ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΣτΕ.Ολ 2101/2019

 

Μουφτήδες Θράκης - Θρησκευτική ελευθερία - Διεθνείς Συμβάσεις - Συνθήκες Σεβρών και Λωζάνης - Δίκαιο ΕΕ - Οδηγία 2000/78 - Αυτοδίκαιη λύση υπηρεσιακής σχέσεως - Οριο ηλικίας - Συνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 48 ν. 4559/2018 -.

 

Η διάταξη της παρ. 3 άρθρου 48 ν. 4559/2018 που προβλέπει την αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως Μουφτή λόγω υπέρβασης του ορίου ηλικίας (67ου έτους) είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, την ΕΣΔΑ, το ΔΣΑΠΔ, τη Συνθήκη των Σεβρών, τη Συνθήκη της Λωζάνης, το δίκαιο της Ένωσης. Οι Μουφτήδες διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση Γενικού Διευθυντή και έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι κατ’ αρχήν θρησκευτικοί λειτουργοί οι οποίοι ασκούν και δικαιοδοτικά έργα ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των Ελλήνων μουσουλμάνων της περιφέρειάς τους. Διορισμός και λόγοι παύσης. Απόρριψη αιτήσεως ακυρώσεως υπουργικής αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως του αιτούντος Μουφτή λόγω υπέρβασης του εν λόγω ηλικιακού ορίου.

 

 

 

Αριθμός 2101/2019

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 1η Φεβρουαρίου 2019, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Πρόεδρος, Ειρ. Σάρπ, Μ. Καραμανώφ, Ι. Γράβαρης, Δ. Σκαλτσούνης, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ι. Μαντζουράνης, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Αντωνόπουλος, Σπ. Μαρκάτης, Δ. Κυριλλόπουλος, Β. Ραφτοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Δ. Μακρής, Τ. Κόμβου, Π. Μπραΐμη, Ελ. Παπαδημητρίου, Κ. Νικολάου, Μ. Σωτηροπούλου, Κ. Κονιδιτσιώτου, Α. Γαλενιανού-Χαλκιαδάκη, Ι. Σπερελάκης, Ρ. Γιαννουλάτου, Μ. Τριπολιτσιώτη, Α. Σδράκα, Χ. Λιάκουρας, Σύμβουλοι, Ε. Σκούρα, Κ. Λαζαράκη, Δ. Βανδώρος, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ελ. Παπαδημητρίου και Ι. Σπερελάκης, καθώς και ο Πάρεδρος Δ. Βανδώρος, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα.

 

Για να δικάσει την από 28ης Αυγούστου 2018 αίτηση:

 

του …, κατοίκου Αρριανών Ροδόπης, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Απόστολο Παπακωνσταντίνου, που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

 

κατά του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ο οποίος παρέστη με την Αικατερίνη Γαλάνη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 6ης Νοεμβρίου 2018 πράξης της Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2, εδ. α΄ και γ΄, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. 133948/Θ1/8.8.2018 απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ Τ.Υ.Ο.Δ.Δ. 461/16.8.2018) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Μακρή.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

 

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή λόγω κωλύματος κατ’ άρθρο 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214) του Αντιπροέδρου Δημητρίου Σκαλτσούνη και της Συμβούλου Κωνσταντίνας Φιλοπούλου, τακτικών μελών της συνθέσεως που εκδίκασε την κρινόμενη υπόθεση, έλαβαν μέρος στην διάσκεψη αντί αυτών ως τακτικά μέλη οι Σύμβουλοι Ελένη Παπαδημητρίου και Ιωάννης Σπερελάκης, αναπληρωματικά μέχρι τώρα μέλη της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας 36/12.3.2019 - ΣτΕ 1303/2019, 711/2017, 1/2016, 2260 - 2262/2013 Ολομέλεια κ.ά.).

 

2. Επειδή για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (ηλεκτρονικό παράβολο με κωδικό πληρωμής ,/2018).

 

3. Επειδή ζητείται η ακύρωση της 133948/Θ1/8.8.2018 αποφάσεως του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (Φ.Ε.Κ. 461/16.8.2018, τεύχος Υ.Ο.Δ.Δ.), με την οποία διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως του αιτούντος ως Mουφτή Κομοτηνής (κλάδου ΠΕ, με βαθμό Α΄ και μισθολογικό κλιμάκιο 19), λόγω παρελεύσεως του ορίου ηλικίας, σύμφωνα με την διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 (Α΄ 142/3.8.2018).

 

4. Επειδή η από 24.12.1990 πράξη νομοθετικού περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων θρησκευτικών λειτουργών» (Α΄ 182/24.12.1990), η οποία κυρώθηκε, από τότε που άρχισε να ισχύει, με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11), ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. Εντός τριμήνου αφότου κενωθεί θέση Μουφτή, ο κατά τόπο αρμόδιος Νομάρχης καλεί με πράξη του τους ενδιαφερόμενους να την καταλάβουν, να υποβάλουν σχετική αίτηση. … 2. Σε θέση Μουφτή διορίζονται μουσουλμάνοι Έλληνες πολίτες, κάτοχοι πτυχίου ανώτατης ισλαμικής θεολογικής σχολής (ημεδαπής ή αλλοδαπής) ή κάτοχοι διπλώματος Ιτζαζέτ ναμέ ή διατελέσαντες ιμάμηδες τουλάχιστον επί δεκαετία, οι οποίοι έχουν διακριθεί για το ήθος τους και τη θεολογική τους κατάρτιση και ως προς τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού, που αναφέρονται στα άρθρα 21 έως 23 του Υπαλληλικού Κώδικος (Π.Δ. 611/1977). 3. … 7. Ο Μουφτής διορίζεται με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων για δεκαετή θητεία που δύναται να ανανεώνεται. Ο διορισθείς πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του δίδει τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου στον αρμόδιο Νομάρχη. … », στο άρθρο 2 ότι: «1. Ο Μουφτής παύεται με προεδρικό διάταγμα, προκαλούμενο από τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων: α) σε περίπτωση αμετάκλητης καταδίκης του για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22 του Υπαλληλικού Κώδικος (Π.Δ. 611/1977), β) … 2. … », στο άρθρο 3 ότι: «1. Εντός δέκα ημερών αφότου κενωθεί η θέση Μουφτή ο κατά τόπο Νομάρχης αναθέτει προσωρινώς και μέχρις αναλήψεως καθηκόντων από τον διοριζόμενο Μουφτή, με πράξη του, τα καθήκοντα Μουφτή σε Τοποτηρητή, που πρέπει να έχει τα προσόντα για την κατάληψη θέσεως Μουφτή ή να είναι ή να έχει διατελέσει ιμάμης, χατίπης ή ιεροκήρυκας. 2. Ο Τοποτηρητής παύεται με πράξη του Νομάρχη για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 1. 3. Σε περίπτωση παραιτήσεως ή παύσεως του Τοποτηρητή ο κατά τόπο αρμόδιος Νομάρχης αναθέτει καθήκοντα σε άλλο Τοποτηρητή, που έχει τα προσόντα της παραγράφου του παρόντος άρθρου. 4. Οι Μουφτήδες ή οι Τοποτηρητές Μουφτήδες αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους, θεωρουμένης σε κάθε περίπτωση ως ημερομηνίας συμπλήρωσης του ορίου αυτού η 30η Ιουνίου του έτους αποχώρησης. Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσης λόγω παρέλευσης του ορίου ηλικίας (η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 48 παράγραφος 2 του ν. 4559/2018)», στο άρθρο 4 ότι: «Οι διοριζόμενοι Μουφτήδες και οι Τοποτηρητές είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχουν θέση γενικού διευθυντή και λαμβάνουν αποδοχές γενικού διευθυντή … . Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων. … », στο άρθρο 5 ότι: «1. Ο Μουφτής ασκεί στην περιφέρειά του καθήκοντα που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρούσης, καθώς και τα θρησκευτικά καθήκοντα που απορρέουν από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Διορίζει, εποπτεύει και παύει τους μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς, τελεί ή επικυρώνει θρησκευτικούς γάμους μεταξύ μουσουλμάνων και γνωμοδοτεί σε θέματα που έχουν σχέση με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. 2. Ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία, υπό τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες που ορίζονται στην παράγραφο 4, μεταξύ μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του επί γάμων, διαζυγίων, διατροφών, επιτροπειών, κηδεμονιών, χειραφεσίας ανηλίκων, ισλαμικών διαθηκών και την εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφ' όσον οι σχέσεις αυτές διέπονται από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (η παράγραφος 2 όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 4511/2018, Α΄ 2/15.1.2018). 3. Οι εκδιδόμενες από το Μουφτή αποφάσεις επί υποθέσεων αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας δεν μπορούν να εκτελεσθούν ούτε αποτελούν δεδικασμένο, αν δεν κηρυχθούν εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειας όπου η έδρα του Μουφτή, κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Το δικαστήριο ερευνά μόνο αν η απόφαση εκδόθηκε μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή και αν οι διατάξεις που εφαρμόσθηκαν αντίκεινται στο Σύνταγμα ιδίως στην παράγραφο 2 του άρθρου 4 και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 3 όπως ισχύει μετά το άρθρο 1 παράγραφος 3 του ν. 4511/2018). Κατά της αποφάσεως του μονομελούς πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου πολυμελούς πρωτοδικείου, που δικάζει κατά την ίδια διαδικασία. Κατά της αποφάσεως του πολυμελούς πρωτοδικείου δεν χωρεί ένδικο μέσο τακτικό ή έκτακτο. 4. α. Οι υποθέσεις της παραγράφου 2 ρυθμίζονται από τις κοινές διατάξεις και μόνο κατ’ εξαίρεση υπάγονται στη δικαιοδοσία του Μουφτή, εφόσον αμφότερα τα διάδικα μέρη υποβάλουν σχετική αίτησή τους ενώπιόν του για επίλυση της συγκεκριμένης διαφοράς κατά τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η υπαγωγή της υπόθεσης στη δικαιοδοσία του Μουφτή είναι αμετάκλητη και αποκλείει τη δικαιοδοσία των τακτικών δικαστηρίων για τη συγκεκριμένη διαφορά. Εάν οποιοδήποτε από τα μέρη δεν επιθυμεί την υπαγωγή της υπόθεσής του στη δικαιοδοσία του Μουφτή, δύναται να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια, κατά τις κοινές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις, τα οποία σε κάθε περίπτωση έχουν το τεκμήριο της δικαιοδοσίας. β. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καθορίζονται όλοι οι αναγκαίοι δικονομικοί κανόνες για τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του Μουφτή και την έκδοση των αποφάσεών του και ιδίως η διαδικασία υποβολής αιτήσεως των μερών, η οποία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία των εισαγωγικών δικογράφων κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και, επί ποινή ακυρότητας, ρητή ανέκκλητη δήλωση κάθε διαδίκου περί επιλογής της συγκεκριμένης δικαιοδοσίας, η παράσταση των πληρεξουσίων δικηγόρων, η διαδικασία κατάθεσης και επίδοσής της στο αντίδικο μέρος, η διαδικασία της συζήτησης και της έκδοσης απόφασης, τα θέματα οργάνωσης, σύστασης και διαδικασίας πλήρωσης θέσεων προσωπικού (μονίμων, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και μετακλητών υπαλλήλων) και λειτουργίας της σχετικής υπηρεσίας της τήρησης αρχείου, καθώς και κάθε σχετικό θέμα για την εφαρμογή του παρόντος. γ. Οι κληρονομικές σχέσεις των μελών της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα, εκτός εάν ο διαθέτης συντάξει ενώπιον συμβολαιογράφου δήλωση τελευταίας βούλησης, κατά τον τύπο της δημόσιας διαθήκης, με αποκλειστικό περιεχόμενό της τη ρητή επιθυμία του να υπαχθεί η κληρονομική του διαδοχή στον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο. Η δήλωση αυτή είναι ελεύθερα ανακλητή, είτε με μεταγενέστερη αντίθετη δήλωσή του ενώπιον συμβολαιογράφου είτε με σύνταξη μεταγενέστερης διαθήκης, κατά τους όρους του Αστικού Κώδικα. Ταυτόχρονη εφαρμογή του Αστικού Κώδικα και του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου στην κληρονομική περιουσία ή σε ποσοστό ή και σε διακεκριμένα στοιχεία αυτής απαγορεύεται (η παράγραφος 4 προστέθηκε με το άρθρο 1 παράγραφος 1 του ν. 4511/2018)» και στο άρθρο 7 ότι: «Οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες επιπέδου γενικής διεύθυνσης, αλληλογραφούν στην επίσημη γλώσσα το Κράτους, στην οποία συντάσσονται επίσης όσες πράξεις και έγγραφα εκδίδονται από τον Μουφτή … (όπως η φράση «επιπέδου γενικής διεύθυνσης» προστέθηκε με το άρθρο 68 παράγραφος 1 εδάφιο 2 του ν. 4235/2014, Α΄ 32). Οι λοιπές εν γένει δαπάνες λειτουργίας τους βαραίνουν τον προϋπολογισμό του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Ο οικονομικός και διαχειριστικός έλεγχος των Μουφτειών διενεργείται από τη Γενική Διεύθυνση Δημοσιονομικών Ελέγχων του Υπουργείου Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, ύστερα από απόφαση των Υπουργών Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων και Οικονομικών, με την οποία αποφασίζεται η ένταξή τους στους φορείς του άρθρου 3 του ν. 3492/2006, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα που χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης (τα δύο τελευταία εδάφια προστέθηκαν με το άρθρο 48 παράγραφος 1 του ν. 4559/2018)». Εξ άλλου ο ν. 4511/2018 ορίζει στο άρθρο 1 ότι: «1. … 2. Μέχρι την έναρξη ισχύος της περίπτωσης α΄ της παρ. 4 του άρθρου 5, της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄ 182) που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11), ο Μουφτής επιλαμβάνεται των υποθέσεων που άγονται κοινή συναινέσει ενώπιόν του, τηρουμένης της υφιστάμενης κατά το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος διαδικασίας. Διαθήκες που έχουν συνταχθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και δεν έχει επέλθει κληρονομική διαδοχή αναπτύσσουν κανονικά τις έννομες συνέπειές τους κατά το χρόνο επαγωγής. 3. … 4. Η ισχύς της περίπτωσης α΄ της παρ. 4 του άρθρου 5 της από 24.12.1990 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου «Περί Μουσουλμάνων Θρησκευτικών Λειτουργών» (Α΄ 182 που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1920/1991 (Α΄ 11) άρχεται από τη δημοσίευση του προβλεπόμενου στην περίπτωση β΄ προεδρικού διατάγματος. 5. … ». Τέλος στην παράγραφο 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 ορίζεται ότι: «Με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη απόλυση των υπηρετούντων Μουφτήδων και Τοποτηρητών Μουφτήδων που έχουν υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας τους. Μέχρι την έκδοση της απόφασης του πρώτου εδαφίου οι Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες διατηρούν τη θέση τους και συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους».

 

5. Επειδή σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες διατάξεις, οι Μουφτήδες διορίζονται ως δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση Γενικού Διευθυντή και έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι δε Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες, επιπέδου Γενικής Διευθύνσεως (για τις οποίες αρμόδιο είναι το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, βλ. άρθρο 58 παράγραφος 5 του π.δ. 18/2018, Α΄ 31). Περαιτέρω οι Μουφτήδες είναι, κατ’ αρχήν, θρησκευτικοί λειτουργοί που ασκούν στην περιφέρειά τους τα καθήκοντα που προβλέπονται από τον νόμο καθώς και τα θρησκευτικά καθήκοντα που απορρέουν από τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (βλ. ΣτΕ 466/2003 7μ., σκ. 11, 1333/2001 7μ., σκ. 12). Οι ίδιοι ασκούν και δικαιοδοτικά έργα ως προς ορισμένες (περιοριστικώς αναφερόμενες) κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των Ελλήνων μουσουλμάνων της περιφέρειάς τους (ΣτΕ 466/2003 7μ.). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις αναφερθείσες διατάξεις του ν. 4511/2018, οι περιοριστικώς αναφερόμενες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου διέπονται από τις οι διατάξεις του αστικού κώδικα, υπάγονται δε στην δικαιοδοσία των Μουφτήδων, μόνον βάσει σχετικής δηλώσεως αμφοτέρων των μερών (για τις υποθέσεις οικογενειακού δικαίου) ή του διαθέτη (για τις υποθέσεις κληρονομικού δικαίου), σύμφωνα με τα ειδικότερα οριζόμενα, χωρίς να μεταβάλλεται ο θεσμικός και διττός ρόλος των Μουφτήδων (θρησκευτικών λειτουργών και δημοσίων υπαλλήλων - ιεροδικών) και της Μουφτείας, ως δημόσιας υπηρεσίας επιπέδου Γενικής Διευθύνσεως (αποκεντρωμένης υπηρεσίας του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων) και συνεπώς, οι αρμοδιότητες των Μουφτήδων δεν περιορίζονται, αλλά διατηρούνται απαράλλακτες (θρησκευτικές, εποπτικές, γνωμοδοτικές, δικαστικές), (βλ. την αιτιολογική έκθεση του ν. 4511/2018). Οι Μουφτήδες διορίζονται, βάσει ειδικών προσόντων μετά από διαδικασία επιλογής στην οποία συμμετέχουν και Έλληνες μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί καθώς και εξέχοντες Έλληνες μουσουλμάνοι της περιφέρειάς τους (ΣτΕ 466/2003 7μ., σκ. 16, 1333/2001 7μ.), με προεδρικό διάταγμα εκδιδόμενο μετά από πρόταση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων για δεκαετή θητεία που δύναται να ανανεώνεται, πριν δε από την ανάληψη των καθηκόντων τους δίδουν τον όρκο του δημοσίου υπαλλήλου στο αρμόδιο κρατικό όργανο. Οι Μουφτήδες παύονται για ορισμένους λόγους με προεδρικό διάταγμα, κατόπιν προτάσεως του μνησθέντος Υπουργού. Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής: α. αμετάκλητη καταδίκη για κακούργημα ή πλημμέλημα από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8 παράγραφος 1 περ. α΄ του ισχύοντος κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ., που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3528/2007 (Α΄ 26), β. στέρηση των πολιτικών τους δικαιωμάτων για οποιονδήποτε λόγο, γ. νόσος που κωλύει την άσκηση των καθηκόντων τους, υπηρεσιακή ανεπάρκεια ή διαγωγή αναξιοπρεπής ή ασυμβίβαστη προς την θέση τους και τα εκ του νόμου καθήκοντά τους. Σε περίπτωση που κενωθεί η θέση Μουφτή, το αρμόδιο κρατικό όργανο, αναθέτει, προσωρινώς, και μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από τον διορισθησόμενο Μουφτή, με πράξη του, τα καθήκοντα Μουφτή σε Τοποτηρητή, που πρέπει να έχει τα προσόντα για την κατάληψη θέσεως Μουφτή ή να είναι ή να έχει διατελέσει ιμάμης, χατίπης ή ιεροκήρυκας και έχει το αναφερθέν υπηρεσιακό καθεστώς του Μουφτή, ασκεί δε τις αρμοδιότητες του Μουφτή και ισχύουν για αυτόν οι προαναφερθέντες λόγοι παύσεως του Μουφτή. Εξ άλλου με τον ν. 4559/2018 θεσπίσθηκε ως ανώτατο όριο ηλικίας για τους Μουφτήδες και τους Τοποτηρητές Μουφτήδες το 67ο έτος της ηλικίας τους, με την συμπλήρωση του οποίου (που θεωρείται ότι επέρχεται την 30ή Ιουνίου του έτους αποχωρήσεως) αποχωρούν αυτοί υποχρεωτικά από την υπηρεσία. Επίσης με τον ίδιο νόμο προβλέφθηκε ότι με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, που εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη ισχύος του και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, διαπιστώνεται η αυτοδίκαιη απόλυση των υπηρετούντων Μουφτήδων και Τοποτηρητών Μουφτήδων που έχουν υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας τους. Μέχρι την έκδοση της διαπιστωτικής αυτής πράξεως οι Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες, που έχουν συμπληρώσει το προαναφερθέν όριο ηλικίας, διατηρούν την θέση τους και συνεχίζουν να ασκούν τα καθήκοντά τους. Η προεκτεθείσα διάταξη περί ορίου ηλικίας θεσπίσθηκε για τον Μουφτή και τον Τοποτηρητή Μουφτή «ο οποίος παράλληλα με τα θρησκευτικά καθήκοντά του είναι δημόσιος λειτουργός (με θέση γενικού διευθυντή) ασκώντας και δικαιοδοτικά καθήκοντα επί ορισμένων υποθέσεων ιδιωτικού δικαίου που αφορούν μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της περιφέρειάς του (εφόσον αυτά έχουν υπαχθεί στη δικαιοδοσία του) … προκειμένου η Πολιτεία να μπορεί να προγραμματίζει την ομαλή διαδοχή στην υπηρεσία» (σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής τροπολογίας - προσθήκης). Kατά την συζήτηση στην Βουλή, ο Υπουργός Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων δήλωσε, μεταξύ άλλων, σχετικά με την διάταξη περί ορίου ηλικίας του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 ότι: « … Προσπαθήσαμε να κανονικοποιήσουμε τη λειτουργία των μουφτειών. ’ρα και οι ίδιοι οι μουφτήδες πρέπει να περιληφθούν σε όλες τις διατάξεις της κανονικότητας. Όπως, λοιπόν, οι δικαστικοί παίρνουν σύνταξη στα εξήντα επτά τους, το ίδιο πρέπει να ισχύει και για τους μουφτήδες … Σήμερα, οι δύο μουφτήδες, οι οποίοι πράγματι έχουν ευσυνείδητα εργαστεί κ.λπ., είναι ογδόντα ετών ο ένας και ογδόντα ενός ετών ο άλλος. … όταν λέμε ότι πρέπει να κανονικοποιήσουμε δομές, όλοι πρέπει να είναι το ίδιο στα μάτια του νόμου. Είμαι σίγουρος ότι πρώτα οι ίδιοι οι μουφτήδες θα θελήσουν να μπουν σε αυτήν τη διαδικασία. … » (βλ. τα πρακτικά συνεδριάσεων του Τμήματος Διακοπής Εργασιών της Βουλής Θέρους 2018, συνεδρίαση Ζ΄, της 1ης Αυγούστου 2018, σελ. 326). Στο 199539/Θ1/20.11.2018 έγγραφο των απόψεων του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι με το θεσπισθέν όριο ηλικίας εξασφαλίζεται η ομαλή εκτέλεση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή, αφού κατά τεκμήριο και το γενικώς αποδεκτό ηλικιακό σημείο, μέχρι τότε υφίσταται με κάποια βεβαιότητα η σωματική και πνευματική ικανότητα χωρίς να διακυβεύεται ή αμφισβητείται η δικαιοδοτική κρίση του και εξυπηρετείται η ομαλή εναλλαγή στην διοίκηση κρίσιμης δημόσιας υπηρεσίας (με την προγραμματισμένη αποχώρηση του προϊσταμένου της και σε χρόνο που ο τελευταίος ασκεί εισέτι τα καθήκοντά του επαρκώς και κατά τα προβλεπόμενα). Οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί της αυτοδίκαιης εξόδου από την υπηρεσία με την συμπλήρωση του αναφερθέντος ορίου ηλικίας αποτελούν αντικειμενική και αφηρημένη ρύθμιση που αφορά τους Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες. Το όριο αυτό ηλικίας ως λόγος εξόδου από την υπηρεσία εντάσσεται στο γενικό καθεστώς αποχωρήσεως από την υπηρεσία με την συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων (βλ. άρθρο 155 του κώδικα κατάστασης δημοσίων πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων και υπαλλήλων ν.π.δ.δ., όπως ισχύει) και λειτουργών (βλ. άρθρο 16 παράγραφος 6 του Συντάγματος), (πρβλ. ΣτΕ 5798/1995) και άλλωστε αντιστοιχεί προς το κατ’ άρθρο 88 παράγραφος 5 του Συντάγματος όριο ηλικίας υπηρεσίας των δικαστικών λειτουργών και δη των ανωτάτων. Οι ρυθμίσεις αυτές του ν. 4559/2018, κατά τα προεκτεθέντα, εξυπηρετούν πέραν του μνημονευόμενου στην σχετική αιτιολογική έκθεση δημοσίου συμφέροντος σκοπού της ομαλής διαδοχής στην υπηρεσία και της διασφαλίσεως της αρχής της συνέχειας στην δημόσια υπηρεσία της Μουφτείας, τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διασφαλίσεως της ορθής και αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιοδοτικών έργων, που αναθέτει ο νομοθέτης στους Μουφτήδες, από πρόσωπα που διαθέτουν τις σωματικές και τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες που συνδέονται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την ηλικία και απαιτούνται για την άρτια άσκησή τους, λαμβανομένης υπ’ όψιν της φύσεως και των ιδιαιτεροτήτων των καθηκόντων τους. Ειδικότερα σε αυτούς ανατίθενται και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που αφορούν κρίσιμες έννομες σχέσεις για τις οποίες δεν προβλέπεται δεύτερος βαθμός κρίσεως, αφού το μονομελές πρωτοδικείο της περιφέρειάς τους που είναι αρμόδιο για την κήρυξη των αποφάσεών τους ως εκτελεστών δεν μπορεί να ελέγξει την ουσία των αποφάσεών τους, αλλά μόνο αν αυτές εκδόθηκαν εντός των ορίων της δικαιοδοσίας τους καθώς και αν οι εφαρμοσθείσες διατάξεις αντίκεινται στο Σύνταγμα (ιδίως στην παράγραφο 2 του άρθρου 4) και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι ίδιοι λόγοι δημοσίου συμφέροντος συντρέχουν και για την πρόβλεψη ότι το προαναφερθέν ηλικιακό όριο ισχύει και για τους υπηρετούντες Μουφτήδες και Τοποτηρητές Μουφτήδες, των οποίων η θητεία δεν είχε λήξει.

 

6. Επειδή από τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υποθέσεως προκύπτουν τα εξής: με την ΔΙΕΣ/./16.12.1985 απόφαση του Νομάρχη Ροδόπης ο αιτών διορίσθηκε ως Τοποτηρητής της Μουφτείας Κομοτηνής, μέχρι τον διορισμό Μουφτή Κομοτηνής. Στην συνέχεια με την Α3//30.3.1990 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γ΄ 61/6.4.1990) ο ίδιος διορίσθηκε στην κενή θέση του Μουφτή Κομοτηνής και με το από 28.12.2000 π.δ. (Γ΄ 2/9.1.2001) ανανεώθηκε η θητεία του από την λήξη της προηγούμενης (24.12.2000), ενώ με το από 17.12.2010 π.δ. (Φ.Ε.Κ. 407/22.12.2010, τ. Υ.Ο.Δ.Δ.) ανανεώθηκε η θητεία του από τις 24.12.2010. Περαιτέρω με την προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση διαπιστώθηκε η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως του αιτούντος ως Μουφτή, βάσει της προαναφερθείσας διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου του έχει υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας του, αφού γεννήθηκε το έτος 1937. Σύμφωνα με την από 27.11.2018 βεβαίωση υπηρεσιακών μεταβολών της Προϊσταμένης της Διεύθυνσης Θρησκευτικής Διοίκησης του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων ο αιτών έχει τριάντα δύο (32) έτη και οκτώ (8) μήνες συνεχή και αδιάλειπτη δημόσια υπηρεσία στην εν λόγω θέση Μουφτή, δηλαδή από 16.12.1985 έως και 16.8.2018.

 

7. Επειδή στο άρθρο 13 του Συντάγματος προβλέπεται ότι: «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. 3. Οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας. 4. Κανένας δεν μπορεί εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. 5. … ». Όπως έχει κριθεί, με το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας. Το ατομικό αυτό δικαίωμα, που υπόκειται μόνον στους προβλεπόμενους από το ίδιο το Σύνταγμα περιορισμούς, περιλαμβάνει αφενός μεν την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως (παράγραφος 1), αφετέρου δε την ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων, με ρητή αναφορά στην ανεμπόδιστη άσκηση της λατρείας κάθε γνωστής θρησκείας (παράγραφος 2). Οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, με τις οποίες προστατεύεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και επιβάλλεται η ίση μεταχείριση, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, στην απόλαυση όχι μόνο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, αλλά όλων των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η έννομη τάξη (καθιερώνεται δηλαδή η θρησκευτική ισότητα), είναι διατάξεις θεμελιώδεις, ως μη υποκείμενες, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 1 του Συντάγματος, σε αναθεώρηση. Εξ άλλου, η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως διακηρύσσεται ως απαραβίαστη, χωρίς να τάσσεται κανένας περιορισμός, υποκείμενη συνεπώς μόνον στους περιορισμούς της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, ενώ η ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων (το δικαίωμα δηλαδή του καθενός να εκδηλώνει ανεμπόδιστα το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του με ποικίλους τρόπους, ατομικά ή από κοινού με άλλους, ιδιωτικά ή δημόσια), της οποίας ειδικότερη μορφή αποτελεί η άσκηση της λατρείας, υπόκειται επί πλέον στους περιορισμούς που επιβάλλονται από την δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ως ατομικό δικαίωμα το δικαίωμα θρησκευτικής ελευθερίας θεμελιώνει αξίωση του ατόμου έναντι της κρατικής εξουσίας για αποχή από επεμβάσεις των οργάνων της που παρεμποδίζουν την άσκησή του (ΣτΕ 2280 - 2285/2001 Ολομέλεια, σκ. 10, βλ. και ΠΕ 171, 172/2010). Η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, με την οποία προστατεύεται προεχόντως το ενδιάθετο φρόνημα αναφορικά με το θείο από κάθε κρατική επέμβαση, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα εκάστου να μην αποκαλύπτει το θρήσκευμα που ακολουθεί ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του. Κανένας δεν μπορεί να εξαναγκασθεί με οποιονδήποτε τρόπο, να αποκαλύψει είτε αμέσως είτε εμμέσως, το θρήσκευμα ή τις θρησκευτικές εν γένει πεποιθήσεις του, υποχρεούμενος σε πράξεις ή παραλείψεις από τις οποίες θα τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η ανυπαρξία τους. Καμία κρατική αρχή ή κανένα κρατικό όργανο δεν επιτρέπεται να επεμβαίνουν στον απαραβίαστο, κατά το Σύνταγμα, χώρο αυτό της συνειδήσεως και να αναζητούν το θρησκευτικό φρόνημα, πολύ δε περισσότερο να επιβάλλουν την εξωτερίκευση των όποιων πεποιθήσεων αναφορικά με το θείο. Έχει γίνει επίσης δεκτό ότι κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος ουδείς δύναται, επικαλούμενος τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του, να αρνηθεί την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή την συμμόρφωσή του προς τους νόμους γενικής εφαρμογής, ειδικά δε προς τους νόμους που δεν αφορούν θέματα σχετικά με την άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων του (ΣτΕ 582/2011, 2706/1977 Ολομέλεια, πρβλ. ΣτΕ 1090/2018). Όπως έχει κριθεί, τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 13 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας με τις ειδικότερες εκδηλώσεις του, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως και της ελευθερίας της λατρείας, έκαστος είναι ελεύθερος όχι μόνον να επιλέγει την θρησκεία της προτιμήσεώς του, αλλά και να διαδραματίζει ενεργό ρόλο για την επιτυχία των σκοπών της αντίστοιχης Εκκλησίας ή θρησκευτικής κοινότητας, ιδίως δε με την ανάληψη από αυτόν του έργου του οικείου θρησκευτικού λειτουργού. Συνεπώς, κάθε περιορισμός τιθέμενος ως προς το ζήτημα τούτο είτε με νόμο είτε με διοικητική πράξη, εφ’ όσον περιάγει κάποιον σε δίλημμα συνειδήσεως και δεν δικαιολογείται κατ' εφαρμογή των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 13 του Συντάγματος (π.χ. δημόσια τάξη, χρηστά ήθη κ.λπ.), είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτος. Με την έννοια αυτή, η ιδιότητα κάποιου ως οπαδού ορισμένης, γνωστής κατά το Σύνταγμα, θρησκείας ή ως θρησκευτικού λειτουργού της αντίστοιχης Εκκλησίας ή θρησκευτικής κοινότητας δεν δύναται να αποτελέσει προϋπόθεση ή κώλυμα διορισμού σε δημοσία θέση ή κώλυμα διατηρήσεως της θέσεως αυτής στην οποία έχει νομίμως διορισθεί (ΣτΕ 4045/1983 7μ.). Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση Γενικού Διευθυντή, ασκούν δε εκτός από θρησκευτικά καθήκοντα, τις ανατιθέμενες σε αυτούς από τον νόμο δικαιοδοτικής φύσεως αρμοδιότητες ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς τους (ΣτΕ 466/2003 7μ., σκ. 17), που δηλώνουν ότι επιθυμούν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία τους. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της, κατά τα εκτεθέντα, σύνθετης ιδιότητάς των Μουφτήδων, το θεσπιζόμενο με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 όριο ηλικίας για την υπηρεσία τους, που εξυπηρετεί τους προαναφερθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και το οποίο εναρμονίζεται με το, κατά τα αναφερθέντα, γενικώς ισχύον καθεστώς λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, αποτελεί θεμιτό περιορισμό της διατηρήσεως της συγκεκριμένης, προβλεπόμενης από την κυρωθείσα από 24.12.1990 πράξη νομοθετικού περιεχομένου, θέσεως και δεν θίγει την κατοχυρούμενη από το Σύνταγμα θρησκευτική ελευθερία (πρβλ. ΣτΕ 995 - 998/2004, 466/2003 7μ., καθώς και ΣτΕ 2661/1996, 3704/1995 7μ., 3703/1994 7μ., 2753/1988, 1030/1985). ’λλωστε, όσοι αποχωρούν αυτοδικαίως από την θέση του Μουφτή λόγω συμπληρώσεως του οριζόμενου ορίου ηλικίας μπορούν να ασκήσουν έργο θρησκευτικού λειτουργού, αφού δεν αποκλείεται να διορισθούν από τον νέο Μουφτή ή Τοποτηρητή Μουφτή ως Ιμάμηδες και να ασκούν εφεξής αμιγώς θρησκευτικά καθήκοντα, εφόσον ο νέος Μουφτής ή Τοποτηρητής Μουφτής κρίνει ότι δύνανται να ασκήσουν τα καθήκοντα αυτά (βλ. τα διαλαμβανόμενα στο 199539/Θ1/20.11.2018 έγγραφο απόψεων του Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων). Ο θεσπισθείς ηλικιακός περιορισμός για την υπηρεσία των Μουφτήδων είναι πρόσφορος και αναγκαίος για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, διότι, κατά τα προεκτεθέντα, η ηλικία του Μουφτή είναι κρίσιμη για την αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων του και μάλιστα των δικαιοδοτικών που διέπονται από το αναφερθέν νομοθετικό καθεστώς και διότι με την προβλεπόμενη αυτοδίκαιη αποχώρησή του λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας διασφαλίζεται ο προγραμματισμός της ομαλής διαδοχής στην υπηρεσία από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Επίσης το προμνησθέν ηλιακό όριο για την αυτοδίκαιη απόλυση των Μουφτήδων οι οποίοι διορίζονται με δεκαετή θητεία (που μπορεί να ανανεωθεί), λαμβανομένης υπ’ όψιν της υπηρεσιακής καταστάσεώς τους, δεν τελεί σε δυσαναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό, διότι η υπηρεσία τους μέχρι την ηλικία του 67oυ έτους διασφαλίζει, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, την ύπαρξη των σωματικών και πνευματικών δυνάμεων και ικανοτήτων που είναι αναγκαίες για την ορθή και αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους, μεταξύ των οποίων της απονομής της δικαιοσύνης, εναρμονίζεται δε άλλωστε με το γενικώς ισχύον καθεστώς λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας των δημοσίων υπαλλήλων ή λειτουργών, όπως αναφέρθηκε. Ο περαιτέρω έλεγχος της ουσιαστικής ορθότητας των νομοθετικών επιλογών δεν είναι επιτρεπτός. Εξ άλλου η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου δυνατότητα παύσεως των Μουφτήδων λόγω νόσου ή υπηρεσιακής ανεπάρκειάς τους, δεν αποτελεί εξίσου αποτελεσματικό μέτρο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων δημοσίου συμφέροντος σκοπών με το θεσπισθέν όριο ηλικίας τους, διότι προϋποθέτει την ύπαρξη νόσου ή την συνδρομή υπηρεσιακής ανεπάρκειας που βεβαιώνεται με αιτιολογημένη απόφαση του οριζομένου συμβουλίου και δεν διασφαλίζει τον προγραμματισμό της ομαλής διαδοχής στην υπηρεσία, όπως η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεώς τους λόγω συμπληρώσεως του ορίου ηλικίας. Επομένως είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα, κατ’ επίκληση της κατά το άρθρο 13 του Συντάγματος θρησκευτικής ελευθερίας και της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας.

 

8. Επειδή η κυρωθείσα με το άρθρο πρώτον του ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ) ορίζει στο άρθρο 9 ότι: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας, το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως, ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας, και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία δια την δημοσίαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής, ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων» και στο άρθρο 14 ότι: «Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνικήν μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». Σύμφωνα με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 11 της ίδιας Συμβάσεως, η προσωπικότητα του θρησκευτικού ηγέτη έχει σημασία για την θρησκευτική κοινότητα, στην οποία η συμμετοχή αποτελεί εκδήλωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων που προστατεύεται. Η ΕΣΔΑ που εγγυάται την συνύπαρξη των μελών της κοινότητας ως ενώσεως έναντι αδικαιολόγητων κρατικών επεμβάσεων, δεν επιτρέπει κρατική επέμβαση, βάσει διατάξεων που παρέχουν απεριόριστη διακριτική ευχέρεια στην κυβέρνηση, στην εσωτερική οργάνωση θρησκευτικής κοινότητας και, συνακολούθως, στην θρησκευτική ελευθερία μελών της με την απομάκρυνση θρησκευτικού ηγέτη της από την θέση του (ΕΔΔΑ της 26ης.10.2000, Hasan και Chaush κατά Βουλγαρίας, 30985/96). Επίσης συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στα δικαιώματα θρησκευτικής κοινότητας η απομάκρυνση από το κράτος θρησκευτικού ηγέτη από την θέση του, εφόσον αυτή δεν είναι αναγκαία σε δημοκρατική κοινωνία (ΕΔΔΑ της 16ης.3.2005, Supreme Holy Council of the Muslim Community κατά Βουλγαρίας, 39023/97). Κατόπιν των προηγουμένων, η λύση της υπηρεσιακής σχέσεως Μουφτή λόγω συμπληρώσεως του θεσπισθέντος ορίου ηλικίας με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 επέρχεται αυτοδικαίως και όχι κατ’ ενάσκηση διακριτικής ευχερείας βάσει μη σαφών ρυθμίσεων. Επί πλέον αποβλέπει, στην εξυπηρέτηση των αναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, λαμβανομένων υπ’ όψιν της σύνθετης ιδιότητας και των αρμοδιοτήτων του Μουφτή στις οποίες περιλαμβάνεται η άσκηση δικαιοδοσίας επί των αναφερθεισών υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς τους, που επιλέγουν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία του. Το μέτρο αυτό είναι δικαιολογημένο σε μία δημοκρατική κοινωνία, διότι δεν παραβιάζει την δίκαιη ισορροπία μεταξύ της θρησκευτικής ελευθερίας και των αναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος (κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη). Κατά συνέπεια είναι απορριπτέα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα κατ’ επίκληση των αναφερθεισών διατάξεων της ΕΣΔΑ.

 

9. Επειδή σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις δύο προηγούμενες σκέψεις, η θεσπισθείσα ρύθμιση περί του ορίου ηλικίας για την υπηρεσία των Μουφτήδων δεν έρχεται σε αντίθεση προς την θρησκευτική ελευθερία και σύμφωνα με τα άρθρα 18, 26 και 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 (Α΄ 25) και ως εκ τούτου είναι απορριπτέα τα (αορίστως πάντως) προβαλλόμενα, κατ’ επίκληση των διατάξεων αυτών.

 

10. Επειδή όπως γίνεται δεκτό (ΣτΕ 1253/2003 Ολομ., 2180/2004 Ολομ., 3086/2011 Ολομ., 17/2015 Ολομ., σκ. 24), η καθιερούμενη με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος αρχή της ισότητας αποτελεί νομικό κανόνα, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων, που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που ανατέθηκε σε αυτόν από το Σύνταγμα, όσο και την Διοίκηση που δρα κανονιστικώς. Η παράβαση της εν λόγω συνταγματικής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια μέσα στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας τους, ώστε να διασφαλίζεται με ίσους όρους η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός. Κατά τον έλεγχο αυτό, που είναι έλεγχος ορίων και όχι έλεγχος των κατ’ αρχήν επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η Διοίκηση που δρα κανονιστικώς μπορεί να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις, αφού ληφθούν υπ’ όψιν οι υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες, οι οποίες συνδέονται προς τις καταστάσεις ή σχέσεις που είναι υπό ρύθμιση. Με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια ο νομοθέτης μπορεί να προβαίνει στην σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με την μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, που δεν συνδέεται με αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβαρύνσεως, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων, που τελούν κάτω από διαφορετικές συνθήκες ή, αντίθετα, την διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων (ΣτΕ 2626/2017). Εάν το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, διαπιστώσει παραβίαση της αρχής της ισότητας, οφείλει, κατά την εφαρμογή του νόμου αυτού, να άρει την διαπιστωθείσα αντισυνταγματικότητα (ΣτΕ 3086/2011 Ολομέλεια). Περαιτέρω όπως έχει επίσης κριθεί, οι λειτουργοί της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, καταλαμβάνουν, λόγω του ισχύοντος ειδικού καθεστώτος σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, οργανική δημόσια θέση, μισθοδοτούμενοι από τον δημόσιο προϋπολογισμό και, όπως έχει κριθεί, με το σχετικό ειδικό συνταγματικό (άρθρο 3) και νομοθετικό καθεστώς (ν. 590/1977, Α΄ 146), αυτοί δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή υπάλληλοι νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, αλλά προεχόντως θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί (ΣτΕ 1966/2014 7μ., 825/1988 Ολομέλεια, 4045/1983 7μ., 507/1983 7μ., 2401/1981 7μ., πρβλ. και ΣτΕ 4078/1979, 2206/1977). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι θρησκευτικοί λειτουργοί της επικρατούσας στην Ελλάδα θρησκείας δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν έχουν δικαιοδοτική αρμοδιότητα, ενώ οι Μουφτήδες και οι Τοποτηρητές Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση γενικού διευθυντή, προσφέρουν δε θρησκευτικό και πνευματικό έργο και έχουν και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της διαφοράς ως προς το καθεστώς των εν λόγω θρησκευτικών λειτουργών και το ασκούμενο από αυτούς έργο, το ότι δεν υφίσταται διάταξη περί ορίου ηλικίας για την υπηρεσία του Αρχιεπισκόπου ή των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, αντίστοιχο με το οριζόμενο στις διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 για τους Μουφτήδες, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας ως προς την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας και δη ως προς τους θρησκευτικούς λειτουργούς σε σχέση προς την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους. Επομένως είναι απορριπτέα τα προβαλλόμενα περί αντιθέσεως των διατάξεων του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 για το όριο ηλικίας των Μουφτήδων προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παράγραφος 1, 5 παράγραφοι 1 και 3 και 13 του Συντάγματος, στις οποίες κατοχυρώνεται η ίση μεταχείριση από το Κράτος των Ελλήνων σε σχέση με την άσκηση της θρησκευτικής τους ελευθερίας και, κατά μείζονα λόγο, η ίση μεταχείριση των θρησκευτικών λειτουργών όλων των γνωστών θρησκειών ως προς την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων τους, στο πλαίσιο της λατρείας, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπεται η θέσπιση, και δη αυθαιρέτως, ειδικών περιορισμών αποκλειστικώς για τους θρησκευτικούς λειτουργούς ορισμένης θρησκείας. Για τον λόγο αυτό είναι απορριπτέα τα ίδια προβαλλόμενα παράπονα, κατ’ επίκληση των άρθρων 26 και 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2462/1997 και του άρθρου 9 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ.

 

11. Επειδή είναι απορριπτέα, ως ερειδόμενα επί ανακριβούς προϋποθέσεως, τα προβαλλόμενα (κατ’ επίκληση των άρθρων 8 και 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος και 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ) ότι το επίδικο ηλικιακό όριο υπηρεσίας των Μουφτήδων θεσπίσθηκε, αν και αυτοί δεν εντάσσονται στην δικαστική λειτουργία του Κράτους και χωρίς, άρα, να μπορεί να στηριχθεί στην εξομοίωσή τους με δικαστικούς λειτουργούς. Και τούτο διότι η θέσπισή του υπαγορεύτηκε για τους προεκτεθέντες λόγους και όχι επειδή οι Μουφτήδες αποτελούν δικαστικούς λειτουργούς ή εντάσσονται στην δικαστική λειτουργία του Κράτους. Για την πρόβλεψη του ηλικιακού αυτού ορίου λήφθηκε υπ’ όψιν το προεκτεθέν υφιστάμενο συνταγματικό καθεστώς για την αποχώρηση από την υπηρεσία των ανωτάτων δικαστών με την συμπλήρωση του προβλεπόμενου ορίου ηλικίας (που βρίσκεται εγγύς του γενικώς ισχύοντος καθεστώτος λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου λόγω συμπληρώσεως ορίου ηλικίας), αφού στους Μουφτήδες ανατίθεται απλώς από τον νόμο η άσκηση δικαιοδοτικού έργου ως προς ορισμένης κατηγορίας υποθέσεις (ΣτΕ 466/2003 7μ., σκ. 11), (των οποίων η άσκηση, όπως προεκτέθηκε, εξαρτάται από την βούληση των ενδιαφερομένων, οι δε εκδιδόμενες στο πλαίσιο αυτό αποφάσεις τους κηρύσσονται εκτελεστές από το μονομελές πρωτοδικείο της έδρας τους μετά από τον έλεγχο που ορίζεται στην παράγραφο 3 του άρθρου 5 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου). Είναι επίσης απορριπτέα ως ερειδόμενα σε ανακριβή προϋπόθεση τα προβαλλόμενα ότι οι Μουφτήδες είναι προεχόντως, αν όχι αποκλειστικώς, θρησκευτικοί και πνευματικοί λειτουργοί καθώς και ότι κατά πλάσμα δικαίου θεωρούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι, η δε αντιμετώπισή τους ως δημοσίων υπαλλήλων κατά την θέσπιση του επίδικου ορίου ηλικίας για την υπηρεσία τους είναι εσφαλμένη, διότι αυτοί νοούνται ως δημόσιοι υπάλληλοι μόνον στο πλαίσιο της ασκήσεως των θρησκευτικών και πνευματικών τους καθηκόντων και μόνον εφόσον τούτο εναρμονίζεται με τον προέχοντα χαρακτήρα τους ως θρησκευτικών λειτουργών. Και τούτο διότι η θέσπιση του εν λόγω ορίου ηλικίας υπαγορεύτηκε για τους προεκτεθέντες λόγους, ενώ οι Μουφτήδες είναι θρησκευτικοί λειτουργοί, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση γενικού διευθυντή και έχουν τις κατά το Σύνταγμα και τους νόμους υποχρεώσεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, στους οποίους ανατίθενται επί πλέον από τον νόμο δικαιοδοτικής φύσεως αρμοδιότητες ως προς ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιφέρειάς τους, που επιλέγουν να υπαχθούν στην δικαιοδοσία τους.

 

12. Επειδή όπως έχει κριθεί, η μακροχρόνια διατήρηση σε ισχύ ενός ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων νομοθετικού καθεστώτος δεν αποτελεί, κατά το Σύνταγμα, εμπόδιο για την μεταβολή του, δεδομένου ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, στις περιπτώσεις στις οποίες θέλησε να θεσπίσει περιορισμούς στο περιεχόμενο της ρυθμιστικής δράσεως του κοινού νομοθέτη εκφράσθηκε ρητώς και ειδικώς (άρθρο 78 παράγραφος 2 του Συντάγματος) και, συνεπώς, ένας γενικός περιορισμός της νομοθετικής λειτουργίας που θα στηριζόταν σε μόνο το επισφαλές κριτήριο του ευνοϊκού για ορισμένη κατηγορία προσώπων χαρακτήρα μιας υφισταμένης ρυθμίσεως θα κατέληγε, λαμβανομένης υπ’ όψιν της ευρύτητάς του, στην διαιώνισή της και θα οδηγούσε στην παράλυση της δράσεως του νομοθέτη και την ματαίωση της, κατά το Σύνταγμα, αποστολής του να ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις σύμφωνα με τις επιταγές του δημόσιου συμφέροντος, όπως διαμορφώνονται από τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες (ΣτΕ 16/2015 Ολομέλεια, 376/2013, 1786/2012, 1434/2005, 1466/2003, 3675/2001, 2705/2000, 2347/2000, 12/1999 7μ., 7/1997 7μ.). Εξ άλλου, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται, κατ’ αρχήν, από την συνταγματική αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης να εισάγει ρυθμίσεις διαφορετικές από αυτές που ίσχυαν στο παρελθόν και προς τις οποίες είχαν προσαρμοσθεί ή αποβλέψει οι διοικούμενοι, έστω και αν θίγονται υφιστάμενα δικαιώματα ή συμφέροντα αυτών, αρκεί η επιχειρούμενη ρύθμιση να χωρεί κατά τρόπο γενικό, απρόσωπο και αντικειμενικό (ΣτΕ 3353/2015, 16/2015 Ολομέλεια, 376/2013, 2824/2002 Ολομέλεια, βλ. και ΣτΕ 3397/2014). Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, με το άρθρο 48 του ν. 4559/2018 θεσπίσθηκε (το πρώτον) όριο ηλικίας ως λόγος αυτοδίκαιης λύσεως της υπηρεσιακής σχέσεως των Μουφτήδων και προβλέφθηκε ότι το όριο αυτό ηλικίας ισχύει και για υπηρετούντες Μουφτήδες. Οι διατάξεις αυτές περιέχουν απρόσωπες και αντικειμενικές ρυθμίσεις, γενικής ισχύος και εξυπηρετούν τους αναφερθέντες σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Από καμία διάταξη δεν απορρέει δέσμευση του νομοθέτη να θεσπίσει μεταβατική διάταξη για τους υπηρετούντες Μουφτήδες που είχαν υπερβεί το επίδικο όριο ηλικίας και δεν είχε λήξει ακόμα η θητεία τους (πρβλ. ΣτΕ 3397/2014, 3015/2014 Ολομέλεια, 2590 - 2592/2004 7μ.), λαμβανομένων μάλιστα υπ’ όψιν των προαναφερθέντων σκοπών δημοσίου συμφέροντος, τους οποίους εξυπηρετεί η πρόβλεψη του ηλικιακού αυτού ορίου (πρβλ. ΣτΕ 3015/2014 Ολομέλεια). Συνεπώς, οι προβαλλόμενοι λόγοι περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστατευόμενης εμπιστοσύνης είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, ενώ ο ισχυρισμός περί του ότι το επίδικο ηλικιακό όριο υπηρεσίας υπονομεύει το εθνικό συμφέρον είναι απορριπτέος, διότι δεν προσάπτει νομική πλημμέλεια, ανεξαρτήτως του ότι είναι αναπόδεικτος.

 

13. Επειδή μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπογράφηκε, στις 10 Αυγούστου 1920, μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας αφενός («Προέχουσαι Σύμμαχοι και Συνησπισμέναι Δυνάμεις») και της Ελλάδας αφετέρου, η Συνθήκη των Σεβρών «Περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων». Όπως αναφέρει το προοίμιο της Συνθήκης, τα συμβαλλόμενα μέρη έλαβαν υπ’ όψιν «ότι από της 1ης Ιανουαρίου 1913 ευρείαι εδαφικαί εκτάσεις απεκτήθησαν υπό του Βασιλείου της Ελλάδος», «Ότι το Βασίλειον της Ελλάδος, το οποίον παρέσχεν εις τους εν ταις χώραις αυτού βιούντας πληθυσμούς ισότητα δικαιωμάτων αδιακρίτως καταγωγής, γλώσσης και θρησκείας, επιθυμεί να επιβεβαιώση τα δικαιώματα ταύτα και επεκτείνη αυτά και επί των πληθυσμών των χωρών αίτινες ήθελον ενωθή μετά του Βασιλείου, όπως παράσχη αυτοίς πλήρη και ακεραίαν εγγύησιν ότι θέλουσι διοικηθή συμφώνως προς τας αρχάς της ελευθερίας και της δικαιοσύνης», «Ότι η Ελλάς δέον ν' απαλλαγή μερικών υποχρεώσεων άς έχει αναλάβει απέναντι Δυνάμεων τινων και ότι εις τας υποχρεώσεις ταύτας δέον να υποκατασταθώσιν έτεραι προς την Κοινωνίαν των Εθνών». Έτσι, με την Συνθήκη των Σεβρών η Γαλλία και η Μεγάλη Βρετανία αναγνώρισαν ότι «η Ελλάς αναλαμβάνει διά την διατήρησιν των θρησκευτικών ελευθεριών υποχρεώσεις υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών» και παραιτήθηκαν «του δικαιώματος όπερ είχεν αναγνωρισθή αυταίς δια του υπ' αριθ. 3 Πρωτοκόλλου της Συνδιασκέψεως του Λονδίνου της 3 Φεβρουαρίου 1830, προς εξασφάλισιν της προστασίας των θρησκευτικών ελευθεριών». Σημαντικές είναι οι διατάξεις των άρθρων 1 (αυξημένη τυπική ισχύς των διατάξεων της Συνθήκης), 2 (προστασία της ζωής και της ελευθερίας των κατοίκων της Ελλάδος, αδιακρίτως «καταγωγής, εθνικότητος, γλωσσικού ιδιώματος, φυλής ή θρησκείας», και θρησκευτική ελευθερία), 7 και 8 (ισονομία, «αδιακρίτως φυλής, γλωσσικού ιδιώματος ή θρησκείας», ελεύθερη χρήση της γλώσσας, δικαίωμα σύστασης θρησκευτικών ή κοινωφελών ιδρυμάτων και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων), 9 (διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών στη δημόσια εκπαίδευση) και 14 («Η Ελλάς συμφωνεί να λάβη αναφορικώς προς τους μουσουλμάνους πάντα τα αναγκαιούντα μέτρα όπως κανονίση, συμφώνως προς τα μουσουλμανικά έθιμα, τα του οικογενειακού δικαίου και της προσωπικής καταστάσεως αυτών. Η Ελλάς αναλαμβάνει να προστατεύση τα τεμένη, νεκροταφεία και λοιπά μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα. … »). Κατά το άρθρο 16 της εν λόγω Συνθήκης, οι διατάξεις που αφορούν εθνικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες αποτελούν «υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών». Η Συνθήκη των Σεβρών κυρώθηκε με το ν.δ. της 25ης Αυγούστου 1923, μαζί με την Συνθήκη της Λωζάνης (Α΄ 238/25.8.1923), αλλά και αυτοτελώς με το ν.δ. από 29.9.1923 (Α΄ 311/30.10.1923). Εν τω μεταξύ, στις 10 Αυγούστου 1920 είχε υπογραφεί μεταξύ των συμμάχων αφενός και της Ελλάδας αφετέρου η Συνθήκη περί Θράκης. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της Συνθήκης αυτής, «Αι προέχουσαι σύμμαχοι και συνησπισμέναι Δυνάμεις ... μεταβιβάζουσιν εις την Ελλάδα ... πάντα τα δικαιώματα, ως και τους τίτλους, άτινα έχουσιν εκ του άρθρου 48 της μετά της Βουλγαρίας υπογραφείσης εν Νεϊγύ (Neuilly sur Seine) τη 27 Νοεμβρίου 1919 … Συνθήκης ειρήνης επί των εδαφών της Θράκης, άτινα ανήκον εις την βουλγαρικήν μοναρχίαν … ». Η Συνθήκη περί Θράκης κυρώθηκε με το ν.δ. της 29ης.9.1923 (Α΄ 330/15.11.1923). Η οριστική παραχώρηση της Δυτικής Θράκης στην Ελλάδα έγινε το έτος 1923, με τον τερματισμό της εμπόλεμης καταστάσεως. Περαιτέρω, στις 24 Ιουλίου 1923 υπεγράφη στην Λωζάνη Συνθήκη ειρήνης, μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων αφενός και της Τουρκίας αφετέρου, που κυρώθηκε με το ν.δ. της 23ης.8.1923 (Α΄ 238/25.8.1923). Τα άρθρα 2 - 22 της Συνθήκης ρυθμίζουν τα σχετικά με τους εδαφικούς όρους, ενώ τα άρθρα 37 - 45 αποτελούν τις διατάξεις για την προστασία των μειονοτήτων. Ειδικότερα, οι διατάξεις αυτές ορίζουν τα ακόλουθα: «Η Τουρκία αναλαμβάνει την υποχρέωσιν όπως αι εν τοις άρθροις 38 - 44 περιεχόμεναι διατάξεις αναγνωρισθώσιν ως θεμελιώδεις νόμοι, όπως ουδείς νόμος, ή κανονισμός, ή επίσημός τις πράξις διατελώσιν εν αντιφάσει ή εν αντιθέσει προς τας διατάξεις ταύτας, και όπως ουδείς νόμος, ή κανονισμός, ή επίσημός τις πράξις κατισχύωσιν αυτών» (άρθρο 37). «Η τουρκική κυβέρνησις αναλαμβάνει την υποχρέωσιν να παρέχη εις πάντας τους κατοίκους της Τουρκίας πλήρη και απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής, ή θρησκείας. Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας δικαιούνται να πρεσβεύωσιν ελευθέρως, δημοσία τε και κατ' ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν, ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημοσίαν τάξιν και τα χρηστά ήθη. Αι μη μουσουλμανικαί μειονότητες θα απολαύωσι πλήρως της ελευθερίας κυκλοφορίας και μεταναστεύσεως, υπό την επιφύλαξιν των εφαρμοζομένων εφ' όλου ή μέρους του εδάφους εις άπαντας τους Τούρκους υπηκόους μέτρων, άτινα ήθελον τυχόν ληφθή υπό της τουρκικής Κυβερνήσεως χάριν της εθνικής αμύνης και της τηρήσεως της δημοσίας τάξεως» (άρθρο 38). «Οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας υπήκοοι Τούρκοι θα απολαύωσι των αυτών αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων ων και οι μουσουλμάνοι. Πάντες οι κάτοικοι της Τουρκίας, άνευ διακρίσεως θρησκεύματος, θα ώσιν ίσοι απέναντι του νόμου. Η διαφορά θρησκείας, δοξασίας, ή πίστεως δεν οφείλει να αποτελέση κώλυμα δι' ουδένα Τούρκον υπήκοον ως προς την απόλαυσιν των αστικών και πολιτικών δικαιωμάτων και ιδία την παραδοχήν εις τας δημοσίας θέσεις, αξιώματα, και τιμάς ή την εξάσκησιν των διαφόρων επαγγελμάτων και βιομηχανιών. Ουδείς περιορισμός θέλει επιβληθή κατά της ελευθέρας χρήσεως παρά παντός Τούρκου υπηκόοου οιασδήποτε γλώσσης, είτε εν ταις ιδιωτικαίς ή εμπορικαίς σχέσεσιν, είτε ως προς την θρησκείαν, τον Τύπον, και πάσης φύσεως δημοσιεύματα, είτε εν ταις δημοσίαις συναθροίσεσιν. Παρά την ύπαρξιν της επισήμου γλώσσης, θα παρέχωνται αι προσήκουσαι ευκολίαι εις τους Τούρκους υπηκόους τους λαλούντας γλώσσαν άλλην ή την τουρκικήν διά την προφορικήν χρήσιν της γλώσσης αυτών ενώπιον των δικαστηρίων» (άρθρο 39). «Οι Τούρκοι υπήκοοι οι ανήκοντες εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας θα απολαύωσι νομικώς και πραγματικώς της αυτής προστασίας και των αυτών εγγυήσεων ων απολαύουσι και οι λοιποί Τούρκοι υπήκοοι. Θα έχωσιν ιδίως ίσον δικαίωμα να συνιστώσι, διευθύνωσι, και εποπτεύωσιν, ιδίαις δαπάναις, παντός είδους φιλανθρωπικά, θρησκευτικά, ή κοινωφελή ιδρύματα, σχολεία και λοιπά εκπαιδευτήρια, μετά του δικαιώματος να ποιώνται ελευθέρως εν αυτοίς χρήσιν της γλώσσης των και να τελώσιν ελευθέρως τα της θρησκείας των» (άρθρο 40). «Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις ένθα διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη μουσουλμάνων, η τουρκική Κυβέρνησις θα παρέχη, ως προς την δημοσίαν εκπαίδευσιν, τας προσηκούσας ευκολίας προς εξασφάλισιν της εν τοις δημοτικοίς σχολείοις παροχής, εν τη ιδία αυτών γλώσσης, της διδασκαλίας εις τα τέκνα των εν λόγω Τούρκων υπηκόων. Η διάταξις αύτη δεν κωλύει την τουρκικήν Κυβέρνησιν να καταστήση υποχρεωτικήν την διδασκαλίαν της τουρκικής γλώσσης εν τοις ειρημένοις σχολείοις. Εν ταις πόλεσι και περιφερείαις ένθα υπάρχει σημαντική αναλογία Τούρκων υπηκόων ανηκόντων εις μη μουσουλμανικάς μειονότητας, θέλει εξασφαλισθή εις τας μειονότητας ταύτας δικαία συμμετοχή εις την διάθεσιν των χρηματικών ποσών άτινα τυχόν θα εχορηγούντο εκ του δημοσίου χρήματος υπό του προϋπολογισμού του κράτους ή των δημοτικών και λοιπών προϋπολογισμών επί εκπαιδευτικώ, θρησκευτικώ, ή φιλανθρωπικώ σκοπώ ... » (άρθρο 41). «Η τουρκική Κυβέρνησις δέχεται να λάβη απέναντι των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, όσον αφορά την οικογενειακήν ή προσωπικήν αυτών κατάστασιν, πάντα τα κατάλληλα μέτρα όπως τα ζητήματα ταύτα κανονίζωνται συμφώνως προς τα έθιμα των μειονοτήτων τούτων ... Η τουρκική Κυβέρνησις υποχρεούται να παρέχη πάσαν προστασίαν εις τας εκκλησίας, συναγωγάς, νεκροταφεία, και λοιπά θρησκευτικά καθιδρύματα των ειρημένων μειονοτήτων. Εις τα ευαγή καθιδρύματα ως και τα θρησκευτικά και φιλανθρωπικά καταστήματα των αυτών μειονοτήτων, των ήδη ευρισκομένων εν Τουρκία, θα παρέχηται πάσα ευκολία και άδεια, η δε τουρκική Κυβέρνησις, προκειμένου περί ιδρύσεως νέων θρησκευτικών και φιλανθρωπικών καθιδρυμάτων, ουδεμίαν θέλει αρνηθή εκ των αναγκαίων ευκολιών, αίτινες έχουσιν εξασφαλισθή εις τα λοιπά ιδιωτικά καθιδρύματα ομοίας φύσεως» (άρθρο 42). «Οι εις τας μη μουσουλμανικάς μειονότητας ανήκοντες Τούρκοι υπήκοοι δεν θα ώσιν υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των θρησκευτικών των εθίμων, ούτε θα περιπίπτωσιν εις ανικανότητά τινα αρνούμενοι να παραστώσιν ενώπιον των δικαστηρίων ή να εκτελέσωσι νόμιμόν τινα πράξιν κατά την ημέραν της εβδομαδιαίας των αναπαύσεως. Ουχ ήττον η διάταξις αύτη δεν απαλλάσσει τους Τούρκους τούτους υπηκόους των υποχρεώσεων αίτινες επιβάλλονται εις πάντας τους λοιπούς Τούρκους υπηκόους προς τήρησιν της δημοσίας τάξεως» (άρθρο 43). «Η Τουρκία παραδέχεται όπως αι διατάξεις των προηγουμένων άρθρων του παρόντος τμήματος, εφ' όσον αφορώσιν εις τους μη μουσουλμάνους υπηκόους της Τουρκίας, αποτελέσωσιν υποχρεώσεις διεθνούς συμφέροντος και τεθώσιν υπό την εγγύησιν της Κοινωνίας των Εθνών. Αι διατάξεις αύται δεν δύνανται να τροποποιηθώσιν άνευ της συγκαταθέσεως της πλειοψηφίας του συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών. ... » (άρθρο 44). «Τα αναγνωρισθέντα διά των διατάξεων του παρόντος τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας» (άρθρο 45). Τέλος, με το ν.δ. της 23ης/25ης.8.1923 κυρώθηκε και η Σύμβαση περί ανταλλαγής των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών που υπεγράφη στις 30 Ιανουαρίου 1923. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή σύμβαση, «Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων, ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των τουρκικών εδαφών, και των Ελλήνων υπηκόων, μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί των ελληνικών εδαφών. … » (άρθρο 1). Δεν περιλαμβάνονταν όμως στην ανταλλαγή, α. οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και β. οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης. Με την Συνθήκη της Λωζάνης η Ελλάδα και η Τουρκία ανέλαβαν δυνάμει και του άρθρου 45 αυτής, την υποχρέωση να παρέχουν σε όλους τους κατοίκους τους «απόλυτον προστασίαν της ζωής και της ελευθερίας αυτών, αδιακρίτως γεννήσεως, εθνικότητος, γλώσσης, φυλής ή θρησκείας», να τους επιτρέπουν «να πρεσβεύωσιν ελευθέρως δημοσία τε και κατ' ιδίαν, πάσαν πίστιν, θρησκείαν ή δοξασίαν ων η άσκησις δεν ήθελεν είναι ασυμβίβαστος προς την δημοσίαν τάξιν και τα χρηστά ήθη» (άρθρο 38) και να τους εξασφαλίζουν ανεξαρτήτως θρησκεύματος ισότητα απέναντι στο νόμο (άρθρα 39, 40 και 43). Οι ρυθμίσεις της Συνθήκης για την προστασία των μειονοτήτων (βλ. άρθρα 37 έως 45) στηρίζονται πλέον στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της πλήρους εξομοιώσεως των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλομένων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Ορισμένες διατάξεις, ωστόσο, υπαγορεύουν στα συμβαλλόμενα μέρη να λάβουν μέτρα για την ιδιαίτερη μεταχείριση των μειονοτήτων, προκειμένου όμως, προφανώς, να επιτευχθεί εν τοις πράγμασι η ίση μεταχείριση (προφορική χρήση της τουρκικής ή της ελληνικής γλώσσας ενώπιον των δικαστηρίων, διδασκαλία στην τουρκική ή την ελληνική γλώσσα στα δημοτικά σχολεία πόλεων και περιφερειών, όπου διαμένει σημαντική αναλογία υπηκόων μη ορθοδόξων ή μη μουσουλμάνων, καθώς και κατάλληλη ρύθμιση ζητημάτων οικογενειακής ή προσωπικής καταστάσεως. βλ. τα άρθρα 39, 41 και 42 αντίστοιχα της Συνθήκης της Λωζάνης). Επίσης οι Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης επιβάλλουν τον σεβασμό των εθίμων της μουσουλμανικής μειονότητας που εξαιρέθηκε από την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (απόφαση ΕΔΔΑ μείζονος σύνθεσης, της 19ης.12.2018, Molla Sali κατά Ελλάδος, 20452/14, σκ. 151). Για τους θρησκευτικούς λειτουργούς των μουσουλμάνων η Συνθήκη της Λωζάνης δεν περιέχει καμία αναφορά (βλ. και την απόφαση ΕΔΔΑ μείζονος σύνθεσης, της 19ης.12.2018, Molla Sali κατά Ελλάδος, 20452/14, σκ. 151). Η παράλειψη τέτοιας ρυθμίσεως στην Συνθήκη αυτή δεν είναι τυχαία αλλά συνειδητή και μαρτυρεί την πρόθεση και την βούληση των συμβαλλομένων μερών να μην ισχύουν εφεξής οι διατάξεις του άρθρου 11 που περιέχει η υπογραφείσα, σε εκτέλεση όσων συμφωνήθηκαν με τις Συνθήκες του Λονδίνου (17/30 Μαΐου 1913, βλ. Α΄ 229/14.11.1913) και του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913, Α΄ 217/28.10.1913), «μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας Σύμβασις περί Ειρήνης της 1/14 Νοεμβρίου 1913» (Συνθήκη των Αθηνών), η οποία κυρώθηκε με το νόμο ΔΣΙΓ΄ (4213)/1913 (Α΄ 229/14.11.1913). Και τούτο διότι η αυτονομία των μουσουλμανικών κοινοτήτων, την οποία εγγυάται το άρθρο 11 της Συνθήκης των Αθηνών (ειδικότερη έκφανση της οποίας αποτελεί η εκλογή των θρησκευτικών αρχηγών των μουσουλμανικών κοινοτήτων από τα μέλη της οικείας κοινότητας, την οποία επίσης εγγυάται το προαναφερθέν άρθρο) δεν συμβιβάζεται με το σύστημα των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης, η οποία στήριξε, όπως προεκτέθηκε, την προστασία των μειονοτήτων στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της πλήρους εξομοιώσεως των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλομένων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και των πολιτικών τους δικαιωμάτων (ΣτΕ 466/2003 7μ., 1333/2001 7μ.). Κατά συνέπεια οι διατάξεις του άρθρου 11 της Συνθήκης των Αθηνών δεν ισχύουν πλέον, βάσει του άρθρου 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου (βλ. και τα άρθρα 59 και 30 της από 23.5.1969 Σύμβασης της Βιέννης περί του Δικαίου των Συνθηκών, που κυρώθηκε με το ν.δ. 402/1974, Α΄ 141, η οποία ναι μεν, σύμφωνα με το άρθρο 4 αυτής, δεν εφαρμόζεται σε συνθήκες οι οποίες συνομολογήθηκαν από τα κράτη πριν από την θέση της σε ισχύ, κωδικοποιεί, όμως, κατ' ουσία, προϋφιστάμενες γενικές αρχές του εθιμικού διεθνούς δικαίου), δεδομένου ότι θεμελιώδης αρχή του διεθνούς δικαίου είναι ότι το κράτος δεν μπορεί να αποδεσμευτεί μονομερώς από υποχρεώσεις του που απορρέουν από διεθνείς συνθήκες, η δε λήξη ισχύος διεθνούς συμβάσεως και μάλιστα διμερούς, προϋποθέτει συμφωνία των κρατών που έχουν συνάψει την σύμβαση και δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να είναι αποτέλεσμα μονομερών ενεργειών, η συμφωνία όμως αυτή μπορεί να συνάγεται και από το περιεχόμενο μεταγενέστερης συνθήκης επί του αυτού αντικειμένου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα πρέπει είτε οι διατάξεις της μεταγενέστερης συνθήκης να μην συμβιβάζονται προς τις αντίστοιχες της προγενέστερης είτε να προκύπτει σαφώς ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν την πρόθεση, εφεξής, το αντικείμενο των συμβατικών δεσμεύσεών τους να διέπεται από την νεότερη συνθήκη, διότι αλλιώς η προγενέστερη συνθήκη εξακολουθεί να εφαρμόζεται κατά το μέρος που οι διατάξεις της δεν συγκρούονται με τις μεταγενέστερες ρυθμίσεις (ΣτΕ 466/2003 7μ., 1333/2001 7μ.). Κατόπιν των προηγουμένων, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί υποχρεωτικής αποχωρήσεως από την υπηρεσία των Μουφτήδων και των Τοποτηρητών Μουφτήδων με την συμπλήρωση της οριζόμενης ηλικίας, δεν παραβιάζουν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, διότι στις προπαρατεθείσες διατάξεις των Συνθηκών αυτών δεν γίνεται αναφορά στους θρησκευτικούς λειτουργούς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (ΣτΕ 1333/2001 7μ., 466/2003 7μ.) και στην ανάθεση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στον Μουφτή (βλ. και την απόφαση ΕΔΔΑ μείζονος σύνθεσης, της 19ης.12.2018, Molla Sali κατά Ελλάδος, 20452/14, σκ. 151), το δε ζήτημα του ηλικιακού ορίου για την αποχώρηση από την υπηρεσία των Μουφτήδων και των Τοποτηρητών Μουφτήδων δεν αφορά την οικογενειακή ή προσωπική κατάσταση της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης, ώστε να πρέπει να ρυθμισθεί σύμφωνα με τα έθιμά της, σύμφωνα με τα άρθρα 42 και 45 της Συνθήκης της Λωζάνης. Είναι, συνεπώς, άμοιρο νομικής σημασίας από την εξεταζόμενη άποψη το αν ο Μουφτής παύεται με την συμπλήρωση ορισμένου ορίου ηλικίας του, σύμφωνα με τα έθιμα και τις παραδόσεις της μουσουλμανικής θρησκείας. Η ανάθεση, εξ άλλου, δικαιοδοτικού έργου στους Μουφτήδες καθώς και ο χαρακτηρισμός αυτών ως δημοσίων υπαλλήλων που κατέχουν θέση γενικού διευθυντή, καθώς και η πρόβλεψη ότι οι Μουφτείες θεωρούνται δημόσιες υπηρεσίες, επιπέδου γενικής διευθύνσεως, δεν παραβιάζουν τις Συνθήκες των Σεβρών και της Λωζάνης, αφού, όπως προαναφέρθηκε, σε αυτές δεν γίνεται δεν γίνεται αναφορά στους θρησκευτικούς λειτουργούς της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης (ΣτΕ 1333/2001 7μ., 466/2003 7μ.) ούτε στην άσκηση δικαιοδοτικών έργων από τους Μουφτήδες (βλ. και την απόφαση ΕΔΔΑ μείζονος σύνθεσης, της 19ης.12.2018, Molla Sali κατά Ελλάδος, 20452/14, σκ. 151). Επομένως είναι αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα. Επίσης είναι απορριπτέα τα ειδικότερα προβαλλόμενα ότι οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί ορίου ηλικίας παραβιάζουν α. την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της πλήρους εξομοιώσεως των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς πολίτες των συμβαλλόμενων κρατών (Ελλάδας ή Τουρκίας), όσον αφορά την άσκηση των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων, κατά μείζονα δε λόγο την ίση μεταχείριση των θρησκευτικών τους λειτουργών που προβλέπει η Συνθήκη της Λωζάνης και β. την ισονομία και την ισότητα δικαιωμάτων, αδιακρίτως καταγωγής, γλώσσας και θρησκείας, καθώς και την ίση μεταχείριση χριστιανών και μουσουλμάνων κατά την άσκηση των θρησκευτικών τους ελευθεριών που προβλέπει η Συνθήκη των Σεβρών. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, οι εν λόγω θρησκευτικοί λειτουργοί είναι φορείς των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων που ισχύουν στην Ελλάδα και ειδικότερα της θρησκευτικής ελευθερίας και της ισότητας (που δεν παραβιάζονται με την θέσπιση του αναφερθέντος ορίου ηλικίας για την υπηρεσίας τους, κατά τα προεκτεθέντα) και δεν παραβιάζεται η απορρέουσα από τις διατάξεις της Συνθήκης της Λωζάνης για την προστασία των μειονοτήτων αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της πλήρους εξομοιώσεως των μελών των μειονοτήτων με τους λοιπούς υπηκόους των συμβαλλόμενων μερών (Ελλάδας ή Τουρκίας) ως προς την άσκηση των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων.   Περαιτέρω κατά την έννοια της διατάξεως της παραγράφου 1 του άρθρου 28 του Συντάγματος ο όρος της αμοιβαιότητας τίθεται ως προϋπόθεση για την εφαρμογή των όρων διεθνούς συμβάσεως και στους αλλοδαπούς, με την έννοια ότι δεν αρκεί η τυπική (νομοθετική) αμοιβαιότητα, αλλά απαιτείται και η ουσιαστική (πραγματική) αμοιβαιότητα, δηλαδή τα όργανα του κράτους του οποίου την ιθαγένεια έχει ο αλλοδαπός να εφαρμόζουν στην πράξη την διεθνή σύμβαση ως προς τους Έλληνες (ΣτΕ 3562/2000, 2280/1990 Ολομέλεια κ.ά.). Κατά συνέπεια οι λόγοι ακυρώσεως ότι οι επίδικες διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 περί ορίου ηλικίας των Μουφτήδων παραβιάζουν την αρχή της αμοιβαιότητας, λόγω του ότι δεν προβλέπεται όριο ηλικίας για τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και για τους Μητροπολίτες που ασκούν καθήκοντα στην Τουρκία είναι απορριπτέοι. Και τούτο διότι οι εν λόγω Μουφτήδες είναι Έλληνες (άρθρο 1 παράγραφος 2 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου) και, ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της προαναφερθείσας κατ’ άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος αρχής της αμοιβαιότητας.

 

14. Επειδή βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας εκδόθηκε η οδηγία 2000/78 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για την διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ L 303, 16). Στις αιτιολογικές σκέψεις της εν λόγω οδηγίας αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «(4) Η ισότητα ενώπιον του νόμου και η προστασία όλων των ατόμων έναντι των διακρίσεων αποτελεί οικουμενικό δικαίωμα αναγνωρισθέν από την οικουμενική διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την εξάλειψη κάθε μορφής διάκρισης εις βάρος των γυναικών, τα σύμφωνα των Ηνωμένων Εθνών για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα και για τα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα και από την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμβαλλόμενα μέρη των οποίων είναι όλα τα κράτη μέλη. Η Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αριθ. 111 απαγορεύει τις διακρίσεις στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας. (5) ... (9) Η απασχόληση και η εργασία αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία για τη διασφάλιση των ίσων ευκαιριών για όλους και συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην πλήρη συμμετοχή των πολιτών στην οικονομική, πολιτιστική και κοινωνική ζωή καθώς και στην προσωπική ανέλιξη. (10) … (11) Οι διακρίσεις λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού μπορούν να υπονομεύσουν την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης ΕΚ, ειδικότερα δε την επίτευξη υψηλού επιπέδου απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της ποιότητας ζωής, την οικονομική και κοινωνική συνοχή και αλληλεγγύη. (12) Προς τούτο, πρέπει να απαγορεύεται σε όλη την Κοινότητα κάθε άμεση ή έμμεση διάκριση λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στους τομείς που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία. … (13) Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και κοινωνικής προστασίας οι παροχές των οποίων δεν εξομοιούνται προς αμοιβή κατά την έννοια που δίδεται στον όρο αυτόν από την εφαρμογή του άρθρου 141 της Συνθήκης ΕΚ [νυν 157 ΣΛΕΕ], ούτε προς τις πάσης φύσεως αμοιβές που καταβάλλει το κράτος με στόχο την πρόσβαση στην απασχόληση ή την παραμονή σε αυτήν. (14) Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις εθνικές διατάξεις σχετικά με τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης. (15) … (23) Σε πολύ περιορισμένες περιπτώσεις, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται με το θρήσκευμα ή τις πεποιθήσεις, με μια ειδική ανάγκη, την ηλικία ή το γενετήσιο προσανατολισμό, συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο σκοπός είναι νόμιμος και η επαγγελματική προϋπόθεση ανάλογη. ... (24) Η Ευρωπαϊκή Ένωση με τη δήλωσή της αριθ. 11 σχετικά με το καθεστώς των εκκλησιών και των μη ομολογιακών ενώσεων, η οποία επισυνάπτεται στην τελική πράξη της Συνθήκης του ’μστερνταμ, αναγνώρισε ρητώς ότι σέβεται και δεν θίγει το καθεστώς που απολαμβάνουν στα κράτη μέλη εκκλησίες και θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας και ότι σέβεται ωσαύτως το καθεστώς των φιλοσοφικών και μη ομολογιακών ενώσεων. Με αυτή την προοπτική, τα κράτη μέλη μπορούν να διατηρούν ή να θεσπίζουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τις ουσιώδεις, θεμιτές και δικαιολογημένες επαγγελματικές απαιτήσεις που ενδέχεται να απαιτούνται για την άσκηση σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας. (25) Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω ηλικίας αποτελεί ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση εντούτοις, η διαφορετική μεταχείριση λόγω ηλικίας μπορεί να δικαιολογείται υπό ορισμένες περιστάσεις και, συνεπώς, απαιτούνται ειδικές διατάξεις οι οποίες μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με την κατάσταση των κρατών μελών. Συνεπώς, ο διαχωρισμός μεταξύ της διαφορετικής μεταχείρισης που δικαιολογείται με βάση θεμιτούς στόχους των πολιτικών απασχόλησης αγοράς εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης και των απαγορευμένων διακρίσεων είναι ουσιαστικής σημασίας. (26) … ». Περαιτέρω, στην ίδια Οδηγία προβλέπονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: ’ρθρο 1 «Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η θέσπιση γενικού πλαισίου για την καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω θρησκείας ή πεποιθήσεων, ειδικών αναγκών, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας, προκειμένου να υλοποιηθεί η αρχή της ίσης μεταχείρισης στα κράτη μέλη». ’ρθρο 2 «1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, η αρχή της ίσης μεταχείρισης σημαίνει την απουσία άμεσης ή έμμεσης διάκρισης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1. 2. Για τον σκοπό της παραγράφου 1: α) συντρέχει άμεση διάκριση όταν, για έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, ένα πρόσωπο υφίσταται μεταχείριση λιγότερο ευνοϊκή από αυτήν την οποία υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο, β) συντρέχει έμμεση διάκριση όταν μια εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση ενός προσώπου μιας ορισμένης θρησκείας ή πεποιθήσεων, με μια ορισμένη ειδική ανάγκη, μιας ορισμένης ηλικίας, ή ενός ορισμένου γενετήσιου προσανατολισμού, σε σχέση με άλλα άτομα εκτός εάν, i) η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό στόχο και τα μέσα για την επίτευξη του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία, ή ii) για τα πρόσωπα με κάποιο μειονέκτημα, ο εργοδότης ή κάθε πρόσωπο ή οργανισμός έναντι του οποίου ισχύει η παρούσα οδηγία, υποχρεούται, δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, να λάβει κατάλληλα μέτρα, ανταποκρινόμενα στην αρχή που θέτει το άρθρο 5, με σκοπό την εξάλειψη των μειονεκτημάτων που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη, κριτήριο ή πρακτική. 3. ... 5. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τα μέτρα που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι αναγκαία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξης και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». ’ρθρο 3 «1. Εντός των ορίων των εξουσιών που απονέμονται στην Κοινότητα, η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλα τα πρόσωπα, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, όσον αφορά: α) ... γ) τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων και των αμοιβών, δ) ... 2. ... ». ’ρθρο 4 «1. Κατά παρέκκλιση του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε ένα από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1, δεν συνιστά διάκριση όταν, λόγω της φύσης των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου διεξάγονται αυτές, ένα τέτοιο χαρακτηριστικό αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση είναι ανάλογη. 2. ... ». ’ρθρο 6 «1. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2 παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι η λόγω ηλικίας διαφορετική μεταχείριση δεν συνιστά διάκριση εφόσον δικαιολογείται στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου αντικειμενικά και λογικά από έναν θεμιτό στόχο, ιδίως δε από θεμιτούς στόχους της πολιτικής στον τομέα της απασχόλησης, της αγοράς εργασίας και της επαγγελματικής κατάρτισης, και εφόσον τα μέσα επίτευξης του στόχου αυτού είναι πρόσφορα και αναγκαία. Αυτή η διαφορετική μεταχείριση μπορεί ιδίως να περιλαμβάνει: α) την καθιέρωση ειδικών συνθηκών για την πρόσβαση στην απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση, για την απασχόληση και την εργασία, συμπεριλαμβανομένων των όρων απόλυσης και αμοιβής, για τους νέους, τους ηλικιωμένους και τους εργαζομένους που συντηρούν άλλα πρόσωπα, προκειμένου να ευνοείται η επαγγελματική τους ένταξη ή να εξασφαλίζεται η προστασία τους, β) τον καθορισμό ελάχιστων όρων ηλικίας, επαγγελματικής εμπειρίας ή αρχαιότητας στην απασχόληση για την πρόσβαση στην απασχόληση ή σε ορισμένα πλεονεκτήματα που συνδέονται με την απασχόληση, γ) τον καθορισμό ανώτατου ορίου ηλικίας για την πρόσληψη, με βάση την απαιτούμενη κατάρτιση για τη συγκεκριμένη θέση εργασίας ή την ανάγκη εύλογης περιόδου απασχόλησης πριν από τη συνταξιοδότηση. 2. Κατά παρέκκλιση εκ του άρθρου 2, παράγραφος 2, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι δεν συνιστά διάκριση λόγω ηλικίας, όσον αφορά τα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, ο καθορισμός ηλικίας για την ένταξη ή την αποδοχή σε παροχές συνταξιοδότησης ή αναπηρίας, συμπεριλαμβανομένου και του καθορισμού για τα καθεστώτα αυτά διαφορετικού ορίου ηλικίας για εργαζόμενους ή για ομάδες ή κατηγορίες εργαζομένων και της χρήσης στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών κριτηρίων ηλικίας στους αναλογιστικούς υπολογισμούς, υπό τον όρο ότι αυτό δεν καταλήγει σε διακρίσεις λόγω φύλου». Aντίστοιχες διατάξεις περιλαμβάνουν τόσο ο ν. 3304/2005 «Εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού» (Α΄ 16), με τον οποίο μεταφέρθηκε στο σύνολό της στην εσωτερική έννομη τάξη η αναφερθείσα οδηγία, όσο και ο ν. 4443/2016 (Α΄ 232/9.12.2016), με του οποίου τις διατάξεις ενσωματώθηκε εκ νέου στο εσωτερικό δίκαιο η εν λόγω οδηγία, ενώ με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του νόμου αυτού καταργήθηκε ο ν. 3304/2005. Με τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, όπως αυτές ενσωματώθηκαν στην εθνική έννομη τάξη με τον ν. 3304/2005 και ακολούθως με τον ν. 4443/2016, σκοπείται η θέσπιση γενικού πλαισίου, προκειμένου να εξασφαλίζεται σε κάθε πρόσωπο ίση μεταχείριση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας με την παροχή αποτελεσματικής προστασίας από τις διακρίσεις που στηρίζονται σε έναν από τους λόγους του άρθρου 1 της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η ηλικία [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις της 16ης.10.2007 (Tμήμα μείζονος σύνθεσης), C-411/05, Palacios de la Villa, σκ. 42, της 13ης.9.2011 (Tμήμα μείζονος σύνθεσης), C-447/09, Prigge, σκ. 39, της 13ης.11.2014, C-416/13, Mario Vital Perez, σκ. 28, της 18ης.11.2010, Georgiev, C-250/09 και 268/09, σκ. 26, ΣτΕ 3184/2017, 3185/2017, 109/2018 7μ., 110/2018 7μ., 694/208, 695/2018, 2421/2018] και η θρησκεία (ΔΕΕ απόφαση της 22ας.1.2019 (Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης), C-193/17, Cresco Investigation GmbH, σκ. 37). Η οδηγία αυτή τυγχάνει εφαρμογής σε όλα τα πρόσωπα, στο σύνολο του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, όσον αφορά ιδίως τις εργασιακές συνθήκες και τους όρους απασχολήσεως, συμπεριλαμβανομένων των απολύσεων [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Prigge, ο.π., σκ. 40, της 12ης.1.2010, (Τμήμα μείζονος σύνθεσης), Petersen, ο.π., σκ. 32, Palacios de la Villa, ο.π., σκ. 43]. Οι ρυθμίσεις της οδηγίας εισάγουν σε περιορισμένο βαθμό, εξαιρέσεις από την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ως προς την απαγόρευση των διακρίσεων, μεταξύ άλλων, προκειμένου για τις συνθήκες εργασίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις ρυθμίσεις αυτές. Ειδικότερα, αποκλίσεις από την απαγόρευση της διακριτικής μεταχειρίσεως για όλους τους λόγους που απαριθμούνται στο άρθρο 1 της οδηγίας συγχωρούνται σε δύο περιπτώσεις: α. στην περίπτωση των μέτρων που προβλέπει ο εθνικός νόμος και τα οποία είναι αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία για την ασφάλεια, την προάσπιση της τάξεως και την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, την προστασία της υγείας και των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων (άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας) και β. στην περίπτωση που, λόγω της φύσεως των συγκεκριμένων επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή του πλαισίου εντός του οποίου ασκούνται αυτές, ένα από τα απαριθμούμενα στο άρθρο 1 της οδηγίας χαρακτηριστικά αποτελεί ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση, εφόσον ο επιδιωκόμενος στόχος είναι θεμιτός και η προϋπόθεση αυτή είναι ανάλογη (άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας). την διάταξη του άρθρου 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/78/ΕΚ, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να αποτρέψει και να επιλύσει τυχόν σύγκρουση στον τομέα της απασχολήσεως και της εργασίας, μεταξύ, αφενός μεν, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, αφετέρου δε, της ανάγκης διασφαλίσεως της δημόσιας τάξεως, ασφάλειας και υγείας, της αποτροπής των παραβάσεων, καθώς και της προστασίας των δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Ο εν λόγω νομοθέτης αποφάσισε ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας 2000/78, οι αρχές που θέτει αυτή δεν εφαρμόζονται σε μέτρα που συνεπάγονται διαφορετική μεταχείριση βάσει ενός από τους λόγους που προβλέπει το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, με τον όρο, όμως, ότι τα μέτρα αυτά είναι «αναγκαία» για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών (ΔΕE απόφαση Prigge, ο.π., σκ. 54 - 55). Δεδομένου, εξ άλλου, ότι το άρθρο 2 παράγραφος 5 αποτελεί παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Υπέρ της συσταλτικής ερμηνείας συνηγορεί και το γράμμα της διατάξεως αυτής (ΔΕΕ αποφάσεις Petersen, ο.π., σκ. 60, Prigge, ο.π., σκ. 56). Εξ άλλου, ειδική απόκλιση από την απαγόρευση της διακριτικής μεταχειρίσεως λόγω ηλικίας, που αποτελεί, σύμφωνα με την 25η αιτιολογική σκέψη της προαναφερθείσας οδηγίας, ουσιώδες στοιχείο για την πραγματοποίηση των στόχων που καθορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές για την απασχόληση και για την ενθάρρυνση της ποικιλομορφίας στην απασχόληση και έχει αναγνωρισθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης [ΔΕΕ(ΔΕΚ) αποφάσεις Mario Vital Perez, ο.π., σκ. 24, Prigge, ο.π., σκ. 38, της 22ας.11.2005 (Τμήμα μείζονος σύνθεσης), C-144/04, Mangold, σκ. 75, ΣτΕ 3184/2017, 3185/2017, 109/2018 7μ., 110/2018 7μ., 694/208, 695/2018, 2421/2018], προβλέπεται στο άρθρο 6 της οδηγίας, στην περίπτωση που στο πλαίσιο του εθνικού δικαίου εξυπηρετούνται θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής, ιδίως δε σκοποί που συνδέονται με την πολιτική της απασχολήσεως, της αγοράς εργασίας ή της επαγγελματικής καταρτίσεως [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις της 5ης.3.2009, C-388/07, Age Concern England, σκ. 46, της 18ης.6.2009 C-88/08, Hütter, σκ. 41, Prigge, ο.π., σκ. 80-81], εφ’ όσον τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών είναι πρόσφορα και αναγκαία [ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Mario Vital Perez, ο.π., σκ. 45, Petersen, ο.π., σκ. 40, Palacios de la Villa, ο.π., σκ. 57]. Εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018, περί υποχρεωτικής αποχωρήσεως από την υπηρεσία των Μουφτήδων με την συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας τους, καθιερώνει άμεση διάκριση για αυτούς σε σχέση με τους Μουφτήδες που δεν έχουν συμπληρώσει το ηλικιακό αυτό όριο, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως του άρθρου 2 παράγραφοι 1 και 2 στοιχείο α΄ της οδηγίας 2000/78/ΕΚ (βλ. ΔΕΕ (ΔΕΚ) αποφάσεις Palacios de la Villa, ο.π., σκ. 51, Prigge, ο.π., σκ. 43-45, Petersen, o.π., σκ. 35, της 21ης.7.2011, C-159/10 και 160/10, Fuchs και Köhler, σκ. 34, της 6ης.11.2012, C-286/12, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας, σκ. 50-51, πρβλ. και ΣτΕ 1706/2013, 3184/2017, 3185/2017, 109/2018 7μ., 110/2018 7μ., 694/208, 695/2018, 2421/2018, 222/2019). Οι διατάξεις όμως αυτές του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 εξυπηρετούν τον δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διασφαλίσεως, εκτός της εύρυθμης λειτουργίας της Μουφτείας με τον προγραμματισμό εκ μέρους της Πολιτείας της ομαλής διαδοχής στην δημόσια αυτή υπηρεσία, επιπέδου γενικής διευθύνσεως, της ορθής και αποτελεσματικής ασκήσεως των σημαντικών δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων, που αναθέτει ο νομοθέτης στους Μουφτήδες, από πρόσωπα που διαθέτουν τις σωματικές και τις πνευματικές δυνάμεις και ικανότητες που απαιτούνται για την άρτια άσκησή τους, δεδομένου ότι οι δυνάμεις και ικανότητες αυτές αποτελούν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, χαρακτηριστικά συνδεόμενα με την ηλικία. Συνακολούθως, οι διατάξεις αυτές εξυπηρετούν τον, ομοίως δημοσίου συμφέροντος, σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιοχής που επιλέγουν να υπαγάγουν τις προαναφερθείσες υποθέσεις οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου στην δικαιοδοσία των Μουφτήδων, αφού σημαντικές έννομες σχέσεις τους κρίνονται από αυτούς και ως εκ τούτου είναι κρίσιμη η διασφάλιση της ικανότητάς τους να διατυπώσουν δικαιοδοτική κρίση βάσει του γενικώς αποδεκτού ηλικιακού κριτηρίου, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας. Με αυτά τα δεδομένα, ο επιδιωκόμενος σκοπός ευρίσκει κατ’ αρχήν έρεισμα στο άρθρο 2 παράγραφος 5 της οδηγίας, αφού η επίδικη ρύθμιση περί ορίου ηλικίας επιδιώκει και την προστασία των δικαιωμάτων άλλων και συγκεκριμένα των μουσουλμάνων Ελλήνων της περιοχής. Περαιτέρω, το επίδικο μέτρο είναι πρόσφορο για την επίτευξη των προαναφερόμενων σκοπών, όπως επιδιώκουν οι ρυθμίσεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018, αφού η θέσπιση ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των Μουφτήδων από την υπηρεσία εξυπηρετεί πράγματι τους σκοπούς αυτούς, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και αφού, άλλωστε, αποτελεί τον γενικώς ισχύοντα κανόνα για την αποχώρηση από την υπηρεσία των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στην Ελλάδα και στα περισσότερα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. ΣτΕ 229/2019, 1706/2013). Εξ άλλου οι αναφερθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 είναι αναγκαίες λαμβανομένου υπ’ όψιν α. ότι οι προεκτεθέντες σκοποί δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν εξίσου αποτελεσματικά με ηπιότερα μέσα, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 του άρθρου 2 της κυρωθείσας από 24.12.1990 πράξεως νομοθετικού περιεχομένου δυνατότητα παύσεως των Μουφτήδων, προϋποθέτει την ύπαρξη νόσου ή την συνδρομή υπηρεσιακής ανεπάρκειας που βεβαιώνεται με αιτιολογημένη απόφαση συμβουλίου και δεν διασφαλίζει ούτε την ορθή και αποτελεσματική άσκηση των σημαντικών δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων τους μέχρις ότου παυθούν ούτε τον προγραμματισμό της ομαλής διαδοχής στην υπηρεσία, όπως ήδη αναφέρθηκε και β. ότι το όριο ηλικίας για την αποχώρηση των Μουφτήδων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και διορίζονται με δεκαετή θητεία (που μπορεί να ανανεωθεί), στους οποίους ανατίθενται και δικαιοδοτικά έργα, παρίσταται, κατ’ αρχήν, εύλογο, κατά την κοινή πείρα, λαμβανομένης υπ’ όψιν της φύσεως και της σημασίας των αρμοδιοτήτων τους καθώς και του ότι εναρμονίζεται με το γενικώς ισχύον όριο ηλικίας για την υπηρεσία των ανώτατων δικαστικών λειτουργών (καθώς και των καθηγητών των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων) και των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όπως ήδη αναφέρθηκε (πρβλ. ΣτΕ 3798/2014 Ολομέλεια και 222/2019, 1706/2013). Επίσης ουδεμία εξαίρεση θεσπίζεται από το επίδικο μέτρο αποχωρήσεως λόγω συμπληρώσεως του οριζόμενου ορίου ηλικίας και, ως εκ τούτου, δεν θίγεται η συνοχή και η συστηματικότητα, με την οποία εξυπηρετούνται οι επιδιωκόμενοι με αυτό σκοποί [πρβλ. ΔΕΚ (ΔΕΕ) Fuchs και Köhler, ο.π., σκ. 85-93, Petersen, ο.π., σκ. 53, της 10ης.3.2009 (Τμήμα μείζονος σύνθεσης), C-169/07, Hartlauer, σκ. 55, ΣτΕ 1706/2013]. Με τα δεδομένα αυτά, οι αναφερθείσες ρυθμίσεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 θεσπίζουν μέτρο πρόσφορο για την επίτευξη των προαναφερθέντων σκοπών, το οποίο δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του ότι ο δικαστικός έλεγχος της συμφωνίας προς την οδηγία 2000/78/ΕΚ της ουσιαστικής εκτιμήσεως του νομοθέτη ως προς την θέσπιση του συγκεκριμένου ορίου ηλικίας είναι έλεγχος ορίων, προκειμένου να μην υποκαθίσταται ο δικαστής στο έργο του νομοθέτη (βλ. ΣτΕ 851/2011 7μ., 3762/2010 7μ., πρβλ. και ΣτΕ 3798/2014 Ολομέλεια). ’λλωστε η προμνησθείσα διάκριση λόγω ηλικίας δικαιολογείται και βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2000/78. Σύμφωνα με την διάταξη αυτή της οδηγίας, προκειμένου να μην συνιστά διάκριση, η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να βασίζεται σε έναν από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 1 της οδηγίας 2000/78 και το εν λόγω χαρακτηριστικό πρέπει να αποτελεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση». Δεν συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση ο λόγος επί του οποίου βασίζεται η διαφορετική μεταχείριση, αλλά ένα χαρακτηριστικό συνδεόμενο με τον λόγο αυτόν [ΔΕΕ αποφάσεις της 12ης.1.2010 (Tμήμα μείζονος σύνθεσης), C-229/08, Wolf, σκ. 35, Prigge, ο.π., σκ. 66, Μario Vital Perez, o.π., σκ. 36, της 15ης.11.2016 (τμήμα μείζονος σύνθεσης), C-258/15, Sorondo, σκ. 33]. Σύμφωνα, επίσης, με την 23η αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογείται σε «πολύ περιορισμένες περιπτώσεις», όταν ένα γνώρισμα που συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την ηλικία συνιστά ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση (ΔΕΕ Prigge, ο.π., σκ. 71, Mario Vital Perez, o.π., σκ. 46). Το άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας, όσον αφορά την επιτρεπόμενη παρέκκλιση από την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (ΔΕΕ Prigge, ο.π., σκ. 72, Petersen, σκ. 60, Mario Vital Perez, o.π., σκ. 47). Εν προκειμένω, όπως προαναφέρθηκε, οι Μουφτήδες ασκούν, μεταξύ άλλων, σημαντικά δικαιοδοτικά καθήκοντα, για την άρτια άσκηση των οποίων κρίσιμες είναι οι σωματικές και πνευματικές τους δυνάμεις και ικανότητες που συναρτώνται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, με την ηλικία. Συνεπώς, η καλή σωματική και πνευματική κατάσταση των Μουφτήδων αποτελεί «ουσιαστική και καθοριστική επαγγελματική προϋπόθεση», κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας, για την άσκηση των καθηκόντων τους και συνδέεται με την ηλικία τους (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ Wolf, ο.π., σκ. 41, Prigge, ο.π., σκ. 67, Mario Vital Perez, o.π., σκ. 37 και 41, Sorondo, ο.π., σκ. 34). Ο προαναφερθείς σκοπός που εξυπηρετείται με το επίδικο ηλικιακό όριο είναι θεμιτός και κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας (πρβλ. αποφάσεις ΔΕΕ Wolf, ο.π., σκ. 39, Prigge, ο.π., σκ. 69). Το εν λόγω μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στο πλαίσιο εξετάσεως της δικαιολογήσεώς του βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 5 της οδηγίας. Συνεπώς, το επίδικο ηλικιακό όριο δικαιολογείται και βάσει του άρθρου 4 παράγραφος 1 της οδηγίας. Τέλος με τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018, περί ορίου ηλικίας για την υπηρεσία των Μουφτήδων, εισάγεται κατ’ αρχήν διαφορετική μεταχείριση, που στηρίζεται ευθέως στην θρησκεία, μεταξύ των Μουφτήδων, που είναι μουσουλμάνοι θρησκευτικοί λειτουργοί, και των λοιπών θρησκευτικών λειτουργών στην Ελλάδα και δη των Μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος, ως προς τους οποίους δεν προβλέπεται ανώτατο όριο ηλικίας για την υπηρεσία τους (πρβλ. ΔΕΕ απόφαση της 22ας.1.2019, Τμήμα μείζονος σύνθεσης, C-193/17, Cresco Investigation GmbH, σκ. 40 και 44). Ωστόσο, όπως έχει προαναφερθεί, οι Μουφτήδες είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κατέχοντες θέση γενικού διευθυντή, με θρησκευτικά και πνευματικά καθήκοντα, στους οποίους ανατίθενται τα προεκτεθέντα δικαιοδοτικά έργα με τις οριζόμενες στον νόμο προϋποθέσεις και δεν τελούν υπό ανάλογες συνθήκες με τους Μητροπολίτες, θρησκευτικούς λειτουργούς της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν είναι δημόσιοι υπάλληλοι και στους οποίους δεν ανατίθενται δικαιοδοτικές αρμοδιότητες (πρβλ. ΔΕΕ Cresco Investigation GmbH, ο.π., σκ. 41). Επομένως, οι εν λόγω διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 δεν καθιερώνουν ανεπίτρεπτη άμεση διάκριση λόγω θρησκείας, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχ. α΄ της οδηγίας 2000/78. Κατόπιν των προηγουμένων, η θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου 48 του ν. 4559/2018 διάκριση λόγω ηλικίας ή θρησκείας δεν παραβιάζει τις διατάξεις της οδηγίας 2000/78/ΕΚ και του ν. 4443/2016 (πρβλ. ΣτΕ 229/2019, 3762/2010 7μ., 851/2011 7μ.) και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου προβαλλόμενοι λόγοι. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ζητήματος εάν το άρθρο 17 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, περί ουδετερότητας της Ένωσης όσον αφορά την οργάνωση, από τα κράτη μέλη, των σχέσεών τους με τις εκκλησίες και τις θρησκευτικές ενώσεις ή κοινότητες, εμποδίζει την εφαρμογή της οδηγίας 2000/78 στην προκειμένη περίπτωση (βλ. αποφάσεις ΔΕΕ της 22ας.1.2019, Τμήμα μείζονος σύνθεσης, C-193/17, Cresco Investigation GmbH, της 17ης.4.2018, Τμήμα μείζονος σύνθεσης, C 414/16, Egenberger, σκ. 57, και της 11ης.9.2018, Τμήμα μείζονος σύνθεσης, C 68/17, IR, σκ. 48).

 

15. Επειδή σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, η αυτοδίκαιη λύση της υπηρεσιακής σχέσεως του αιτούντος ως Μουφτή Κομοτηνής, λόγω του ότι είχε υπερβεί το 67ο έτος της ηλικίας του, νομίμως διαπιστώθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατ’ εφαρμογή της διατάξεως της παραγράφου 3 του άρθρου 48 του ν. 4559/2018, παρά τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα από τον αιτούντα.

 

16. Επειδή κατόπιν των προηγουμένων, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στον αιτούντα την δικαστική δαπάνη του Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 12η Μαρτίου 2019 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 1ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

 

Η Πρόεδρος                 Η Γραμματέας

 

Αικ. Σακελλαροπούλου   Ελ. Γκίκα