ΣτΕ Ολ. 1583/2010

 

Συνταγματικότητα και συμφωνία προς ΕΣΔΑ παγίου παραβόλου προσφυγής -.

 

Κρίθηκε, αντιθέτως προς την παραπεμπτική απόφαση του Β΄ Τμήματος (Σ.τ.Ε. 193/2009, 7μ.), ότι οι διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδάφ. δ΄ Συντάγματος).

 

 

Αριθμός 1583/2010

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Ιανουαρίου 2010, με την εξής σύνθεση: Π. Πικραμμένος, Πρόεδρος, Δ. Πετρούλιας, Αντιπρόεδρος, Α. Συγγούνα, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Μ. Καραμανώφ, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Α.-Γ. Βώρος, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Ε. Αντωνόπουλος, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Σπ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Σύμβουλοι, Β. Κίντζιου, Δ. Εμμανουηλίδης, Μ. Αθανασοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη.

 

Για να δικάσει την από 12 Απριλίου 2006 αίτηση:

 

της ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία "...& ΣΙΑ Ο.Ε.", που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (...), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Ασ. Ροδοκάλη, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 193/2009 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

Με την αίτηση αυτή η αιτούσα εταιρεία επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ΄ αριθμ. 1895/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Α.-Γ. Βώρο.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (υπ αριθ. 2028589-91/2006 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1895/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της αποφάσεως 3795/2001 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αιτούσης κατά της υπ αριθ. 97/23.2.1999 αποφάσεως του Προϊσταμένου της Α΄ Δ.Ο.Υ. Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε επιβληθεί στην αναιρεσείουσα πρόστιμο ύψους 23.385.240 δρχ. για παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων.

 

 

3. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν της 193/2009 αποφάσεως του Β' Τμήματος του Δικαστηρίου, με την οποία παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5 του άρθρου 100 του Συντάγματος (προστεθείσα με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, Α 84), το ζήτημα της συνταγματικότητος ή μη των περί παγίου παραβόλου προσφυγής διατάξεων του άρθρου 277 παρ. 1 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97/17.5.1999) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.).

 

 

4. Επειδή, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως παρά την απουσία της αναιρεσείουσας εταιρείας, εφ όσον, όπως προκύπτει από τα αποδεικτικά επιδόσεως της Επιμελήτριας της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Δέσποινας Κωνσταντινίδου, (με ημερομηνία 16.2.2009), αντίγραφα της ως άνω παραπεμπτικής αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθώς και της από 4.2.2009 πράξεως του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού δικασίμου της αιτήσεως αυτής στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου επεδόθησαν νομοτύπως στην αναιρεσείουσα εταιρεία.

 

 

5. Επειδή, οι διατάξεις του άρθρου 277 του Κ.Δ.Δ., ο οποίος άρχισε να ισχύει δύο μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το δεύτερο άρθρο του ν. 2717/1999, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζαν τα εξής: «1. Για το παραδεκτό των ένδικων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, κατά την κατάθεσή τους, στην περίπτωση δε της παραγράφου 3 ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσαχθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό παραβόλου. 2. Το παράβολο ορίζεται: α) για την προσφυγή [...] σε χίλιες πεντακόσιες (1.500) δραχμές, ενώ β) για την ανακοπή ερημοδικίας την έφεση [...] σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές. 3. [] 4 [] 5. Αν τα ένδικα μέσα στρέφονται κατ αποφάσεων μονομελών δικαστηρίων, τα αντίστοιχα ποσά ή ποσοστά των παραβόλων μειώνονται στο μισό. 6. [...] 7. Τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβόλων μπορούν να αναπροσαρμόζονται με προεδρικά διατάγματα [...] 8.[...] 9. Το παράβολο, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου, ενώ, αν αυτά γίνουν δεκτά ή αν η δίκη καταργηθεί για οποιονδήποτε λόγο, αποδίδεται σ αυτόν που το κατέβαλε. Οι έννομες αυτές συνέπειες επέρχονται ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετική ρητή διάταξη στην απόφαση. Αν η προσφυγή ή το ένδικο μέσο γίνουν δεκτά εν μέρει, το παράβολο αποδίδεται κατά ένα μέρος του, το οποίο και καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου. 10. Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να διατάξει την απόδοση του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Επίσης, μπορεί να διατάξει το διπλασιασμό του παραβόλου αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον ποσό που καταλογίζεται εισπράττεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων [...] 11. Αν, σε συγκεκριμένη περίπτωση, καταβλήθηκε παράβολο χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο, διατάσσεται με την απόφαση, και ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, η επιστροφή του.».

 

 

6. Επειδή, όπως έχει κριθεί (ΑΕΔ 33/1995, ΣτΕ 647/2004 Ολομ., 2531/2005 επταμ.), τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της κυρωθείσας με το ν.δ.53/1974 (Α 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων επάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας.

 

 

7. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ., καθ ο μέρος προβλέπουν ότι για το παραδεκτό της προσφυγής απαιτείται με την κατάθεσή της η προσκόμιση αποδεικτικού καταβολής παραβόλου είναι απολύτως σαφείς και δεν είναι αντικειμενικώς ικανές να γεννήσουν αμφιβολίες ούτε ως προς την υποχρέωση προσκόμισης του σχετικού αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου συγχρόνως με την κατάθεση της προσφυγής, ούτε ως προς την επερχόμενη συνέπεια του απαραδέκτου της προσφυγής λόγω μη προσκόμισης με την κατάθεσή της του ως άνω αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου. Εξ άλλου, το ποσό των 1500 δραχμών (4,40 ευρώ), που έπρεπε να καταβληθεί εν προκειμένω, σύμφωνα με το ως άνω άρθρο 277 παρ. 2 στοιχ. α΄ του Κ.Δ.Δ., για το παράβολο, ήταν ιδιαίτερα μικρό και επομένως δεν μπορούσε από τη φύση του να παρεμποδίσει το δικαίωμα της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας και εν γένει ενός διοικουμένου να προσφύγει ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 και 2 στοιχ. α΄ του Κ.Δ.Δ. δεν αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας που ρητώς προβλέπεται από το άρθρο 25 παρ.1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος (πρβλ. αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: της 28.5.2009, υπ αριθ. 44685/07 προσφυγή Τσέλικα-Σκούρτη κατά Ελλάδας και της 12.1.2006, υπ αριθ. 13404/03 προσφυγή Φίλιππου Γρυπαίου κατά Ελλάδας). Αν και κατά τη γνώμη των Συμβούλων Α.-Γ. Βώρου, Γ. Ποταμιά και Β. Καμπίτση, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 και 2 στοιχ. α΄ του Κ.Δ.Δ., καθ ο μέρος συνδέουν το παραδεκτό της προσφυγής με την καταβολή παραβόλου ασήμαντου ύψους (1500 δραχμές) σε σχέση με τα έξοδα για τη σύνταξη του δικογράφου της προσφυγής, την παράσταση κατά τη συζήτηση του πληρεξουσίου δικηγόρου κλπ., ανερχόμενα, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, σε πολλαπλάσιο αυτού ποσό, αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Συμβάσεως της Ρώμης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, καθώς και προς την ρητώς προβλεπόμενη από το άρθρο 25 παρ.1 εδάφ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, κατά το μέρος τους αυτό, είναι ανίσχυρες. Ενόψει δε του ανίσχυρου των διατάξεων αυτών, κατά τη μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, το αρμόδιο δικαστήριο (διοικητικό πρωτοδικείο) δεν απορρίπτει την ασκηθείσα ενώπιόν του προσφυγή λόγω μη καταβολής του εν λόγω παραβόλου αλλά προχωρεί στην εκδίκασή της κατά τα λοιπά και, αν συντρέχει περίπτωση, καταλογίζει το ελλείπον παράβολο με την οριστική του απόφαση. Περαιτέρω, κατά τη γνώμη της Συμβούλου Αικ. Συγγούνα, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 277 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας αντιβαίνουν προς τις διατάξεις περί παροχής «δίκαιης» δικαστικής προστασίας των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ.1 της Συμβάσεως της Ρώμης, μόνο καθ ο μέρος δεν επιτρέπουν την προσκόμιση του αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου μέχρι τη συζήτηση της προσφυγής. Ο Σύμβουλος Δ. Γρατσίας διετύπωσε, εξ άλλου, την ειδικότερη γνώμη: Οι κρίσιμες διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας είναι συμβατές με τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Συμβάσεως της Ρώμης, ενόψει της σαφούς εννοίας τους και του μικρού ποσού του καταβλητέου παραβόλου. Πλην, παρά το ότι οι διατάξεις αυτές δεν πάσχουν ασάφεια καθ εαυτές, η διαδοχή των νομοθετικών καθεστώτων (Κώδικας Φορολογικής Δικονομίας που ίσχυσε μέχρι 16.7.1999 και δεν απαιτούσε καταβολή παραβόλου- Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος ίσχυσε από 17.7.1999 και θέσπισε ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής την καταβολή παραβόλου) ήταν αντικειμενικώς ικανή να δημιουργήσει, επί εύλογο διάστημα μετά τη θέση σε ισχύ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (το οποίο δεν μπορεί, πάντως, να υπερβεί το πρώτο δεκαπενθήμερο μετά την έναρξη του δικαστικού έτους 1999-2000), ασάφεια ως προς το αν απητείτο παράβολο για την παραδεκτή άσκηση του συγκεκριμένου ενδίκου βοηθήματος (πρβλ. ΣτΕ Ολομ, 1852/2009). Για το λόγο αυτό, το αρμόδιο δικαστήριο (διοικητικό πρωτοδικείο) είχε υποχρέωση να ενημερώσει όσους κατέθεσαν προσφυγή ενώπιόν του μέχρι την 30.9.1999 περί του ότι για το παραδεκτό του εν λόγω ενδίκου βοηθήματος απητείτο η καταβολή παραβόλου 1500 δραχμών και να τάξει συγχρόνως σύντομη προθεσμία για την υποβολή στη γραμματεία του αποδεικτικού καταβολής του παραβόλου.

 

 

8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την 3795/2001 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η κατατεθείσα στις 17.9.1999 στη Δ.Ο.Υ. Α΄ Θεσσαλονίκης προσφυγή επειδή δεν είχε καταβληθεί το κατά το άρθρο 277 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. παράβολο των 1.500 δραχμών. Έφεση της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού κρίθηκε ότι νομίμως απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο η ανωτέρω προσφυγή ως απαράδεκτη, λόγω μη καταβολής παραβόλου. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα παραπάνω (σκέψη υπ΄ αριθμ. 7) η κρίση αυτή του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη, ο δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενος μοναδικός λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

 

 

9. Επειδή, κατόπιν τούτων, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί και να επιβληθεί στην αναιρεσείουσα εταιρεία η δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, το οποίο παρέστη και κατά την συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του Β΄ Τμήματος του Δικαστηρίου και, συνεπώς, η υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη πρέπει να καθορισθεί το ποσό των εννιακοσίων είκοσι (460+460=920) ευρώ.

 

 

Διά ταύτα

 

 

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα εταιρεία τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ, σύμφωνα με το σκεπτικό.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 12 Φεβρουαρίου 2010 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Μαΐου 2010.

 

Ο Πρόεδρος    Η Γραμματέας

 

 

Π. Πικραμμένος    Ε. Κουμεντέρη