ΣτΕ.Ολ 2764/2011

 

Αντισυνταγματικότητα των άρθρων 3 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του Ν. 1474/1987 «Τροποποίηση του ιδρυτικού νόμου του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας κλπ» -.

 

Η εκ μέρους τακτικού μέλους του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.), μετά την συμπλήρωση τριακονταετούς συνολικής υπηρεσίας, παύση της ασκήσεως του επαγγέλματος του γεωτεχνικού ή συνταξιοδότησή του από το επάγγελμα αυτό καθιστά το μέλος τούτο ομότιμο μέλος του εν λόγω Επιμελητηρίου και, ως εκ τούτου, επάγεται, άνευ άλλου τινός, την εφεξής αδυναμία εκπονήσεως μελετών επ’ αμοιβή ( ή παροχής, επ’ αμοιβή των λοιπών αναφερομένων στο άρθρο 19 του ίδιου νόμου υπηρεσιών), επάγεται δηλαδή την αδυναμία ασκήσεως ελευθέρου επαγγέλματος. Η ρύθμιση, όμως, αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως επιφέρουσα ανεπίτρεπτο περιορισμό στην ελευθερία ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος. Και τούτο διότι ο περιορισμός αυτός αφ’ ενός μεν δεν είναι γενικός, αφού αφορά μόνον στους εκ των μελετητών γεωτεχνικούς, αφ’ ετέρου δε στηρίζεται αποκλειστικώς στο, μη πρόσφορο για την επίμαχη ρύθμιση, κριτήριο του χρόνου συνολικής υπηρεσίας του μελετητού στο επάγγελμα του γεωτεχνικού πριν από την παύση του επαγγέλματος ή την συνταξιοδότησή του από αυτό και δεν συνδέεται προς άλλα κριτήρια συναπτόμενα προς την βιολογική ή πνευματική ικανότητα (όπως είναι η ηλικία) ή προς τις επιστημονικές γνώσεις ή τεχνικές δεξιότητες του ατόμου, που απαιτούνται για την άσκηση της ρυθμιζομένης εν προκειμένω επαγγελματικής δραστηριότητος (εκπόνηση μελετών κ.λπ.).

 

 

Αριθμός 2764/2011

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Απριλίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Γ. Παπαγεωργίου, Ιωάν. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Αρ.-Γ. Βώρος, K. Ευστρατίου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ιωάν. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Β. Γρατσίας, Αντ. Ντέμσιας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Ε. Κουσιουρής, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Β. Ανδρουλάκης, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Γ. Τσιμέκας και Φ. Ντζίμας, καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Δ. Μουζάκη.

 

Για να δικάσει την από 30 Ιανουαρίου 1999 αίτηση:

 

του ..., κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (...), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, ο οποίος παρέστη με τον Χρ. Παπαδόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια κατόπιν της υπ αριθμ. 1390/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ αριθμ. Δ15/οικ./16781/15-10-1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Υ.Π.Ε.ΧΩ.Δ.Ε./Γ.Γ.Δ.Ε., 2) η σιωπηρά απορριπτική απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων επί της από 11-12-1998 ενστάσεώς του και 3) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Γ. Παπαγεωργίου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχουν καταβληθεί τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (5437419/1999 γραμμάτια Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικ. Εισπράξεων Αθηνών, 1077589/1999 ειδικό έντυπο παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια κατόπιν της 1390/2008 αποφάσεως του Δ΄ Τμήματος, λόγω της μείζονος σπουδαιότητος του ζητήματος της συνταγματικότητος των άρθρων 3 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του ν. 1474/1984.

 

 

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση α) της Δ15/οικ./16781/15.10.1998 πράξεως του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Έργων του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.), κατά το μέρος που με αυτήν αποφασίσθηκε η αφαίρεση του μελετητικού πτυχίου του αιτούντος γεωπόνου και η διαγραφή του από το μητρώο μελετητών, και β) της σιωπηράς απορρίψεως από τον Υπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. της από 11.12.1998 ενστάσεως που άσκησε ο αιτών ενώπιόν του κατά της ανωτέρω από 15.10.1998 πράξεως του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Έργων.

 

 

4. Επειδή, ειδικώτερα, με την Δ15/οίκ./10071/16.6.1998 απόφαση του Υφυπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. έγινε αποδεκτή η 158/1998 γνωμοδότηση του Γ΄ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), κατά την οποία τα ομότιμα και επίτιμα μέλη του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (ΓΕΩΤ.Ε.Ε.) δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν πτυχίο μελετητού και, γενικώτερα, να ασκούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 19 του ν. 1474/1984 δραστηριότητες. Κατόπιν τούτου, με την Δ15/οικ./16781/15.10.1998 απόφαση του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Έργων του Υπουργείου ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. αποφασίσθηκε η αφαίρεση των πτυχίων 73 μελετητών, ομοτίμων μελών του ανωτέρω Επιμελητηρίου, και η διαγραφή τους από το μητρώο μελετητών. Μεταξύ των μελετητών τούτων περιλαμβάνεται και ο αιτών γεωπόνος, ο οποίος άσκησε κατά της τελευταίας ως άνω αποφάσεως, καθ ό μέρος αφορά σε αυτόν, την από 11.12.1998 ένσταση (κατά τα άρθρα 6 παρ. 2 του ν. 716/1977 και 1 του π.δ. 917/1998) ενώπιον του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. Η ένσταση αυτή, η οποία αποτελεί ενδικοφανή προσφυγή (βλ. Σ.Ε. 3386/1995), απορρίφθηκε σιωπηρώς λόγω μη εκδόσεως αποφάσεως επ αυτής από τον εν λόγω Υπουργό εντός της, κατά το άρθρο 1 του π.δ. 917/1998 (ΦΕΚ 223 Α΄), τριακονθήμερης προθεσμίας, εν όψει δε τούτου, ως μόνη παραδεκτώς προσβαλλομένη πρέπει να θεωρηθεί εν προκειμένω η σιωπηρά απόρριψη της ως άνω ενστάσεως.

 

 

5. Επειδή, στην έννοια της προσωπικής ελευθερίας και στην αρχή της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητος του ατόμου, που κατοχυρώνονται με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, περιλαμβάνεται και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως επαγγέλματος. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, εφ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμιζομένης εκάστοτε επαγγελματικής δραστηριότητος (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 3177/2007, 3665/2005 κ.ά.). Επομένως, η περιορίζουσα την ως άνω ελευθερία ρυθμιστική επέμβαση του νομοθέτη δεν μπορεί να στηρίζεται σε κριτήρια, τα οποία, κατά κοινήν αντίληψη, δεν συνδέονται αμέσως προς την βιολογική ή πνευματική ικανότητα του προσώπου ή προς τις ειδικές επιστημονικές γνώσεις ή τεχνικές δεξιότητες που απαιτούνται για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος και άγουν, άνευ αποχρώντος λόγου, σε αδυναμία ασκήσεως του επαγγέλματος αυτού (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 474/1989). Σύμφωνα δε με την συνταγματική αρχή της αναλογικότητος, οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι εν σχέσει προς αυτόν (βλ. Ολομ. Σ.Ε. 3177/2007, 3665/2005 κ.ά.).

 

 

6. Επειδή, στο άρθρο 3 του ν. 1474/1984 (Φ.Ε.Κ. 128 Α΄) ορίζεται: «1. Μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. είναι υποχρεωτικά όλοι οι γεωτεχνικοί: α) γεωπόνοι, δασολόγοι, κτηνίατροι και γεωλόγοι, εφόσον είναι πτυχιούχοι: αα) ... στστ) ... β) Ιχθυολόγοι ... γ) Μέλη που έπαυσαν ή παύουν να ασκούν το επάγγελμα ή συνταξιοδοτούνται παραμένουν μέλη, μπορούν όμως να διαγραφούν με αίτησή τους. 2. Τα μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. διακρίνονται σε τακτικά, ομότιμα και επίτιμα. Τακτικά μέλη είναι όσα πληρούν τους όρους της προηγουμένης παραγράφου. Τακτικά μέλη που έπαυσαν, παύουν να ασκούν το επάγγελμα ή συνταξιοδοτούνται μετά τη συμπλήρωση τριάντα (30) ετών συνολικής υπηρεσίας γίνονται ομότιμα. Τα ομότιμα μέλη απαλλάσσονται από τις οικονομικές τους υποχρεώσεις απέναντι στο ΓΕΩΤ.Ε.Ε., δεν εκλέγουν, ούτε εκλέγονται στα όργανα και δεν λαμβάνουν μέρος στις λοιπές διοικητικές και λειτουργικές δραστηριότητες του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. Αν επιθυμούν να διατηρήσουν τα δικαιώματα αυτά, οφείλουν να το γνωστοποιούν εγγράφως στο Διοικητικό Συμβούλιο, οπότε και βαρύνονται με τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Επίτιμα μέλη ανακηρύσσονται εξέχουσες προσωπικότητες που διακρίθηκαν για την προσφορά τους στην πρόοδο των γεωτεχνικών επιστημών και την ευόδωση των σκοπών του Επιμελητηρίου. Τακτικά, ομότιμα και επίτιμα μέλη εγγράφονται σε χωριστούς καταλόγους μελών. 3. ... 4. ...». Εξ άλλου, στο άρθρο 19 του ιδίου νόμου ορίζεται: «Ασκηση του επαγγέλματος. 1. Οι γεωπόνοι, δασολόγοι, κτηνίατροι, γεωλόγοι και ιχθυολόγοι, που είναι τακτικά μέλη του Επιμελητηρίου δικαιούνται αμοιβής για την εκπόνηση μελετών, την επίβλεψη της εκτέλεσής τους, την εκτέλεση έργων, τη σύνταξη πραγματογνωμοσύνης και γνωμοδότησης, την εκπροσώπηση και παράσταση ενώπιον αρχών ή τρίτου σε κάθε γεωργική, δασοπονική, κτηνιατρική, κτηνοτροφική, γεωλογική και αλιευτική υπηρεσία και σε κάθε σχετική επιχείρηση πρωτογενούς ή δευτερογενούς παραγωγής, καθώς και σε κάθε υπηρεσία ή επιχείρηση ανάπτυξης, αξιοποίησης, εκμετάλλευσης και προστασίας των φυσικών πόρων και του περιβάλλοντος. Από την παροχή των υπηρεσιών αυτών αποκλείονται όσοι υπηρετούν στον κατά το Ν. 1256/1982 δημόσιο τομέα με οποιαδήποτε σχέση. 2. Με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 2 του νόμου αυτού, καθορίζονται: α) οι λεπτομέρειες εφαρμογής της διάταξης της προηγούμενης παραγράφου, β) οι υπόχρεοι για την αποδοχή των κατά την προηγούμενη παράγραφο υπηρεσιών ή συμβουλών». Τέλος, στο άρθρο 20 του αυτού ως άνω νόμου ορίζεται: «Εξουσιοδοτήσεις 1. ... 2. Με προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Γεωργίας, ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. καθορίζονται: α) Τα προσόντα, οι προϋποθέσεις, οι όροι και η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος των γεωτεχνικών και παροχής των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 19. β) Οι κατά είδος, περίπτωση και απασχόληση αμοιβές, για την προσφορά των υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 19 και γ) Ο εφοδιασμός των μελών του Επιμελητηρίου με δελτία αποδεικτικά της ιδιότητάς τους ως γεωτεχνικών και της ειδικότητάς τους. 3. ... 5. ...».

 

 

7. Επειδή, κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 1474/1984, μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. είναι όσοι κατέχουν τα αναφερόμενα στα εδάφια α΄ και β΄ αυτής πτυχία και, ειδικώτερα, α) εκείνοι οι οποίοι ασκούν το αντίστοιχο επάγγελμα υφ’ οιανδήποτε ιδιότητα, ήτοι ως ελεύθεροι επαγγελματίες (εφ’ όσον διαθέτουν άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κατά το, κατ’ εξουσιοδότησιν του άρθρου 20 παρ. 2 του νόμου τούτου, εκδιδόμενο π.δ.) ή ως υπάλληλοι του ιδιωτικού ή του δημοσίου τομέως, και β) εκείνοι οι οποίοι παύουν να ασκούν το αντίστοιχο επάγγελμα, υφ’ οιανδήποτε των προπεριγραφεισών ιδιοτήτων, ή συνταξιοδοτούνται από αυτό, εφ’ όσον δεν διαγραφούν κατόπιν αιτήσεώς των. Περαιτέρω, από τα ανωτέρω πρόσωπα, τακτικά μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. αποτελούν, κατά την έννοια των παρ. 1 και 2 του εν λόγω άρθρου, αφ ενός μεν, οι ανήκοντες στην πρώτη από τις ανωτέρω κατηγορίες, αφ’ ετέρου δε, εκείνοι εκ των ανηκόντων στην δεύτερη από τις κατηγορίες αυτές, οι οποίοι, κατά την παύση της ασκήσεως του αντιστοίχου επαγγέλματος ή την συνταξιοδότησή τους, δεν έχουν συμπληρώσει τριακονταετή συνολική υπηρεσία υφ’ οιανδήποτε των προπεριγραφεισών ιδιοτήτων. εκείνοι, όμως, εκ των ανηκόντων στην δεύτερη από τις ανωτέρω κατηγορίες, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει τριακονταετή συνολική υπηρεσία κατά την παύση της ασκήσεως του αντιστοίχου επαγγέλματος ή κατά την συνταξιοδότησή τους, αποτελούν, κατά την ως άνω παρ. 2, ομότιμα μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., με τις περαιτέρω, κατά το εδάφιο δ΄ της παραγράφου αυτής, συνέπειες (απαλλαγή από τις οικονομικές υποχρεώσεις έναντι του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., απώλεια των δικαιωμάτων του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στα όργανα αυτού κλπ.). Εξ άλλου, στην άσκηση του επαγγέλματος του γεωτεχνικού, ως ελευθέρου επαγγέλματος, περιλαμβάνεται και η παροχή των αναφερομένων στο άρθρο 19 παρ. 1 εδάφ. α΄ του ν. 1474/1984 υπηρεσιών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και η έναντι αμοιβής εκπόνηση μελετών διά της προσλήψεως της ιδιότητος του μελετητού κατά τους ορισμούς του ν. 716/1977, ήτοι διά της εγγραφής στο μητρώο μελετητών και της λήψεως σχετικού τίτλου (τις υπηρεσίες, όμως, αυτές δεν δύνανται να παρέχουν, κατά το εδάφιον β΄ της ανωτέρω παραγράφου, οι υπηρετούντες με οποιαδήποτε σχέση στον κατά τον ν. 1256/1982 δημόσιο τομέα). Δεδομένου δε ότι η ρύθμιση του άρθρου 19 παρ. 1 του ν. 1474/1984 αφορά, κατά το γράμμα της, στα τακτικά μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., τα, κατά τα ανωτέρω, ομότιμα μέλη αυτού δεν δικαιούνται στην έναντι αμοιβής εκπόνηση μελετών (ή παροχή εν γένει των προπεριγραφεισών υπηρεσιών), η οποία, όπως προεξετέθη, συνιστά άσκηση ελευθέρου επαγγέλματος.

 

 

8. Επειδή, περαιτέρω, εν όψει των προεκτεθέντων, από τον συνδυασμό των άρθρων 3 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του ν. 1474/1984 συνάγεται ότι η εκ μέρους τακτικού μέλους του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., μετά την συμπλήρωση τριακονταετούς συνολικής υπηρεσίας, παύση της ασκήσεως του επαγγέλματος του γεωτεχνικού ή συνταξιοδότησή του από το επάγγελμα αυτό καθιστά το μέλος τούτο ομότιμο μέλος του εν λόγω Επιμελητηρίου και, ως εκ τούτου, επάγεται, άνευ άλλου τινός, την εφεξής αδυναμία εκπονήσεως μελετών επ αμοιβή ( ή παροχής, επ αμοιβή των λοιπών αναφερομένων στο ως άνω άρθρο 19 υπηρεσιών), επάγεται δηλαδή την αδυναμία ασκήσεως ελευθέρου επαγγέλματος. Η ρύθμιση, όμως, αυτή αντιβαίνει στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, ως επιφέρουσα ανεπίτρεπτο περιορισμό στην ελευθερία ασκήσεως του εν λόγω επαγγέλματος. Και τούτο διότι ο περιορισμός αυτός αφ ενός μεν δεν είναι γενικός, αφού αφορά μόνον στους εκ των μελετητών γεωτεχνικούς, αφ ετέρου δε στηρίζεται αποκλειστικώς στο, μη πρόσφορο για την επίμαχη ρύθμιση, κριτήριο του χρόνου συνολικής υπηρεσίας του μελετητού στο επάγγελμα του γεωτεχνικού πριν από την παύση του επαγγέλματος ή την συνταξιοδότησή του από αυτό και δεν συνδέεται προς άλλα κριτήρια συναπτόμενα προς την βιολογική ή πνευματική ικανότητα (όπως είναι η ηλικία) ή προς τις επιστημονικές γνώσεις ή τεχνικές δεξιότητες του ατόμου, που απαιτούνται για την άσκηση της ρυθμιζομένης εν προκειμένω επαγγελματικής δραστηριότητος (εκπόνηση μελετών κ.λπ.). Οι Σύμβουλοι Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Ι. Μαντζουράνης, Κ.Π. Ευστρατίου, Ι. Γράβαρης, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου και Εμμ. Κουσιουρής διατύπωσαν την ακόλουθη συγκλίνουσα ειδικότερη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Οι διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 2 και 19 παρ. 1 του ν. 1474/1984, κατά το μέρος που με αυτές επιβάλλεται, τακτικό μέλος του ΓΕΩΤ.Ε.Ε., έχον συμπληρώσει τριακονταετή συνολική υπηρεσία, όταν παύσει να ασκεί το επάγγελμα του γεωτεχνικού ή συνταξιοδοτηθεί από αυτό, να καθίσταται ομότιμο μέλος αυτού, με περαιτέρω συνέπεια την εκ μέρους του εφεξής αδυναμία εκπονήσεως μελετών επ αμοιβή (ή παροχής, επ αμοιβή, των λοιπών μνημονευομένων στο άρθρο 19 υπηρεσιών) δηλαδή την αδυναμία ασκήσεως ελευθερίου επαγγέλματος προσκρούουν στο άρθρο 5 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την επαγγελματική ελευθερία. Τούτο δε, διότι, με αυτές επιβάλλεται περιορισμός στην ελεύθερη άσκηση του οικείου επαγγέλματος χωρίς, όμως, ούτε να δηλούται ευθέως από το νομοθέτη ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται, ούτε να προκύπτει ο εν λόγω σκοπός, είτε από το σύνολο των συναφών διατάξεων, είτε από τις προπαρασκευαστικές στην Βουλή συζητήσεις επί του νομοθετήματος. Τούτο έχει, περαιτέρω, ως συνέπεια να μην μπορεί, τελικά, να κριθεί από τον ακυρωτικό δικαστή, το συμβατό των διατάξεων αυτών με το επίμαχο άρθρο, διότι μη προκύπτοντος του σκοπού δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο επιβλήθηκε ο περιορισμός αυτός, δεν μπορεί ο ακυρωτικός δικαστής να διαπιστώσει ούτε το κατ αρχήν συμβατό του σκοπού αυτού με τις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις, ούτε, ακολούθως, και το αν κατά την επιβολή του περιορισμού τηρήθηκε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εξ άλλου, η συνταγματική αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών (άρθρο 26 του Συντάγματος) δεν επιτρέπει στον δικαστή να εξεύρει αυτός, το πρώτον και πρωτοτύπως, λόγο δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος ενδεχομένως θα δικαιολογούσε περιορισμό ατομικού δικαιώματος επιχειρούμενο από το νομοθέτη. Και τούτο διότι κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την επιβολή του περιορισμού αυτού όχι πλέον από το νομοθέτη αλλά από τον δικαστή. Επομένως, ο επιβαλλόμενος άνευ λόγου δημοσίου συμφέροντος επίμαχος περιορισμός έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 5 του Συντάγματος. Κατά την δε, περαιτέρω, γνώμη των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Χρ. Ράμμου και Εμμ. Κουσιουρή, μόνος συμβατός με την τελευταία αυτή συνταγματική διάταξη, σκοπός δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την επιβολή περιορισμού σαν τον προκείμενο (δηλ. την απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματος του γεωτεχνικού μετά από ένα ορισμένο χρονικό σημείο), θα ήταν ένας σκοπός συνδεόμενος είτε με την κάμψη της βιολογικής ή πνευματικής ικανότητας του επιθυμούντος να ασκήσει το επάγγελμά του είτε με τις επιστημονικές γνώσεις ή τεχνικές ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση του (ΣΕ Ολομ. 474/1989), δηλαδή ένας σκοπός άμεσα συνδεόμενος με την ρύθμιση των προϋποθέσεων της ορθολογικής ασκήσεως του επίμαχου επαγγέλματος. Μόνον, λοιπόν, αν συνέτρεχε τέτοιος σκοπός δημοσίου συμφέροντος, δικαιολογών κατ αρχήν και αυτοτελώς- την υποχρεωτική απαγόρευση του επαγγέλματος του γεωτεχνικού, θα μπορούσαν ακόμη να συνεκτιμηθούν για την επιβολή του σχετικού περιορισμού και τούτο όλως επικουρικώς και άλλοι σκοποί δημοσίου συμφέροντος, μη συνδεόμενοι άμεσα με όρους ορθολογικής ασκήσεως του επαγγέλματος, αλλά με ευρύτερα κριτήρια ασκήσεως κοινωνικής πολιτικής, όπως π.χ. με εμφανισθείσα ανάγκη εισόδου νέων κατά την ηλικία προσώπων στο επάγγελμα για την καταπολέμηση εντόνου φαινομένου ανεργίας νέων, αποφοίτων Σχολών στις οποίες διδάσκεται το σχετιζόμενο με το επάγγελμα του γεωτεχνικού γνωστικό αντικείμενο. Εξάλλου, οι Σύμβουλοι Δ. Σκαλτσούνης και Ηρ. Τσακόπουλος διατύπωσαν την εξής συγκλίνουσα γνώμη: Ο προφανής σκοπός της ως άνω, περιοριστικής της επαγγελματικής ελευθερίας, διατάξεως είναι η βελτίωση του επιπέδου απασχολήσεως των γεωτεχνικών. Ο σκοπός αυτός συνάδει, οπωσδήποτε, με το Σύνταγμα, το μέσο δε που επιλέγει ο νομοθέτης για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι πρόσφορο, διότι περιορίζει τον κύκλο των προσώπων που μπορούν να ασκούν την αναφερόμενη στο άρθρο 19 παρ. 1 του ν. 1474/1984 δραστηριότητα, αυξάνοντας, κατ ανάγκην, τις ευκαιρίες απασχολήσεως των υπολοίπων γεωτεχνικών. Ούτε, όμως, από τον ίδιο τον νόμο ή την εισηγητική του έκθεση, ούτε από τις σχετικές προπαρασκευαστικές εργασίες ή από άλλα συναφή στοιχεία προκύπτει η επίπτωση του περιοριστικού ατού μέτρου στο επίπεδο απασχολήσεως των γεωτεχνικών, ούτε, εξ άλλου, η επίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο κοινώς γνωστό ή δίδαγμα της κοινής πείρας. Κατ ακολουθίαν, εφ όσον δεν είναι εφικτό να προσδιορισθεί το προσδοκώμενο αποτέλεσμα από την εφαρμογή του επίμαχου μέτρου, δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί και η κατά το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αναλογικότητά του, η σχέση δηλαδή της βαρύτητας του περιορισμού προς την αναμενόμενη βελτίωση του επιπέδου απασχολήσεως των γεωτεχνικών. Συνεπώς, κατά την συγκλίνουσα αυτή γνώμη, το επίμαχο περιοριστικό μέτρο είναι αντίθετο προς την ως άνω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Γ. Ποταμιάς και Β. Γρατσίας, οι οποίοι υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης: Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3 και 19 του ν. 1474/1984 προκύπτει ότι, όσοι γεωτεχνικοί, τακτικά μέλη του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου παύουν την επαγγελματική τους δραστηριότητα ή συνταξιοδοτούνται καθίστανται ομότιμα μέλη του Επιμελητηρίου, με συνέπεια να αποκλείεται σ αυτούς να συνεχίσουν να ασκούν το επάγγελμα του γεωτεχνικού ως ελεύθεροι επαγγελματίες ή ως μισθωτοί, υπό την προϋπόθεση όμως ότι η συνταξιοδότησή τους έχει πραγματοποιηθεί μετά τη συμπλήρωση 30 ετών συνολικής υπηρεσίας. Η ρύθμιση αυτή αποβλέπει στην προώθηση της απασχόλησης και την καλύτερη κατανομή της μεταξύ των γενεών, με τη βελτίωση των ευκαιριών ένταξης νέων γεωτεχνικών στον ενεργό επαγγελματικό βίο. Η επιδίωξη αυτή του νομοθέτη συνιστά προδήλως έναν θεμιτό σκοπό γενικού συμφέροντος. Το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος ρητώς προβλέπει ότι το Κράτος μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών. Εξ άλλου, η επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης αποτελεί έναν από τους στόχους που επιδιώκει τόσο η Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 2, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΕ και 2 της Συνθήκης για την ίδρυση της ΕΚ και η πολιτική απασχόλησης καθώς και η κατάσταση στην αγορά εργασίας συγκαταλέγονται στους στόχους που ρητώς προβλέπει το άρθρο 6, παραγρ. 1, πρώτο εδάφιο της Οδηγίας 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (Ε.Ε. L 303/2.12.2000). Συνεπώς, ο σκοπός αυτός, στην εξυπηρέτηση του οποίου αποβλέπει η ανωτέρω ρύθμιση, δικαιολογεί, κατ αρχήν, αντικειμενικά και λογικά τον επίμαχο περιορισμό. Περαιτέρω, όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και της αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω στόχου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης στην επιλογή όχι μόνον της επιδίωξης ενός συγκεκριμένου στόχου στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής και της πολιτικής απασχόλησης, αλλά και στον καθορισμό των μέτρων, μέσω των οποίων μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, βάσει θεωρήσεων πολιτικού, οικονομικού, κοινωνικού, δημογραφικού και/ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, ενόψει και της κατάστασης της απασχόλησης σε ορισμένη επαγγελματική κατηγορία, όπως εμφανίζεται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Στον κοινό νομοθέτη συνεπώς απόκειται να εξισορροπήσει τα διάφορα αντιτιθέμενα συμφέροντα, θεσπίζοντας πάντως μέτρα τα οποία δεν πρέπει να υπερβαίνουν το πρόσφορο και αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. Εν όψει των ανωτέρω, δεν παρίσταται αυθαίρετο να θεωρεί ο νομοθέτης ότι ένα μέτρο, όπως το επίδικο, μπορεί να είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη του θεμιτού στόχου της προώθησης της απασχόλησης με τη διευκόλυνση της πρόσβασης στον ενεργό επαγγελματικό βίο νέων γεωτεχνικών. Εξ άλλου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό συνιστά έναν προδήλως υπέρμετρο περιορισμό της επαγγελματικής ελευθερίας όσων γεωτεχνικών, τακτικών μελών του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, συνταξιοδοτούνται, δεδομένου μάλιστα ότι η ρύθμιση αυτή καταλαμβάνει μόνον τους γεωτεχνικούς εκείνους οι οποίοι συνταξιοδοτούνται μετά τη συμπλήρωση συνολικής υπηρεσίας τουλάχιστον 30 ετών [και όχι μικρότερη] που αποτελεί έναν εύλογο χρόνο επαγγελματικής απασχόλησης και οδηγεί στη χορήγηση σύνταξης. Επί πλέον, με τις επίμαχες διατάξεις δεν ορίζεται όριο ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, δεν επιβάλλεται δηλαδή η υποχρεωτική συνταξιοδότηση των γεωτεχνικών, τακτικών μελών του Γεωτεχνικού Επιμελητηρίου, με τη συμπλήρωση 30 ετών συνολικής υπηρεσίας. Τα μέλη αυτά του Επιμελητηρίου έχουν την ευχέρεια να μην διακόψουν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία όταν συμπληρώσουν 30ετή υπηρεσία και να συνεχίσουν την επαγγελματική απασχόληση που είχαν, συνταξιοδοτούμενοι σύμφωνα με τις ειδικές εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις, εξαντλώντας τα τυχόν οριζόμενα από την οικεία νομοθεσία όρια ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης και προκειμένου περί υπαλλήλων του Δημοσίου, το προβλεπόμενο από τον Υπαλληλικό Κώδικα όριο ηλικίας υποχρεωτικής συνταξιοδότησης. Κατά συνέπεια, η επίδικη ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος.

 

 

9. Επειδή, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους δέχθηκε, με την 158/1998 γνωμοδότησή του, ότι, κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις, τα ομότιμα μέλη του ΓΕΩΤ.Ε.Ε. δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να διατηρήσουν πτυχίο μελετητού και, γενικώτερα, να ασκούν τις αναφερόμενες στο άρθρο 19 του ν. 1474/1984 δραστηριότητες, το περιεχόμενο δε της γνωμοδοτήσεως αυτής, η οποία έγινε αποδεκτή από τον Υφυπουργό ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. με την Δ15/οίκ./10071/16.6.1998 απόφασή του, αποτέλεσε, κατά τα εκτιθέμενα στην τρίτη σκέψη, την αιτιολογία της Δ15/οίκ./16781/15.10.1998 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέως Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (περί αφαιρέσεως του μελετητικού πτυχίου του αιτούντος και διαγραφής του από τα μητρώα μελετητών) και, εντεύθεν, της σιωπηράς απορρίψεως της ενστάσεως του αιτούντος κατά της τελευταίας ως άνω αποφάσεως. Η αιτιολογία, όμως αυτή, ερειδομένη επί διατάξεων, οι οποίες, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, αντίκεινται στο Σύνταγμα, δεν είναι νόμιμη, για τον λόγο δε αυτόν, ο οποίος βασίμως προβάλλεται, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινομένη αίτηση και να ακυρωθεί η σιωπηρά απόρριψη της ενστάσεως του αιτούντος κατά της ως άνω από 15.10.1998 αποφάσεως του ρηθέντος Γενικού Γραμματέως, παρέλκει δε ως αλυσιτελής η εξέταση των λοιπών προβαλλομένων λόγων ακυρώσεως.

 

 

Διά ταύτα

 

 

Δέχεται την κρινομένη αίτηση.

 

Ακυρώνει την σιωπηρά απόρριψη της από 11.12.1998 ενστάσεως του αιτούντος κατά της Δ15/οικ./16781/15.10.1998 πράξεως του Γενικού Γραμματέως του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό,

 

Διατάσσει την επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου, και

 

Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη του αιτούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσόν των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Μαΐου 2010

 

 Ο Πρόεδρος  Η Γραμματέας

 

 

 Π. Πικραμμένος  Δ. Μουζάκη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2011.

 

 Ο Πρόεδρος  Η Γραμματέας

 

 

 Π. Πικραμμένος  Μ. Παπασαράντη