ΣτΕ Ολ. 1210/2010

 

Καταχρηστικοί γενικοί όροι συναλλαγών -.

 

Νόμιμη η απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, για την απαγόρευση αναγραφής ορισμένων γενικών όρων συναλλαγών που είχαν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές.

 

 

... Οι αιτούσες ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, οι οποίες έχουν κοινό έννομο συμφέρον και προβάλλουν κοινούς λόγους ακυρώσεως, στηριζόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση, παραδεκτώς ομοδικούν. Με έννομο συμφέρον ασκεί παρέμβαση υπέρ του κύρους της προσβαλλόμενης πράξης σωματείο, το οποίο έχει ως καταστατικό σκοπό την προστασία των συμφερόντων των καταναλωτών και την εκπροσώπησή τους ενώπιον της Δικαιοσύνης και των διοικητικών αρχών, ενώ εξ άλλου, οι δικαστικές αποφάσεις επί των οποίων ερείδεται η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση έχουν εκδοθεί επί συλλογικών αγωγών του σωματείου τούτου. Με το ν. 2251/1994 θεσπίστηκαν διατάξεις σχετικά με προστασία του καταναλωτή, στις οποίες περιελήφθησαν και ρυθμίσεις της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 95). Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με το ν. 3587/2007, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2005/29 «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149). Στο άρθρο 1 του εν λόγω ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε, ορίζεται ότι «τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους» (παρ. 1), το οποίο μεριμνά, μεταξύ άλλων, για «τα οικονομικά τους συμφέροντα» (παρ. 2 περ. β΄). Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «όροι που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για μελλοντικές συμβάσεις (γενικοί όροι των συναλλαγών), δεν δεσμεύουν τον καταναλωτή, εάν κατά την κατάρτιση της σύμβασης τους αγνοούσε ανυπαιτίως, όπως, ιδίως, όταν ο προμηθευτής δεν του υπέδειξε την ύπαρξή τους ή του στέρησε τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους» (παρ. 1)· «γενικοί όροι συναλλαγών που έχουν ως αποτέλεσμα την σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή απαγορεύονται και είναι άκυροι. …» (παρ. 6)· «σε κάθε περίπτωση, καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που: α) … ε) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος να αναφέρεται στη σύμβαση, στ) … ια) χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα στον καταναλωτή, ιβ) … κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να απαιτήσει από τον καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τα αποδεικτικά του μέσα, κη) …» (παρ. 7). Στο άρθρο 10 του ίδιου νόμου, όπως τούτο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 13 του ν. 3587/2007, προβλέπεται η συγκρότηση ενώσεων καταναλωτών οι οποίες συγκροτούνται ως σωματεία και έχουν αποκλειστικό σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (παρ. 1)· οι ενώσεις αυτές, επί τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, νομιμοποιούνται στην άσκηση κάθε είδους αγωγής για την προστασία των γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού κοινού (συλλογική αγωγή). Με την αγωγή αυτή μπορεί ιδίως να ζητηθεί: α) η παράλειψη παράνομης συμπεριφοράς του προμηθευτή, ακόμη και πριν αυτή εκδηλωθεί, β) χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, γ) λήψη ασφαλιστικών μέτρων και δ) η αναγνώριση του δικαιώματος αποκατάστασης της ζημίας που υφίστανται οι καταναλωτές από την παράνομη συμπεριφορά (παρ. 16)· συλλογικές αγωγές των περιπτώσεων α΄ και β΄ της παραγράφου 16 δικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, οι έννομες δε συνέπειες από την απόφαση αυτή ισχύουν έναντι πάντων, και αν δεν ήταν διάδικοι, ενώ το δεδικασμένο απόφασης που δέχεται εν όλω ή εν μέρει αγωγή της περίπτωσης δ΄ ισχύει και υπέρ των ζημιωθέντων καταναλωτών, έστω και αν αυτοί δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική δίκη (παρ. 20). Στην παρ. 21 του ίδιου άρθρου 10, όπως αντικαταστάθηκε κατά τα ανωτέρω, ορίζεται ότι «ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί με απόφασή του που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, να καθορίζει τους όρους και προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων επί αγωγών καταναλωτή ή ενώσεων καταναλωτών, εφόσον οι συνέπειες του δεδικασμένου έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών». Τέλος, στην παρ. 2 του άρθρου 13α του ν. 2251/1994, όπως τούτο προστέθηκε με το άρθρο 17 του ν. 3587/2007, προβλέπονται διοικητικές κυρώσεις σε βάρος των προμηθευτών που παραβαίνουν διατάξεις του νόμου αυτού. Κατά την έννοια της παρ. 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε, ο νομοθέτης χορηγεί στη Διοίκηση, και ειδικότερα στον Υπουργό Ανάπτυξης, τη δυνατότητα θέσπισης κανόνων δικαίου με σκοπό τη ρύθμιση της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών. Η δυνατότητα αυτή θεσπίζεται υπό τρεις προϋποθέσεις: α) ύπαρξη αμετάκλητης δικαστικής απόφασης, β) έναρξη της δίκης με αγωγή καταναλωτή ή ένωσης καταναλωτών εκδικαζόμενη με οποιαδήποτε διαδικασία, γ) οι συνέπειες του δεδικασμένου ή της ιδιότυπης δεσμευτικότητας, σε περίπτωση συλλογικών αγωγών εκδικαζομένων κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (βλ. Α.Π. 1219/2001), να έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Αν οι τρεις αυτές προϋποθέσεις συντρέχουν σωρευτικά, ο Υπουργός Ανάπτυξης μπορεί με κανονιστική πράξη να καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο ή τη δεσμευτικότητα των πιο πάνω αποφάσεων. Η πιο πάνω εξουσιοδοτική διάταξη παρέχει στον Υπουργό Ανάπτυξης μόνο την αρμοδιότητα να διαπιστώσει την ύπαρξη αμετάκλητης δικαστικής απόφασης και, στη συνέχεια, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να καταστήσει περιεχόμενο της κανονιστικής ρύθμισης τις κρίσεις της απόφασης αυτής, από τις οποίες παράγεται δεδικασμένο ή η κατά τα ανωτέρω ιδιότυπη δεσμευτικότητα. Ο Υπουργός δεν έχει και την αρμοδιότητα να εκφέρει ιδία κρίση σχετικά με τη δικαστική αυτή απόφαση, ιδίως όσον αφορά την ερμηνεία των εφαρμοστέων διατάξεων ή την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτές (μειοψ). Εν όψει των ανωτέρω, τρίτοι βλαπτόμενοι από τις ρυθμίσεις της κανονιστικής υπουργικής απόφασης που εκδίδεται με βάση τη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη, αλλά και ήδη πριν από την έκδοση αυτής από τις κρίσεις της έναντι πάντων δεσμευτικής αποφάσεως που απετέλεσε το έρεισμά της, έχουν το δικαίωμα - εν όψει και των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) - να ασκήσουν τριτανακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 586 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ. (π.δ. 305/1985 - Α΄ 182), κατά της δικαστικής απόφασης η οποία αποτέλεσε το έρεισμα της υπουργικής απόφασης, ώστε να επιδιώξουν με την ενδεχόμενη αποδοχή της τριτανακοπής και την συνακόλουθη εξαφάνιση της δικαστικής αποφάσεως, την έκλειψη του εν λόγω ερείσματος της υπουργικής αποφάσεως. Η εξουσιοδοτική διάταξη της παρ. 21 του άρθρου 10 του ν. 2251/1994, όπως αντικαταστάθηκε, παρέχει στον Υπουργό Ανάπτυξης αρμοδιότητα κανονιστικής ρύθμισης με το ανωτέρω περιεχόμενο, με κριτήριο το δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη προστασία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Συνεπώς, το δημόσιο συμφέρον υπό την ανωτέρω έννοια τίθεται ως κριτήριο για την άσκηση της κανονιστικής αρμοδιότητας και ο Υπουργός Ανάπτυξης οφείλει, κάθε φορά που κάνει χρήση της νομοθετικής εξουσιοδότησης, να το εκτιμά. Εξ άλλου, οι μνημονευόμενοι στην εξουσιοδοτική διάταξη όροι και προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών συνιστούν τις τυχόν αναφερόμενες στις πιο πάνω δικαστικές αποφάσεις περιστάσεις, υπό τις οποίες έχει κριθεί καταχρηστικός συγκεκριμένος γενικός όρος συναλλαγών. Κατ’ επίκληση της ανωτέρω εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, με την οποία αποφασίστηκε η απαγόρευση αναγραφής των γενικών όρων συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με συγκεκριμένες αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε τρεις κατηγορίες συμβάσεων που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές και συγκεκριμένα σε α) συμβάσεις στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου, β) συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών και γ) συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Στο προοίμιο της εν λόγω υπουργικής απόφασης αναφέρεται ότι για την έκδοσή της ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, το άρθρο 2 του ν. 2251/1994, αποφάσεις του Αρείου Πάγου, του Εφετείου Αθηνών και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες, καθώς και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Η εξουσιοδοτική, επομένως, διάταξη πρέπει να μην είναι γενική και αόριστη, ασχέτως αν είναι ευρεία ή στενή, αν περιλαμβάνει δηλαδή μεγάλο ή μικρό αριθμό περιπτώσεων, τις οποίες η Διοίκηση μπορεί να ρυθμίσει κανονιστικώς βάσει της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Η ευρύτητα της εξουσιοδότησης, εφόσον το περιεχόμενο της είναι ορισμένο, δεν επηρεάζει το κύρος της. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων. Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενο τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επί πλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα. Οι ανωτέρω ουσιαστικές ρυθμίσεις μπορούν να υπάρχουν τόσο στις διατάξεις του εξουσιοδοτικού νόμου όσο και σε διατάξεις άλλων νόμων σχετικών με τα θέματα που αποτελούν αντικείμενο της νομοθετικής εξουσιοδότησης. Με τη μνημονευθείσα εξουσιοδοτική διάταξη καθορίζεται το αντικείμενο των κανόνων που μπορεί να θεσπίσει η Διοίκηση και ειδικότερα παρέχεται σε αυτήν η αρμοδιότητα να εκδώσει κανόνες δικαίου με ρυθμιστικό περιεχόμενο το περιεχόμενο συγκεκριμένων αμετάκλητων αποφάσεων, καθορίζοντας τη συναλλακτική συμπεριφορά των προμηθευτών κατά τρόπο ώστε να μη διαταράσσεται πλέον με αυτήν η ισορροπία των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή. Συνεπώς, η εν λόγω εξουσιοδότηση είναι ειδική και ορισμένη και τα όσα αντίθετα προβάλλουν οι αιτούσες είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Από τις διατάξεις του ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3587/2007, αλλά και τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου (άρθρο 153 Συνθήκης ΕΚ, οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, οδηγία 98/27 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί των αγωγών παραλείψεως στον τομέα της προστασίας των συμφερόντων των καταναλωτών, οδηγία 2005/29 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, η οποία ενσωματώθηκε με το ν. 3587/2007) καθιερώνεται η κρατική υποχρέωση προσδιορισμού της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών έναντι των καταναλωτών με γνώμονα το ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Εφόσον συνεπώς με τις ανωτέρω διατάξεις γίνεται ουσιαστική ρύθμιση του θέματος τούτου, η μνημονευθείσα εξουσιοδότηση αφορά τη ρύθμιση ειδικότερου θέματος κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος και, κατά συνέπεια, νομίμως χορηγείται σε όργανο της Διοίκησης άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Με την εξουσιοδοτική διάταξη δεν παρέχεται στη Διοίκηση η αρμοδιότητα κανονιστικής ρύθμισης σχετικά με τους όρους άσκησης ελευθέριου επαγγέλματος, και μάλιστα εν γένει, ώστε να απαιτείται έκδοση κανονιστικού διατάγματος (Σ.τ.Ε. 2815/2004 Ολομ.). Εξ άλλου, δεν απαιτείται έκδοση κανονιστικού διατάγματος, όπως αβασίμως προβάλλουν οι αιτούσες, σε κάθε περίπτωση που με την εξουσιοδοτική διάταξη παρέχεται, όπως εν προκειμένω, η δυνατότητα θέσπισης συγκεκριμένων περιορισμών της συμβατικής ελευθερίας. Κατόπιν των ανωτέρω, οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι μη νομίμως παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση σε όργανο της Διοίκησης άλλο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), στην οποία περιλαμβάνονται η επαγγελματική και η συμβατική ελευθερία, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος˙ άλλωστε κατά το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να φτάνουν μέχρι του σημείου να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας. Από το σύνολο των διατάξεων του εξουσιοδοτικού νόμου προκύπτει ότι η εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Ανάπτυξης αναφέρεται στη θέσπιση ρυθμίσεων-μέτρων προς αντιμετώπιση συγκεκριμένων προβλημάτων στη λειτουργία της συνταγματικώς κατοχυρωμένης (με τη συνταγματική εγγύηση της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας) οικονομίας της αγοράς. Οι ρυθμίσεις αυτές εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω (σκέψη 21). Εν όψει τούτων, η εξουσιοδοτική διάταξη δεν παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5 παρ. 1 και 106 παρ. 2 του Συντάγματος, εφόσον μάλιστα ο περιορισμός της οικονομικής ελευθερίας των προμηθευτών, στην οποία μπορεί βάσει αυτής να προβεί η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση, δεν καθιστά, κατά την κοινή αντίληψη, αδύνατη ή ουσιωδώς δυσχερή την άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των αιτουσών τραπεζών (πρβ. Σ.τ.Ε. 3031/2008 Ολομ.). Συνεπώς, ο λόγος με τον οποίο οι αιτούσες προβάλλουν ότι η εξουσιοδοτική διάταξη περιορίζει υπέρμετρα την ιδιωτική αυτονομία και οικονομική ελευθερία τους είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Η θέσπιση κανονιστικής ρύθμισης κατά σύννομη άσκηση κανονιστικής αρμοδιότητας δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης δεν συνιστά εφαρμογή κανόνα δικαίου σε συγκεκριμένη ατομική περίπτωση αλλά θέση γενικού και απρόσωπου κανόνα δικαίου και αποτελεί, κατά το ουσιαστικό της περιεχόμενο, νομοθέτηση˙ ως εκ τούτου, δεν απαιτείται αιτιολογία εκ μέρους της Διοίκησης για την πρόκριση συγκεκριμένης ρύθμισης ως βέλτιστης. Η κανονιστική πράξη ελέγχεται μόνον από την άποψη της τήρησης των όρων της εξουσιοδοτικής διάταξης επί της οποίας εκδίδεται, καθώς και της τυχόν υπέρβασης των ορίων της εξουσιοδότησης. Η λήψη υπόψη και η εκτίμηση από τη Διοίκηση κριτηρίων τιθεμένων από την εξουσιοδοτική διάταξη δεν είναι απαραίτητο να προκύπτει από την ίδια την κανονιστική ρύθμιση αλλά μπορεί να προκύπτει από τις σχετικές προπαρασκευαστικές πράξεις ή και άλλα στοιχεία του φακέλου. Στο προοίμιο της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης αναφέρεται ότι για την έκδοση της ελήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και το γεγονός ότι οι συνέπειες του δεδικασμένου των ανωτέρω αποφάσεων έχουν ευρύτερο δημόσιο ενδιαφέρον για την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και την προστασία των καταναλωτών. Εν όψει των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως ότι από το γράμμα της διάταξης αυτής συνάγεται ότι ο Υπουργός Ανάπτυξης εξουσιοδοτείται αποκλειστικώς να εισαγάγει διατάξεις με τις οποίες καθορίζονται μόνο τα μέσα και τα τυχόν μέτρα που λαμβάνει η Διοίκηση ώστε οι προμηθευτές να συμμορφωθούν προς το δεδικασμένο αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων και ότι, συνεπώς, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσιοδότησης, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Για την αναδρομική ισχύ κανονιστικής ρύθμισης, δηλαδή την πρόσδοση από την κανονιστική πράξη αναδρομής στην ουσιαστική ισχύ της απαιτείται ρητή πρόβλεψη στην εξουσιοδοτική διάταξη του νόμου. Εν προκειμένω, στην εξουσιοδοτική διάταξη δεν υπάρχει πρόβλεψη για δυνατότητα πρόσδοσης αναδρομικής ισχύος στις ρυθμίσεις που θα τεθούν από τη Διοίκηση, ούτε όμως η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση περιλαμβάνει αναδρομική ρύθμιση υπό την ανωτέρω έννοια, εφόσον οι ισχύς των κανόνων δικαίου που θεσπίζονται με αυτήν αρχίζει από τη δημοσίευσή της. Συνεπώς, ο λόγος με τον οποίο προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ανεπίτρεπτη αναδρομή, διότι οι αμετάκλητες αποφάσεις που αναφέρονται στο προοίμιό της, το δεδικασμένο των οποίων καθίσταται πλέον κανόνας δικαίου, είναι προγενέστερες της εξουσιοδοτικής διάταξης, είναι απορριπτέος γιατί στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Απορριπτέος, εξ άλλου, ως αβάσιμος είναι και ο συναφής λόγος ότι η εξουσιοδοτική διάταξη έχει την έννοια ότι ο Υπουργός μπορεί να καθορίζει όρους και προϋποθέσεις προσαρμογής της συναλλακτικής συμπεριφοράς των προμηθευτών στο δεδικασμένο δικαστικών αποφάσεων που καθίστανται αμετάκλητες μετά τη θέση σε ισχύ της εξουσιοδοτικής διάταξης, δεδομένου ότι ο νομοθέτης δεν θέτει κανένα σχετικό περιορισμό, ούτε μια τέτοια ερμηνεία υπαγορεύεται από συνταγματικές διατάξεις και μάλιστα από το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος εδάφιο τέταρτο) οι επιβαλλόμενοι από το νόμο περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν. Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης - στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κανονιστικός νομοθέτης - διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (Σ.τ.Ε. 3031/2008 Ολομ.). Οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης κανονιστικής υπουργικής απόφασης δεν παρίστανται απρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου συμφέροντος και δεν συνιστούν περιορισμό της οικονομικής ελευθερίας των αιτουσών τραπεζών δυσανάλογο, μάλιστα δε προδήλως δυσανάλογο, σε σχέση με τον επιδιωκόμενο με αυτές σκοπό. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση, κατά τη χρήση της εξουσιοδότησης, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και ο εξεταζόμενος λόγος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατ’ ιδίαν καταχρηστικοί όροι συναλλαγών κριθέντες ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και νομίμως περιληφθέντες στην υπουργική απόφαση κατ’ απόρριψη των περί του αντιθέτου λόγων ακυρώσεως: Ι. Συμβάσεις στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου α) Όρος που προβλέπει την είσπραξη από το πιστωτικό ίδρυμα εξόδων «χρηματοδότησης», «προέγκρισης δανείου» ή «εξέτασης αιτήματος δανείου», κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσό του δανείου β) Όρος που προβλέπει την επιβολή ποσού «προμήθειας» ή «εξόδων φακέλου» γ) Όρος που προβλέπει ότι, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής εκ μέρους του καταναλωτή οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή των τόκων ή των εξόδων, το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση δανείου και να ζητήσει το σύνολο του ανεξόφλητου ποσού μαζί με τους αναλογούντες τόκους υπερημερίας. δ) Όρος που προβλέπει την παραίτηση του εγγυητή από τα ευεργετήματα και τις ενστάσεις που του αναγνωρίζουν τα άρθρα 862 - 868 Α.Κ., όπως εκάστοτε ισχύουν. ε) Όρος που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους. στ) Όρος που προβλέπει ως πρόσθετη ασφάλεια την εκχώρηση και μεταβίβαση στο πιστωτικό ίδρυμα των μισθωμάτων επί εκμισθωμένου από τον καταναλωτή ακινήτου, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα απαιτεί επιπλέον από τον καταναλωτή να εγγράψει υπέρ αυτού προσημείωση υποθήκης για ποσό που υπερκαλύπτει το ύψος του δανείου, να διατηρεί το ακίνητο ασφαλισμένο με δικαιούχο του ασφαλίσματος το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα και να συνυπογράψει τη σύμβαση δανείου ως εγγυητής τρίτο πρόσωπο. ζ) Όρος που προβλέπει ότι, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης μερικώς ή ολικώς του κεφαλαίου του δανείου, η οποία πραγματοποιείται μετά τον πρώτο χρόνο σύναψης της σύμβασης και εφόσον δεν υπάρχει καθυστέρηση οφειλής, ο καταναλωτής θα καταβάλει ως αποζημίωση στο πιστωτικό ίδρυμα ποσό ίσο με ποσοστό επί του κεφαλαίου που καταβάλλεται πρόωρα ή τόκους ορισμένων μηνών επί του κεφαλαίου αυτού. Επίσης, κάθε όρος που εξαρτά την άσκηση του προαναφερόμενου δικαιώματος πρόωρης εξόφλησης από οποιοδήποτε αντάλλαγμα.

 

 

ΙΙ. Συμβάσεις χορήγησης πιστωτικών καρτών α) Όρος που προβλέπει, στις περιπτώσεις ανάληψης μετρητών, την καταβολή προμήθειας στο πιστωτικό ίδρυμα. β) Όρος που προβλέπει την αποκλειστική αρμοδιότητα δικαστηρίων συγκεκριμένης πόλης για την επίλυση διαφορών που θα προκύπτουν από τη σύμβαση μεταξύ πιστωτικού ιδρύματος και καταναλωτή. γ) Όρος που προβλέπει ότι αν, εντός συγκεκριμένης ταχθείσας από το πιστωτικό ίδρυμα προθεσμίας από τη λήψη του μηνιαίου λογαριασμού (ή και άλλης ειδοποίησης οποτεδήποτε, για την πληρωμή οφειλής σχετικής με την κάρτα), ο κάτοχος ή ο συνοφειλέτης δεν αμφισβητήσει το σύνολο του ποσού και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις του, λογίζεται ότι αποδέχθηκε όλες τις εγγραφές που έγιναν καθώς και το χρεωστικό του υπόλοιπο και δεν έχει πλέον το δικαίωμα να το αμφισβητήσει. δ) Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα δύναται να καταγγείλει οποτεδήποτε, χωρίς προειδοποίηση ή αιτιολόγηση τη σύμβαση πίστωσης με τον κάτοχο (ή και να απαγορεύσει οποιαδήποτε χρήση της κάρτας) καθώς και να τροποποιεί μονομερώς οποιοδήποτε όρο της σύμβασης. ε) Όρος που προβλέπει την επιβάρυνση του καταναλωτή με ποσό προμήθειας ή εξόδων για τη χορήγηση από το πιστωτικό ίδρυμα βεβαίωσης οφειλών. στ) Όρος που προβλέπει την αναπροσαρμογή του ύψους της ετήσιας συνδρομής πιστωτικής κάρτας, χωρίς προηγούμενη ενημέρωση του κατόχου της. ΙΙΙ. Συμβάσεις λογαριασμού κατάθεσης. Όρος που προβλέπει ότι το πιστωτικό ίδρυμα επιβάλλει κατά την κρίση του οποτεδήποτε έξοδα κίνησης σε κάθε λογαριασμό κατάθεσης για την περίπτωση που δεν παρουσιάζει υπόλοιπο ανώτερο από το κατώτατο όριο που θα καθορίζει κάθε φορά το ίδιο για το αντίστοιχο είδος λογαριασμού.