ΣτΕ.Ολ 239/2015

 

PSI (Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα «ΣΙΤ») - Μείωση δημόσιου χρέους - Ανταλλαγή τίτλων έκδοσης Ελληνικού Δημοσίου - Ομολόγα άρθρου 27 Ν. 3867/2010 - Αίτηση ακύρωσης ομολογιούχων  προμηθευτών Νοσοκομείων ΕΣΥ- Προστασία περιουσίας - Αρχή αναλογικότητας - Αρχή ισότητας - Έννομο συμφέρον -.

 

Ομόλογα άρθρου 27 Ν. 3867/2010 για την πληρωμή των χρεών των Νοσοκομείων ΕΣΥ περιόδου 2008-2009- Απόρριψη αίτησης ακύρωσης ομολογιούχων προμηθευτών ιατρικών υλικών και φαρμακευτικών προϊόντων κατά της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους». Δεν αντιβαίνουν στα άρθρα 5 και Συντ. οι διατάξεις του ν. 4050/12 δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δεδομένου ότι υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας (Αντίθετη μειοψηφία). Οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 δεν αντίκεινται προς την αρχή της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.). Κρίθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση της απρόοπτης εξέλιξης του συνόλου των πιστωτικών σχέσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 οι ομολογιούχοι δεν δικαιούνται, βάσει της αρχής της ισότητας, προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του ν. 4050/2012 αντίκεινται στο άρθρο 17 Συντ. Κρίθηκε ότι η ακύρωση τίτλου δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 Συντ. (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ότι οι τίτλοι των αιτούντων που αντικαταστάθηκαν αποτελούν περιουσία κατά τα άρθρα 17 Συντ. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 αντιβαίνουν στο άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. (συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη χωρίς διακρίσεις ανάλογα με τις δυνάμεις τους) (Αντίθετη μειοψηφία). Δικαίωμα ομολογιούχων αυτής της κατηγορίας για την άσκηση αγωγής αποζημίωσής τους  από την υποκείμενη αιτία.

 

 

Αριθμός 239/2015

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Μαρτίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρσύλιας, Αθ, Ράντος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Ο. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλσυ, Κ. Τιστιφίγκος, Β. Αναγνωστοπούλου -Σαρρή, Π. Μπράί'μη. Π. Χαμάκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Αικ. Ρωξάνα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ο. Ζύγουρα και Β. Αναγνωσταπούλου-Σαρρή, καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 17 Απριλίου 2012 αίτηση: των: 1) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΑΡΗΤΗ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ», που εδρεύει στις Αχαρνές Αττικής (Λεωφ. Τατοΐου 246), 2) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «DOCTUM ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ Κ. ΓΙΟΚΑΡΗΣ & ΣΙΑ Α.Ε.», 3) ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «DOCTOPHARMA - ΤΗΛ. Κ, ΓΙΟΚΑΡΗΣ & ΣΙΑ - ΕΜΠΟΡΙΚΗ & ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ Ο.Ε.», που εδρεύουν στην Παιανία Αττικής (1° χλμ. λεωφ. Μαρκόπουλου), 4) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «NEPHROTECH Α.Ε.», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής {Πάρνηθος  44), 5) ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «NEPHRODYNAMIC HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «NEPHRODYNAMIC HELLAS Α.Ε.», που εδρεύει στη Μεταμόρφωση Αττικής (Κλεισούρας 6), 6) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «ΙΑΤΡΙΚΑ ΠΡΟΪΟΝΤΑ Ε,Π.Ε.», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (Γ. Γεννηματά 54) και 7) εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «HEALTH WAY ΕΙΣΑΓΩΓΗ-ΕΜΠΟΡΙΑ & ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗ ΙΑΤΡΙΚΟΥ & ΥΓΕΙΟΝΟΜΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ Ε.Π.Ε.» και τον διακριτικό τίτλο «HEALTH WAY Ε.Π.Ε.», ττου εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (Ανθέων 14 και Γούναρη), οι οποίες παρέστησαν με τους δικηγόρους α) Κωνστ. Σαμαρτζή (Α.Μ 10898) και β) Κωνστ. Καταβάτη (A.M. 8805), που τους διόρισαν με πληρεξούσια,

 

κατά των: 1) Πρωθυπουργού, 2) Υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με τις: α) Στ. Χαριτάκη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και β) Εμμ. ΠανοποΟλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία "ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ Α.Ε.", η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημ. Τσιμπανούλη (A.M. 10265), που τον διόρισε με πληρεξούσιο και 4) Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία "ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ" (ΟΔΔΗΧ), ο οποίος παρέστη με τις: α) Στ. Χαριτάκη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και β) Εμμ. Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 30 Νοεμβρίου 2012 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω σπουδαιότητας της, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 2 εδάφ. α του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες εταιρείες επιδιώκουν να ακυρωθούν: 1) η υπ' αριθμ. 5/24.2.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, 2) η από 24.2.2012 Πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, που εκδόθηκε από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ., 3) η από 9.3.2012 Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, 4) η υπ' αριθμ. 10/9.3.2012 Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου και 5) η υπ' αριθμ. 2/20964/0023Α/9.3.2072 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Παπαγεωργίου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους των αιτουσών εταιρειών, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της Τράπεζας και τις αντιπροσώπους του Πρωθυπουργού, του Υπουργού και του Οργανισμού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

 

1.         Επειδή, στις διασκέψεις της 31.5.2013 και της 3.6.2013, κατά τις οποίες κρίθηκαν το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως και το εκτιθέμενο στη σκέψη 28 ζήτημα των κριτηρίων επιλογής τίτλων του ν. 4050/2012, μετέσχε ο Σύμβουλος Βασίλειος Αραβαντινός, τακτικό μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση. Ακολούθως, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α' 214), του εν λόγω Συμβούλου., έλαβε μέρος αντ' αυτού στη διάσκεψη της 18.6.2013, κατά την οποία κρίθηκε το βάσιμο των λόγων ακυρώσεως, η Σύμβουλος Όλγα Ζύγουρα, αναπληρωματικό μέχρι τότε μέλος της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 159/2013).

 

2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ειδικά γραμμάτια παραβόλου Α' 1242642, 3274128/19.4.2012).

 

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση α) της Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24,2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους» (Α' 37/24.2.2012), β) της από 24,2.2012 πρόσκλησης του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) προς τους ομολογιούχους για συμμετοχή στην ορισθείσα με την ως άνω Π.Υ.Σ. διαδικασία, γ) της από 9.3.2012 πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή τερματίσθηκε με την επίτευξη της προβλεπόμενης απαρτίας και πλειοψηφίας (ανεξόφλητου κεφαλαίου) για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, δ) της Πράξεως του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α' 50/9.3.2012) και ε) της πράξεως 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β' 682/9.3.2012).

 

4. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν σύμφωνα με τις παρατιθέμενες σε επόμενη σκέψη διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ.1-11 του ν. 4050/2012 (Α' 36/23.2.2012), με τον οποίο θεσπίστηκαν κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με συμφωνία των Ομολογιούχων. Ειδικότερα, η (πρώτη προσβαλλόμενη) Π.Υ.Σ 5/24.2.2012 όρισε, στο άρθρο 1, τα εξής: «1. Ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4050/2012, ορίζεται η 24η Φεβρουαρίου 2012. 2. Οι επιλέξιμοι τίτλοι που θα προταθούν προς τροποποίηση είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. 3. Η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων θα γίνει με ανταλλαγή τους με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου και με νέους τίτλους (ή ισοδύναμα τους για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών) έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.). Οι νέοι τίτλοι που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο θα αποτελούνται σωρευτικά από: α) νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και β) τίτλους των οποίων η απόδοση θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (τίτλοι Α.Ε.Π.)-4. Τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου : α) θα έχουν ετήσιο επιτόκιο ως ακολούθως : αα) 2% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, ββ) 3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020, γγ) 3,65% για την πληρωμή τοκομεριδίου το έτος 2021, δδ) 4,3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042, β) θα λήγουν από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, γ) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Όσον αφορά το κεφάλαιο των νέων ομολόγων, για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων που θα ανταλλαγούν θα δοθούν νέα ομόλογα ονομαστικού κεφαλαίου 315 ευρώ (31,5% του ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων). 5. Οι τίτλοι Α.Ε.Π., οι οποίοι θα χορηγούνται σωρευτικά με τα νέα ομόλογα της προηγούμενης παραγράφου : α) δεν θα έχουν κεφάλαιο, β) θα έχουν απόδοση υπολογιζόμενη επί ονομαστικού ποσού ίσου με το ονομαστικό κεφάλαιο των νέων ομολόγων της προηγούμενης παραγράφου. Το ονομαστικό ποσό θα μειώνεται ετησίως από το έτος 2024 έως τη λήξη των τίτλων, γ) η απόδοση των τίτλων Α.Ε.Π. θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από : αα) την εκάστοτε ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού Α.Ε.Π., πέραν των προκαθορισμένων προβλέψεων και ορίων και ββ) το ύψος του ονομαστικού Α.Ε.Π. Η απόδοση θα έχει ανώτατο όριο 1%, δ) θα λήξουν το έτος 2042, ε) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. 6. Οι ειδικότεροι όροι των νέων τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου καθορίζονται με την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις της επόμενης παραγράφου και την απόφαση έκδοσης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 7. Εξουσιοδοτείται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Ομολογιούχους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 8. ...». Στο Παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περιλαμβάνονται οι χαρακτηρισθέντες ως επιλέξιμοι τίτλοι με τα συναφή στοιχεία εκάστου (ISIN που αρχίζει από GR, διότι πρόκειται περί τίτλων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ημερομηνία λήξεως, τοκομερίδιο και ύψος ανεξόφλητου κεφαλαίου), μεταξύ δε αυτών αναφέρονται και οι τίτλοι, των οποίων δικαιούχοι εμφανίζονται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται σε επόμενη σκέψη, οι αιτούσες εταιρίες. Στη συνέχεια, εκδόθηκε από τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) η από 24.2.2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους ομολογιούχους (δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη) για να προσέλθουν στη διαδικασία της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 και να συναινέσουν στην προταθείσα, με την ίδια Π.Υ.Σ., τροποποίηση τίτλων. Στην πρόσκληση αυτή διευκρινίζεται η πρόταση της Π.Υ.Σ. ως προς το ανεξόφλητο κεφάλαιο ως εξής : Για κάθε 1000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου προτείνεται να χορηγηθούν α) ομόλογα εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας 315 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως το έτος 2042, β) τίτλοι ΑΕΠ εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς κεφάλαιο (με λογιζόμενο ποσόν 315 ευρώ για απόδοση συνδεόμενη με το ΑΕΠ) και λήξεως το έτος 2042, γ) τίτλοι εκδόσεως του ΕΤΧΣ ονομαστικής αξίας 150 ευρώ και λήξεως από το έτος 2013 έως το έτος 2014. Ακολούθησε η έκδοση της από 9.3.2012 πράξεως του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (τρίτη προσβαλλόμενη πράξη), ως Διαχειριστή της Διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 1 ζ' του ν. 4050/2012, με την οποία βεβαιώθηκε ότι οι ομολογιούχοι συναίνεσαν στις προταθείσες τροποποιήσεις, δεδομένου ότι α) το συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο των επιλέξιμων τίτλων ανήλθε σε 177.218.697.615,45 ευρώ, β) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 απαρτία, με τη συμμετοχή στη διαδικασία ομολογιούχων με ανεξόφλητο κεφάλαιο 161.350.946.065,54 ευρώ (ήτοι ποσοστό 91,05% του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου) και γ) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 πλειοψηφία, με την αποδοχή των προταθεισών τροποποιήσεων από ομολογιούχους με ανεξόφλητο κεφάλαιο 152.042.932.772,40 ευρώ (ήτοι ποσοστό 94,23% του συμμετασχόντος στη διαδικασία ανεξόφλητου κεφαλαίου). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας, το οποίο βεβαιώθηκε με την ως άνω πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρίθηκε με την (τέταρτη προσβαλλόμενη πράξη) Π.Υ.Σ. 10/9.3.2013, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 8 του ν. 4050/2012. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 10 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε η (πέμπτη προσβαλλόμενη) πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία εκδόθηκαν οι νέοι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου (20 σειρές ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 55.834.421.425 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, καθώς και μια σειρά τίτλων Α.Ε.Π. συνολικού λογιζόμενου ποσού 55.834.421.400 ευρώ και λήξεως το έτος 2042), που μαζί με τους τίτλους εκδόσεως του ΕΤ.Χ.Σ. χορηγήθηκαν για την αντικατάσταση των χαρακτηρισθέντων ως επιλέξιμων τίτλων.

 

5. Επειδή, όπως είναι γνωστό από άλλη υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 668/2012 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε το έτος 2010 να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής σε στενή συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Δ.Ν.Τ.). Τούτο, προέκυψε ως εξής : α) Η Ελληνική Δημοκρατία, ως κράτος - μέλος της Ευρωζώνης, οφείλει να κινείται εντός των δημοσιονομικών δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 126 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Σ.Λ.Ε.Ε.) και στο προσαρτημένο στις Συνθήκες υπ' αριθμ. 12 Πρωτόκολλο, ήτοι το προβλεπόμενο ή υφιστάμενο έλλειμμα της και το δημόσιο χρέος της δεν πρέπει να υπερβαίνουν, αντιστοίχως, το 3% και το 60% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (Α.Ε.Π.), β) Οι αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας από αυτούς τους δημοσιονομικούς δείκτες έγιναν υπερβολικές το έτος 2009 και οδήγησαν σε συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας (ήτοι, στην αδυναμία της να αντλεί κεφάλαια με δανεισμό από την αγορά δημοσίου χρέους) και στον κίνδυνο της οικονομικής της κατάρρευσης, γ) Προ αυτού του κινδύνου, καθώς και του κινδύνου γενικότερων δυσμενών επιπτώσεων στην Ευρωζώνη, οι Αρχηγοί των Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης δήλωσαν στις 25.3.2010 ότι τα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης προτίθενται να συμπληρώσουν, μέσω διμερών δανείων και με την κεντρική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια ουσιαστική χρηματοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από το ΔΝΤ. δ) Με την από 2.5.2010 επιστολή του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της ι Τράπεζας της Ελλάδος ζητήθηκε από τα άλλα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης η παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης με δανειοδότηση ύψους 80.000.000.000 ευρώ, για μια χρονική περίοδο 36 μηνών, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης για το υπόλοιπο του έτους 2010 και για την τριετία 2011 - 2013. Η επιστολή αυτή συνοδεύθηκε από ένα κείμενο - «Μνημόνιο Συνεννόησης» ("Memorandum of Understanding") μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο, απαρτιζόμενο από τρία επί μέρους Μνημόνια, παρατίθενται το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, με λήψη μέτρων και θέση στόχων για σταδιακή προσαρμογή στους δημοσιονομικούς δείκτες, καθώς και κριτήρια για την παρακολούθηση της εφαρμογής και τη συστηματική αξιολόγηση του προγράμματος. Αντίστοιχου δε περιεχομένου επιστολή, από 3.5.2010, συνοδευόμενη από το ίδιο Μνημόνιο Συνεννόησης, απεστάλη στον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΔΝΤ και ζητήθηκε από το Ταμείο να υποστηρίξει το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, στο πλαίσιο ενός Διακανονισμού Χρηματοδότησης ’μεσης Ετοιμότητας (Stand-by Arrangement), για χρονική περίοδο 36 μηνών, με ποσό ίσο προς 26.400.000.000 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (30.000.000.000 ευρώ). Από αυτές τις ενέργειες προέκυψε μια συμφωνία για τη χρηματοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με τη χορήγηση των ως άνω χρηματικών ποσών τμηματικώς, ήτοι σε δανειακές δόσεις ανά τρίμηνο, των οποίων η αποδέσμευση έχει ως προϋπόθεση την εκ μέρους των κρατών - δανειστών και του ΔΝΤ παρακολούθηση και θετική αξιολόγηση της λήψης των μέτρων και της εν γένει εφαρμογής από την Ελληνική Κυβέρνηση του οικονομικού προγράμματος που εμπεριέχεται στο Μνημόνιο Συνεννόησης.

 

6. Επειδή, ακολούθως, τον Ιούνιο 2011 διερευνήθηκε η δυνατότητα μιας εθελοντικής συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην επίλυση του προβλήματος της ελληνικής οικονομίας με τη συνεργασία της Ομάδας Εργασίας της Ευρωζώνης (Eurogroup Working Group) και του Institute of International Finance (I.F.F.), ενώ με την από 21.07.2011 δήλωση τους οι αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης αναφέρθηκαν σε ένα νέο πρόγραμμα μαζί με το Δ.Ν.Τ. και την εθελοντική συμβολή του ιδιωτικού τομέα για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού, ως προς τη συμμετοχή δε του ιδιωτικού τομέα (Σ.Ι.Τ./Private Sector Involvement-P.S.I.) δέχθηκαν ότι για την Ελλάδα απαιτείται μια εξαιρετική και μοναδική λύση. Συναφώς, σε δήλωση των ως άνω Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της 26.10.2011, α) χαιρετίσθηκε η «τρέχουσα συζήτηση μεταξύ της Ελλάδας και των ιδιωτών επενδυτών της για την εξεύρεση λύσης για εμβάθυνση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα», η οποία «από κοινού με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία αναμένεται να διασφαλίσει την απομείωση της σχέσης του ελληνικού χρέους προς το Α.Ε.Π. με στόχο να φθάσει το 120 % έως το 2020», β) κλήθηκαν «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να διαμορφώσουν εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων με ονομαστική μείωση του 50 % επί του θεωρητικού ελληνικού χρέους που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές», γ) δηλώθηκε ότι «τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα συνεισφέρουν στη δέσμη P.S.I. ποσό ύψους έως 30 δισεκατομμυρίων ευρώ», ότι «στη βάση αυτή ο επίσημος τομέας είναι έτοιμος να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση του προγράμματος ύψους έως 100 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2014, συμπεριλαμβανομένης της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών» και ότι «το νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί έως το τέλος του 2011 και η ανταλλαγή ομολόγων να εφαρμοστεί στις αρχές του 2012», δ) επανελήφθη η δήλωση της 21.7.2011, σύμφωνα με την οποία «η περίπτωση της Ελλάδας   απαιτεί μια λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα». Περαιτέρω, στις 14.2.2012 δημοσιεύθηκε ο ν. 4046/2012 (Α' 28), με το άρθρο 1 παρ. 1 α' - δ' του οποίου εγκρίθηκαν τα εξής σχέδια συμβάσεων χρηματοδοτικής διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (Ε.Τ.Χ.Σ.), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τραπέζης της Ελλάδος: α. Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων Σ.Ι.Τ.)» ("P.S.I. L.M. Facility Agreement"), το οποίο αφορά παροχή διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 30.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί μέρος της ανταλλαγής ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας, β. Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Συγχρηματοδότησης» ("Co— Financing Agreement"), σύμφωνα με το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία και η Τράπεζα της Ελλάδος, το Ε.Τ.Χ.Σ. και η Wilmington Trust (London) Limited συμβάλλονται με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής αξίας νέων, υπό έκδοση, τίτλων, γ, Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Πιστωτικής Ενίσχυσης Ε.Κ.Τ.» ("ECB Credit Enhancement Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατίας, μέχρι του ποσού των 35.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί ενδεχόμενη προσφορά επαναγοράς ομολόγων από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες του Συστήματος του Ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δ. Σχέδιο με τίτλο «Διευκόλυνση Αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων» ("Bond Interest Facility"), το οποίο αφορά διευκόλυνση προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 5.700.000.000 ευρώ, για να διενεργηθούν πληρωμές για δεδουλευμένους τόκους ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου προ της ανταλλαγής αυτών με νέους, υπό έκδοση, τίτλους. Στο προοίμιο του α' ως άνω σχεδίου συμβάσεως αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «το Ε.Τ.Χ.Σ. χρηματοδοτεί την υλοποίηση της παρούσας Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης με την έκδοση ή σύναψη ομολόγων, γραμματίων, αξιόγραφων, χρεογράφων ή άλλων μέσων χρηματοδότησης ...» γίνεται δε μνεία του «Μνημονίου Συνεννόησης» (Μνημόνιο Σ.Ι.Τ.) που αφορά, μεταξύ άλλων, σε «μια Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων μέσω της εθελούσιας ανταλλαγής ομολόγων που θα συναφθεί μεταξύ της Ελλάδος και ορισμένων επενδυτών του ιδιωτικού τομέα, όπως περιγράφεται στη δήλωση της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011». Επίσης, στο προοίμιο του εν λόγω σχεδίου συμβάσεως, αναφέρονται τα εξής: «...6. Κατόπιν αιτήματος της Ελλάδας για χρηματοδοτική ενίσχυση και σύμφωνα με το Μνημόνιο Σ.Ι.Τ., το Ε.Τ.Χ.Σ. κατήρτισε ή θα καταρτίσει Συμβάσεις Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης με την Ελλάδα και την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να παράσχει τις ακόλουθες Χρηματοδοτικές Διευκολύνσεις : (ϊ) στις [...] 2012, σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι ευρώ 30.000.000.000, προκειμένου να επιτρέψει στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει, εν μέρει, την Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων (η "Διευκόλυνση P.S.I. Διαχείρισης Υποχρεώσεων"), (ϋ) ... (ίϊί) στις [...] 2012, σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι ευρώ 5.700.000.000, με σκοπό τη διενέργεια πληρωμών σχετικά με δεδουλευμένους τόκους που απορρέουν από ορισμένα ανεξόφλητα ομόλογα που έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από την Ελλάδα στο πλαίσιο της Εθελοντικής Συναλλαγής Διαχείρισης Υποχρεώσεων, οι οποίες πληρωμές θα γίνουν κατά το χρόνο και στο μέτρο που τα εν λόγω κρατικά ομόλογα ανταλλαγούν ... (ίν) ... (7) Η παρούσα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης καταρτίζεται αποκλειστικά για τους σκοπούς υλοποίησης της Διευκόλυνσης P.S.i. Διαχείρισης Υποχρεώσεων ... (8) Η διαθεσιμότητα αυτής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης εξαρτάται από τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα μέτρα που εκτίθενται στο Μνημόνιο ... (9) Η εκταμίευση σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μπορεί να πραγματοποιηθεί με την επιφύλαξη της υπογραφής του Μνημονίου Σ.Ι.Τ. ... (10) Η Ελλάδα, το Ε.Τ.Χ.Σ., η Τράπεζα της Ελλάδος (ο Κοινός Εντολοδόχος Πληρωμών) και η Wilmington Trust (London) Limited (ο Εμπιστευματοδόχος Ομολόγων) έχουν συνάψει ή θα συνάψουν, κατά ή περί την ημερομηνία της παρούσας σύμβασης, μια σύμβαση συγχρηματοδότησης ... αναφορικά με την παρούσα Σύμβαση και τα νέα κρατικά ομόλογα ... που θα εκδοθούν από την Ελλάδα σύμφωνα με την Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων... (11) ...». Με την παρ. 2 α' του άρθρου 1 του ίδιου ν. 4046/2012 εγκρίθηκε σχέδιο «Μνημόνιο Συνεννόησης» (M.O.U.) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τραπέζης της Ελλάδος, με το οποίο εξαγγέλλεται πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβερνήσεως για τα επόμενα έτη, με πρόβλεψη λήψης μέτρων για την αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση, για τη χρηματοδότηση δε του προγράμματος αυτού αναφέρονται τα εξής: «Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σημαντικές ανάγκες χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος. Αναμένεται η Ελλάδα να χρειαστεί χρόνο για να επανακτήσει πρόσβαση στην αγορά, δεδομένης της μακράς διαδικασίας μεταρρυθμίσεων και προσαρμογής που έχει μπροστά της και την προβλεπόμενη πορεία του δημοσίου χρέους. Κατά συνέπεια, αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες σε όγκο ανάγκες χρηματοδότησης την επερχόμενη περίοδο. Προβλέπουμε ένα κενό χρηματοδότησης ... κατά τη διάρκεια του προγράμματος, το οποίο προσδοκούμε ότι θα καλύψουμε μέσω χρηματοδοτικής στήριξης από τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, το Δ.Ν.Τ. και την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας αναδιάρθρωσης

! χρέους. Αναμένουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (P.S.I.) θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους της και να καλύψει ένα σημαντικό μέρος του χρηματοδοτικού μας κενού. Αν και τα μέτρα που έχουν περιγραφεί παραπάνω θα επιφέρουν μια βελτίωση στους δημοσιονομικούς μας λογαριασμούς, δεν μπορούν να καλύψουν τα χρηματοδοτικά μας κενά και να θέσουν το χρέος σε βιώσιμη πορεία. Επομένως, με τη βοήθεια των συμβούλων μας για το χρέος και κατόπιν διαβούλευσης με τους πιστωτές, έχουμε [ξεκινήσει] μια ολοκληρωμένη προσφορά ανταλλαγής χρέους ... [Η] χρηματοδότηση αυτή είναι κρίσιμη για το πρόγραμμα και η διασφάλιση της είναι αναγκαία για να δώσει στο πρόγραμμα χρηματοδοτικές εγγυήσεις. Η ανταλλαγή χρέους θα ολοκληρωθεί με επιτυχία πριν από τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δ.Ν.Τ. για να εξετάσει την αίτηση για Διευρυμένη Διευθέτηση Πιστωτική Διευκόλυνση .Πέρα από την αίτηση μας προς το Ταμείο για την ικανοποίηση των αναγκών που απομένουν, έχουμε εξασφαλίσει πρόσθετες χρηματοπιστωτικές πηγές από τους Ευρωπαίους Εταίρους μας. Οι Εταίροι μας στην Ευρωζώνη έχουν δεσμεύσει πρόσθετους πόρους για την στήριξη των προσπαθειών προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας  για τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος. Δεσμεύτηκαν επίσης να στηρίξουν την Ελλάδα για όσο διάστημα χρειαστεί για να αποκαταστήσει την πρόσβαση στην αγορά, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει το πρόγραμμα της πολιτικής της. Τέλος, για να διασφαλίσουν ότι η χρηματοδότηση αυτή θα βάλει την Ελλάδα σε μια βιώσιμη πορεία χρέους, για να επιτύχει μια αναλογία χρέους - προς - Α.Ε.Π. 120 τοις εκατό περίπου μέχρι το 2020, έχουν δεσμευθεί για νέα δανειοδότηση με προθεσμίες λήξης 30 ετών με τη χρήση του Ε.Τ.Χ.Σ. ως μέσου χρηματοδότησης ...». Στην αιτιολογική δε έκθεση του νόμου αυτού αναφέρονται και τα εξής: «... Παρά το γεγονός ότι η Χώρα και οι πολίτες της κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών και μείωσης του ελλείμματος προσέκρουσε στην επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία ταλανίζει τη Χώρα, μειώνοντας τα έσοδα σε σχέση με τα εκάστοτε προσδοκώμενα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 ή 129,3 % του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010 ή 144,9 % του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δισεκατομμύρια και υπερβαίνοντας το 169 % του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται εμφανώς στις αγοραίες τιμές τίτλων εκδοθέντων ή εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι ιστορικά πρωτόγνωρα χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των επενδυτών ότι η πλήρης εξυπηρέτηση του χρέους στο σύνολο του, από το Ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να καταστεί αδύνατη. Η δυναμική του χρέους, η οποία αναπτύσσεται σε περιβάλλον αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012 και σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ανασφάλειας, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσης του. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημοσίου χρέους για να καταστεί  βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναδιάταξης θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό, τους πιστωτές και το ευρύτερο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Στην περίπτωση που η Χώρα αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές, οι πιστωτές θα έχαναν σχεδόν το συνολικό μέρος, αν όχι όλη την αξία των επενδύσεων τους, γεγονός που θα απαιτούσε την άμεση στήριξη ορισμένων πιστωτών από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η μετάδοση των συνεπειών θα επιδείνωνε την κρίση χρέους σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης. Οι δυσμενείς συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Σε δυο συνεχόμενες Συνόδους Κορυφής, στις 11 και στις 25 Μαρτίου 2011, και στη συνέχεια με ad hoc απόφαση για την Ελλάδα, στις Συνόδους Κορυφής της 21ης Ιουλίου και της 26ης Οκτωβρίου 2011, η Ευρωζώνη κάλεσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν και αυτοί στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας, εκ παραλλήλου με τους φορολογούμενους της Χώρας, οι οποίοι θα καλούνταν να αναδεχθούν το μεγαλύτερο κόστος μέσω της εντεινόμενης προσπάθειας προσαρμογής της Χώρας τους, και με συνεισφορά των δημοσιονομικά υγιών κρατών της Ευρωζώνης. Επί της αρχής αυτής της τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ενός κράτους - μέλους της Ευρωζώνης, το οποίο αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο, υιοθετήθηκε η προσέγγιση για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, σε συνέχεια της δήλωσης της 21ης Ιουλίου 2011 από τους επικεφαλής των κρατών - μελών της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας συστάθηκε στις 7 Ιουνίου 2011 το "Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας" (ΕΤΧΣ) "European Financial Stability Facility" (EFSF) με σκοπό την εξασφάλιση σταθερότητας στα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης ... Η διαθεσιμότητα των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης συναρτάται με την εφαρμογή από την Ελλάδα των μέτρων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτές ... Η Χώρα μας πρέπει να συμμορφωθεί προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε., της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και των Εταίρων της που την στηρίζουν για να υλοποιήσει το πρόγραμμα της δημοσιονομικής της προσαρμογής ... Στο πλαίσιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους και αντικατάστασης των Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, εκτός από τις χρηματοδοτικές διευκολύνσεις που απαιτείται να παρασχεθούν από το ΕΤΧΣ, είναι ανάγκη να διαμορφωθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου το σχετικό εγχείρημα να ολοκληρωθεί με ασφάλεια και επιτυχία ...».

 

7. Επειδή, μετά την ψήφιση του ανωτέρω νόμου, οι διερευνήσεις συνεχίστηκαν και κατέληξαν στις 21.2.2012, στις Βρυξέλλες, σε συνεννόηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με εκπροσώπους ιδιωτών πιστωτών [ήτοι, με την αποτελούμενη από 32 μέλη «Επιτροπή Ιδιωτών Πιστωτών - Επενδυτών» (Private Creditor-Investor Committee-P.C.t.C.) και την υπ' αυτής ορισθείσα «Διευθύνουσα Επιτροπή» (Steering Committee), απαρτιζόμενη από 13 μεγάλους πιστωτές] για την ονομαστική μείωση του χρέους κατά 53,5 % (P.S.I.+). Ακολούθως, στην από 21.2.2012 δήλωση του Eurogroup περιελήφθησαν τα εξής : «Το Eurogroup αποδέχεται τη συνεννόηση που επιτεύχθηκε ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τον ιδιωτικό τομέα στους γενικούς όρους της προσφοράς ανταλλαγής για το P.S.I., που καλύπτει όλους τους κατόχους ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η συνεννόηση προβλέπει ένα ονομαστικό "κούρεμα" που αντιστοιχεί σε 53,5 %. To Eurogroup θεωρεί άτι αυτή η συμφωνία αποτελεί μια κατάλληλη βάση για να καλέσει για την ανταλλαγή τους κατόχους ομολόγων της ελληνικής κυβερνήσεως (P.S.I.). Μια επιτυχημένη επιχείρηση P.S.I. είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα επόμενο πρόγραμμα. To Eurogroup προσβλέπει σε μια υψηλή συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην ανταλλαγή του χρέους, η οποία θα προσφέρει μια σημαντική θετική συμβολή στη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας ...Οι αντίστοιχες συνεισφορές από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα θα εξασφαλίσουν ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ακολουθήσει καθοδική πορεία φτάνοντας το 120,5 % έως το 2020. Σε αυτή τη βάση, το Eurogroup διαβεβαιώνει ότι τα κράτη - μέλη της ζώνης του ευρώ είναι έτοιμα να εξασφαλίσουν, μέσω του E.F.S.F. και με την προσδοκία ότι το Δ.Ν.Τ. θα συμβάλει σημαντικά, πρόσθετο επίσημο πρόγραμμα άνω του ποσού των 130 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2014. Εννοείται ότι η εκταμίευση των δόσεων του P.S.I. και η τελική απόφαση έγκρισης των εγγυήσεων για το δεύτερο πρόγραμμα εξαρτώνται από την επιτυχή τήρηση της συμφωνίας του P.S.I. και την επιβεβαίωση της υλοποίησης από την Ελλάδα όσων έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως. Ο δημόσιος τομέας θα αποφασίσει για το ακριβές ποσό της χρηματικής βοήθειας που θα παρασχεθεί στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος στις αρχές Μαρτίου, οπότε τα αποτελέσματα του P.S.L θα είναι γνωστά και οι προβλεπόμενες δράσεις θα έχουν υλοποιηθεί...». Εν τω μεταξύ, επί του καταρτισθέντος από την Ελληνική Κυβέρνηση σχεδίου διατάξεων για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, το οποίο (σχέδιο) απετέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα θέσπιση των διατάξεων του ν, 4050/2012, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέφερε την από 17.2.2012 γνώμη, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «1. ... 2.1. Η περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας συνιστά εξαιρετική και μοναδική περίπτωση. 2.2. Σκοπός του σχεδίου διατάξεων είναι να διευκολύνει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα ... εισάγοντας στο ελληνικό δίκαιο διαδικασία που σκοπό έχει να καταστήσει ευχερέστερη, μέσω της χρήσης ρητρών συλλογικής δράσης (Ρ.Σ.Δ.), τη διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους και την επίτευξη συμφωνίας με αυτούς επί πρότασης της Ελληνικής Δημοκρατίας για ανταλλαγή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Η ψήφιση του σχεδίου διατάξεων, σε συνδυασμό με άλλα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, θα διευκολύνει μια πιθανή αναδιάταξη του δημόσιου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας ... στην επαναφορά της τελευταίας σε πορεία βιωσιμότητας του χρέους της. 2.3. Η Ε.Κ.Τ. χαιρετίζει το γεγονός ότι οι όροι της ανταλλαγής είναι προϊόν διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εκπροσώπων των ομολογιούχων. 2.4. Σε γενικές γραμμές, η χρήση Ρ.Σ.Δ. ως διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται ανταλλαγή ομολόγων συνάδει με τη γενική πρακτική. Το 2002 η Ομάδα των Δέκα (G - 10) συνέστησε στους εκδότες κρατικών ομολόγων την εισαγωγή Ρ.Σ.Δ., προκειμένου να καθίσταται δυνατή η διαδικασία τροποποίησης των όρων αποπληρωμής των ως άνω ομολόγων με την έγκριση από μια ενισχυμένη πλειοψηφία των ομολογιούχων, χωρίς να μπορεί να εμποδιστεί από μια μειοψηφία. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2003 τα κράτη - μέλη συμφώνησαν ότι στις διεθνείς ομολογιακές τους εκδόσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται Ρ.Σ.Δ. ως μέσο ενίσχυσης των διεθνών προσπαθειών για συντεταγμένη αναδιάταξη σε περίπτωση κρίσεων χρέους. Οι όροι των κρατικών χρεωστικών τίτλων έκδοσης της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι οποίοι δεν διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, κατά κανόνα περιλαμβάνουν Ρ.Σ.Δ. Στις 28 Νοεμβρίου 2010 η Ευρωομάδα (Eurogroup) δήλωσε ότι οι όροι όλων των νέων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να περιλαμβάνουν Ρ.Σ.Δ.. Το άρθρο 12 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (E.S.M.), την οποία υπέγραψαν στις 2 Φεβρουαρίου 2012 όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, προβλέπει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2013 Ρ.Σ.Δ. πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλους τους νέους τίτλους του δημοσίου της ζώνης του ευρώ με διάρκεια πάνω από ένα έτος ... Στο σχέδιο διατάξεων ορίζονται ως ομολογιούχοι οι φορείς του Συστήματος και όχι οι δικαιούχοι των τίτλων. Πάντως το σχέδιο διατάξεων δεν διευκρινίζει υπό ποιους όρους οι εν λόγω φορείς του Συστήματος θα ψηφίζουν σχετικά με την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες δεν διαθέτουν ενεργά δικαιώματα διαχείρισης χαρτοφυλακίου αναφορικά με τους εν λόγω τίτλους, ούτε άλλωστε και τον τρόπο διενέργειας της ψηφοφορίας τόσο από διαδικαστική όσο και από ουσιαστική άποψη. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου και προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των κατόχων επιλέξιμων τίτλων, το σχέδιο θα πρέπει να διαλαμβάνει τις σχετικές λεπτομέρειες». Ακολούθως, δημοσιεύθηκε ο παρατιθέμενος κατωτέρω ν. 4050/2012 και εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις. Μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων εγκρίθηκε, με την από 14 Μαρτίου 2012 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) του Προέδρου της Δημοκρατίας (Α' 55}, σχέδιο «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης» ("Master Financial Assistance Facility Agreement"), το οποίο αφορά παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης από το Ε.Τ.Χ.Σ. στην Ελληνική Δημοκρατία έως το ποσόν των 109.100.000.000 ευρώ. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Π.Ν.Π., η έκδοση της έγινε «...προκειμένου ακολούθως να υπογραφεί η Σύμβαση στις 15 Μαρτίου 2102 και να εκταμιευθεί η πρώτη δόση στις 19 Μαρτίου 2012...». Στο σχέδιο της Κύριας Σύμβασης γίνεται συσχετισμός της σύναψης της με ένα Μνημόνιο Συνεννόησης που προγραμματίζεται να υπογραφεί «στις ή περίπου στις 14 Μαρτίου 2012» [πρόκειται για το Μνημόνιο Συνεννόησης, του οποίου το σχέδιο είχε εγκριθεί με τον ν. 4046/2012], καθώς και αναφορά : α) στις συμβάσεις, των οποίων τα σχέδια είχαν εγκριθεί με τον ν. 4046 / 2012, με τη μνεία ότι το Μνημόνιο Σ.Ι.Τ., η «Σύμβαση Διαχείρισης Υποχρεώσεων Σ.Ι.Τ.» και η «Διευκόλυνση Αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων» είχαν ήδη καταρτισθεί την 1η Μαρτίου 2012 και β) σε άλλη σύμβαση παροχής από το Ε.Τ.Χ.Σ. χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στην Ελληνική Δημοκρατία, με τίτλο «Υφιστάμενη Διευκόλυνση Ανακεφαλαιοποίησης Τραπεζών», ύψους μέχρι 23.000.000.000 ευρώ, καταρτισθείσα ήδη την 1.3.2012 με σκοπό «...τη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων Ελλάδα». Η Π.Ν.Π κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4060/2012 (Α' 65/22.3.2012), στην αιτιολογική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι με την Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης «...ολοκληρώνεται η συντονισμένη, επίπονη και εν τέλει επιτυχής προσπάθεια για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους».

 

8. Επειδή, στο άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με συμφωνία των Ομολογιούχων» (Α' 36/23.2.2012) ορίζονται τα εξής : «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η έννοια των ακόλουθων όρων έχει ως εξής : α) Ως "τίτλος" νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου: αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσης του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία I εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2011. β) Ως "επιλέξιμος τίτλος" νοείται κάθε τίτλος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2. γ) Ως "ανεξόφλητο κεφάλαιο" νοείται το κεφάλαιο επιλέξιμου τίτλου που δεν έχει εξοφληθεί προσδιοριζόμενο σύμφωνα με τους όρους του επιλέξιμου τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση και ως "συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο" νοείται το άθροισμα των ανεξόφλητων κεφαλαίων όλων των επιλέξιμων τίτλων, που ορίζονται στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ανεξάρτητα από τη σειρά, διάρκεια, το επιτόκιο ή άλλα επί μέρους χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων επιλέξιμων τίτλων, δ) Ως "τροποποίηση" τίτλων νοείται η αλλαγή ή η προσθήκη όρων σε έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους ή η ανταλλαγή ενός ή περισσότερων επιλέξιμων τίτλων με έναν ή περισσότερους νέους τίτλους, ε) Ως "νέος τίτλος" νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο, άλλος τίτλος δανεισμού ή εγγύηση, ή χρηματοοικονομικό μέσο, σε φυσική ή άϋλη μορφή, ή άλλο ισοδύναμο των ανωτέρω για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών, ο οποίος ανταλλάσσεται με έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους που τροποποιούνται. Αν ο νέος τίτλος είναι χρηματοοικονομικό μέσο, επιτρέπεται η απόδοση του να συνδέεται με το Α.Ε.Π. στ) Ως "Ομολογιούχος" νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το "Σύστημα") της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2198/1994 (Α' 43), στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2. Για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ως "Ομολογιούχος" νοείται: αα) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ανώνυμες ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν, 3156/2003, ο κομιστής του τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ββ) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ονομαστικές ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο δικαιούχος που αναγράφεται στον τίτλο και γγ) για το ομολογιακό δάνειο με άϋλες ομολογίες, αυτός υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί ονομαστική βεβαίωση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ζ) Ως "Διαχειριστής της Διαδικασίας" νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος, η) Ως "επενδυτής" νοείται: αα) για τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο επενδυτής που έχει αξίωση επί ή εκ του τίτλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994 και ββ) για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο Ομολογιούχος, θ) Ως "συμμετοχή" στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 4 νοείται, αποκλειστικά, η θετική ή η αρνητική ψήφος Ομολογιούχου κατά τη διαδικασία αυτή με συγκεκριμένο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει. Με την πρόσκληση της παραγράφου 2 προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και ο τρόπος συμμετοχής, που μπορεί να γίνεται και με αντιπροσώπευση. 2. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση μεταξύ άλλων, ορίζονται: α) οι επιλέξιμοι τίτλοι, β) οι όροι των οποίων προτείνεται η τροποποίηση, γ) το νέο περιεχόμενο των όρων, δ) τυχόν νέοι όροι, ε) επί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, οι όροι των νέων τίτλων, όπως ορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επί πλέον όροι τους, όπως οι υποδιαιρέσεις του τίτλου, η περίοδος χάριτος, το νόμισμα, οι όροι και τρόποι πληρωμής, αποπληρωμής και επαναγοράς, οι λόγοι καταγγελίας, οι αρνητικές υποχρεώσεις του εκδότη (negative pledges), ο ορισμός, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τυχόν εμπιστευματοδόχου των Ομολογιούχων (trustee), οι ρήτρες συλλογικής δράσης των νέων τίτλων κ.λπ., στ) η προθεσμία μέσα στην οποία καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων να αποφασίσουν, ζ) οι ειδικότεροι όροι και ο τρόπος συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως. 3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στον Διαχειριστή της Διαδικασίας και δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Η προθεσμία που ορίζεται για τη λήψη αποφάσεως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της πρόσκλησης. 4. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση ("συμμετέχον κεφάλαιο") και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου. 5. Το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή, προκειμένου για επιλέξιμους τίτλους με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι ο εκδότης ή ο εγγυητής του τίτλου, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ούτε για τον υπολογισμό της απαρτίας ή της ενισχυμένης πλειοψηφίας που ορίζονται στην παράγραφο 4. 6. Επιλέξιμοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση. 7. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως του παρόντος άρθρου θεωρείται, όσον αφορά τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ., τους εντολοδόχους τους, ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Οι ανωτέρω δεν ευθύνονται έναντι του επενδυτή, του Ομολογιούχου και οποιουδήποτε τρίτου αν Ομολογιούχος συμμετείχε στη διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή ή κατά παράβαση των οδηγιών του. 8. Η απόφαση των Ομολογιούχων βεβαιώνεται με Πράξη του Διαχειριστή της Διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται όπως η πρόσκληση και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. 9. Από τη δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται. 10. Η έκδοση των νέων τίτλων διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο τεχνικό θέμα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ν. 3156/2003 (Α' 157) και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου».

 

9. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012 αναφέρονται τα εξής: «Τα τελευταία τρία χρόνια η Χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Χώρα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές, και διόγκωσε το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δις ευρώ το 2009, ή 129.3% του Α.Ε.Π., αυξήθηκε στα 329 δις ευρώ το 2010, ή 144,9% του Α.Ε.Π., ενώ το 2011, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δις υπερβαίνοντας το 169% του Α.Ε.Π. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι ρυθμίσεις που προτείνονται σκοπούν στη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου. Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, που αντλούν από τη διεθνή πρακτική, θεσμοθετούνται οργανωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες (Κανόνες Συλλογικής Δράσης), με την εφαρμογή των οποίων Ομολογιούχοι μπορούν να  αποφασίζουν την αναπροσαρμογή του δημοσίου χρέους, συμφωνώντας στην τροποποίηση τίτλων που κατέχουν. Ανάλογες διαδικασίες   προβλέπονται σε αντίστοιχες ρήτρες που συνομολογούνται σε τίτλους δανεισμού, από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως μηχανισμός  διασφάλισης  της οργανωμένης και αποτελεσματικότερης προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των δανειστών και της βιωσιμότητας του χρέους του οφειλέτη. Σήμερα τέτοιες διαδικασίες χρησιμοποιούνται ευρέως σε κρατικούς και εταιρικούς τίτλους δανεισμού και έχουν αναγνωριστεί ως ένας από τους ενδεδειγμένους τρόπους διαχείρισης κρίσεων χρέους οφειλετών. Τον Νοέμβριο του 2010 οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισαν την υποχρεωτική θεσμοθέτηση αντίστοιχων διαδικασιών συλλογικής δράσης στην νομοθεσία των κρατών μελών, ως μέσο διασφάλισης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Η δέσμευση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση των Αρχηγών κρατών - μελών της Ευρωζώνης στη συνάντηση τους κατά την 11η Μαρτίου 2011. Η εισαγωγή διαδικασιών συλλογικής δράσης έχει προγραμματιστεί να ισχύσει υποχρεωτικά για τους τίτλους που εκδίδονται από όλα τα κράτη -μέλη της Ευρωζώνης εντός του 2013. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, δεν έχουν θεσμοθετηθεί ομοιόμορφοι  κανόνες συλλογικής δράσης για  τίτλους εκδοθέντες ή εγγυημένους από το Ελληνικό Δημόσιο που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Λόγω της επιτακτικής και άμεσης ανάγκης για την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους, οι προτεινόμενες διατάξεις προσφέρουν στους κατόχους τίτλων τη δυνατότητα να αποφασίζουν με συλλογικές διαδικασίες την τροποποίηση των τίτλων αυτών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις  προβλέπουν ότι οι αποφάσεις ενισχυμένης  πλειοψηφίας συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων, δεσμεύουν το σύνολο των κατόχων των επιλέξιμων τίτλων και εφαρμόζονται σε όλους τους επιλέξιμους τίτλους. Η καθολική και ομοιόμορφη δέσμευση της απόφασης, ως προς όλους τους κατόχους και ως προς όλους τους επιλέξιμους τίτλους, με έρεισμα την αρχή της πλειοψηφίας, διασφαλίζει ότι τυχόν μειοψηφία Ομολογιούχων δεν θα καρπωθεί δυσανάλογα οφέλη εις βάρος της ενισχυμένης πλειοψηφίας ...».

 

10. Επειδή, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 εδ. α' του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι αναφερόμενοι σε αυτήν τίτλοι («ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή») διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει σχετικώς τα εξής: ο Αστικός Κώδικας στο τριακοστό έκτο κεφάλαιο («ανώνυμα χρεόγραφα») ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «’ρθρο 888. Όποιος υπέγραψε έγγραφο που περιέχει υπόσχεση του για κάποια παροχή στον κομιστή του εγγράφου (ανώνυμο χρεόγραφο), έχει υποχρέωση να καταβάλει στον κομιστή την παροχή, εκτός αν αυτός δεν έχει δικαίωμα να διαθέσει τον τίτλο. Αρθρο 889. Ο οφειλέτης ελευθερώνεται καταβάλλοντος στον κομιστή του χρεογράφου, και αν ακόμη ο κομιστής δεν έχει δικαίωμα να το διαθέσει, εκτός αν πληρώνοντας ενέργησε αντίθετα προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη». Περαιτέρω, ο ν. 1914/1990 (Α' 178), στο άρθρο 31 (το πρώτο εδάφιο του οποίου αντικαταστάθηκε με το 24 παρ. 1 ν. 2166/1993, Α' 137) προβλέπει τα εξής: «Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια, ... για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου, την εξυγίανση και σταθεροποίηση της οικονομίας ... . Επίσης επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα. Οι όροι, το επιτόκιο, σταθερό ή κυμαινόμενο, η τιμή διάθεσης , ο τρόπος και ο ειδικότερος σκοπός έκδοσης, η διάρκεια, η ενδεχόμενη περίοδος χάριτος, ο τρόπος καταβολής των τόκων και εξοφλήσεως του κεφαλαίου και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την έκδοση ομολογιακών δανείων ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Οι τίτλοι των κατά τα ανωτέρω ομολογιακών δανείων δύναται να αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα Χρηματιστήρια Αξιών εσωτερικού και εξωτερικού και εισάγονται σε αυτά με πρόταση του Υπουργού Οικονομικών. Οι τόκοι των εκδιδομένων ομολογιακών δανείων και η υπεραξία που τυχόν προκύπτει κατά την εξόφληση των ομολόγων με ρήτρα απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης. Επίσης απαλλάσσονται παντός φόρου, τέλους ή άλλης επιβάρυνσης και οι εξοφλήσεις των τόκων. Οι τίτλοι των ομολογιακών δανείων γίνονται δεκτοί στην ονομαστική τους αξία για σύσταση εγγυοδοσιών, συμμετοχή σε διαγωνισμούς έργων ή προμηθειών του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. ...» ενώ στο άρθρο 32 του ιδίου νόμου ορίζονται τα εξής: «Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να χρησιμοποιεί τα έντοκα γραμμάτια, τα ομόλογα και κάθε άλλο τίτλο δανεισμού που εκάστοτε εκδίδει, για την εξόφληση παντός είδους υποχρεώσεων του σε δραχμές προς φορείς του δημόσιου τομέα, τράπεζες και πιστωτικά εν γένει ιδρύματα. Τους τίτλους αυτούς δύναται επίσης να χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την καταβολή του συνόλου ή μέρους της επιδοτήσεως σε οργανισμούς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Οι τίτλοι δανεισμού του δημοσίου δύναται να διατίθενται και με δημοπρασία, της οποίας η σχετική διαδικασία και οι όροι ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών». Οι διατάξεις  αυτές του ν. 1914/1990 εφαρμόζονται αναλόγως, σύμφωνα με το άρθρο 12 παρ. 1 ν. 2198/1994 (Α' 43), και επί των τίτλων του Δημοσίου με λογιστική μορφή, για τους οποίους, ειδικότερα, ο τελευταίος αυτός νόμος, με τα άρθρα 5 επ. (όπως τροποποιήθηκαν με το 15 παρ. 8 ν. 2469/1997 Α' 67), ορίζει τα εξής: «’ρθρο 5. Έκδοση ’υλων Τίτλων. 1 .Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να δανείζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και άνευ εκδόσεως αξιόγραφων (ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ.) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κατά το νόμο την ευχέρεια να ασκούν ανάλογες εργασίες. 2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνεια της παραγράφου 1. Τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα), που συνιστάται με το παρόν άρθρο και του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος ... 3. Οι όροι των δανείων αυτών καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών. ’ρθρο 6. Συμμετοχή στο Σύστημα. 1. Στο Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με όμοιες πράξεις καθορίζεται η διαδικασία επιλογής των φορέων και ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και οι απαιτούμενες υπέρ των επενδυτών ασφάλειες κατά κατηγορίες φορέων. 2. Οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται σε τρίτους (επενδυτές). Η μεταβίβαση ενεργεί μεταξύ των μερών και δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αποκτά τίτλους από τους φορείς και να τους διαθέτει εκ νέου προ της λήξεως τους. 4. Η μεταβίβαση του τίτλου ολοκληρώνεται με μεταφορά (πίστωση) του αντίστοιχου ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου ... 5. Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς. 6. Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά. 7. Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφ' ενός μεν για τους τίτλους ιδίου χαρτοφυλακίου, αφ' ετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα. 8 ... 9 ... ’ρθρο 7. Κατοχύρωση δικαιωμάτων επενδυτών. 1. Απαγορεύεται στο φορέα η άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου επενδυτή διάθεση του τίτλου. Η έλλειψη συναινέσεως δεν αντιτάσσεται κατά των καλής πίστεως τρίτων. 2 ... ’ρθρο 8. Αξιώσεις επενδυτών. 1. Οι φορείς που αναλαμβάνουν να επενδύσουν κεφάλαια σε τίτλους του Δημοσίου, για λογαριασμό πελατών τους, υποχρεούνται να επενδύουν αμέσως τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους της επιλογής των επενδυτών. 2. Ο j επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. 3 ... 4 ... 5 ... 6. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. 7 ... ’ρθρο 10. Μετατροπή τίτλων. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επιτρέπεται η μετατροπή των κατά την έναρξη λειτουργίας του συστήματος υφιστάμενων ή και των μεταγενέστερα από την έναρξη λειτουργίας του Συστήματος εκδιδόμενων σε φυσική μορφή έντοκων γραμματίων, ομολόγων ή τίτλων ομολογιακών δανείων, σε τίτλους με λογιστική μορφή. Η μετατροπή αυτή δεν δύναται να παραβλάπτει τα δικαιώματα των επενδυτών». Εξάλλου, οι γενικοί όροι εκδόσεως ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, προκειμένου αφ' ενός μεν περί ομολόγων σταθερού επιτοκίου σε ευρώ, αφ' ετέρου δε περί ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου σε ευρώ, καθορίστηκαν με την 2/4627/0023/25.01.2001 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β' 370) και με την 2/20187/0023/Α/20.04.2004 απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών (Β' 670), αντιστοίχως, μεταξύ δε των όρων αυτών, όπως διαλαμβάνεται στην πρώτη από τις αποφάσεις αυτές, περιλαμβάνονται οι εξής: «1. Η ονομαστική αξία των ομολόγων καθορίζεται σε 1.000 Ευρώ. 2. Οι τίτλοι εκδίδονται με λογιστική μορφή (αυλοί τίτλοι). Σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να εκδοθούν και τίτλοι σε φυσική μορφή. 3. Τα ομόλογα είναι ανώνυμοι τίτλοι, φέρουν τοκομερίδια, ένα για κάθε τοκοφόρο περίοδο και εκδίδονται σε άϋλη μορφή, είναι δε καταχωρημένα στο Σύστημα Αυλών Τίτλων (Σ. Α.Τ.), που λειτουργεί στην Τράπεζα Ελλάδος. 4. Τα ομόλογα διατίθενται στο άρτιο. Τα ομόλογα δύνανται να διατίθενται και υπό ή υπέρ το άρτιο με ορισμένες προϋποθέσεις και σύμφωνα με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας & Οικονομικών. 5. Τα ομόλογα δύνανται να διατίθενται με δημοπρασία, κοινοπραξία Τραπεζών, ή με άλλη μέθοδο. Η σχετική διαδικασία διάθεσης και οι όροι καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας & Οικονομικών. ... 8. Η εξόφληση των τίτλων γίνεται στην ονομαστική τους αξία. 9. Τα ομόλογα είναι πληρωτέα την ημέρα της λήξης τους. Εάν προσκομισθούν για εξόφληση μετά τη λήξη τους δεν αποφέρουν τόκο για το χρονικό διάστημα από τη λήξη τους μέχρι την προσκόμιση τους για εξόφληση. .... 19. Τα ομόλογα είναι διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) και στη διατραπεζική αγορά (OTC)», όμοιες δε διατάξεις περιλαμβάνονται και στη δεύτερη από τις προαναφερόμενες υπουργικές αποφάσεις. Σύμφωνα δε με το άρθρο 26 του ν. 2515/1997 (Α' 154), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2733 / 1999 (Α' 155), στην πρωτογενή και στη δευτερογενή (μέσω ΗΔΑΤ) αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου συμμετέχουν χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που καλούνται «Βασικοί Διαπραγματευτές Αγοράς» (Primary Dealers), τα οποία επιλέγονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και διέπονται από ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας. Πάντως, μεταξύ των ανωτέρω γενικών όρων, δεν περιλαμβάνεται πρόβλεψη για δυνατότητα τροποποιήσεως τους σε περίπτωση αδυναμίας του εκδότη (Ελληνικού Δημοσίου) να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του, και δη με διαδικασίες συλλογικής δράσης, που επιτρέπουν στους δανειστές να αποφασίζουν κατά πλειοψηφία (δηλαδή δεσμευτικά για τους μειοψηφούντες) τον περιορισμό των απαιτήσεων ή άλλης μορφής τροποποίηση των τίτλων τους. Διαδικασίες, άλλωστε συλλογικής δράσεως, προκειμένου περί ανωνύμων χρεογράφων εν γένει (κρατικών ή μη) δεν προέβλεπε μέχρι την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων η ελληνική έννομη τάξη. Μόνο μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων, η κυρωθείσα με το άρθρο δεύτερο του ν. 4063/2012 (Α' 71/30.3.2012) Συνθήκη για την θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (Ε.Μ.Σ.) όρισε στο άρθρο 12 παρ. 3 ότι «από 1ης Ιανουαρίου 2013, σε όλα τα νέα κρατικά χρεόγραφα της ζώνης του ευρώ με προθεσμία λήξης άνω του έτους θα περιλαμβάνονται ρήτρες συλλογικής δράσης με τρόπο που να διασφαλίζει ότι οι νομικές τους συνέπειες είναι απαράλλακτες», επακολούθησε δε η απόφαση 2/25248/0023Α/7.3.2013 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β' 583/13.3.2013), με την οποία καθορίσθηκαν για όλους τους τίτλους που εκδίδονται από το Ελληνικό Δημόσιο μετά την 1.1.2013, ενιαίοι κανόνες τροποποίησης τίτλων με συλλογική διαδικασία (κανόνες συλλογικής δράσης).

 

11. Επειδή, με το άρθρο 27 του ν. 3867/2010 (Α' 128/3.8.2010) ορίσθηκαν τα εξής: «1. Οφειλές των Νοσοκομείων του ΕΣΥ, του Ωνασείου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου του ΠΓΝ Παπαγεωργίου, του Αιγινήτειου Νοσοκομείου Αθηνών, του Αρεταίειου Νοσοκομείου Αθηνών και του ΟΚΑΝΑ, που έχουν προκύψει από την προμήθεια φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, και για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα προβλεπόμενα κατά περίπτωση τιμολόγια και δελτία αποστολής από 1.1.2007 έως και 31.12.2009, δύναται να εξοφληθούν άμεσα με την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών εκκαθάρισης, έκδοσης και θεώρησης των σχετικών τίτλων πληρωμής, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις, ως ακολούθως: α) Οφειλές των ετών 2007, 2008 και 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 200.000 ευρώ ανά προμηθευτή, εξοφλούνται με την έκδοση χρηματικού εντάλματος, β) Λοιπές οφειλές του έτους 2007 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 1.100.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ετήσιας διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους, γ) Λοιπές οφειλές του έτους 2008 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.200.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου διετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του τρέχοντος έτους, δ) Λοιπές οφειλές του έτους 2009 και μέχρι συνολικού ποσού τιμολογίων 2.040.000.000 ευρώ, εξοφλούνται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου τριετούς διάρκειας και μηδενικού επιτοκίου, που θα εκδοθούν εντός του έτους 2010. Τα ανωτέρω όρια μειώνονται με τα ποσά των βεβαιωμένων υπέρ του Δημοσίου και των Ασφαλιστικών Φορέων οφειλών, καθώς και με τα ποσά των κατά περίπτωση υπέρ τρίτων κρατήσεων. 2. Ο τρόπος εξόφλησης των ανωτέρω οφειλών εφαρμόζεται εφόσον οι προμηθευτές υποβάλλουν μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος: α) Αίτηση προς την αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία των φορέων της προηγούμενης παραγράφου για την εξόφληση των απαιτήσεων τους που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της με τον τρόπο που ορίζεται ανωτέρω. β) Υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1558/1986 (ΦΕΚ 75 Α) με την οποία ο αιτών προμηθευτής παραιτείται χωρίς επιφύλαξη από οποιαδήποτε άλλη αξίωση η οποία πηγάζει από την ίδια αιτία συμπεριλαμβανομένης και της αξίωσης για την καταβολή οποιουδήποτε είδους τόκων, για τα ως άνω έτη και μέχρι την εξόφληση κατά τα οριζόμενα ανωτέρω. 3. Το ακριβές ύψος των οφειλών προς κάθε προμηθευτή, που εξοφλείται με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, καθορίζεται με βάση τα χρηματικά εντάλματα πληρωμής ή άλλων κατά περίπτωση τίτλων πληρωμής θεωρημένων από τα αρμόδια όργανα και αφορούν το πληρωτέο στον δικαιούχο ποσό. 4. Η εξόφληση των οφειλών προς τους προμηθευτές πραγματοποιείται με τη σύνταξη από τους φορείς της παραγράφου 1, καταστάσεων ανά δικαιούχο και έτος έκδοσης των τιμολογίων και δελτίων αποστολής, στις οποίες περιλαμβάνονται όλες οι ρυθμιζόμενες απαιτήσεις, με βάση τις οποίες διενεργείται και η παράδοση των ομολόγων. Οι καταστάσεις υπογράφονται από τους δικαιούχους κατά την παραλαβή των ομολόγων και επέχουν θέση εξοφλητικής απόδειξης των σχετικών χρηματικών ενταλμάτων ή των τυχόν άλλων τίτλων πληρωμής. 5. α) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι όροι, οι προϋποθέσεις, ο τύπος, η διαδικασία και κάθε σχετικό θέμα που αφορά την έκδοση των χρηματικών ενταλμάτων και την έκδοση και διάθεση των ομολόγων των περιπτώσεων α', β\ γ' και δ' της παραγράφου 1 .... β) Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και θρησκευμάτων και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης μπορεί να καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία με την οποία δύναται να ανατίθεται σε τράπεζες το έργο της συγκέντρωσης και εξόφλησης των, κατά τις προηγούμενες παραγράφους, οφειλών με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου. 6            9. Για λόγους διασφάλισης του δημοσίου συμφέροντος και προστασίας της δημόσιας υγείας, θεωρούνται νόμιμες οι δαπάνες που απαιτούνται για την εξόφληση υποχρεώσεων που απορρέουν από προμήθειες των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας ..., οι οποίες ... διενεργήθηκαν μέχρι την κατάθεση του παρόντος νόμου στη Βουλή, δυνάμει απευθείας αναθέσεων λόγω επειγουσών αναγκών ή παρατάσεων των συμβάσεων μεταξύ των ανωτέρω φορέων και των προμηθευτών, καθώς και δυνάμει των κοινών υπουργικών αποφάσεων που εκδόθηκαν βάσει των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 7 του ν. 2955/2001 (ΦΕΚ 256 Α), μέχρι την κατάργηση της από το άρθρο 37 του ν. 3784/2009 (ΦΕΚ 137 Α). 10. ...». Στην αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου αναφέρεται ότι «... αναγνωρίζεται η δυσκολία επιβίωσης πολλών Εταιρειών εξαιτίας των καθυστερήσεων ... για τις οφειλές των ετών 2007 και 2008 ...», ότι «... ρυθμίζονται οι υπόλοιπες συσσωρευμένες υποχρεώσεις των Νοσοκομείων προς τους προμηθευτές τους ... για το διάστημα από 1.1.2007 έως και 31.1.2009 ...» και ότι «... Οι ρυθμίσεις   των   παραγράφων   1   έως   και   7   κρίνονται   απολύτως επιβεβλημένες, δεδομένου ότι υπάρχει καθυστέρηση στην εξόφληση των προμηθευτών των νοσοκομείων με αποτέλεσμα να δημιουργείται κίνδυνος άμεσης διακοπής του εφοδιασμού των Νοσοκομείων, με τα ανωτέρω υλικά και διατάραξη της ομαλής λειτουργίας τους. ...». Σύμφωνα με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 27 του ν. 3867/2010 και, ειδικότερα, τις ι εξουσιοδοτικές διατάξεις της παρ. 5 αυτού, εκδόθηκαν αρχικώς η απόφαση 2/67498/0020/12.10.2010 του Υπουργού Οικονομικών (Β' 1631/12.10.2010) και η κοινή απόφαση 2/78600/0023Α/16.11.2010 των Υπουργών Οικονομικών, Παιδείας, Δια βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β' 1805/17.11.2010), με τις οποίες, αντιστοίχως, καθορίσθηκε η διαδικασία εξοφλήσεως των ανωτέρω προμηθευτών και ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, έναντι αμοιβής, το έργο της συγκέντρωσης και εξόφλησης των οφειλών των ως άνω νοσοκομείων προς τους εν λόγω προμηθευτές τους με ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου" εν συνεχεία, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία πιστοποιήσεως των οφειλών τούτων, με την 2/88952/0023Α/22.12.2010 (Β'    2258/31.12.2010)    απόφαση    του    Υφυπουργού    Οικονομικών αποφασίσθηκε, κατά τις ανωτέρω εξουσιοδοτικές διατάξεις, η έκδοση τριών ομολογιακών δανείων με σκοπό την εξόφληση από το Ελληνικό Δημόσιο των εν λόγω οφειλών, ορίσθηκε δε, ειδικότερα, ότι τα ομόλογα θα είναι μηδενικού επιτοκίου και ετήσιας διάρκειας (λήξεως 22.12.2011) για οφειλές του έτους 2007, διετούς διάρκειας (λήξεως 22.12.2012) για οφειλές του έτους 2008 και τριετούς διάρκειας (λήξεως 22.12.2013} για οφειλές του έτους 2009 (παρ. 3), ότι θα εκδοθούν σε άυλη μορφή με ξεχωριστούς κωδικούς αριθμούς (ISIN) για κάθε έκδοση (παρ. 4) και στο άρτιο (παρ. 5), η εξόφληση τους θα γίνει στην ονομαστική τους αξία (παρ. 7) και ότι θα είναι διαπραγματεύσιμα στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, στην Ηλεκτρονική Δευτερογενή Αγορά Τίτλων, στη διατραπεζική αγορά (OTC) και στις λοιπές οργανωμένες ηλεκτρονικές αγορές τίτλων (παρ. 8)" περαιτέρω, με την παρ. 10 της ως άνω αποφάσεως του Υφυπουργού Οικονομικών ορίσθηκε ότι κατά λοιπά ισχύει η προμνησθείσα από 25.1.2001 απόφαση του περί καθορισμού όρων των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου σε ευρώ, σταθερού επιτοκίου. Επακολούθησε η έκδοση των 2/48/0023Α (Β' 94/1.2.2011), 2/9476/0023Α (Β' 241/11.2.2011) και 2/1568/0023Α (Β' 309/22.2.2011) αποφάσεων του ιδίου Υφυπουργού περί επανεκδόσεως των ανωτέρω τριών ομολογιακών δανείων, για τα οποία καθορίστηκαν οι εξής κωδικοί: ISIN GR … για τα ομόλογα λήξεως 22.12.2011, GR … για τα ομόλογα λήξεως 22.12.2012 και GR … για τα ομόλογα λήξεως 22.12.2013.

 

12. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν 4050/2012, ο νομοθέτης υπήγαγε στη σφαίρα της κρατικής παρεμβάσεως, για τους δηλωθέντες και αξιολογηθέντες από αυτόν ως δημοσίου συμφέροντος λόγους, σχέσεις που προκύπτουν από ορισμένους τίτλους (ανώνυμα χρεόγραφα) εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου και προέβλεψε κυριαρχικώς, δηλαδή ανεξαρτήτως της συμφωνίας του δικαιούχου κάθε τίτλου, την τροποποίηση ορισμένων από τους τίτλους αυτούς (των «επιλέξιμων τίτλων») με διαδικασία που καθορίστηκε στον εν λόγω νόμο. Υπό τα δεδομένα αυτά και αδιαφόρως αν διέπονται ή όχι από το διοικητικό δίκαιο οι σχέσεις που προέκυπταν από την έκδοση (ή εγγύηση) των ανωτέρω τίτλων, οι κατ' εφαρμογήν του εν λόγω νόμου και κατ' ενάσκηση δημοσίας εξουσίας εκδιδόμενες πράξεις της διαδικασίας τροποποιήσεως των τίτλων τούτων είναι διοικητικές, παραδεκτώς προσβλητές με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 309/1998 Ολομ., 1909-10/2001 Ολομ., 88/2011 Ολομ.).

 

13. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012 αναφέρεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την οποία καθορίζονται οι επιλέξιμοι τίτλοι (εν προκειμένω η Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012), είναι κυβερνητική πράξη που ανάγεται στη. διαχείριση της πολιτικής εξουσίας, κατά το άρθρο 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α' 8) και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο χαρακτηρισμός, όμως, ορισμένων διοικητικών πράξεων ως κυβερνητικών, εξαιρουμένων, κατά την ανωτέρω διάταξη, αττό τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανήκει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου τούτου και όχι του νομοθέτη (βλ. ΣτΕ 2438/1996, 1947/1960), εν προκειμένω δε, η ανωτέρω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περί καθορισμού των επιλεξίμων τίτλων έχει εκδοθεί, όπως και οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις της διαδικασίας τροποποιήσεως των τίτλων j τούτων, κατ' εφαρμογήν διατάξεων του ν. 4050/2012, με τις οποίες ρυθμίζεται κυριαρχικώς η τροποποίηση αυτών, ανεξαρτήτως αν η επιχειρούμενη με τον εν λόγω νόμο αναδιάταξη του δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα είχε αποτελέσει αντικείμενο διεθνών συμφωνιών και διαβουλεύσεων (πρβλ. ΣτΕ 237/1956, 678/1939, 352/1936). Αβασίμως, επομένως, προβάλλεται από το Δημόσιο ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις, ως πράξεις κυβερνήσεως, απαραδέκτως πλήσσονται με την κρινόμενη αίτηση.

 

14. Επειδή, με την πρώτη από τις προσβαλλόμενες πράξεις (Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012) προσδιορίσθηκαν ως επιλέξιμοι, όπως προκύπτει από το συνημμένο σε αυτήν παράρτημα, και προτάθηκαν προς τροποποίηση συγκεκριμένοι τίτλοι, καθορίσθηκε δε το ειδικότερο περιεχόμενο της τροποποιήσεως των τίτλων αυτών. Η πράξη, επομένως, αυτή, αναφερομένη στους συγκεκριμένους ως άνω τίτλους, αποτελεί, όπως και οι λοιπές προσβαλλόμενες πράξεις της διαδικασίας τροποποιήσεως των τίτλων τούτων, σώρευση εκτελεστών ατομικών διοικητικών πράξεων, συγκροτούν δε όλες σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία τελειώθηκε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της τέταρτης προσβαλλόμενης πράξεως (2/20964/0023Α/9.3.2012) του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Παραδεκτώς, επομένως, προσβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, κατά το μέρος που αφορά τη συμπερίληψη στους τροποποιηθέντες τίτλους εκείνων (των τίτλων) που κατείχαν οι αιτούσες,  μόνο η ανωτέρω απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την προσβολή της οποίας ελέγχεται η νομιμότητα και των λοιπών, προηγουμένων αυτής, προσβαλλόμενων πράξεων, οι οποίες απέβαλαν την εκτελεστότητά τους.

 

15. Επειδή, οι αιτούσες, προς απόδειξη του εννόμου συμφέροντος τους, προσκομίζουν έγγραφα Τραπεζών, από τα οποία προκύπτει ότι ήταν κάτοχοι ομολόγων με τους κωδικούς ISIN GR 0326042257 και GR 0326043263, τα οποία συμπεριλήφθησαν στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων. Ειδικότερα, η πρώτη και η τέταρτη από τις αιτούσες προσκομίζουν τις, αντίστοιχες, από 13.2.2013 βεβαιώσεις της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος- η δεύτερη, η τρίτη και η έκτη εξ αυτών προσκομίζουν τις, αντίστοιχες, από 15.3.2013 βεβαιώσεις της Τραπέζης Eurobank" τέλος, η πέμπτη και η έβδομη από τις αιτούσες προσκομίζουν τις, αντίστοιχες, από 12.3.2013 «Καταστάσεις Χαρτοφυλακίων Χρεογράφων» της Τραπέζης Πειραιώς και σχετικές βεβαιώσεις της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι αιτούσες, οι οποίες, όπως ισχυρίζονται (και δεν αμφισβητείται από το Ελληνικό Δημόσιο), δεν συνήνεσαν στην ως άνω τροποποίηση των τίτλων τους, με έννομο συμφέρον ασκούν την κρινόμενη αίτηση, παραδεκτώς δε ομοδικούν προβάλλοντας τους αυτούς λόγους ακυρώσεως κατά των αυτών προσβαλλόμενων πράξεων.

16. Επειδή, προβάλλεται ότι αντίκειται στην οικονομική ελευθερία που κατοχυρώνεται με τα άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1 του Συντάγματος και, ειδικότερα, στη συμβατική ελευθερία η συμπερίληψη των, εκδοθέντων, κατά το άρθρο 27 του ν. 3867/2010, ομολόγων των αιτουσών στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, διότι με αυτήν αφενός καταργείται -άλλως, αλλοιώνεται κατά το περιεχόμενο της- η συναφθείσα κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου 27 συμφωνία χορηγήσεως-αναλήψεως των ανωτέρω ομολόγων, αφετέρου δε συνάπτεται αναγκαστική σύμβαση ανταλλαγής αυτών με άλλα, μικρότερης αξίας και μακροτέρας  λήξεως, ομόλογα, χωρίς καταβολή οποιασδήποτε αποζημιώσεως. Συναφώς, προβάλλεται ότι η συμπερίληψη τους στον επίμαχη διαδικασία (με τον χαρακτηρισμό τους ως «επιλέξιμων») έλαβε χώραν κατά διακριτική ευχέρεια, η οποία ασκήθηκε πέραν των ορίων που χαράσσουν οι ανωτέρω συνταγματικές αλλά και άλλες υπερκείμενης ισχύος διατάξεις (άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), αλλά και χωρίς αιτιολογία, εφόσον δεν προκύπτει από συγκεκριμένα στοιχεία -λ.χ. από ειδική και συνολική οικονομική μελέτη- ότι η συμπερίληψη αυτή αποτελούσε την μόνη ικανή, πρόσφορη, απολύτως αναγκαία και την ηπιότερη δυνατή, από πλευράς προσβολής θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων, λύση για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, λαμβανομένων υπόψιν αφενός μεν της ανάγκης διασφαλίσεως των ελαχίστων ορίων για την επιβίωση των εμπιπτουσών στο άρθρο 27 του ν. 3867/2010 επιχειρήσεων, αφετέρου δε των επιπτώσεων της πιθανής οικονομικής τους καταρρεύσεως για την εθνική οικονομία και τη δημόσια υγεία. Ενόψει τούτου, προβάλλεται και παράβαση των άρθρων 25 παρ. 3 και 21 παρ. 3 του Συντάγματος (αρχή αναλογικότητος, προστασία δημοσίας υγείας).

 

17. Επειδή, από τη διάθεση ομολόγων και λοιπών τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως κρατών γεννάται πιστωτική σχέση, η οποία δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξεως. Τούτο, διότι από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους - εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα[ το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας "rebus sic standibus", η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου "pacta sunt servanda". Η αντίθετη νομική εκδοχή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το κράτος έχει απόλυτη φερεγγυότητα, ήτοι τη δυνατότητα να εξασφαλίζει πάντοτε τα αναγκαία κεφάλαια για την ικανοποίηση των πιστωτών του, λόγω της διαρκούς υπόστασης του, απεριόριστου πλούτου και ακλόνητης πιστοληπτικής ικανότητας. Η παραδοχή αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, όπως είναι κοινώς γνωστό και προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη από 17.2.2012 γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη γνώμη αυτή, ακόμη και τα οικονομικώς ισχυρότερα κράτη αρνούνται, ήδη από το έτος 2002, την παραδοχή της απόλυτης φερεγγυότητας του κράτους - οφειλέτη και αποδέχονται το ενδεχόμενο του περιορισμού της σε περίπτωση κρίσης χρέους. Εν προκειμένω, είναι αναμφισβήτητο ότι ήδη από το έτος 2010 κατέστη αδύνατη η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας (του οποίου το μεγαλύτερο ποσοστό καθίσταται ληξιπρόθεσμο εντός των προσεχών ετών) είτε από τα δημόσια έσοδα είτε με νέο δανεισμό από την αγορά δημοσίου χρέους. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές εκθέσεις του ν. 4046 / 2012 και του ν. 4050 / 2012, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για τα δημόσια έσοδα που μειώνονται συνεχώς λόγω της παρατεταμένης ύφεσης της εθνικής οικονομίας, ο δε νέος δανεισμός από την αγορά είναι ουσιαστικώς απαγορευμένος λόγω της απώλειας της πρότερης πιστοληπτικής ικανότητας. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας θα απαιτήσει ικανό χρόνο σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογικές εκθέσεις και, εν τω μεταξύ, η Ελληνική Δημοκρατία, για τη χρηματοδότηση των πάσης φύσεως τρεχουσών αναγκών της, μόνον από το ΔΝΤ και από δανειακές συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που συνάπτει με τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης δύναται να αντλεί κεφάλαια, τα οποία είναι μάλιστα περιορισμένα. Συνεπώς, υπό τη δεδομένη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, η οποία αιφνιδίασε και αναμφιβόλως έφερε την Ελληνική Δημοκρατία σε κατάσταση αδυναμίας να εκπληρώνει εμπροθέσμως και στο ακέραιο όλες τις οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις της, ήτοι προ του κινδύνου της στάσης πληρωμών και της κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας, η επιδίωξη, με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012, μιας επαναδιαπραγμάτευσης μέρους του δημοσίου χρέους [ήτοι, του οφειλόμενου στον Ιδιωτικό Τομέα (Private Sector) χρέους] που αναμενόταν να έχει θετική έκβαση, δεν αντιβαίνει στην αρχή της οικονομικής - συμβατικής ελευθερίας. Η επαναδιαπραγμάτευση των όρων ομολόγων και λοιπών τίτλων μετά την έκδοση τους είναι, άλλωστε, γνωστή στα διεθνή συναλλακτικά ήθη. Όταν η σχετική διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης διέπεται από Ρήτρες Συλλογικής Δράσης (ΡΣΔ) [Collective Action Clauses (CACs)], καλείται προς συμμετοχή σε ψηφοφορία ο Ομολογιούχος ("holder in relation to a bond), προκειμένου δε περί ομολόγων που δεν είναι τίτλοι ονομαστικοί ή τίτλοι στον κομιστή, αλλά τίτλοι ανώνυμοι και άϋλοι, παρακολουθούμενοι νομίμως με σύστημα καταχωρίσεων στα στοιχεία του εκδότη, ως Ομολογιούχος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο επ' ονόματι του οποίου - είτε ως έχοντος ίδιο δικαίωμα επί του τίτλου είτε ως θεματοφύλακος ("custodian") - ο εκδότης τηρεί σχετικό λογαριασμό. Οι σχέσεις θεματοφυλακής τεκμαίρεται ότι είναι ομαλές και ο εκδότης των τίτλων δεν υποχρεούται να ζητεί σχετικές αποδείξεις. Για το Ελληνικό Δημόσιο, ως εκδότη ανώνυμων και άυλων τίτλων, σύστημα καταχωρίσεων υπό την ως άνω έννοια αποτελεί το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών που προβλέπεται στις παρατιθέμενες στη σκέψη 10 διατάξεις του ν. 2198/1994. Εξ άλλου, κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, η θετική έκβαση της διαδικασίας της επαναδιαπραγμάτευσης εξαρτάται από την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του εκδότη των τίτλων και της πλειοψηφίας του κεφαλαίου, διότι κάθε Ομολογιούχος μετέχει στην ψηφοφορία με ψήφους που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία των τίτλων που κατέχει, ί   Το δε αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι δεσμευτικό ("binding effect') για όλα τα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα επί ή εκ των τίτλων. Συνεπώς, η επαναδιαπραγμάτευση είναι μια έννομη σχέση διαδικαστικώς οριοθετημένη μεταξύ του εκδότη των άυλων τίτλων και των Ομολογιούχων, οι οποίοι ενεργούν είτε ως έχοντες ίδια δικαιώματα επί του ανεξόφλητου κεφαλαίου είτε ως θεματοφύλακες. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ύστερα από τη σύσταση της Ομάδας των 10 (G — 10) προς τους εκδότες κρατικών ομολόγων για τη χρήση ΡΣΔ, στην οποία αναφέρεται η ΕΚΤ στην από 17.2.2012 γνώμη, αυτοί οι θεμελιώδεις ! κανόνες αξιοποιήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ακολούθως, έτυχαν επεξεργασίας από υποεπιτροπή της Ευρωπαϊκής Χρηματοοικονομικής Επιτροπής ("EFS sub - Committee on EU Sovereign Debt Markets"), έγιναν αντικείμενο διαβουλεύσεων με την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και επενδυτικά ιδρύματα, εγκρίθηκαν από την Επιτροπή ("Economic and Financial Committee") ως Πρότυποι Κανόνες Συλλογικής Δράσης ("Model Collective Action Clause") για τα κράτη - μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μετέχουν στη Συνθήκη για τη ί θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης ("European Stability Mechanism - ESM") και έχουν ήδη εισαχθεί στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών - μελών της Ευρωζώνης, ώστε να ισχύουν για τους νέους κρατικούς τίτλους που εκδίδονται στην Ευρωζώνη από 1.1.2013, εάν αυτοί (οι νέοι τίτλοι) έχουν διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους [βλ. και απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών 2 / 25248 / 0023Α / 7.3.2013, Ι   Β' 583 / 13.3.2013, με την οποία εισήχθησαν οι ως άνω Πρότυποι Κανόνες Συλλογικής Δράσης στην εθνική νομοθεσία, ιδίως τον ορισμό του «κατόχου (holder) σε σχέση με ένα ομόλογο» στην παράγραφο 1 στοιχ. θ\ σύμφωνα με τον οποίο, για το δικαίωμα ψήφου, ο εκδότης «δικαιούται να θεωρεί ως νόμιμο κάτοχο του ομολόγου», μεταξύ άλλων περιπτώσεων, «το πρόσωπο στο όνομα του οποίου το Ομόλογο είναι καταχωρημένο στα βιβλία και αρχεία του Εκδότη»]. Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012 που παρατίθενται στη σκέψη 8, οι οποίες : α) ορίζουν τον Ομολογιούχο βάσει των ως άνω εννοιολογικών στοιχείων προβλέποντας παραλλήλως την κλήση του στην ψηφοφορία και την ισχύ της ψήφου του και β) επιβάλλουν σε όλους τους ενδιαφερόμενους δέσμευση από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, δεν θεσπίσθηκαν αυθαιρέτως από τον νομοθέτη αλλά κατά τρόπο σύμφωνο με τα συναλλακτικά ήθη, όπως αυτά εξελίσσονται. Οι παρατηρήσεις στην από 17.2.2012 γνώμη της ΕΚΤ επί του σχεδίου των διατάξεων προφανώς συνεκτιμήθηκαν και το κείμενο του νόμου διατυπώθηκε, τελικά, με απόλυτη σαφήνεια, διότι ο νομοθέτης προβλέπει ότι Ομολογιούχος θεωρείται, ως προς μεν τους άϋλους τίτλους που παρακολουθούνται στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198 / 1994 το φυσικό ή νομικό πρόσωπο επ' ονόματι του οποίου τηρείται λογαριασμός στο Σύστημα, ως προς δε τους τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα : α) οι κομιστές των ενσώματων ανώνυμων τίτλων, β) τα πρόσωπα που αναγράφονται ως δικαιούχοι στους ενσώματους ονομαστικούς τίτλους και γ) οι δικαιούχοι των άϋλων τίτλων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι αντικατασταθέντες άϋλοι τίτλοι εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ανήκαν στις αιτούσες, άρχισαν από την έκδοση τους να παρακολουθούνται στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198 / 1994, σε λογαριασμό χαρτοφυλακίου πελατών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (φορέα του Συστήματος) ως Ομολογιούχου και ήσαν, άλλωστε, διαπραγματεύσιμοι στις οργανωμένες ηλεκτρονικές αγορές τίτλων (βλ. σκέψεις 10 και 11), Ο Ομολογιούχος - σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012 - ως προς τους τίτλους αυτούς εκλήθη νομίμως να μετάσχει στη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης. Εάν δε ο Ομολογιούχος δεν ενήργησε κατά τις υποδείξεις των αιτουσών, το κύρος της διεξαχθείσης ψηφοφορίας δεν θίγεται (βλ. άρθρο πρώτο παρ. 7 του ν. 4050/2012 και τα ήδη εκτεθέντα περί τεκμηρίου ομαλότητας των σχέσεων θεματοφυλακής) και ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η κρίση αν στην περίπτωση αυτή γεννάται αστική ευθύνη του Ομολογιούχου έναντι των αιτουσών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, σε ψηφοφορία και την ισχύ της ψήφου του και β) επιβάλλουν σε όλους τους ενδιαφερόμενους δέσμευση από το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, δεν θεσπίσθηκαν αυθαιρέτως από τον νομοθέτη αλλά κατά τρόπο σύμφωνο με τα συναλλακτικά ήθη, όπως αυτά εξελίσσονται. Οι παρατηρήσεις στην από 17.2.2012 γνώμη της ΕΚΤ επί του σχεδίου των διατάξεων προφανώς συνεκτιμήθηκαν και το κείμενο του νόμου διατυπώθηκε, τελικά, με απόλυτη σαφήνεια, διότι ο νομοθέτης προβλέπει ότι Ομολογιούχος θεωρείται, ως προς μεν τους αυλούς τίτλους που παρακολουθούνται στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198 / 1994 το φυσικό ή νομικό πρόσωπο επ' ονόματι του οποίου τηρείται λογαριασμός στο Σύστημα, ως προς δε τους τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα : α) οι κομιστές των ενσώματων ανώνυμων τίτλων, β) τα πρόσωπα που αναγράφονται ως δικαιούχοι στους ενσώματους ονομαστικούς τίτλους και γ) οι δικαιούχοι των άϋλων τίτλων. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι αντικατασταθέντες άϋλοι τίτλοι εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι ανήκαν στις αιτούσες, άρχισαν από την έκδοση τους να παρακολουθούνται στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών του ν. 2198 / 1994, σε λογαριασμό χαρτοφυλακίου πελατών της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (φορέα του Συστήματος) ως Ομολογιούχου και ήσαν, άλλωστε, διαπραγματεύσιμοι στις οργανωμένες ηλεκτρονικές αγορές τίτλων (βλ. σκέψεις 10 και 11), Ο Ομολογιούχος - σύμφωνα με τον ορισμό του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012 - ως προς τους τίτλους αυτούς εκλήθη νομίμως να μετάσχει στη διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης. Εάν δε ο Ομολογιούχος δεν ενήργησε κατά τις υποδείξεις των αιτουσών, το κύρος της διεξαχθείσης ψηφοφορίας δεν θίγεται (βλ. άρθρο πρώτο παρ. 7 του ν. 4050/2012 και τα ήδη εκτεθέντα περί τεκμηρίου ομαλότητας των σχέσεων θεματοφυλακής) και ανήκει στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων η κρίση αν στην περίπτωση αυτή γεννάται αστική ευθύνη του Ομολογιούχου έναντι των αιτουσών. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της συνταγματικής αρχής της οικονομικής - συμβατικής ελευθερίας πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος, εξεταζόμενος από το Συμβούλιο της Επικρατείας ασυνδέτως με το νομικώς αδιάφορο στην παρούσα υπόθεση ζήτημα ότι οι τίτλοι των αιτουσών δεν εκδόθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο για την άντληση κεφαλαίων με δανεισμό του και δεν περιήλθαν σε επενδυτές (αλλά ! διετέθησαν βάσει των διατάξεων που αναφέρονται στη σκέψη 11) λόγω του ότι: α) δεν διαφοροποιείται ο δικαιολογητικός λόγος της επιδίωξης της επαναδιαπραγμάτευσης και β) τα δικαιώματα που απορρέουν από την κτήση τίτλων είναι αναιτιώδη (βλ. σκέψη 21 και, ιδίως, τα εκεί εκτιθέμενα για την περίπτωση ασκήσεως ενδίκου βοηθήματος προς επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων με επίκληση της υποκείμενης αιτίας). Εξ άλλου, ο λόγος, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος περί προστασίας της δημόσιας υγείας, είναι επίσης απορριπτέος, διότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν έχουν άμεσο αποτέλεσμα τον περιορισμό των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται από το Κράτος. Τέλος, τα κριτήρια επιλογής, από το Υπουργικό Συμβούλιο, των τίτλων για την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012 έθεσε ο ίδιος ο νομοθέτης με την παράγραφο 1, η οποία ήδη παρατέθηκε στη σκέψη 8 και στην οποία δίδονται οι ορισμοί του «τίτλου» ! και του «επιλέξιμου τίτλου». Σύμφωνα με τους ορισμούς αυτούς, ως | «τίτλος» νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, ο οποίος διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου : α) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, β) η αρχική διάρκεια κατά τον χρόνο πρώτης εκδόσεως υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γ) η έκδοση είναι προγενέστερη της 31.12.2011. Ως «επιλέξιμος» τίτλος νοείται κάθε «τίτλος» υπό την ως άνω έννοια, ο οποίος ορίζεται με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων κριτηρίων και προϋποθέσεων. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του ανωτέρω νόμου και τις ενέργειες και διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν προκύπτει ότι διαπιστώθηκε η επιτακτική και άμεση ανάγκη μείωσης του δημοσίου χρέους και επαναφοράς του σε πορεία βιωσιμότητας (ήτοι εξυπηρέτησης του και αποφυγής της στάσης των πληρωμών της Ελληνικής Δημοκρατίας) χωρίς να γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένες κατηγορίες τίτλων, οι οποίες ήταν αναγκαίο να μετάσχουν στη διαδικασία της μείωσης, προσδιοριζόμενες με αντικειμενικά ή υποκειμενικά κριτήρια. Ήτοι, με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 ανετέθη ο καθορισμός των επιλέξιμων τίτλων στο Υπουργικό Συμβούλιο προκειμένου να ενεργήσει κατά ευρεία διακριτική ευχέρεια με σκοπό την αντιμετώπιση της ανωτέρω ανάγκης και χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης της σχετικής Π.Υ.Σ. - είτε στο σώμα της είτε με αναφορά σε άλλα στοιχεία - αφού, άλλωστε, ο νομοθέτης δεν απαίτησε να προηγηθεί γνωμοδότηση ή οποιαδήποτε άλλη προπαρασκευαστική πράξη. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλονται οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αναφέρονται σε έλλειψη αιτιολογίας της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 και σε υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου. Το δε ζήτημα αν με την υπαγωγή των τίτλων των αιτουσών στις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050 / 2012 στοιχειοθετήθηκε παράβαση κάποιας άλλης συνταγματικής διάταξης ή αρχής (πλην της αρχής της οικονομικής - συμβατικής ελευθερίας, της οποίας δεν υπήρξε παράβαση σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα) ή διάταξης με τυπική ισχύ υπέρτερη εκείνης του κοινού νόμου, εξετάζεται στις επόμενες σκέψεις.

 

18. Επειδή, ως προς την προβαλλόμενη παραβίαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β, Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, προς την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του ν. 2198/1994 (όπως τροποποιήθηκαν με το 15 παρ. 8 ν. 2469/1997), ουσιώδες περιεχόμενο της σχέσεως εκ του ομολόγου - ως τίτλου δανεισμού και ως ανωνύμου χρεογράφου, ακόμη και υπό λογιστική μορφή- και αντικείμενο της σχετικής ενοχής, της υποχρεώσεως δηλαδή του εκδότη και του αντίστοιχου δικαιώματος του κομιστή, αποτελεί η πληρωμή του κεφαλαίου (της ονομαστικής αξίας) αυτού (εξόφληση) κατά τη λήξη του. Το ανωτέρω θεμελιώδες εννοιολογικό στοιχείο της σχέσεως εκ του ομολόγου, ρητώς αναφερόμενο στις προμνησθείσες υπουργικές αποφάσεις περί γενικών όρων των ομολόγων, δεν αναιρείται α) ούτε από τη (νομική) δυνατότητα μεταβιβάσεως του (χρηματιστηριακώς ή όχι) μέχρι τη λήξη του, β) ούτε, επί άυλων τίτλων, από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 περί συστήματος λογιστικής παρακολούθησης συναλλαγών (αφού με αυτές, παρά την παρεμβολή της Τραπέζης της Ελλάδος και του φορέως μεταξύ του Δημοσίου και του επενδυτή, ρητώς προβλέπεται ότι, αν το Δημόσιο δεν καταβάλει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την παρ. 6 του άρθρου 8, ο επενδυτής -προφανώς αν δεν έχει εισπράξει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων- έχει αξίωση «εκ του τίτλου» μόνον κατά του Δημοσίου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 8), γ) ούτε από τις δικονομικές δυνατότητες που τυχόν παρέχονται στον κομιστή (αγωγή κατά του φορέα), δ) ούτε, τέλος, από το (πραγματικό) φαινόμενο της, μέχρι τη λήξη του, διακυμάνσεως της αγοραίας αξίας του. Εν όψει του κατά τα άνω ουσιώδους περιεχομένου του ομολόγου, η σχέση μεταξύ του εκδότη αυτού και TOU κομιστή είναι (ακόμη και προκειμένου περί κρατικών ομολόγων) σχέση ενοχική, σε περίπτωση δε παρεμβολής πλειόνων μεταβιβάσεων μέχρι τον εκάστοτε κομιστή, είναι σχέση οιονεί συμβατική. Εξ άλλου, το ομόλογο, λόγω της κατά νόμον δυνατότητος μεταβιβάσεως του (χρηματιστηριακής ή μη) μέχρι τη λήξη του, αποτελεί μέσο συναλλαγής και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που απορρέουν από την κατοχή ομολόγου εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Από την ανωτέρω διάταξη του Συντάγματος σε συνδυασμό και με την παρ. 2 του άρθρου 106 αυτού («Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας») συνάγεται ότι νομοθετική επέμβαση στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσεως συνιστά εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η βλάβη της εθνικής οικονομίας, και πρέπει να προβλέπεται με βάση γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, και σε εύλογο χρόνο από την κατάρτιση της σύμβασης (ΣτΕ 1909-10/2001 Ολομ., επίσης 489, 1706, 3400, 3550/2002, 3199/2003). Εν προκειμένω, το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 αφορά σε ομόλογα, ομολογιακά δάνεια ή άλλους τίτλους δανεισμού εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, που, μεταξύ άλλων, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, κατά τα εκτεθέντα, δεν περιλαμβάνουν μεταξύ των όρων εκδόσεως τους πρόβλεψη για δυνατότητα τροποποιήσεως τους πριν από τη λήξη τους, και δη με διαδικασία συλλογικής δράσεως. Για τους τίτλους, όμως, αυτούς, το εν λόγω άρθρο θέσπισε ρυθμίσεις που επιτρέπουν την, μέχρι τη λήξη τους, τροποποίηση τους με ειδικά περιγραφόμενη στο άρθρο αυτό διαδικασία συλλογικής δράσεως. Βάσει του νόμου αυτού εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, με τις οποίες, κατά την ανωτέρω διαδικασία (χωρίς συμμετοχή ή, πάντως, χωρίς συναίνεση των αιτουσών, κατόχων τέτοιων ομολόγων), επήλθε τροποποίηση του περιεχομένου των εκ των ομολόγων τούτων απαιτήσεων τους, υπό την μορφή της «ανταλλαγής» των τίτλων αυτών, δηλαδή με την αυτοδίκαιη ακύρωση αυτών και αντικατάσταση τους με νέους τίτλους μικρότερης ονομαστικής αξίας και μακροτέρας λήξεως (για την αντικατάσταση αυτή ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «ανταλλαγή», ο οποίος, όμως, γλωσσικά και νομικά - βλ. άρθρο 573 Α.Κ.- χαρακτηρίζει σύμβαση). Με τα δεδομένα αυτά, οι αιτούσες, στρεφόμενες κατά των ανωτέρω γενικών ατομικών πράξεων, κατά το μέρος που αυτές καταλαμβάνουν και τα ομολογά τους, δεν αμφισβητούν, ως προς τη συμφωνία με το Σύνταγμα (ή με άλλες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος ρυθμίσεις), το όλον εγχείρημα της αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους με το ν. 4050/2012 και με τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά, ειδικώς, τη συμπερίληψη των ομολόγων τους στις ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου και στις πράξεις αυτές. Εν όψει δε όλων των προεκτεθέντων, η συμπερίληψη αυτή, η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ακύρωση των τίτλων τούτων, την απόσβεση των εξ αυτών δικαιωμάτων των αιτουσών και την αντικατάσταση τους με νέους τίτλους μικρότερης ονομαστικής αξίας και μακροτέρας λήξεως, παραβιάζει, όπως βασίμως προβάλλεται, τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο: Α) διότι η επέμβαση στα κατοχυρωμένα από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματα εκ του ομολόγου συνίσταται στην μονομερή εκ μέρους του υπόχρεου δημοσίου, δηλαδή άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου, αναγκαστική γΓ αυτόν και βλαπτική για τα συμφέροντα του μεταβολή του περιεχομένου της σχέσεως εκ του ομολόγου. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εν λόγω μεταβολή επήλθε μέσω της εφαρμογής κανόνων συλλογικής δράσεως (δηλαδή κανόνων βάσει των οποίων οι δανειστές συλλογικά αποφασίζουν κατά πλειοψηφία, δεσμεύοντας κατά τούτο την μειοψηφία, τον περιορισμό ή την τροποποίηση εν γένει των απαιτήσεων τους) ούτε από το γεγονός ότι τέτοιοι κανόνες, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, είναι γνωστοί στη διεθνή πρακτική από τον δέκατο ένατο αιώνα ούτε, τέλος, από το γεγονός ότι με το άρθρο 12 παρ. 3 της Συνθήκης για την θέσπιση του Ε.Μ.Σ., η οποία κυρώθηκε μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων με το ν. 4063/2012, ορίσθηκε ότι ρήτρες συλλογικής δράσης θα περιλαμβάνονται σε όλα τα νέα κρατικά χρεόγραφα της ζώνης του ευρώ που θα εκδίδονται μετά την 1.1.2013 με προθεσμία λήξεως άνω του έτους. Και τούτο: α) διότι επί ατομικού δικαιώματος - και ακριβώς λόγω του χαρακτήρος αυτού ως ατομικού - εν όψει και της κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, δεν είναι ικανή να υποκαταστήσει την βούληση του φορέως του δικαιώματος η ατομική βούληση ή οποιαδήποτε συμφωνία (συλλογική βούληση) τρίτων προσώπων  με ταυτόσημα, ενδεχομένως, ή; a fortiori, αντίθετα δικαιώματα ή συμφέροντα (res inter alios acta), β) διότι, σε αντίθεση προς τους κανόνες που θεσπίζονται με το ν. 4050/2012, τόσο στην διεθνή πρακτική ανέκαθεν όσο και στις χώρες της Ευρωζώνης από 1.1.2013 οι κανόνες συλλογικής δράσης θεσπίζονται για να εφαρμοστούν ί σε τίτλους που θα εκδοθούν στο μέλλον, και όχι, όπως εν προκειμένω, σε ήδη εκδοθέντες χωρίς πρόβλεψη τέτοιων ρητρών τίτλους. Σε κανένα σημείο, εξ άλλου, των πολιτικών αποφάσεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης που αναφέρονται στη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους (δηλώσεις Συνόδων Κορυφής της 21.7.2011, 26.10.2011 και 21.2.2012) και σε καμία από τις διεθνείς συμβάσεις, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4046/2012, δεν γίνεται μνεία περί εφαρμογής κανόνων συλλογικής δράσης, Αντιθέτως, στα επίσημα αυτά κείμενα, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους χαρακτηρίζεται ως «εθελοντική» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 21.7.2011), ως «εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 26.10.2011), ως «κοινή συνεννόηση» ή «συμφωνία» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 21.2.2012) ή ως «εθελοντική συναλλαγή διαχείρισης υποχρεώσεων» (βλ. την προμνησθείσα «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων Σ.Ι.Τ» το σχέδιο της οποίας εγκρίθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 α' του ν. 4046/2012). Η συμφωνία, μάλιστα, για τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους επετεύχθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ορισμένων επενδυτών του ιδιωτικού τομέα (βλ. προοίμιο της ανωτέρω σύμβασης), με τους οποίους «συζητούσε» το Ελληνικό Δημόσιο (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 26.10.2011) και τους οποίους εκπροσωπούσε το I.I.F. (βλ. το κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών με τα βασικά σημεία της ομιλίας του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011 και το 2/26351/0023Α/11.3.2013 έγγραφο της 23ης Διεύθυνσης Δημοσίου Χρέους του Γ.Λ.Κ.) και -τελικά (στη Σύνοδο Κορυφής της 21.2.2012)- η αναφερόμενη στη σκέψη 7 «Επιτροπή Ιδιωτών Πιστωτών - Επενδυτών (P.C.I.C.)» (βλ. Σύνοδο Κορυφής της 21.2.2012)·μεταξύ δε των εν λόγω επαγγελματιών, προδήλως, επενδυτών (ως προς τους, υπό νομική έννοια, «επαγγελματίες επενδυτές», βλ. κατωτέρω, σκέψη 22), οι οποίοι συμφώνησαν τελικά το ονομαστικό «κούρεμα» των τίτλων τους κατά 53,5% (βλ. Σύνοδος Κορυφής Eurogroup 21.2.2012), δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι περιλαμβάνονται και οι αιτούσες. Β) Διότι, παρά την εξαγγελία στην παρ. 11 του άρθρου πρώτου του ίδιου του ν. 4050/2012 ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού «αποσκοπούν στην προστασία υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος», δεν προκύπτει ούτε από τις λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου αυτού, καθ' εαυτές, ούτε από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι με τη συμπερίληψη των ομολόγων των αιτουσών σε αυτές (ρυθμίσεις και πράξεις) εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Πιο συγκεκριμένα: Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, αφού γίνεται αναφορά στην ραγδαία επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και στον εντεύθεν αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές, στην επιδείνωση της ύφεσης και της αναλογίας του δημοσίου χρέους προς το Α.Ε.Π. και στις επιτακτικές ταμειακές ανάγκες του δημοσίου των αμέσως επομένων ετών, κρίνεται ότι «επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημοσίου χρέους» ώστε αυτό «να καταστεί βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα» (γίνεται δε επίκληση των προπεριγραφεισών αποφάσεων των Συνόδων Κορυφής της Ευρωζώνης περί συμβολής των ιδιωτών επενδυτών «στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας»). Όμως -ανεξαρτήτως αν την επίμαχη επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των αιτουσών είναι ικανή να δικαιολογήσει η ως άνω «ραγδαία επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών» (η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα πολιτικών κρίσεως της χώρας αναφέρει τον υφιστάμενο ήδη προ του ν. 4050/2012 αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές. Η πρόβλεψη, εν τούτοις, με το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012, κανόνων συλλογικής δράσεως εφαρμοστέων επί τίτλων εκδοθέντων χωρίς τέτοια πρόβλεψη και η εφαρμογή περαιτέρω των κανόνων αυτών με τις προσβαλλόμενες πράξεις (η επιβολή, δηλαδή, στους δικαιούχους των τίτλων, παρά τη θέληση τους, βλαπτικών για τα συμφέροντα τους αποφάσεων άλλων δανειστών, όπως συνέβη εν προκειμένω στην περίπτωση των αιτουσών) έχουν ήδη πλήξει καίρια για το μέλλον την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και ως εκ τούτου, αντιστρατεύονται ευθέως το δημόσιο συμφέρον, δοθέντος ότι η εφαρμογή κανόνων συλλογικής δράσεως, ακόμη και επί ομολόγων εκδοθέντων με σχετική πρόβλεψη (λ.χ. κατά το αγγλικό δίκαιο), χαρακτηρίζεται στις διεθνείς αγορές ως «πιστωτικό γεγονός», ως πιστωτικό δε γεγονός χαρακτηρίστηκε η εν προκειμένω εφαρμογή από την Ελλάδα κανόνων συλλογικής δράσεως επί των επίμαχων ομολόγων που εκδόθηκαν χωρίς τέτοια πρόνοια, όπως προκύπτει από την απόφαση της 9.3.2012 της Επιτροπής Αποφάσεων του I.S.D.A., στο οποίο αναφέρεται και το Ελληνικό Δημόσιο στο έγγραφο 2/2232/0023/8.2.2013 προς το Δικαστήριο. Τέλος, η επίμαχη τροποποίηση τίτλων, καταλαμβάνουσα και τα ομόλογα που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προμηθεύουν φάρμακα και ιατροτεχνολογικό υλικό σε νοσοκομεία προς εξόφληση απαιτήσεων τους έναντι των νοσοκομείων αυτών, αντιστρατεύεται, ως σοβαρότατη απειλή για την επιβίωση των επιχειρήσεων των προσώπων τούτων, και τον δημόσιο σκοπό της απρόσκοπτης λειτουργίας των νοσοκομείων και της προστασίας της δημόσιας υγείας (άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος), χάριν της οποίας, κατά την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, χορηγήθηκαν στα εν λόγω πρόσωπα τα ομόλογα αυτά. Ομοίως δε, και προκειμένου περί των ομολόγων που κατέχονται από οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα, η εν λόγω τροποποίηση αντιστρατεύεται τους θαλπομένους από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίους σκοπούς. Γ) Η επίμαχη επέμβαση στα ομόλογα των αιτουσών προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι διατάξεις, όμως, αυτές στερούνται του στοιχείου της προβλεψιμότητος, το οποίο απαιτείται, προκειμένου να παρέχεται στο υποκείμενο του δικαιώματος η δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του (πρβλ., ενδεικτικώς, αποφάσεις ΕΔΔΑ Forminster Enterprises Limited κατά Τσεχίας της 9.10.2008, σκ. 65, Meltex κατά Αρμενίας της 17.6.2008, σκ. 80, Glas Nadezhda κατά Βουλγαρίας της 11.10.2007, σκ. 45 και 46, Geouffre de la Pradelle κατά Γαλλίας της 16.10.1992, σκ. 33-35). Εν προκειμένω, όμως, το στοιχείο αυτό δεν συντρέχει: α) λόγω της υπερβολικής ευρύτητας του ορισμού της έννοιας του «τίτλου», και, κυρίως, λόγω της πλήρους αοριστίας του όρου «επιλέξιμος τίτλος» στο ανωτέρω άρθρο, δοθέντος, μάλιστα, ότι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς ερμηνεία των όρων αυτών (ήτοι όλες οι πολιτικές αποφάσεις των κορυφαίων οργάνων του Eurogroup που αφορούσαν στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, οι προμνησθείσες δηλώσεις του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011, αλλά και το σχέδιο της πρώτης συμβάσεως που εγκρίθηκε με το άρθρο 1 α' του ν. 4046/2012) ρητώς αναφέρονται σε τίτλους επαγγελματιών, υπό νομική έννοια, επενδυτών (βλ. σκέψη 22) που είχαν προβεί σε σχετική συμφωνία με την Ελληνική Κυβέρνηση, β) λόγω του περιεχομένου των ρυθμίσεων του ανωτέρω άρθρου, το οποίο, κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά τουλάχιστον οικονομικά δεδομένα, εθέσπισε κανόνες συλλογικής δράσεως προκειμένου να εφαρμοσθούν όχι επί των μελλόντων να εκδοθούν τίτλων (όπως ήδη προβλέπεται λ.χ. με το άρθρο 12 παρ. 3 της κυρωθείσης με το άρθρο δεύτερο του ν. 4063/2012 Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) αλλά επί ήδη εκδοθέντων τίτλων, δηλαδή επ! νομικών και πραγματικών καταστάσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί βάσει προγενεστέρου νομικού καθεστώτος και γ) λόγω του χρόνου εφαρμογής των ανωτέρω ρυθμίσεων, δεδομένου ότι η διαδικασία τροποποιήσεως των εν λόγω τίτλων κινήθηκε στις 24.2.2012, την επομένη ακριβώς ημέρα της ψηφίσεως και, εν ταυτώ, δημοσιεύσεως του ν. 4050/2012, ως εκ τούτου δε δεν παρεχόταν καμία δυνατότητα αντιδράσεως στις αιτούσες. Δ) Διότι, εν όψει του δημοσίου σκοπού που εξαγγέλλεται με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, της διασφαλίσεως δηλαδή της βιωσιμότητος του δημοσίου χρέους μέσω της επιχειρούμενης αναδιατάξεως του -ανεξαρτήτως αν με τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού υπηρετείται πράγματι το δημόσιο συμφέρον- η επίμαχη επέμβαση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, στις απαιτήσεις των αιτουσών εκ των ομολόγων που κατείχαν, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητοςι α) για τους λόγους που αναλυτικώς εκτίθενται κατωτέρω, στη σκέψη 28 υπό στοιχεία Γα, Γβ, Γγ και Γε (σε αναφορά με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.), β) διότι, με την επίμαχη τροποποίηση τίτλων η πληρωμή της αξίας των πωληθέντων από τις αιτούσες κατά τα έτη 2008 και 2009 ειδών, κατ' ουσίαν, μετατίθεται από τον αρχικώς προβλεφθέντα χρόνο (22.12.2012 και 22.12.2013, αντιστοίχως) σε πολύ μακρότερο χρόνο (από το έτος 2023 μέχρι το έτος 2042), ο οποίος υπερβαίνει πιθανότατα το χρόνο ζωής των δικαιούχων φυσικών και νομικών προσώπων και γ) διότι, ανεξαρτήτως του μεγέθους της περιουσιακής ζημίας των αιτουσών (για την εκτίμηση της οποίας, βλ. κατωτέρω, στη σκέψη 28), η προσβολή στο προστατευόμενο από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος δικαίωμα αυτών (μονομερής από τον εκδότη ακύρωση των τίτλων και απόσβεση των εξ αυτών απαιτήσεων) είναι, ως προς την ένταση της, πρωτοφανής στην ευρωπαϊκή, τουλάχιστον, οικονομική ιστορία. Ε) Διότι, η επίμαχη επέμβαση στα δικαιώματα των αιτουσών από τους τίτλους που κατείχαν έλαβε χώρα σε χρόνο απομακρυσμένο, κατά ένα και πλέον έτος, από το χρόνο εκδόσεως των επίμαχων ομολόγων και αποκτήσεως τους από αυτές (βλ. ΣτΕ 1909 -1910/2001 Ολομ.). Κατόπιν των προεκτεθέντων, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, είναι βάσιμος, ανεξαρτήτως των επιμέρους προβαλλομένων σχετικών ισχυρισμών, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβιάσεως του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος και θα έπρεπε, συνεπώς, να γίνει δεκτός. Τέλος, βασίμως, κατά την εν λόγω μειοψηφούσα γνώμη, προβάλλεται, ως συνέπεια της παραβιάσεως της συνταγματικώς κατοχυρωμένης οικονομικής ελευθερίας, και παράβαση του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, καθ' ο μέρος οι ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 και οι προσβαλλόμενες πράξεις καταλαμβάνουν και τα ομόλογα που εκδόθηκαν κατά τις προβλέψεις του άρθρου 27 του ν. 3867/2010. Διότι, ενώ οι ρυθμίσεις του τελευταίου τούτου άρθρου (περί τακτοποιήσεως των οφειλών των νοσοκομείων προς τους προμηθευτές φαρμάκων και ιατροτεχνολογικού υλικού με τη χορήγηση κρατικών ομολόγων) απέβλεπαν, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, στην, ενόψει της «δυσκολίας επιβιώσεως πολλών εταιριών εξαιτίας των καθυστερήσεων», ικανοποίηση της ανάγκης «διασφαλίσεως του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας υγείας» και, ειδικότερα, της «συνεχίσεως παροχής ιατροφαρμακευτικής περιθάλψεως στα νοσοκομεία», η εξυπηρέτηση των εν λόγω δημοσίων, κατά το Σύνταγμα (άρθρο 21 παρ. 3), σκοπών παρακωλύεται λόγω του καίριου πλήγματος, το οποίο η επίμαχη τροποποίηση των ανωτέρω ομολόγων συνεπάγεται για την επιβίωση των, ζωτικών για την απρόσκοπτη λειτουργία των νοσοκομείων, επιχειρήσεων που εμπίπτουν στο άρθρο 27 του. 3867/2010.

 

19. Επειδή, προβάλλεται ότι η συμπερίληψη των, εκδοθέντων κατά το άρθρο 27 του ν. 23867/2010, ομολόγων των αιτουσών στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, συνεπαγόμενη αφενός μεν τη δυσμενή μεταχείριση των δικαιούχων των ομολόγων τούτων (προμηθευτών των δημοσίων νοσοκομείων) εν σχέσει προς τους λοιπούς πολίτες που συναλλάσσονται με το Ελληνικό Δημόσιο, αφετέρου δε την εξομοίωση αυτών με δικαιούχους άλλων ομολόγων, διαφορετικής προελεύσεως και με διαφορετικά χαρακτηριστικά, αντίκειται στην, κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αρχή της ισότητος, αλλά και στην, κατά την παρ. 5 του ιδίου άρθρου, αρχή της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών, αφού συνιστά επιλεκτική επίρριψη ιδιαιτέρων δημοσίων βαρών σε ορισμένα μέλη του κοινωνικού συνόλου, σε αντίθεση και με την, κατά το άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος, αξίωση του Κράτους, έναντι όλων των πολιτών, να εκπληρώνουν το χρέος της εθνικής και κοινωνικής αλληλεγγύης. Ειδικότερα, οι αιτούσες προβάλλουν τη διαφοροποίηση τους τόσο προς τους ιδιώτες ομολογιούχους επενδυτές, οι οποίοι, με ελεύθερη επιλογή τους, επένδυσαν τα διαθέσιμα κεφάλαια τους σε τίτλους εντόκων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, όσο και εν σχέσει προς τις Τράπεζες, οι οποίες αφενός μεν, ως πιστωτικά ιδρύματα, κερδοσκοπούν, ως εκ του προορισμού τους, πάνω στο χρήμα και στην πίστωση, αναλαμβάνοντας τους σχετικούς κινδύνους, αφετέρου δε είχαν εκ των προτέρων διασφαλίσει, μέσω διαπραγματεύσεων, ανταλλάγματα, όπως α) την επανακεφαλαιοποίησή τους με ποσό 48 δισεκατομμυρίων ευρώ (μόνο για το έτος 2013) από το ΕΤΧΣ, β) τη χορήγηση ομολόγων 35 δισεκατομμυρίων ευρώ από το Μηχανισμό Στήριξης της Ευρωζώνης στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τη δανειοδότηση αυτών με χαμηλό επιτόκιο 1% και γ) 500 δισεκατομμύρια ευρώ σε πόρους από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας.

 

20. Επειδή, όπως έχει παγίως κριθεί, η αρχή της ισότητας, η οποία  καθιερώνεται με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά το δικαστικό αυτόν έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή την κατ" εξουσιοδότηση θεσμοθετούσα Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με καθεμία από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από το προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες, με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (Σ.τ.Ε. Ολομ. 1286/2012, Ολομ. 2396/2004, Ολομ. 2180/2004, Ολομ. 1252 -1253/2003).

 

21. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2198/1994 που παρατέθηκαν στη σκέψη 10, από τη διάθεση άυλων τίτλων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου γεννάται πιστωτική σχέση με ενοχικά δικαιώματα μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει των υποκειμενικών στοιχείων κάθε πιστωτή και αναιτιώδη. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους από τους πιστωτές του, οι οποίοι αντλούν τα δικαιώματα τους από τίτλους που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2198 / 1994, με κριτήρια α) μια ιδιότητα άλλη σε σχέση με την αδιαφοροποίητη ιδιότητα του πιστωτή ή β) την υποκείμενη αιτία της πιστωτικής σχέσης. Αντιθέτως, μάλιστα, η αρχή της ισότητας, όπως κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη εφαρμόζεται ειδικότερα επί σχέσεων πλειόνων πιστωτών με τον ίδιο οφειλέτη (εκδότη τίτλων), γνωστή ως αρχή «pari passu», επιβάλλει την πορεία μέχρι την τελική λύση των σχέσεων «με ίσο βήμα» ("on equal footing"), ώστε σε περίπτωση αδυναμίας ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών κάθε πιστωτής να ικανοποιηθεί ανάλογα με το ύψος της απαίτησης του («pro rata»). Για την εξυπηρέτηση δε αυτού του σκοπού επιβάλλεται η δέσμευση των μη συναινούντων πιστωτών (binding effect), σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 17. Συνεπώς, ούτε ο ίδιος ο νομοθέτης ούτε το Υπουργικό Συμβούλιο υπεχρεούντο, βάσει της αρχής της ισότητας, να εξαιρέσουν από την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 τους τίτλους που διετέθησαν στους προμηθευτές φαρμάκων, υγειονομικού υλικού, χημικών αντιδραστηρίων και ορθοπεδικού υλικού, όπως οι αιτούσες, με κριτήριο την αιτία της διαθέσεως των τίτλων. Για τον χαρακτηρισμό, ως επιλέξιμων, των τίτλων των αιτουσών με την ΠΥΣ 5/24.2.2012 αρκούσε η θέληση του νομοθέτη να υπαχθούν στις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 οι τίτλοι που διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 (πλην εκείνων που ο ίδιος ο νομοθέτης εξαίρεσε με κριτήρια τον χρόνο της εκδόσεως και τη διάρκεια τους) και το γεγονός ότι οι τίτλοι που διετέθησαν στις αιτούσες διέπονται από τις διατάξεις του ν. 2198/1994. Οι δε ισχυρισμοί, οι οποίοι αναφέρονται στην αιτία της διαθέσεως των τίτλων, δεν είναι εξεταστέοι από το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο της παρούσης δίκης, αλλά από τα αρμόδια για την επιδίκαση χρηματικών απαιτήσεων δικαστήρια της ουσίας σε περίπτωση ασκήσεως σχετικού ενδίκου βοηθήματος με επίκληση της υποκείμενης αιτίας. Εξ άλλου, δεν αποτελούν διαφοροποιητικά στοιχεία, από την εξεταζόμενη άποψη της αδυναμίας του Ελληνικού Δημοσίου -υπό τις εξαιρετικά δυσμενείς οικονομικές συνθήκες που εκτέθηκαν - να ικανοποιήσει πλήρως το σύνολο των απαιτήσεων των πλειόνων πιστωτών του εκ τίτλων, οι ιδιότητες ορισμένων εξ αυτών ως εμπορικών τραπεζικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους, ειδικών διαπραγματευτών που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επαγγελματιών πελατών που διαθέτουν πείρα, γνώσεις και εξειδίκευση στις επενδύσεις κ.ο.κ., διότι επί τη βάσει των ως άνω ιδιοτήτων θεσπίζονται κανόνες δικαίου που προβλέπουν όρους για την άσκηση των δραστηριοτήτων των εν λόγω προσώπων και δεν αφορούν την κατάταξη των απαιτήσεων τους έναντι των οφειλετών τους (βλ. ν. 3606 / 2007, Α' 195, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2004 / 39 / ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων...», EE L 145, καθώς και τα αναφερόμενα στη σκέψη 10 περί των «Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς»). Ούτε έχει σημασία για την κρινόμενη υπόθεση το ζήτημα ποιους εκπροσωπούσαν το I.I.F. και η P.C.I.C. κατά τις διερευνήσεις για τις προθέσεις του ιδιωτικού τομέα που προηγήθηκαν της θέσπισης των διατάξεων του ν. 4050 / 2012 (βλ. ανωτέρω σκέψη 7), διότι οι εν λόγω διερευνήσεις ήσαν απολύτως άτυπες και δεν προέκυψε από αυτές δέσμευση για οποιονδήποτε. Τέλος, με την εκδοχή ότι προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος λόγω διεξαγωγής ενιαίας ψηφοφορίας προς υπολογισμό της απαιτούμενης για την αντικατάσταση των τίτλων απαρτίας και πλειοψηφίας κεφαλαίου [αντί χωριστής ψηφοφορίας για το κεφάλαιο κάθε έκδοσης τίτλων], ο λόγος είναι αβάσιμος, διότι η συνταγματική αυτή διάταξη δεν απέκλειε τη θέσπιση της σχετικής με την ψηφοφορία διάταξης του άρθρου πρώτου παρ. 4 του ν. 4050/2012 (βλ. τη διάταξη ανωτέρω στη σκέψη 8) και την εφαρμογή της από την Τράπεζα της Ελλάδος, ως διαχειριστή της διαδικασίας, σε περίπτωση μάλιστα μη υποβολής διαδικαστικής ένστασης από ενδιαφερομένους για χωριστή ψηφοφορία. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, ο λόγος ακυρώσεως που παρατίθεται στη σκέψη 19, καθ' ο μέρος αναφέρεται σε παράβαση του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος.

 

22. Επειδή, σχετικώς μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή και Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική έννομη τάξη είναι γνωστή και διακεκριμένη, διεπόμενη από ειδικές ρυθμίσεις, η κατηγορία των προσώπων που ασχολούνται κατ' επάγγελμα με επενδυτικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, τέτοιες ρυθμίσεις έχουν θεσπισθεί με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ...» (EE L 145), η οποία, κατά το προοίμιο της, «σκοπεί να καλύψει τις επιχειρήσεις των οποίων η συνήθης επαγγελματική απασχόληση είναι η παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση» (σκ. 7), ενώ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ άλλων, «τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα ατομικά περιουσιακά τους στοιχεία και οι επιχειρήσεις που δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες πλην των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, εκτός αν είναι ειδικοί διαπραγματευτές ...» (σκ. 8) και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (σκ. 15), ως σκοπός δε της Οδηγίας αυτής εξαγγέλλεται (σκ. 31) η προστασία των επενδυτών με μέτρα προσαρμοσμένα στις «ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι)». Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3606/2007 (Α' 195), ο οποίος στο άρθρο 1, προσδιόρισε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων ασχολουμένων κατ' επάγγελμα με επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες (π.χ. «Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», «ειδικούς διαπραγματευτές», «Επαγγελματίες πελάτες»), τις οποίες διέκρινε από την έννοια του «ιδιώτη πελάτη» (βλ. άρθρο 1 παρ. 8 «κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας...»), ενώ, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου αυτού, ως «επαγγελματίες πελάτες» για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί (όπως το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Κ.Τ.) και άλλοι θεσμικοί επενδυτές. Περαιτέρω, με το άρθρο 26 παρ. 1 ν. 2515/1997 (Α' 154), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2733/1999 (Α' 195) καθιερώθηκε και ο θεσμός των «Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς», ήτοι, σύμφωνα και με το άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού Λειτουργίας αυτών (2/91001/0023Α/29.12.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργού Οικονομικών και Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας - Β' 2241), των χρηματοδοτικών και πιστωτικών ιδρυμάτων ή επενδυτικών οίκων που επιλέγονται για να παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στην αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Εν προκειμένω, η επιχειρηθείσα με τις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 και, περαιτέρω, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, αναδιάταξη του δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (P.S.I.) αποτελεί υλοποίηση πολιτικών αποφάσεων κορυφαίων οργάνων (Συνόδων Κορυφής) της ευρωζώνης (της 21.7.2011, της 26.10.2011 και της 21.2.2012), από τις οποίες προκύπτει, όπως αναλυτικότερα εκτίθεται στη σκέψη 7, ότι η συμμετοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα διαβουλεύσεων και συμφωνίας της Ελληνικής Κυβερνήσεως με τους ιδιώτες επενδυτές (διό και χαρακτηρίζεται ως «εθελοντική»): όπως, χαρακτηριστικώς, ανέφερε, στην προαναφερθείσα ομιλία του στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011, ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Οικονομικών, υπήρξε «μια σκληρή διαπραγμάτευση, η οποία κατέληξε σε μια συμφωνία ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους θεσμικούς εταίρους και τον ιδιωτικό τομέα, όπως εκπροσωπείται από το I.I.F., και εγγράφως και ενυπογράφως το I.I.F. αποδέχτηκε το σχήμα που περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής.». Το επίμαχο, επομένως, εγχείρημα (P.S.I.) ήταν συμφωνημένο με συγκεκριμένους επαγγελματίες, προδήλως, υπό νομική έννοια, επενδυτές και, πάντως, όχι με τις αιτούσες, οι οποίες, μη έχουσες την ανωτέρω ιδιότητα του κατ' επάγγελμα επενδυτή, δεν εκπροσωπήθηκαν, κατά τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, από το ως άνω I.I.F. (στα μέλη του οποίου συγκαταλέγονται, σύμφωνα με το 2/26351/0023Α/11 3.2013 έγγραφο του Γ.Λ.Κ., οι μεγαλύτερες παγκοσμίως εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες, εταιρίες διαχείρισης επενδύσεων, κρατικά επενδυτικά ταμεία και διαχειριστές κεφαλαίων). Διαφοροποιούνται, ως εκ τούτου, ουσιωδώς, ως προς το επίμαχο εγχείρημα, για λόγους νομικούς και πραγματικούς, οι αιτούσες από τους κατ' επάγγελμα επενδυτές εν γένει και, ειδικότερα, από εκείνους εξ αυτών οι οποίοι είχαν εξ αρχής συμφωνήσει να συμμετάσχουν στην επιχείρηση αναδιάταξης του ελληνικού δημοσίου χρέους, πολύ δε περισσότερο που τα επίμαχα ομόλογα, για τις αιτούσες, δεν απετέλεσαν καν επενδυτική επιλογή ούτε χορηγήθηκαν σ' αυτές ως τίτλοι δανεισμού (credendi causa), αλλά ως τίτλοι εξοφλήσεως υποχρεώσεων, τις οποίες αναδέχθηκε, κατ' άρθρο 27 του ν. 3867/2010, το Ελληνικό Δημόσιο (solvendi causa), κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 11. Συνεπώς, υπό την εκδοχή ότι το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 - μη διακρίνοντας, κατά το γράμμα του, ως προς τους δικαιούχους των τίτλων στους οποίους αναφέρεται η παρ. 1 εδ. α' - συμπεριέλαβε στην επιχείρηση αναδιάταξης του δημοσίου χρέους, με τη διαδικασία που το άρθρο αυτό καθιερώνει, και δικαιούχους τίτλων, οι οποίοι (όπως οι αιτούσες) δεν είναι καν επενδυτές (ή, πάντως, «επαγγελματίες επενδυτές»), κυρίως δε, δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική ως άνω συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο, η, παρά την ανωτέρω ουσιώδη ως προς το επίμαχο εγχείρημα διαφοροποίηση των τελευταίων τούτων δικαιούχων, συμπερίληψη τους στις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου και, περαιτέρω, η συμπερίληψη των ομολόγων τους, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, στα «επιλέξιμα» ομόλογα που τροποποιήθηκαν, αντίκεινται στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος. Όπως, άλλωστε, εκτίθεται και κατωτέρω στη σκέψη 28, η ιδιαιτερότητα των επίμαχων ομολόγων με το χαρακτηρισμό ως «ομολόγων ειδικού σκοπού», είχε αναγνωρισθεί από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (με τα από 22.2.2012 και 24.2.2012 έγγραφα τους αντιστοίχως) και από τον Αντιπρόεδρο της | Κυβερνήσεως (στην από 24.2.2012 εισήγηση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο), η ανάγκη δε εξαιρέσεως τους από τη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων του ν. 4050/2012 είχε επισημανθεί και κατά την ψήφιση του νόμου τούτου στη Βουλή (βλ. Πρακτικά Βουλής σελ. 5908, | 5917 και 5918, Π. Παυλόπουλος, Α. Μακρυπίδης, Χ. Σταϊκούρας, αντιστοίχως). Η ανισότητα αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι οι τράπεζες, τα ομόλογα των οποίων υπήχθησαν στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, περιόρισαν σημαντικά τις ζημίες τους από τη συμμετοχή τους στην διαδικασία αυτή, μέσω της ήδη προβλεφθείσης «ανακεφαλαιοποιήσεως» (με την καταρτισθείσα, την 1.3.2012, μεταξύ j Ε.Τ.Χ.Σ,, Ελληνικού Δημοσίου και Τράπεζας της Ελλάδος σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι 23.000.000.000 Ευρώ) και της εκπτώσεως των ανωτέρω ζημιών τους από τα ακαθάριστα έσοδα τους στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος (άρθρο 3 παρ. 5 και 6 ν. 4046/2012), ανεξαρτήτως του λόγου που, κατά το Ελληνικό Δημόσιο, υπαγόρευσε τις j ως άνω ρυθμίσεις. Τέλος, το γεγονός ότι η σχέση εκ των ομολόγων, ως ανώνυμων, άυλων τίτλων, παρακολουθούμενων από το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (κατά τα άρθρα 5 επ. του ν. 2198/1994), είναι, στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, αναιτιώδης, δεν ασκεί καμία επιρροή, από την άποψη της αρχής της ισότητος στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου (στο χώρο του οποίου ανήκει η επίμαχη επέμβαση), και δεν είναι ικανό να δικαιολογήσει την μη διαφοροποίηση των αιτουσών ως προς την, κατ' ενάσκηση δημοσίας εξουσίας, τροποποίηση των τίτλων του, εφόσον η ανισότητα, εν προκειμένω, έγκειται τόσο στην μη διάκριση μεταξύ των τίτλων, όσο και στην μη διάκριση μεταξύ κατηγοριών προσώπων (δικαιούχων των τίτλων), οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους με τα προεκτεθέντα νομικά, ήτοι γενικά και αντικειμενικά, κριτήρια, που τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως, την αναδιάταξη δηλαδή του δημοσίου χρέους, η οποία είχε αποφασισθεί (στις Συνόδους Κορυφής της Ευρωζώνης) ως προϊόν συμφωνίας με συγκεκριμένους κατ' επάγγελμα επενδυτές. Εφόσον δε, με την επίμαχη κυριαρχική επέμβαση του Δημοσίου στα ομόλογα των αιτουσών η σχέση μεταξύ αυτών και του Δημοσίου καθίσταται πλέον σχέση δημοσίου δικαίου (βλ. σκ. 12), δεν ασκούν επιρροή, εν προκειμένω, και άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να ανακύψουν στο πλαίσιο της (αρχικής) ενοχικής σχέσεως μεταξύ του εκδότη και των κατόχων ομολόγων, όπως π.χ. το ζήτημα της εφαρμογής της, μνημονευομένης από την πλειοψηφία, αρχής «pari passu» (η οποία φέρεται ως διέπουσα, κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, τις σχέσεις πλειόνων πιστωτών με τον αυτόν οφειλέτη), αρχής η οποία πάντως είναι άγνωστη στον κατ' εξοχήν συναφή τομέα του ιδιωτικού δικαίου, ήτοι στο πτωχευτικό δίκαιο, το οποίο προβλέπει κατηγορίες προνομιούχων πιστωτών. Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος, εξεταζόμενος και αυτεπαγγέλτως, είναι, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, βάσιμος, ανεξαρτήτως των επί μέρους προβαλλόμενων ισχυρισμών, και θα έπρεπε να γίνει δεκτός.

 

23. Επειδή, τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας απρόβλεπτης συγκυρίας, εξαιρετικά δυσμενούς για την εθνική οικονομία και παρατεταμένης, δεν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με το άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να επιρρίπτονται αδιαφοροποίητα στο κοινωνικό σύνολο και, μάλιστα, στους πολίτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεων τους (ΣτΕ 668, 1283 - 6/2012). Το κοινωνικό σύνολο έχει επιβαρυνθεί με σειρά νομοθετικών μέτρων περί επιβολής νέων φόρων και εισφορών, με αύξηση της ήδη υπάρχουσας φορολογίας {εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, κατανάλωσης και λοιπής) και με σοβαρές περικοπές των αποδοχών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και των συντάξεων [βλ. ν. 3833 / 2010 (Α' 40), ν. 3845 / 2010 (Α' 65), ν. 3986 / 2011 (Α' 152), ν. 4021 / 2011 (Α' 218), ν. 4024 / 2011 (Α' 226)], με άλλα δε νομοθετικά μέτρα, τα οττοία έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της οικονομικής συγκυρίας μέσω και της αναδιάρθρωσης της εθνικής οικονομίας, έχουν θιγεί και οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα ΪΠ.Υ.Σ. 6/2012, Α' 38]. Εν προκειμένω, ο περιορισμός των απαιτήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 έθιξε τους φορείς δικαιωμάτων από έννομες σχέσεις παροχής οικονομικής πίστης στο Ελληνικό Δημόσιο, των οποίων (δικαιωμάτων) η απόλαυση δεν ήταν απαλλαγμένη κινδύνων, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα. Η ρύθμιση αυτών των εννόμων σχέσεων με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 και της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, ήτοι με περιορισμό, κατόπιν σχετικής διαπραγμάτευσης, των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι του Ελληνικού Δημοσίου και με σύμμετρη ικανοποίηση κάθε πιστωτή «pro rata», ανάλογα με το ύψος του κεφαλαίου του που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος προς τον Ιδιωτικό Τομέα, εντάσσεται στο πλαίσιο των ανωτέρω ευρύτερων, επιβαρυντικών για το κοινωνικό σύνολο, νομοθετικών παρεμβάσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της δεδομένης εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας και δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που παρατίθεται στη σκέψη 19 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και καθ' ό μέρος αναφέρεται σε παράβαση της αρχής της ισότητας στα δημόσια βάρη (με επίκληση των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος).

 

24. Επειδή, ως προς την προβαλλόμενη παραβίαση του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή και Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Υπό την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 668, 1283-6/2012), βασίμως προβάλλεται, εν προκειμένω, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 προσκρούουν στην καθιερούμενη με την πρώτη από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Και τούτο διότι, κατά την εν λόγω συνταγματική αρχή, για την αντιμετώπιση οικονομικών προβλημάτων, το Κράτος δεν μπορεί να επιβάλλει οικονομικά βάρη σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων χωρίς αντιστάθμισμα έναντι της επιβαλλομένης ειδικώς σ' αυτήν, χάριν του γενικού συμφέροντος, επιβαρύνσεως, εν προκειμένω δε, οι δικαιούχοι κρατικών ομολόγων και, ειδικότερα, οι αιτούσες, υφίστανται τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες της εφαρμογής των ρυθμίσεων τούτων: α) χωρίς να προκύπτει από κανένα προπαρασκευαστικό στοιχείο του ν. 4050/2012 ότι τα πρόσωπα που ανήκουν στην ως άνω κατηγορία (δικαιούχοι κρατικών ομολόγων) δεν έχουν επιβαρυνθεί οικονομικώς ως φορολογούμενοι, ως συνταξιούχοι ή μισθωτοί του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα ή υφ' οιανδήποτε άλλην ιδιότητα, από τα ποικίλα νομοθετικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της Χώρας (ν. 3833/2010, ν. 3845/2010, ν. 3986/2011, ν. 4021/2011, ν. 4024/2011, ν. 4093/2012- Α' 222, ΠΥΣ 6/12 κ.ά.) και β) χωρίς να προβλέπεται οποιοδήποτε αντιστάθμισμα έναντι της επιβαρύνσεως, η οποία επιβάλλεται ειδικώς στην ανωτέρω κατηγορία προσώπων, με τις εν λόγω ρυθμίσεις, χάριν του γενικού συμφέροντος. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο λόγος περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών, δεν αναιρείται δε η παραβίαση της αρχής αυτής από την επίκληση των «κινδύνων» που περιέχονται για τον δικαιούχο στην έννομη σχέση εκ του ομολόγου, διότι το στοιχείο του «κινδύνου» στη σχέση αυτή έγκειται στην διακύμανση της αγοραίας αξίας του ομολόγου μέχρι την λήξη του, όχι όμως -προκειμένου ιδίως περί κρατικών ομολόγων, εν όψει της φερεγγυότητος του Ελληνικού Δημοσίου ως εκδότη ομολόγων (ΑΠ 1812/2007)- στην εξόφληση της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά την λήξη του, η οποία (εξόφληση της ονομαστικής αξίας κατά τη λήξη) αποτελεί και το θεμελιώδες περιεχόμενο της σχέσεως εκ του ομολόγου.

 

25. Επειδή, προβάλλεται ότι η συμπερίληψη των ομολόγων των αιτουσών στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, συνεπαγόμενη την, με μονομερή ενέργεια του Δημοσίου, σοβαρότατη απομείωση της αξίας τους και επιμήκυνση κατά 30 έτη της λήξεως αυτών, αποτελεί παραβίαση των άρθρων 17 του Συντάγματος, 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (ΠΠΠ) της ΕΣΔΑ και 17 παρ. 1 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

26. Επειδή, οι διατάξεις του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος μετά την έναρξη της ισχύος της κυρωθείσης με τον ν. 3671 / 2008 (Α' 129) Συνθήκης της Λισαβόνας έχει το ίδιο νομικό κύρος με τις Συνθήκες EE, δεσμεύουν μεν τα κράτη - μέλη μόνον όμως όταν ενεργούν εντός του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (ΣτΕ 1285 / 2012, Ολ.). Όμως, με τις προσβαλλόμενες πράξεις δεν εφαρμόσθηκαν διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωτογενούς ή παράγωγου (βλ. κατωτέρω σκέψη 31). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως, καθ' ο μέρος αναφέρεται σε παράβαση του άρθρου 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρέπει να απορριφθεί, διότι βασίζεται στην εσφαλμένο αντίθετη νομική εκδοχή. Εξ άλλου, τα ομόλογα και οι λοιποί τίτλοι, ενσώματοι ή άυλοι, δεν έχουν στις συναλλαγές περιουσιακή αξία ως πράγματα καθ' εαυτά. Λόγω, όμως, της περιουσιακής σημασίας των ενοχικών δικαιωμάτων, τα οποία κατά την οικεία νομοθεσία είναι συνδεδεμένα με κτήση τίτλων και συνίστανται σε χρηματικές απαιτήσεις οι οποίες, όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες, γεννούν αξίωση που μπορεί να ικανοποιηθεί και δικαστικώς (ΑΠ 541/2011), ο ιδιοκτήτης τίτλων απολαύει συνταγματικής προστασίας, κατά το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος («η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους»), εν όψει και του άρθρου 5 παρ. 1 αυτού. Η ακύρωση τίτλων, ωστόσο, δεν είναι απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, ώστε να εξαρτάται η νομιμότητα της στέρησης της ιδιοκτησίας από την καταβολή προηγουμένης, δικαστικώς προσδιοριζομένης, πλήρους αποζημιώσεως. Διότι η παρ. 2 αφορά μόνο σε εμπράγματα δικαιώματα, όπως συνάγεται από τη διατύπωση αυτής (η οποία αναφέρεται και σε παραχώρηση δικαιωμάτων «επί άλλου ακινήτου») αλλά και επομένων παραγράφων του ιδίου άρθρου (βλ. αναφορά στην «κατάληψη» του απαλλοτριουμένου, κατά την παρ. 4 ή στην απώλεια προσόδων του απαλλοτριουμένου «ακινήτου» κατά την παρ. 5). Εξ άλλου, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1,17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως ενοχικών δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Εν όψει, επομένως, των ανωτέρω είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως, κατά το μέρος που αναφέρεται στο άρθρο 17 του Συντάγματος. Κατά την ειδικότερη γνώμη της Συμβούλου Ο. Ζύγουρα, πέραν τούτων, ο ως άνω λόγος, καθ' ο μέρος αφορά στο άρθρο 17 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος και διότι το άρθρο αυτό (όπως και το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ) δεν κατοχυρώνει δικαιώματα προσδοκίας- εν προκειμένω δε ενεστώσα ήταν εν πάση περιπτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, η αξίωση των επενδυτών μόνον επί την τρέχουσα αγοραία αξία των τίτλων τους. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Συμβούλου Φ. Ντζίμα, ο ανωτέρω προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως, κατά το αυτό μέρος, πρέπει να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι το άρθρο 17 του Συντάγματος παρέχει προστασία μόνο στα εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή σε εκείνα που παρέχουν άμεση και απόλυτη εξουσία σε ενσώματα πράγματα κινητά ή ακίνητα, σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς του κοινού νομοθέτη, όχι όμως και στα ενοχικά δικαιώματα (ΣτΕ 2705/1991 κ.α.). Σχετικώς μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την εξής γνώμη: Η έννοια της κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος προστατευόμενης ιδιοκτησίας έχει τα συτά όρια και το αυτό περιεχόμενο, τα οποία προκύπτουν, με συστηματική ερμηνεία, και από άλλες διατάξεις του Συντάγματος (βλ. άρθρα 18 παρ. 5, 8 και 106 παρ. 3-5) καθώς και από το σύνολο των κανόνων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, που είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Στην έννοια δε της κατά το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 προστατευόμενης ιδιοκτησίας, σύμφωνα και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, Ι πρέπει να νοηθεί ότι περιλαμβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις που δύνανται να ικανοποιηθούν και δικαστικώς, όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες (βλ. ΑΠ 541/2011, 478/2006, 1780/2005). Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζοντας ότι «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια...» υπονοεί αυτονόητα ως «ιδιοκτησία» εκείνη που έχει αναφέρει στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, με τα αυτά όρια και το αυτό περιεχόμενο. Απλώς, στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 ορίζονται οι προϋποθέσεις στερήσεως της ιδιοκτησίας (δημόσια ωφέλεια, νομοθετική πρόβλεψη, αποζημίωση, δικαστικός προσδιορισμός) και η διαδικασία. Ενόψει αυτών, οι ιδιοκτήτες τίτλων ομολόγων τυγχάνουν προστασίας και με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος. Έτσι, σε περίπτωση στερήσεως των απαιτήσεων που απορρέουν από τους τίτλους αυτούς απαιτείται η προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, δικαστικώς προσδιοριζόμενης. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον, εν προκειμένω, δεν προηγήθηκε καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, δικαστικώς προσδιορισθείσης, είναι, κατά τη γνώμη αυτή, βάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως και θα έπρεπε να γίνει δεκτός.

 

27. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1,17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως ενοχικών δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, το οττοίο κυρώθηκε με το ν.δ. 53 / 1974 (Α' 256), ορίζει ότι η περιουσία κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου είναι σεβαστή. Όμως, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, μείωση της περιουσίας είναι επιτρεπτή, κατά τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαιτέρως δε υπό εξαιρετικές περιστάσεις που επιβάλλουν τη λήψη γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την εκτίμηση των κρατικών αρχών, οι οποίες είναι και οι κατ' αρχήν αρμόδιες να εκτιμήσουν, σε κάθε περίσταση, σε τι συνίσταται το δημόσιο συμφέρον και ποια είναι τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την εξυπηρέτηση του, έχοντας ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, η μείωση της περιουσίας των αιτουσών (ως αναιτιώδους ενοχικού δικαιώματος εκ τίτλων και ασυνδέτως με τυχόν απαιτήσεις τους εκ της αιτίας της διαθέσεως των τίτλων, βλ. ανωτέρω σκέψεις 17 και 21) προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4050 / 2012, οι οποίες συνιστούν εθνική νομοθεσία λήψης γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος συνισταμένου στη διάσωση της εθνικής οικονομίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση. Τέλος, όπως παγίως γίνεται δεκτό καθ' ερμηνεία του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, δεν αντίκειται σε γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου η μείωση της περιουσίας, η οποία τηρεί την αρχή της δίκαιης ισορροπίας ("fair balance") μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το σύνολο και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου [βλ. ΕΔΔΑ James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 21.2.1986 που ακολουθείται παγίως, ιδιαιτέρως δε ΕΔΔΑ Olczak κατά Πολωνίας, απόφαση της 7.11.2002 και Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 10.7.2012]. Εν προκειμένω, μετά την ακύρωση των τίτλων και τη χορήγηση νέων, για την αντικατάσταση των ακυρωθέντων κατά τα εκτεθέντα, προέκυψε για τις αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων κρατικών οργάνων και, ως εκ τούτου, αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του εκδότη των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, δεν συνιστά «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών», που θα δικαιολογούσε, κατά το άρθρο 388 του Α.Κ., την μη εκπλήρωση ] των υποχρεώσεων του τελευταίου)- κρίσιμο μέγεθος για την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους δεν αποτελεί το ύψος του δημοσίου χρέους μιας χώρας, καθ' εαυτό, ως απόλυτο δηλαδή μέγεθος, αλλά, κατά το άρθρο 126 της Σ.Λ.Ε.Ε., η αναλογία αυτού προς το Α.Ε.Π. (στη βελτίωση της οποίας εν προκειμένω αναφέρεται και η δήλωση της Συνόδου κορυφής του Eurogroup της 26.10.2011), όπως επίσης και άλλα ποιοτικά στοιχεία, όπως λ.χ. ο χρόνος εξοφλήσεως των επιμέρους απαιτήσεων που συγκροτούν το δημόσιο χρέος, και συνεπώς η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, χάριν της οποίας επιχειρείται η αναδιάταξη αυτού με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, συναρτάται αναγκαίως με την (αυξητική ή έστω ολιγότερο πτωτική) πορεία του Α.Ε.Π. - ζήτημα, όμως, για το οποίο δεν παρέχεται κανένα στοιχείο από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου- καθώς επίσης και με την προθεσμία εξοφλήσεως των τροποποιουμένων ομολόγων, η οποία, όμως, ως προς σημαντικό ποσοστό (το 1/3 περίπου) του ανεξόφλητου κεφαλαίου αυτών (57 δις περίπου) λήγει πολλά έτη μετά το επίμαχο εγχείρημα, μεταξύ των ετών 2020 - 2042 (βλ. το παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012). Εξ άλλου, ολίγους μήνες μετά την δυνάμει του ν. 4050/2012 τροποποίηση τίτλων, το ύψος του δημοσίου χρέους αυξήθηκε εκ νέου κατά 109,1 δις ευρώ συνεπεία της παρασχεθείσης νέας δανειακής διευκολύνσεως προς την Ελλάδα και, σύμφωνα με τους οικείους πίνακες της Eurostat, ανήλθε σε ποσοστό 149,2 % του Α.Ε.Π. (δεύτερο τρίμηνο 2012), 151,9% (τρίτο τρίμηνο 2012) και 156,9 % (τέταρτο τρίμηνο 2012), ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2013 ανήλθε σε ποσοστό 160,3 % του Α.Ε.Π. με τάση περαιτέρω επιδείνωσης. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν ότι η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου, ως στοιχείο της σοβαρής οικονομικής αιτούσες δυσμενής περιουσιακή μεταβολή, ως συνέπεια α) της μείωσης της ονομαστικής αξίας του ανεξόφλητου κεφαλαίου κατά 53,5 % και β) της μεταβολής του χρόνου λήξεως για το υπόλοιπο 46,5 % του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Η μεταβολή του χρόνου λήξεως ήταν βλαπτική σε σημαντικό βαθμό, προεχόντως, διότι οι νέοι τίτλοι εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με ονομαστική αξία κεφαλαίου ίση προς το 31,5 % του αρχικού, λήγουν τα έτη 2023 έως και 2042. Η απόδοση των νέων τίτλων σε περίπτωση ρευστοποίησης θα έπρεπε να εξετασθεί βάσει του χρόνου λήξεως των αντικατασταθέντων τίτλων (22.12.2012 και 22.12.2013), διότι προ του ως άνω χρόνου οι αιτούσες δεν είχαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2198 / 1994, αξίωση για την καταβολή κεφαλαίου. Εν πάση περιπτώσει, όπως αναφέρεται στο έγγραφο 2/2232/0023/12.3.2013 των απόψεων του Ελληνικού Δημοσίου, από τα στοιχεία της ΗΔΑΤ και του διεθνούς δικτύου Bloomberg προκύπτει μέση αγοραία αξία του συνόλου των νέων τίτλων ανερχόμενη σε ποσοστό της ονομαστικής αξίας των παλαιών τίτλων ; α) 23, 085 % στις 12.3.2012 και β) 29,246 % στις 8.2.2013. Βάσει των ως άνω στοιχείων το Δικαστήριο εκτιμά ότι η αγοραία αξία των νέων τίτλων των αιτουσών, αν και υπολείπεται της ονομαστικής αξίας τους, έχει τάση σαφώς ανοδική, καθώς και ότι εάν οι αιτούσες, παρά την ανοδική αυτή τάση, αποφάσιζαν να ρευστοποιήσουν τους νέους τίτλους στις 8.2.2013, θα απεκόμιζαν το 29,246% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων. Εν κατακλείδι, η ακύρωση των τίτλων των αιτουσών και η αντικατάσταση τους με τους νέους τίτλους, εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΤΧΣ, συνεπάγεται ουσιαστικώς απώλεια κεφαλαίου κατά [100 - 46,5 =] 53,5 % ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, λόγω της μεταβολής του χρόνου λήξεως που προβλεπόταν στους ακυρωθέντες τίτλους. Αυτή η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή, αλλά δεν προκύπτει ότι ήταν απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη, ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα άρθρα 17 παρ. 1, 25 παρ.1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι υπό τις δεδομένες, όλως εξαιρετικές περιστάσεις που επέβαλαν τη θέσπιση των διατάξεων του ν. 4050 / 2012 , όπως αυτές εκτιμήθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και από τον Ιδιωτικό Τομέα με ευρύτατη πλειοψηφία, | ήτοι με ψήφους 152.042.932.772,40 επί συνόλου 177.218.697.615,45 ί ανάλογα με τη συμμετοχή στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του δημοσίου χρέους, j ο περιορισμός των δικαιωμάτων του Ιδιωτικού Τομέα επί του δημοσίου χρέους κατά 53,5 % ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου συνταγματικότητας της ρύθμισης από την εξεταζόμενη άποψη, δεν εμφανίζεται ως μέτρο που υπερβαίνει το αναγκαίο όριο ή / και ως απρόσφορο για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους χάριν της διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και, βεβαίως, θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων, τα οποία έχουν τις σχετικές με το δημόσιο χρέος αξιώσεις [βλ. και ανωτέρω αναφερόμενες, ΕΔΔΑ Olzcak κατά Πολωνίας, Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σε σχέση με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ]. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αναφέρεται στη σκέψη 25 πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολο του, ως αβάσιμος.

 

28. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ε. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Ε. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Από το άρθρο 1 του ΠΠΠ συνάγεται ότι για να είναι συμβατή με το άρθρο αυτό μία επέμβαση στην περιουσία του προσώπου με οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να αποβλέπει στην ικανοποίηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, να προβλέπεται στο νόμο και να τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τον ανωτέρω σκοπό, δηλαδή να μην κλονίζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του περιουσιακού δικαιώματος. Ειδικότερα, η αφαίρεση περιουσίας χωρίς την πληρωμή ενός ποσού που να έχει εύλογη σχέση με την αξία της περιουσίας αυτής συνιστά, συνήθως, δυσανάλογη επέμβαση, η ολική δε απουσία αποζημιώσεως, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη μόνο σε εξαιρετικές I περιπτώσεις (ΕΔΔΑ Ιερές Μονές κατά Ελλάδος 2.12.1994, σκ. 71), για τη συνδρομή των οποίων οφείλει η πολιτεία να παρέχει πειστικές εξηγήσεις (ΕΔΔΑ τέως Βασιλέας της Ελλάδος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 23.11.2000, σκέψη 98). [Ως εξαιρετικές δε περιπτώσεις που δικαιολογούν την μη καταβολή αποζημιώσεως, δεν έχουν, πάντως, θεωρηθεί «η ταραχώδης μετάβαση από την κρατικά ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς, η περαιτέρω οικονομική κρίση, η μεγάλη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, οι δημοσιονομικές προτεραιότητες για επείγοντα κοινωνικά ζητήματα» (βλ. ΕΔΔΑ Malysh κατά Ρωσίας 11.2.2010, σκ. 80 και 83, Lobanov I κατά Ρωσίας 2.12.2010, σκ. 50 και 51, προκειμένου περί αναβολής εξοφλήσεως ομολόγων που δεν χαρακτηρίσθηκε ως στέρηση περιουσίας) ή η τραπεζική κρίση με πτωχεύσεις κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών, η οικονομική αστάθεια και ο υψηλός πληθωρισμός (βλ. ΕΔΔΑ Capital Bank κατά Βουλγαρίας 24.11.2005, σκ. 45 και 136, προκειμένου περί στερήσεως περιουσίας)]. Η καταβολή, άλλωστε, αποζημιώσεως απαιτείται, κατά το άρθρο 1 του ως άνω ΠΠΠ, σε περίπτωση στερήσεως ενοχικών δικαιωμάτων (βλ. Ολ.ΑΠ 33/2002) και μάλιστα, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το κράτος, κατ' ενάσκησιν δημόσιας εξουσίας, τροποποιεί ή ακυρώνει συμβάσεις που έχει συνάψει με ιδιώτες, τούτο δε, προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός μεν η επιβολή των υπέρτερων συμφερόντων του κράτους επί των συμβατικών του υποχρεώσεων, αφετέρου δε η ανάγκη διαφυλάξεως μιας δίκαιης ισορροπίας στη συμβατική σχέση (ΕΔΔΑ Στραν - Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1994, σκ. 72). Εν προκειμένω, το οικονομικό αποτέλεσμα για τις αιτούσες της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, την οποία συγκροτούν οι προσβαλλόμενες πράξεις (αυτοδίκαιη ακύρωση παλαιών τίτλων και αντικατάσταση τους με νέους τίτλους), συνίσταται, εν όψει της διαφοράς των νέων τίτλων σε σχέση με τους παλαιούς, κυρίως ως προς την ονομαστική αξία και τη διάρκεια τους, σε ζημία η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 78,5% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων (αφού, όπως αναφέρεται στο έγγραφο 2/2232/0023/8.2.2013 των απόψεων του Ελληνικού Δημοσίου προς το Δικαστήριο, το οποίο παραπέμπει σχετικώς στην από 5.4.2012 απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής της 1SDA, η αξία του συνόλου των νέων τίτλων που δόθηκαν μετά την ανταλλαγή προσδιορίσθηκε μέσω δημοπρασίας στο 21,5 % της αρχικής ονομαστικής αξίας των παλαιών). Η ζημία αυτή που επήλθε, μέσω ενεργειών του Ελληνικού Κράτους, χωρίς συναίνεση των αιτουσών (βλ. σκέψη 18 υπό στ. Α) στις ενοχικές απαιτήσεις τους, οι οποίες απέρρεαν από τα κρατικά ομόλογα που κατείχαν, συνιστά επέμβαση στην περιουσία τους, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Ως προς τη συμφωνία της επεμβάσεως αυτής προς την ανωτέρω διάταξη, παρατηρούνται τα εξής: Α) Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, εν όψει των σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων που περιγράφονται σ' αυτήν, ο νομοθέτης έκρινε επιβεβλημένη, την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο, η διασφάλιση δε της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους συνιστά πράγματι δημόσιο σκοπό. Χάριν του ως άνω δημοσίου σκοπού, επεχείρησε ο ν. 4050/2012 την εν λόγω αναδιάταξη του δημοσίου χρέους μέσω των ουσιαστικών και διαδικαστικών ρυθμίσεων που εθέσπισε. Όπως, όμως, έχει αναλυτικότερα εκτεθεί στην σκέψη 18 (σχετικά με το άρθρο 5 του Συντάγματος), λόγω της ελλείψεως οποιασδήποτε αναφοράς ή εκτιμήσεως, από το Δημόσιο, στοιχείων ως προς το Α.Ε.Π. και ως προς άλλες κρίσιμες για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους παραμέτρους, καθώς και λόγω των επακολουθησάντων κατά πρόβλεψη του ήδη εκδοθέντος ν. 4046/2012 δανεισμών, ύψους 109.100.000.000 Ευρώ, αλλά και της εν συνεχεία επιδεινώσεως της σχέσεως του δημοσίου χρέους προς το Α.Ε.Π., δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις μπορούσε να επιτευχθεί ο ανωτέρω δημόσιος σκοπός (η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους), ενώ είναι πρόδηλο ότι με την εφαρμογή των ρυθμίσεων τούτων πλήσσονται άλλοι σοβαρότατοι δημόσιοι σκοποί (π.χ. η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου, η δημόσια υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, ή άλλοι θαλπόμενοι από θιγόμενα δημόσια νομικά πρόσωπα δημόσιοι σκοποί). Ειδικώς δε, η -αποτελούσα και το αντικείμενο της συγκεκριμένης διαφοράς- συμπερίληψη, μεταξύ των τροποποιηθέντων τίτλων, και των ομολόγων εκείνων, των οποίων οι δικαιούχοι (όπως οι αιτούσες) δεν συνήνεσαν στην τροποποίηση τους με τους κανόνες συλλογικής δράσεως του ν. 4050/2012, παραβλάπτει, κατ' εξοχήν, το δημόσιο συμφέρον, αφού η πιστοληπτική ικανότητα της Χώρας πλήσσεται -και πράγματι επλήγη, κατά τα ανωτέρω- ακριβώς λόγω της συμπεριλήψεως αυτής (της επιβολής, δηλαδή, στους ως άνω δικαιούχους, μέσω των εν λόγω κανόνων, βλαπτικών για τις απαιτήσεις τους αποφάσεων άλλων δανειστών). Δεν συντρέχει, συνεπώς, το, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, στοιχείο της δημοσίας ωφελείας για την επίμαχη επέμβαση στην περιουσία των αιτουσών. Β) Η επίμαχη επέμβαση στα ομόλογα των αιτουσών προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι διατάξεις όμως αυτές στερούνται του στοιχείου της προβλεψιμότητος, το οποίο απαιτείται προκειμένου να παρέχεται στο υποκείμενο του δικαιώματος η δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του, σύμφωνα με όσα, αναλυτικότερα, εκτίθενται στη σκέψη 18 υπό στοιχείο Γ. Γ) Η επίμαχη επέμβαση στην περιουσία των αιτουσών αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος. Ειδικότερα, όπως έχει εκτεθεί, από την επιχειρηθείσα, κατ' εφαρμογήν των ρυθμίσεων του ν. 4050/2012, αναδιάταξη του δημοσίου χρέους επήλθε στις αιτούσες συνολικά πραγματική ζημία ανερχομένη σε ποσοστό 78,5% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων. Ως προς την περιουσιακή αυτή ζημία των αιτουσών δεν συντρέχει το στοιχείο της αναλογικότητος εν σχέσει προς τον ως άνω εξαγγελθέντα δημόσιο σκοπό (διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους). Και τούτο διότι: α) δεν μπορεί να ελεγχθεί η αναλογικότητα της επίμαχης επεμβάσεως στο εν λόγω δικαίωμα των αιτουσών, εφόσον ο νομοθέτης με την αναφορά στους «επιλέξιμους τίτλους» (παρ. 1 β') παρέλειψε, παρά την σχετική συνταγματική υποχρέωση του (ΣτΕ 3037/2008 Ολομ., 1909-10/2001 Ολομ.), να προσδιορίσει σαφή και αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των τίτλων που θα τροποποιηθούν ώστε να δύναται να ελεγχθεί δικαστικώς αν αυτά εφαρμόσθηκαν από τη Διοίκηση (ούτε, πάντως, προκύπτει από τις προσβαλλόμενες πράξεις ή τα στοιχεία του φακέλου η χρήση γενικών, αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων επιλογής) [ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα συντάχθηκε με την μειοψηφία, κατά τη διάσκεψη της 3.6.2013, και ο Σύμβουλος Β. Αραβαντινός]· την αποφυγή, μάλιστα, του δικαστικού ελέγχου ως προς το ζήτημα, ακριβώς, αυτό επεδίωξε ο νομοθέτης με τον χαρακτηρισμό, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, της επιλογής αυτής ως «κυβερνητικής πράξεως που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας», πλην, αβασίμως, όπως εκτίθεται στη σκέψη 13. β) Όπως έχει εκτεθεί, το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε συμφωνία με συγκεκριμένους επαγγελματίες επενδυτές για την εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων και τους γενικούς όρους αυτής («κούρεμα» ποσοστού 53,5% της ονομαστικής αξίας αυτών, κατά τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής Eurogroup της 21.2.2012), η συμφωνία δε αυτή, ως μορφή αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους χάριν της βιωσιμότητος αυτού, είχε «επικυρωθεί» με τις προμνησθείσες πολιτικές αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής Eurogroup (21.7.2011, 26.10.2011, 21.2.2012). Όμως, με τις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 ή, πάντως, λόγω μη προσδιορισμού στον ίδιο το νόμο των ομολόγων που θα υφίσταντο την ανωτέρω τροποποίηση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις υπερακοντίσθηκαν η συμφωνία αυτή και η αναληφθείσα με τις ττρομνησθείσες αποφάσεις πολιτική δέσμευση, επιχειρήθηκε δε η τροποποίηση μεγαλύτερου ποσού ανεξόφλητου κεφαλαίου του δημοσίου χρέους με τη συμπερίληψη στο εγχείρημα και τίτλων που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία, όπως οι αιτούσες, δεν είχαν εξ αρχής συμφωνήσει σ' αυτό (σε συνδυασμό με την εφαρμογή κανόνων συλλογικής δράσεως, ώστε, με δεδομένη την συναίνεση των επαγγελματιών επενδυτών που είχαν εξ αρχής συμφωνήσει ως προς την τροποποίηση - «κούρεμα»- των τίτλων τους, να «κουρευθεί» επί πλέον και ένα μικρότερο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου μη συναινούντων στην εν λόγω τροποποίηση προσώπων). Από κανένα, ωστόσο, προπαρασκευαστικό στοιχείο του ν. 4050/2012 ή στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους) ήταν αναγκαία η συμπερίληψη και των τελευταίων τούτων τίτλων στην αναληφθείσα επιχείρηση τροποποιήσεως τίτλων, και η, εντεύθεν, προπεριγραφείσα περιουσιακή ζημία των δικαιούχων των τίτλων αυτών (όπως οι αιτούσες). Για το ζήτημα, μάλιστα, αυτό (της αναγκαιότητος της συμπεριλήψεως των τίτλων αυτών), ενώ με το από 8.3.2013 έγγραφο του ΣτΕ υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος ρητό ερώτημα, δεν υπήρξε απάντηση ούτε προσκομίσθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία (πρβλ. ΕΔΔΑ Fomin κατά Ρωσίας 26.2.2013, σκ. 28, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος 25.6.2009, σκ. 35, Τέως Βασιλέας της Ελλάδος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 23.11.2000, σκέψη 98), γ) Ως προς την αναγκαιότητα της επιχειρηθείσης με το ν. 4050/2012 συγκεκριμένης μορφής αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους, σημειώνεται επίσης ότι υπήρχαν, γνωστοί από την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, και ηπιότεροι για τα περιουσιακά δικαιώματα των κατόχων των τίτλων τρόποι αντιμετωπίσεως σοβαρών προβλημάτων δημοσίου χρέους, όπως η αναστολή εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους (βλ. ΣτΕ 1071/1961 και τα αναφερόμενα σ' αυτήν νομοθετήματα), η επιμήκυνση της εξοφλήσεως αυτού, ο περιορισμός του ύψους των καταβλητέων τόκων (ν. 5456/1932) κ.ά. δ) Για τη ζημία που επήλθε στις αιτούσες, από τη σύνθετη διοικητική ενέργεια την οποία συγκροτούν οι προσβαλλόμενες πράξεις (μείωση κατά 78.5% των απαιτήσεων τους λόγω της αντικαταστάσεως των ομολόγων), δεν προβλέφθηκε ούτε έχει καταβληθεί οποιαδήποτε αποζημίωση, καίτοι, μάλιστα, κατά την ψήφιση του ν. 4050/2012 επισήμως αναγνωρίσθηκε από τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως η υποχρέωση «να καλυφθούν απολύτως» οι επενδυτές («φυσικά πρόσωπα») που χαρακτηρίστηκαν ως «αποταμιευτές», ώστε «να μη δημιουργηθούν δυσεπίλυτα νομικά και οικονομικά προβλήματα» (Πρακτικά Βουλής της 23.3.2012, σελ. 5928-5929). Δεν είναι δε δυνατόν να θεωρηθεί ότι η επίμαχη επέμβαση συνίσταται στην αυτοδίκαιη, κατά την παρ. 9 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, ακύρωση των τίτλων και ότι, εν σχέσει προς αυτήν (ως ολική στέρηση περιουσίας), συνιστούν εύλογη αποζημίωση τα εκδοθέντα, δυνάμει της τρίτης προσβαλλομένης πράξεως, νέα ομόλογα, ώστε δεν πλήσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του προσβαλλόμενου δικαιώματος και της δημοσίας ωφέλειας, μη απαιτουμένης επί πλέον αποζημιώσεως. Και τούτο διότι: αα) την επίμαχη επέμβαση δεν συνιστά μόνον η κατά νόμον αυτοδίκαιη ακύρωση των παλαιών τίτλων, αλλά η σύνθετη διοικητική ενέργεια την οποία συγκροτούν συνολικώς οι προσβαλλόμενες πράξεις, η έκταση δε της περιουσιακής ζημίας (στέρησης περιουσίας) των αιτουσών που προκύπτει από αυτήν ανέρχεται σε απώλεια ποσοστού 78,5% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους, και ββ) κατά τα εκτεθέντα, έχει αναγνωρισθεί επισήμως - αλλά δεν έχει ικανοποιηθεί μέχρι σήμερα- η ανάγκη αποζημιώσεως τούτων («να καλυφθούν απολύτως»). Εν όψει της αναγνωρίσεως αυτής αλλά και της, κατά τα ανωτέρω, ελλείψεως του στοιχείου της αναγκαιότητος, δεν είναι δυνατόν, ακόμη και υπό την προεκτεθείσα εκδοχή (ότι η επέμβαση συνίσταται σε ολική στέρηση περιουσίας, δηλαδή στην αυτοδίκαιη ακύρωση των παλαιών τίτλων), να θεωρηθούν τα εκδοθέντα νέα ομόλογα, πραγματικής αξίας ίσης προς το 21,5% της ονομαστικής αξίας των αρχικών, ως εύλογη, σε σχέση με την ονομαστική αξία των ακυρωθέντων τίτλων, αποζημίωση, η οποία αποκαθιστά την διαταραχθείσα δίκαιη ισορροπία μεταξύ της, υπό την εν λόγω εκδοχή, ολικής στερήσεως της περιουσίας των αιτουσών (αυτοδίκαιης ακυρώσεως των ομολόγων) και της επιδιωκόμενης δημοσίας ωφελείας (ως προς το ύψος της αποζημιώσεως, προκειμένου περί ομολόγων των οποίων, απλώς, ανεβάλλετο η εξόφληση, βλ., χαρακτηριστικώς, ΕΔΔΑ Lobanov κατά Ρωσίας 2.12.2010 και Lobanov I! κατά Ρωσίας 14.2.2012). ε) Τέλος, ως προς τη συμπερίληψη, ειδικώς, των ομολόγων που χορηγήθηκαν στις αιτούσες βάσει του άρθρου 27 του ν. 3867/2010, στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, η έλλειψη αναλογικότητος προκύπτει από τα εξής στοιχεία: αα) κατά τις παρατεθείσες στη σκέψη 11 διατάξεις, τα επίμαχα ομόλογα δεν απετέλεσαν επενδυτική επιλογή των αιτουσών ούτε τίτλους δανεισμού, αλλά τίτλους εξοφλήσεως υποχρεώσεων που είχε αναλάβει το Κράτος έναντι των προμηθευτών των νοσοκομείων, εν όψει δε τούτου, η εκ των υστέρων απομείωση κατά 78,5% της ονομαστικής αξίας αυτών με τη σύνθετη διοικητική ενέργεια που συγκροτούν οι προσβαλλόμενες πράξεις επάγεται, κατ' αποτέλεσμα, πέραν της εν στενή εννοία περιουσιακής ζημίας των αιτουσών, και αναίρεση της δια των ομολόγων τούτων αναληφθείσης έναντι αυτών νομίμου υποχρεώσεως προς εξόφληση των νοσοκομειακών οφειλών, ββ) την ιδιαιτερότητα των επίμαχων ομολόγων είχαν αναγνωρίσει ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (με τα από 22.2.2012 και 24.2.2012 έγγραφα τους αντιστοίχως) και ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως στην από 24.2.2012 εισήγηση του προς το Υπουργικό Συμβούλιο, χαρακτηρίζοντας αυτά ως «ομόλογα ειδικού σκοπού», η ανάγκη δε εξαιρέσεως αυτών από τη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων του ν. 4050/2012 είχε επισημανθεί και κατά την ψήφιση του νόμου τούτου στη Βουλή (βλ. Πρακτικά Βουλής σελ. 5908, 5917 και 5918, Π. Παυλόπουλος, Α. Μακρυπίδης, Χ. Σταϊκούρας), και, κυρίως, γγ) η προπεριγραφείσα περιουσιακή  ζημία των αιτουσών (απώλεια 78,5% της ονομαστικής αξίας των τίτλων τους) παρίσταται προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με την εξυπηρέτηση του εξαγγελθέντος δημοσίου σκοπού,  της διασφαλίσεως δηλαδή της βιωσιμότητος του δημοσίου χρέους, εν όψει της πολύ μικρής συμβολής των τίτλων με κωδικούς ISIN GR … και GR… στο δημόσιο χρέος, αφού, όπως αναφέρεται στην από 24.2.2012 εισήγηση του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως προς το Υπουργικό Συμβούλιο, το συνολικό ποσό του ανωτέρω ομολόγου ειδικού σκοπού με τους ανωτέρω κωδικούς ανέρχεται σε 3,85 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι χρέους της Κεντρικής Διοικήσεως ύψους 368 δισεκατομμυρίων ευρώ. Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων (Α, Β, Γ), εν προκειμένω, ελλείπουν τα στοιχεία της δημόσιας ωφελείας, της νομιμότητος  (προβλεψιμότητος) και της αναλογικότητας, τα οποία αυτοτελώς και σωρευτικώς απαιτούνται για να κριθεί συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η επίδικη επέμβαση. Είναι, επομένως, βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός, ανεξαρτήτως των προβαλλομένων ισχυρισμών, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.ι

 

29. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 (ιδίως οι παρ. 1 εδαφ. β', στ', η', θ', 4, 7 και 8 αυτού), καθ' ο μέρος με αυτές επεβλήθη  υποχρεωτική  συμμετοχή  των δικαιούχων ομολόγων του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 και αναγκαστική  εκπροσώπηση τους από τις Τράπεζες (ήτοι από τους δικαιούχους της συντριπτικής  πλειοψηφίας των ομολόγων επενδυτικού χαρακτήρος, δηλαδή δικαιούχους άλλης κατηγορίας και άλλων, αν όχι αντιθέτων, συμφερόντων) στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως περί ανταλλαγής ή μη όλων συλλήβδην των ομολόγων, αντίκεινται στα άρθρα 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, διότι προσβάλλουν αμέσως την ελευθερία των ως άνω προσώπων να μη μετέχουν, χωρίς τη θέληση τους, σε τέτοια ένωση προσώπων. Ενόψει τούτου, προβάλλεται ότι είναι ακυρωτέες οι προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες εκδόθηκαν κατ' εφαρμογήν των ανωτέρω διατάξεων και στηρίζονται σε τέτοια συλλογική «απόφαση».

 

30. Επειδή, ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή, διότι ούτε η διάθεση των τίτλων ούτε ακολούθως η ψηφοφορία κατά τη συλλογική δράση της επαναδιαπραγμάτευσης κατέστησε τους έχοντες δικαιώματα επί των τίτλων ένωση προσώπων οιασδήποτε μορφής, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 12 του Συντάγματος ή 11 της ΕΣΔΑ. Οι Αντιπρόεδροι Ν. Σακελλαρίου και Α. Ράντος και οι Σύμβουλοι Ε. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Ε. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Π. Μπράίμη διετύπωσαν την εξής συγκλίνουσα γνώμη, με την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Στο άρθρο 12 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Οι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνιστούν ενώσεις και μη κερδοσκοπικά σωματεία, τηρώντας τους νόμους ...», στο δε άρθρο 11 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ότι: «Παν πρόσωπον έχει δικαίωμα ... εις την ελευθερίαν συνεταιρισμού, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ιδρύσεως μετ' άλλων συνδικάτων και προσχωρήσεως εις συνδικάτα επί σκοπώ προασπίσεως των συμφερόντων του». Εξ άλλου, κατά τα προβλεπόμενα στις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, και ιδίως στην παρ. 4 τούτου, στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως περί τροποποιήσεως των επιλέξιμων τίτλων συμμετέχουν αποκλειστικώς οι «ομολογιούχοι» (υπό την έννοια της παρ. 1 εδ. στ' του εν λόγω άρθρου), η συμμετοχή, όμως, αυτή δεν είναι υποχρεωτική για τους ομολογιούχους που καλούνται προς τούτο με τη σχετική πρόσκληση του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. (κατά την παρ. 2 του ως άνω άρθρου), δύναται δε να είναι και μερική (να αφορά δηλαδή σε μέρος μόνο του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων), ενώ, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του εν λόγω νόμου, σε περίπτωση συμμετοχής ομολογιούχου στην ανωτέρω διαδικασία, η ψήφος του μπορεί να είναι εν όλω ή εν μέρει (για τμήμα δηλαδή του ανεξόφλητου κεφαλαίου) θετική ή αρνητική. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι οι ομολογιούχοι, οι οποίοι καλούνται να αποφασίσουν επί της συγκεκριμένης τροποποιήσεως τίτλων που προτείνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, δεν αποτελούν ένωση προσώπων, η οποία συγκροτείται εκουσίως, κοινή βουλήσει, προς επιδίωξη διαρκούς κοινού σκοπού και εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1 του Συντάγματος και 11 της ΕΣΔΑ, ενώ, και υπό την εκδοχή ότι οι ομολογιούχοι συγκροτούν, κατά το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012, τέτοια ένωση προσώπων, δεν προβλέπεται, πάντως, από τις διατάξεις του άρθρου αυτού, άμεσος ή έμμεσος εξαναγκασμός των αιτουσών και των λοιπών επενδυτών (υπό την έννοια της παρ. 1 εδ. θ' του εν λόγω άρθρου) να συμμετάσχουν στην ένωση αυτή. Εξ άλλου, ενόψει της εννοίας των όρων «ομολογιούχος» και «επενδυτής», σύμφωνα με το εδ. στ' και η' του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, η σχέση του «ομολογιούχου», ήτοι του φορέα του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 2198/1994, με τον «επενδυτή», ήτοι τον έχοντα αξίωση επί ή εκ του τίτλου κατά τις διατάξεις των παρ. 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994, διέπεται από τις εν λόγω διατάξεις του ν. 2198/1994, οι οποίες απαγορεύουν στο φορέα («ομολογιούχο», κατά το ν. 4050/2012), τη διάθεση του τίτλου χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή και θεσπίζουν σχετική ευθύνη του φορέως έναντι αυτού. Συνεπώς, στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων δεν συντρέχει περίπτωση «αναγκαστικής», αντίθετης προς την βούληση του επενδυτή, εκπροσωπήσεως του από το φορέα («ομολογιούχο»), όπως υποστηρίζουν οι αιτούσες, τούτο δε δεν αναιρείται από την παρ. 7 του ως άνω άρθρου πρώτου, η οποία, ειδικώς έναντι του διαχειριστή της διαδικασίας, του Ελληνικού Δημοσίου και του Ο.Δ.ΔΗ.Χ., θεωρεί ότι η συμμετοχή ομολογιούχου στη διαδικασία λαμβάνει χώραν κατά τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Τέλος, το γεγονός ότι η απόφαση των ομολογιούχων περί τροποποιήσεως των επιλέξιμων τίτλων, η οποία ελήφθη με απαρτία και πλειοψηφία που προβλέπονται στην παρ. 4 του ανωτέρω άρθρου πρώτου, δεσμεύει, σύμφωνα με την παρ. 9 του άρθρου αυτού, το σύνολο των ομολογιούχων και επενδυτών (ήτοι και εκείνους που δεν είχαν συμμετάσχει στη λήψη της αποφάσεως αυτής ή δεν ψήφισαν υπέρ της προταθείσης τροποποιήσεως) δεν στοιχειοθετεί, καθ' εαυτό, παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρνητικής ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (άρθρα 12 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Κατόπιν τούτων, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως.

 

31. Επειδή, προβάλλεται ότι με τις προσβαλλόμενες πράξεις έχει παραβιασθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακροάσεως των αιτουσών που κατοχυρώνεται με το άρθρο 20 παρ. 2 του Συντάγματος (αλλά και με τα άρθρα 6 της ΕΣΔΑ και 41 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης), εφόσον πριν από την έκδοση αυτών δεν εκλήθησαν οι αιτούσες να εκφράσουν τις απόψεις τους. Ο λόγος, όμως, αυτός ακυρώσεως κατά το μέρος που στηρίζεται σε επίκληση του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι απορριπτέος διότι, όπως αναφέρεται στη σκέψη 26, οι διατάξεις του Χάρτη δεσμεύουν τα κράτη - μέλη μόνον όταν ενεργούν εντός του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην προκειμένη δε περίπτωση με τις προσβαλλόμενες πράξεις δεν εφαρμόσθηκαν διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πρωτογενούς ή παράγωγου (βλ. επόμενη σκέψη 31). Κατά τα λοιπά ο λόγος είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, διότι η έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων στηρίζεται σε αντικειμενικά δεδομένα και δεν συνδέεται με υποκειμενική συμπεριφορά των αιτουσών.

 

32. Επειδή, οι διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012 θεσπίσθηκαν κατόπιν διαβουλεύσεων της Ελληνικής Κυβερνήσεως με τους Αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων των άλλων κρατών - μελών της Ευρωζώνης, με το Eurogroup, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που ανέλαβε τον συντονισμό των διμερών κρατικών δανείων, καθώς και με την Ε.Κ,Τ. και  άλλα όργανα που ασκούσαν συμβουλευτικές  αρμοδιότητες και παρείχαν στην Ελληνική Δημοκρατία τεχνογνωσία. Επρόκειτο, δηλαδή, περί διαβουλεύσεων σε πολιτικό ή τεχνοκρατικό επίπεδο, κατά τις οποίες δεν εκδόθηκαν πράξεις οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου. Ειδικότερα, δεν έχουν χαρακτήρα τέτοιων πράξεων οι δηλώσεις που έγιναν μετά τις Συνόδους των Αρχηγών των Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών - μελών της Ευρωζώνης και οι δηλώσεις του Eurogroup, στις οποίες αναφέρονται οι αιτούσες. Οι διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012 θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (πρβλ. ΣτΕ 668/2012). Συνεπώς, δεν έχει νομική σημασία η εξέταση του ζητήματος αν οι ως άνω πολιτικής φύσεως δηλώσεις ("statements") είναι ή όχι συμβατές με το πρωτογενές ή παράγωγο δίκαιο της Ένωσης, ούτε αν ο ν. 4050/2012 και οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται ή όχι στις ως άνω δηλώσεις. Εξ άλλου, το Ε.Τ.Χ.Σ. ("European Financial Stability Facility - E.F.S.F."), με το οποίο συνήψε η Ελληνική Δημοκρατία τις συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, δεν είναι θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου, αλλά έχει ιδρυθεί από τα κράτη - μέλη της Ευρωζώνης ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη μέσω της παροχής χρηματοδοτικών διευκολύνσεων στα κράτη - μέλη της. Τέλος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο δεν περιελάμβανε κανόνες για την αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους ("Sovereign Debt Restructuring") προς αντιμετώπιση κρίσεων και για τη σύναψη δανειακών συμβάσεων μεταξύ των κρατών - μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε κανόνες για την αγορά δημοσίου χρέους που ενδιαφέρει τους ιδιώτες επενδυτές, η οποία αποτελεί τομέα της αγοράς διεπόμενο από την εθνική νομοθεσία χωρίς υποχρέωση συμμόρφωσης σε ειδικούς κανόνες παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Συνεπώς, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος υποβολής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικού ερωτήματος επί των ζητημάτων που τίθενται με τις διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012, ούτε άλλωστε ζητείται τούτο από τις αιτούσες.

 

33. Επειδή, επί του ζητήματος της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου και Μ. Παπαδοπούλου, οι οποίες υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 της Σ.Λ.Ε.Ε. (πρώην άρθρο 56 της ΣΕΚ), όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, απαγορεύεται, γενικώς, οποιοσδήποτε περιορισμός της κινήσεως κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών. Ως τέτοιος περιορισμός νοείται κάθε κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζει, κατά τρόπο προσωρινό ή μόνιμο, την ελευθερία των συναλλαγών, ανεξαρτήτως της μορφής που ο περιορισμός αυτός μπορεί να λάβει. Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μπορεί να περιοριστεί, μεταξύ άλλων, αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Ο περιορισμός όμως αυτός πρέπει να είναι πρόσφορος για τη διασφάλιση του σχετικού σκοπού και να μην υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του. Τέλος, το άρθρο 63 της Σ.Λ.Ε.Ε. εφαρμόζεται όταν υπάρχει διασυνοριακό στοιχείο. Εν προκειμένω, το επίδικο μέτρο συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Εξάλλου, το διασυνοριακό στοιχείο συντρέχει σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή πρόκειται για αιτούντα - ομολογιούχο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (π.χ. Γερμανία) είτε για ομολογιούχο που κατοικεί στην Ελλάδα, δεδομένου ότι τα επίδικα ομόλογα απευθύνονται και είναι δεκτικά διαπραγμάτευσης και στις διεθνείς χρηματαγορές (βλ. C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, κ.ά.). Συνεπώς, εν αντιθέσει με την κρίση της πλειοψηφίας, κατά την οποία δεν τίθεται θέμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, η μειοψηφία κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα, περιεχόμενο του οποίου θα αποτελέσει η ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου 63 της Σ.Λ.Ε.Ε. από την άποψη του κατά πόσον νομοθετικές ρυθμίσεις όπως οι επίμαχες συμβαδίζουν με την ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων, σε καταφατική δε περίπτωση αν αυτές είναι σύμφωνες ή όχι με την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση του θέματος αυτού και η υποβολή αντίστοιχου προδικαστικού ερωτήματος δεν εξαρτώνται από το κατά πόσον προβάλλεται ή όχι σχετικός λόγος ακυρώσεως, δεδομένου ότι το ζήτημα της συμφωνίας του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρωτογενές ή παράγωγο) μπορεί να τεθεί και αυτεπαγγέλτως.

 

34. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Δ ι ά ταύτα

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στις αιτούσες, συμμέτρως, τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και της Τραπέζης της Ελλάδος, η οποία ανέρχεται, για καθένα εξ αυτών, στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου, στις 3 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 2013

 

Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, μετά την δημοσίευση των παρεμπιπτουσών υπ' αριθμ. 51 και 52/2014 αποφάσεων.

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος

 

Ν. Σακελλαρίου