ΣτΕ. Ολ 1213/2010

 

Μετάδοση σε τηλεοπτική εκπομπή στιγμιοτύπων ληφθέντων με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας» -.

 

Απορρίφθηκε αίτηση ακυρώσεως εταιρίας που εκμεταλλεύεται ιδιωτικό τηλεοπτικό σταθμό εθνικής εμβέλειας κατά αποφάσεως του Ε.Σ.Ρ., με την οποία επιβλήθηκαν στο σταθμό, λόγω μεταδόσεως κατά τη διάρκεια δύο εκπομπών στιγμιοτύπων που είχαν ληφθεί με τη μέθοδο της «κρυφής κάμερας», πρόστιμο 100.000 ευρώ για κάθε εκπομπή και κύρωση συνισταμένη στην υποχρέωση μεταδόσεως, κατά την έναρξη τριών συνεχομένων κεντρικών δελτίων ειδήσεων του σταθμού, κειμένου με το οποίο εγνωστοποιείτο η επιβολή του ανωτέρω προστίμου.

 

 

(Απόσπασμα - Περίληψη) ... Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή, επί της έννοιας των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 5Α, 9 παρ. 1, 14 παρ. 1 και 2, και 15 του Συντάγματος, των άρθρων 8 παρ. 1 και 10 της Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), καθώς και των άρθρων 3 του ν. 2328/1995 και των διατάξεων των Κανονισμών 1/1991 και 2/1991 του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης (Ε.Σ.Ρ.), έγιναν δεκτά, κατά πλειοψηφία, τα εξής: Το άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος (βλ. συναφώς και το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α) κατοχυρώνει την ελευθερία εκφράσεως, βασική εκδήλωση της οποίας αποτελεί το δικαίωμα του καθενός να διαδίδει μέσω του τύπου, της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως ειδήσεις, σχόλια και απόψεις (δικαίωμα του πληροφορείν). Με την αυτή συνταγματική διάταξη, σε συνδυασμό προς τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κατοχυρώθηκε, εξ άλλου, ως αναγκαίο λογικώς παρακολούθημα του δικαιώματος του πληροφορείν, το δικαίωμα του καθενός να ενημερώνεται τακτικά, ελεύθερα και από κάθε διαθέσιμη πηγή για κάθε θέμα που τον ενδιαφέρει, το τελευταίο δε τούτο δικαίωμα (δικαίωμα στην πληροφόρηση) κατοχυρώνεται ήδη και ρητώς στο άρθρο 5Α παρ. 1 του Συντάγματος. Όπως ευθέως συνάγεται από τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις (βλ. συναφώς και το άρθρο 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), η άσκηση, τόσο του δικαιώματος του πληροφορείν, όσο και του δικαιώματος στην πληροφόρηση τελεί υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως, μεταξύ άλλων, των κανόνων δικαίου που κατοχυρώνουν δικαιώματα και ελευθερίες άλλων. Η εφαρμογή των τελευταίων αυτών κανόνων μπορεί, επομένως, να δικαιολογήσει περιορισμούς στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση, τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται, εν όψει και της κατοχυρουμένης στο άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος αρχής της αναλογικότητας, ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων. Εν όψει των ανωτέρω, περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν και του δικαιώματος στην πληροφόρηση μπορεί να δικαιολογηθούν και στην περίπτωση που οι περιορισμοί αυτοί παρίστανται ως απολύτως αναγκαίοι για την προστασία του δικαιώματος τρίτου προσώπου στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, το δικαίωμα δε τούτο κατοχυρώνεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1 του Συντάγματος (βλ. και άρθρο 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.) και καλύπτει, πλην άλλων, το δικαίωμα του προσώπου να προστατεύει την εικόνα του, ως στοιχείο ουσιώδες για τη συγκρότηση της προσωπικότητάς του (πρβλ., περί του δικαιώματος προστασίας της εικόνας του προσώπου ως ιδιαίτερης εκφάνσεως του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αποφάσεις της 21.2.2002, Schüssel κατά Αυστρίας, της 24.6.2004, Von Hannover κατά Γερμανίας και της 11.1.2005, Sciacca κατά Ιταλίας). Κατά το μέρος, ειδικώς, που αφορά στην τηλεόραση, το Κράτος, στο οποίο ανατίθεται, με το άρθρο 15 παρ. 2 του Συντάγματος, ο άμεσος έλεγχος των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, οφείλει να ελέγχει την τήρηση, εκ μέρους των ασκούντων μέσω της τηλεοράσεως το δικαίωμα του πληροφορείν, της κατά τα ανωτέρω υποχρεώσεώς τους να σέβονται, κατά την άσκηση του δικαιώματός τους, τα δικαιώματα των άλλων, περιλαμβανομένου και του δικαιώματος του καθενός στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του, δεδομένου, μάλιστα, ότι ο άμεσος έλεγχος του Κράτους επί της τηλεοράσεως σκοπεί, μεταξύ άλλων, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 15 παρ. 2 του Συντάγματος, στη διασφάλιση του σεβασμού της αξίας του ανθρώπου, στην αποτελεσματική προάσπιση της οποίας σκοπεί και η συνταγματική κατοχύρωση των επί μέρους ατομικών δικαιωμάτων και, κατ’ εξοχήν, του δικαιώματος του καθενός να απαιτεί σεβασμό της ιδιωτικής ζωής του. Μέσο ασκήσεως του ως άνω ελέγχου από το Κράτος της ασκήσεως του δικαιώματος του πληροφορείν εντός των ορίων που επιβάλλει η ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των τρίτων αποτελεί, πλην άλλων, το θεσπιζόμενο στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995 σύστημα επιβολής διοικητικών κυρώσεων, η αρμοδιότητα της επιβολής των οποίων ανατίθεται ήδη από Σύνταγμα κατ’ αποκλειστικότητα στο Ε.Σ.Ρ. Η καταγραφή, εξ άλλου, με κρυφά μέσα, εικόνας, η οποία έχει ως κύριο ή ως μοναδικό θέμα συγκεκριμένο πρόσωπο, συνιστά, κατ’ αρχήν, προσβολή του δικαιώματος του προσώπου τούτου επί της εικόνας του, το δικαίωμα δε αυτό προστατεύεται, κατά τα ήδη εκτεθέντα, από τα άρθρα 9 παρ. 1 του Συντάγματος και 8 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., ως ιδιαίτερη έκφανση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, η μετάδοση δια της τηλεοράσεως ειδήσεως, της οποίας αποκλειστική ή κύρια πηγή αποτελεί εικόνα συγκεκριμένου προσώπου, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, εφ’ όσον η μεταδιδόμενη είδηση έχει ληφθεί υπό συνθήκες που στοιχειοθετούν προσβολή του δικαιώματος τρίτου επί της εικόνας του. Ως εκ τούτου, η μετάδοση της εν λόγω ειδήσεως μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογήσει την επιβολή από το Ε.Σ.Ρ. διοικητικής κυρώσεως από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2328/1995. Είναι, εν τούτοις, δυνατόν να κριθεί από το Ε.Σ.Ρ., κατόπιν ειδικής και πλήρως αιτιολογουμένης σταθμίσεως, ότι η μετάδοση ειδήσεως, με αποκλειστική ή κύρια πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, επειδή ο προερχόμενος από τη μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζόμενου προσώπου επί της εικόνας του δικαιολογείται, εν όψει και της ιδιότητος του προσώπου τούτου, λόγω της συμβολής της μεταδοθείσης ειδήσεως σε συζήτηση γενικού ενδιαφέροντος (πρβλ. συναφώς την προμνησθείσα απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της υποθέσεως Von Hannover, ιδίως §§ 60 και επ.). Στην περίπτωση, όμως, κατά την οποία η μετάδοση της ως άνω ειδήσεως θεωρείται, για τους εκτεθέντες λόγους, ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, τούτο δεν σημαίνει, άνευ ετέρου, ότι καθίσταται θεμιτή και η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που κατεγράφη με κρυφά μέσα και συνιστά την πηγή της θεμιτώς μεταδοθείσης ειδήσεως. Τούτο δε διότι η μετάδοση από την τηλεόραση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα αποτελεί περιορισμό του συνταγματικώς προστατευομένου δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του, κατά πολύ εντονότερο του περιορισμού που συνιστά για το εν λόγω δικαίωμα η απλή μετάδοση της ειδήσεως που έχει ως πηγή την επίμαχη, κρυφίως ληφθείσα εικόνα. Κατά συνέπεια, ο εντονότερος αυτός περιορισμός του δικαιώματος του εικονιζομένου προσώπου επί της εικόνας του μπορεί να θεωρηθεί ως θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, μόνον εάν το Ε.Σ.Ρ. θεωρήσει, κατόπιν ειδικής και πλήρως αιτιολογουμένης κρίσεως, ότι η θεμιτή, για τους εκτεθέντες λόγους, μετάδοση της συγκεκριμένης ειδήσεως είναι απολύτως αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερής χωρίς την μετάδοση της εικόνας που ελήφθη με κρυφά μέσα και αποτελεί την πηγή της ειδήσεως. Υπό το φως δε των ανωτέρω αρχών, συναγομένων από τις μνημονευθείσες διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α., είναι ερμηνευτέες και οι νομοθετικές και κανονιστικές ρυθμίσεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη. Κατά την ειδικότερη, εξ άλλου, γνώμη ορισμένων συμβούλων και ενός παρέδρου, η χρησιμοποίηση, κατά τ’ ανωτέρω, κρυφού μέσου για την, εν αγνοία ορισμένου προσώπου, απόσπαση οπτικού ή ηχητικού υλικού της ιδιωτικής του ζωής και η μετάδοση, με τον τρόπο αυτό, σχετικών ειδήσεων, συνιστά ευθεία προσβολή της ανθρώπινης αξίας, καθώς υποβιβάζει το συγκεκριμένο πρόσωπο από υποκείμενο της εννόμου τάξεως και των κοινωνικών σχέσεων σε απλό μέσον για την επιδίωξη ασύνδετων προς την βούλησή της σκοπών. Εφ’ όσον δε κατά την αυτή, γνώμη η προστασία της ανθρώπινης αξίας, η οποία, κατά το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 15 παρ. 2 και 25 παρ. 1), οριοθετεί τη λειτουργία των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, είναι απόλυτη, η κατά τον ανωτέρω τρόπο μετάδοση ειδήσεων είναι, αντιστοίχως, απολύτως απαγορευμένη, μη υποκείμενη, ως εκ τούτου, σε σταθμίσεις με άλλα αγαθά, κινητοποιούσα δε, καθ’ εαυτήν, την αρμοδιότητα της οικείας αρχής προς επιβολή κυρώσεων. Τούτο δε, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για μετάδοση μόνο της είδησης ή και του οπτικοακουστικού υλικού, στο οποίο αυτή στηρίχθηκε, του ζητήματος βεβαίως τούτου συνεκτιμωμένου κατά την κρίση της βαρύτητας της παραβάσεως. Τα ανωτέρω, εξ άλλου, δεν μεταβάλλονται στην περίπτωση που η μετάδοση ειδήσεως με τον προεκτεθέντα τρόπο αποκαλύπτει έκνομη συμπεριφορά, ενόσω, πάντως, ο εν λόγω τρόπος δεν εντάσσεται σε θεσμοθετημένη από την έννομη τάξη διαδικασία για την προστασία του δημοσίου συμφέροντος. Κατά τη γνώμη, όμως, της μειοψηφίας, η κρίση του Ε.Σ.Ρ., με βάση τα μνημονευθέντα κριτήρια, ότι η μετάδοση ειδήσεως με αποκλειστική ή κύρια πηγή εικόνα, καταγραφείσα με κρυφά μέσα, συνιστά θεμιτή άσκηση του δικαιώματος του πληροφορείν, καθιστά επιτρεπτή και τη μετάδοση από την τηλεόραση της πιο πάνω εικόνας. Τούτο δε διότι, ενόψει της ιδιαίτερης φύσεως της τηλεοράσεως, σε σχέση προς τα λοιπά μέσα μαζικής ενημερώσεως, η τηλεοπτική μετάδοση της ειδήσεως συμβαδίζει με την μετάδοση της εικόνας. Τέλος, κατά την άποψη ορισμένων συμβούλων, από καμία συνταγματική διάταξη ή αρχή δεν απορρέει η κατ’ ουσίαν απόλυτη απαγόρευση μεταδόσεως της εικόνας προσώπου, όπως την δέχεται η κρατήσασα γνώμη. Βεβαίως, η εικόνα του προσώπου, ως στοιχείο της προσωπικής του ζωής, καλύπτεται από την συνταγματικά κατοχυρωμένη αξίωση κάθε προσώπου για το, κατ’ αρχήν, απαραβίαστο της προσωπικής ζωής του. Η αξίωση, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, αλλά διαβαθμίζεται σε κατηγορίες, ανάλογες προς την ιδιότητα του προσώπου και τον χώρο, όπου λαμβάνει χώρα η αποτύπωση της προς μετάδοση εικόνας. Έτσι, για τους ιδιώτες, πρέπει να θεωρηθεί ότι υπάρχει απόλυτη προστασία από την ακούσια λήψη της εικόνας ή εάν η λήψη της εικόνας γίνεται για την πρόληψη αξιόποινης πράξης σε δημόσιο χώρο. Για τα δημόσια πρόσωπα, η προστασία είναι μικρότερη. Τα δημόσια πρόσωπα, όπως είναι τα πολιτικά πρόσωπα, εξ ορισμού εκτίθενται στη δημοσιότητα, ενίοτε δε, επιλεκτικά, την επιδιώκουν. Η επιδίωξη αυτή δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δημιουργεί αντίστοιχη, εύλογη και εντός ορίων, επιδίωξη των μέσων ενημερώσεως και του κοινού για την προβολή στοιχείων της ζωής τους, που συνάπτονται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, με τις δημόσιες δραστηριότητές τους. Για τα πρόσωπα αυτά, υπάρχει, όπως και για τους ιδιώτες, απόλυτη προστασία της εικόνας τους στον ιδιωτικό χώρο τους, καθώς και σε δημόσιο χώρο, προσιτό στο κοινό, όταν τα πρόσωπα αυτά έχουν, στον δημόσιο χώρο, υπαίθριο ή κλειστό, προσωπικές ή οικογενειακές στιγμές. Όταν, όμως, τα πρόσωπα αυτά δεν διατελούν, σε δημόσιο χώρο, στις ανωτέρω συνθήκες ή όταν, πολλώ μάλλον, ενεργούν κατά τρόπο που, δικαιολογημένα, μπορεί να ενδιαφέρει το κοινωνικό σύνολο, όπως στην περίπτωση που επιδεικνύουν συμπεριφορά αντίθετη προς εκείνη που επιβάλλει ο συγκεκριμένος δημόσιος ρόλος τους ή αντίθετη προς την εικόνα, που εκείνα προβάλλουν για τον εαυτό τους, τότε το δικαίωμα στην πληροφόρηση και το δικαίωμα του πληροφορείν μπορεί να δικαιολογήσει την ακούσια λήψη της εικόνας τους και την προβολή από τα μέσα ενημερώσεως των σχετικών στιγμιοτύπων. [πρβλ. ΕΔΔΑ, Krone κατά Αυστρίας (26-2-2002), Plon κατά Γαλλίας (18-5-2004), von Hannover κατά Γερμανίας (24-6-2004), Ρεκλός κατά Ελλάδος (15-1-2009), House of Lords (M.B.) Campbell κατά MGN (6-4-2004)]. Ειδικότερα, η καταγραφή της εικόνας προσώπου είναι σύμφυτη με την έννοια της τηλεοράσεως. Δεν νοείται να ρυθμίζεται, και, επομένως, να κατοχυρώνεται συνταγματικά, ο τρόπος λειτουργίας μέσου ενημερώσεως, όπως η τηλεόραση, αλλά αυτό να λειτουργεί με τον τρόπο λειτουργίας άλλου μέσου ενημερώσεως, όπως το ραδιόφωνο. Διότι ειδησεογραφική τηλεόραση με απλή εμφάνιση του εκφωνητή των ειδήσεων, χωρίς τηλεοπτική αναμετάδοση στιγμιοτύπων, που περιλαμβάνουν και την εν δράσει εικόνα δημοσίων προσώπων, κατ’ ουδέν διαφέρει στην ουσία από την ραδιοφωνική μετάδοση ειδήσεων. Είναι διαφορετικό το ζήτημα μεταδόσεως εικόνων δημοσίων προσώπων σε περιπτώσεις άλλες από τις, κατά τα ανωτέρω, θεωρούμενες ως επιτρεπόμενες. Εκεί, ασφαλώς, η αναμετάδοση απαγορεύεται και το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει τις κυρώσεις (βλ., μεταξύ άλλων, τις παρ. 5, 6 και 7 του άρθρου 14). Στις κατά τα ανωτέρω, όμως, επιτρεπόμενες περιπτώσεις προβολής της εικόνας δημοσίων προσώπων, το τεκμήριο, κατά τη στάθμιση μεταξύ του δικαιώματος στην πληροφόρηση και την δημόσια διαφάνεια αφ’ ενός και στην προστασία της εικόνας αφ’ ετέρου, είναι υπέρ του επιτρεπτού της μεταδόσεως της ακουσίως ληφθείσης εικόνας. Η κρατήσασα γνώμη αναγορεύει την προστασία της εικόνας σε απόλυτο αγαθό, χωρίς να υπάρχει σχετική συνταγματική πρόβλεψη, και καθιστά το συνταγματικό κανόνα του επιτρεπτού της αναμεταδόσεως εικόνας, αν η αναμετάδοση δεν παραβιάζει άλλες συνταγματικές διατάξεις, εξαίρεση, υπό άκρως αυστηρές προϋποθέσεις επιτρεπόμενη. Υπό τα δεδομένα αυτά, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αποφάσισε ότι η κρίση του Ε.Σ.Ρ., κατά την οποία συνιστά παράβαση των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών η μετάδοση, κατά τη διάρκεια των εκπομπών, εικόνων οι οποίες ελήφθησαν με κρυφά μέσα και έχουν ως κύριο θέμα τον παρεμβαίνοντα στη δίκη, και συνακόλουθα η προσβαλλόμενη πράξη, αιτιολογούνται νομίμως και επαρκώς. Απέρριψε δε τους περί του αντιθέτου προβληθέντες ισχυρισμούς, καθώς και τους λόγους περί παράβασης των αρχών δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος και της αρχής της αναλογικότητας.