ΣτΕ.Ολ 1766/2014

 

Επίταξη προσωπικών υπηρεσιών - Απεργία εκπαιδευτικών κατά την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων - Συνταγματικότητα ρύθμισης - Δημόσια υγεία -.

 

Κρίθηκε ότι η αναβολή των πανελλαδικών εξετάσεων, ως αποτέλεσμα τυχόν κηρυχθησόμενης απεργίας των εκπαιδευτικών κατά την προγραμματισμένη περίοδο διεξαγωγής των, μπορεί να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μαθητών που συμμετέχουν στις εξετάσεις αυτές, σε έκταση και ένταση τέτοιες, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος για την δημόσια υγεία, για την αντιμετώπιση του οποίου δικαιολογείται, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών των εκπαιδευτικών. Απόρριψη λόγων ακυρώσεως περί παραβάσεως των περί απεργίας διατάξεων του Συντάγματος και του οικείου νόμου (Αντίθετη μειοψηφία). Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών των εκπαιδευτικών κατά την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 4 και 25 παρ. 1 Συντ., εφόσον αν κηρυχθεί η απεργία εκ μέρους της ΟΛΜΕ μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία.

 

Αριθμός 1766/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Ιουνίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, που είχε κώλυμα, Ν. Μαρκουλάκης, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Δ. Κυριλλόπουλος, Α. Καλογεροπούλου, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Σύμβουλοι, Χρ. Ντουχάνης, Φρ. Γιαννακού, Μ. Σταματοπούλου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Α. Καλογεροπούλου και Π. Μπραΐμη καθώς και η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για  να δικάσει την από 13 Μαΐου 2013 αίτηση:

 

της Ομοσπονδίας Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (Ο.Λ.Μ.Ε.), που εδρεύει στην Αθήνα (Ερμού και Κορνάρου 2), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αναστάσιο Πετρόπουλο (Α.Μ. 15025), που τον διόρισε στο ακροατήριο ο Πρόεδρός της,

 

κατά των: 1) Πρωθυπουργού, 2) Υπουργού Οικονομικών, 3) Υπουργού Εσωτερικών και 4) Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, οι οποίοι παρέστησαν με τον Νικηφόρο Κανιούρα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 14 Μαΐου 2013 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. Α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα Ομοσπονδία επιδιώκει να ακυρωθούν: α) η υπ αριθμ. Υ281/11.5.2013 απόφαση του Πρωθυπουργού, β) η υπ αριθμ. 6212/11.5.2013 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, γ) η υπ αριθμ. 6213/11.5.2013 Κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Παιδείας Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Ηρ. Τσακόπουλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αιτούσας Ομοσπονδίας, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Πρωθυπουργού και των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, λόγω κωλύματος κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α 214) του Συμβούλου Γ. Ποταμιά, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση, στη διάσκεψη έλαβε μέρος αντ αυτού, ως τακτικό μέλος, η ʼννα Καλογεροπούλου, αναπληρωματικό μέχρι τώρα μέλος της συνθέσεως (βλ. ΣτΕ 29/2014, 2062/2013 και Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομέλειας 237/2013).

 

 

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (γραμμάτια παραβόλου 1313419 και 3504691/2013).

 

 

3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, το Διοικητικό Συμβούλιο του αιτούντος δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού σωματείου, που αποτελεί ομοσπονδία των ενώσεων λειτουργών μέσης εκπαιδεύσεως, εισηγήθηκε στις 10.5.2013 προς τις ενώσεις μέλη του την κήρυξη εικοσιτετράωρης απεργίας στις 17.5.2013 και πενθήμερης απεργίας από 20.5 έως 24.5.2013 ημερομηνίες διενέργειας των εξετάσεων εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των μαθητών ημερησίων και εσπερινών γενικών λυκείων με αιτήματα αναγόμενα κυρίως στην διασφάλιση και βελτίωση του υπηρεσιακού και μισθολογικού καθεστώτος των λειτουργών της μέσης εκπαιδεύσεως. Την επομένη ημέρα, 11.5.2013, εκδόθηκαν οι εξής τρεις πράξεις: 1) Η υπ αριθ. Υ281 πράξη, με την οποία ο Πρωθυπουργός, επικαλούμενος «την επιτακτική ανάγκη αποτροπής των απειλούμενων δυσμενών συνεπειών» από την ανωτέρω προταθείσα απεργία και «από κάθε άλλη προταθησόμενη ή κηρυχθησόμενη εντός της περιόδου διεξαγωγής των ως άνω εξετάσεων και μέχρι την ολοκλήρωσή τους, καθώς και τη σημαντική διαταραχή στην κοινωνική και οικονομική ζωή της Χώρας και τους σοβαρούς κινδύνους που επαπειλούνται για τη δημόσια τάξη και την υγεία των υποψηφίων στις ανωτέρω εξετάσεις, αιφνιδίως, επτά ημερολογιακές ημέρες πριν από την διεξαγωγή τους», αποφάσισε να κηρύξει «σε κατάσταση πολιτικής κινητοποίησης το σύνολο των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και των αναγκαίων πόρων» και εξουσιοδότησε «α) τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού να προβεί σε επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών του συνόλου των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, β) τους Υπουργούς Οικονομικών, Εσωτερικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού να προβούν σε επίταξη της χρήσης του συνόλου των σχολικών κτηρίων και μονάδων, γραφείων, εγκαταστάσεων, υλικού και των εν γένει ακινήτων και κινητών μέσων, που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη διεξαγωγή και ολοκλήρωση των πανελλαδικών εξετάσεων, των προαγωγικών εξετάσεων και κάθε άλλης εξέτασης και εκπαιδευτικής διαδικασίας, γ) τους ανωτέρω Υπουργούς να λάβουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της απρόσκοπτης και ομαλής διεξαγωγής και ολοκλήρωσης των ανωτέρω εξετάσεων και κάθε άλλης εξέτασης και εκπαιδευτικής διαδικασίας.». 2) Η υπ αριθ. 6212 πράξη (Β.1140/11.5.2013), με την οποία ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, αποφάσισε να επιτάξει «από τη 12η μεσημβρινή της 15ης Μαΐου 2013 έως την έκδοση νεώτερης απόφασης τις προσωπικές υπηρεσίες του συνόλου των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, στις θέσεις όπου υπηρετούν». 3) Η υπ αριθ. 6213 κοινή απόφαση (Β 1140/11.5.2013), με την οποία οι Υπουργοί Οικονομικών, Εσωτερικών και Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού προέβησαν στην επίταξη «από την 12η μεσημβρινή της 15ης Μαΐου 2013 έως την έκδοση νεώτερης απόφασης, τη[ς] χρήση[ς] των ακινήτων και κινητών μέσων, που είναι απαραίτητα για την πρόσκοπτη διεξαγωγή και ολοκλήρωση των πανελλαδικών εξετάσεων, των προαγωγικών εξετάσεων και κάθε άλλης εξέτασης και εκπαιδευτικής διαδικασίας». Ήδη, με την κρινόμενη αίτηση, ζητείται η ακύρωση των παραπάνω τριών αποφάσεων.

 

 

4. Επειδή, στις προβαλλόμενες πράξεις δεν ορίζεται ρητώς ο χρόνος ισχύος των. Όμως, από το περιεχόμενό τους προκύπτει ότι ο χρόνος αυτός καταλαμβάνει, οπωσδήποτε, την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων των λυκείων του έτους 2013, η οποία εκτείνεται, όπως προκύπτει για τα στοιχεία του φακέλου, από 17.5.2013 έως 15.6.2013 ημερομηνία μεταγενέστερη της συζητήσεως της κρινομένης αιτήσεως. Υπό τα δεδομένα αυτά, ζήτημα καταργήσεως της παρούσης δίκης λόγω λήξεως της ισχύος των προσβαλλομένων πράξεων δεν τίθεται.

 

 

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως κατά της τρίτης προσβαλλομένης αποφάσεως (υπ αριθ. 6213/11.5.2013), η οποία αφορά την «επίταξη της χρήσης ακινήτων και κινητών μέσων, που είναι απαραίτητα για την απρόσκοπτη διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων ». Κατά το μέρος, επομένως, αυτό η κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα. Κατά τα λοιπά, κατά το μέρος δηλαδή που στρέφεται κατά των λοιπών δύο συναφών πράξεων (του Πρωθυπουργού αφ ενός και του Υπουργού Παιδείας αφ ετέρου), η κρινόμενη αίτηση ασκείται με πρόδηλο έννομο συμφέρον και εν γένει παραδεκτώς.

 

 

6. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει, στο άρθρο 22, ότι «1. Η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Κράτος . 4. Οποιαδήποτε μορφή αναγκαστικής εργασίας απαγορεύεται. Ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών σε περίπτωση πολέμου ή επιστράτευσης ή για την αντιμετώπιση αναγκών της άμυνας της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεομηνία ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία » και στο άρθρο 23 ότι «1. Το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. 2. Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας. Το δικαίωμα προσφυγής σε απεργία των δημόσιων υπαλλήλων και των υπαλλήλων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και του προσωπικού των κάθε μορφής επιχειρήσεων δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, που η λειτουργία τους έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπόκειται στους συγκεκριμένους περιορισμούς του νόμου που το ρυθμίζει. Οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να φθάνουν έως την κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας ή την παρεμπόδιση της νόμιμης άσκησής του.».

 

 

7. Επειδή, διατάξεις που απαγορεύουν την αναγκαστική ή υποχρεωτική εργασία ή κατοχυρώνουν εργασιακά δικαιώματα και συνδικαλιστικές ελευθερίες περιέχονται και σε διεθνείς συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί με νόμο. Ειδικότερα, πρόκειται για τις υπ αριθμούς 29, 87, 98 και 105 Διεθνείς Συμβάσεις της Γενικής Συνδιασκέψεως της Διεθνούς Οργανώσεως Εργασίας (ΔΟΕ) («περί της αναγκαστικής ή υποχρεωτικής εργασίας», «περί συνδικαλιστικής ελευθερίας και προστασίας του συνδικαλιστικού δικαιώματος», «περί εφαρμογής των αρχών του δικαιώματος οργανώσεως και συλλογικής διαπραγματεύσεως» και «περί καταργήσεως της αναγκαστικής εργασίας», αντιστοίχως), που κυρώθηκαν με το άρθρο πρώτο των ν. 2079/1952 (Α 108), ν.δ. 4204/1961 (Α 174), ν.δ. 4205/1961 (Α 174) και ν.δ. 4221/1961 (Α 173), αντιστοίχως. Πρόκειται, επίσης, για την Διεθνή Σύμβαση της Ρώμης «δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (ΕΣΔΑ), η οποία κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α 256) και για την Διεθνή Σύμβαση «Ευρωπαϊκός Κοινωνικός Χάρτης», που υπεγράφη στο Τορίνο στις 18.10.1961, και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 1426/1984 (Α 32), όπως αυτή τροποποιήθηκε με Πρωτόκολλο, που υπεγράφη στο Τορίνο στις 21.10.1991 και κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2422/1996. Από τις διατάξεις των παραπάνω διεθνών συμβάσεων υπ αρ. 29 και 105 της Δ.Ο.Ε., της Ε.Σ.Δ.Α. (το άρθρο 4 της οποίας έχει ως πρότυπο τις διατάξεις της υπ αριθ. 29 συμβάσεως της Δ.Ο.Ε.) και των άρθρων 1 και 30 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, συνάγεται ότι η αναγκαστική εργασία απαγορεύεται μεν απολύτως, ορίζεται, όμως, ότι στην έννοιά της δεν εμπίπτει η εργασία που αξιώνεται από τα όργανα του Κράτους, όταν συντρέχει «οιαδήποτε περίστασις θέτουσα εν κινδύνω ή απειλούσα να θέση εν κινδύνω την ζωήν ή τας ομαλάς συνθήκας διαβιώσεως του συνόλου ή  μέρους του πληθυσμού» ή «περίπτωσις κρίσεων ή θεομηνιών, αι οποίαι απειλούν την ζωήν ή την ευδαιμονίαν του συνόλου» ή « σε περίπτωση πολέμου ή δημοσίου κινδύνου που απειλεί τη ζωή του έθνους». Εξ άλλου, στο πλαίσιο των διεθνών συμβάσεων 87 και 98 της Δ.Ο.Ε., οι διατάξεις των οποίων κατοχυρώνουν και το δικαίωμα της απεργίας, γίνεται ανεκτή η προσφυγή στο μέτρο της επιτάξεως απεργιών, εφ όσον, αφ ενός μεν συντρέχουν ιδιαίτερα σοβαρές περιστάσεις, αφ ετέρου δε με το μέτρο της επιτάξεως επιδιώκεται, αποκλειστικώς, να διασφαλισθεί η παροχή ζωτικών υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο (βλ. ΣτΕ 1623/2012 Ολομ.). Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 41 του ν. 3536/2007 (Α΄42), υπό τον τίτλο «Ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών σε περίοδο ειρήνης», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Επίταξη προσωπικών υπηρεσιών και επίταξη ακινήτων και κινητών πραγμάτων, ως μέτρα πολιτικής κινητοποίησης για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης σε περίοδο ειρήνης επιτρέπονται κατά τους όρους και προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου αυτού. 2. Έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση, η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απειλούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία. Έκτακτη ανάγκη σε περίοδο ειρήνης, που επιβάλλει την επίταξη ακινήτων και κινητών πραγμάτων, είναι κάθε άμεση κοινωνική ανάγκη που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή υγεία. 3. Με απόφαση του Πρωθυπουργού, ύστερα από εισήγηση του Υπουργού στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει η αντιμετώπιση της αιτίας που προκάλεσε την έκτακτη ανάγκη, κηρύσσεται γενική ή μερική πολιτική κινητοποίηση, κατά την έννοια των αντίστοιχων διατάξεων του ν.δ. 17/1974 (ΦΕΚ 236 Α), για την αντιμετώπισή της. 4. Με την ίδια επίσης απόφαση του Πρωθυπουργού, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2, μπορεί να εξουσιοδοτούνται οι υπουργοί ή οι γενικοί γραμματείς περιφερειών ή οι νομάρχες να προβαίνουν, με απόφασή τους, σε επίταξη προσωπικών υπηρεσιών. Η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών πραγματοποιείται με "Φύλλα Επίταξης Προσωπικών Υπηρεσιών" που εκδίδονται από τις οικείες αστυνομικές, λιμενικές ή και πυροσβεστικές αρχές και επιδίδονται από όργανά τους και όργανα της δημοτικής αστυνομίας, καθώς και από υπαλλήλους του Δημοσίου και νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου 5.. Η επίταξη ακινήτων και κινητών πραγματοποιείται με "Φύλλα Επίταξης" κατ ανάλογη εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου. 6. Όποιος καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του ή ακίνητο ή κινητό πράγμα κατά τις διατάξεις του άρθρου αυτού και είτε αρνείται να παραλάβει το σχετικό φύλλο επίταξης είτε αρνείται ή παραλείπει να εκτελέσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από την επίταξη, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών. 7. Οι διατάξεις ιδίως των άρθρων 2 παρ. 5, 18, 19, 22 και 23 του ν.δ. 17/1974 δεν εφαρμόζονται εφεξής για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης σε καιρό ειρήνης, εφόσον έρχονται σε αντίθεση προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου. Επίσης δεν εφαρμόζεται και κάθε άλλη διάταξη που είναι αντίθετη προς τις διατάξεις αυτού του άρθρου.». Εξάλλου, στο ν.δ. 17/1974 «περί πολιτικής σχεδιάσεως εκτάκτου ανάγκης» (Α΄236), ορίζεται ότι «ως πολιτική κινητοποίησις νοείται η μετάπτωσις των πολιτικών δυνάμεων εκ της καταστάσεως ειρήνης εις πολεμικήν τοιαύτην ή εις κατάστασιν αντιμετωπίσεως των εκτάκτων εν ειρήνη αναγκών» (άρθρο 2 παρ. 3), ενώ, μεταξύ των «πολιτικών δυνάμεων» περιλαμβάνονται όχι μόνον οι κρατικές υπηρεσίες, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οι δημόσιοι οργανισμοί και επιχειρήσεις πάσης φύσεως, αλλά και οι ιδιωτικές επιχειρήσεις «και γενικώς άπαν το έμψυχον μη ένοπλον και άψυχον της Χώρας δυναμικόν» (άρθρο 2 παρ. 1).

 

 

8. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 22 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της ελευθερίας της εργασίας, υπό την αρνητική του μορφή, υπέρ οιουδήποτε ανθρώπου, είτε αυτός εργάζεται, ως μισθωτός, ελεύθερος επαγγελματίας ή έμπορος, είτε δεν εργάζεται. Η κατά τα ανωτέρω κατοχυρούμενη ελευθερία επιτρέπεται να καταλυθεί, δια της επιβολής επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών, μόνον στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 22 του Συντάγματος, για την αντιμετώπιση κινδύνων που απειλούν το γενικότερο κοινωνικό συμφέρον, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η αντιμετώπιση «ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία». Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος κατοχυρώνει, ως εκδήλωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας, το δικαίωμα της απεργίας των εργαζομένων, το οποίο επιτρέπεται μεν να περιορισθεί από το νόμο, ιδίως όταν πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους ή για το προσωπικό επιχειρήσεων, των οποίων η λειτουργία έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι πρόκειται για περιορισμούς που δεν συνεπάγονται κατάργηση του δικαιώματος ή παρεμπόδιση της νόμιμης ασκήσεώς του. Οι ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, οι οποίες έχουν διαφορετικό πεδίο εφαρμογής, δεν αποκλείεται να διασταυρωθούν, όπως στην περίπτωση κατά την οποία ορισμένη απεργία προκαλεί κατάσταση που απειλεί την δημόσια υγεία. Στην περίπτωση αυτή η διάταξη του άρθρου 22 παρ. 4 εδ. β΄ του Συντάγματος εισάγει εξαίρεση και από τον κανόνα του άρθρου 23 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τον οποίο η απεργία αποτελεί δικαίωμα, δυνάμενο μεν να περιορισθεί από το νόμο, όχι όμως και να καταργηθεί, επιτρέποντας την επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών και των απεργών (βλ. Σ.τ.Ε. 1623/2012 Ολομ.).

 

 

9. Επειδή, η προσβαλλόμενη απόφαση του Πρωθυπουργού εκδόθηκε έπειτα από εισήγηση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού, της οποίας το περιεχόμενο ταυτίζεται με την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής (καθώς και των λοιπών προσβαλλομένων πράξεων) και παρατίθεται στην τρίτη σκέψη. Εξ άλλου, στον φάκελο της υποθέσεως, που περιήλθε στο Δικαστήριο με την έκθεση των απόψεων της Διοικήσεως σύμφωνα με το άρθρο 23 του π.δ. 18/1989 (Α 8), περιλαμβάνονται α) η υπ αριθ. 910/1.2.2013 πράξη του Διευθυντή του Γραφείου του ως άνω Υπουργού, με την οποία ο εν λόγω Διευθυντής ορίζει «τον … Θεραπευτή οικογένειας, Διευθυντή του Κέντρου Παιδοψυχιατρικής του ΕΟΠΠΥ, καθηγητή Επισκέπτου στο FREDERIC UNIVERSITY της Λευκωσίας, ειδικό Επιστημονικό Συνεργάτη του Υπουργού» και του αναθέτει «την εκπόνηση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης αφορώσα στο θέμα της ψυχικής Υγιεινής των μαθητών και ιδίως κατά την περίοδο των εξετάσεων» και β) η από 9.5.2013 έκθεση του ανωτέρω …, η οποία περιήλθε στο Γραφείο Υπουργού στις 10.5.2013 (αρ. πρωτ. 6176) και τιτλοφορείται «Επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των υποψηφίων σε ενδεχόμενη αναβολή των εξετάσεων». Στην έκθεση αυτή, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ότι συμπληρώνει την αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, αναφέρονται και τα εξής: «Οι εξετάσεις κάθε μορφής, αποτελούν τεράστια πηγή άγχους για τα παιδιά και τους εφήβους, και σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση ICD-10 των Ψυχικών Διαταραχών και διαταραχών Συμπεριφοράς του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, δύνανται να προκαλούν διαταραχές που ταξινομούνται και καταγράφονται στους διαγνωστικούς κώδικες F43.0 (Αντίδραση σε έντονο stress και διαταραχές προσαρμογής), F43.2 (διαταραχές προσαρμογής), και F43.9 (Αντίδραση σε έντονο stress). Οι διαταραχές αυτές περιλαμβάνουν καταστάσεις υποκειμενικής δυσφορίας και συναισθηματικής διαταραχής, οι οποίες θίγουν την λειτουργικότητα και αποδοτικότητα του ατόμου. Αντίστοιχες ταξινομήσεις υφίστανται στην ταξινόμηση DSM (Diagnostics Statistics Manual) της Αμερικανικής Εταιρείας Ψυχιατρικής όπου η έκθεση σε εξετάσεις καταγράφεται ως πηγή στρεσσογόνου κατάστασης και ταξινομείται στον άξονα IV των ψυχοκοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που δυνητικά μπορούν να επιβαρύνουν την ψυχική υγεία και να λειτουργήσουν ως εκλυτικός παράγοντας ψυχικών διαταραχών. Η Ελληνική κοινωνία έχει καταγράψει την επιτυχία στις Πανελλαδικές εξετάσεις, όχι ως μια απλή δυνατότητα μετοχής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά ως παράγοντα υψίστης σημασίας που αποτελεί το κατ εξοχήν κριτήριο για την πορεία ζωής, όχι μόνο του μαθητή, αλλά και της οικογένειάς του . Οι πιέσεις που ασκούνται στους υποψηφίους είναι τεράστιες, όχι μόνο σε συνειδητό επίπεδο, αλλά ακόμη και σε ασυνείδητο, μέσα από ένα υπερβολικό ενδιαφέρον των γονιών, που νοιώθουν ότι διακυβεύεται το μέλλον των παιδιών τους. Οι έφηβοι υποψήφιοι εξ άλλου καλούνται να αντιπαρέλθουν την απαιτητική δοκιμασία των Πανελλαδικών εξετάσεων σε μια αναπτυξιακή περίοδο που υφίσταται ο ευάλωτος κόσμος της εφηβικής ψυχής τους. Η αυτοεκτίμησή τους ευρίσκεται υπό αμφισβήτηση και τείνουν να περιμένουν την επιβεβαίωση από μια αντικειμενική επιτυχία. Οι ψυχικές μεταπτώσεις της εφηβικής ηλικίας είναι συγκλονιστικά επώδυνες για τους ίδιους και μόνο ένα μέρος από αυτές γίνονται αντιληπτές από τους οικείους. Μια αλλαγή της ημερομηνίας των εξετάσεων την τελευταία στιγμή θα καταγραφεί από τους εφήβους υποψηφίους, ως προσωπική επίθεση εναντίον τους που θα τους επιφέρει βαρύ ψυχοτραυματικό πλήγμα, και δύναται να αποτελέσει την θρυαλλίδα που θα σπάσει, στον ευαίσθητο ψυχικό κόσμο των υποψηφίων των Πανελλαδικών εξετάσεων. Μια αλλαγή της ημερομηνίας των εξετάσεων την τελευταία στιγμή ενδεχομένως θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιθετικές εκδηλώσεις ή το χειρότερο στην ψυχική κατάρρευση κάποιων, των πιο ευαίσθητων από αυτούς, με τραγικά αποτελέσματα που κανείς υπεύθυνος λειτουργός της Παιδείας, δεν θα διακινδύνευε.».

 

 

10. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως διευκρινίζεται με το επ αυτής από 21.6.2013 υπόμνημα, προβάλλεται ότι στην ένδικη περίπτωση δεν συντρέχει η προϋπόθεση επιβολής του μέτρου της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών, που τάσσει το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος (: « αντιμετώπιση ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία »), ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις περιέχουν «μία αυθαίρετη και παντελώς αστήρικτη επίκληση ενός υποτιθέμενου κινδύνου» για την υγεία των μαθητών και ότι «κανένα πόρισμα της επιστήμης κανένα δίδαγμα της κοινής πείρας δεν υπαγορεύει τη διαπίστωση ούτε καν την υπόθεση » ότι μπορεί να υπάρξει τέτοιος κίνδυνος σε περίπτωση ολιγοήμερης αναβολής των πανελλαδικών εξετάσεων. Συναφώς, επίσης, επισημαίνεται στο προαναφερθέν υπόμνημα ότι η έκθεση του .... δεν μπορεί να στηρίξει την ένδικη επίταξη και ότι η επίκληση της παράτασης κατά μερικές ημέρες του άγχους των μαθητών, που συνδέεται με την διεξαγωγή των πανελλαδικών εξετάσεων, «ως λόγος επιβολής της επίταξης κείται αναμφίβολα εκτός συνταγματικής νομιμότητας». Κατά την αιτούσα, εξ άλλου, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν με αποκλειστικό σκοπό την απαγόρευση της απεργίας των εκπαιδευτικών και προσχηματικά επικαλούνται ένα ανύπαρκτο κίνδυνο δημόσιας υγείας. Τέλος, η αιτούσα προβάλλει ότι, εφ όσον δεν συντρέχουν οι συνταγματικές προϋποθέσεις της επιτάξεως, οι προσβαλλόμενες πράξεις πλήττουν στον πυρήνα του το δικαίωμα της απεργίας των εκπαιδευτικών και παραβιάζουν, έτσι, τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 4 και 23 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος, του άρθρου 41 του εκτελεστικού του Συντάγματος - νόμου 3536/2007, τις υπ αριθμούς 105, 87 και 98 Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη.

 

 

11. Επειδή, οι παραπάνω λόγοι ακυρώσεως είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Τούτο, διότι στην προαναφερθείσα έκθεση του ...., η οποία αποτελεί στοιχείο της αιτιολογίας των προσβαλλομένων πράξεων, και η οποία, άλλωστε, παριστά διδάγματα της κοινής πείρας, τεκμηριώνεται επαρκώς και με αναλυτικό τρόπο η ουσιαστική κρίση της Διοικήσεως ότι η αναβολή των πανελλαδικών εξετάσεων, ως αποτέλεσμα τυχόν κηρυχθησόμενης απεργίας των εκπαιδευτικών κατά την προγραμματισμένη περίοδο διεξαγωγής των, μπορεί να έχει πολύ σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία των μαθητών που συμμετέχουν στις εξετάσεις αυτές, σε έκταση και ένταση τέτοιες, ώστε να δημιουργείται κίνδυνος για την δημόσια υγεία, για την αντιμετώπιση του οποίου δικαιολογείται, κατά το Σύνταγμα και τον νόμο, η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών των εκπαιδευτικών. Εφ όσον, λοιπόν, η συνδρομή της παραπάνω συνταγματικής προϋποθέσεως λήψεως του ενδίκου μέτρου της επιτάξεως τεκμηριώνεται επαρκώς στην αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων, οι προαναφερθέντες λόγοι ακυρώσεως περί παραβάσεως των περί απεργίας διατάξεων του Συντάγματος και του ν. 3535/2007, εκκινούντες από εσφαλμένη κατά τ ανωτέρω εκδοχή, είναι απορριπτέοι. Περαιτέρω, εφ όσον, σύμφωνα με όσα έγιναν ανωτέρω δεκτά, νομίμως αιτιολογείται η ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια υγεία, η αντιμετώπιση του οποίου δικαιολογεί, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά κατάχρηση εξουσίας, με σκοπό να ματαιώσουν την άσκηση του απεργιακού δικαιώματος των εκπαιδευτικών (πρβλ. ΣτΕ 1623/2012 Ολομ.). Μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Η. Τσακόπουλος και Δημ. Μακρής στην γνώμη των οποίων προσχώρησε η Πάρεδρος Μ. Σταματοπούλου. Η μειοψηφήσασα γνώμη έχει ως εξής: Το ότι κατά την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων τόσο οι μαθητές, που συμμετέχουν σε αυτές, όσο και οι γονείς τους τελούν υπό έντονη ψυχολογική φόρτιση είναι δίδαγμα της κοινής πείρας. Το ότι, όμως, η τυχόν αναβολή των εξετάσεων λόγω της απεργίας των εκπαιδευτικών μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την δημόσια υγεία ούτε δίδαγμα της κοινής πείρας είναι ούτε τεκμηριώνεται με την δέουσα σαφήνεια και πληρότητα στην από 10.5.2013 έκθεση του …. Διότι στην έκθεση αυτή γίνεται μεν λόγος για «βαρύ ψυχοτραυματικό πλήγμα», για «επιθετικές εκδηλώσεις» και για το ενδεχόμενο της ψυχικής κατάρρευσης κάποιων από τους μαθητές, σε περίπτωση αναβολής των εξετάσεων, δεν αναλύεται, όμως, ούτε τεκμηριώνεται ειδικότερα η έκταση των προβλημάτων αυτών ψυχικής υγείας στον μαθητικό πληθυσμό, ώστε ο κίνδυνος να δημιουργηθούν τέτοια προβλήματα να μπορεί να θεωρηθεί, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, ως κίνδυνος για την δημόσια υγεία εν γένει που δικαιολογεί την λήψη του μέτρου της επιτάξεως προσωπικών υπηρεσιών. Συνεπώς, κατά την μειοψηφήσασα γνώμη, η συνδρομή της παραπάνω συνταγματικής προϋποθέσεως δεν διαπιστώνεται αιτιολογημένα με τις προσβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες, κατ αποδοχήν του σχετικώς προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως, θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να ακυρωθούν.

 

 

12. Επειδή, προβάλλεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν εκδοθεί κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, που κατοχυρώνεται με το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος. Η αιτούσα ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι «η προληπτική επιβολή της επίταξης πριν καν διαφανεί οποιοσδήποτε κίνδυνος για τα έννομα αγαθά που [την] δικαιολογούν» αντιβαίνει στην παραπάνω συνταγματική αρχή, καθώς και ότι «η εκτελεστική εξουσία δεν ενεργοποίησε οποιαδήποτε μορφή ουσιαστικού δημοσίου διαλόγου και ούτε επέδειξε διάθεση καλόπιστης διαπραγμάτευσης για την επίλυση των φλεγόντων προβλημάτων του κλάδου και του δημοσίου σχολείου», τούτο δε κατά παράβαση και των προβλέψεων του άρθρου 3 του ν. 2224/1994. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απορριπτέοι. Πράγματι, η επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, κατά το άρθρο 22 παρ. 4 του Συντάγματος, δεν προϋποθέτει την επέλευση του κινδύνου για την δημόσια υγεία, αλλά την δυνατότητα να προκύψει τέτοιος κίνδυνος. Επομένως, δεν αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 22 παρ. 4 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος η επίταξη των προσωπικών υπηρεσιών των εκπαιδευτικών κατά την περίοδο των πανελλαδικών εξετάσεων, εφ όσον, κατά την αιτιολογημένη κατά τ ανωτέρω διαπίστωση της Διοικήσεως, αν κηρυχθεί η απεργία εκ μέρους της ΟΛΜΕ μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο η δημόσια υγεία. Εξ άλλου, ο περαιτέρω ισχυρισμός της αιτούσης, κατά τον οποίο η Κυβέρνηση προχώρησε στην λήψη του επαχθούς μέτρου της επιτάξεως χωρίς προηγουμένως να εξετάσει την λήψη ηπιότερων μέσων, θεμελιούμενος στην επίκληση του άρθρου 3 του ν. 2224/1994, είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού επιβάλλεται, υπό προϋποθέσεις, στις συνδικαλιστικές οργανώσεις να καλέσουν τον εργοδότη σε δημόσιο διάλογο και όχι το αντίστροφο, η αιτούσα δε στο δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως δεν ισχυρίζεται, με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ότι έλαβε την πρωτοβουλία για ένα τέτοιο διάλογο.

 

 

13. Επειδή, συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει στο σύνολό της να απορριφθεί.

 

 

Δ ι ά  τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στην αιτούσα Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου 2013

 

Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                           Η Γραμματέας

 

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                                        Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Μαΐου 2014.

 

   Ο Πρόεδρος                                             Η Γραμματέας

 

 

 Σωτ. Αλ. Ρίζος                                         Μ. Παπασαράντη