ΣτΕ.Ολ 3374/2015

 

Δικηγόροι Ν.Π.Ι.Δ. ευρύτερου δημοσίου τομέα - Δικηγόροι Α.Ε. «Εγνατία Οδός» - Επιχειρήσεις κοινής ωφελείας - Ελάχιστα όρια αμοιβής δικηγόρων - Εξομοίωση με δικηγόρους Δημοσίου, Ο.Τ.Α. και λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. -.

 

Κρίθηκε ότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθ. πρώτου παρ. Γ, υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν. 4093/2012, εν όψει της γενικότητας της διατυπώσεώς της και του εκτεθέντος σκοπού του νόμου, ήτοι του εξορθολογισμού του βαθμολογικού και μισθολογικού καθεστώτος όλων των απασχολουμένων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα δια της καθιερώσεως κοινών κανόνων βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως αυτών προς αντιμετώπιση της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσεως, αφορά το πάσης φύσεως και με οποιαδήποτε σχέση συνδεόμενο με τα εν λόγω ν.π. προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων με έμμισθη εντολή, όπως οι αιτούντες. Κατά τούτο δε η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη είναι ειδική εν σχέσει προς τις διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εν γένει και το καθεστώς των δικηγόρων με έμμισθη εντολή. Επομένως, εγκύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατʼ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως και της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, οι οποίες εξ άλλου δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος (βλ. ΣτΕ Ολ 3372/2015). Περαιτέρω κρίθηκε ότι από τις διατάξεις του ν. 2229/1994 προκύπτει ότι οι εταιρείες που ιδρύονται κατʼ εξουσιοδότηση του άρθ. 5 παρ. 6 του νόμου αυτού αποτελούν επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο. Εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού και του γεγονότος ότι οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, όπως εν προκειμένω η εταιρεία «Εγνατία οδός Α.Ε.», εμπίπτουν στο Κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/2005, επί δε του προσωπικού τους έχει εφαρμογή το άρθρο πρώτο παρ. Γ, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 12 του ν. 4093/2012.

 

 

Αριθμός 3374/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Νοεμβρίου 2014, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Π. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Θ. Αραβάνης, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, Σύμβουλοι, Μ. Σταματοπούλου, Ο. Νικολαράκου, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ι. Γράβαρης και Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 12 Μαρτίου 2013 αίτηση:

 

των: 1) ... και 4) ..., οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Αγγελική Καλλία-Αντωνίου (Α.Μ. 8589 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τη διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά των Υπουργών: α) Οικονομικών, β) Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και γ) Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με την Ευφροσύνη Μπερνικόλα, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 21 Μαΐου 2014 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. οικ.2/844/022/4.1.2013 κοινή απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Β΄ 43/15.1.2013).

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Θ. Αραβάνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των αιτούντων, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο των Υπουργών, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά τ ο   Ν ό μ ο

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (3417310, 914272/2013 γραμμάτια παραβόλου).

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη προς συζήτηση ενώπιον της Ολομέλειας με την από 21.5.2014 πράξη του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας λόγω σπουδαιότητας, ζητείται η ακύρωση της κοινής αποφάσεως οικ.2/844/0022/4.1.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222)» (Β΄ 43/15.1.2013). Με την απόφαση αυτή επεκτάθηκε στους δικηγόρους, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής στα ν.π.ι.δ. που ανήκουν στο Κράτος, Ν.Π.Δ.Δ., Ο.Τ.Α. κλπ ή σε επιχειρήσεις που χρηματοδοτούνται κατά 50% τουλάχιστον από τους φορείς αυτούς, το μισθολογικό καθεστώς των παρεχόντων υπηρεσίες με σχέση έμμισθης εντολής δικηγόρων στο Δημόσιο, τα Ν.Π.Δ.Δ. και τους Ο.Τ.Α., το οποίο καθορίσθηκε με την κ.υ.α 2/17132/0022/28.2.2012 (Β΄ 498).

 

3. Επειδή, η προσβαλλόμενη κ.υ.α. εκδόθηκε κατ’ επίκληση των διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (Α΄ 222) [Μεσοπρόθεσμο] και του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4024/2011 (Α΄ 226) [Ενιαίο Μισθολόγιο - βαθμολόγιο], αποβλέπει δε, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, στον εξορθολογισμό του μισθολογικού καθεστώτος και την ενιαία αντιμετώπιση των δικηγόρων που υπηρετούν με σχέση έμμισθης εντολής στον δημόσιο τομέα εν γένει, στα πλαίσια ευρύτερου προγράμματος αντιμετωπίσεως της σοβούσας δημοσιονομικής κρίσεως. Συνεπώς η προσβαλλομένη, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ρυθμίζει σχέσεις ιδιωτικού δικαίου, πάντως, αποτελεί μονομερή πράξη της Διοικήσεως, παράγουσα έννομα αποτελέσματα, η οποία έχει εκδοθεί κατ’ ενάσκηση δημόσιας εξουσίας και αποβλέπει αμέσως στην επίτευξη δημοσίου σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης κανονιστικής πράξεως γεννά ακυρωτική διαφορά, για την εκδίκαση της οποίας αρμόδιο είναι το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 3404-3406/2014, 2026/2013, 3776/2012, 3032/2008 Ολομ.).

 

4. Επειδή, οι αιτούντες φέρονται ως δικηγόροι που απασχολούνται με σχέση έμμισθης εντολής στην ανώνυμη εταιρεία «ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης, και προβάλλουν ότι η εφαρμογή της τελευταίας συνεπάγεται ουσιώδη μείωση των αποδοχών τους. Εν όψει τούτου οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της αιτήσεως, παραδεκτώς δε ομοδικούν διότι προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως που ερείδονται στην αυτή πραγματική και νομική αιτία (πρβλ. ΣΕ 3405-3406/2014, 2527/2013 Ολομ.). Εξ άλλου η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως την 52η ημέρα από την επομένη της πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ δημοσιεύσεως της προσβαλλομένης (21.1.2013).

 

5. Επειδή, το μισθολογικό καθεστώς των απασχολουμένων με έμμισθη εντολή δικηγόρων σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς είχε μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής: Ο Κώδικας περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) όριζε μεταξύ άλλων ότι: «’ρθρον 1: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος υπάλληλος…, ’ρθρον 38: Ο Δικηγόρος είναι άμισθος Δημόσιος Λειτουργός… ’ρθρον 62: 1. Αποβάλλει αυτοδικαίως την ιδιότητα του Δικηγόρου ο διατελών εις πάσαν έμμισθον υπηρεσίαν Δημοσίαν (Πολιτικήν ή Στρατιωτικήν), Δημοτικήν ή Κοινοτικήν ή Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου… 2. …, ’ρθρον 63: 1. ... 2. … 3. Είναι ασυμβίβαστος προς το Δικηγορικόν Λειτούργημα πάσα έμμισθος υπηρεσία παρά φυσικώ ή νομικώ προσώπω. … 4. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται εις τον Δικηγόρον α) η επί παγία ετησία ή μηνιαία αμοιβή παροχή καθαρώς νομικών εργασιών είτε ως Δικαστικού ή Νομικού Συμβούλου είτε ως Δικηγόρου…, ’ρθρο 63Α [προστεθέν με το άρθρο 1 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270)]: 1. Απαγορεύεται στο δικηγόρο να παρέχει νομικές ή δικηγορικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή σε περισσότερους από έναν εντολείς, είτε αυτοί ανήκουν στο δημόσιο τομέα, όπως καθορίζεται στο άρθρο 1 παρ. 6 του Ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65/Α΄), είτε ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης απαγορεύεται στο δικηγόρο στον οποίο ανατίθενται αποκλειστικά ή συστηματικά υποθέσεις από εντολέα του δημοσίου τομέα ή που λαμβάνει πάγια περιοδική αμοιβή απ’ αυτόν να αναλαμβάνει υποθέσεις και από άλλο εντολέα του τομέα αυτού…, ’ρθρο 92: 1. … 2. Εν περιπτώσει συμφωνίας όπως ο Δικηγόρος διά τας παρεχομένας υπηρεσίας αμείβεται μόνον διά παγίας περιοδικής αμοιβής (άρθρ. 63 παρ. 4 εδαφ. α΄), το ελάχιστον όριον αυτής καθορίζεται εκάστοτε δι’ αποφάσεως του υπουργού της Δικαιοσύνης δημοσιευομένης εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μετά σύμφωνον γνώμην του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου αναλόγως α) της κατηγορίας εις ην ανήκει ο δεχόμενος τας υπηρεσίας του Δικηγόρου, β) του δικαστηρίου παρ’ ω ασκεί ο Δικηγόρος το λειτούργημα αυτού και γ) του χρόνου της δικηγορικής εν συνόλω υπηρεσίας και του χρόνου της παροχής των νομικών υπηρεσιών εις το φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον. …». Βάσει της τελευταίας διατάξεως εκδόθηκε η 128494/16.11.1954 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 243), η οποία κυρώθηκε τροποποιηθείσα με το άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 3149/1955 (Α΄ 52) και με την οποία καθορίσθηκαν τα ελάχιστα όρια αμοιβής των δικηγόρων που παρείχαν τις υπηρεσίες τους με πάγια περιοδική αμοιβή, τόσο σε δημόσιους όσο και σε ιδιωτικούς φορείς, στην περιφέρεια του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκε το πρόσωπο στο οποίο παρείχαν τις υπηρεσίες τους (Κατηγορίες Α΄: Πάσης φύσεως εταιρείες και εμπορικές εν γένει επιχειρήσεις, Β΄: Δήμοι, Κοινότητες, Δημοσυντήρητα Ιδρύματα, Γ΄…, Ζ΄) και ανάλογα με το βαθμό του παρέχοντος τις υπηρεσίες δικηγόρου (παρά Πρωτοδίκαις, παρ’ Εφέταις ή παρ’ Αρείω Πάγω). Μετά την έκδοση της ανωτέρω αποφάσεως εκδόθηκε, βάσει της αυτής εξουσιοδοτικής διατάξεως σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του ν. 3149/1955, μεταξύ των ετών 1959 και 1973, σειρά όμοιων αποφάσεων, με τις οποίες χορηγήθηκαν ποσοστιαίες αυξήσεις και προσαυξήσεις των ελάχιστων ορίων αμοιβών των δικηγόρων με πάγια αντιμισθία στην περιφέρεια διαφόρων Δικηγορικών Συλλόγων της χώρας. Στη συνέχεια, με την 128599/4.12.1973 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (Β΄ 1427), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 179/1975 (Α΄ 204), καθορίσθηκε ειδικότερα ο τρόπος υπολογισμού των ελάχιστων ορίων αμοιβών των ανωτέρω δικηγόρων. Ακολούθως, με το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (Α΄ 270), προστέθηκε στον Κώδικα περί Δικηγόρων νέο άρθρο 92Α, με το οποίο το κατώτατο όριο αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων συνδέθηκε, το πρώτον, με τον βασικό μισθό των δημοσίων υπαλλήλων. Ειδικότερα, το άρθρο αυτό, όπως ίσχυε πριν τον ν. 4093/2012, όρισε τα εξής: «1. Σε περίπτωση που έχει συμφωνηθεί να αμείβεται ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες από αυτόν υπηρεσίες μόνο με πάγια περιοδική αμοιβή, τα κατώτατα όρια αυτής καθορίζονται κατά μήνα ως ακολούθως: α) Διά δικηγόρον παρά Πρωτοδίκαις, ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 7ω βαθμώ. β) Διά δικηγόρον παρ’ Εφέταις ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 5ω βαθμώ. γ) Διά δικηγόρον παρ’ Αρείω Πάγω ο εκάστοτε βασικός μισθός δημοσίου διοικητικού υπαλλήλου επί 3ω βαθμώ», προβλέφθηκε δε, περαιτέρω, ότι τα όρια αυτά προσαυξάνονται «διά των εις τους τακτικούς δημοσίους υπαλλήλους καταβαλλομένων επιδομάτων κατά τας οικείας περί τούτων διατάξεις» (παρ. 2). Βάσει της ως άνω εξουσιοδοτικής διατάξεως εκδόθηκαν μέχρι το έτος 1984 πλείονες υπουργικές αποφάσεις περί χορηγήσεως ποσοστιαίων αυξήσεων και προσαυξήσεων των ελάχιστων ορίων αμοιβών ή περί τροποποιήσεως των κατηγοριών προσώπων στα οποία οι δικηγόροι των δικηγορικών συλλόγων του κράτους παρείχαν υπηρεσίες με έμμισθη εντολή [βλ. απόφαση Υπ. Δικαιοσύνης 43960/8-24.6.1982 (Β΄ 424), όπως τροποποιήθηκε με την 68385/7.8-3.9.1984 όμοια (Β΄ 604) κ.ά.]. Μετά ταύτα δημοσιεύθηκε ο ν. 1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 194), στο άρθρο 26 παρ. 2 του οποίου ορίσθηκε ότι: «Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Προεδρίας της Κυβέρνησης, Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου οι διατάξεις του νόμου αυτού μπορεί να επεκτείνονται εν όλω ή εν μέρει και σε προσωπικό του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που δεν υπάγεται στις διατάξεις του και έχει βαθμολογική ή μισθολογική αντιστοιχία με μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. που υπάγονται στο νόμο αυτόν, καθώς και σε διαβαθμισμένους κληρικούς». Κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής αυτής διατάξεως και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980 (92Α του Κώδικα Δικηγόρων) εκδόθηκε η κοινή απόφαση 85724/8615/27.8-5.9.1986 των Υπουργών προεδρίας, Δικαιοσύνης και Οικονομικών «Κατάταξη Δικηγόρων σε Μ.Κ. σύμφωνα με το ν. 1505/84» (Β΄ 565), με την οποία ορίσθηκε οι δικηγόροι, των οποίων τα κατώτατα όρια της αμοιβής καθορίζονται κατά το άρθρο 2 παράγρ. 1 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων), διέπονται από τον ν. 1505/1984 και κατατάσσονται σε μισθολογικά κλιμάκια, χωρίς περαιτέρω εξέλιξη, ως ακολούθως: «α) οι Δικηγόροι παρά πρωτοδίκαις στο 16ο μισθολογικό κλιμάκιο, β) οι Δικηγόροι παρ’ εφέταις στο 10ο μισθολογικό κλιμάκιο, γ) οι Δικηγόροι παρ’ Αρείω Πάγω στο 3ο μισθολογικό κλιμάκιο». Τα κατώτατα αυτά όρια αμοιβής τροποποιήθηκαν εκ νέου με αντιστοίχιση στα 15ο, 8ο και 1ο μ.κ., αντιστοίχως, με το άρθρο 12 του ν. 1816/1988 (Α΄ 251), με το οποίο αντικαταστάθηκε το άρθρο 2 του ν. 1093/1980 (=άρθ. 92Α του Κώδικα Δικηγόρων). Η εξουσιοδότηση του ν. 1505/1984 επαναλήφθηκε στο άρθρο 24 του ν. 2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες διατάξεις» (Α΄ 40), με την προσθήκη, ρητώς, της δυνατότητας επεκτάσεως των διατάξεων του νόμου αυτού και σε «δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής». Κατ’ επίκληση της διατάξεως αυτής και του άρθρου 2 του ν. 1093/1980, όπως αντικαταστάθηκε, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2022210/2776/002/3.4.1997 «Κατάταξη δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε μισθολογικά κλιμάκια» (Β΄ 277, αναδημ. Β΄ 319), με την οποία επαναλήφθηκαν τα ως άνω κατώτατα όρια αμοιβής των δικηγόρων με έμμισθη εντολή εν γένει. Όμοια εξουσιοδότηση περιελήφθη και στη διάταξη του άρθρου 21 εδ. α΄ του ν. 3205/2003 «Μισθολογικές ρυθμίσεις λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α. … κ.λπ.» (Α΄ 297), κατ’ επίκληση της οποίας, εν συνδυασμώ προς το άρθρο 2 του ν. 1093/1980, εκδόθηκε η κ.υ.α. 2/8250/0022/10.2.2004 «Καθορισμός τακτικών αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. και τα Ν.Π.Δ.Δ.» (Β΄ 355), με την οποία επαναλήφθηκαν οι ρυθμίσεις της κ.υ.α. του 1997, με τη διαφορά ότι η αναφορά στο μισθολόγιο του 1997 αντικαταστάθηκε με αναφορά στο μισθολόγιο του 2003, μόνο όμως για τους δικηγόρους «που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας περιοδικής έμμισθης εντολής στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. και στα Ν.Π.Δ.Δ.» (παρ. 1).

 

6. Επειδή, η επελθούσα από το 2009 οικονομική κρίση στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προεκάλεσε έκτακτες ρυθμίσεις και δράσεις των θεσμικών οργάνων αυτής και αντίστοιχες νομικές ρυθμίσεις στις πληττόμενες χώρες. Έτσι, στην Ελλάδα, κατ’ αρχάς, επιβλήθηκαν με τους νόμους 3758/2009 (Α΄ 68) και 3808/2009 (Α΄ 227), έκτακτες οικονομικές εισφορές στα εισοδήματα φυσικών και νομικών προσώπων καθώς και στη μεγάλη ακίνητη περιουσία φυσικών προσώπων. Στις 14.1.2010 εξάλλου, η Ελληνική Κυβέρνηση παρουσίασε το επικαιροποιημένο πρόγραμμα σταθερότητας και ανάπτυξης 2010-2013, σύμφωνα με το οποίο η ανάγκη άμεσης αντιμετώπισης του προβλήματος δανειακής ρευστότητας της χώρας επέβαλε την ταχεία προώθηση μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής, μέσω των οποίων θα μπορούσε να επιτευχθεί περιστολή των δημοσίων δαπανών, με τη μείωση, μεταξύ άλλων, της δαπάνης της γενικής κυβέρνησης για επιδόματα κατά 10% και τον περιορισμό των προσλήψεων υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα. Στις 16.2.2010 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε την 2010/182/ΕΕ (ΕΕ L 83) απόφασή του, με την οποία απηύθυνε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 126 παρ. 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 136, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.), ειδοποίηση προς την Ελλάδα για τη λήψη μέτρων για τη μείωση του ελλείμματος, μεταξύ των οποίων περιελαμβάνετο και η μείωση του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου. Στη συνέχεια, λόγω επιδεινώσεως της καταστάσεως ελήφθησαν μέτρα με τον ν. 3833/2010 (Α΄ 40), μεταξύ των οποίων αναδρομική μείωση αποδοχών των εργαζομένων στον στενό ή ευρύτερο δημόσιο τομέα. Ειδικότερα, μειώθηκαν κατά 12% τα πάσης φύσεως επιδόματα, και κατά 30% τα επιδόματα εορτών και αδείας, ενώ θεσπίσθηκε όριο στις συνολικές αποδοχές των εργαζομένων του δημόσιου τομέα (άρθρα 1 και 2). Στις 3.5.2010 εξάλλου, υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ελληνικής Δημοκρατίας «Μνημόνιο Συνεννόησης» στο οποίο περιελήφθησαν, μεταξύ άλλων, τα δημοσιονομικά, χρηματοπιστωτικά και διαρθρωτικά μέτρα του τριετούς προγράμματος που είχε καταρτισθεί από τις ελληνικές αρχές. Όπως ειδικότερα προβλέπεται σ’ αυτό, πριν από την καταβολή των δόσεων του δανείου προς την Ελλάδα συντάσσεται έκθεση συμμόρφωσης σχετικά με την εκπλήρωση των οριζομένων προϋποθέσεων, μεταξύ δε των προβλεπομένων μέτρων περιλαμβάνεται η μείωση του μισθολογίου. Το μνημόνιο αυτό προσαρτήθηκε ως παράρτημα στο ν. 3845/2010 (Α΄ 65), με τον οποίο επήλθε περαιτέρω μείωση των επιδομάτων κατά 8%. Επακολούθησε ο ν. 3871/2010 (Α΄ 141) με τον οποίο επεβλήθη η ψήφιση κατ’ έτος, «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στήριξης», το οποίο εγκρίθηκε για την περίοδο 2012-2015, με το ν. 3985/2011 (Α΄ 151). Με τις προβλέψεις του ως άνω “πλαισίου”, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του σχετικού νόμου, επιδιώκεται, όχι μόνον η μείωση των δαπανών του κράτους αλλά η υλοποίηση μονίμων διαρθρωτικών παρεμβάσεων, όπως ο εξορθολογισμός της μισθοδοτικής δαπάνης του Δημοσίου. Κατόπιν αυτών, δημοσιεύθηκε ο ν. 4024/2011 «Συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις, ενιαίο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, εργασιακή εφεδρεία και άλλες διατάξεις εφαρμογής του μεσοπροθέσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής 2012-2015» (Α΄ 226). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση που τον συνοδεύει, βασική του επιδίωξη είναι η καθιέρωση νέου Ενιαίου Mισθολογίου - Βαθμολογίου, ενόψει των ιδιαιτέρων δημοσιονομικών συνθηκών της χώρας. Το νέο μισθολόγιο, πέραν της εξοικονόμησης πόρων, στοχεύει στον εξορθολογισμό της υφισταμένης κατάστασης αναφορικά με τις οικονομικές απολαβές των υπαλλήλων, προκειμένου να επιτευχθεί η δημιουργία ενός ανταγωνιστικού περιβάλλοντος που θα συνδυάζει την εργασιακή ασφάλεια με την αποτελεσματικότητα της διοικητικής δράσης. Το προηγούμενο σύστημα αμοιβών, σύμφωνα με την εν λόγω έκθεση, δεν συνδεόταν με ένα αποτελεσματικό σύστημα αξιολόγησης και ανταμοιβής των υπαλλήλων, ενώ σημαντική παράμετρο αυτού αποτελούσαν τα διάφορα επιδόματα, τα οποία όμως δεν είχαν θεσμοθετηθεί κεντρικά ούτε σχετίζονταν με τα παραγόμενα αποτελέσματα. Στην παρ. 1 του άρθρου 4 ορίζεται ότι στις διατάξεις του Κεφαλαίου Β υπάγονται οι μόνιμοι και δόκιμοι πολιτικοί υπάλληλοι και οι υπάλληλοι με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ΙΔΑΧ), μεταξύ άλλων, του Δημοσίου (περίπτ. α), των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) πρώτου και δεύτερου βαθμού (περίπτ. β) και των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.) (περίπτ. γ), καθώς επίσης και ορισμένες άλλες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών (υπό α έως ζ), κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, υπάλληλοι και λειτουργοί που δεν εμπίπτουν ευθέως στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του συγκεκριμένου. Με τα άρθρα 6 και 7 του ν. 4024/2011 καταργείται η αυτόματη βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων σε ενιαίες οργανικές θέσεις όλων των βαθμών, με μόνο ουσιαστικό κριτήριο την συμπλήρωση συγκεκριμένου χρόνου υπηρεσίας και καθιερώνεται σύστημα βαθμολογικής προαγωγής κατόπιν αξιολογήσεως. Με το άρθρο 12 του ίδιου νόμου προβλέπεται εξάλλου, ότι ο υπάλληλος λαμβάνει το βασικό μισθό που αντιστοιχεί στο βαθμό του, και ότι, σε περίπτωση δυσμενούς εκθέσεως αξιολόγησης για δύο συνεχή έτη, δεν εξελίσσεται μισθολογικά. Συναφώς, με το άρθρο 13 ορίζεται ως βάση για τον υπολογισμό του αντιστοιχούντος σε κάθε βαθμό, εισαγωγικού μισθού ο εισαγωγικός μηνιαίος βασικός μισθός του κατώτερου βαθμού της κατηγορίας ΥΕ, που καθορίζεται σε 780 ευρώ, ενώ οι αντίστοιχοι μισθοί των λοιπών κατηγοριών, καθορίζονται για την κατηγορία ΔΕ σε 858 €, για την ΤΕ σε 1037 € και για την ΠΕ, στην οποία εξ ορισμού εμπίπτουν οι δικηγόροι ως κάτοχοι πτυχίου Νομικής Σχολής, σε 1092 €. Στο άρθρο 14 προβλέπεται, περαιτέρω, ότι οι μηνιαίες αποδοχές του υπαλλήλου αποτελούνται, πέραν του βασικού μισθού, από τα επιδόματα και τις λοιπές παροχές που προβλέπονται ειδικά στο νόμο και χορηγούνται εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις καταβολής τους. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 15 έως 20 καθορίστηκαν τα επιδόματα και οι προϋποθέσεις χορήγησής τους, μεταξύ των οποίων στο άρθρο 16 τα επιδόματα εορτών και αδείας [τα οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 με το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 (Α' 222/12.11.2012)], στο άρθρο 17 η οικογενειακή παροχή, στο άρθρο 18 το επίδομα θέσης ευθύνης και στο άρθρο 20 η πρόσθετη αμοιβή για υπερωριακή εργασία. Εξ άλλου, στην παράγραφο 1 του άρθρου 22, στο οποίο, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, προβλέπεται η επέκταση, εν όλω ή εν μέρει, με κοινή υπουργική απόφαση, των διατάξεων του νόμου αυτού και σε δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής, ορίζεται, ειδικότερα, ότι: «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται οι αποδοχές για τους δικηγόρους με σχέση έμμισθης εντολής στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του παρόντος νόμου». Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 28 του ν. 4024/2011 επιδιώκεται η ομαλή μετάβαση στο νέο σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης, ορίζεται δε ειδικότερα στην παράγρ. 1 ότι οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του υπάλληλοι κατατάσσονται αυτοδικαίως στους βαθμούς της κατηγορίας που υπηρετούν, με βάση το συνολικό χρόνο πραγματικής δημόσιας υπηρεσίας και το χρόνο προϋπηρεσίας στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα που έχει αναγνωριστεί για τη βαθμολογική ή τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη του υπαλλήλου. Τέλος, στη μεν παράγρ. 1 του άρθρου 29 (όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 32 παρ. 3 του ν. 4038/2012, Α' 14) ορίζεται ότι οι υπάλληλοι που εντάσσονται στους νέους βαθμούς, κατά το προηγούμενο άρθρο, λαμβάνουν το βασικό μισθό του βαθμού αυτού, ενώ όσοι εξ αυτών έχουν πλεονάζοντα χρόνο στον ίδιο βαθμό εξελίσσονται στα Μ.Κ. του βαθμού αυτού, κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του εν λόγω Κεφαλαίου. Στην δε παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου 29 (όπως τροποποιήθηκε από τότε που ίσχυσε με το άρθρο 3 παρ. 3 της ΠΝΠ 16/16.12.2011, Α' 262/16.12.2011) ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: Εάν από τις ρυθμίσεις των διατάξεων του εν λόγω Κεφαλαίου προκύπτει μείωση των συνολικών μηνιαίων αποδοχών, μεγαλύτερη κατά ποσοστό του 25% των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος του Κεφαλαίου αυτού, χωρίς στην ανωτέρω σύγκριση να λαμβάνεται υπόψη το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα θέσης ευθύνης, η συνολική μείωση κατανέμεται ως εξής: «α) 25% μείωση επί των αποδοχών που ελάμβαναν οι δικαιούχοι κατά τον τελευταίο μήνα πριν την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου με την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου, β) η υπερβάλλουσα μείωση ισόποσα σε χρονικό διάστημα δύο (2) ετών το οποίο αρχίζει ένα έτος μετά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του παρόντος Κεφαλαίου». (Η εφαρμογή της τελευταίας αυτής περίπτ. β της παραγράφου 2 του άρθρου 29 ανεστάλη έως 31.12.2016, δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. 2 υποπαρ. Γ1 του ν. 4093/2012, με έναρξη ισχύος της αναστολής από 31.10.2012).

 

7. Επειδή, κατ’ επίκληση της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 1 άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η οικ.2/17132/0022/28.2.2012 κοινή απόφαση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης & Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών με τίτλο «Καθορισμός αποδοχών δικηγόρων που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226)» (Β΄ 498), στην οποία ορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της παρ. 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011, καταβάλλεται βασικός μισθός ως εξής: α) Στους δικηγόρους στο Πρωτοδικείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Ε΄ βαθμού, β) Στους δικηγόρους στο Εφετείο, ο μισθός του 2ου μισθολογικού κλιμακίου του Γ΄ βαθμού, και γ) Στους δικηγόρους στον ’ρειο Πάγο, ο μισθός του Β΄ βαθμού. Επιπλέον, καταβάλλεται χρονοεπίδομα 2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας από την ημερομηνία εγγραφής τους στα Μητρώα του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου. 2. Στους ανωτέρω δικηγόρους χορηγούνται επιδόματα εορτών και αδείας καθώς και οικογενειακή παροχή, εφαρμοζομένων αναλογικά των διατάξεων των άρθρων 16 και 17 του ν. 4024/2011. 3. Δικηγόροι οι οποίοι ασκούν καθήκοντα προϊσταμένου νομικής υπηρεσίας, …, λαμβάνουν επίδομα θέσης ευθύνης σύμφωνα με το άρθρο 18 του ν. 4024/2011. 4. … 5. Η παρούσα απόφαση ισχύει από 1.11.2011…».

8. Επειδή, στη συνέχεια, με τον ν. 4046/2012 (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκε το Σχέδιο του Μνημονίου Συνεννόησης (Memorandum of Understanding) [Μνημόνιο ΙΙ] μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 2) ως προϋπόθεση για την υπογραφή και τη θέση σε ισχύ των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, τα σχέδια των οποίων επίσης εγκρίθηκαν με τον ίδιο νόμο και προσαρτήθηκαν σ’ αυτόν ως Παράρτημα V (άρθρο 1 παρ. 1). Το εν λόγω Μνημόνιο αποτελείται από τα ακόλουθα μέρη: α) Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής (Memorandum of Economic and Financial Policies), β) Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής (Memorandum of Understanding on Specific Εconomic Policy Conditionality) και γ) Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Technical Memorandum of Understanding). Στο πρώτο από τα ανωτέρω τρία επί μέρους Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_1 και στο οποίο περιγράφονται οι στόχοι, η στρατηγική και οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα εξής στο κεφάλαιο με τίτλο «Δημοσιονομική Πολιτική»: «… 7. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων αυτών που έχουν καθοριστεί στη ΜΔΣ και στον προϋπολογισμό του 2012, περιλαμβάνουν: … Μεταρρύθμιση της αποζημίωσης των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα. … 8. Δεδομένης της χαμηλής είσπραξης φόρων σε σύγκριση με τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, η στρατηγική προσαρμογής μας βασίζεται στην εισαγωγή εκτενών μεταρρυθμίσεων στη φορολογική διοίκηση… 9. Έχουμε δεσμευθεί να πετύχουμε τον δημοσιονομικό μας στόχο και είμαστε έτοιμοι να λάβουμε διορθωτικά μέτρα στην περίπτωση υποαπόδοσης. Τα διορθωτικά μέτρα, εάν κριθούν αναγκαία, θα περιλαμβάνουν πρόσθετες στοχευμένες μειώσεις στο μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα και στις κοινωνικές δαπάνες, …». Στο δεύτερο από τα ανωτέρω τρία Μνημόνια, δηλαδή στο Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, το οποίο προσαρτάται στο ν. 4046/2012 ως Παράρτημα V_2, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, στο Κεφάλαιο 1 με τίτλο «Δημοσιονομική εξυγίανση» τα εξής: «… Πριν την εκταμίευση, η Κυβέρνηση προβαίνει επίσης στις ακόλουθες εκκρεμείς ενέργειες: … Υπουργικές αποφάσεις για την ολοκλήρωση της πλήρους εφαρμογής του νέου μισθολογίου σε όλα τα σχετικά νομικά πρόσωπα… Η Κυβέρνηση δηλώνει την ετοιμότητά της να ορίσει και να θεσπίσει πρόσθετα μέτρα, εάν παραστεί ανάγκη, έτσι ώστε να τηρηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι». Στην αιτιολογική έκθεση, που συνοδεύει το ν. 4046/2012 αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι παρά τις προσπάθειες των τελευταίων τριών ετών συνεχίσθηκε η ύφεση της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση του δημοσίου χρέους, το οποίο ανήλθε για το  2011 στα 368 δισ., υπερβαίνοντας το 169% του ΑΕΠ, και ότι τούτο επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του, και ειδικότερα μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημόσιου χρέους ώστε να καταστεί το βιώσιμο βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Στη συνέχεια, με τον ν. 4051/2012 (Α΄ 40/29.2.2012) εισήχθησαν επείγουσες ρυθμίσεις για την εφαρμογή του, κατά τα ανωτέρω, Μνημονίου Συνεννόησης και επήλθαν οι αναγκαίες προσαρμογές στον εγκριθέντα με τον ν. 4032/2011 (Α΄ 257) προϋπολογισμό του 2012.

 

9. Επειδή, ακολούθως, εκδόθηκε ο ν. 4093/2012 «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (Α΄ 222/12.11.2012). Με τις διατάξεις της παραγράφου Α΄ με τίτλο «ΕΓΚΡΙΣΗ ΜΕΣΟΠΡΟΘΕΣΜΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ 2013-2016» του άρθρου πρώτου του νόμου αυτού εγκρίθηκε το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου πλαισίου (βλ. σχετ. κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών του Οκτωβρίου 2012) και προβλέπεται ιδίως στην ενότητα 1 «Δημοσιονομική στρατηγική και πολιτικές» του Κεφαλαίου 3 του μεσοπροθέσμου, ότι το δημοσιονομικό όφελος από τον εξορθολογισμό των μισθολογίων (εκτός ΔΕΚΟ και ειδικών μισθολογίων), την κατάργηση των εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου και την ένταξη των ΔΕΚΟ στο ενιαίο μισθολόγιο θα υπερβεί αθροιστικά τα 102 εκατομμύρια ευρώ, για την περίοδο 2013-2016. Τέλος, στην ενότητα 5 «Δαπάνες Κρατικού Προϋπολογισμού» του ίδιου Κεφαλαίου 3, υποενότητα 5.3.1, αναφέρεται ότι: «Οι δαπάνες για μισθούς εμφανίζονται μειωμένες κατά 2.490 εκατ. ευρώ, το 2016 σε σύγκριση με την σχετική εκτίμηση για το 2012 προ της λήψεως των μέτρων. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα ανέλθουν σε 13.112 εκατ. ευρώ ή 6,76% του ΑΕΠ το 2012, σε 11.811 εκατ. ευρώ ή 6,45% του ΑΕΠ το 2013, σε 11.248 εκατ. ευρώ ή 6,16% του ΑΕΠ το 2014, σε 10.942 εκατ. ευρώ ή 5,83% του ΑΕΠ το 2015 και σε 10.630 εκατ. ευρώ ή 5,41% του ΑΕΠ το 2016. Η διαμόρφωση των εξοικονομήσεων στο ύψος των ανωτέρω δαπανών, εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί ως αποτέλεσμα των εξής σχεδιαζομένων παρεμβάσεων: … κατάργηση εξαιρέσεων του ενιαίου μισθολογίου...». Με το άρθρο πρώτο παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 9 του ν. 4093/2012 καταργήθηκε από 1.1.2013 το χρονοεπίδομα 2% της παρ. 1 της προαναφερθείσας κ.υ.α. οικ.2/17132/0022/28.2.2012, στην δε περίπτ. 12 ορίσθηκε ότι: «12. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Δεύτερου του ν. 4024/2011 που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του ίδιου νόμου έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τους, …, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τους, καθώς και των λοιπών δημόσιων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανώνυμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1.α του άρθρου 1 του  ν. 3899/2010 (Α΄ 212). Με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας περίπτωσης, μπορούν να ρυθμίζονται λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων εδαφίων. …». Εξ άλλου, στο άρθρο 19 του ν. 3429/2005, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1.α του ν. 3899/2010, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι: «Στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α΄ του νόμου αυτού υπάγονται οι δημόσιες επιχειρήσεις, ανεξαρτήτως αν έχουν εξαιρεθεί από τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που υπάγονται στη Γενική Κυβέρνηση σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 1Β του ν. 2362/1995» με ορισμένες εξαιρέσεις. Περαιτέρω, με την παράγρ. ΙΓ΄, υποπαρ. ΙΓ.1, περ. 8.β του ν. 4093/2012 αντικαταστάθηκε το άρθρο 92Α του ν.δ. 3026/1954 (Κώδικα περί Δικηγόρων) ως εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγια μηνιαία αμοιβή που καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του. Η αμοιβή των ασκούμενων δικηγόρων δεν μπορεί να είναι κατώτερη του εκάστοτε ισχύοντος κατώτατου νόμιμου μισθού υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή στους φορείς της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226) καθορίζονται όπως ορίζεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011» (περ. 8.β). Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 αναφέρονται, ως προς την υποπαράγραφο Γ.1, μεταξύ άλλων, τα εξής: «... Με τις παρούσες διατάξεις ρυθμίζονται θέματα μισθολογικού περιεχομένου, τα οποία προβλέπονται στο πλαίσιο εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής. Ειδικότερα: … Με τις διατάξεις της περίπτωσης 9 καταργείται, από 1.1.2013, το χρονοεπίδομα που καταβάλλεται στους δικηγόρους με έμμισθη εντολή του δημοσίου, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. … Με τις διατάξεις της περίπτωσης 12 ορίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν το βαθμολογικό και μισθολογικό καθεστώς των υπαλλήλων του άρθρου 4 του Κεφαλαίου Δευτέρου του ν. 4024/2011, δηλαδή των υπαλλήλων του Δημοσίου, των ΝΠΔΔ και ΟΤΑ, έχουν ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, και στο προσωπικό των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) που ανήκουν στο Κράτος ή σε Ν.Π.Δ.Δ. ή σε Ο.Τ.Α., κατά την έννοια της επίτευξης κρατικού ή δημόσιου ή αυτοδιοικητικού σκοπού, εποπτείας, διορισμού και ελέγχου της πλειοψηφίας της Διοίκησής τ[ου]ς, …, ή επιχορηγούνται τακτικά, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, από πόρους των ως άνω φορέων κατά 50% τουλάχιστον του ετήσιου προϋπολογισμού τ[ου]ς, καθώς και των λοιπών επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών, που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του Κεφαλαίου Α΄ του ν. 3429/2005 (Α΄ 314), όπως έχουν τροποποιηθεί με τις διατάξεις της παρ. 1.α του άρθρου 1 του  ν. 3899/2010 (Α΄ 212). Για την ομαλότερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων μπορούν να εκδίδονται κοινές αποφάσεις των Υπουργών Οικονομικών και Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, οι οποίες μπορούν να ανατρέχουν στην έναρξη ισχύος των διατάξεων της παρούσας παραγράφου. …». Ως προς την υποπαράγραφο ΙΓ.1 περ. 9 του σχεδίου (= περ. 8.β νόμου) αναφέρεται ότι «ορίζεται ότι οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων, οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους με έμμισθη εντολή, πρέπει να προβλέπονται νομοθετικά και να είναι ανάλογες με εκείνες των συναδέλφων τους που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως έχει ήδη προσδιορισθεί, γεγονός που επιβάλλεται από την θεμελιώδη αρχή της ισότητας, δεδομένου ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι ίδιες». Εξ άλλου, στην έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνόδευε το σχέδιο του ανωτέρω νόμου 4093/2012 κατά την υποβολή του προς ψήφιση στη Βουλή, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Παράγραφος Γ. Τροποποιούνται οι μισθολογικές διατάξεις που διέπουν τους φορείς του δημόσιου τομέα ως ακολούθως: … -Καταργείται, από 1.1.2013, το χρονοεπίδομα (2% επί του βασικού μισθού για κάθε δύο έτη δικηγορίας) στις αποδοχές των δικηγόρων με έμμισθη εντολή σε υπηρεσίες του Δημοσίου, των ο.τ.α. και των άλλων ν.π.δ.δ. -… -Στο ενιαίο βαθμολόγιο - μισθολόγιο  (ν. 4024/2011) των υπαλλήλων του Δημοσίου υπάγεται, από 1.1.2013, και το προσωπικό των μνημονευόμενων ν.π.ι.δ., καθώς και το αντίστοιχο των δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών και ανωνύμων εταιρειών του Α΄ Κεφαλαίου του ν. 3429/2005 (μη εισηγμένες στο Χρηματιστήριο). -…». Κατ’ επίκληση των εξουσιοδοτικών διατάξεων των περ. 9 και 12 της υποπαρ. Γ.1 της παρ. Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και της παρ. 1 του άρθρου 22 του ν. 4024/2011 εκδόθηκε η ήδη προσβαλλόμενη κ.υ.α. οικ.2/844/0022/4.1.2013 στην οποία ορίζεται ότι: «Στους δικηγόρους που παρέχουν υπηρεσίες με σχέση πάγιας και περιοδικής έμμισθης εντολής στους φορείς της περ. 12 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του Ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222) επεκτείνεται και έχει ανάλογη εφαρμογή, από 1.1.2013, η υπ’ αριθμ. 2/17132/022/28.2.2012 (ΦΕΚ Β΄ 498) κοινή υπουργική απόφαση, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει. …».

 

10. Επειδή, μετά την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δημοσιεύθηκε ο νέος Κώδικας Δικηγόρων (ν. 4194/2013, Α΄ 208/27.9.2013), με το άρθρο 166 παρ. 2 του οποίου καταργήθηκε ο προϊσχύων Κώδικας (ν.δ. 3026/1954). Στο άρθρο 44 του νέου Κώδικα με τίτλο «Αποδοχές έμμισθου δικηγόρου» ορίζονται τα εξής: «1. Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. 2. Οι αποδοχές των δικηγόρων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο, στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) πρώτου και δεύτερου βαθμού και στα νομικά πρόσωπα δημόσιου δικαίου, στα οποία συμπεριλαμβάνεται και ο Οργανισμός Γεωργικών Ασφαλίσεων, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις». Τέλος, στην παράγρ. 1 του άρθρου 166 αυτού ορίζεται ότι: «1. Οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές έναντι κάθε άλλης διάταξης. ...» Οι διατάξεις αυτές δεν ασκούν επιρροή στο αντικείμενο της δίκης, διότι οι εξουσιοδοτικές διατάξεις, βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, εν όψει της διατυπώσεως και του εκτεθέντος σκοπού τους, είναι ειδικές ως προς τις ανωτέρω διατάξεις του νέου Κώδικα Δικηγόρων καθ’ όσον αφορά το κρίσιμο εν προκειμένω ζήτημα, δηλαδή τον καθορισμό της αμοιβής των έμμισθων δικηγόρων των ν.π.ι.δ. του ευρύτερου δημόσιου τομέα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην εξουσιοδότηση της παραγρ. 2 του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ούτε μπορεί να συναχθεί, εξ αντιδιαστολής, ότι με τη διάταξη αυτή καταργήθηκαν σιωπηρώς οι κείμενες διατάξεις που ρυθμίζουν ειδικώς το ζήτημα αυτό. Και ναι μεν η παράγρ. 2 του άρθρου 166 του Κώδικα ορίζει ότι οι διατάξεις αυτού είναι «ειδικές» έναντι κάθε άλλης διατάξεως, η διάταξη όμως αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι οι διατάξεις του Κώδικα είναι ειδικές ως προς τα θέματα τα οποία ρυθμίζουν, και όχι ως προς θέματα που ρυθμίζονται με άλλες διατάξεις, όπως εν προκειμένω. ’λλωστε κατά γενική αρχή του δικαίου, η κατάργηση εξουσιοδοτικής διατάξεως τυπικού νόμου δεν επιφέρει αυτοδικαίως κατάργηση και των κανονιστικών πράξεων που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότησή του, εκτός αν αυτό προβλέπεται ρητώς (βλ. ΣΕ 346/2014, 2361/2011, 1965-7/2010 κ.α.), όπερ δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Β. Αραβαντινού, με τις διατάξεις του άρθρου 44 του νέου Κώδικα Δικηγόρων ρυθμίσθηκε εξ υπαρχής και πλήρως το ζήτημα του καθορισμού των αμοιβών των έμμισθων δικηγόρων, με την δε παράγρ. 2 παρασχέθηκε εξουσιοδότηση για τον καθορισμό με κοινή υπουργική απόφαση μόνο των αποδοχών των έμμισθων δικηγόρων του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των Ν.Π.Δ.Δ. κατ’ αποκλεισμό των έμμισθων δικηγόρων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Εν όψει τούτου και της παραγρ. 1 του άρθρου 166 του ίδιου Κώδικα περί ειδικότητας των διατάξεών του έναντι πάσης άλλης διατάξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι καταργήθηκαν τόσο οι κρίσιμες εξουσιοδοτικές διατάξεις όσο και η προσβαλλόμενη πράξη και συνεπώς η δίκη πρέπει να κηρυχθεί κατηργημένη ελλείψει αντικειμένου.

 

11. Επειδή, έχει κριθεί καθ’ ερμηνεία των διατάξεων του Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954), ότι ο δικηγόρος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός (άρθ. 1, 38) και ότι ο παρέχων υπηρεσίες με πάγια αντιμισθία δικηγόρος (άρθ. 63 επ.) ασκεί ελευθέριο επάγγελμα, συνδέεται με τον εντολέα του, ασχέτως αν πρόκειται για ν.π.ι.δ. ή ν.π.δ.δ., με σχέση εντολής του ιδιωτικού δικαίου ελευθέρως ανακλητή (ΣΕ 4632/1987, βλ. και ΣΕ 4074, 2738/1984, ΑΠ 1065/2011) και όχι με σχέση εξηρτημένης εργασίας (ΣΕ 3299/2014 Ολ. σκ. 19) ή με υπαλληλική σχέση (ΣΕ 2768/1969 Ολ.), δεν εντάσσεται δε στο «διοικητικό προσωπικό» των ν.π.δ.δ. στο οποίο υπηρετεί (ΣΕ 3690/2009, σκ. 15). Εν όψει τούτων προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτός εξουσιοδοτήσεως, αφού οι δικηγόροι με έμμισθη εντολή των ν.π.ι.δ. του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, όπως εν προκειμένω της εταιρείας «Εγνατία οδός Α.Ε.», δεν αποτελούν «προσωπικό» των ν.π.ι.δ. στα οποία υπηρετούν, κατά την έννοια του άρθρου πρώτου παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν. 4093/2012, ούτε είναι «υπάλληλοι» του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. κλπ Ν.Π.Δ.Δ., κατά την έννοια των άρθρων 4 παράγρ. 1 και 22 παράγρ. 1 του ν. 4024/2011 και συνεπώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Ο λόγος όμως αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο διότι η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου πρώτου παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν. 4093/2012, εν όψει της γενικότητας της διατυπώσεώς της και του εκτεθέντος σκοπού του νόμου, ήτοι του εξορθολογισμού του βαθμολογικού και μισθολογικού καθεστώτος όλων των απασχολουμένων στον στενότερο και ευρύτερο δημόσιο τομέα δια της καθιερώσεως κοινών κανόνων βαθμολογικής και μισθολογικής εξελίξεως αυτών προς αντιμετώπιση της σοβαρής δημοσιονομικής κρίσεως, αφορά το πάσης φύσεως και με οποιαδήποτε σχέση συνδεόμενο με τα εν λόγω ν.π. προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων των δικηγόρων με έμμισθη εντολή, όπως οι αιτούντες (βλ. ΣΕ 3372/2015 Ολομ. πρβλ. ΣΕ 2628/1994, 1672-4/1992, 3104/1991 7μ., 2253/1980, 3391/1974). Κατά τούτο δε η εξουσιοδοτική αυτή διάταξη είναι ειδική εν σχέσει προς τις διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα που αφορούν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος εν γένει και το καθεστώς των δικηγόρων με έμμισθη εντολή. Επομένως, εγκύρως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου πρώτου παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περ. 12 του ν. 4093/2012 και της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 1 του ν. 4024/2011, οι οποίες εξ άλλου δεν αντίκεινται σε καμία διάταξη υπερνομοθετικής ισχύος (βλ. ΣΕ 3372/2015 Ολομ.).

 

12. Επειδή, στο άρθρο 5 παράγρ 6 του ν. 2229/1994 (Α΄ 137) ορίζεται ότι «με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών, ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού μπορεί να ιδρύονται νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου χωριστά για κάθε μεγάλο έργο ύψους άνω των είκοσι πέντε δισεκατομμυρίων (25.000.000.000) δραχμών με τη μορφή της ανώνυμης εταιρίας», στην παράγρ. 7 ότι σκοπός των εταιρειών αυτών είναι, μεταξύ άλλων, η μελέτη, κατασκευή και εκμετάλλευση πάσης φύσεως έργων υποδομής, στην δε παράγρ. 11 ότι «11. Οι εταιρείες λειτουργούν για χάρη του δημοσίου συμφέροντος, είναι επιχειρήσεις κοινής ωφελείας και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Οι εταιρείες δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ούτε στις διατάξεις που διέπουν εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο Δημόσιο. Οι μετοχές τους ανήκουν αποκλειστικά στο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο εκπροσωπείται στη Γενική Συνέλευση από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων και τον αρμόδιο κατά περίπτωση υπουργό» (όπως το τελευταίο εδάφιο της παραγρ. 11 αντικαταστάθηκε με το άρθρο δωδέκατο του ν. 2338/1995 (Α΄ 202). Βάσει της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθ. 5 παράγρ 6 του ν. 2229/1994 εκδόθηκε η κοινή απόφαση Δ17α/02/69/ΦΝ 380/10.11.1994 των Υπουργών Εθν. Οικονομίας, Οικονομικών και Αναπληρωτού Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 846, διόρθ. σφάλμ. Β΄ 886/1994), με την οποία ιδρύθηκε η α.ε. «Εγνατία Οδός ανώνυμη εταιρεία» (παρ. 1), με σκοπό, ιδίως, την μελέτη, κατασκευή, συντήρηση και εκμετάλλευση της Εγνατίας οδού (παρ. 2 περ. α). Κατά την παράγρ. 3 της κ.υ.α. αυτής, «3. Η Εταιρία είναι επιχείρηση κοινής ωφέλειας, διέπεται από τις διατάξεις για τις επιχειρήσεις αυτές και λειτουργεί σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας. Με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που ορίζονται στο άρθρο 5 του Ν. 2229/1994 η Εταιρία δεν υπάγεται στις διατάξεις που διέπουν τους οργανισμούς και τις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα ούτε στις διατάξεις που διέπουν τις Εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο δημόσιο». Τέλος, με την κοινή απόφαση Δ17α/02/68/ΦΝ393/1996 του Υφυπ. Οικονομικών και των Υπουργών Οικονομικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β΄ 799) καθορίσθηκε ο τρόπος χρηματοδότησης της εταιρείας, ορίσθηκε δε ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι η πληρωμή των λειτουργικών/διοικητικών δαπανών της θα γίνει με διαδοχικές αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου, ανάλογα με την πρόοδο υλοποίησης του έργου της και τις ανάγκες πληρωμών (παράγρ. 1). Από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2229/1994 προκύπτει ότι οι εταιρείες που ιδρύονται κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παράγρ. 6 του ν. αυτού αποτελούν επιχειρήσεις κοινής ωφελείας που λειτουργούν χάριν του δημοσίου συμφέροντος και οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο. Εν όψει του επιδιωκόμενου σκοπού και του γεγονότος ότι οι μετοχές τους ανήκουν εξ ολοκλήρου στο Ελληνικό Δημόσιο, οι δημόσιες αυτές επιχειρήσεις, όπως εν προκειμένω η εταιρεία «Εγνατία οδός Α.Ε.», εμπίπτουν στο Κεφάλαιο Α΄ του ν. 3429/2005, επί δε του προσωπικού τους έχει εφαρμογή το άρθρο πρώτο παράγρ. Γ΄, υποπαρ. Γ.1 περίπτ. 12 του ν. 4093/2012. Τούτο δε αδιαφόρως αν οι εν λόγω εταιρείες έχουν εξαιρεθεί από τις διατάξεις που αφορούν τον δημόσιο τομέα (βλ. προαναφερθέν άρθρο 19 του ν. 3429/2005, όπως ισχύει) και ανεξαρτήτως του τρόπου καλύψεως της δαπάνης μισθοδοσίας του προσωπικού τους. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής των σχετικών ισχυρισμών, αβασίμως προβάλλεται με το από 10.11.2014 υπόμνημα των αιτούντων, το οποίο κατατέθηκε μετά τη συζήτηση της υποθέσεως, εντός της προθεσμίας που χορήγησε ο Πρόεδρος, ότι το προσωπικό της εταιρείας «Εγνατία οδός Α.Ε.» δεν εμπίπτει στην ανωτέρω διάταξη του ν. 4093/2012 επειδή η εταιρεία εξαιρείται από τον δημόσιο τομέα, η δε δαπάνη για τις αμοιβές του προσωπικού της, και ειδικά των έμμισθων δικηγόρων, εντάσσεται στα λειτουργικά έξοδα της εταιρείας που καλύπτονται με αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου σύμφωνα με την κ.υ.α. Δ17α/02/68/ΦΝ393/1996.

 

13. Επειδή, επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

Δ ι ά   τ α ύ τ α

 

Απορρίπτει την αίτηση,

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου και

 

Επιβάλλει στους αιτούντες να καταβάλουν στο Δημόσιο το ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ ως δικαστική δαπάνη.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 2014

 

            Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

 

            Σωτ. Αλ. Ρίζος   Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2015.

 

            Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος     Η Γραμματέας

 

 

            Ν. Σακελλαρίου Μ. Παπασαράντη