Γιαννακού - Εισηγήτρια και Βασιλική Κατσούλα, Εφέτες.

 

Συνεδρίασε στο γραφείο των διασκέψεων στις 8 Ιουνίου 2016 με παρουσία και του Γραμματέως Δημητρίου Παπαπάνου.

 

Το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την ποινική υπόθεση στην οποία ο Αντεισαγγελέας Εφετών Πατρών Γεώργιος Μπισμπίκης, έχει υποβάλει την πρόταση του με αριθμό 71/2016 που έχει ως εξής:

 

«Εισάγω ενώπιον του Συμβουλίου Σας, κατά τις διατάξεις των άρθρων 317§1α και 481 §1 ΚΠΔ, την υπ' αριθμ.1/2016 έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδ. ... κατά του υπ' αρ.../3-3/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, με το οποίο ο εκκαλών παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικαστεί για το έγκλημα της απιστίας με βλάβη της περιουσιακής ζημίας άλλου, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, ήτοι για παράβαση των Αρθρων 14, 27 παρ. 1, 51, 52, 390 εδ. β'-α' ΠΚ, και εκθέτω τα ακόλουθα:

 

     Κατά μεν τη διάταξη του Αρθρου 463 εδ. α'ΚΠΔ «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα», κατά δε την τοιαύτη του Αρθρου 477 ΚΠΔ, όπως αντικ. με άρθρο 24 παρ. 1 του Ν. 3904/2010, «έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα στις περίπτωσεις των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος», ενώ κατ' αυτήν του Αρθρου 478 ΚΠΔ, όπως αντικ. με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν. 3904/2011, «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο και μόνο για τους λόγους: α. της απόλυτης ακυρότητας και β. της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης». Οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας εκτίθενται στην διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ (βλ σχετ. το Αρθρο), ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη την οποία έχει πραγματικά, και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε (βλ. Ολ.ΑΠ 1/2002 ΠΧ Ν.Β 689) Τέλος, όπως συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 και 2 Κ.Π.Δ στην έκθεση, η οποία συντάσσεται από τον αρμόδιο γραμματέα για την δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου από τον δικαιούμενο, πρέττει να αναφέρονται όλοι οι λόγοι εφέσεως ή αναιρέσεως, διότι αν δεν περιέχεται κάποιος λόγος ή όλοι είναι αόριστοι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Δεν αρκεί δε η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, και εν προκειμένω του άρθρου 478 Κ.Π.Δ,, όπως λ.χ. «ότι έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν δεν εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση ή δεν προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται στην απόφαση ή το βούλευμα (βλ. Ο.Λ.ΑΠ 644/85 ΠΧ ΛΕ 899 και Α.Π 1018/2000 Ποιν.Δικ. 2000,1204)». Περαιτέρω, κατά το άρθρο 390 του Π.Κ. (όπως αντικαταστάθηκε με το αρ. 36 παρ. 2 του ν. 2172/1993 «όποιος με γνώση ζημιώνει την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου ή δικαιοπραξίας έχει την επιμέλεια ή διαχείριση (ολική ή μερική ή μόνο για ορισμένη πράξη) τιμωρείται με φυλάκιση». Από τη διάταξη αυτή, που προβλέπει το έγκλημα της απιστίας, προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται αντικειμενικώς μεν η επέλευση βλάβης στην περιουσία τρίτου προσώπου της οποίας ο δράστης έχει τη διαχείριση ή επιμέλεια, με βάση τον νόμο ή τη δικαιοπραξία, υποκειμενικός δε δόλος και δη άμεσος, δηλαδή πρέπει ο δράστης αφενός μεν να γνωρίζει ότι έχει την επιμέλεια ή τη διαχείριση ξένης περιουσίας, αφετέρου δε να προβλέπει τουλάχιστον ως αναγκαία συνέπεια της συμπεριφοράς του την πρόκληση ζημίας στην ξένη περιουσία και να αποδέχεται τη ζημία αυτή. Για να έχει ο δράστης την ιδιότητα του διαχειριστή ξένης περιουσίας πρέπει να ενεργεί διαχείριση, δηλαδή να ενεργεί όχι απλώς υλικές, αλλά νομικές πράξεις με εξουσία αντιπροσώπευσης του εντολέα, με δυνατότητα ανάπτυξης πρωτοβουλίας και λήψεως αποφάσεων με κίνδυνο και ευθύνη αυτού ( βλ. ΑΠ 970 /2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2009 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 3/2011, ΝΟΜΟΣ).Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με την ανωτέρω έφεση του, η οποία ασκήθηκε εμπροθέσμως αφού η επίδοση του βουλεύματος προς αυτές έλαβε χώρα την 8-3-2016 και η έφεση του ασκήθηκε την 17-3-2016 ενώπιον της γραμματείας του πρωτοδικείου Ηλείας, προσβάλλει το προαναφερόμενο βούλευμα δυνάμει του οποίου παραπέμπεται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, για να δικαστεί αναφορικά με το ότι στον Πύργο Ηλείας, κατά το χρονικό διάστημα από 7-4-2009 έως και 26-5-2009, εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία άλλου, της οποίας βάσει του νόμου είχε την διαχείριση, προκαλούντος περιουσιακή ζημία υπερβαίνουσα το ποσό των 30.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, κατά τον παραπάνω τόπο και χρόνο, έχοντας διοριστεί με την αριθμ. 161/2000 απόφαση του Πολ. Πρωτ. Ηλείας οριστικός σύνδικος του κηρυχθέντος σε πτώχευση με την αριθμ. 62/2000 απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΗ ΑΔΡΑΝΩΝ ΥΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΤΟΙΜΟΥ ΣΚΥΡΟΔΕΜΑΤΟς - ΑΛΦΕΙΟΣ» εν γνώσει του ζημίωσε την περιουσία του προαναφερθέντος νομικού προσώπου κατά τον εξής τρόπο: Μετά την κατόπιν αιτήσεως του εκκαλούντος προς την εισηγήτρια της πτωχεύσεως και αποδοχής αυτής από την τελευταία διενέργεια του ιδιωτικού πλειστηριασμού της κινητής περιουσίας της πτωχευσάσης ως άνω εταιρείας, κατά την διάρκεια του οποίου υπερθεμάτισε έναντι των λοιπών ενδιαφερομένων ο ... προσφέροντας το ποσό των 64.950 ευρώ για την αγορά του μηχανικού εξοπλισμού και των μεταφορικών μέσων της εταιρείας (βλ. αναλυτική παράθεση αυτών στο προσβαλλόμενο βούλευμα), η αξία των οποίων είχε εκτιμηθεί υπό του ορισθέντος με πράξη της εισηγήτριας της πτωχεύσεως εκτιμητή - πραγματογνώμονα, ... στο ποσό των 39.416.90 ευρώ, ο εκκαλών παρέλαβε, και αντί του ανωτέρω τιμήματος, από τον υπερθεματιστή, ...αφενός το ποσό των 12.000 ευρώ σε μετρητά και αφετέρου, δια της προς αυτόν οπισθογραφήσεως, την αριθμ.... μεταχρονολογημένη και εις διαταγήν του (: του υπερθεματιστή) εκδοθείσα την 26-5-2009 από την εταιρεία «... ΚΑΙ ΣΙΑ» επιταγή, ποσού 52.950 ευρώ. Στο ενδιάμεσο όμως διάστημα, ήτοι από την 7-4-2009 εως την 26-5-2009, και πριν ο εκκαλών εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή, επέτρεψε στον υπερθεματιστή να παραλάβει τα κινητά πράγματα της πτωχευσάσης, τα οποία εφυλάσσοντο σε περιφραγμένο εκθεσιακό χώρο. Έτσι, όταν ο εκκαλών εμφανίστηκε την 26-5-2009 στο υποκατάστημα της ALPHA BANK στο Πύργο για να εισπράξει την επιταγή, ενημερώθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο της τράπεζας ότι η επιταγή, την οποία εμφάνισε προς πληρωμή, αποτελούσε προϊόν κλοπής. Με την ανωτέρω λοιπόν ενέργεια του, ήτοι να επιτρέψει στον υπερθεματιστή την παραλαβή των κινητών πραγμάτων της πτωχής, ενώ γνώριζε ότι δεν είχε εισπράξει ακόμη από αυτόν το συνολικό ποσό των 64.950 ευρώ, το οποίο και ουδέποτε εισέπραξε, ζημίωσε την περιουσία της τελευταίας κατά το προεκτεθέν ποσό μείον αυτό των 12.000 ευρώ, το οποίο μόνο είχε μέχρι εκείνη την στιγμή καταβάλει ο υπερθεματιστής, …. Για την περί παραπομπής του εκκαλούντος για την ως άνω σε βαθμό κακουργήματος αξιόποινη πράξη της απιστίας κρίση του το προσβαλλόμενο βούλευμα, το οποίο υιοθέτησε πλήρως την ομόηχη εισαγγελική πρόταση, έλαβε υπόψιν του το γεγονός ότι ο εκκαλών γνωρίζοντας ότι παραλαμβάνοντας μια μεταχρονολογημένη επιταγή, η οποία ήταν δυνατόν να μην πληρωθεί κατά το χρόνο εμφανίσεως της προς πληρωμή ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων προς εξόφληση της στο λογαριασμό του εκδόσαντος αυτήν και επίσης επιτρέποντας την παραλαβή από τον υπερθεματιστή και από απομάκρυνση από αυτόν των κινητών πραγμάτων της πτωχής από τον προαναφερόμενο εκθεσιακό χώρο, ο οποίος βρίσκεται στην περιοχή «Συντριάδα» του Δήμου Πύργου, χωρίς όμως προηγουμένως να εισπράξει το υπόλοιπο του τιμήματος, προέβη, με αυτόν τον τρόπο, εν γνώσει του σε κακή διαχείριση της περιουσίας του νομικού προσώπου της πτωχής, την οποία εκ του νόμου είχε ως σύνδικος της πτωχεύσεως, ζημιώνοντας εν τέλει αυτή (περιουσία) κατά το ποσό της ανωτέρω επιταγής, το οποίο τελικώς δεν εισέπραξε, αφού η τελευταία ήταν προϊόν κλοπής, ούτε βεβαίως επέστρεψε ποτέ τα κινητά πράγματα ο υπερθεματιστής, διότι ήδη τα είχε πωλήσει. Τα προαναφερθέντα  πραγματικά  περιστατικά  το προσβαλλόμενο έκρινε  ότι στοιχειοθετούν τον απαιτούμενο από τον νόμο για το κατηγορούμενο έγκλημα άμεσο δόλο  δευτέρου βαθμού, αφού  σ'αυτά  διέκρινε και γνώση του εκκαλούντος της πλημμελούς εκ μέρους του διαχειρίσεως της περιουσίας της πτωχής και πρόβλεψη ως αναγκαίας συνέπειας της ζημίας της περιουσίας αυτής ως εκ της πλημμελούς ως άνω διαχειρίσεως αυτής. Προς επίρρωση δε της κρίσης του για την ως ανωτέρω εξέλιξη των πραγμάτων και εντεύθεν ορθή ως άνω υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στο ανωτέρω είδος του δόλου  στηρίχτηκε στις ένορκες  ανακριτικές  καταθέσεις των  μαρτύρων, ..., οι οποίοι έλαβαν μέρος στην φόρτωση των κινητών πραγμάτων της πτωχής και οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι ο εκκαλών γνώριζε ότι ο ... έλαβε στην κατοχή του τα  κινητά πράγματα. Περαιτέρω, και επικουρικά προς την κατεύθυνση ενισχύσεως ακόμη πιο πολύ των ενδείξεων της γνώσης εκ μέρους του εκκαλούντος των ανωτέρω ενεργειών του υπερθεματιστή προέβη στην ρητορική διερώτηση, πως ήταν δυνατόν να μη λάβει ο εκκαλών γνώση του γεγονότος της φορτώσεως των κινητών πραγμάτων της πτωχής από τον υπερθεματιστή και απομακρύνσεώς τους από τον περιφραγμένο χώρο, εφόσον αυτή διήρκησε τέσσερις ημέρες και έγινε αντιληπτή από πολλά πρόσωπα, όπως το γεγονός αυτό οι προαναφερόμενοι μάρτυρες επίσης στις καταθέσεις τους ανέφεραν. Επίσης, προς την ιδία αυτή κατεύθυνση αξιοποίησε το γεγονός ότι ο εκκαλών υπέβαλε έγκληση για την πλαστότητα της επιταγής και την κλοπή των πραγμάτων δύο έτη αργότερα. Στην αποδεικτική αυτή λοιπόν βάση στηριζόμενο το προσβαλλόμενο βούλευμα απέρριψε ως αβάσιμους τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, ότι δεν γνώριζε ότι η επιταγή ήταν προϊόν κλοπής ή ότι ουδέποτε έδωσε τη συγκατάθεση του για την απομάκρυνση των πραγμάτων από τον υπερθεματιστή και την περιέλευσή τους στη δική του κατοχή. Για την ανωτέρω λοιπόν παραπεμπτική κρίση του προσβάλλει ο εκκαλών το αριθμ. 26/2016 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κων Ηλείας με την υπό κρίσιν έφεση του επικαλούμενος ως λόγο την εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή  της διατάξεως του άρθρου 390 ΠΚ. Ειδικότερα, ο εκκαλών υποστηρίζει, ότι, ενώ το βούλευμα δέχεται στη μείζονα σκέψη του ότι για την υποκειμενική στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος απαιτείται άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού, υπήγαγε στην έννοια αυτού του είδους του δόλου πραγματικά περιστατικά, που δέχτηκε ως αληθινά, τα οποία όμως ταίριαζαν με επίψογο απέναντι στο άδικο της πράξεως του στάση του εκκαλούντος, η οποία όμως σηματοδοτούσε την στοιχειοθέτηση ενδεχομένου δόλου. Συγκεκριμένα το προσβαλλόμενο προκειμένου να ολοκληρώσει το εγχείρημα του περί αποδόσεως στον εκκαλούντα άμεσο δόλο δευτέρου βαθμού, δέχτηκε, παρακάμπτοντας ως μη έχοντα σχέση με την κατηγορία και άρα με τον δόλο, τον ισχυρισμό του εκκαλούντος στην απολογία του, ότι αγνοούσε ότι η επιταγή ήταν κλεμμένη, ότι η εκ μέρους του λήψη μεταχρονολογημένης επιταγής έναντι του πλειστηριάσματος, συνδυαζόμενης αυτής της ενέργειας του  με την συγκατάνευση εκ μέρους του για την απομάκρυνση από τον υπερθεματιστή των κινητών πραγμάτων της πτωχής από το χώρο, που ευρίσκοντο σε περιφραγμένο χώρο, ήταν ζημιώδης τρόπος διαχειρίσεως της περιουσίας της πτωχής, διότι γνώριζε ότι μια μεταχρονολογημένη επιταγή μπορεί να μην εξοφληθεί κατά το χρόνο εμφανίσεως της στην τράπεζα προς πληρωμή. Μια τέτοια όμως προσέγγιση του δόλου εκ μέρους του εκκαλούμένου, υποστηρίζει ο εκκαλών, ο οποίος δεν δέχεται ότι έλαβε γνώση της απομακρύνσεως των πραγμάτων από τον υπερθεματιστή, η οποία έγινε ερήμην του, ότι αντικρύζεται σε πρόβλεψη περί ενδεχομένης προκλήσεως ζημίας στην περιουσία της πτωχής παρά προκλήσεως ζημίας ως αναγκαίας συνέπειας της ζημιώδους διαχειρίσεως. Πράγματι ο ισχυρισμός αυτός είναι βάσιμος, διότι η λήψη μιας μεταχρονολογημένης επιταγής, έστω και με την γνώση της εγγενούς διακινδυνεύσεως να μην διαθέτει ο εκδότης κεφάλαια προς πληρωμή αυτής κατά τον χρόνο εμφανίσεως αυτής προς πληρωμή, που εμπεριέχει αυτή, εφόσον ο παραλήπτης αυτής δεν έχει στοιχεία κατά την παραλαβή της, ότι ο παραδίδων αυτή δεν είναι πρόσωπο αφερέγγυο ή ότι αυτή δεν είναι προϊόν κλοπής ή πλαστότητας, μπορεί να συνιστά μια προβλεπτή διακινδύνευση για την περιουσία αλλά γίνεται με την ελπίδα ότι αυτή θα εξοφληθεί και με τον τρόπο αυτό αποδέχεται ο λήπτης της επιταγής ως ενδεχόμενη την ζημία κι όχι ως αναγκαία. Εφόσον λοιπόν στην υπό κρίσιν περίπτωση από κανένα στοιχείο [Kg τΠζ δικογραφίας προκύπτει ότι ο εκκαλών γνώριζε ο,τιδήποτε περί αφερεγγυότητας του υπερθεματιστή ή ότι αυτός είχε κλέψει ή πλαστογραφήσει την επιταγή, και στο σημείο αυτό ας σημειωθεί ότι ο υπερθεματιστής έχει αμετακλήτως παραπεμφθεί με το αριθμ. 33/2014 βούλευμα του ιδίου Συμβουλίου για απάτη σε βάρος του εκκαλούντος (βλ. συνημμένο στην έκθεση εφέσεως βούλευμα), τότε αυτόθροη είναι η κατάληξη στην παραδοχή, ότι ο εκκαλών δεν προέβλεπε ως αναγκαία συνέπεια της ενέργειας του να λάβει την προαναφερομένη μεταχρονολογημένη επιταγή και την εξ' αυτής ζημία της περιουσίας της πτωχής. Αν γινόταν το αντίθετο δεκτό, τότε σε κάθε τέτοια ως ανωτέρω περίπτωση εκδόσεως μεταχρονολογημένης επιταγής θα ετελείτο και κάποιο αδίκημα, διότι ex post συμβάντα, όπως η μη εξόφληση αυτής, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την στοιχειοθέτηση του δόλου, όπως αυτού της απιστίας, ο οποίος όμως απαιτεί να υπάρχουν, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ως άμεσος δόλος δευτέρου βαθμού, ex ante περιστατικά, ώστε αυτά να ληφθούν αυτά υπόψιν κατά την σχετική περί δόλου κρίση, γεγονός που δέχεται στη μείζονα σκέψη του και το εκκαλούμενο, το οποίο παραπέμπει σε σχετικό ερμηνευτικό έργο, κι όχι μεταγενέστερα, όπως η αργοπορία του εκκαλούντος να υποβάλλει έγκληση κατά του υπερθεματιστή μετά από δύο έτη. Περαιτέρω, και αντίθετα με την παραδοχή του εκκαλουμένου, δεν προέκυψε, ότι ο εκκαλών έλαβε οπωσδήποτε γνώση της γενομένης φορτώσεως των πραγμάτων και απομακρύνσεως αυτών από τον περιφραγμένο χώρο, διότι οι ανωτέρω μάρτυρες δεν λέγουν στις καταθέσεις τους ότι ο εκκαλών ήταν ενήμερος για την φόρτωση, ούτε ότι οι ίδιοι τον ενημέρωσαν ή ότι ο υπερθεματιστής έκανε αυτό, αλλά ότι η φόρτωση έγινε αντιληπτή από πολλά πρόσωπα κι ότι διήρκεσε αρκετές ημέρες. Από το στοιχείο αυτό συμπέρανε περαιτέρω το εκκαλούμενο την ύπαρξη της γνώσεως του εκκαλούντος της ζημιώδους ενέργειας του και προβλέψεως εκ μέρους του ως αναγκαίας συνέπειας της ζημίας της περιουσίας της πτωχής. Το ότι έλαβε όμως γνώση της φορτώσεως ικανός αριθμός προσώπων, χωρίς να διευκρινίζεται ότι μεταξύ αυτών συγκαταλέγονταν και κάποιοι γνωστοί του εκκαλούντος ή έχοντες σχέση ή γνώση, ότι τα κινητά ανήκαν στην περιουσία της πτωχής, δεν σημαίνει ότι έλαβε γνώση του γεγονότος και ο εκκαλών. ’λλωστε, όπως καταθέτει ο μάρτυρας, ..., ο οποίος ήταν αντιδήμαρχος καθαριότητος του Δήμου Πύργου το έτος 2009, στον χώρο αυτό φυλάσσονταν απορριμματοφόρα του δήμου και άλλα παλαιά αυτοκίνητα, ότι δεν υπήρχε ειδική φύλαξη και ότι τον επισκέπτονταν οδηγοί του δήμου. Αν λοιπόν τα πρόσωπα, τα οποία αντιλήφθηκαν την φόρτωση ήταν οδηγοί ή άλλοι υπάλληλοι του Δήμου Πύργου, δεν εξηγείται στο βούλευμα, πως αυτοί είχαν σχέση με τον εκκαλούντα για να τον ενημερώσουν για την φόρτωση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχής, αφού   αυτό δεν το έκανε κάποιος εκ των προαναφερομένων μαρτύρων, που έλαβαν μέρος στη φόρτωση. Επίσης δεν αναφέρεται στο βούλευμα αν η περιοχή, στην οποία φυλάσσονταν τα πράγματα της πτωχής ήταν πλησίον οποιουδήποτε χώρου, εντός του οποίου εκινείτο ο εκκαλών, ώστε με κάποιο τρόπο να αντιληφθεί την φόρτωση.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει το Συμβούλιο σας, κατ' αρθρ. 317 παρ.1, 318, 319 παρ.1 και 481 Κ.Π.Δ, ν' αποφανθεί: Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η κρισιολογούμενη έφεση του εκκαλούντος κατά του αριθμ. 26/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Ηλείας και να μην γίνει κατηγορία εναντίον του για την αξιόποινη πράξη της απιστίας με βλάβη της περιουσιακής ζημίας άλλου, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ που φέρεται ότι τέλεσε στον Πύργο Ηλείας κατά το χρονικό διάστημα από 7-4-2009 έως την 26-5-2009, και να εξαφανισθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Προτείνω: Α) Να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή η υπ' αριθμ.1/2016 ΚΕ έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, ...κατά του υπ' αριθμ. 26/ 3-3-2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας Β) Να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα δυνάμει του οποίου ο εκκαλών παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών, για να δικαστεί για την αξιόποινη πράξη της απιστίας με βλάβη της περιουσιακής ζημίας άλλου, που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, την οποία φέρεται ότι τέλεσε στον Πύργο Ηλείας, κατά το χρονικό διάστημα από 7-4-2009 έως την 26-5-2009.

 

Πάτρα, 16 Απριλίου 2016

Γεώργιος Μπισμπίκης

Αντεισαγγελέας Εφετών».

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Με την προεκτεθείσα εισαγγελική πρόταση εισάγεται νομίμως ενώπιον του Συμβουλίου τούτου η με αριθμό 1/2016 έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός ..., δικηγόρου στο Πρωτοδικείο Ηλείας, κατά του με αριθμό 26/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, με το οποίο παραπέμφθηκε ο εκκαλών στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών προκειμένου να δικασθεί για την αξιόποινη πράξη της απιστίας με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ (άρθρα 14, 27 παρ.1, 51, 52, 390 εδ.β'-α' Π.Κ.)

 

Η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε νομότυπα, ήτοι ενώπιον του Γραμματέα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, από τον ίδιο τον εκκαλούντα και εμπρόθεσμα, την 17-3-2016, ήτοι εντός δέκα ημερών από την έκδοση του προσβαλλόμενου βουλεύματος. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι τυπικά παραδεκτή κατά τις διατάξεις των άρθρων 463, 465 παρ.1, 473 παρ.1, 474, 477 και 481 ΚΠΔ και πρέπει να εξεταστεί αν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

 

Για όσους νομίμους και ορθούς λόγους αναφέρονται και αναλύονται στην εισαγγελική πρόταση, στην οποία και το Συμβούλιο τούτο εξ ολοκλήρου αναφέρεται προς αποφυγή άσκοπων επαναλήψεων, πρέπει να γίνει δεκτή κατ' ουσίαν η υπ' αριθμ.1/2016 έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, κατά του υπ' αριθμ. 26/ 3-3-2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας, να εξαφανισθεί το εκκαλούμενο βούλευμα, να μην γίνει κατηγορία κατά του ανωτέρω εκκαλούντος για την ανωτέρω πράξη και να επιβληθούν τα έξοδα της προκειμένης ποινικής διαδικασίας στο Δημόσιο, όπως ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπ' αριθμ. 1/2016 έφεση του ..., κατοίκου Πύργου Ηλείας, οδός ..., δικηγόρου στο Πρωτοδικείο Ηλείας, κατά του με αριθμό 26/2016 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ηλείας.

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ το εκκαλούμενο βούλευμα.

 

ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ να μην γίνει κατηγορία κατά του ανωτέρω για την πράξη της απιστίας με περιουσιακή ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ, που φέρεται τελεσθείσα από αυτόν στον Πύργο Ηλείας, σε μη επακριβώς προσδιορισμένο χρόνο, πάντως εντός του χρονικού διαστήματος από 7-4-2009 έως 26-5-2009.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα έξοδα στο Δημόσιο.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Πάτρα και εκδόθηκε στις 8 Ιουνίου 2016.

 

         Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ               Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ