ΣτΕ.Ολ 2113/2014

 

Ολοήμερη λειτουργία νοσοκομείων ΕΣΥ - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Απόρριψη της αίτησης ακύρωσης της κοινής υπουργικής απόφασης με την οποία θεσπίστηκε η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων που ανήκουν στο ΕΣΥ. Η εφαρμογή του συστήματος της ολοήμερης λειτουργίας των εν λόγω νοσοκομείων αποβλέπει στην ενίσχυση του δημοσίου χαρακτήρα της υγείας και στην αναζωογόνηση του ΕΣΥ. Κρίθηκε ότι δεν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης της παρασχεθείσης νομοθετικής εξουσιοδότησης κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 Συντ., ούτε υπέρβαση της αρχής της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1 Συντ.).

 

 

Αριθμός 2113/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 15 Φεβρουαρίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Ρόζος, Χρ. Ράμμος,   Δ. Μαρινάκης, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ελ. Κωνσταντινίδου, Α.-Γ. Βώρος, Π. Ευστρατίου, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σπ. Μαρκάτης, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Παπαδοπούλου, Δ. Κυριλλόπουλος, Ό. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Θ. Αραβάνης, Κ. Πισπιρίγκος, Αντ. Χλαμπέα, Μ. Πικραμένος, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Σύμβουλοι, Β. Πλαπούτα, Ο. Παπαδοπούλου, Ιω. Σύμπλης, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Κ. Κουσούλης και Κ. Πισπιρίγκος, καθώς και ο Πάρεδρος Ιω. Σύμπλης μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 26 Ιανουαρίου 2011 αίτηση:

 

του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών, που εδρεύει στην Αθήνα (Σεβαστουπόλεως 113), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ελένη Παπαευαγγέλου (Α.Μ. 13175), που την διόρισε με πληρεξούσιο, 

 

κατά των Υπουργών: 1. Οικονομικών και 2. Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και ήδη Υγείας, οι οποίοι παρέστησαν με τον Δημήτριο Αναστασόπουλο, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 16 Μαρτίου 2011 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Σύλλογος επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ αριθμ. Υ4α/147881/25.11.2010 απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Κυριλλόπουλου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την πληρεξούσια του αιτούντος Συλλόγου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά νόμο καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998 Α΄ 31).

 

 

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η ακύρωση διατάξεων της υπ αριθ. Υ4α/147881/25.11.2010 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης (Β΄ 1851), με την οποία θεσπίσθηκε η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.

 

 

3. Επειδή, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), του Συμβούλου Χ. Ράμμου, τακτικού μέλους της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση, έλαβε μέρος στη διάσκεψη αντ αυτού ως τακτικό μέλος ο Σύμβουλος Κων/νος Κουσούλης, αναπληρωματικό μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε την υπόθεση (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 81/2013).

 

 

4. Επειδή, ο Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών με έννομο συμφέρον ασκεί την κρινόμενη αίτηση, εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του νδ 4111/1960 (Α 163), οι ιατρικοί σύλλογοι, οι οποίοι αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, διεξάγουν κάθε δίκη που έχει σχέση με την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος, την ιατρική αμοιβή και την εφαρμογή των διατάξεων περί ιατρικού επαγγέλματος.

 

 

5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, η οποία κατετέθη στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28.1.2011, ασκείται εμπροθέσμως την 59η ημέρα από την επομένη της 30.11.2010, που είναι, σύμφωνα με την υπ αριθ. Γ67823/16.5.2012 βεβαίωση του Εθνικού Τυπογραφείου, η ημέρα πραγματικής κυκλοφορίας του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως με αριθμό 1851, στο οποίο δημοσιεύθηκε η προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση. Συνεπώς, η κρινόμενη αίτηση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.

 

 

6. Επειδή, με τις διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2889/2001 «Βελτίωση και εκσυγχρονισμός του Εθνικού Συστήματος Υγείας και άλλες διατάξεις» (Α΄ 37) και την εκδοθείσα κατ εξουσιοδότηση των διατάξεων αυτών υπ αριθ. Υ4α/ΓΠ οικ. 40620/6.12.2001 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Πρόνοιας (Β΄ 1643), επετράπη το πρώτον από την 1.1.2002 στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, μετά το τακτικό ωράριο, η λειτουργία απογευματινών ιατρείων και η διενέργεια διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Ήδη, με το άρθρο 1 του ν. 3868/2010 «Αναβάθμιση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και λοιπές διατάξεις » (Α΄ 129), η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 9 του ν. 2889/2001 αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Καθιερώνεται η ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων που ανήκουν στο Ε.Σ.Υ. με την επέκταση των εξωτερικών ιατρείων και τη διενέργεια διαγνωστικών, θεραπευτικών και επεμβατικών πράξεων πέραν του τακτικού ωραρίου. Σε όλα τα νοσοκομεία που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) τα τακτικά ιατρεία λειτουργούν καθημερινά τις πρωινές ώρες με τετράωρη τουλάχιστον υποχρεωτική παρουσία ειδικευμένων ιατρών 2. Οι μόνιμοι ειδικευμένοι ιατροί του νοσοκομείου όλων των βαθμών, οι πανεπιστημιακοί ιατροί που κατέχουν τίτλο ειδικότητας και εργάζονται σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες που είναι εγκατεστημένες σε νοσηλευτικά ιδρύματα που ανήκουν στο Ε.Σ.Υ., το νοσηλευτικό, το παραϊατρικό, το επιστημονικό μη ιατρικό και το διοικητικό προσωπικό του νοσοκομείου, μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη λειτουργία πέραν του τακτικού ωραρίου, όπως αυτή καθορίζεται στο παρόν άρθρο. Για την κάλυψη επιπλέον αναγκών μπορεί να συμμετέχει στη λειτουργία του νοσοκομείου πέραν του τακτικού ωραρίου και το επικουρικό προσωπικό όλων των κλάδων, καθώς και ειδικευόμενοι ιατροί. Οι ιατροί συμμετέχουν στη λειτουργία του νοσοκομείου πέραν του τακτικού ωραρίου, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχουν υπηρεσίες στην πρωινή λειτουργία των τακτικών ιατρείων τουλάχιστον μία (1) ημέρα την εβδομάδα και δεν εφημερεύουν κατά τις ημέρες αυτές 3. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζονται οι ειδικότεροι όροι και προϋποθέσεις, υπό τις οποίες εντάσσονται τα νοσοκομεία, που ανήκουν στο Ε.Σ.Υ., στην ολοήμερη λειτουργία, όπως και οι όροι και προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί το προσωπικό της παραγράφου 2 να συμμετέχει σε αυτήν, κατ εφαρμογή της κείμενης νομοθεσίας και με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία του νοσοκομείου 4. Η λειτουργία του νοσοκομείου πέραν του τακτικού ωραρίου δεν πραγματοποιείται κατά τις ημέρες και ώρες της γενικής εφημερίας των κλινικών μονάδων και εργαστηρίων των νοσοκομείων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων της Περιφέρειας Αττικής (πλην των Κυθήρων) και του Νομού Θεσσαλονίκης 5. Η δαπάνη για την ιατρική επίσκεψη, τις διαγνωστικές, θεραπευτικές και επεμβατικές πράξεις, που πραγματοποιούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, βαρύνει τον ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς ή την ασφαλιστική του εταιρία ή τον ίδιο τον ασθενή στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην υπουργική απόφαση της παραγράφου 6 του παρόντος άρθρου 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζεται το ύψος της δαπάνης για την ιατρική επίσκεψη και τις διαγνωστικές, θεραπευτικές και επεμβατικές πράξεις, που πραγματοποιούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία, το ποσοστό που αποδίδεται ως αμοιβή στο προσωπικό της παραγράφου 2, οι περιπτώσεις στις οποίες η δαπάνη βαρύνει τον ίδιο τον ασθενή, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα 7. Τα έσοδα από την ολοήμερη πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία κατατίθενται στο ταμείο του νοσοκομείου και εγγράφονται σε μοναδιαίο λογαριασμό. Διατίθενται κατά προτεραιότητα για την κάλυψη των αναγκών αυτής, καθώς και άλλων αναγκών του νοσηλευτικού ιδρύματος ». Κατ εξουσιοδότηση της ανωτέρω διατάξεως της παρ. 6 του ανωτέρω άρθρου 9 του ν. 2889/2001, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3868/2010 εκδόθηκε η υπ αριθ. Υ4α/147881/25.11.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης «Ολοήμερη λειτουργία Νοσοκομείων» (Β΄ 1851). Στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής επαναλαμβάνονται οι ρυθμίσεις των παρ. 1, 2 και 4 του εν λόγω άρθρου του νόμου, στο δε άρθρο 2 παρ. 1 της αποφάσεως αυτής επαναλαμβάνεται η ρύθμιση της παρ. 5 του άρθρου αυτού του νόμου. Περαιτέρω, στις επόμενες παραγράφους (2, 3) του άρθρου 2 της εν λόγω κοινής υπουργικής αποφάσεως, των οποίων η ακύρωση ζητείται με την κρινόμενη αίτηση, ορίζεται ότι: «2. Η αμοιβή για τις διαγνωστικές και θεραπευτικές πράξεις, που διενεργούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, καταβάλλεται στο νοσοκομείο, το οποίο έχει την υποχρέωση είσπραξης, με βάση τις ισχύουσες κάθε φορά ρυθμίσεις και τιμολόγια, από τον ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς. Αν ο ασθενής δεν είναι ασφαλισμένος καταβάλλει στο νοσοκομείο αμοιβή για τις πράξεις αυτές με βάση το ισχύον κάθε φορά τιμολόγιο. 3. Για διαγνωστικές και θεραπευτικές πράξεις που διενεργούνται από τον ίδιο ιατρό συμπληρωματικώς στην επίσκεψη στο ιατρείο, όπως είναι γυναικολογικοί ή καρδιολογικοί υπέρηχοι, ενδοσκοπήσεις, παρακεντήσεις, αμνιοκεντήσεις, ακτινοθεραπείες, χημειοθεραπείες κ.λπ., καταβάλλεται αμοιβή σύμφωνα με την παρ. 2 αυτού του άρθρου επιπροσθέτως στην αμοιβή για επίσκεψη στην κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου». Τέλος, στις διατάξεις των άρθρων 3, 4 και 5 της ίδιας ως άνω κοινής υπουργικής αποφάσεως, των οποίων επίσης η ακύρωση ζητείται με την υπό κρίση αίτηση, προβλέπονται τα ποσά των αμοιβών που καταβάλλονται για τις επισκέψεις στους πανεπιστημιακούς ιατρούς και τους ειδικευμένους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. που πραγματοποιούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. (άρθρο 3), τα ποσά των αμοιβών για τις χειρουργικές επεμβάσεις ή τις άλλες επεμβατικές πράξεις που διενεργούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων του Ε.Σ.Υ. (άρθρο 4), καθώς και τα ποσοστά των ανωτέρω αμοιβών που παρακρατούνται από το νοσοκομείο και τα ποσοστά των αμοιβών αυτών που κατανέμονται στους ιατρούς και το λοιπό προσωπικό που απασχολείται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου (άρθρο 5).

 

 

7. Επειδή, με τις προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 9 του ν. 2889/2001, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν. 3868/2010 καθιερώνεται σύστημα της ολοήμερης λειτουργίας των ανηκόντων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσοκομείων, με την επέκταση των εξωτερικών ιατρείων και τη διενέργεια διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων πέραν του προβλεπομένου από το νόμο τακτικού ωραρίου λειτουργίας των ανωτέρω νοσοκομείων. Η λειτουργία αυτή επιτυγχάνεται με την προαιρετική συμμετοχή των μονίμων ειδικευμένων ιατρών των νοσοκομείων, των πανεπιστημιακών ιατρών που εργάζονται σε πανεπιστημιακές κλινικές, εργαστήρια ή μονάδες που είναι εγκατεστημένες σε νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και του λοιπού νοσηλευτικού και διοικητικού προσωπικού των νοσοκομείων αυτών. Η λειτουργία αυτή των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας δεν θίγει το υφιστάμενο σύστημα των γενικών εφημεριών τους, τίθεται δε ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο εν λόγω σύστημα των ιατρών αφενός μεν αυτοί να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στην πρωινή λειτουργία των νοσοκομείων τουλάχιστον μία ημέρα την εβδομάδα, αφετέρου δε να μην εφημερεύουν κατά τις σχετικές ημέρες. Στην παρ. 5 του ανωτέρω άρθρου προβλέπεται ότι η δαπάνη για την ιατρική επίσκεψη, τις διενεργούμενες κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων διαγνωστικές, θεραπευτικές και επεμβατικές πράξεις βαρύνει τον ασφαλιστικό φορέα του ασθενούς ή την ιδιωτική ασφαλιστική του εταιρεία ή τον ίδιο τον ασθενή. Περαιτέρω, στην παρ. 6 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι με κοινή απόφαση των Υπουργών Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών καθορίζεται, μεταξύ άλλων, και το ποσοστό των εσόδων που προέρχονται από την εφαρμογή του συστήματος της ολοήμερης, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας, το οποίο αντιστοιχεί στην αμοιβή του ιατρικού και λοιπού προσωπικού που συμμετέχει στη λειτουργία αυτή και στην παρ. 7 του ως άνω άρθρου ορίζεται ότι τα έσοδα από την εφαρμογή του ρηθέντος συστήματος της ολοήμερης λειτουργίας των νοσοκομείων διατίθενται, κατά προτεραιότητα, για την κάλυψη των αναγκών της λειτουργίας αυτής, καθώς και των λοιπών αναγκών του νοσηλευτικού ιδρύματος.

 

 

8. Επειδή, όπως προκύπτει από τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 3868/2010, αλλά και από την εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού, η εφαρμογή του συστήματος της ολοήμερης πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των νοσοκομείων που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας αποβλέπει στην ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και στην αναζωογόνηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αφενός μεν με την αξιοποίηση των υποδομών και του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού των δημόσιων νοσοκομείων, αφετέρου δε με την πληρέστερη αξιοποίηση τόσο του ιατρικού και λοιπού υγειονομικού προσωπικού των νοσοκομείων, όσο και των πανεπιστημιακών ιατρών. Τούτο δε διότι με την εφαρμογή του ανωτέρω συστήματος επεκτάσεως της λειτουργίας των ανηκόντων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσοκομείων καθίσταται εφικτή η διενέργεια σε εξωτερικούς ασθενείς μεγάλου αριθμού εργαστηριακών και παρακλινικών εξετάσεων καθώς και επεμβατικών ιατρικών πράξεων, παρεχομένης ούτω της δυνατότητος στους ασθενείς αυτούς να έχουν άμεση πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας, ενώ η θέσπιση του εν λόγω συστήματος αφενός ουδόλως επηρεάζει τη λειτουργία των πρωινών τακτικών ιατρείων των νοσοκομείων, και αφετέρου δεν θίγει το σύστημα των εφημεριών των νοσοκομείων. Περαιτέρω, με τη διάταξη της ως άνω παρ. 6 του άρθρου 9 του ν. 2889/2001, όπως ισχύει, παρέχεται ειδική εξουσιοδότηση στην κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση όπως καθορίσει, μεταξύ άλλων, αφενός μεν το ύψος της δαπάνης που καταβάλλεται για τις ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, καθώς και για τις επεμβατικές πράξεις που πραγματοποιούνται κατά την πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων, αφετέρου δε το ποσοστό της δαπάνης αυτής, το οποίο καταβάλλεται στο ιατρικό και λοιπό προσωπικό ως αμοιβή για τη συμμετοχή στην εν λόγω λειτουργία. Κατ ακολουθία τούτων, οι προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 3, 3, 4 και 5 της προσβαλλόμενης με την υπό κρίση αίτηση υπ αριθ. Υ4α/147881/ 25.11.1990 κοινής αποφάσεως των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, με τις οποίες ρυθμίζονται τα ανωτέρω θέματα, δηλαδή καθορίζεται η καταβαλλόμενη δαπάνη για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις και για χειρουργικές και άλλες επεμβατικές πράξεις που πραγματοποιούνται κατά την ανωτέρω λειτουργία των νοσοκομείων, καθώς και το ποσοστό της δαπάνης αυτής που παρακρατείται για τις ανάγκες του νοσοκομείου και εκείνου που καταβάλλεται ως αμοιβή του προσωπικού, ευρίσκουν έρεισμα στη ρηθείσα εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 1 παρ. 6 του ν. 3868/2010, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις που περιέχονται στις διατάξεις αυτές έχουν τεθεί καθ υπέρβαση της παρασχεθείσης νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως, κατά παράβαση του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

 

9. Επειδή, στην τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 43 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Ύστερα από πρόταση του αρμόδιου Υπουργού επιτρέπεται η έκδοση κανονιστικών διαταγμάτων, με ειδική εξουσιοδότηση νόμου και μέσα στα όριά της. Εξουσιοδότηση για έκδοση κανονιστικών πράξεων από άλλα όργανα της διοίκησης επιτρέπεται προκειμένου να ρυθμιστούν ειδικότερα θέματα ή θέματα με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ως «ειδικότερα» θέματα, για τη ρύθμιση των οποίων επιτρέπεται η παροχή εξουσιοδοτήσεως προς άλλα όργανα της Διοίκησης εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, νοούνται εκείνα, τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος, το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως. Τέτοια δε μερικότερη περίπτωση αποτελεί και η ενεργοποίηση μιας ουσιαστικής ρυθμίσεως που περιέχεται στο ίδιο το νομοθετικό κείμενο.

 

 

10. Επειδή, εν όψει του περιεχομένου της εξουσιοδοτικής διατάξεως της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3868/2010, στην οποία περιέχεται η βασική ουσιαστική ρύθμιση, δηλαδή η πρόβλεψη περί καταβολής δαπάνης και αμοιβής στους ιατρούς για τις παρεχόμενες από αυτούς ιατρικές υπηρεσίες κατά την ολοήμερη πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αλλά και των λοιπών διατάξεων του άρθρου 1 του ανωτέρω νόμου, οι οποίες συνθέτουν, κατά τρόπο ορισμένο, το νομικό πλαίσιο της ολοήμερης λειτουργίας των εν λόγω νοσοκομείων, ο προσδιορισμός του ύψους της καταβαλλόμενης δαπάνης και της αμοιβής, κατά κατηγορία περιπτώσεων, καθώς και του αποδιδόμενου ποσοστού της δαπάνης αυτής στο νοσηλευτικό ίδρυμα αποτελούν ειδικότερα θέματα κατά την έννοια του άρθρου 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, για τη ρύθμιση των οποίων επιτρεπτώς, κατά το Σύνταγμα, παρέχεται εξουσιοδότηση στους Υπουργούς Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και όχι στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Συνεπώς, η με την ανωτέρω διάταξη παροχή εξουσιοδοτήσεως προς έκδοση κοινής υπουργικής αποφάσεως για τη ρύθμιση των ρηθέντων ειδικοτέρων θεμάτων δεν αντιβαίνει στο άρθρο 43 παρ. 2 εδ. β΄ του Συντάγματος, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

 

 

11. Επειδή, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη (υπ αριθ. 8), το εισαχθέν με το άρθρο 1 του ν. 3868/2010 και την υπ αριθ. Υ4α/147881/25.11.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργών Οικονομικών και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης σύστημα της ολοήμερης πέραν του τακτικού ωραρίου των ανηκόντων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσοκομείων αποβλέπει στην ενίσχυση του δημόσιου χαρακτήρα της υγείας και στην αναζωογόνηση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Εξ άλλου, ο δημόσιος αποκεντρωτικός χαρακτήρας του Εθνικού Συστήματος Υγείας δεν αναιρείται από τη θέσπιση της καταβολής αμοιβής στους ιατρούς για τις ιατρικές επισκέψεις και τις διαγνωστικές, χειρουργικές και άλλες επεμβατικές πράξεις που πραγματοποιούνται κατά τη λειτουργία των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας πέραν του προβλεπομένου τακτικού ωραρίου λειτουργίας τους. Τούτο δε διότι, αφενός μεν ουδόλως θίγεται το υφιστάμενο σύστημα εφημεριών των νοσοκομείων αυτών, αφετέρου δε οι ασθενείς έχουν τη δυνατότητα να εξυπηρετούνται κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των πρωινών τακτικών ιατρείων των ανωτέρω νοσοκομείων άνευ καταβολής οιασδήποτε αμοιβής στο ιατρικό προσωπικό. Η προβλεπόμενη από την εξουσιοδοτική διάταξη του ν. 3868/2010 και την υπ αριθ. Υ4α/147881/25.11.2010 κοινή υπουργική απόφαση, που εκδόθηκε βάσει της διατάξεως αυτής, αμοιβή για τη συμμετοχή στην πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων του Εθνικού Συστήματος Υγείας αποτελεί αντιστάθμισμα για μια επί πλέον παροχή υγείας στους πολίτες, καταβαλλόμενη στους ιατρούς των νοσοκομείων αυτών, οι οποίοι προαιρετικώς συμμετέχουν στην εν λόγω λειτουργία, ασκούντες επιτρεπόμενη επαγγελματική δραστηριότητα εντός των δημόσιων νοσοκομείων, εντελώς ανεξάρτητη από την εργασία που αυτοί παρέχουν, ως δημόσιοι λειτουργοί, κατά τη διάρκεια του τακτικού ωραρίου λειτουργίας των ανωτέρω νοσοκομείων. Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 5 της προσβαλλομένης κοινής υπουργικής αποφάσεως, σημαντικό ποσοστό των εσόδων που προέρχονται από την κατά τα ανωτέρω καταβαλλόμενη δαπάνη παρακρατείται από το νοσοκομείο για την κάλυψη των λειτουργικών του εξόδων. Ενόψει τούτων, και δεδομένου ότι η διασφάλιση της αναγκαίας υλικοτεχνικής υποδομής των νοσοκομειακών μονάδων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία τους χάριν του δημοσίου συμφέροντος, η πρόσβαση των ασθενών στην ολοήμερη λειτουργία των ανηκόντων στο Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσοκομείων με την καταβολή εκ μέρους τους αμοιβής για τις παρεχόμενες ιατρικές υπηρεσίες δεν προσκρούει στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος, που επιβάλλει την κρατική μέριμνα για την υγεία των πολιτών, ο δε λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται το αντίθετο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 

 

12. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι οι αμοιβές των ιατρών που συμμετέχουν στην ολοήμερη λειτουργία των νοσοκομείων που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας μη νομίμως καθορίσθηκαν με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση χωρίς να ληφθεί προηγουμένως γνωμάτευση του Ανωτάτου Υγειονομικού Συμβουλίου, καθώς και γνώμη του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου, όπως ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 29 του ΑΝ 1565/1939 (Α΄ 16), ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ήτοι προ της καταργήσεώς της με το άρθρο 77 παρ. 4 του ν. 3918/2011 (Α΄ 31). Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση της διατάξεως, την οποία επικαλείται ο αιτών σύλλογος, αλλά βάσει της ανωτέρω διατάξεως του ν. 3868/2010, στην οποία δεν προβλέπεται η γνωμοδότηση των ανωτέρω οργάνων προ της εκδόσεως της σχετικής κανονιστικής αποφάσεως.

 

 

13. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται επίσης ότι, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητος, με την προσβαλλόμενη κοινή υπουργική απόφαση θεσπίζονται για τους ιατρούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας που συμμετέχουν στην ολοήμερη λειτουργία των δημόσιων νοσοκομείων αμοιβές υψηλότερες από τις αμοιβές που λαμβάνουν για τις ίδιες ιατρικές πράξεις οι ιατροί ελεύθεροι επαγγελματίες που συμβάλλονται με το Ελληνικό Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι οι ιατροί οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα νοσοκομεία του Εθνικού Συστήματος Υγείας και συμμετέχουν προαιρετικώς, υπό τις τασσόμενες στο νόμο προϋποθέσεις, στην ολοήμερη πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία των νοσοκομείων αυτών, παρέχοντες, με την ιδιότητα του έμμισθου δημόσιου λειτουργού, υπηρεσίες υγείας, δεν τελούν υπό τις αυτές συνθήκες με τους ιατρούς που ασκούν την ιατρική ως ελεύθερο επάγγελμα και συμβάλλονται με το Δημόσιο και τους ασφαλιστικούς οργανισμούς και, συνεπώς, η διαφοροποίηση ως προς τις αμοιβές, την οποία επικαλείται ο αιτών, και αληθής θεωρουμένη, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ισότητος, που θεσπίζεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.

 

 

14. Επειδή, τέλος, ο προβαλλόμενος λόγος ότι με τη θέσπιση του ένδικου συστήματος της ολοήμερης λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων η πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Συστήματος Υγείας δεν είναι, πλέον, έστω και εν μέρει ισότιμα δυνατή σε όλους τους πολίτες, αλλά μόνο σε εκείνους οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν τη σχετική δαπάνη, κατά παράβαση της αρχής της ισότητος και του άρθρου 21 παρ. 3 του Συντάγματος, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι, όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενη σκέψη, όλοι οι ασθενείς δύνανται να εξυπηρετηθούν στα νοσοκομεία που ανήκουν στο Εθνικό Σύστημα Υγείας άνευ οικονομικής επιβαρύνσεως κατά τη λειτουργία των πρωινών τακτικών ιατρείων και κατά τις εφημερίες τους, η λειτουργία των οποίων ουδόλως επηρεάζεται από την εφαρμογή του συστήματος της ολοήμερης λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων.

 

 

15. Επειδή, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

16. Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 9 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), προβλέπεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας επί προφανώς απαραδέκτου ή αβασίμου ενδίκου μέσου, μπορεί να απαγγείλει ως και τον εικοσαπλασιασμό του παραβόλου. Κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Δικαστήριο στην προκειμένη περίπτωση δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως αυτής, με την οποία εσκοπήθη να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα επιβολής αποτελεσματικών κυρώσεων σε βάρος εκείνων που ασκούν προδήλως απαράδεκτα ή αβάσιμα ένδικα μέσα ή βοηθήματα, προεχόντως για το λόγο ότι η κρινόμενη αίτηση δεν παρίσταται ως προδήλως αβάσιμη. Κατά την ειδικότερη γνώμη του Προέδρου του Δικαστηρίου Κων/νου Μενουδάκου, η κρινόμενη αίτηση παρίσταται μεν ως προδήλως αβάσιμη, πλήν, εφόσον, όπως εκτέθηκε στην πρώτη σκέψη, ο αιτών Ιατρικός Σύλλογος Αθηνών, ως ΝΠΔΔ, απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα η ρηθείσα διάταξη του άρθρου 36 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, η οποία αναφέρεται μόνο σε διαδίκους οι οποίοι υποχρεούνται σε καταβολή παραβόλου για την παραδεκτή άσκηση των ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων Ν. Ρόζου, Αικ. Σακελλαροπούλου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Ε. Νίκα, Σπ. Μαρκάτη, Φ. Ντζίμα, Β. Καλαντζή, Κ. Κουσούλη, Τ. Κόμβου, Β. Αναγνωστοπούλου Σαρρή, προς την οποία συντάχθηκε και η Πάρεδρος Ό. Παπαδοπούλου, η κρινόμενη αίτηση παρίσταται ως προδήλως αβάσιμη και, συνεπώς, συντρέχει νόμιμη περίπτωση επιβολής σε βάρος του αιτούντος ιατρικού συλλόγου πολλαπλασίου παραβόλου κατ ανάλογη εφαρμογή της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 36 παρ. 4 του π.δ/τος 18/1989, η οποία αποβλέπει στον αποκλεισμό ασκήσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας προφανώς απαραδέκτων ή αβασίμων ενδίκων μέσων ή βοηθημάτων, καθώς και στον κολασμό δικονομικής συμπεριφοράς, η οποία έχει αρνητική επενέργεια στην απονομή της δικαιοσύνης.  

 

                            

Διά ταύτα

 

 

Απορρίπτει την αίτηση και

 

Επιβάλλει στον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου 2013

  Ο Πρόεδρος                                                                Η Γραμματέας

 

 

Κ. Μενουδάκος                                                        Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου 2014.

 

  Ο Πρόεδρος                                                                Η Γραμματέας

 

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                                           Μ. Παπασαράντη