ΣτΕ Ολ. 2859/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Χρέη προς το ΙΚΑ - Προσωπική κράτηση -.

 

 

Μετά την έναρξη ισχύος του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (17.7.1999) καταργήθηκαν οι διατάξεις του Ν. 1867/89 που αφορούσαν την δυνατότητα επιβολής προσωπικής κρατήσεως και για χρέη προς το ΙΚΑ, διατηρήθηκε δε το μέτρο αυτό μόνο ως προς το Δημόσιο. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Φεβρουαρίου 2003, με την εξής σύνθεση: Χρ. Γεραρής, Πρόεδρος, Αθ. Τσαμπάση, Π. Παραράς, Ιω. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Ευδ. Γαλανού, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Π. Κοτσώνης, Μ. Καραμανώφ, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Σύμβουλοι, Δ. Εμμανουηλίδης, Π. Τσούκας, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

   Για να δικάσει την από 24 Οκτωβρίου 2001 αίτηση:

   του Κ.Π., κατοίκου Βούλας Αττικής, Τ. ..., ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Γ. Μπρεγιάννο (Α.Μ. 8917), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

   κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία "Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.)", το οποίο παρέστη με τους Βλάσση Βούκαλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους και Δημ. Αναστασόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του κράτους.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθ. 1624/2002 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

   Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 1639/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά.

   Η Εισηγήτρια, Σύμβουλος Μ. Καραμανώφ, άρχισε τη συζήτηση της υποθέσεως με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τους αντιπροσώπους του Ι.Κ.Α., οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή δια της υπό κρίσιν αιτήσεως, δια την άσκησιν της οποίας κατεβλήθη το νόμιμον παράβολον (υπ' αριθμ. 1590896-99, 1605932-33, 1605940-3 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεσις της υπ' αριθμ. 1639/2001 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, δια της οποίας απερρίφθη έφεσις του αναιρεσείοντος κατά της υπ' αριθμ. 147/1998 αποφάσεως του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Δια της τελευταίας ταύτης αποφάσεως είχεν επιβληθεί εις τον αναιρεσείοντα κατόπιν αιτήσεως του αναιρεσιβλήτου ΙΚΑ προσωπική κράτησις τριών μηνών δια χρέη ανωνύμου εταιρείας της οποίας διετέλεσε διευθύνων σύμβουλος.

   2. Επειδή η υπόθεσις εισάγεται εις την Ολομέλειαν προς συζήτησιν, κατόπιν της υπ' αριθμ. 1624/2002 αποφάσεως του ΣΤ' Τμήματος, προς επίλυσιν ζητημάτων μείζονος σημασίας.

   3. Επειδή το αναγκαστικόν μέτρον της προσωπικής κρατήσεως προς είσπραξιν δημοσίων εσόδων εθεσπίσθη το πρώτον δια του β.δ. της 7 (19).2.1835 και διεμορφώθη δια διαδοχικών νομοθετημάτων (ν. ΥΛΣΤ'/1871, ν.4845/1930 (ΝΕΔΕ), ν.δ. 356/1974 (ΚΕΔΕ), επιβαλλόμενον υπό των αρμοδίων διοικητικών οργάνων κατά των οφειλετών αφ' ενός μεν του Δημοσίου, αφ' ετέρου δε των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) κατά περίπτωσιν. Ο θεσμός ανεμορφώθη ριζικώς δια του ν. 1867/1989 (Α' 227), ο οποίος επέτρεψε την επιβολήν του μέτρου μόνον δια δικαστικής αποφάσεως εκδιδομένης κατόπιν αιτήσεως του αρμοδίου προς είσπραξιν οργάνου του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ., ερύθμισε δε τας ουσιαστικάς και δικονομικάς προϋποθέσεις επιβολής αυτού κατά τρόπον ευνοϊκότερον δια τον οφειλέτην εν σχέσει με το προηγούμενον νομοθετικόν καθεστώς. Οι προϋποθέσεις αυταί ετροποποιήθησαν τόσον όσον αφορά τα ληξιπρόθεσμα προς το Δημόσιον όσον και προς το ΙΚΑ χρέη δια του άρθρου 46 του ν. 2065/1992 (α' 113), εν συνεχεία δε δια των άρθρων 33 του ν. 2214/1994 (Α' 75) και 22 του ν. 2523/1997 (Α' 174). Επηκολούθησεν η θέσις εν ισχύϊ του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, ΦΕΚ Α' 47), ο οποίος εις το Πρώτον Τμήμα του Δευτέρου Μέρους αυτού και υπό τον Δεύτερον Τίτλον "Επιβολή Προσωπικής Κράτησης" (άρθρα 231-243) περιέλαβε νέαν ρύθμισιν του αναγκαστικού μέτρου της προσωπικής κρατήσεως κατά τρόπον εν πολλοίς ανάλογον προς τας ρυθμίσεις του ν. 1867/1989, ως είχεν ούτος προ των τροποποιήσεών του, με σημαντικάς δηλαδή αποκλίσεις εκ των ρυθμίσεων των νόμων 2065/92, 2214/94 και 2523/97 (βλ. και εισηγητικήν έκθεσιν του ΚΔΔ επί του άρθρου 231, η οποία αναφέρει ότι "αποδίδεται κατά βάση η έως τώρα ισχύουσα ρύθμιση"). Ειδικώτερον, εις το άρθρον 231 παρ. 1 του ΚΔΔ ορίζεται ότι: "1. Η προσωπική κράτηση, ως αναγκαστικό μέτρο προς είσπραξη των κατά τις διατάξεις του άρθρου 216 δημόσιων εσόδων, διατάσσεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του Δημοσίου", εις το άρθρον 232 ότι: "Αρμόδιος να διατάξει την προσωπική κράτηση είναι ο πρόεδρος πρωτοδικών ή ο από αυτόν οριζόμενος πρωτοδίκης, του πρωτοδικείου στην περιφέρεια του οποίου έχει την έδρα της η αρχή που, ως εκπρόσωπος του Δημοσίου, υποβάλλει την, κατά το προηγούμενο άρθρο, αίτηση", εις δε το άρθρον 233 υπό τον τίτλον "Ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση" ότι "1. Η αίτηση υποβάλλεται από το Δημόσιο, εκπροσωπούμενο από τον αρμόδιο για την είσπραξη του οφειλόμενου εσόδου προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή του τελωνείου. 2. Η αίτηση στρέφεται κατά του οφειλέτη ή του εκπροσώπου του νομικού προσώπου ή, αν πρόκειται για πρόσωπα που τελούν υπό επιμέλεια, κατά του νόμιμου αντιπροσώπου τους." Τέλος εις το άρθρον 285 παρ. 1 του Κώδικος ορίζεται ότι "Από την έναρξη ισχύος του Κώδικα καταργείται κάθε γενική ή ειδική διάταξη η οποία αναφέρεται σε θέμα ρυθμιζόμενο από αυτόν".

   4. Επειδή εκ των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας προκύπτει ότι δια του νόμου τούτου ερυθμίσθησαν κατά τρόπον πλήρη και αποκλειστικόν τόσον αι ουσιαστικαί όσον και αι δικονομικαί προϋποθέσεις επιβολής του μέτρου της προσωπικής κρατήσεως, η οποία εφεξής επιτρέπεται μόνον προκειμένου περί απαιτήσεων του Δημοσίου, όχι δε και των λοιπών ν.π.δ.δ., ως το ΙΚΑ. Τούτο προκύπτει σαφώς εκ της γραμματικής διατυπώσεως των άρθρων 231 παρ. 1, 232 και 233 του ΚΔΔ, τα οποία είναι στενώς ερμηνευτέα, υπό το φως των άρθρων 5 παρ. 3 του Συντάγματος και 7 της ΕΣΔΑ, εν όψει της στερήσεως του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας που επάγεται δια τον οφειλέτην η επιβολή του μέτρου. Κατά συνέπειαν, μετά την έναρξιν ισχύος του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας (17.7.1999) κατηργήθησαν αι διατάξεις του ν. 1867/89, ως είχαν τροποποιηθεί μεταγενεστέρως, δια των οποίων προεβλέπετο η δυνατότης επιβολής προσωπικής κρατήσεως και δια χρέη προς το ΙΚΑ, διετηρήθη δε το μέτρον τούτο μόνον ως προς το Δημόσιον. Αν και κατά την γνώμην των Συμβούλων Αθ. Τσαμπάση, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλια και Δ. Αλεξανδρή και του Παρέδρου Π. Τσούκα, ο νομοθέτης, αναφερόμενος στο άρθρο 231 παρ. 1 του νέου Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας μόνον στο Δημόσιο, δεν θέλησε να καταργήσει, μέσω ενός κατ' εξοχήν δικονομικού νομοθετήματος, τη δυνατότητα που παρέχεται από την κειμένη νομοθεσία στο ΙΚΑ και στα λοιπά ΝΠΔΔ να ζητούν την προσωποκράτηση των οφειλετών προς εξασφάλιση των εσόδων τους. Ο νομοθέτης εκφράστηκε στενώτερα από ότι ήθελε, όπως άλλωστε έπραξε και σε ολόκληρο το τμήμα περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων (άρθρα 216-230), όπου μνημονεύει αποκλειστικά το Δημόσιο και παραλείπει τα εξομοιούμενα προς τούτο ν.π.δ.δ. Τούτο μαρτυρεί σαφώς η εισηγητική έκθεση που αναφέρεται στα περί προσωποκρατήσεως πρώτο άρθρο του ΚΔΔ επισημαίνοντας ότι με αυτά αποδίδεται κατά βάση η έως τότε ισχύουσα ρύθμιση.

   5. Επειδή εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το ΙΚΑ δια της από 22.12.1997 αιτήσεώς του εζήτησε την προσωποκράτησιν του αναιρεσείοντος, υπό την ιδιότητά του ως προέδρου του Δ.Σ. και Διευθύνοντος Συμβούλου της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν "Ε.** Ο.** Α.Ε.Β.Ε.", δια ληξιπρόθεσμα χρέη της εταιρείας προς αυτό ύψους 41.200.544 δρχ. Η αίτησις αυτή εξεδικάσθη υπό του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, ο οποίος δια της υπ' αριθμ. 147/1998 αποφάσεώς του διέταξε την προσωποκράτησιν του αναιρεσείοντος δια χρονικόν διάστημα τριών μηνών. Κατά της αποφάσεως ταύτης ο αναιρεσείων ήσκησε έφεσιν ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίον δια της υπ' αριθμ. 873/2000 αποφάσεώς του εκήρυξε εαυτό αναρμόδιον και παρέπεμψε την έφεσιν εις το Διοικητικόν Εφετείον Πειραιώς. Το τελευταίον δια της υπ' αριθμ. 151/2001 αποφάσεώς του εκήρυξεν εαυτό αναρμόδιον και ανέπεμψε την υπόθεσιν εις το Τριμελές Διοικητικόν Πρωτοδικείον Πειραιώς, το οποίον δια της υπ' αριθμ 1639/2001 αποφάσεώς του απέρριψε την έφεσιν ως κατ' ουσίαν αβάσιμον. Η κρίσις αυτή της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι μη νόμιμος, διότι κατά τον χρόνον συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, το οποίον κατά νόμον απαγγέλλει τελεσιδίκως το στερητικόν της ελευθερίας μέτρον, είχε τεθεί εν ισχύϊ η ευνοϊκωτέρα δια τον οφειλέτην ρύθμισις του ΚΔΔ, η οποία δεν επιτρέπει πλέον την προσωποκράτησιν δια χρέη προς το ΙΚΑ, λαμβανομένου υπ' όψιν ότι το άρθρον 98 παρ. 3 του Κώδικος δεν δύναται, ως εκ της φύσεως του μέτρου, να τύχει εν προκειμένω εφαρμογής (πρβλ. ΣτΕ 4793/98, 886/2000). Κατά συνέπειαν, δια τον λόγον τούτον, βασίμως προβαλλόμενον, η υπό κρίσιν αίτησις πρέπει να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλομένη απόφασις, δεδομένου δε ότι η υπόθεσις δεν χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικόν, το Δικαστήριον διακρατεί ταύτην, και δικάζον κατ' ουσίαν επί της εφέσεως δέχεται ταύτην και εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 147/1998 απόφασιν του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Εν συνεχεία το Δικαστήριον δικάζον την αίτησιν του αναιρεσιβλήτου ΙΚΑ περί προσωποκρατήσεως του αναιρεσείοντος απορρίπτει ταύτην συμφώνως προς τα προεκτεθέντα.

   6. Επειδή το Δικαστήριον κρίνει, κατ' εκτίμησιν των περιστάσεων, ότι το ΙΚΑ πρέπει να απαλλαγεί της δικαστικής δαπάνης δια την κατ' αναίρεσιν δίκην (άρθρο 39 παρ. 1 Π.Δ. 18/1989), περαιτέρω δε ότι πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα τόσον της κατ' έφεσιν όσον και της πρωτοβαθμίου δίκης (άρθρ. 275 παρ. 1 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας).

   Διά ταύτα

   Δέχεται την υπό κρίσιν αίτησιν.

   Αναιρεί την υπ' αριθμ. 1639/2001 απόφασιν του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς συμφώνως προς το αιτιολογικόν.

   Διατάσσει την απόδοσιν του παραβόλου.

   Απαλλάσσει το ΙΚΑ της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος.

   Δικάζον περαιτέρω κατ' ουσίαν επί της εφέσεως του αναιρεσείοντος, δέχεται ταύτην και εξαφανίζει την υπ' αριθμ. 147/1998 απόφασιν του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς.

   Διατάσσει την απόδοσιν του παραβόλου της εφέσεως εις τον αναιρεσείοντα.

   Απαλλάσσει το ΙΚΑ της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος δια την κατ' έφεσιν δίκην.

   Δικάζον κατ' ουσίαν επί της από 22.12.1997 αιτήσεως του ΙΚΑ περί προσωποκρατήσεως του αναιρεσείοντος απορρίπτει ταύτην.

   Απαλλάσσει το ΙΚΑ της δικαστικής δαπάνης του αναιρεσείοντος δια την επί της αιτήσεως προσωπικής κρατήσεως δίκην.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 18 Απριλίου 2003 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 2003.