ΣτΕ.Ολ 2115/2014

 

Επιτόκιο οφειλών του Δημοσίου - Δημόσιο Συμφέρον - Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης - Φορείς Γενικής Κυβέρνησης - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στους Φορείς Γενικής Κυβέρνησης όπως οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης διατηρούν επιτόκιο μικρότερο από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών. Τούτο δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος και, ειδικότερα, είναι αναγκαία προς αποφυγή περαιτέρω διατάραξης της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας, δεδομένου ότι η επιβάρυνση του προϋπολογισμού των εν λόγω νομικών προσώπων με μεγαλύτερο επιτόκιο θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του ύψους του δημόσιου χρέους. Η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 που προβλέπει προνομιακό επιτόκιο για τις οφειλές του Δημοσίου σε σχέση με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο για τις οφειλές των ιδιωτών δεν αντίκειται στις διατάξεις του Συντάγματος, της ΕΣΔΑ, του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ. Όταν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των ενοχικών δικαιωμάτων, εφόσον ο εν λόγω περιορισμός είναι συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας.

 

 

Αριθμός 2115/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Δ. Σκαλτσούνης,      Α. Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Εμμ. Κουσιουρής, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Ι. Σύμπλης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Εμμ. Κουσιουρής και Κ. Κουσούλης, καθώς και ο Πάρεδρος Ι. Σύμπλης, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 30 Δεκεμβρίου 2001 αίτηση:

 

του ..., κατοίκου Νέου Ψυχικού (...), ο οποίος δεν παρέστη, αλλά εμφανίσθηκε στο ακροατήριο και δήλωσε ότι εγκρίνει την άσκηση του ενδίκου μέσου,

 

κατά του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού (Τ.Α.Σ.) και ήδη Ειδικού Λογαριασμού Αλληλοβοηθείας Στρατού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, που εδρεύει στην Αθήνα (Κολοκοτρώνη 13), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Παναγιώτη Γκόνη (Α.Μ. 20506), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η υπόθεση εισήχθη εκ νέου στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου μετά την 3990/2012 αναβλητική απόφασή της και κατόπιν της από 1ης Νοεμβρίου 2012 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. β, 20 και 21 του π.δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η 4913/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Σκαλτσούνη.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, λόγω κωλύματος του Συμβούλου Θεοδώρου Αραβάνη, τακτικού μέλους της σύνθεσης που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη, ως τακτικό μέλος, ο Σύμβουλος Εμμανουήλ Κουσιουρής, αναπληρωματικό μέχρι τότε μέλος της σύνθεσης (άρθρο 26 παρ. 2 ν. 3719/2008 (Α΄ 241), με το οποίο προστέθηκαν τέσσερα εδάφια στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 8 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8)·  βλ. το 71Α/8.3.2013 πρακτικό διάσκεψης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου).

 

 

2. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (126459, 126463, 126467, 126468, 126469/2003 έντυπα παραβόλου).

 

 

3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 4913/2001 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά της 10837/1998 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την πρωτόδικη απόφαση απορρίφθηκε ένδικο βοήθημα που είχε ασκήσει ο αναιρεσείων κατά της άρνησης του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού να του καταβάλει ποσό 2.632.352 δραχμών. Το ποσό αυτό αφορούσε τόκους υπερημερίας επιδικασθέντος συμπληρωματικού εφάπαξ βοηθήματος, λόγω διοικητικής αποκατάστασης του αναιρεσείοντος στο βαθμό του Συνταγματάρχη.

 

 

4. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση εκδόθηκε η 2094/2011 απόφαση του Α΄ Τμήματος του Δικαστηρίου· με αυτήν έγινε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 (Α΄ 204), κατά την οποία «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του νομικού προσώπου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην εάν άλλως ορίζεται δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, άρχεται δε από της επιδόσεως της αγωγής», έρχεται σε αντίθεση προς κανόνες υπερνομοθετικής ισχύος, παραπέμφθηκε δε η υπόθεση ενώπιον της Ολομελείας, κατά το άρθρο 14 παρ. 2 περ. β΄, 4 και 5 του π.δ. 18/1989, λόγω μείζονος σπουδαιότητας και της αντίθεσης της ανωτέρω κρίσης προς τις 3/2006 (Ολομ.) και 972/2009 αποφάσεις του Αρείου Πάγου.

 

 

5. Επειδή, μετά τη δημοσίευση της ως άνω παραπεμπτικής απόφασης (6.7.2011), η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την 2812/2011 απόφαση, που δημοσιεύτηκε στις 2.11.2011, έκανε δεκτό ότι η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944, Α΄ 139), με την οποία ορίζεται ότι: «Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου, », είναι ανίσχυρη και μη εφαρμοστέα, γιατί αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής. Λόγω δε της αντίθεσης των γενομένων δεκτών με την ανωτέρω απόφαση προς τα κριθέντα με τις 1127/2010 και 1128/2010 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέπεμψε το ζήτημα της συνταγματικότητας ή μη της πιο πάνω διάταξης του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, όσον αφορά το ύψος του επιτοκίου για οφειλές του Δημοσίου, στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο προς άρση της αμφισβήτησης, σύμφωνα με τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Κώδικα περί Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976 (Α΄ 141). Κατόπιν τούτου, η Ολομέλεια του Δικαστηρίου, με την 3990/2012 απόφαση, ανέβαλε την εκδίκαση της κρινόμενης αίτησης, μέχρι να δημοσιευθεί η απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου περί της συνταγματικότητας της πιο πάνω διάταξης του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, η οποία έχει το ίδιο περιεχόμενο με την ένδικη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974. Ήδη, η υπόθεση έχει εισαχθεί προς συζήτηση στην Ολομέλεια μετά την έκδοση της 25/2012 απόφασης του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

 

 

6. Επειδή, νομίμως παρέστη ως αναιρεσίβλητος ο Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Στρατού, εκπροσωπούμενος από το Μετοχικό Ταμείο Στρατού, ως καθολικός διάδοχος του Ταμείου Αλληλοβοηθείας Στρατού (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2913/2001, Α΄ 102, άρθρα 28 παρ. 1 και 29 παρ. 1 και 2 ν. 3648/2008, Α΄ 38).

 

 

7. Επειδή, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Με την 1457/1989 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών υποχρεώθηκε το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Στρατού να καταβάλει στον αναιρεσείοντα συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα λόγω διοικητικής αποκατάστασής του στο βαθμό του Συνταγματάρχη. Αίτηση αναιρέσεως του Ταμείου κατά της απόφασης αυτής απορρίφθηκε με την 5442/1995 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Κατόπιν τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου με την 14/24/30.8.1996 απόφαση χορήγησε στον αναιρεσείοντα ποσό 1.262.244 δραχμών ως εφάπαξ βοήθημα και τόκους σε ποσοστό 6% ετησίως επί του ανωτέρω ποσού, από 7.1.1988 έως 31.8.1996· οι τόκοι, ανερχομένοι σε 655.097 δραχμές, υπολογίστηκαν κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974. Στη συνέχεια, ο αναιρεσείων υπέβαλε αίτηση στο Ταμείο και ζήτησε να του καταβληθούν όχι οι τόκοι που είχαν υπολογιστεί επί του επιδικασθέντος εφάπαξ βοηθήματος βάσει του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, αλλά τόκοι βάσει των επιτοκίων υπερημερίας που ίσχυαν από τον Ιούλιο του 1989 έως 5.9.1996 (ημερομηνία καταβολής)· οι τόκοι αυτοί ανέρχονταν, για το χρονικό τούτο διάστημα, σε 2.632.352 δραχμές. Με ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκήθηκε ως αγωγή και χαρακτηρίστηκε ως προσφυγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ο αναιρεσείων ζήτησε να ακυρωθεί η παράλειψη του Ταμείου να απαντήσει στην πιο πάνω αίτηση και, περαιτέρω, να αναγνωριστεί ως δικαιούχος του ανωτέρω ποσού. Το πρωτοδικείο με την 10837/1998 απόφαση απέρριψε το ένδικο βοήθημα ως αβάσιμο. Έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Με την απόφαση αυτή έγινε ειδικότερα δεκτό ότι εφαρμοστέα ήταν η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 και ότι αυτή δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4, 5 και 20 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν την αρχή της ισότητας, της ελευθερίας της προσωπικότητας και το δικαίωμα έννομης προστασίας, αφού παρέχεται στο νομοθέτη ευχέρεια να καθορίσει κατά την κρίση του το ποσοστό του τόκου εξόφλησης των οφειλών του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου.

 

 

8. Επειδή, με την 25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου κρίθηκαν τα εξής: α) Η θέσπιση (με το ν. ΧΛ΄/1877, ΦΕΚ 47 και το ν. ΓΤΟΕ΄/1909, ΦΕΚ 240) και η διατήρηση σε ισχύ ρύθμισης, κατά την οποία το καταβαλλόμενο από το Δημόσιο, με την ιδιότητα του οφειλέτη, ποσοστό τόκου υπερημερίας είναι μικρότερο εκείνου που έχουν υποχρέωση να καταβάλλουν οι ιδιώτες οφειλέτες, δικαιολογείται από το ότι το Ελληνικό Κράτος έχει διέλθει από διαδοχικές σοβαρές δημοσιονομικές κρίσεις, οι οποίες έχουν διαρκέσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα και των οποίων οι επιπτώσεις επεκτείνονται και σε περιόδους, κατά τις οποίες η οικονομική κατάσταση βελτιώνεται και οι συγκυρίες είναι ευνοϊκές για την ανάπτυξη της χώρας· ως εκ τούτου, το άρθρο 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου εισάγει επιτρεπτή υπέρ του Δημοσίου προνομιακή μεταχείριση, η οποία αποβλέπει στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, με σκοπό την εκπλήρωση των, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, υποχρεώσεών του έναντι των πολιτών. Συνεπώς, η άνω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον, υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν έχει πεδίο εφαρμογής. Ειδικότερα, η εν λόγω διάταξη νόμου, η οποία αποβλέπει στον περιορισμό της αύξησης του κρατικού χρέους από τόκους για ληξιπρόθεσμες οφειλές, υπαγορεύεται από την ανάγκη προστασίας της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, στη δημιουργία της οποίας συμβάλλουν με την καταβολή φόρων οι φορολογούμενοι πολίτες και στην εξυπηρέτηση των οποίων πρέπει, κατά το Σύνταγμα και τους νόμους, να αποβλέπει η διαχείριση της εν λόγω περιουσίας, δεδομένου και ότι, σε περιόδους σοβαρών δημοσιονομικών κρίσεων, καθίσταται αναγκαία η εξασφάλιση της δυνατότητας υπολογισμού εκ των προτέρων της επιβάρυνσης του Δημοσίου από τόκους για τις οφειλές του, ώστε να είναι τούτο σε θέση να προβλέψει, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, τις επιπτώσεις από την καθυστέρηση εξόφλησης των οφειλών του και να προνοήσει για την εξασφάλιση των αναγκαίων εσόδων για την εξόφλησή τους κατά την κατ έτος κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, προκειμένου να διαμορφώσει την κρίση αυτή, αφενός έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως, ως κοινώς γνωστά, ιστορικά γεγονότα, αφετέρου αξιολόγησε τα στοιχεία που προσκομίστηκαν από το Δημόσιο σχετικά με την εύθραυστη και κινδυνεύουσα δημοσιονομική ισορροπία του. Μεταξύ άλλων, προσκομίστηκε το 2/42055/23.5.2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Προϋπολογισμού Γενικής Κυβέρνησης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στο οποίο αναφέρεται ότι το έλλειμμα για το έτος 2011 ανήλθε σε 9,1% και το δημόσιο χρέος σε 165,3% του Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος και ότι το ύψος των ληξιπροθέσμων οφειλών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης (που περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης) σε τρίτους από 5.731 εκατ.ευρώ στις 31.12.2011 διαμορφώθηκε σε 6.333 εκατ. ευρώ το Μάρτιο του 2012. β) Η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται προς την κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το μέτρο αυτό, που έχει ως σκοπό να περιορίσει τις οφειλές του Δημοσίου από τόκους και, επομένως, να αποτρέψει την αύξηση του κρατικού χρέους, είναι κατάλληλο και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. γ) Η εν λόγω διάταξη δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά το οποίο «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους», δεδομένου ότι για την αντιμετώπιση των κατά καιρούς δημοσιονομικών προβλημάτων έχουν ληφθεί διάφορα μέτρα, που επιβαρύνουν μεγάλες κατηγορίες πολιτών, όπως μειώσεις αποδοχών, σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις ακόμη και αναδρομικές, και συντάξεων, αύξηση υφισταμένων φόρων, επιβολή νέων φόρων και εκτάκτων εισφορών, ο καθορισμός δε του ευνοϊκού για το Δημόσιο ποσοστού τόκου υπερημερίας δεν συνιστά, στο πλαίσιο των ανωτέρω ρυθμίσεων, παραβίαση της συνταγματικής αυτής διάταξης.

 

 

9. Επειδή, το δημόσιο χρέος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, το ύψος των ληξιπροθέσμων οφειλών των φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, στους οποίους περιλαμβάνονται οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 1 του 479/2009 Κανονισμού (ΕΚ) του Συμβουλίου της 25.5.2009 «για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας» (L 145), ο όρος «δημόσιο» καλύπτει τον ευρύτερο «δημόσιο τομέα» (S.13), που υποδιαιρείται στους υποτομείς «κεντρική διοίκηση» (S.1311), «διοίκηση ομόσπονδων κρατιδίων» (S.1312), «τοπική αυτοδιοίκηση» (S.1313) και «οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης» (S.1314) (παρ. 2), ενώ το «δημόσιο χρέος» αποτελείται από την ονομαστική αξία όλων των ακαθάριστων τρεχουσών υποχρεώσεων του «δημόσιου τομέα» (S.13) στο τέλος του έτους, με εξαίρεση τις υποχρεώσεις των οποίων τα αντίστοιχα χρηματοοικονομικά στοιχεία του ενεργητικού βρίσκονται στην κατοχή του «δημόσιου τομέα» (S.13) (παρ. 5). Όμοιες ρυθμίσεις περιείχε, από το έτος 1993, ο 3605/93 Κανονισμός (ΕΚ) του Συμβουλίου της 22.11.1993 (L 332). Όσον αφορά το εθνικό δίκαιο, για το σύνολο της Γενικής Κυβέρνησης ισχύουν οι ίδιες δημοσιονομικές αρχές, όπως προκύπτει από το ν. 3871/2010 «Δημοσιονομική Διαχείριση και Ευθύνη» (Α΄ 141), με τον οποίο αναμορφώθηκε ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις» (Α΄ 247), πλην άλλων, σε θέματα δημοσιονομικής στρατηγικής, προϋπολογισμού, ισολογισμού, απολογισμού και ελέγχου των δαπανών του Κράτους. Συγκεκριμένα, με τα άρθρα 1Α και 1Β του ν. 2362/1995, που προστέθηκαν με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010, καθορίζονται οι γενικές αρχές που διέπουν τους δημοσιονομικούς κανόνες (άρθρο 1Α)· περαιτέρω, ορίζονται ο δημόσιος τομέας, ο οποίος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη Γενική Κυβέρνηση, η Γενική Κυβέρνηση, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Αναλυτικά, τα νομικά πρόσωπα που περιλαμβάνονται στους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης, προσδιορίζονται από το Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης που τηρείται με ευθύνη της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (άρθρο 1Β. Το τελευταίο εδάφιο προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 1Α του ν. 3943/2011 - Α΄ 66). Με το άρθρο 2 του ν. 2362/1995, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 3 του ν. 3871/2010, ορίζεται ότι «Ο Υπουργός Οικονομικών έχει την εξουσία και την αρμοδιότητα άσκησης της γενικής διοίκησης των δημόσιων οικονομικών της Κεντρικής Διοίκησης, καθώς και του συντονισμού και της εποπτείας των οικονομικών της Γενικής Κυβέρνησης»· με το άρθρο 3, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 του ν. 3871/2010, καθορίζονται οι αρμοδιότητες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, στις οποίες περιλαμβάνεται η υποχρεωτική σύμπραξη στην έκδοση κανονιστικών πράξεων που προκαλούν δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού φορέων της Γενικής Κυβέρνησης· με τα άρθρα 3Α και 3Β που προστέθηκαν με το άρθρο 5 του ν. 3871/2010, ορίζονται οι δημοσιονομικές αρμοδιότητες των Υπουργών και των επικεφαλής των άλλων φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατάρτιση σχεδίου του ετήσιου προϋπολογισμού του φορέα, σύμφωνα με τα ανώτατα όρια και τους στόχους που ορίζονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής (άρθρο 3Α), καθώς και οι αρμοδιότητες του προϊσταμένου Οικονομικών Υπηρεσιών Υπουργείων και λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ο οποίος ορίζεται ως υπεύθυνος για τη διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης του φορέα του (άρθρο 3Β παρ. 2). Περαιτέρω, ως προς την ακολουθητέα δημοσιονομική στρατηγική, στο άρθρο 6, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 8 του ν. 3871/2010, ορίζεται ότι η τεκμηρίωση του ετήσιου κρατικού προϋπολογισμού περιλαμβάνει, πλην άλλων, το αρχικό ή επικαιροποιημένο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής, το οποίο ψηφίζεται από τη Βουλή και στο οποίο αποτυπώνονται οι μεσοπρόθεσμες δημοσιονομικές επιδιώξεις και οι στόχοι για τα γενικά αποτελέσματα και τις προβλέψεις για το έτος το οποίο αφορά και τα τρία επόμενα έτη, το περιεχόμενο δε του Πλαισίου αυτού καθορίζεται στο άρθρο 6Α, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3871/2010 και στο οποίο ορίζεται ότι «Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής περιέχει, τουλάχιστον: (α) Τους μεσοπρόθεσμους στόχους για τη Γενική Κυβέρνηση και τους επί μέρους φορείς της. Οι στόχοι αυτοί πρέπει να είναι συγκεκριμένοι, χρονικά προσδιορισμένοι, περιεκτικοί και να καταρτίζονται ακολουθώντας την ίδια λογιστική βάση με του ετήσιου Κρατικού Προϋπολογισμού. (β) (γ) Την περιγραφή και αξιολόγηση των δημοσιονομικών εξελίξεων και προβλέψεων, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων για τα προηγούμενα δύο έτη και των προβλέψεων για το τρέχον έτος, το έτος προϋπολογισμού και τα επόμενα τρία έτη, στις οποίες περιλαμβάνονται: (αα) (ββ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων, του ελλείμματος και χρέους της Γενικής Κυβέρνησης χωρίς να ληφθούν υπόψη τα κύρια μέτρα πολιτικής που προγραμματίζει η Κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό, (γγ) (δδ) πρόβλεψη των εσόδων, των εξόδων, του ελλείμματος και του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης λαμβανομένων υπόψη των κύριων μέτρων πολιτικής που προγραμματίζει η κυβέρνηση στον ετήσιο προϋπολογισμό. (δ) Την κατάσταση όλων των υποκείμενων κύριων παραδοχών των οικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται: (αα) (ββ) παραδοχές για τον αριθμό ... όσων δικαιούνται παροχών και όσων λαμβάνουν σύνταξη και την τιμαριθμοποίηση των μισθών, συντάξεων, παροχών, αγορών αγαθών και υπηρεσιών και εξόδων επενδύσεων, (γγ) (ε) (ζ) Το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό που παρατίθεται στο άρθρο 6Ε του παρόντος νόμου, που καλύπτει το οικονομικό έτος του προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα οικονομικά έτη, (η) Το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δαπανών για τον Κρατικό Προϋπολογισμό που περιέχει: (αα) εκτιμήσεις τακτικών δαπανών και δαπανών για επενδύσεις για κάθε Υπουργείο, για το έτος προϋπολογισμού και τα τρία επόμενα έτη που συνάδουν με το συνολικό ανώτατο όριο δαπανών, (ββ) (γγ) περιθώριο προγραμματισμού για την κάλυψη του κόστους μελλοντικών πολιτικών και σφαλμάτων στις προβλέψεις δαπανών για τα τρία έτη μετά το οικονομικό έτος, ύψους όχι μικρότερου του 1 και όχι μεγαλύτερου του 2 τοις εκατό των δαπανών του Κρατικού Προϋπολογισμού ενός δεδομένου οικονομικού έτους. (θ) ». Στα επόμενα άρθρα 6Β, 6Γ και 6Δ, που προστέθηκαν επίσης με το άρθρο 9 του ν. 3871/2010, προβλέπεται η έγκριση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής από το Υπουργικό Συμβούλιο και η ψήφισή του από τη Βουλή (άρθρο 6Β) και η επικαιροποίησή του (άρθρο 6Γ), επιβάλλεται δε η συμμόρφωση των ετήσιων προϋπολογισμών προς αυτό (άρθρο 6Δ), ως προς την οποία ορίζεται ότι «O ετήσιος Κρατικός Προϋπολογισμός, ο Κοινωνικός Προϋπολογισμός, ο ενοποιημένος ετήσιος προϋπολογισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, οι προσαρτημένοι στον Κρατικό Προϋπολογισμό, προϋπολογισμοί άλλων φορέων και κάθε άλλος ετήσιος προϋπολογισμός που αποτελεί μέρος του ετήσιου προϋπολογισμού της Γενικής Κυβέρνησης με τα προσαρτήματα του, καταρτίζεται, εγκρίνεται και εκτελείται σε απόλυτη συμμόρφωση προς τους δημοσιονομικούς στόχους και τις προβλέψεις που αναφέρονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής και στις ενδεχόμενες επικαιροποιήσεις του » (παρ. 1) και ότι «Στην έννοια της παραπάνω συμμόρφωσης περιλαμβάνεται και η υποχρέωση κάθε φορέα της Γενικής Κυβέρνησης να μην λαμβάνει ή υιοθετεί απόφαση ή ενέργεια που παραβιάζει αρχές και διαδικασίες που τίθενται με τον παρόντα νόμο αλλά και τις δημοσιονομικές επιδιώξεις, τα ανώτατα όρια και τους στόχους, που ορίζονται στο εφαρμοστέο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής » (παρ. 2).

 

 

10. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ν. 3845/2010 «Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη-μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο» [Μνημόνιο Ι] (Α΄ 65), του ν. 4046/2012 «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας της Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της εθνικής οικονομίας» [Μνημόνιο ΙΙ] (Α΄ 28), του ν. 4093/2012  «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 - Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016 (Α΄ 222), καθώς και από τις αιτιολογικές  εκθέσεις των νόμων αυτών, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην αντιμετώπιση των ελλειμμάτων των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης. Ειδικότερα, σύμφωνα με το Μνημόνιο Ι, καθώς οι μεγαλύτερες υπερβάσεις ετησίως στον προϋπολογισμό προέρχονται συστηματικά από τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος (σελ. 1337 του ΦΕΚ). Στο Μνημόνιο ΙΙ αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι θα εισαχθούν μεταρρυθμίσεις, προκειμένου να εξαλειφθούν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και τα ελλείμματα στα ταμεία εφάπαξ (σελ. 699 του ΦΕΚ). Τέλος, κατά την αιτιολογική έκθεση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου για το διάστημα 2013-2016, η αντιμετώπιση της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης της χώρας και, περαιτέρω, η δημοσιονομική εξυγίανση αυτής  στηρίζεται και στη μείωση των δαπανών των Κοινωνικοασφαλιστικών Οργανισμών (σελ. 35).

 

 

11. Επειδή, το αναιρεσίβλητο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, ήδη Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Στρατού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, από το οποίο και εκπροσωπείται στην παρούσα δίκη, περιλαμβάνεται, κατά τα εκτεθέντα στην ένατη σκέψη, στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, τα οικονομικά στοιχεία των οποίων έχουν χρησιμοποιηθεί στους υπολογισμούς της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος κοινοποίησης του Απριλίου 2012, η οποία έχει ως περίοδο αναφοράς τα έτη 2008-2011.

 

 

12. Επειδή, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, οι φορείς Γενικής Κυβέρνησης, στους οποίους ανήκουν οι Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης, συνιστούν ενιαίο σύνολο για τον υπολογισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος και ήδη αντιμετωπίζονται με κοινούς κανόνες από το ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού, όπως τροποποιήθηκε με το ν. 3871/2010· συνεπώς, η διατήρηση για τα εν λόγω νομικά πρόσωπα, επιτοκίου μικρότερου από εκείνο που ισχύει για τις οφειλές των ιδιωτών δικαιολογείται από λόγους επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος και, ειδικότερα, είναι αναγκαία προς αποφυγή περαιτέρω διατάραξης της δημοσιονομικής ισορροπίας της χώρας, δεδομένου ότι η επιβάρυνση του προϋπολογισμού των εν λόγω νομικών προσώπων με μεγαλύτερο επιτόκιο θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του ύψους του δημόσιου χρέους. Ως προς δε τα νομικά πρόσωπα που ανήκουν στην κατηγορία των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως είναι το Ταμείο Αλληλοβοηθείας Στρατού και ο διάδοχός του Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Στρατού, συντρέχει και ειδικότερος λόγος δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί την ανωτέρω ρύθμιση, συνδεόμενος με τη διαφύλαξη του υπάρχοντος ασφαλιστικού κεφαλαίου, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα των οργανισμών αυτών και η εξασφάλιση της μελλοντικής συνέχισης της καταβολής παροχών στους δικαιούχους. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες, η ρύθμιση που εισάγει το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 συνιστά επιτρεπτή υπέρ των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, ειδικότερα δε των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, προνομιακή μεταχείριση, αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια και, ειδικότερα, των ως άνω οργανισμών· ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, εφόσον, υπό τις ως άνω συνθήκες, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν έχει πεδίο εφαρμογής, όπως, άλλωστε, και η όμοιου περιεχομένου ρύθμιση του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου, κατά τα κριθέντα με την προαναφερόμενη  25/2012 απόφαση του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Για τους ίδιους λόγους, η ρύθμιση αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 Α΄ 25), με το οποίο καθιερώνεται η ισότητα ενώπιον του νόμου. Τέλος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην όγδοη σκέψη, η ένδικη νομοθετική ρύθμιση δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, δεδομένου μάλιστα, όσον αφορά τη δεύτερη διάταξη, ότι το επιτόκιο για τις οφειλές των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου περιορίζεται μεν σε 6% αλλά δεν μηδενίζεται.

 

 

13. Επειδή, η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 δεν αποτελεί δικονομική αλλά ουσιαστική διάταξη· ως εκ τούτου, από τη διαφοροποίηση του οριζόμενου με αυτήν επιτοκίου, σε σχέση με το εκάστοτε γενικώς ισχύον επιτόκιο για τις οφειλές των ιδιωτών, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 2 παρ. 3 περ. α΄, β΄ και 14 παρ. 1 του ως άνω Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τα οποία κατοχυρώνουν το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, δεδομένου ότι με την ανωτέρω διάταξη τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου δεν εξοπλίζονται, έναντι των ιδιωτών, με προνόμια δικονομικού περιεχομένου (πρβλ. Α.Ε.Δ. 25/2012, Σ.τ.Ε.1663/2009 Ολομ., Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος 22.5.2008 σκέψεις 34 έως 36).

 

 

14. Επειδή, στο άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους ...» και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., το οποίο κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. ». Με τις διατάξεις αυτές προστατεύεται η περιουσία του ατόμου, στην οποία περιλαμβάνονται, κατ αρχήν, και τα ενοχικά δικαιώματα (βλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 3428/2006, 2031/2009, 6/2010, 730/2010, 668/2012 Ολομ., 1285/2012 Ολομ., Α.Π. 40/1998 Ολομ., Ε.Δ.Δ.Α. Pressos Compania Naviera S.A. κ.λπ. κατά Βελγίου 20.11.1995 σκ. 28 επ., Draon κατά Γαλλίας  6.10.2005 σκ. 65 επ.). Περιουσία αποτελεί και η αξίωση για νόμιμους τόκους, οι οποίοι αναλογούν επί του ποσού που επιδικάζεται στο νικήσαντα διάδικο με δικαστική απόφαση (βλ. σχετ. Σ.τ.Ε. 1663/2009, Ε.Δ.Δ.Α. Μεϊδάνης κατά Ελλάδος σκ. 28, πρβλ. Ε.Δ.Δ.Α. Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας 11.2.2010 σκ. 28-30). Περαιτέρω, από τα άρθρα 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος προκύπτει ότι, αν συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημόσιου συμφέροντος, είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των ενοχικών δικαιωμάτων, εφόσον, υπό τις συγκεκριμένες εκάστοτε συνθήκες, ο περιορισμός είναι πρόσφορος, αναγκαίος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Κατά δε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., στο νομοθέτη εναπόκειται να αξιολογήσει τους λόγους δημόσιας ωφέλειας που μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση στην περιουσία, ύστερα από στάθμιση ζητημάτων πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής φύσεως, αρκεί η εν λόγω εκτίμηση να μη στερείται προδήλως λογικής βάσης (Ε.Δ.Δ.Α. Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας σκ. 36)· η προστασία δε της εθνικής οικονομίας  της χώρας με τη νομοθετική επέμβαση σε ζητήματα παροχών κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί, κατ αρχήν, νόμιμο σκοπό, συμβατό με τους γενικούς στόχους της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. σχετ. Ε.Δ.Δ.Α. Andrejeva κατά Λεττονίας 18.2.2009 σκ. 86). Τέλος, σε κάθε επέμβαση στην περιουσία, πρέπει να τηρείται δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του σεβασμού της περιουσίας των προσώπων και να πληρούνται οι όροι της αρχής της αναλογικότητας (Ε.Δ.Δ.Α. Sud Parisienne de Construction κατά Γαλλίας σκ. 41, Andrejeva κατά Λεττονίας σκ. 87).

 

 

15. Επειδή, ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 δεν αντίκειται στα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Τούτο, διότι, από τις μνημονευθείσες διατάξεις και τα εκτεθέντα πραγματικά δεδομένα στις σκέψεις όγδοη έως και δωδέκατη, προκύπτει ότι η νομοθετική αυτή ρύθμιση αποβλέπει, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, στην εξυπηρέτηση σκοπού επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος, συνισταμένου στην προστασία της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους υπό ευρεία έννοια, ειδικότερα δε των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης· η ζημία δε που υφίστανται οι ιδιώτες από την καταβολή των υποχρεώσεων των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, και ειδικότερα των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, με επιτόκιο 6%, αντί του καταρχήν γενικώς ισχύοντος μεγαλύτερου επιτοκίου, δεν είναι τέτοιας έκτασης, ώστε να θίγει τον πυρήνα της αξίωσης· όπως δε ειδικότερα εκτέθηκε στις όγδοη και δωδέκατη σκέψεις, με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση δεν παραβιάζεται η αρχή της αναλογικότητας.

 

 

16. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, το άρθρο 7 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974 δεν αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5, 17, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος, 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου αυτής, καθώς και στα άρθρα 2 παρ. 3 περ. α΄, β΄, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα· τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι η ένδικη ρύθμιση αντίκειται στα άρθρα 5 και 26 του Συντάγματος, καθώς και 13 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α. προβάλλεται αορίστως και είναι απορριπτέος ως ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

17. Επειδή, το Δικαστήριο, εκτιμά τις περιστάσεις και κρίνει ότι ο αναιρεσείων πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη του Ειδικού Λογαριασμού Αλληλοβοηθείας Στρατού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (άρθρο 39 παρ. 1 π.δ. 18/1989).

 

 

Δ ι α  τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Απαλλάσσει τον αναιρεσείοντα από τη δικαστική δαπάνη του Ειδικού Λογαριασμού Αλληλοβοηθείας Στρατού του Μετοχικού Ταμείου Στρατού.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 8 Μαρτίου και στις 23 Μαΐου 2013

 

            Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

 

            Κ. Μενουδάκος Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2014.

 

            Ο Πρόεδρος      Η Γραμματέας

 

 

            Σωτ. Αλ. Ρίζος   Μ. Παπασαράντη