ΣτΕ.Ολ 959/2015

 

Συμβολαιογράφοι - Διαγωνισμός συμβολαιογράφων - Αρχή ισότητας - Αρχή αξιοκρατίας - Περιορισμός προτίμησης για μια μόνο ειρηνοδικειακή περιφέρεια - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Κρίθηκε ότι ο περιορισμός των υποψηφίων συμβολαιογράφων να εκφράσουν την προτίμησή τους για μια μόνον ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας, που προβλέπεται από την διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2830/2000, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002, αντίκεινται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία προσβάσεως στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα. Τούτο δε, διότι ο περιορισμός αυτός επιτρέπει τον διορισμό υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι, αν και διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα και επιτυγχάνουν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι, εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος ότι εδήλωσαν, υποχρεούμενοι από τον νόμο, προτίμηση διορισμού σε ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας για την οποία, κατόπιν της εκδόσεως των αποτελεσμάτων, αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη από την επιτευχθείσα βαθμολογία.

 

 

Αριθμός 959/2015

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Οκτωβρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Πρόεδρος, Ν. Ρόζος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μιχ. Βηλαράς, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης, Α. - Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Π. Καρλή, Φ. Ντζίμας, Μ. Σταματελάτου, Β. Αραβαντινός, Α. Καλογεροπούλου, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κων. Φιλοπούλου, Κων. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σ. Βιτάλη, Ηλ. Μάζος, Β. Κίντζιου, Θ. Τζοβαρίδου, Ελ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Χρ. Μπολόφη, Μ. Ελ. Παπαδημήτρη, Ελ. Μουργιά, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κων. Πισπιρίγκος και Σ. Βιτάλη, καθώς και η Πάρεδρος Χρ. Μπολόφη μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 9 Ιουλίου 2010 αίτηση:

 

των: 1) ... και 14) ...

 

κατά του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ο οποίος παρέστη με τη Βασιλική Πανταζή, Νομική Σύμβουλο του Κράτους,

 

και κατά των παρεμβαινόντων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Εφετείων: 1) Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, που εδρεύει στην Αθήνα (Γ. Γενναδίου 4), 2) Θεσσαλονίκης, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (Αριστοτέλους 22), 3) Θράκης, που εδρεύει στην Κομοτηνή (Χαριλάου Τρικούπη 50), 4) Κρήτης, που εδρεύει στο Ηράκλειο Κρήτης (οδός 1821), 5) Ιωαννίνων, που εδρεύει στα Ιωάννινα (Χαριλάου Τρικούπη 2), 6) Κέρκυρας, που εδρεύει στην Κέρκυρα (Δονζελότ 9), 7) Ναυπλίου, που εδρεύει στο Ναύπλιο (ʼργους και Ράδου 2), οι οποίοι παρέστησαν με τη δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη (Α.Μ. 8698), που τη διόρισαν με πληρεξούσια, 8) Λάρισας, που εδρεύει στη Λάρισα (Βελλή 4), ο οποίος δεν παρέστη, 9) Πάτρας, που εδρεύει στην Πάτρα (Κανακάρη 101), ο οποίος παρέστη με την ίδια ως άνω δικηγόρο Γλυκερία Σιούτη, που τη διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπʼ αριθμ. 1539/2013 αποφάσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν οι: α) υπʼ αριθμ. 32779/9.6.2010 (ΦΕΚ 497/Γ/11-6-2010), β) υπʼ αριθμ. 61750/23.6.2010 αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και γ) η υπʼ αριθμ. 61829/15.4.2002 (ΦΕΚ 483 Β΄/18.4.2002) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Π. Καρλή.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια των παρεμβαινόντων Συλλόγων και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, οι οποίες ζήτησαν την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214) του Συμβούλου Μιχαήλ Βηλαρά και της Παρέδρου Ελένης Μουργιά, τακτικών μελών της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση, λαμβάνουν μέρος αντʼ αυτών στη διάσκεψη ως τακτικά μέλη ο Σύμβουλος Κωνσταντίνος Πισπιρίγκος και η Πάρεδρος Χριστιάνα Μπολόφη, αναπληρωματικά μέχρι τώρα μέλη της συνθέσεως.

 

 

2. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ. αριθμ. 1103596/2010 ειδικό έντυπο παραβόλου).

 

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή οι αιτούντες ζητούν την ακύρωση: α) της υπ΄ αριθμ. 32779/9-6-2010 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την οποία προκηρύχθηκε γραπτός διαγωνισμός συμβολαιογράφων έτους 2010 (497 Γ΄/11-6-2010), β) της υπ΄αριθμ. 61750/23-6-2010 αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του ως άνω Υπουργείου «Τροποποίηση προκήρυξης διαγωνισμού για την πλήρωση κενών θέσεων συμβολαιογράφων έτους 2010» ( ΕτΚ Β, φ. 916 Β΄/23.6.2010), και γ) της 61829/15-4-2002 αποφάσεως του Υπουργού Δικαιοσύνης «Τρόπος διενέργειας διαγωνισμού συμβολαιογράφων» (483/18-4-2002), όπως τροποποιήθηκε με τις υπ΄αριθμ. 120790/8-10-2003 (1538 Β΄/17-10-2003), 61058/10-4-2009 (710 Β΄/15-4-2009) και 55210/4-6-2010 (777Β΄/4-6-2010) αποφάσεις του ίδιου Υπουργού.

 

 

4. Επειδή, μετ΄ εννόμου συμφέροντος, επικαλούμενοι τους σκοπούς των συμβολαιογραφικών συλλόγων (βλ. άρθρο 99 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, ν. 2830/2000 Α΄ 96), έχουν ασκήσει παρέμβαση με κοινό δικόγραφο, υπέρ του κύρους των προσβαλλόμενων πράξεων: α) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, β) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Θεσσαλονίκης, γ) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Θράκης, δ) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Κρήτης ε) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Ιωαννίνων, στ) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Κερκύρας, ζ) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Ναυπλίου η) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Λάρισας και θ) ο Συμβολαιογραφικός Σύλλογος Εφετείου Πάτρας.

 

 

5. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση στην Ολομέλεια κατόπιν της 1539/2013 αποφάσεως της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με οριστικές διατάξεις της ανωτέρω αποφάσεως καταργήθηκε η δίκη ως προς τις αιτούσες ...υ, οι οποίες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αιτήσεως ακυρώσεως, ενώ η υπό κρίση αίτηση απορρίφθηκε ως προς τις αιτούσες ..., οι οποίες δεν νομιμοποίησαν τον υπογράφοντα την αίτηση δικηγόρο, με κάποιο από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 27 του π.δ. 18/1989 (8Α) τρόπους. Με οριστική, επίσης, διάταξη της εν λόγω αποφάσεως η παρέμβαση, κατά το μέρος που ασκείται από τον Συμβολαιογραφικό Σύλλογο Εφετείου Λάρισας, απορρίφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 27 του π.δ. 18/1989, διότι το συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο για τη νομιμοποίηση του δικηγόρου που υπογράφει το δικόγραφο της παρεμβάσεως του ανωτέρω Συμβολαιογραφικού Συλλόγου κατατέθηκε στις 29.2.2012, ήτοι μετά την πάροδο της δοθείσας κατά τη συζήτηση προθεσμίας. Ομοίως, με οριστική διάταξη της αποφάσεως η υπό κρίση αίτηση απορρίφθηκε κατά το μέρος που στρέφεται κατά των υπ΄ αριθμ. 61829/15-4-2002, 120790/8-10-2003, 61058/10-4-2009 και 55210/4.6.2010 αποφάσεων του Υπουργού Δικαιοσύνης διότι οι τρεις πρώτες εξ αυτών, κανονιστικές πράξεις που ρυθμίζουν την διαδικασία διενέργειας του διαγωνισμού, προσβάλλονται εκπροθέσμως, ενώ ουδείς αυτοτελής λόγος ακυρώσεως προβάλλεται κατά της τετάρτης εξ αυτών, με την οποία τροποποιείται η ως άνω διαδικασία.

 

 

6. Επειδή, περαιτέρω, με την ανωτέρω απόφασή του, το Γ΄ Τμήμα δέχθηκε ότι η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη, που είναι η προκήρυξη του επίμαχου διαγωνισμού, και η δεύτερη προσβαλλόμενη πράξη, με την οποία τροποποιήθηκε εν μέρει η ως άνω προκήρυξη, έχουν εξαντλήσει το ρυθμιστικό περιεχόμενό τους εφόσον, μετά την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως ο διαγωνισμός συμβολαιογράφων για το έτος 2010 διενεργήθηκε, και, μετά τη βαθμολόγηση των υποψηφίων, εκδόθηκε ο από 29.1.2011 πίνακας διοριστέων (47 Γ΄/1.2.2011), κατά φθίνουσα σειρά επιτυχίας ανά ειρηνοδικείο και περιφέρεια εφετείου, ενώ η σύνθετη διοικητική ενέργεια του επίμαχου διαγωνισμού ολοκληρώθηκε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως των πράξεων διορισμού των επιτυχόντων. Κατόπιν αυτών κρίθηκε, ότι συμπροσβαλλόμενες και μόνες παραδεκτώς προσβαλλόμενες είναι οι πράξεις διορισμού των επιτυχόντων στις κενές θέσεις συμβολαιογράφων. Και ναι μεν η υπό κρίση αίτηση κατά το μέρος που στρέφεται κατά των πράξεων αυτών ανήκει, σύμφωνα με την περιπτ. ιε) της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (268 Α΄), που προστέθηκε με το άρθρο 47 παρ. 1 του ν. 3900/2010 (213 Α΄), στην αρμοδιότητα του τριμελούς διοικητικού εφετείου, διότι αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί συμβολαιογράφων, οι διατάξεις δε του άρθρου 47 παρ. 1 καταλαμβάνουν, κατά το άρθρο 50 του ν. 3900/2010, και τις εκκρεμείς υποθέσεις, ωστόσο, με την παραπεμπτική απόφαση κρίθηκε ότι πρέπει να κρατηθεί και να εκδικασθεί η υπόθεση, σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 1968/1991 (150 Α΄), δεδομένου ότι, οι αποφάσεις των διοικητικών εφετείων που εκδίδονται επί των διαφορών της περιπτ. ιε υπόκεινται σε έφεση (άρθρ. 5Α ν. 702/1977, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 άρθρ. 47 ν. 3900/2010). Ακολούθως, με την ίδια απόφαση παραπέμφθηκε προς επίλυση στην Ολομέλεια, το ζήτημα αν η διάταξη του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 2530/2000, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002, η οποία προβλέπει ότι στον διαγωνισμό των υποψηφίων συμβολαιογράφων κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να είναι υποψήφιος μόνο για μία έδρα στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας.

 

 

7. Επειδή, οι αιτούντες ..., ως προς τους οποίους είναι εξεταστέα η υπό κρίση αίτηση, υπέβαλαν αίτηση συμμετοχής στον διαγωνισμό υποψηφίων συμβολαιογράφων έτους 2010 για την ειρηνοδικειακή περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, προσέβαλαν δε εμπροθέσμως την προκήρυξη του εν λόγω διαγωνισμού και την τροποποιητική της, αμφισβητώντας την συνταγματικότητα του όρου της προκηρύξεως, που ορίζει ότι οι επιθυμούντες τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό οφείλουν να δηλώσουν την έδρα μόνον μιας ειρηνοδικειακής περιφέρειας στην οποία επιθυμούν να διορισθούν. Ο όρος αυτός της προκηρύξεως επαναλαμβάνει τη διάταξη του άρθρου 25 παρ.3 του ν. 2830/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002. Μετά δε την έκδοση των παραδεκτώς προσβαλλομένων πράξεων διορισμού των επιτυχόντων στις κενές θέσεις συμβολαιογράφων, στις οποίες δεν περιλαμβάνονταν οι αιτούντες, υπέβαλαν το από 1-2-2012 υπόμνημα, με το οποίο κατονομάζουν συγκεκριμένους συνυποψηφίους τους, οι οποίοι αν και έλαβαν χαμηλότερη από αυτούς βαθμολογία στον επίμαχο διαγωνισμό, έχουν διορισθεί σε θέσεις διαφόρων ειρηνοδικειακών περιφερειών εφετείων της Χώρας, στις οποίες ισχυρίζονται ότι θα διορίζονταν μετά βεβαιότητας οι ίδιοι, αν υπήρχε η δυνατότητα να εκφράσουν προτίμηση για περισσότερες της μιας ειρηνοδικειακές περιφέρειες. Ενόψει των ανωτέρω, οι αιτούντες έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως και την από κοινού προβολή του ανωτέρω περί αντισυνταγματικότητας ισχυρισμού, κατά την έννοια του άρθρου 47 παρ.1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄8), τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τους παρεμβαίνοντες και τον καθ΄ ού η αίτηση Υπουργό πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 

 

8. Επειδή, η αρχή της ισότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί συνταγματικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της νομοθετικής λειτουργίας όσο και τη διοίκηση, όταν θεσπίζει κατά νομοθετική εξουσιοδότηση κανονιστική ρύθμιση. Η παραβίαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας εκάστου με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, ο οποίος είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη ή στην κανονιστικώς δρώσα διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζουν με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, που συνδέονται με κάθε μια από τις καταστάσεις ή σχέσεις αυτές, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρυθμίσεως. Πρέπει όμως η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και τα οποία αποκλείουν την εκδήλως άνιση μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες ή την αυθαίρετη εξομοίωση προσώπων που τελούν υπό ουσιωδώς διαφορετικές συνθήκες. Περαιτέρω, η αρχή της αξιοκρατίας, η οποία απορρέει από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, υπαγορεύει όπως η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα γίνεται με κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των ενδιαφερομένων για την κατάληψή τους (ΣτΕ Ολομ. 2396/2004, 3052, 3058/2009). Και μπορεί μεν, σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης να θεσπίζει αποκλίσεις από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, κατά την πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, υπό την προϋπόθεση όμως ότι οι σχετικές ρυθμίσεις δικαιολογούνται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, είναι πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού και τηρείται η αρχή της αναλογικότητας (πρβλ. ΣτΕ 4064/1990, 170/1988, 2216/1975). Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία, ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητος του ατόμου. Στην ελευθερία αυτή ο κοινός νομοθέτης μπορεί να επιβάλει περιορισμούς, οι οποίοι είναι συνταγματικώς επιτρεπτοί, εφʼ όσον δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, ορίζονται γενικά και κατά τρόπο αντικειμενικό, τελούν δε σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα του επαγγέλματος (ΣτΕ 2768/2011 Ολ., 3177/2012 Ολ., 3828/1997 Ολ.). Ειδικότερα, όταν ο θεσπιζόμενος περιορισμός αφορά την πρόσβαση στο επάγγελμα προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα, η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλει να είναι εμφανής και σαφώς διαγνώσιμη η αναγκαιότητα επιβολής του για την επίτευξη του επιδιωκομένου από τον νόμο σκοπού (ΣτΕ 3340, 3516/2013 Ολ.).

 

 

9. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 2830/2000 (Κώδικας Συμβολαιογράφων) ορίζεται ότι: «1. Ο Συμβολαιογράφος είναι άμισθος δημόσιος λειτουργός με καθήκοντα: α. Να συντάσσει και να φυλάσσει έγγραφα συστατικά ή αποδεικτικά δικαιοπραξιών και δηλώσεων των ενδιαφερομένων όταν η σύνταξη των εγγράφων αυτών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με το νόμο ή όταν οι ενδιαφερόμενοι επιθυμούν να προσδώσουν σε αυτά κύρος δημοσίου εγγράφου. β. Να εκδίδει απόγραφα ή αντίγραφα των εγγράφων του εδαφίου α΄, καθώς και αντίγραφα των προσαρτημένων και αναφερομένων σε αυτά εγγράφων. γ. Να θεωρεί ιδιωτικά έγγραφα για την απόκτηση βέβαιης χρονολογίας. Για τη θεώρηση αυτή συντάσσεται σχετική συμβολαιογραφική πράξη. δ. Να βεβαιώνει το γνήσιο της υπογραφής που τίθεται ενώπιον του σε κάθε έγγραφο που σχετίζεται με τη συναπτόμενη πράξη. ε. Να ενεργεί κάθε άλλη πράξη που του αναθέτει ο νόμος. Επίσης δύναται να ενεργεί και κάθε άλλη πράξη σχετική με την άσκηση του έργου του». Στο άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: «1. Στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου συνιστάται με προεδρικό διάταγμα μια τουλάχιστον θέση συμβολαιογράφου» και στο άρθρο 4 αυτού ορίζεται ότι: "1 Ο συμβολαιογράφος ασκεί τα καθήκοντά του σε όλη την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία είναι διορισμένος, όπως κάθε φορά η περιφέρεια του ειρηνοδικείου ορίζεται". Περαιτέρω, στο άρθρο 25 του ως άνω ν. 2830/2000, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002 (ΕτΚ Α, φ. 58), ορίζεται ότι: « Η πλήρωση των κενών θέσεων συμβολαιογράφων γίνεται με πανελλήνιο διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο διαγωνισμός διενεργείται στις έδρες των Εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης. 2. Στην προκήρυξη ορίζεται ο συνολικός αριθμός θέσεων που θα πληρωθούν σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια των Εφετείων της χώρας, με βάση τις κενές θέσεις που υπάρχουν δέκα (10) ημέρες πριν την ημέρα της έκδοσης της υπουργικής απόφασης, ο χρόνος έναρξης του διαγωνισμού, η κατανομή των εφετειακών περιφερειών στα εξεταστικά κέντρα της παραγράφου 1, και κάθε άλλο θέμα σχετικό με το διαγωνισμό. 3. Κάθε διαγωνιζόμενος μπορεί να είναι υποψήφιος μόνο για μία έδρα στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της προτίμησής του. 4. Για τη διεξαγωγή του διαγωνισμού συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης οι ακόλουθες επιτροπές: α) πενταμελής κεντρική επιτροπή με έδρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, η οποία αποτελείται από: έναν (1) αρεοπαγίτη ως πρόεδρο, έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών, οι οποίοι ορίζονται με τους αναπληρωτές τους, έναν (1) καθηγητή Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και τον πρόεδρο του Συμβολαιογραφικού Συλλόγου Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσου, ο οποίος ορίζει έναν συμβολαιογράφο Αθηνών ως αναπληρωτή του. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη επιλογής των θεμάτων στα εξεταζόμενα μαθήματα τα οποία είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους . β) τριμελής οργανωτική επιτροπή στην έδρα των εφετείων Αθηνών και Θεσσαλονίκης, η οποία αποτελείται από έναν (1) πρόεδρο εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, έναν (1) εισαγγελέα εφετών και έναν (1) συμβολαιογράφο με τους αναπληρωτές τους. Η επιτροπή αυτή έχει την ευθύνη της διενέργειας του διαγωνισμού και γ) Ομάδες βαθμολόγησης στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καθεμία των οποίων αποτελείται από δύο (2) προέδρους εφετών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και έναν (1) συμβολαιογράφο και για τη βαθμολόγηση των γραπτών στις ξένες γλώσσες από καθηγητές ξένων γλωσσών πανεπιστημίου ή Τ.Ε.Ι. ή μέσης εκπαίδευσης, οι οποίες και έχουν την ευθύνη της βαθμολόγησης των γραπτών δοκιμίων των υποψηφίων (το εδαφ. γʼ αντικαταστάθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 59 ν. 3160/2003, ΕτΚ Α, φ. 165) 5. 6. Οι υποψήφιοι διαγωνίζονται σε θέματα: α) Αστικού Δικαίου, β) Εμπορικού Δικαίου, γ) Πολιτικής Δικονομίας, δ) Κώδικα Συμβολαιογράφων, ε) Ειδικών νόμων της Οροφοκτησίας και κάθετης ιδιοκτησίας, του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού, Δασικού Κώδικα . Τα θέματα λαμβάνονται από την ύλη τη σχετική με τα καθήκοντα του συμβολαιογράφου και η εξέταση των μαθημάτων γίνεται με συνθετική παρουσίαση πρακτικού θέματος και ερωτημάτων θεωρητικού χαρακτήρα . Οι εξετάσεις όλων των μαθημάτων είναι μόνο γραπτές. 7. Τα γραπτά δοκίμια των υποψηφίων βαθμολογούνται από τρεις (3) βαθμολογητές. Η κλίμακα βαθμολογίας των γραπτών δοκιμίων ορίζεται από 0 έως 20. Ο μέσος όρος των τριών (3) βαθμολογητών για κάθε μάθημα αποτελεί το βαθμό του υποψηφίου στο μάθημα, εφόσον η απόκλιση από τη μεγαλύτερη μέχρι τη μικρότερη βαθμολογία δεν είναι μεγαλύτερη των τριών (3) μονάδων. Από τους υποψηφίους διορίζονται σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια για την κάλυψη των κενών θέσεων της προκήρυξης με τη σειρά βαθμολογίας εκείνοι που σε κανένα μάθημα δεν έλαβαν βαθμό μικρότερο των δέκα (10) μονάδων 8. Μετά τη διαμόρφωση του τελικού πίνακα διορίζονται από αυτόν στις κενές θέσεις της προκήρυξης οι επιτυχόντες κατά φθίνουσα σειρά και μέχρι την πλήρωση όλων των κενών θέσεων. 9. 10. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης ρυθμίζονται τα θέματα που σχετίζονται με την προκήρυξη του διαγωνισμού, τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και το χρόνο υποβολής τους, τον τρόπο ελέγχου των προσόντων των υποψηφίων και γενικά κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την ομαλή και αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού και τη σύνταξη των πινάκων επιτυχόντων και διοριζομένων». Περαιτέρω, στο άρθρο 26 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Ο διορισμός του συμβολαιογράφου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. 2. 3. 4. 5. ». Επί τη βάσει της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 10 του άρθρου 25 του ν. 2830/2000, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 61829/15.4.2002 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης «Τρόπος διενέργειας διαγωνισμού συμβολαιογράφων» (ΕτΚ Β, φ. 483/18.4.2002), στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι ο διαγωνισμός των υποψήφιων συμβολαιογράφων είναι πανελλήνιος και προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους, με βάση τις κενές θέσεις που υπάρχουν δέκα ημέρες πριν την έκδοση της υπουργικής απόφασης, ο δε διαγωνισμός διενεργείται στην έδρα του Εφετείου Αθηνών για τους υποψήφιους για τις έδρες των ειρηνοδικείων που υπάγονται στις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Πατρών, Ναυπλίου, Κρήτης, Αιγαίου, Δωδεκανήσου και Λαμίας και στην έδρα του Εφετείου Θεσσαλονίκης για τους υποψήφιους για τις έδρες ειρηνοδικείων που υπάγονται στις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Δυτικής Μακεδονίας, Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Θράκης. Στο άρθρο 2 της ίδιας υπουργικής απόφασης όπως αντικαταστάθηκε με την 61058/10.4.2009 όμοια απόφαση (ΕτΚ Β, φ. 710/15.4.2009), ορίζεται ότι οι επιθυμούντες τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό υποψηφίων συμβολαιογράφων οφείλουν πέντε ημέρες τουλάχιστον προ της οριζόμενης με την προκήρυξη ημέρας ενάρξεως του διαγωνισμού να υποβάλουν στον Γραμματέα της Τριμελούς Οργανωτικής Επιτροπής στην έδρα του Εφετείου, σχετική αίτηση στην οποία να προσδιορίζουν και την έδρα της ειρηνοδικειακής περιφέρειας στην οποία επιθυμούν να διοριστούν και επιπλέον να δηλώνουν ή να προσκομίζουν όσα στοιχεία και δικαιολογητικά απαιτούνται με την απόφαση της προκήρυξης του διαγωνισμού. Με την υπ΄ αριθμ. 32779/9.6.2010 πράξη του Γενικού Γραμματέα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (497Γ΄/11.6.2010) προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πλήρωση κενών θέσεων συμβολαιογράφων έτους 2010, η πράξη δε αυτή τροποποιήθηκε στη συνέχεια με την υπ΄ αριθμ. 61750/23.6.2010 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης (ΕτΚ Γ, φ. 916/23.6.2010) κατά το μέρος που αφορά την ημερομηνία έναρξης του διαγωνισμού. Σύμφωνα με την ως άνω προκήρυξη όσοι επιθυμούν τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό οφείλουν πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν την έναρξη αυτού να υποβάλουν στο Γραμματέα της οικείας Τριμελούς Οργανωτικής Επιτροπής σχετική αίτηση υπεύθυνη δήλωση στην οποία θα δηλώνουν απαραίτητα την έδρα και την περιφέρεια του ειρηνοδικείου στην οποία επιθυμούν να διορισθούν. Περαιτέρω στην ίδια προκήρυξη ορίζεται ότι ο διαγωνισμός είναι ενιαίος για όλη τη χώρα και γίνεται κατά την αυτή ημέρα και ώρα για τις περιφέρειες όλων των εφετείων, τα θέματα είναι κοινά για τους υποψήφιους όλης της χώρας και διατυπώνονται από Κεντρική Επιτροπή με έδρα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ενώ οι κενές θέσεις που προκηρύσσονται προς πλήρωση ανήκουν στις ειρηνοδικειακές περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών (25), Πειραιώς (6), Λαμίας (11), Πατρών (6), Ναυπλίου (9), Καλαμάτας (5), Κρήτης (4), Αιγαίου (3), Δωδεκανήσου (4), Θεσσαλονίκης (12), Λάρισας (5), Δυτικής Μακεδονίας (1) και Θράκης (2).

 

 

10. Επειδή, από τις διατάξεις του ανωτέρω Κώδικα Συμβολαιογράφων, που κυρώθηκε με τον ν. 2830/2000, προκύπτει ότι οι συμβολαιογράφοι ασκούν μεν δημόσιο λειτούργημα, υπό την έννοια ότι λόγω του εμπιστευτικού του χαρακτήρα και της από απόψεως δημοσίου συμφέροντος σπουδαιότητάς του υπόκειται σε έντονη κανονιστική ρύθμιση, η οποία αφορά τόσο στην πρόσβαση όσο και στην άσκησή του, όμως εντός των ορίων της αρμοδιότητάς τους οι συμβολαιογράφοι διαθέτουν επαγγελματική ελευθερία και ασκούν το επάγγελμά τους υπό όρους ανταγωνισμού, επιλέγονται από τους πελάτες τους ελεύθερα, συνδέονται με αυτούς με σχέση εντολής, ευθύνονται προσωπικώς έναντι αυτών και αμείβονται με ιδιωτικές αμοιβές. (πρβλ. απόφαση Δ.Ε.Ε. της 24ης Μαΐου 2011, C-61/08, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Ελληνικής Δημοκρατίας). Περαιτέρω, από τις προεκτεθείσες διατάξεις του άρθρου 25 προκύπτει ότι με τον Κώδικα αυτόν μεταβλήθηκε το προϊσχύσαν σύστημα διαγωνισμού υποψηφίων συμβολαιογράφων (ανά έδρα εφετείου) και καθιερώθηκε ενιαίος (πανελλήνιος) διαγωνισμός, ως πλέον αξιοκρατικός τρόπος πληρώσεως των κενών θέσεων (βλ. την εισηγητική έκθεση του σχεδίου νόμου "Κώδικας Συμβολαιογράφων" επί του άρθρου 25, καθώς και την εισηγητική έκθεση του ν. 2993/2002 επί του άρθρου 11). Όμως, ο περιορισμός των υποψηφίων συμβολαιογράφων να εκφράσουν την προτίμησή τους για μια μόνον ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας, που προβλέπεται από την ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2830/2000, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002, αντίκεινται στην αρχή της αξιοκρατίας και στην κατά το άρθρ. 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία προσβάσεως στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου προσώπων που συγκεντρώνουν τα νόμιμα προσόντα. Τούτο δε, διότι ο περιορισμός αυτός επιτρέπει τον διορισμό υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι, αν και διαγωνίζονται στα ίδια μαθήματα και επιτυγχάνουν καλύτερη επίδοση, παραμένουν αδιόριστοι, εξαιτίας του τυχαίου γεγονότος ότι εδήλωσαν, υποχρεούμενοι από τον νόμο, προτίμηση διορισμού σε ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας για την οποία, κατόπιν της εκδόσεως των αποτελεσμάτων, αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη από την επιτευχθείσα βαθμολογία. Δεν προκύπτουν δε, από κανένα στοιχείο και ιδίως από την αιτιολογική έκθεση του ν. 2993/2002 και τις συζητήσεις στη Βουλή, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι κατʼ εξαίρεση θα δικαιολογούσαν τον επίμαχο περιορισμό κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου, τόσο κατά το μέρος που αποτελεί δημόσιο λειτούργημα όσο και κατά το μέρος που έχει χαρακτήρα ελευθέρου επαγγέλματος, με περαιτέρω συνέπεια να μην μπορεί να διαπιστωθεί ούτε το κατ΄ αρχήν συμβατό του σκοπού αυτού με τις συνταγματικές διατάξεις, ούτε, ακολούθως, και το αν με την επιβολή του περιορισμού αυτού τηρήθηκε η συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Εξ άλλου, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ο περιορισμός της υποβολής της αιτήσεως συμμετοχής στο διαγωνισμό για μια μόνον ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας ωθεί πολλούς υποψήφιους να υποβάλλουν αιτήσεις στις περιφέρειες εκείνες στις οποίες προκηρύσσονται περισσότερες θέσεις, διότι σ' αυτές έχουν περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Οι θέσεις δε αυτές βρίσκονται, κατά τεκμήριο, στα μεγάλα αστικά κέντρα, με αποτέλεσμα να μην εκδηλώνει ενδιαφέρον αριθμός υποψηφίων για τις άλλες ειρηνοδικειακές περιφέρειες εφετείων της χώρας, στις οποίες οι προς πλήρωση θέσεις είναι λιγότερες (πρβλ. ΣτΕ 2396/2004 Ολ.), με επακόλουθο το ενδεχόμενο να παραμένουν στην περιφέρεια κενές προκηρυχθείσες θέσεις λόγω του συστήματος αυτού, γεγονός αντίθετο προς το δημόσιο συμφέρον. Και ναι μεν το Δημόσιο και οι παρεμβαίνοντες συμβολαιογραφικοί σύλλογοι ισχυρίζονται ότι ο επίμαχος περιορισμός είναι ανεκτός κατά το Σύνταγμα, διότι αποβλέπει στην ορθολογική κατανομή των συμβολαιογράφων σε όλες τις ειρηνοδικειακές περιφέρειες της χώρας καθώς και στη στελέχωση ακόμα και των πιο απομακρυσμένων και δυσπρόσιτων περιοχών με συμβολαιογράφους που έχουν σοβαρή πρόθεση να παραμείνουν σε αυτές, δηλαδή έχουν τεθεί από το νομοθέτη προς εξυπηρέτηση λόγων δημοσίου συμφέροντος, οι ισχυρισμοί όμως αυτοί δεν δικαιολογούν τον επίμαχο περιορισμό. Και τούτο διότι ναι μεν ο ορισμός των θέσεων συμβολαιογράφων σε κάθε ειρηνοδικειακή περιφέρεια και η υποχρεωτική παροχή των συμβολαιογραφικών υπηρεσιών στην περιφέρεια του ειρηνοδικείου της θέσεως του συμβολαιογράφου, αποσκοπούν, πράγματι, στην ορθολογική κατανομή των συμβολαιογράφων, ώστε να παρέχονται οι συγκριμένες υπηρεσίες οπουδήποτε ανά την επικράτεια, όμως με τον περιορισμό της υποβολής της αίτησης συμμετοχής στο διαγωνισμό για μια μόνον ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας δεν εξασφαλίζεται, κατά την κοινή πείρα και λογική, η πλήρωση όλων των προκηρυχθεισών θέσεων, σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτεθέντα. Εξάλλου, για την διασφάλιση της παραμονής των συμβολαιογράφων στις έδρες στις οποίες έχουν διοριστεί ο ισχύων Κώδικας Συμβολαιογράφων περιέχει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν την υποχρέωση αυτή. Οι ρυθμίσεις αυτές περιέχονται στο άρθρο 18 του Κώδικος το οποίο ορίζει ότι «Οι κενές θέσεις συμβολαιογράφων καλύπτονται με διαγωνισμό και με μετάθεση. Με μετάθεση καλύπτεται ποσοστό μέχρι το είκοσι τοις εκατό (20%) των θέσεων που υπάρχουν μέχρι 31 Δεκεμβρίου του προηγούμενου έτους κάθε ειρηνοδικειακής περιφέρειας και το υπόλοιπο ποσοστό με διαγωνισμό». Όπως επίσης και στο άρθρο 28 του ίδιου νόμου το οποίο αφʼ ενός μεν καθορίζει ότι αρμόδιο όργανο για τις μεταθέσεις είναι το αρμόδιο κατά τόπον συμβούλιο των εφετών, αφʼ ετέρου δε προσδιορίζει συγκεκριμένα κριτήρια, λαμβανόμενα υπʼ όψιν κατά σειρά, τα οποία είναι: α) η αρχαιότητα, β) σοβαροί λόγοι υγείας, γ) η οικογενειακή κατάσταση του αιτούντος και δ) οι τίτλοι σπουδών. Οι Σύμβουλοι Ν. Μαρκουλάκης, Ηλ. Μάζος και η Παρέδρος Χ. Μπολόφη διετύπωσαν την συγκλίνουσα προς την πλειοψηφία άποψη ότι η διάταξη του άρθρου 25 παρ.3 του ν. 2830/2000, όπως ισχύει, έρχεται σε αντίθεση μόνον προς την απορρέουσα από τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 4 και του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα. Επίσης, κατά συγκλίνουσα προς την πλειοψηφία άποψη των Συμβούλων Ολ. Ζύγουρα και Κ. Πισπιρίγκου η ρύθμιση του άρθρου 25 παρ. 3 του ν. 2830/2000, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 11 του ν. 2993/2002 αντίκειται μόνον στην κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος επαγγελματική ελευθερία, ως επιφέρουσα ανεπίτρεπτο περιορισμό κατά την πρόσβαση στο επάγγελμα του συμβολαιογράφου. Μειοψήφησε η Σύμβουλος Αικ. Σακελλαροπούλου, η οποία διετύπωσε την άποψη ότι η ιδιαιτερότητα των καθηκόντων του συμβολαιογράφου και η στενή σχέση των καθηκόντων αυτών με ορισμένο τόπο καθιστούν αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον την ορθολογική και αποτελεσματική πλήρωση των κενών θέσεων. Ενόψει δε τούτων, η επίμαχη ρύθμιση, η οποία άλλωστε υπόκειται σε οριακό συνταγματικό έλεγχο, συνιστά θεμιτό περιορισμό των αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας κατά την πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις.

 

 

11. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, οι αιτούντες, υποψήφιοι στο διαγωνισμό για την πλήρωση κενών θέσεων συμβολαιογράφων έτους 2010 στην ειρηνοδικειακή περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, έλαβαν μέρος στις διεξαχθείσες εξετάσεις και συγκέντρωσαν: ο ... 66,88 μονάδες, η ... 69,85 μονάδες, ο ... 73,58 μονάδες, ο ...75,68 μονάδες και η ... 76,03 μονάδες. Ακολούθως, εκδόθηκε ο από 29.1.2011 πίνακας διοριστέων, σύμφωνα με τον οποίο οι αιτούντες δεν περιλαμβάνονται στους πρώτους είκοσι επιτυχόντες οι οποίοι καταλαμβάνουν τις ισάριθμες προκηρυχθείσες θέσεις για την ειρηνοδικειακή περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών. Επί τη βάσει του ως άνω πίνακα διοριστέων εκδόθηκαν στη συνέχεια οι πράξεις διορισμού των επιτυχόντων στις κενές θέσεις συμβολαιογράφων, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβάνονται οι αιτούντες. Ήδη με την υπό κρίση αίτηση προβάλλουν ότι η ως άνω διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2830/2000, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, αντίκειται στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας, εφόσον η πρόσβαση σε δημόσιες θέσεις και αξιώματα πρέπει να στηρίζεται σε κριτήρια που συνάπτονται με την προσωπική αξία και ικανότητα των υποψήφιων για την κατάληψή τους. Κατά τους αιτούντες, οι ως άνω διατάξεις που περιορίζουν τους υποψήφιους να εκφράσουν προτίμηση για μια μόνον ειρηνοδικειακή περιφέρεια εφετείου της χώρας, επιτρέπουν το διορισμό υποψηφίων με χαμηλότερη βαθμολογία από εκείνη που λαμβάνουν άλλοι συνυποψήφιοί τους, οι οποίοι παραμένουν αδιόριστοι, λόγω του τυχαίου και συμπτωματικού γεγονότος ότι επέλεξαν θέση για την οποία εκ του αποτελέσματος αποδεικνύεται ότι απαιτείται υψηλότερη βαθμολογία, παρά το γεγονός ότι έχουν εξετασθεί στα ίδια μαθήματα στα πλαίσιο του ίδιου διαγωνισμού και έχουν λάβει υψηλότερη βαθμολογία. Όπως δε έχει εκτεθεί ανωτέρω στην σκέψη 7, με το από 1.2.2012 υπόμνημά τους ισχυρίζονται ότι εν προκειμένω έχουν διορισθεί σε άλλες ειρηνοδικειακές περιφέρειες εφετείων της χώρας συγκεκριμένοι υποψήφιοι, οι οποίοι αναφέρονται ονομαστικά, που έλαβαν χαμηλότερη από αυτούς βαθμολογία στον επίμαχο διαγωνισμό συμβολαιογράφων 2010. Ο λόγος ακυρώσεως αυτός, σύμφωνα με τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, είναι βάσιμος διότι η ρύθμιση της διατάξεως της παρ. 3 του άρθρου 25 του ν. 2830/2000, όπως έχει αντικατασταθεί και ισχύει, είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και, επομένως, μη νόμιμος είναι και ο αντίστοιχος όρος της υπ΄ αριθμ. 32779/9.6.2010 προκηρύξεως του Γενικού Γραμματέα Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (497 Γ΄/11.6.2010) που την επαναλαμβάνει.

 

 

12. Επειδή, μετά την επίλυση του παραπεμφθέντος, με την 1539/2013 παραπεμπτική απόφαση του Γ΄ Τμήματος, ζητήματος και λαμβανομένων υπόψη των περιληφθεισών στο διατακτικό της οριστικών διατάξεων, οι οποίες εκτίθενται στην ανωτέρω σκέψη 5, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει κατά τα λοιπά δεκτή ως προς τους αιτούντες ... και ..., να ακυρωθεί η παράλειψη διορισμού τους, η οποία εκδηλώθηκε με τον διορισμό εκείνων εκ των συνυποψηφίων τους στο διαγωνισμό συμβολαιογράφων του έτους 2010, που έλαβαν χαμηλότερη από αυτούς βαθμολογία, να αναπεμφθεί δε η υπόθεση στη Διοίκηση προκειμένου να κληθούν οι αιτούντες αυτοί, κατά φθίνουσα σειρά βαθμολογίας, να υποβάλουν συμπληρωματική δήλωση προτιμήσεως, χωρίς δέσμευση από τον, κατά τα ανωτέρω, κριθέντα ως αντισυνταγματικό και ανίσχυρο περιορισμό, ώστε να κριθεί, περαιτέρω, αν με βάση την βαθμολογία τους και την βαθμολογία των συνυποψηφίων τους στον επίμαχο διαγωνισμό μπορούν να διορισθούν συμβολαιογράφοι. Κατόπιν τούτων πρέπει να απορριφθεί η παρέμβαση.

 

 

13. Επειδή, οι ανωτέρω αιτούντες παρέστησαν μεν ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Γ΄ Τμήματος όχι, όμως, κατά την επ΄ ακροατηρίου συζήτηση της παρούσης υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, η επιβλητέα συμμέτρως στο Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες δικαστική δαπάνη υπέρ των εν λόγω αιτούντων πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Επιλύει το παραπεμφθέν ζήτημα.

 

Κρατεί και δικάζει την αίτηση ακυρώσεως, την οποία δέχεται κατά τα λοιπά ως προς τους αιτούντες ..., κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

 

Ακυρώνει την παράλειψη διορισμού των ανωτέρω αιτούντων, η οποία εκδηλώθηκε με τον διορισμό εκείνων εκ των συνυποψηφίων τους στο διαγωνισμό συμβολαιογράφων του έτους 2010, που έλαβαν χαμηλότερη από αυτούς βαθμολογία.

 

Αναπέμπει την υπόθεση στην Διοίκηση για την διενέργεια των νομίμων κατά τα εκτιθέμενα στο αιτιολογικό.

 

Απορρίπτει την παρέμβαση των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Εφετείων 1) Αθηνών, Πειραιώς, Αιγαίου και Δωδεκανήσων, 2) Θεσσαλονίκης, 3) Θράκης, 4) Κρήτης, 5) Ιωαννίνων, 6) Κέρκυρας, 7) Ναυπλίου και 8) Πάτρας.

 

Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.

 

Επιβάλλει συμμέτρως στο Δημόσιο και τους παρεμβαίνοντες την δικαστική δαπάνη των ανωτέρω αιτούντων, η οποία ανέρχεται στο ποσό των εννιακοσίων είκοσι (920) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 28 Απριλίου 2014 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 2015.

 

Ο Πρόεδρος         Η Γραμματέας

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος    Μ. Παπασαράντη