ΣτΕ.Ολ 1507/2014

 

Τροποποίηση επιλέξιμων τίτλων και ανταλλαγή αυτών - Ομολογιούχοι Ελληνικού Δημοσίου - Μνημόνιο Συνεννόησης - Αίτηση ακύρωσης -.

 

Απόρριψη αίτησης ακύρωσης  της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους», της από 9.3.2012 πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή έληξε με την αποδοχή των όρων της ως άνω Π.Υ.Σ. από την πλειοψηφία του κεφαλαίου  των επιλέξιμων τίτλων, της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α΄ 50/9.3.2012), της πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β΄ 682/9.3.2012) και κάθε συναφούς πράξης. Κρίθηκε ότι δεν αντιβαίνουν στα άρθρα 5 και Συντ. οι διατάξεις του ν. 4050/12 δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, καθώς θεσπίστηκαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης, σύμφωνα με τον οποίο προβάλλεται ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 αντίκεινται προς την αρχή της ισότητας (4 παρ. 1 Συντ.). Κρίθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση της απρόοπτης εξέλιξης του συνόλου των πιστωτικών σχέσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 τα φυσικά πρόσωπα δεν δικαιούνται, βάσει της αρχής της ισότητας, προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του ν. 4050/2012 αντίκεινται στο άρθρο 17 Συντ. Κρίθηκε ότι η ακύρωση τίτλου δεν συνιστά απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 Συντ. (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ότι οι τίτλοι των αιτούντων που αντικαταστάθηκαν αποτελούν περιουσία κατά τα άρθρα 17 Συντ. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (Αντίθετη μειοψηφία). Απόρριψη λόγου ακύρωσης με τον οποίο προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 αντιβαίνουν στο άρθρο 4 παρ. 5 Συντ. (συνεισφορά των Ελλήνων πολιτών στα δημόσια βάρη χωρίς διακρίσεις ανάλογα με τις δυνάμεις τους) (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

Αριθμός 1507/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Μαρτίου 2013, με την εξής σύνθεση: Κ. Μενουδάκος, Πρόεδρος, Ν. Σακελλαρίου, Δ. Πετρούλιας, Αθ. Ράντος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, Ν. Μαρκουλάκης, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Ιω. Μαντζουράνης, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ευθ. Αντωνόπουλος, Φ. Ντζίμας, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου, Μ. Παπαδοπούλου, Β. Αραβαντινός, Ό. Ζύγουρα, Κ. Κουσούλης, Κ. Φιλοπούλου, Κ. Πισπιρίγκος, Β. Αναγνωστοπούλου - Σαρρή, Π. Μπραΐμη, Π. Χαμάκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Αικ. Ρωξάνα, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Από τους ανωτέρω οι Σύμβουλοι Ό. Ζύγουρα και Β. Αναγνωστοπούλου-Σαρρή καθώς και η Πάρεδρος Αικ. Ρωξάνα, μετέχουν ως αναπληρωματικά μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 2 του ν. 3719/2008. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη.

 

Για να δικάσει την από 18 Απριλίου 2012 αίτηση:

 

των: 1. ... και 201. ... οι οποίοι παρέστησαν με τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χρυσόγονο (Α.Μ. 2387 ΔΣ Θεσ/νίκης), που νομιμοποιήθηκε με τη συνυπογραφή του δικογράφου από τους αιτούντες,

 

κατά των: 1. Πρωθυπουργού, 2. Υπουργού Οικονομικών, οι οποίοι παρέστησαν με την Στυλιανή Χαριτάκη, Νομική Σύμβουλο του Κράτους και την Εμμανουέλα Πανοπούλου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και 3. ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Τράπεζα της Ελλάδος», η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Τσιμπανούλη (Α.Μ. 10265), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

 

Η πιο πάνω αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της από 29 Ιανουαρίου 2013 πράξης του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, λόγω της σπουδαιότητάς της, σύμφωνα με τα άρθρα 14 παρ. 2 εδάφ. α, 20 και 21 του Π.Δ. 18/1989.

 

Με την αίτηση αυτή οι αιτούντες επιδιώκουν να ακυρωθούν: α) η υπ αριθμ. 5/24.2.2012 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, β) η υπ αριθμ. 10/9.3.2012 πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, γ) η υπ αριθμ. 2/20964/0023Α/9.3.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, δ) η από 9.3.2012 πράξη του Διοικητή  της Τράπεζας της Ελλάδος και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Κ. Πισπιρίγκου.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτούντων, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, τον πληρεξούσιο της καθ ης Τράπεζας και τις αντιπροσώπους του Πρωθυπουργού και του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

              Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, στις διασκέψεις της 31.5.2013 και της 3.6.2013, κατά τις οποίες κρίθηκε το παραδεκτό της κρινομένης αιτήσεως, μετέσχε ο Σύμβουλος Βασίλειος Αραβαντινός, τακτικό μέλος της συνθέσεως που εκδίκασε την ανωτέρω υπόθεση. Ακολούθως, λόγω κωλύματος, κατά την έννοια του άρθρου 26 του ν. 3719/2008 (Α΄ 214), του εν λόγω Συμβούλου, έλαβε μέρος στη διάσκεψη της 18.6.2013, κατά την οποία κρίθηκαν οι λόγοι ακυρώσεως, η Σύμβουλος Όλγα Ζύγουρα, αναπληρωματικό μέχρι τότε μέλος της συνθέσεως (βλ. Πρακτικό Διασκέψεως της Ολομελείας του Δικαστηρίου 159/2013).

 

 

2. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως κατεβλήθη το νόμιμο παράβολο (υπ αριθμ. Α. 1160681, 3249320/2012 ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

 

 

3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η ακύρωση α) της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 5/24.2.2012 «Έναρξη διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων και καθορισμός όρων ανταλλαγής τους» (Α΄ 37/24.2.2012), β) της από 9.3.2012 πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, με την οποία βεβαιώθηκε ότι η διαδικασία αυτή έληξε με την αποδοχή των όρων της ως άνω Π.Υ.Σ. από την πλειοψηφία του κεφαλαίου  των επιλέξιμων τίτλων, γ) της Πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου (Π.Υ.Σ.) 10/9.3.2012 «Έγκριση της απόφασης των ομολογιούχων για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως βεβαιώθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Διαχειριστή της Διαδικασίας» (Α΄ 50/9.3.2012), δ) της πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών «Υλοποίηση της τροποποίησης των επιλέξιμων τίτλων και έκδοση νέων τίτλων ομολόγων και τίτλων ΑΕΠ Ελληνικού Δημοσίου» (Β΄ 682/9.3.2012) και ε) κάθε συναφούς πράξης.

 

 

4. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου παρ. 1 11 του ν. 4050/2012 «Κανόνες τροποποιήσεως τίτλων, εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με συμφωνία των Ομολογιούχων» (Α΄ 36/23.2.2012), οι οποίες παρατίθενται σε επόμενη σκέψη. Ειδικότερα, η  (πρώτη προσβαλλόμενη) Π.Υ.Σ  5/24.2.2012 όρισε, στο άρθρο 1, τα εξής : «1. Ημερομηνία έναρξης της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4050/2012, ορίζεται η 24η Φεβρουαρίου 2012. 2. Οι επιλέξιμοι τίτλοι που θα προταθούν προς τροποποίηση είναι αυτοί που περιλαμβάνονται στο συνημμένο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παρούσας απόφασης. 3. Η τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων θα γίνει με ανταλλαγή τους με νέους τίτλους έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου και με νέους τίτλους (ή ισοδύναμά τους για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών) έκδοσης του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ). Οι νέοι τίτλοι που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο θα αποτελούνται σωρευτικά από : α) νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου και β) τίτλους των οποίων η απόδοση θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (τίτλοι ΑΕΠ). 4. Τα νέα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου : α) θα έχουν ετήσιο επιτόκιο ως ακολούθως : αα) 2% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2013 έως και το έτος 2015, ββ) 3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2016 έως και το έτος 2020,  γγ) 3,65% για την πληρωμή τοκομεριδίου το έτος 2021, δδ) 4,3% για τις πληρωμές τοκομεριδίων το έτος 2022 έως και το έτος 2042, β) θα λήγουν από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, γ) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Όσον αφορά το κεφάλαιο των νέων ομολόγων, για κάθε 1.000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων που θα ανταλλαγούν θα δοθούν νέα ομόλογα ονομαστικού κεφαλαίου 315 ευρώ (31,5% του ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων). 5. Οι τίτλοι ΑΕΠ, οι οποίοι θα χορηγούνται σωρευτικά με τα νέα ομόλογα της προηγούμενης παραγράφου : α) δεν θα έχουν κεφάλαιο, β) θα έχουν απόδοση υπολογιζόμενη επί ονομαστικού ποσού ίσου με το ονομαστικό κεφάλαιο των νέων ομολόγων της προηγούμενης παραγράφου. Το ονομαστικό ποσό θα μειώνεται ετησίως από το έτος 2024 έως τη λήξη των τίτλων, γ) η απόδοση των τίτλων ΑΕΠ θα εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από : αα) την εκάστοτε ετήσια ποσοστιαία αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, πέραν των προκαθορισμένων προβλέψεων και ορίων και ββ) το ύψος του ονομαστικού ΑΕΠ. Η απόδοση θα έχει ανώτατο όριο 1%, δ) θα λήξουν το έτος 2042, ε) θα διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. 6. Οι ειδικότεροι όροι των νέων τίτλων έκδοσης του Ελληνικού Δημοσίου καθορίζονται με την πρόσκληση ή τις προσκλήσεις της επόμενης παραγράφου και την απόφαση έκδοσης που προβλέπεται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 7. Εξουσιοδοτείται ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου προς τους Ομολογιούχους, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. 8. ». Στο Παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περιλαμβάνονται οι χαρακτηρισθέντες ως επιλέξιμοι τίτλοι με τα συναφή στοιχεία εκάστου (ISIN που αρχίζει από GR, διότι πρόκειται περί τίτλων που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, ημερομηνία λήξεως, τοκομερίδιο και ύψος ανεξόφλητου κεφαλαίου). Στη συνέχεια, εκδόθηκε από τον Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα www.greekbonds.gr η από 24.2.2012 πρόσκληση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους ομολογιούχους  για να προσέλθουν στη διαδικασία της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 και να συναινέσουν στην προταθείσα, με την ίδια Π.Υ.Σ., τροποποίηση τίτλων. Στην πρόσκληση αυτή διευκρινίζεται η πρόταση της Π.Υ.Σ. ως προς το ανεξόφλητο κεφάλαιο ως εξής : Για κάθε 1000 ευρώ ανεξόφλητου κεφαλαίου προτείνεται να χορηγηθούν α) ομόλογα εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου ονομαστικής αξίας 315 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως το έτος 2042, β) τίτλοι ΑΕΠ εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου χωρίς κεφάλαιο (με λογιζόμενο ποσόν 315 ευρώ για απόδοση συνδεόμενη με το ΑΕΠ) και λήξεως το έτος 2042, γ) τίτλοι εκδόσεως του ΕΤΧΣ ονομαστικής αξίας 150 ευρώ και λήξεως από το έτος 2013 έως το έτος 2014. Ακολούθησε η έκδοση της (δεύτερης προσβαλλόμενης) από 9.3.2012 πράξης του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, ως Διαχειριστή της Διαδικασίας σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 1 ζ΄ του ν. 4050/2012, με την οποία βεβαιώθηκε ότι οι ομολογιούχοι συναίνεσαν στις προταθείσες τροποποιήσεις, δεδομένου ότι α) το συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο των επιλέξιμων τίτλων ανήλθε σε 177.218.697.615,45 ευρώ, β) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 απαρτία, με τη συμμετοχή στη διαδικασία ομολογιούχων με ανεξόφλητο κεφάλαιο 161.350.946.065,54 ευρώ (ήτοι ποσοστό 91,05 % του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου) και γ) επετεύχθη η απαιτούμενη στο άρθρο πρώτο παρ. 4 του ν. 4050/2012 πλειοψηφία, με την αποδοχή των προταθεισών τροποποιήσεων από ομολογιούχους με ανεξόφλητο κεφάλαιο 152.042.932.772,40 ευρώ (ήτοι ποσοστό 94,23 % του συμμετασχόντος στη διαδικασία ανεξόφλητου κεφαλαίου). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας, το οποίο βεβαιώθηκε με την ως άνω πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, εγκρίθηκε με την (τρίτη προσβαλλόμενη) Π.Υ.Σ. 10/9.3.2013 σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 8 του ν. 4050/2012. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο πρώτο παρ. 10 του ίδιου νόμου, εκδόθηκε η (τέταρτη προσβαλλόμενη)  πράξη 2/20964/0023 Α/09.03.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία εκδόθηκαν οι νέοι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου (20 σειρές ομολόγων συνολικής ονομαστικής αξίας 55.834.421.425 ευρώ και λήξεως από το έτος 2023 έως και το έτος 2042, καθώς και μια σειρά τίτλων ΑΕΠ συνολικού λογιζόμενου ποσού 55.834.421.400 ευρώ και λήξεως το έτος 2042), που μαζί με τους τίτλους εκδόσεως του ΕΤΧΣ χορηγήθηκαν για την αντικατάσταση των χαρακτηρισθέντων ως επιλέξιμων τίτλων.

 

 

5. Επειδή, οι προσβαλλόμενες πράξεις εκδόθηκαν κατά την θεσπιζόμενη με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 διαδικασία αντικατάστασης τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους. Η αντικατάσταση αυτή, με την οποία μειώθηκε το δημόσιο χρέος της Ελληνικής Δημοκρατίας, εχώρησε βάσει των διατάξεων αυτών κατόπιν της αποδοχής από τους ιδιώτες πιστωτές, ως πλειοψηφούν κεφάλαιο, σχετικής πρότασης του Υπουργικού Συμβουλίου, η αποδοχή δε αυτή δέσμευσε και τους πιστωτές που δεν έλαβαν μέρος στη σχετική διαδικασία ή μειοψήφησαν. Η δυνατότητα αντικατάστασης δεν είχε θεσπισθεί ή συμφωνηθεί κατά την έκδοση των τίτλων, αλλά προβλέφθηκε το πρώτον κυριαρχικώς με τις εν λόγω διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Υπό τα δεδομένα αυτά, η αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων πράξεων δεν γεννά ιδιωτική διαφορά, αλλά διαφορά της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τα άρθρα 94 παρ. 1 α΄ του Συντάγματος και 45 επ. του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8).

 

 

6. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012 αναφέρεται ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου περί καθορισμού των επιλέξιμων τίτλων (Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012) είναι κυβερνητική πράξη, που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας. Ο χαρακτηρισμός, όμως, ορισμένων πράξεων ως κυβερνητικών, κατά την έννοια του άρθρου 45 παρ. 5 του π.δ. 18/1989, με συνέπεια την εξαίρεσή τους από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, δεν ανήκει στον νομοθέτη, αλλά στο Δικαστήριο τούτο (βλ. ΣτΕ 2438/1996, 1947/1960). Εν προκειμένω, η Π.Υ.Σ.  5/24.2.2012, με την οποία κινήθηκε η διαδικασία αντικατάστασης των τίτλων που ορίζονται στην ίδια πράξη ως επιλέξιμοι, με σκοπό τη μείωση του δημοσίου χρέους, δεν έχει, ως εκ του περιεχομένου της, χαρακτήρα κυβερνητικής πράξης, υπό την ως άνω έννοια, διότι δεν συνιστά δικαστικώς ανέλεγκτη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας η με την πράξη αυτή προταθείσα, σε πιστωτές του ιδιωτικού τομέα, αντικατάσταση τίτλων, η οποία επηρέασε την έννομη σχέση από κάθε τίτλο που τελικά αντικαταστάθηκε.

 

 

7. Επειδή, οι πράξεις που αναφέρονται στην τέταρτη σκέψη συγκροτούν σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία άρχισε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της (πρώτης προσβαλλόμενης) Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περί καθορισμού των συγκεκριμένων τίτλων (επιλέξιμων) που προτάθηκαν για αντικατάσταση, καθώς και του περιεχομένου της σχετικής πρότασης, τελειώθηκε δε με τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της (τελευταίας προσβαλλόμενης) πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Στην τελευταία αυτή πράξη ενσωματώθηκαν όλες οι προηγηθείσες με συνέπεια την απώλεια της εκτελεστότητάς τους και την αδυναμία αυτοτελούς προσβολής τους. Εφ όσον, όμως, κριθεί ότι εν προκειμένω η πράξη αυτή έχει προσβληθεί εν γένει παραδεκτώς, θα εξετασθούν και οι λόγοι ακυρώσεως που αναφέρονται σε άλλες πράξεις της σύνθετης διοικητικής ενέργειας.

 

 

8. Επειδή, το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως κατετέθη στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 18.4.2012, την 45η ημέρα από τη δημοσίευση στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της πράξης 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών. Συνεπώς, η αίτηση ασκήθηκε εμπροθέσμως.

 

 

9. Επειδή, οι αιτούντες, πλην του ..., προσκόμισαν νομίμως έγγραφα τραπεζικών ιδρυμάτων, στα οποία οι ίδιοι αναφέρονται ως επενδυτές σε άυλους τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου, οι οποίοι υπήχθησαν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης για αντικατάσταση ομολόγων που κινήθηκε με την Π.Υ.Σ. 5/24.12.2012 και, τελικά, αντικαταστάθηκαν επί τη βάσει του αποτελέσματος αυτής της διαδικασίας με νέους τίτλους που εκδόθηκαν α) από το Ελληνικό Δημόσιο με την προσβαλλόμενη πράξη 2/20964/0023 Α/9.3.2012 του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών και β) από το ΕΤΧΣ. Συνεπώς, οι αιτούντες, οι οποίοι προσκόμισαν αυτά τα έγγραφα, απέδειξαν ότι έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως, με την οποία επιδιώκουν την ακύρωση της αντικατάστασης των τίτλων τους προβάλλοντας ότι υπέστησαν εξ αιτίας αυτής περιουσιακή ζημία χωρίς τη συναίνεσή τους. Ο Σπυρίδων Μαζωνάκης, όμως, δεν απέδειξε ότι υπέστη βλάβη από την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων. Συνεπώς, ως προς τον εν λόγω αιτούντα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη. 

 

 

10. Επειδή, με το άρθρο 1 παρ. 1 α΄ - δ΄ του  ν. 4046/2012 «Έγκριση των Σχεδίων Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μεταξύ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Τράπεζας τη Ελλάδος, του Σχεδίου του Μνημονίου Συνεννόησης μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος και άλλες επείγουσες διατάξεις για τη μείωση του δημοσίου χρέους και τη διάσωση της οικονομίας» (Α΄ 28/14.2.2012) εγκρίθηκαν τέσσερα (4) σχέδια συμβάσεων, των οποίων τα κείμενα προσαρτήθηκαν στον νόμο ως Παράρτημα και συνδημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ήτοι : 1) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ)» (PSI LM Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 30.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί μέρος της ανταλλαγής ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας. 2) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Συγχρηματοδότησης» (CoFinancing Agreement), σύμφωνα με το οποίο η Ελληνική Δημοκρατία και η Τράπεζα της Ελλάδος, το ΕΤΧΣ και η Wilmington Trust (London) Limited συμβάλλονται με σκοπό την ενίσχυση της χρηματοπιστωτικής αξίας νέων, υπό έκδοση, τίτλων. 3) Σχέδιο με τίτλο «Σύμβαση Πιστωτικής Ενίσχυσης ΕΚΤ» (ECB Credit Enhancement Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή  διευκόλυνσης προς την Ελληνική Δημοκρατίας, μέχρι του ποσού των 35.000.000.000 ευρώ, για να χρηματοδοτηθεί ενδεχόμενη προσφορά επαναγοράς ομολόγων από τις Εθνικές Κεντρικές Τράπεζες του Συστήματος του Ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. 4) Σχέδιο με τίτλο «Διευκόλυνση Αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων» (Bond Interest Facility), το οποίο αφορά διευκόλυνση προς την Ελληνική Δημοκρατία, μέχρι του ποσού των 5.700.000.000 ευρώ, για να διενεργηθούν πληρωμές για δεδουλευμένους τόκους ομολόγων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου προ της ανταλλαγής αυτών με νέους, υπό έκδοση, τίτλους. Στο προοίμιο του πρώτου αναφερομένου σχεδίου συμβάσεως εκτίθενται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «(1) Το ΕΤΧΣ συστάθηκε στις 7 Ιουνίου 2012 με σκοπό την εξασφάλιση σταθερότητας στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης (2) Το ΕΤΧΣ χρηματοδοτεί την υλοποίηση της παρούσας Χρηματοδοτικής Ενίσχυσης με την έκδοση ή σύναψη ομολόγων, γραμματίων, αξιογράφων, χρεογράφων ή άλλων μέσων χρηματοδότησης , τα οποία καλύπτονται από ανέκκλητες και ανεπιφύλακτες εγγυήσεις των κρατών μελών της Ευρωζώνης που ενεργούν ως εγγυητές ...  (3) Στις 8 Μαΐου 2010 το Βασίλειο του Βελγίου, η Ιρλανδία, το Βασίλειο της Ισπανίας, η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιταλική Δημοκρατία, η Κυπριακή Δημοκρατία, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η Δημοκρατία της Μάλτας, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, η Δημοκρατία της Αυστρίας, η Πορτογαλική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Σλοβενίας, η Σλοβακική Δημοκρατία, η Δημοκρατία της Φιλανδίας και το KfW (ενεργώντας σύμφωνα με τις οδηγίες της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) ως Δανειστές συνομολόγησαν μια σύμβαση δανειακής διευκόλυνσης ύψους 80.000.000.000 ευρώ με την Ελλάδα και την Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία παρέχει ενίσχυση σταθερότητας στην Ελλάδα σε διακυβερνητικό πλαίσιο μέσω συγκεντρωτικών διμερών δανείων. (4) Στις [] η Ελλάδα ζήτησε πρόσθετη χρηματοδοτική ενίσχυση από τα κράτη μέλη της ευρωζώνης. Στις [] το Eurogroup και οι Υπουργοί Οικονομικών ομόφωνα αποφάσισαν να χορηγήσουν χρηματοδοτική ενίσχυση σε απάντηση του αιτήματος των Ελληνικών Αρχών και επικύρωσαν τα μέτρα που ανακοινώθηκαν. Σύμφωνα με τη δήλωση των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 21ης Ιουλίου και 26ης/27ης Οκτωβρίου 2011, το ΕΤΧΣ χρησιμοποιείται ως φορέας χρηματοδότησης για μελλοντικές εκταμιεύσεις από την Ελλάδα υπό την Χρηματοδοτική Ενίσχυση των κρατών μελών της Ευρωζώνης. (5) Στις [] 2012 ένα Μνημόνιο Συνεννόησης (το Μνημόνιο ΣΙΤ) υπεγράφη μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τράπεζας της Ελλάδος αναφορικά με (i) μια Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων μέσω της εθελούσιας ανταλλαγής ομολόγων που θα συναφθεί μεταξύ της Ελλάδας και ορισμένων επενδυτών του ιδιωτικού τομέα, όπως περιγράφεται στη δήλωση της Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, (ii) , (iii), (iv) Το Μνημόνιο ΣΙΤ είναι ξεχωριστό και συμπληρωματικό προς το αρχικό Μνημόνιο Συνεννόησης που υπεγράφη στις 3 Μαΐου 2010, όπως έχει πρόσφατα τροποποιηθεί από το συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης της 6ης Δεκεμβρίου 2011 , το οποίο μαζί με το Μνημόνιο ΣΙΤ και κάθε άλλο συμπληρωματικό ή μεταγενέστερο μνημόνιο συνεννόησης ή παράρτημα σε οποιοδήποτε από αυτά, θα αποκαλείται το Μνημόνιο. (6) Κατόπιν αιτήματος της Ελλάδας για χρηματοδοτική ενίσχυση και σύμφωνα με το Μνημόνιο ΣΙΤ, το ΕΤΧΣ κατήρτισε ή θα καταρτίσει Συμβάσεις Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης με την Ελλάδα και την Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να παράσχει τις ακόλουθες Χρηματοδοτικές Διευκολύνσεις : (i) στις [.] 2012, σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι ευρώ 30.000.000.000, προκειμένου να επιτρέψει στην Ελλάδα να χρηματοδοτήσει, εν μέρει, την Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων (η Διευκόλυνση PSI Διαχείρισης Υποχρεώσεων), (ii) (iii) στις [.] 2012, σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι ευρώ  5.700.000.000, με σκοπό τη διενέργεια πληρωμών σχετικά με δεδουλευμένους τόκους που απορρέουν από ορισμένα ανεξόφλητα ομόλογα που έχουν εκδοθεί ή είναι εγγυημένα από την Ελλάδα στο πλαίσιο της Εθελοντικής Συναλλαγής Διαχείρισης Υποχρεώσεων, οι οποίες πληρωμές θα γίνουν κατά το χρόνο και στο μέτρο που τα εν λόγω κρατικά ομόλογα ανταλλαγούν (iv) (7) Η παρούσα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης καταρτίζεται αποκλειστικά για τους σκοπούς υλοποίησης της Διευκόλυνσης PSI Διαχείρισης Υποχρεώσεων ... (8) Η διαθεσιμότητα αυτής της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης εξαρτάται από τη συμμόρφωση της Ελλάδας με τα μέτρα που εκτίθενται στο Μνημόνιο ... (9) Η εκταμίευση σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης μπορεί να πραγματοποιηθεί με την επιφύλαξη της υπογραφής του Μνημονίου ΣIT ... (10) Η Ελλάδα, το ΕΤΧΣ, η Τράπεζα της Ελλάδος (ο Κοινός Εντολοδόχος Πληρωμών) και η Wilmington Trust (London) Limited (ο Εμπιστευματοδόχος Ομολόγων) έχουν συνάψει ή θα συνάψουν, κατά ή περί την ημερομηνία της παρούσας σύμβασης, μια σύμβαση συγχρηματοδότησης αναφορικά με την παρούσα Σύμβαση και τα νέα κρατικά ομόλογα που θα εκδοθούν από την Ελλάδα σύμφωνα με την Εθελοντική Συναλλαγή Διαχείρισης Υποχρεώσεων (11) ».

 

 

11. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 1 παρ. 2 α΄ του ν. 4046/2012 εγκρίθηκε σχέδιο «Μνημονίου Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Τράπεζας της Ελλάδος, του οποίου το κείμενο, αποτελούμενο από Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, Μνημόνιο στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής και Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης, προσαρτήθηκε στον ίδιο νόμο ως Παράρτημα και συνδημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Το εν λόγω σχέδιο Μνημονίου Συνεννόησης χαρακτηρίζεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου ως « ξεχωριστό και συμπληρωματικό έγγραφο προς το αρχικό Μνημόνιο που υπεγράφη στις 3 Μαΐου 2010, όπως έχει πρόσφατα αναθεωρηθεί από το συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης (Πέμπτο Παράρτημα) της 6ης Δεκεμβρίου 2011, μεταξύ της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ελλάδας και της Τράπεζας της Ελλάδος », στο δε κείμενό του εξαγγέλλεται πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής της Ελληνικής Κυβέρνησης για τα επόμενα έτη, με πρόβλεψη λήψης μέτρων για την αναδιάρθρωση της εθνικής οικονομίας και τη δημοσιονομική εξυγίανση. Για τη χρηματοδότηση του προγράμματος αναφέρονται, ειδικότερα, τα εξής : «Η Ελλάδα θα αντιμετωπίσει σημαντικές ανάγκες χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος. Αναμένεται η Ελλάδα να χρειαστεί χρόνο για να επανακτήσει πρόσβαση στην αγορά, δεδομένης της μακράς διαδικασίας μεταρρυθμίσεων και προσαρμογής που έχει μπροστά της και την προβλεπόμενη πορεία του δημοσίου χρέους. Κατά συνέπεια, αναμένεται ότι θα αντιμετωπίσουμε μεγάλες σε όγκο ανάγκες χρηματοδότησης την επερχόμενη περίοδο. Προβλέπουμε ένα κενό χρηματοδότησης κατά τη διάρκεια του προγράμματος, το οποίο προσδοκούμε ότι θα καλύψουμε μέσω χρηματοδοτικής στήριξης από τους Ευρωπαίους Εταίρους μας, το Δ.Ν.Τ. και την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα με τη μορφή μιας ολοκληρωμένης διαδικασίας αναδιάρθρωσης χρέους. Αναμένουμε ότι η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (PSI) θα βοηθήσει την Ελλάδα να επιτύχει τη βιωσιμότητα του χρέους της και να καλύψει ένα σημαντικό μέρος του χρηματοδοτικού μας κενού. Αν και τα μέτρα που έχουν περιγραφεί παραπάνω θα επιφέρουν μια βελτίωση στους δημοσιονομικούς μας λογαριασμούς, δεν μπορούν να καλύψουν τα χρηματοδοτικά μας κενά και να θέσουν το χρέος σε βιώσιμη πορεία. Επομένως, με τη βοήθεια των συμβούλων μας για το χρέος και κατόπιν διαβούλευσης με τους πιστωτές, έχουμε [ξεκινήσει] μια ολοκληρωμένη προσφορά ανταλλαγής χρέους ...  Αναγνωρίζουμε ότι η χρηματοδότηση αυτή είναι κρίσιμη για το πρόγραμμα και η διασφάλισή της είναι αναγκαία για να δώσει στο πρόγραμμα χρηματοδοτικές εγγυήσεις. Η ανταλλαγή χρέους θα ολοκληρωθεί με επιτυχία πριν από τη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΝΤ για να εξετάσει την αίτηση για Διευρυμένη Διευθέτηση Πιστωτική Διευκόλυνση (ΔΔΠΔ). Πέρα από την αίτησή μας προς το Ταμείο για την ικανοποίηση των αναγκών που απομένουν, έχουμε εξασφαλίσει πρόσθετες χρηματοπιστωτικές πηγές από τους Ευρωπαίους Εταίρους μας. Οι Εταίροι μας στην Ευρωζώνη έχουν δεσμεύσει πρόσθετους πόρους για την στήριξη των προσπαθειών προσαρμογής και μεταρρυθμίσεων της Ελλάδας για τη διάρκεια της περιόδου του προγράμματος. Δεσμεύτηκαν επίσης να στηρίξουν την Ελλάδα για όσο διάστημα χρειαστεί για να αποκαταστήσει την πρόσβαση στην αγορά, με την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα τηρήσει το πρόγραμμα της πολιτικής της. Τέλος, για να διασφαλίσουν ότι η χρηματοδότηση αυτή θα βάλει την Ελλάδα σε μια βιώσιμη πορεία χρέους, για να επιτύχει μια αναλογία χρέους - προς - ΑΕΠ 120 τοις εκατό περίπου μέχρι το 2020, έχουν δεσμευθεί για νέα δανειοδότηση με προθεσμίες λήξης 30 ετών με τη χρήση του ΕΤΧΣ ως μέσου χρηματοδότησης ».

 

 

12. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4046/2012 αναφέρονται και τα εξής : « Παρά το γεγονός ότι η Χώρα και οι πολίτες της κατέβαλαν τεράστια προσπάθεια σταθεροποίησης σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, η προσπάθεια εξυγίανσης των δημοσίων οικονομικών και μείωσης του ελλείμματος προσέκρουσε στην επιδείνωση της ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, η οποία ταλανίζει τη Χώρα, μειώνοντας τα έσοδα σε σχέση με τα εκάστοτε προσδοκώμενα και αυξάνοντας το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το δημόσιο χρέος ανήλθε στα 299 δισεκατομμύρια ευρώ το 2009 ή 129,3 % του ΑΕΠ, αυξήθηκε στα 329 δισεκατομμύρια ευρώ το 2010 ή 144,9 % του ΑΕΠ, ενώ το 2011, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία, σημειώνει περαιτέρω επιδείνωση, φτάνοντας τα 368 δισεκατομμύρια και υπερβαίνοντας το 169 % του ΑΕΠ. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους λήγει εντός των αμέσως επομένων ετών, γεγονός που καθιστά τις άμεσες ταμειακές ανάγκες του Δημοσίου επιτακτικές και ζήτημα ζωτικής σημασίας για την εθνική οικονομία. Οι δυσοίωνες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας αποτυπώνονται εμφανώς στις αγοραίες τιμές τίτλων εκδοθέντων ή εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο. Αυτές οι ιστορικά πρωτόγνωρα χαμηλές τιμές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση των επενδυτών ότι η πλήρης εξυπηρέτηση του χρέους στο σύνολό του, από το Ελληνικό Δημόσιο, μπορεί να καταστεί αδύνατη. Η δυναμική του χρέους, η οποία αναπτύσσεται σε περιβάλλον αρνητικών ρυθμών μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας για τέταρτη συνεχή χρονιά το 2012 και σε περιβάλλον παγκόσμιας οικονομικής ανασφάλειας, επιβάλλει τη λήψη άμεσων μέτρων προς την κατεύθυνση της ελάφρυνσής του. Συγκεκριμένα, επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημοσίου χρέους για να καταστεί βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναδιάταξης θα είχε απρόβλεπτες συνέπειες για την ελληνική οικονομία και τον ελληνικό λαό, τους πιστωτές και το ευρύτερο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα. Στην περίπτωση που η Χώρα αδυνατούσε να συνεχίσει τις πληρωμές, οι πιστωτές θα έχαναν σχεδόν το συνολικό μέρος, αν όχι όλη την αξία των επενδύσεών τους, γεγονός που θα απαιτούσε την άμεση στήριξη ορισμένων πιστωτών από τις εθνικές κυβερνήσεις. Η μετάδοση των συνεπειών θα επιδείνωνε την κρίση χρέους σε άλλα δημοσιονομικά αδύναμα κράτη της Ευρωζώνης. Οι δυσμενείς συνέπειες θα ήταν απρόβλεπτες για την ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Σε δυο συνεχόμενες Συνόδους Κορυφής, στις 11 και στις 25 Μαρτίου 2011, και στη συνέχεια με ad hoc απόφαση για την Ελλάδα, στις Συνόδους Κορυφής της 21ης Ιουλίου και της 26ης Οκτωβρίου 2011, η Ευρωζώνη κάλεσε τους ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν και αυτοί στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας, εκ παραλλήλου με τους φορολογούμενους της Χώρας, οι οποίοι θα καλούνταν να αναδεχθούν το μεγαλύτερο κόστος μέσω της εντεινόμενης προσπάθειας προσαρμογής της Χώρας τους, και με συνεισφορά των δημοσιονομικά υγιών κρατών της Ευρωζώνης. Επί της αρχής αυτής της τριμερούς χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ενός κράτους μέλους της Ευρωζώνης, το οποίο αδυνατεί να προσφύγει στις αγορές για να χρηματοδοτηθεί με τρόπο βιώσιμο, υιοθετήθηκε η προσέγγιση για την αναδιάταξη του ελληνικού χρέους στη Σύνοδο Κορυφής της 26ης Οκτωβρίου 2011, σε συνέχεια της δήλωσης της 21ης Ιουλίου 2011 από τους επικεφαλής των κρατών μελών της Ευρωζώνης και των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει της οποίας συστάθηκε στις 7 Ιουνίου 2011 το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ) European Financial Stability Facility (EFSF) με σκοπό την εξασφάλιση σταθερότητας στα κράτη μέλη της Ευρωζώνης Η διαθεσιμότητα των Συμβάσεων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης συναρτάται με την εφαρμογή από την Ελλάδα των μέτρων που περιλαμβάνονται στο Μνημόνιο Συνεννόησης, σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σε αυτές Η Χώρα μας πρέπει να συμμορφωθεί προς τις διεθνείς υποχρεώσεις της έναντι της Ε.Ε., της Ζώνης του Ευρώ, αλλά και των Εταίρων της που την στηρίζουν για να υλοποιήσει το πρόγραμμα της δημοσιονομικής της προσαρμογής Στο πλαίσιο αναδιάταξης του ελληνικού χρέους και αντικατάστασης των Ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, εκτός από τις χρηματοδοτικές διευκολύνσεις που απαιτείται να παρασχεθούν από το ΕΤΧΣ, είναι ανάγκη να διαμορφωθεί το αναγκαίο θεσμικό πλαίσιο, προκειμένου το σχετικό εγχείρημα να ολοκληρωθεί με ασφάλεια και επιτυχία ».

 

 

13. Επειδή, ο μνημονευόμενος στην τέταρτη σκέψη ν. 4050/2012 όρισε στο άρθρο πρώτο παρ. 1 11, κατ εφαρμογήν των διατάξεων του οποίου εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, τα ακόλουθα :  «1. Για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου, η έννοια των ακόλουθων όρων έχει ως εξής : α) Ως τίτλος νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο ή άλλος τίτλος δανεισμού, σε φυσική ή άυλη μορφή, που διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και του οποίου : αα) εκδότης ή εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ββ) η αρχική διάρκεια κατά το χρόνο πρώτης έκδοσής του υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες και γγ) η ημερομηνία εκδόσεως είναι προγενέστερη της 31ης Δεκεμβρίου 2011. β) Ως επιλέξιμος τίτλος νοείται κάθε τίτλος που ορίζεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και σε πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2. γ) Ως ανεξόφλητο κεφάλαιο νοείται το κεφάλαιο επιλέξιμου τίτλου που δεν έχει εξοφληθεί προσδιοριζόμενο σύμφωνα με τους όρους του επιλέξιμου τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση και ως συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο νοείται το άθροισμα των ανεξόφλητων κεφαλαίων όλων των επιλέξιμων τίτλων, που ορίζονται στη σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και την αντίστοιχη πρόσκληση του Ελληνικού Δημοσίου, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2, ανεξάρτητα από τη σειρά, διάρκεια, το επιτόκιο ή άλλα επί μέρους χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων επιλέξιμων τίτλων. δ) Ως τροποποίηση τίτλων νοείται η αλλαγή ή η προσθήκη όρων σε έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους ή η ανταλλαγή ενός ή περισσότερων επιλέξιμων τίτλων με έναν ή περισσότερους νέους τίτλους. ε) Ως νέος τίτλος νοείται ομόλογο, ομολογιακό δάνειο, άλλος τίτλος δανεισμού ή εγγύηση, ή χρηματοοικονομικό μέσο, σε φυσική ή άυλη μορφή, ή άλλο ισοδύναμο των ανωτέρω για τις ανάγκες εφαρμογής αλλοδαπών κανονισμών, ο οποίος ανταλλάσσεται με έναν ή περισσότερους επιλέξιμους τίτλους που τροποποιούνται. Αν ο νέος τίτλος είναι χρηματοοικονομικό μέσο, επιτρέπεται η απόδοσή του να συνδέεται με το ΑΕΠ. στ) Ως Ομολογιούχος νοείται ο φορέας του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 2198/1994 (Α΄ 43), στους λογαριασμούς του οποίου, στο Σύστημα, είναι καταχωρημένοι επιλέξιμοι τίτλοι, όπως ειδικότερα καθορίζεται στην πρόσκληση της παραγράφου 2. Για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ως Ομολογιούχος νοείται : αα) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ανώνυμες ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο κομιστής του τίτλου κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση, ββ) για το ομολογιακό δάνειο με ενσώματες ονομαστικές ομολογίες κατά την παρ. 5 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, ο δικαιούχος που αναγράφεται στον τίτλο και γγ) για το ομολογιακό δάνειο με άυλες ομολογίες, αυτός υπέρ του οποίου έχει εκδοθεί ονομαστική βεβαίωση σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 3156/2003, κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση. ζ) Ως Διαχειριστής της Διαδικασίας νοείται η Τράπεζα της Ελλάδος. η) Ως επενδυτής νοείται : αα) για τίτλους που παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο επενδυτής που έχει αξίωση επί ή εκ του τίτλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 2 και 4 του άρθρου 6 και των άρθρων 7 και 8 του ν. 2198/1994 και ββ) για τίτλους που δεν παρακολουθούνται από το Σύστημα, ο Ομολογιούχος. θ) Ως συμμετοχή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως της παραγράφου 4 νοείται, αποκλειστικά, η θετική ή η αρνητική ψήφος Ομολογιούχου κατά τη διαδικασία αυτή με συγκεκριμένο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει. Με την πρόσκληση της παραγράφου 2 προσδιορίζονται οι ειδικότερες προϋποθέσεις και ο τρόπος συμμετοχής, που μπορεί να γίνεται και με αντιπροσώπευση. 2. Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού Οικονομικών, αποφασίζει την έναρξη της διαδικασίας τροποποίησης επιλέξιμων τίτλων από τους Ομολογιούχους, προσδιορίζει τους επιλέξιμους τίτλους και επί ανταλλαγής ορίζει το κεφάλαιο ή το ονομαστικό ποσό, το επιτόκιο ή την απόδοση, τη διάρκεια, το αγγλικό ή άλλο δίκαιο που θα διέπει τους νέους τίτλους που θα εκδοθούν από το Ελληνικό Δημόσιο και εξουσιοδοτεί τον ΟΔΔΗΧ να εκδώσει μία ή περισσότερες προσκλήσεις εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου. Με την πρόσκληση καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται σε αυτήν να αποφασίσουν, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία, αν δέχονται την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, όπως προτείνεται από το Ελληνικό Δημόσιο και σύμφωνα με τη διαδικασία του παρόντος άρθρου. Στην πρόσκληση μεταξύ άλλων, ορίζονται : α) οι επιλέξιμοι τίτλοι, β) οι όροι των οποίων προτείνεται η τροποποίηση, γ) το νέο περιεχόμενο των όρων, δ) τυχόν νέοι όροι, ε) επί ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, οι όροι των νέων τίτλων, όπως ορίστηκαν με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και επί πλέον όροι τους, όπως οι υποδιαιρέσεις του τίτλου, η περίοδος χάριτος, το νόμισμα, οι όροι και τρόποι πληρωμής, αποπληρωμής και επαναγοράς, οι λόγοι καταγγελίας, οι αρνητικές υποχρεώσεις του εκδότη (negative pledges), ο ορισμός, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τυχόν εμπιστευματοδόχου των Ομολογιούχων (trustee), οι ρήτρες συλλογικής δράσης των νέων τίτλων κ.λπ., στ) η προθεσμία μέσα στην οποία καλούνται οι Ομολογιούχοι των επιλέξιμων τίτλων να αποφασίσουν, ζ) οι ειδικότεροι όροι και ο τρόπος συμμετοχής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως. 3. Η πρόσκληση κοινοποιείται στον Διαχειριστή της Διαδικασίας και δημοσιοποιείται στο διαδίκτυο, όπως ειδικότερα ορίζεται σε αυτήν. Η προθεσμία που ορίζεται για τη λήψη αποφάσεως δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δέκα (10) ημερών από την ημερομηνία δημοσιοποίησης της πρόσκλησης. 4. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία διενεργείται με όλο ή μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων που κατέχει, όπως ορίζεται στην πρόσκληση. Για την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων απαιτείται συμμετοχή στη διαδικασία (απαρτία) τουλάχιστον του ενός δευτέρου (1/2) του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων που ορίζονται στη σχετική πρόσκληση (συμμετέχον κεφάλαιο) και ενισχυμένη πλειοψηφία υπέρ της τροποποίησης τουλάχιστον των δύο τρίτων (2/3) του συμμετέχοντος κεφαλαίου.  5. Το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή, προκειμένου για επιλέξιμους τίτλους με την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, το μέρος του ανεξόφλητου κεφαλαίου των επιλέξιμων τίτλων του οποίου επενδυτής είναι ο εκδότης ή ο εγγυητής του τίτλου, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου, ούτε για τον υπολογισμό της απαρτίας ή της ενισχυμένης πλειοψηφίας που ορίζονται στην παράγραφο 4.  6. Επιλέξιμοι τίτλοι που έχουν εκδοθεί σε νόμισμα διαφορετικό του ευρώ, μετατρέπονται σε ευρώ με βάση τη συναλλαγματική ισοτιμία που έχει ορίσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την ημερομηνία που ορίζεται στην πρόσκληση.  7. Η συμμετοχή Ομολογιούχου στη διαδικασία λήψεως αποφάσεως του παρόντος άρθρου θεωρείται, όσον αφορά τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, το Ελληνικό Δημόσιο, τον ΟΔΔΗΧ, τους εντολοδόχους τους, ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή. Οι ανωτέρω δεν ευθύνονται έναντι του επενδυτή, του Ομολογιούχου και οποιουδήποτε τρίτου αν Ομολογιούχος συμμετείχε στη διαδικασία χωρίς τη συναίνεση του επενδυτή ή κατά παράβαση των οδηγιών του.  8. Η απόφαση των Ομολογιούχων βεβαιώνεται με Πράξη του Διαχειριστή της Διαδικασίας, η οποία δημοσιοποιείται όπως η πρόσκληση και εγκρίνεται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.  9. Από τη δημοσίευση της εγκριτικής αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η απόφαση των Ομολογιούχων, όπως βεβαιώθηκε από τον Διαχειριστή της Διαδικασίας, ισχύει έναντι πάντων, δεσμεύει το σύνολο των Ομολογιούχων και των επενδυτών των επιλέξιμων τίτλων και υπερισχύει οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας. Σε περίπτωση ανταλλαγής των επιλέξιμων τίτλων, με την καταχώριση στο Σύστημα των νέων τίτλων επέρχεται αυτοδικαίως ακύρωση των επιλέξιμων τίτλων που ανταλλάσσονται με νέους τίτλους και κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση που απορρέει από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων και όλων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που οποιαδήποτε στιγμή αποτελούσαν μέρος αυτών, αποσβέννυται. 10. Η έκδοση των νέων τίτλων διενεργείται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μπορεί να ρυθμίζεται κάθε ειδικότερο τεχνικό θέμα, αναγκαίο για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου. 11. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αποσκοπούν στην προστασία υπέρτατου δημοσίου συμφέροντος, αποτελούν κανόνες αναγκαστικού δικαίου και άμεσης εφαρμογής, υπερισχύουν οποιασδήποτε τυχόν αντίθετης, γενικής ή ειδικής, διάταξης νόμου ή κανονιστικής πράξης ή συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του ν. 3156/2003 (Α΄ 157) και η εφαρμογή τους δεν γεννά, ούτε ενεργοποιεί οποιοδήποτε συμβατικό ή εκ του νόμου δικαίωμα υπέρ Ομολογιούχου ή επενδυτή, ούτε οποιαδήποτε συμβατική ή εκ του νόμου υποχρέωση σε βάρος του εκδότη ή του εγγυητή των τίτλων, πλην των όσων ρητά προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου».

 

 

14. Επειδή, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012 αναφέρονται τα εξής : «Τα τελευταία τρία χρόνια η Χώρα αντιμετωπίζει την πιο σοβαρή οικονομική κρίση στην πρόσφατη ιστορία της. Η ραγδαία επιδείνωση των δημοσίων οικονομικών εκτόξευσε το κόστος δανεισμού της σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα η Χώρα να αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές, και διόγκωσε το δημόσιο χρέος σε πολύ υψηλά επίπεδα Οι ρυθμίσεις που προτείνονται σκοπούν στη διασφάλιση μιας ομοιόμορφης και αποτελεσματικής αναδιάταξης του ελληνικού χρέους σε βιώσιμα επίπεδα με τη συμμετοχή των ιδιωτών, σύμφωνα με την απόφαση της Συνόδου των Κρατών Μελών της Ευρωζώνης της 26ης Οκτωβρίου. Ειδικότερα, με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, που αντλούν από τη διεθνή πρακτική, θεσμοθετούνται οργανωμένες και αποτελεσματικές διαδικασίες (Κανόνες Συλλογικής Δράσης), με την εφαρμογή των οποίων Ομολογιούχοι μπορούν να αποφασίζουν την αναπροσαρμογή του δημοσίου χρέους, συμφωνώντας στην τροποποίηση τίτλων που κατέχουν. Ανάλογες διαδικασίες προβλέπονται σε αντίστοιχες ρήτρες που συνομολογούνται σε τίτλους δανεισμού, από τα τέλη του 19ου αιώνα, ως μηχανισμός διασφάλισης της οργανωμένης και αποτελεσματικότερης προστασίας των συλλογικών συμφερόντων των δανειστών και της βιωσιμότητας του χρέους του οφειλέτη. Σήμερα τέτοιες διαδικασίες χρησιμοποιούνται ευρέως σε κρατικούς και εταιρικούς τίτλους δανεισμού και έχουν αναγνωριστεί ως ένας από τους ενδεδειγμένους τρόπους διαχείρισης κρίσεων χρέους οφειλετών. Τον Νοέμβριο του 2010 οι Υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης αποφάσισαν την υποχρεωτική θεσμοθέτηση αντίστοιχων διαδικασιών συλλογικής δράσης στην νομοθεσία των κρατών μελών, ως μέσο διασφάλισης της χρηματοοικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη. Η δέσμευση αυτή επιβεβαιώθηκε με την απόφαση των Αρχηγών κρατών μελών της Ευρωζώνης στη συνάντησή τους κατά την 11η Μαρτίου 2011... Η εισαγωγή διαδικασιών συλλογικής δράσης έχει προγραμματιστεί να ισχύσει υποχρεωτικά για τους τίτλους που εκδίδονται από όλα τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης εντός του 2013. Μέχρι σήμερα, ωστόσο, δεν έχουν θεσμοθετηθεί ομοιόμορφοι κανόνες συλλογικής δράσης για τίτλους εκδοθέντες ή εγγυημένους από το Ελληνικό Δημόσιο που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Λόγω της επιτακτικής και άμεσης ανάγκης για την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους, οι προτεινόμενες διατάξεις προσφέρουν στους κατόχους τίτλων τη δυνατότητα να αποφασίζουν με συλλογικές διαδικασίες την τροποποίηση των τίτλων αυτών. Οι προτεινόμενες ρυθμίσεις προβλέπουν ότι οι αποφάσεις ενισχυμένης πλειοψηφίας συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου όλων των επιλέξιμων τίτλων, δεσμεύουν το σύνολο των κατόχων των επιλέξιμων τίτλων και εφαρμόζονται σε όλους τους επιλέξιμους τίτλους. Η καθολική και ομοιόμορφη δέσμευση της απόφασης, ως προς όλους τους κατόχους και ως προς όλους τους επιλέξιμους τίτλους, με έρεισμα την αρχή της πλειοψηφίας, διασφαλίζει ότι τυχόν μειοψηφία Ομολογιούχων δεν θα καρπωθεί δυσανάλογα οφέλη εις βάρος της ενισχυμένης πλειοψηφίας».

 

 

15. Επειδή, μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων εγκρίθηκε, με την από 14 Μαρτίου 2012 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (Π.Ν.Π.) του Προέδρου της Δημοκρατίας (Α΄ 55), σχέδιο «Κύριας Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης» (Master Financial Assistance Facility Agreement), το οποίο αφορά παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης από το ΕΤΧΣ στην Ελληνική Δημοκρατία έως το ποσόν των 109.100.000.000 ευρώ. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Π.Ν.Π., η έκδοσή της έγινε «προκειμένου ακολούθως να υπογραφεί η Σύμβαση στις 15 Μαρτίου 2012 και να εκταμιευθεί η πρώτη δόση στις 19 Μαρτίου 2012». Στο σχέδιο της Κύριας Σύμβασης γίνεται συσχετισμός της σύναψής της με ένα Μνημόνιο Συνεννόησης που προγραμματίζεται να υπογραφεί «στις ή περίπου στις 14 Μαρτίου 2012» [πρόκειται για το Μνημόνιο Συνεννόησης, του οποίου το σχέδιο εγκρίθηκε με τον ν. 4046/2012], καθώς και αναφορά : α) στις συμβάσεις, των οποίων τα σχέδια εγκρίθηκαν με τον ν. 4046/2012, με τη μνεία ότι το Μνημόνιο ΣΙΤ, η «Σύμβαση Διαχείρισης Υποχρεώσεων ΣΙΤ» και η «Διευκόλυνση Αποπληρωμής Τόκων Ομολόγων» είχαν καταρτισθεί την 1 Μαρτίου 2012 και β) σε άλλη σύμβαση παροχής από το ΕΤΧΣ χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στην Ελληνική Δημοκρατία, με τίτλο «Υφιστάμενη Διευκόλυνση Ανακεφαλαιοποίησης Τραπεζών», ύψους μέχρι 23.000.000.000 ευρώ, καταρτισθείσα την 1.3.2012 με σκοπό «τη χρηματοδότηση της ανακεφαλαιοποίησης ορισμένων πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα».  Η Π.Ν.Π. κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 4060/2012 (Α΄ 65/22.3.2012), στην αιτιολογική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι με την Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης «ολοκληρώνεται η συντονισμένη, επίπονη και εν τέλει επιτυχής προσπάθεια για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού δημοσίου χρέους».

 

 

16. Επειδή, όπως είναι γνωστό από άλλη υπόθεση, επί της οποίας εκδόθηκε η 668/2012 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε το έτος 2010 να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα οικονομικής πολιτικής σε στενή συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ). Τούτο, προέκυψε ως εξής : α) Η Ελληνική Δημοκρατία, ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης, οφείλει να κινείται εντός των δημοσιονομικών δεικτών που προβλέπονται στα άρθρα 126, 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣυνθΛΕΕ) και στο προσαρτημένο στις Συνθήκες υπ αριθμ. 12 Πρωτόκολλο, ήτοι το προβλεπόμενο ή υφιστάμενο έλλειμμά της και το δημόσιο χρέος της δεν πρέπει να υπερβαίνουν, αντιστοίχως, το 3 % και το 60 % του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ). β) Οι αποκλίσεις της ελληνικής οικονομίας από αυτούς τους δημοσιονομικούς δείκτες έγιναν υπερβολικές το έτος 2009 και οδήγησαν σε συνεχείς υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας (ήτοι, στην αδυναμία της να αντλεί κεφάλαια με δανεισμό από την αγορά δημοσίου χρέους) και στον κίνδυνο της οικονομικής της κατάρρευσης. γ) Προ αυτού του κινδύνου, καθώς και του κινδύνου γενικότερων δυσμενών επιπτώσεων στην Ευρωζώνη, οι Αρχηγοί των Κρατών και Κυβερνήσεων της Ευρωζώνης δήλωσαν στις 25.3.2010 ότι τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης προτίθενται να συμπληρώσουν, μέσω διμερών δανείων και με την κεντρική οργάνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μια ουσιαστική χρηματοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας από το ΔΝΤ. δ) Με την από 2.5.2010 επιστολή του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ζητήθηκε από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης η παροχή χρηματοδοτικής ενίσχυσης με δανειοδότηση ύψους 80.000.000.000 ευρώ, για μια χρονική περίοδο 36 μηνών, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης για το υπόλοιπο του έτους 2010 και για την τριετία 2011 2013. Η επιστολή αυτή συνοδεύθηκε από ένα κείμενο «Μνημόνιο Συνεννόησης» (Memorandum of Understanding) μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο οποίο, απαρτιζόμενο από τρία επί μέρους Μνημόνια, παρατίθενται το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, με λήψη μέτρων και θέση στόχων για σταδιακή προσαρμογή στους δημοσιονομικούς δείκτες, καθώς και κριτήρια για την παρακολούθηση της εφαρμογής και τη συστηματική αξιολόγηση του προγράμματος. Αντίστοιχου δε περιεχομένου επιστολή, από 3.5.2010, συνοδευόμενη από το ίδιο Μνημόνιο Συνεννόησης, απεστάλη στον Διευθύνοντα Σύμβουλο του ΔΝΤ και ζητήθηκε από το Ταμείο να υποστηρίξει το οικονομικό πρόγραμμα της Ελληνικής Κυβέρνησης, στο πλαίσιο ενός Διακανονισμού Χρηματοδότησης ʼμεσης Ετοιμότητας (Standby Arrangement), για χρονική περίοδο 36 μηνών, με ποσό ίσο προς 26.400.000.000 ειδικά τραβηκτικά δικαιώματα (30.000.000.000 ευρώ). Από αυτές τις ενέργειες προέκυψε μια συμφωνία για τη χρηματοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με τη χορήγηση των ως άνω χρηματικών ποσών τμηματικώς, ήτοι σε δανειακές δόσεις ανά τρίμηνο, των οποίων η αποδέσμευση έχει ως προϋπόθεση την εκ μέρους των κρατών δανειστών και του ΔΝΤ παρακολούθηση και θετική αξιολόγηση της λήψης των μέτρων και της εν γένει εφαρμογής από την Ελληνική Κυβέρνηση του οικονομικού προγράμματος που εμπεριέχεται στο Μνημόνιο Συνεννόησης.

 

 

17. Επειδή, ακολούθως, πριν από τη λήξη της τριετίας 2011 - 2013, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να ζητήσει πρόσθετη χρηματοδότηση από τα άλλα κράτη μέλη της Ευρωζώνης και από το ΔΝΤ. Προς τούτο, καταρτίσθηκε σχέδιο νέου Μνημονίου Συνεννόησης, το οποίο εγκρίθηκε με τον ν. 4046/2012, για να συσχετισθεί με την «Κύρια Σύμβαση Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης» των 109.100.000.000 ευρώ που αναφέρεται στη δέκατη πέμπτη σκέψη. Από τα αποσπάσματα των σχεδίων των συμβάσεων, του σχεδίου του νέου Μνημονίου Συνεννόησης και της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 4046/2012, τα οποία παρατίθενται στις προηγούμενες σκέψεις, προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της συνεννόησης της Ελληνικής Κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ως εκπροσώπου των άλλων κρατών μελών της Ευρωζώνης, για την πρόσθετη δανειοδότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, αποτέλεσε η «Συμμετοχή του Ιδιωτικού Τομέα» (ΣΙΤ) [Private Sector Involvement (PSI)], ήτοι η μείωση του δημοσίου χρέους (για τη σταδιακή προσαρμογή της εθνικής οικονομίας στους δημοσιονομικούς δείκτες) μέσω της ανταλλαγής τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, τους οποίους κατείχαν ιδιώτες πιστωτές, με νέους τίτλους. Από δε τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν και τα εξής : Η διερεύνηση της δυνατότητας μιας εθελοντικής συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην επίλυση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας άρχισαν τον Ιούνιο του έτους 2011 με τη συνεργασία του Eurogroup Working Group και του Institute of International Finance (I.I.F.). Επί τη βάσει των πρώτων στοιχείων έγινε μια δήλωση  επί των πεπραγμένων της από 21.7.2011 Συνόδου των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωζώνης, με θετική εκτίμηση, στην οποία αναφέρεται ότι απαιτείται η εθελοντική συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, ως εξαιρετική και μοναδική λύση. Ακολούθησε νέα διερεύνηση τον Οκτώβριο του έτους 2011. Συναφώς, σε δήλωση επί των πεπραγμένων της από 26.10.2011 Συνόδου των Αρχηγών Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωζώνης : α) χαιρετίσθηκε η «τρέχουσα συζήτηση μεταξύ της Ελλάδας και των ιδιωτών επενδυτών της για την εξεύρεση λύσης για εμβάθυνση της συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα», η οποία «από κοινού με ένα φιλόδοξο πρόγραμμα για την ελληνική οικονομία αναμένεται να διασφαλίσει την απομείωση της σχέσης του ελληνικού χρέους προς το ΑΕΠ με στόχο να φθάσει το 120 % έως το 2020», β) κλήθηκαν «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να διαμορφώσουν εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων με ονομαστική μείωση του 50 % επί του θεωρητικού ελληνικού χρέους που κατέχουν ιδιώτες επενδυτές», γ) δηλώθηκε ότι «τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα συνεισφέρουν στη δέσμη PSI ποσό ύψους έως 30 δισεκατομμυρίων ευρώ», ότι «στη βάση αυτή ο επίσημος τομέας είναι έτοιμος να παράσχει πρόσθετη χρηματοδότηση του προγράμματος ύψους έως 100 δισεκατομμυρίων ευρώ μέχρι το 2014, συμπεριλαμβανομένης της απαιτούμενης ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών» και ότι «το νέο πρόγραμμα θα πρέπει να συμφωνηθεί έως το τέλος του 2011 και η ανταλλαγή ομολόγων να εφαρμοστεί στις αρχές του 2012», δ) επανελήφθη η δήλωση της 21.7.2011, σύμφωνα με την οποία «η περίπτωση της Ελλάδας απαιτεί μια λύση έκτακτου και μοναδικού χαρακτήρα». Οι διερευνήσεις συνεχίσθηκαν και κατέληξαν στις 21.2.2012, στις Βρυξέλλες, σε συνεννόηση της Ελληνικής Δημοκρατίας με εκπροσώπους ιδιωτών πιστωτών [ήτοι, με την αποτελούμενη από 32 μέλη «Επιτροπή Ιδιωτών Πιστωτών Επενδυτών» (Private Creditor Investor Committee   P.C.I.C.) και την υπ αυτής ορισθείσα  «Διευθύνουσα Επιτροπή» (Steering Committee), απαρτιζόμενη από 13 μεγάλους πιστωτές] για την ονομαστική μείωση του χρέους κατά 53,5 %  (PSI+) . Ακολούθως, στην από 21.2.2012 δήλωση του Eurogroup περιελήφθησαν τα εξής : «Το Eurogroup αποδέχεται τη συνεννόηση που επιτεύχθηκε ανάμεσα στις ελληνικές αρχές και τον ιδιωτικό τομέα στους γενικούς όρους της προσφοράς ανταλλαγής για το PSI, που καλύπτει όλους τους κατόχους ομολόγων στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η συνεννόηση προβλέπει ένα ονομαστικό κούρεμα που αντιστοιχεί σε 53,5 %. Το Eurogroup θεωρεί ότι αυτή η συμφωνία αποτελεί μια κατάλληλη βάση για να καλέσει για την ανταλλαγή τους κατόχους ομολόγων της ελληνικής κυβέρνησης (PSI). Μια επιτυχημένη επιχείρηση PSI είναι απαραίτητη προϋπόθεση για ένα επόμενο πρόγραμμα.  Το Eurogroup προσβλέπει σε μια υψηλή συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην ανταλλαγή του χρέους, η οποία θα προσφέρει μια σημαντική θετική συμβολή στη βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας Οι αντίστοιχες συνεισφορές από τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα θα εξασφαλίσουν ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας θα ακολουθήσει καθοδική πορεία φτάνοντας το 120,5 % έως το 2020. Σε αυτή τη βάση, το Eurogroup διαβεβαιώνει ότι τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ είναι έτοιμα να εξασφαλίσουν, μέσω του EFSF και με την προσδοκία ότι το ΔΝΤ θα συμβάλει σημαντικά, πρόσθετο επίσημο πρόγραμμα άνω του ποσού των 130 δισεκατομμυρίων ευρώ έως το 2014. Εννοείται ότι η εκταμίευση των δόσεων του PSI και η τελική απόφαση έγκρισης των εγγυήσεων για το δεύτερο πρόγραμμα εξαρτώνται από την επιτυχή τήρηση της συμφωνίας του PSI και την επιβεβαίωση της υλοποίησης από την Ελλάδα όσων έχουν συμφωνηθεί προηγουμένως. Ο δημόσιος τομέας θα αποφασίσει για το ακριβές ποσό της χρηματικής βοήθειας που θα παρασχεθεί στο πλαίσιο του δεύτερου προγράμματος στις αρχές Μαρτίου, οπότε τα αποτελέσματα του PSI θα είναι γνωστά και οι προβλεπόμενες δράσεις θα έχουν υλοποιηθεί». Τέλος, επί του καταρτισθέντος από την Ελληνική Κυβέρνηση σχεδίου διατάξεων για την ανταλλαγή τίτλων εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου με νέους τίτλους, το οποίο (σχέδιο) απετέλεσε τη βάση για τη μετέπειτα θέσπιση των διατάξεων του ν. 4050/2012, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εξέφερε την από 17.2.2012 γνώμη, στην οποία αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής : «1. 2.1. Η περίπτωση της Ελληνικής Δημοκρατίας συνιστά εξαιρετική και μοναδική περίπτωση. 2.2. Σκοπός του σχεδίου διατάξεων είναι να διευκολύνει τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα εισάγοντας στο ελληνικό δίκαιο διαδικασία που σκοπό έχει να καταστήσει ευχερέστερη, μέσω της χρήσης ρητρών συλλογικής δράσης (ΡΣΔ), τη διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους και την επίτευξη συμφωνίας με αυτούς επί πρότασης της Ελληνικής Δημοκρατίας για ανταλλαγή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Η ψήφιση του σχεδίου διατάξεων, σε συνδυασμό με άλλα δημοσιονομικά και διαρθρωτικά μέτρα, θα διευκολύνει μια πιθανή αναδιάταξη του δημόσιου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας στην επαναφορά της τελευταίας σε πορεία βιωσιμότητας του χρέους της. 2.3. Η ΕΚΤ χαιρετίζει το γεγονός ότι οι όροι της ανταλλαγής είναι προϊόν διαπραγματεύσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των εκπροσώπων των ομολογιούχων. 2.4. Σε γενικές γραμμές, η χρήση ΡΣΔ ως διαδικασία μέσω της οποίας επιτυγχάνεται ανταλλαγή ομολόγων συνάδει με τη γενική πρακτική. Το 2002 η Ομάδα των Δέκα (G 10) συνέστησε στους εκδότες κρατικών ομολόγων την εισαγωγή ΡΣΔ, προκειμένου να καθίσταται δυνατή η διαδικασία τροποποίησης των όρων αποπληρωμής των ως άνω ομολόγων με την έγκριση από μια ενισχυμένη πλειοψηφία των ομολογιούχων, χωρίς να μπορεί να εμποδιστεί από μια μειοψηφία. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο του 2003 τα κράτη μέλη συμφώνησαν ότι στις διεθνείς ομολογιακές τους εκδόσεις θα πρέπει να περιλαμβάνονται ΡΣΔ ως μέσο ενίσχυσης των διεθνών προσπαθειών για συντεταγμένη αναδιάταξη σε περίπτωση κρίσεων χρέους. Οι όροι των κρατικών χρεωστικών τίτλων έκδοσης της Ελληνικής Δημοκρατίας, οι οποίοι δεν διέπονται από το ελληνικό δίκαιο, κατά κανόνα περιλαμβάνουν ΡΣΔ. Στις 28 Νοεμβρίου 2010 η Ευρωομάδα (Eurogroup) δήλωσε ότι οι όροι όλων των νέων κρατικών ομολόγων της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να περιλαμβάνουν ΡΣΔ. Το άρθρο 12 παρ. 3 της Συνθήκης για την Ίδρυση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), την οποία υπέγραψαν στις 2 Φεβρουαρίου 2012 όλα τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ, προβλέπει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2013 ΡΣΔ πρέπει να περιλαμβάνονται σε όλους τους νέους τίτλους του δημοσίου της ζώνης του ευρώ με διάρκεια πάνω από ένα έτος Στο σχέδιο διατάξεων ορίζονται ως ομολογιούχοι οι φορείς του Συστήματος και όχι οι δικαιούχοι των τίτλων. Πάντως το σχέδιο διατάξεων δεν διευκρινίζει υπό ποιους όρους οι εν λόγω φορείς του Συστήματος θα ψηφίζουν σχετικά με την τροποποίηση των επιλέξιμων τίτλων, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες δεν διαθέτουν ενεργά δικαιώματα διαχείρισης χαρτοφυλακίου αναφορικά με τους εν λόγω τίτλους, ούτε άλλωστε και τον τρόπο διενέργειας της ψηφοφορίας τόσο από διαδικαστική όσο και από ουσιαστική άποψη. Για λόγους ασφάλειας του δικαίου και προκειμένου να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των κατόχων επιλέξιμων τίτλων, το σχέδιο θα πρέπει να διαλαμβάνει τις σχετικές λεπτομέρειες».

 

 

18. Επειδή, όπως ήδη εκτέθηκε στην τέταρτη σκέψη, η Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012 περιέλαβε στους επιλέξιμους τίτλους (ήτοι στους τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου που υπήχθησαν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης και, τελικά, αντικαταστάθηκαν με νέους τίτλους) μόνο τίτλους που διέπονται από το ελληνικό δίκαιο. Από τους τίτλους αυτούς οι άυλοι εκδόθηκαν, κατά κανόνα, για την άντληση κεφαλαίων με δανεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από την αγορά δημοσίου χρέους και διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του ν. 2198/1994 (Α΄ 43), τα οποία, όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 15 παρ. 8 του ν. 2469/1997 (Α΄ 67), ορίζουν τα εξής : «ʼρθρο 5. Έκδοση  ʼυλων Τίτλων.1.Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να δανείζεται κατά τις διατάξεις του παρόντος και άνευ εκδόσεως αξιογράφων (ομολόγων, εντόκων γραμματίων κ.λπ.) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα και από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, τα οποία έχουν κατά το νόμο την ευχέρεια να ασκούν ανάλογες εργασίες. 2. Εξουσιοδοτείται ο Υπουργός των Οικονομικών να συνάπτει για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου δάνεια της παραγράφου 1. Τα δάνεια και οι υποδιαιρέσεις τους (τίτλοι) παρακολουθούνται δια λογιστικών εγγραφών στο Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (το Σύστημα), που συνιστάται με το παρόν άρθρο και του οποίου διαχειριστής είναι η Τράπεζα της Ελλάδος 3. Οι όροι των δανείων αυτών καθορίζονται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.  ʼρθρο 6. Συμμετοχή στο Σύστημα. 1. Στο Σύστημα μετέχουν πλην του Ελληνικού Δημοσίου και της Τράπεζας της Ελλάδος ως διαχειριστού, νομικά ή φυσικά πρόσωπα (οι φορείς) οριζόμενα είτε κατά κατηγορίες είτε ονομαστικά με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Με όμοιες πράξεις καθορίζεται η διαδικασία επιλογής των φορέων και ειδικότεροι όροι και περιορισμοί και οι απαιτούμενες υπέρ των επενδυτών ασφάλειες κατά κατηγορίες φορέων. 2. Οι τίτλοι δύνανται να μεταβιβάζονται σε τρίτους (επενδυτές). Η μεταβίβαση ενεργεί μεταξύ των μερών και δεν παράγει αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. 3. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να αποκτά τίτλους από τους φορείς και να τους διαθέτει εκ νέου προ της λήξεώς τους. 4. Η μεταβίβαση του τίτλου ολοκληρώνεται με μεταφορά (πίστωση) του αντίστοιχου ποσού στο λογαριασμό του δικαιούχου 5. Οι λογαριασμοί των φορέων τηρούνται στο Σύστημα. Οι λογαριασμοί των επενδυτών τηρούνται στους φορείς. 6. Οι λογαριασμοί και στο Σύστημα και στους φορείς τηρούνται χωριστά κατά κατηγορία τίτλων με κοινά χαρακτηριστικά. 7. Στο Σύστημα τηρούνται για κάθε φορέα χωριστοί λογαριασμοί αφ ενός μεν για τους τίτλους ιδίου χαρτοφυλακίου, αφ ετέρου δε για εκείνους του χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών του. Ο λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών κάθε φορέα τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους επενδυτές του φορέα. 8 9 ʼρθρο 7.  Κατοχύρωση δικαιωμάτων επενδυτών. 1. Απαγορεύεται στο φορέα η άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου επενδυτή διάθεση του τίτλου. Η έλλειψη συναινέσεως δεν αντιτάσσεται κατά των καλής πίστεως τρίτων. 2 ʼρθρο 8.  Αξιώσεις επενδυτών. 1. Οι φορείς που αναλαμβάνουν να επενδύσουν κεφάλαια σε τίτλους του Δημοσίου, για λογαριασμό πελατών τους, υποχρεούνται να επενδύουν αμέσως τα κεφάλαια αυτά σε τίτλους της επιλογής των επενδυτών. 2. Ο επενδυτής έχει αξίωση επί του τίτλου του, στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα, στον οποίο τηρείται ο λογαριασμός του. Εάν το Δημόσιο δεν έχει εκπληρώσει τις κατά την παρ. 6 του παρόντος άρθρου υποχρεώσεις του, ο επενδυτής έχει αξίωση εκ του τίτλου μόνο κατά του Δημοσίου. 3 4 5   6. Η καταβολή των ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίων των τίτλων από το Δημόσιο στην Τράπεζα της Ελλάδος επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων του Δημοσίου. Η Τράπεζα της Ελλάδος αποδίδει στον κάθε φορέα τους τόκους και το κεφάλαιο των οφειλόμενων τίτλων κατά τη λήξη του δανείου. Η κατά τα ανωτέρω καταβολή επιφέρει την απόσβεση των υποχρεώσεων της Τράπεζας της Ελλάδος. 7   ʼρθρο 9.  Αρμοδιότητες Διοικητή Τράπεζας της Ελλάδος. 1. Με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζονται οι λεπτομέρειες της οργάνωσης του Συστήματος Με πράξεις ως άνω ρυθμίζονται και τα της ανάκλησης αδειών συμμετοχής στο Σύστημα, καθώς και η τύχη του χαρτοφυλακίου φορέα, του οποίου ανακαλείται η άδεια.  ʼρθρο 10. Μετατροπή τίτλων. Με κοινές αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, επιτρέπεται η μετατροπή των κατά την έναρξη λειτουργίας του συστήματος υφιστάμενων ή και των μεταγενέστερα από την έναρξη λειτουργίας του Συστήματος εκδιδόμενων σε φυσική μορφή έντοκων γραμματίων, ομολόγων ή τίτλων ομολογιακών δανείων, σε τίτλους με  λογιστική μορφή. Η μετατροπή αυτή δεν δύναται να παραβλάπτει τα δικαιώματα των επενδυτών ʼρθρο 12. 1. Οι διατάξεις του ν.δ. 3745/1957 , ως και των άρθρων 62 του ν. 1642/1986   και 31 και 32 του ν. 1914/1990 εφαρμόζονται αναλόγως και επί των τίτλων του Δημοσίου με λογιστική μορφή, καθ ο μέρος δεν αντίκεινται στον παρόντα νόμο ». Ο ως άνω  ν. 1914/1990 (Α΄ 178) ορίζει στο άρθρο 31 (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του ν. 2166/1993, Α΄ 137) τα εξής : «Μακροπρόθεσμα δάνεια και εγγυήσεις του Δημοσίου. Επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια για την κάλυψη αναγκών του Δημοσίου, την εξυγίανση και σταθεροποίηση της οικονομίας Επίσης επιτρέπεται στον Υπουργό Οικονομικών να εκδίδει ομολογιακά δάνεια σε συνάλλαγμα. Οι όροι, το επιτόκιο, σταθερό ή κυμαινόμενο, η τιμή διάθεσης, ο τρόπος και ο ειδικότερος σκοπός έκδοσης, η διάρκεια, η ενδεχόμενη περίοδος χάριτος, ο τρόπος καταβολής των τόκων και εξοφλήσεως του κεφαλαίου και κάθε άλλο θέμα σχετικό με την έκδοση ομολογιακών δανείων ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Οι τίτλοι των ομολογιακών δανείων γίνονται δεκτοί στην ονομαστική τους αξία για σύσταση εγγυοδοσιών, συμμετοχή σε διαγωνισμούς έργων ή προμηθειών του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ». Στο δε άρθρο 32 του ν. 1914/1990 ορίζονται τα εξής : «Εξόφληση υποχρεώσεων του Δημοσίου με τίτλους. Το Ελληνικό Δημόσιο δύναται να χρησιμοποιεί τα έντοκα γραμμάτια, τα ομόλογα και κάθε άλλο τίτλο δανεισμού που εκάστοτε εκδίδει, για την εξόφληση παντός είδους υποχρεώσεων του σε δραχμές προς φορείς του δημόσιου τομέα, τράπεζες και πιστωτικά εν γένει ιδρύματα. Τους τίτλους αυτούς δύναται επίσης να χρησιμοποιεί το Δημόσιο για την καταβολή του συνόλου ή μέρους της επιδοτήσεως σε οργανισμούς του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα. Οι τίτλοι δανεισμού του δημοσίου δύναται να διατίθενται και με δημοπρασία, της οποίας η σχετική διαδικασία και οι όροι ρυθμίζονται με κοινές αποφάσεις των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών». Εξ άλλου, γενικοί όροι δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου θεσπίζονται και με τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών 2/4627/0023/25.1.2001 (Β΄ 370) και 2/20187/0023 Α/20.4.2004 (Β΄ 670) που αφορούν την έκδοση ομολόγων σε ευρώ (σταθερού και κυμαινόμενου επιτοκίου αντιστοίχως) και ορίζουν, μεταξύ άλλων, ότι τα ομόλογα (ως υποδιαιρέσεις του δανείου κατ άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2198/1994) εκδίδονται κατά κανόνα με λογιστική μορφή, ήτοι ως άυλοι τίτλοι, οι οποίοι είναι ανώνυμοι, έχουν ονομαστική αξία χιλίων (1.000) ευρώ, καταχωρίζονται στο Σύστημα ʼυλων Τίτλων που λειτουργεί στην Τράπεζα της Ελλάδος, διατίθενται με δημοπρασία, κοινοπραξία Τραπεζών ή άλλη μέθοδο και είναι διαπραγματεύσιμοι στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών (ΧΑΑ), στη Δευτερογενή Ηλεκτρονική Αγορά Τίτλων (ΗΔΑΤ) που διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος και στη διατραπεζική αγορά (OTC). Σύμφωνα με το άρθρο 26 του ν. 2515/1997 (Α΄ 154), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2733/1999 (Α΄ 155), στην πρωτογενή και στη δευτερογενή (μέσω ΗΔΑΤ) αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου συμμετέχουν χρηματοδοτικά και πιστωτικά ιδρύματα που καλούνται «Βασικοί Διαπραγματευτές Αγοράς» (Primary Dealers), τα οποία επιλέγονται με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και διέπονται από ειδικό Κανονισμό Λειτουργίας. Τέλος, η νομοθεσία περί εκδόσεως ομολόγων ως άυλων τίτλων εφαρμόσθηκε  και για την εξόφληση χρεών προς ορισμένους ιδιώτες (προμηθευτές νοσοκομείων υπαλλήλους Ολυμπιακής Αεροπορίας) σύμφωνα με ειδικές διατάξεις [βλ. άρθρο 27 ν. 3867/2010 (Α΄ 128) και άρθρο 49 ν. 3871/2010 (Α΄ 141)].

 

 

19. Επειδή, οι διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012 θεσπίσθηκαν κατόπιν διαβουλεύσεων της Ελληνικής Κυβέρνησης με τους Αρχηγούς  Κρατών και Κυβερνήσεων των άλλων κρατών μελών της Ευρωζώνης, με το Eurogroup, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή που ανέλαβε τον συντονισμό των διμερών κρατικών δανείων, καθώς και με την ΕΚΤ και άλλα όργανα που ασκούσαν συμβουλευτικές αρμοδιότητες και παρείχαν στην Ελληνική Δημοκρατία τεχνογνωσία. Επρόκειτο, δηλαδή, περί διαβουλεύσεων σε πολιτικό ή τεχνοκρατικό επίπεδο, κατά τις οποίες δεν εκδόθηκαν πράξεις οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου. Ειδικότερα, δεν έχουν χαρακτήρα τέτοιων πράξεων οι δηλώσεις που έγιναν μετά τις Συνόδους των Αρχηγών των Κρατών και Κυβερνήσεων των κρατών μελών της Ευρωζώνης, καθώς και οι σχετικές δηλώσεις του Eurogroup. Οι διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012 θεσπίσθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων κυριαρχικώς (πρβλ. ΣτΕ 668/2012). Συνεπώς, δεν έχει νομική σημασία η εξέταση του ζητήματος αν οι ως άνω πολιτικού χαρακτήρα δηλώσεις (statements) είναι συμβατές με το πρωτογενές ή παράγωγο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε αν ο ν. 4050/2012 και οι προσβαλλόμενες πράξεις αντίκεινται στις δηλώσεις αυτές. Εξ άλλου, το ΕΤΧΣ (European Financial Stability Facility EFSF), με το οποίο συνήψε η Ελληνική Δημοκρατία τις συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, δεν είναι θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αρμόδιο για την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου, αλλά έχει ιδρυθεί από τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου για την εξασφάλιση της οικονομικής σταθερότητας στην Ευρωζώνη μέσω της παροχής χρηματοδοτικών διευκολύνσεων στα κράτη μέλη της. Τέλος, κατά τον κρίσιμο χρόνο, το Ευρωπαϊκό Ενωσιακό Δίκαιο δεν περιελάμβανε κανόνες για την αναδιάρθρωση δημοσίου χρέους (Sovereign Debt Restructuring) προς αντιμετώπιση κρίσεων και για τη σύναψη δανειακών συμβάσεων  μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε κανόνες για την αγορά δημοσίου χρέους που ενδιαφέρει τους ιδιώτες επενδυτές, η οποία αποτελεί τομέα της αγοράς διεπόμενο από την εθνική νομοθεσία χωρίς υποχρέωση συμμόρφωσης σε ειδικούς κανόνες παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου. Επομένως, δεν συντρέχει νόμιμος λόγος υποβολής στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) προδικαστικού ερωτήματος επί των ζητημάτων που τίθενται με τις διατάξεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012, ούτε άλλωστε ζητείται τούτο από τους αιτούντες.

 

 

20. Επειδή, επί του ζητήματος της υποβολής προδικαστικού ερωτήματος μειοψήφησαν οι Σύμβουλοι Α. Σακελλαροπούλου, Μ. Γκορτζολίδου, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου και Μ. Παπαδοπούλου, οι οποίες υποστήριξαν την ακόλουθη γνώμη : Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 της ΣΛΕΕ (πρώην άρθρο 56 της ΣΕΚ), όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, απαγορεύεται, γενικώς, οποιοσδήποτε περιορισμός της κινήσεως κεφαλαίων μεταξύ κρατών μελών. Ως τέτοιος περιορισμός νοείται κάθε κατάσταση που έχει ως αποτέλεσμα να περιορίζει, κατά τρόπο προσωρινό ή μόνιμο, την ελευθερία των συναλλαγών, ανεξαρτήτως της μορφής που ο περιορισμός αυτός μπορεί να λάβει. Η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων μπορεί να περιοριστεί, μεταξύ άλλων, αν δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος. Ο περιορισμός όμως αυτός πρέπει να είναι πρόσφορος για τη διασφάλιση του σχετικού σκοπού και να μην υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για την επίτευξή του. Τέλος, το άρθρο 63 της ΣΛΕΕ εφαρμόζεται όταν υπάρχει διασυνοριακό στοιχείο. Εν προκειμένω, το επίδικο μέτρο συνιστά περιορισμό της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων. Εξ άλλου, το διασυνοριακό στοιχείο συντρέχει σε κάθε περίπτωση, είτε δηλαδή πρόκειται για αιτούντα επενδυτή φυσικό ή νομικό πρόσωπο που κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος (π.χ. Γερμανία) είτε για ομολογιούχο που κατοικεί στην Ελλάδα, δεδομένου ότι τα επίδικα ομόλογα απευθύνονται και είναι δεκτικά διαπραγμάτευσης και στις διεθνείς χρηματαγορές (βλ. C 478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου, κ.ά.). Συνεπώς, εν αντιθέσει με την κρίση της πλειοψηφίας, κατά την οποία δεν τίθεται θέμα υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, η μειοψηφία κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθεί σχετικό προδικαστικό ερώτημα, περιεχόμενο του οποίου θα αποτελέσει η ερμηνεία του ανωτέρω άρθρου 63 της ΣΛΕΕ από την άποψη του κατά πόσον νομοθετικές ρυθμίσεις όπως οι επίμαχες συμβαδίζουν με την ελευθερία κινήσεως κεφαλαίων, σε καταφατική δε περίπτωση αν αυτές είναι σύμφωνες ή όχι με την αρχή της αναλογικότητας. Η εξέταση του θέματος αυτού και η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος δεν εξαρτάται από την προβολή σχετικού λόγου ακυρώσεως με συναφές αίτημα, δεδομένου ότι το ζήτημα της συμφωνίας του εθνικού δικαίου με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρωτογενές ή παράγωγο) μπορεί να τεθεί και αυτεπαγγέλτως.

 

 

21. Επειδή, προβάλλεται ότι κατά τον χρόνο της εκδόσεως των τίτλων, στην αγορά των οποίων επένδυσαν οι αιτούντες, δεν είχαν θεσπισθεί νομοθετικώς ή συμφωνηθεί ρήτρες τροποποίησής τους και ότι δεν ήταν επιτρεπτή, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και τις αρχές του κράτους δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος και της ασφάλειας του δικαίου, η παραβίαση από το Ελληνικό Δημόσιο των όρων των τίτλων αυτών με συνέπεια την περιουσιακή βλάβη των αιτούντων χωρίς τη συναίνεσή τους. Ειδικότερα, οι αιτούντες παραπονούνται για παράβαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προβάλλοντας ότι το Ελληνικό Δημόσιο, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 2002 2010, δημιούργησε  την πεποίθηση, με επανειλημμένες δηλώσεις και άλλες θετικές ενέργειες των εντεταλμένων οργάνων του, ότι η επένδυση σε ομόλογα εκδόσεώς του ήταν διασφαλισμένη έναντι των κινδύνων που αφορούσαν το επενδεδυμένο κεφάλαιο και την απόδοσή του, ενώ, παράλληλα, παρουσίαζε απατηλή εικόνα δημοσιονομικών δεικτών με προβληματικά στατιστικά στοιχεία και παρείχε κίνητρα, με τα οποία κατηύθυνε συνειδητά τους ενδιαφερομένους σε μια τοποθέτηση των  οικονομιών τους άκρως επικίνδυνη αδιαφορώντας για την παγίδευσή τους. 

 

 

22. Επειδή, η επένδυση σε ομόλογα και λοιπούς τίτλους εκδόσεως ή εγγυήσεως κρατών, ως έννομη σχέση παροχής οικονομικής πίστης, δεν είναι απαλλαγμένη του κινδύνου της σύννομης περιουσιακής απώλειας, ακόμη και αν το δίκαιο που διέπει τους τίτλους δεν προβλέπει ότι πριν από τη λήξη τους είναι ενδεχόμενη η επαναδιαπραγμάτευση όρων τους, όπως η ονομαστική αξία, το τοκομερίδιο και ο χρόνος λήξεως. Τούτο, διότι  από την έκδοση του τίτλου μέχρι τη λήξη του μεσολαβεί συνήθως ικανό χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενδέχεται να συμβούν γεγονότα απρόβλεπτα που περιορίζουν ουσιωδώς, ακόμη και μέχρι εκμηδενισμού, τις οικονομικές δυνατότητες του κράτους εκδότη ή εγγυητή των τίτλων. Όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα, το κράτος νομίμως επιδιώκει επαναδιαπραγμάτευση βάσει της ρήτρας rebus sic standibus, η οποία οριοθετεί τη γενική αρχή του δικαίου pacta sunt servanda. Η αντίθετη νομική εκδοχή στηρίζεται στην παραδοχή ότι το κράτος έχει απόλυτη φερεγγυότητα, ήτοι τη δυνατότητα να εξασφαλίζει πάντοτε τα αναγκαία κεφάλαια για την ικανοποίηση των πιστωτών του, λόγω της διαρκούς υπόστασής του, απεριόριστου πλούτου και ακλόνητης πιστοληπτικής ικανότητας. Η παραδοχή αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, όπως είναι κοινώς γνωστό και προκύπτει από την ανωτέρω αναφερόμενη από 17.2.2012 γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη γνώμη αυτή, ακόμη και τα οικονομικώς ισχυρότερα κράτη αρνούνται, ήδη από το έτος 2002, την παραδοχή της απόλυτης φερεγγυότητας του κράτους οφειλέτη και αποδέχονται το ενδεχόμενο του περιορισμού της σε περίπτωση κρίσης χρέους. Εν προκειμένω, είναι αναμφισβήτητο ότι ήδη από το έτος 2010 κατέστη αδύνατη η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους της Ελληνικής Δημοκρατίας (του οποίου το μεγαλύτερο ποσοστό καθίσταται ληξιπρόθεσμο εντός των προσεχών ετών) είτε από τα δημόσια έσοδα είτε με νέο δανεισμό από την αγορά δημοσίου χρέους. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές εκθέσεις του ν. 4046/2012 και του ν. 4050/2012, οι προοπτικές είναι δυσοίωνες για τα δημόσια έσοδα που μειώνονται συνεχώς λόγω της παρατεταμένης ύφεσης της εθνικής οικονομίας, ο δε νέος δανεισμός από την αγορά είναι ουσιαστικώς απαγορευμένος λόγω της απώλειας της πρότερης πιστοληπτικής ικανότητας. Η αύξηση των δημοσίων εσόδων και η ανάκτηση της πιστοληπτικής ικανότητας θα απαιτήσει ικανό χρόνο σύμφωνα με τις ίδιες αιτιολογικές εκθέσεις και, εν τω μεταξύ, η Ελληνική Δημοκρατία, για τη χρηματοδότηση των πάσης φύσεως τρεχουσών αναγκών της, μόνον από το ΔΝΤ και από δανειακές συμβάσεις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης που συνάπτει με τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης δύναται να αντλεί κεφάλαια, τα οποία είναι μάλιστα περιορισμένα. Συνεπώς, υπό τη δεδομένη μεταβολή των οικονομικών συνθηκών, η οποία αιφνιδίασε και αναμφιβόλως έφερε την Ελληνική Δημοκρατία σε κατάσταση αδυναμίας να εκπληρώνει εμπροθέσμως και στο ακέραιο όλες τις οικονομικής φύσεως υποχρεώσεις της, ήτοι προ του κινδύνου της στάσης πληρωμών και της κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας, η επιδίωξη, με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, μιας επαναδιαπραγμάτευσης μέρους του δημοσίου χρέους [ήτοι, του οφειλόμενου στον Ιδιωτικό Τομέα (Private Sector) χρέους] που αναμενόταν να έχει θετική έκβαση, δεν αντιβαίνει στα άρθρα 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ή σε αρχές του Συντάγματος, του Ενωσιακού Δικαίου και της ΕΣΔΑ. Δεν αίρεται δε η συνταγματικότητα αυτής της ρύθμισης του νομοθέτη ακόμη και αν από δημοσιοποιηθέντα στοιχεία το Ελληνικό Δημόσιο προσείλκυσε επενδυτές και είναι, άλλωστε, διαφορετικό το ζήτημα αν γι αυτή τη συναλλακτική συμπεριφορά, η οποία δεν ανάγεται στον κρίσιμο χρόνο αλλά στο χρόνο εκδόσεως των τίτλων που τελικά αντικαταστάθηκαν, το Ελληνικό Δημόσιο θα ηδύνατο να εναχθεί από τους αιτούντες ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων. Εξ άλλου, αν και δεν προβάλλεται σχετικό παράπονο, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως και κρίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 δεν έθιξαν διαδικαστικά δικαιώματα των αιτούντων, ως επενδυτών σε άυλους τίτλους. Τούτο, διότι σύμφωνα με τα άρθρα 5 επ. του ν. 2198/1994 και τις λοιπές διατάξεις που αναφέρονται σε προηγούμενη σκέψη, από την έκδοση μέχρι τη λήξη των άυλων τίτλων ο εκδότης τους δεν είναι συμβεβλημένος με τους επενδυτές, αλλά με τα πρόσωπα που ορίζονται από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος ως «φορείς» του Συστήματος Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών. Οι εν λόγω φορείς του Συστήματος συναλλάσσονται μεν με τους επενδυτές για τη μεταβίβαση άυλων τίτλων, αλλά οι σχετικές συμβάσεις ενεργούν μεταξύ φορέων και επενδυτών και δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα εις όφελος ή εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου ή της Τράπεζας της Ελλάδος. Η Τράπεζα της Ελλάδος, ως διαχειριστής του Συστήματος, δεν τηρεί λογαριασμούς επενδυτών, αλλά μόνον λογαριασμούς φορέων. Οι λογαριασμοί αυτοί, για κάθε φορέα, διακρίνονται σε λογαριασμούς ιδίου χαρτοφυλακίου και χαρτοφυλακίου των επενδυτών πελατών του, κάθε δε λογαριασμός χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών τηρείται συγκεντρωτικά για όλους τους πελάτες του οικείου φορέα, ήτοι όχι ονομαστικά κατά επενδυτή. Μόνον ο φορέας τηρεί, στα δικά του στοιχεία, ονομαστικό λογαριασμό για κάθε επενδυτή πελάτη του, ο οποίος έχει αξίωση επί του άυλου τίτλου στρεφόμενη μόνο κατά του φορέα. Οι πληρωμές (τόκων και κεφαλαίου) προς απόσβεση των υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου γίνονται από την Τράπεζα της Ελλάδος μόνο στους φορείς. Αξίωση δε του επενδυτή, εκ του τίτλου, γεννάται κατά του Ελληνικού Δημοσίου μόνο σε περίπτωση μη καταβολής από την Τράπεζα της Ελλάδος, στον φορέα, των ποσών ληξιπρόθεσμων τόκων και κεφαλαίου. Διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και επενδυτικού κοινού, πλην φορέων, δεν λαμβάνουν χώρα κατά την έκδοση ούτε στην περίπτωση της επαναγοράς των άυλων τίτλων από το Ελληνικό Δημόσιο πριν από τη λήξη τους. Υπό την ως άνω ρύθμιση της έννομης σχέσης που συνδέει το Ελληνικό Δημόσιο (ως εκδότη ανώνυμων και άυλων τίτλων παρακολουθούμενων από το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών) με τους επενδυτές πελάτες των φορέων, δεν γεννήθηκε, από το άρθρο 5 του Συντάγματος, αξίωση των αιτούντων για κλήση αυτών των ιδίων προς συμμετοχή στη διαπραγμάτευση που προβλέφθηκε, υπό τις συνθήκες που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. Ειδικότερα, δεν αντιβαίνουν στo άρθρο 5 του Συντάγματος οι διατάξεις του εν λόγω νόμου, δυνάμει των οποίων : α) κλήθηκαν να μετάσχουν στη διαδικασία και να ψηφίσουν, ως ομολογιούχοι άυλων τίτλων, οι φορείς του Συστήματος που έχουν λογαριασμούς ιδίου χαρτοφυλακίου η / και χαρτοφυλακίου επενδυτών πελατών τους στις οικείες καταχωρίσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και β) ορίσθηκε ότι η συμμετοχή του ομολογιούχου στη διαδικασία θεωρείται ότι διενεργείται σύμφωνα με τις οδηγίες και με τη συναίνεση του επενδυτή πελάτη του, χωρίς να γεννάται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου, του Ο.Δ.ΔΗ.Χ. και της Τράπεζας της Ελλάδος, εάν ο ομολογιούχος μετέσχε στη διαδικασία χωρίς αυτή τη συναίνεση ή κατά παράβαση σχετικών οδηγιών. Ως προς το θέμα αυτό, άλλωστε, οι ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 αντλούν πράγματι από τη διεθνή πρακτική, όπως ορθώς επισημαίνεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου. Τούτο, διότι στη διαδικασία επαναδιαπραγμάτευσης όρων ομολόγων και λοιπών τίτλων, όταν αυτή προβλέπεται από Ρήτρες Συλλογικής Δράσης (ΡΣΔ) [Collective Action Clauses (CACs)], καλείται νομίμως προς συμμετοχή ο ομολογιούχος (holder in relation to a Bond), προκειμένου δε περί ομολόγων που δεν είναι τίτλοι ονομαστικοί ή τίτλοι στον κομιστή, αλλά τίτλοι ανώνυμοι και άυλοι, παρακολουθούμενοι νομίμως με σύστημα καταχωρίσεων στα στοιχεία του εκδότη, ως ομολογιούχος νοείται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, επ ονόματι του οποίου είτε ως έχοντος ίδιο δικαίωμα επί του τίτλου είτε ως θεματοφύλακος (custodian) o εκδότης τηρεί σχετικό λογαριασμό. Περαιτέρω, η θετική έκβαση αυτής της διαδικασίας εξαρτάται από την επίτευξη συμφωνίας μεταξύ του εκδότη των τίτλων και της πλειοψηφίας του κεφαλαίου, διότι κάθε ομολογιούχος μετέχει στην ψηφοφορία με ψήφους που αντιστοιχούν στην ονομαστική αξία των τίτλων που κατέχει. Το δε αποτέλεσμα της διαδικασίας είναι δεσμευτικό (binding Effect) για όλα τα πρόσωπα, τα οποία έχουν δικαιώματα επί ή εκ των τίτλων. Συνεπώς, η επαναδιαπραγμάτευση, ακόμη και κατά τους ως άνω θεμελιώδεις κανόνες της διεθνούς πρακτικής, είναι έννομη σχέση διαδικαστικώς οριοθετημένη μεταξύ του εκδότη των άυλων τίτλων και των ομολογιούχων, είτε ως κεφαλαιούχων είτε ως νομίμων εκπροσώπων των πελατών τους, ήτοι του ευρύτερου κοινού των ιδιωτών επενδυτών που ενδιαφέρονται για την αγορά δημοσίου χρέους. Εντός του πλαισίου αυτής της έννομης σχέσης τεκμαίρεται, κατ αρχήν, ότι οι σχέσεις του ομολογιούχου με τους πελάτες του είναι ομαλές και ο εκδότης των άυλων τίτλων δεν υποχρεούται να ζητεί σχετικές αποδείξεις. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, ύστερα από τη σύσταση της Ομάδας των 10 (G 10) προς τους εκδότες κρατικών ομολόγων για τη χρήση ΡΣΔ, στην οποία αναφέρεται η ΕΚΤ στην από 17.2.2012 γνώμη, αυτοί οι θεμελιώδεις κανόνες αξιοποιήθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Ακολούθως, έτυχαν επεξεργασίας από υποεπιτροπή της Ευρωπαϊκής Χρηματοοικονομικής Επιτροπής (EFS sub Committee on EU Sovereign Debt Markets), έγιναν αντικείμενο διαβουλεύσεων με την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και επενδυτικά ιδρύματα, εγκρίθηκαν από την Επιτροπή (Economic and Financial Committee) ως Πρότυποι Κανόνες Συλλογικής Δράσης (Model Collective Action Clause) για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που μετέχουν στη Συνθήκη για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Στήριξης (European Stability Mechanism ESM) και έχουν ήδη εισαχθεί στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών της Ευρωζώνης, ώστε να ισχύουν για τους νέους κρατικούς τίτλους που εκδίδονται στην Ευρωζώνη από 1.1.2013, εάν αυτοί (οι νέοι τίτλοι) έχουν διάρκεια μεγαλύτερη του ενός έτους [βλ. και απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών 2/25248/0023Α/7.3.2013, Β΄ 583/13.3.2013, με την οποία εισήχθησαν οι ως άνω Πρότυποι Κανόνες Συλλογικής Δράσης στην εθνική νομοθεσία, ιδίως τον ορισμό του «κατόχου (holder) σε σχέση με ένα ομόλογο» στην παράγραφο 1 στοιχ. θ΄, σύμφωνα με τον οποίο, για το δικαίωμα ψήφου, ο εκδότης «δικαιούται να θεωρεί ως νόμιμο κάτοχο του ομολόγου», μεταξύ άλλων περιπτώσεων, «το πρόσωπο στο όνομα του οποίου το Ομόλογο είναι καταχωρημένο στα βιβλία και αρχεία του Εκδότη»]. Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες πράξεις, δεν θεσπίσθηκαν κατά τρόπο αυθαίρετο από τον νομοθέτη, αλλά σύμφωνα με τα διεθνή συναλλακτικά ήθη, όπως αυτά εξελίσσονται. Οι παρατηρήσεις στην από 17.2.2012 γνώμη της ΕΚΤ επί του σχεδίου των διατάξεων προφανώς συνεκτιμήθηκαν και το κείμενο του νόμου διατυπώθηκε, τελικά, με απόλυτη σαφήνεια. Προβλέπεται δε παραλλήλως στον νόμο ότι θεωρούνται ομολογιούχοι και, κατά συνέπεια, καλούνται να μετάσχουν στη διαδικασία της ψηφοφορίας όλοι οι δικαιούχοι τίτλων που δεν παρακολουθούνται από Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών, το οποίο τελεί υπό τη διαχείριση της Τράπεζας της Ελλάδος, ήτοι α) οι κομιστές των ενσώματων ανώνυμων τίτλων, β) τα πρόσωπα που αναγράφονται ως δικαιούχοι στους ενσώματους ονομαστικούς τίτλους και γ) οι δικαιούχοι των άυλων τίτλων που δεν παρακολουθούνται από το εν λόγω Σύστημα. ʼλλωστε, δεν προβάλλεται με το δικόγραφο της κρινομένης αιτήσεως ή με δικόγραφο προσθέτων λόγων ότι μέχρι τη λήξη της ψηφοφορίας και την επικύρωση του αποτελέσματός της υπεβλήθησαν στην Τράπεζα της Ελλάδος, ως διαχειριστή της διαδικασίας, ενστάσεις για οποιοδήποτε ζήτημα, είτε από τους αιτούντες είτε από τον φορέα του Συστήματος ομολογιούχο, του οποίου οι αιτούντες είναι πελάτες. Τέλος, η ενεργοποίηση και πληρωμή συμβάσεων «ανταλλαγής κινδύνου αθέτησης» (Credit Default Swap CDS) μετά τη λήξη της διαδικασίας και εξ αιτίας αυτής [ως «πιστωτικού γεγονότος» (credit event) κατά την έννοια των Credit Derivative Definitions της International Swaps and Derivatives Association (I.S.D.A.)] ανάγεται στην εφαρμογή αυτών των παράγωγων συμβάσεων και αφορά μόνον όσους αντλούν δικαιώματα ή αναλαμβάνουν υποχρεώσεις από αυτές, ήτοι αποτελεί θέμα που δεν όφειλε να σταθμίσει ο εθνικός νομοθέτης, διότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν μετέχει στη σύναψη παράγωγων συμβάσεων σε σχέση με τα ομόλογα εκδόσεώς του. Υπό τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω διατάξεις του ν. 4050/2012, όπως θεσπίσθηκαν υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις, ήτοι προ του κινδύνου στάσης πληρωμών και κατάρρευσης της εθνικής οικονομίας λόγω των ιδιαιτέρως δυσμενών συνθηκών που ήδη εκτέθηκαν, δεν αντιβαίνουν, στο σύνολό τους, στα άρθρα 5 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος ή σε αρχές Συντάγματος, του Ευρωπαϊκού Ενωσιακού Δικαίου και της ΕΣΔΑ. Συνεπώς, ο λόγος  ακυρώσεως που αναφέρεται στην προηγούμενη σκέψη πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος.

 

 

23. Επειδή, σχετικώς μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη προς την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 5 επ. του ν. 2198/1994 (όπως τροποποιήθηκαν με το 15 παρ. 8 ν. 2469/1997), ουσιώδες περιεχόμενο της σχέσεως εκ του ομολόγου - ως τίτλου δανεισμού και ως ανωνύμου χρεογράφου, ακόμη και υπό λογιστική μορφή- και αντικείμενο της σχετικής ενοχής, της υποχρεώσεως δηλαδή του εκδότη και του αντίστοιχου δικαιώματος του κομιστή, αποτελεί η πληρωμή του κεφαλαίου (της ονομαστικής αξίας) αυτού (εξόφληση) κατά τη λήξη του. Το ανωτέρω θεμελιώδες εννοιολογικό στοιχείο της σχέσεως εκ του ομολόγου, ρητώς αναφερόμενο στις προμνησθείσες υπουργικές αποφάσεις περί γενικών όρων των ομολόγων, δεν αναιρείται α) ούτε από τη (νομική) δυνατότητα μεταβιβάσεώς του (χρηματιστηριακώς ή όχι) μέχρι τη λήξη του, β) ούτε, επί άυλων τίτλων, από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 περί συστήματος λογιστικής παρακολούθησης συναλλαγών (αφού με αυτές, παρά την παρεμβολή της Τραπέζης της Ελλάδος και του φορέως μεταξύ του Δημοσίου και του επενδυτή, ρητώς προβλέπεται ότι, αν το Δημόσιο δεν καταβάλει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων στην Τράπεζα της Ελλάδος, κατά την παρ. 6 του άρθρου 8, ο επενδυτής προφανώς αν δεν έχει εισπράξει ληξιπροθέσμως τους τόκους και το κεφάλαιο των τίτλων έχει αξίωση «εκ του τίτλου» μόνον κατά του Δημοσίου, κατά την παρ. 2 του άρθρου 8), γ) ούτε από τις δικονομικές δυνατότητες που τυχόν παρέχονται στον κομιστή (αγωγή κατά του φορέα), δ) ούτε, τέλος, από το (πραγματικό) φαινόμενο της, μέχρι τη λήξη του, διακυμάνσεως της αγοραίας αξίας του. Εν όψει του κατά τα άνω ουσιώδους περιεχομένου του ομολόγου, η σχέση μεταξύ του εκδότη αυτού και του κομιστή είναι (ακόμη και προκειμένου περί κρατικών ομολόγων) σχέση ενοχική, σε περίπτωση δε παρεμβολής πλειόνων μεταβιβάσεων μέχρι τον εκάστοτε κομιστή, είναι σχέση οιονεί συμβατική. Εξ άλλου, το ομόλογο, λόγω της κατά νόμον δυνατότητος μεταβιβάσεώς του (χρηματιστηριακής ή μη) μέχρι τη λήξη του, αποτελεί μέσο συναλλαγής και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της Χώρας. Ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που απορρέουν από την κατοχή ομολόγου εμπίπτουν στην έννοια της οικονομικής ελευθερίας που προστατεύεται από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Από την ανωτέρω διάταξη του Συντάγματος σε συνδυασμό και με την παρ. 2 του άρθρου 106 αυτού («Η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας») συνάγεται ότι νομοθετική επέμβαση στην εξέλιξη συνεστημένης συμβατικής σχέσεως συνιστά εξαιρετικό μέτρο, το οποίο δικαιολογείται μόνο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως η βλάβη της εθνικής οικονομίας, και πρέπει να προβλέπεται με βάση γενικά, αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια, στο πλαίσιο της αρχής της αναλογικότητας, και σε εύλογο χρόνο από την κατάρτιση της σύμβασης (ΣτΕ 1909-10/2001 Ολομ., επίσης 489, 1706, 3400, 3550/2002, 3199/2003). Εν προκειμένω, το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 αφορά σε ομόλογα, ομολογιακά δάνεια ή άλλους τίτλους δανεισμού εκδόσεως ή εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου, που, μεταξύ άλλων, διέπονται από το ελληνικό δίκαιο και, ως εκ τούτου, κατά τα εκτεθέντα, δεν περιλαμβάνουν μεταξύ των όρων εκδόσεώς τους πρόβλεψη για δυνατότητα τροποποιήσεώς τους πριν από τη λήξη τους, και δη με διαδικασία συλλογικής δράσεως. Για τους τίτλους, όμως, αυτούς, το εν λόγω άρθρο θέσπισε ρυθμίσεις που επιτρέπουν την, μέχρι τη λήξη τους, τροποποίησή τους με ειδικά περιγραφόμενη στο άρθρο αυτό διαδικασία συλλογικής δράσεως. Βάσει του νόμου αυτού εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, με τις οποίες, κατά την ανωτέρω διαδικασία (χωρίς συμμετοχή ή, πάντως, χωρίς συναίνεση των αιτούντων, κατόχων τέτοιων ομολόγων), επήλθε τροποποίηση του περιεχομένου των εκ των ομολόγων τούτων απαιτήσεών του, υπό την μορφή της «ανταλλαγής» των τίτλων αυτών, δηλαδή με την αυτοδίκαιη ακύρωση αυτών και αντικατάστασή τους με νέους τίτλους μικρότερης ονομαστικής αξίας και μακροτέρας λήξεως (για την αντικατάσταση αυτή ο νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «ανταλλαγή», ο οποίος, όμως, γλωσσικά και νομικά - βλ. άρθρο 573 Α.Κ.- χαρακτηρίζει σύμβαση). Με τα δεδομένα αυτά, οι αιτούντες, στρεφόμενοι κατά των ανωτέρω γενικών ατομικών πράξεων, κατά το μέρος που αυτές καταλαμβάνουν και τα ομόλογά τους, δεν αμφισβητούν, ως προς τη συμφωνία με το Σύνταγμα (ή με άλλες υπέρτερης του νόμου τυπικής ισχύος ρυθμίσεις), το όλον εγχείρημα της αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους με το ν. 4050/2012 και με τις προσβαλλόμενες πράξεις, αλλά, ειδικώς, τη συμπερίληψη των ομολόγων τους στις ρυθμίσεις του ανωτέρω νόμου και στις πράξεις αυτές. Εν όψει δε όλων των προεκτεθέντων, η συμπερίληψη αυτή, η οποία είχε ως συνέπεια την αυτοδίκαιη ακύρωση των τίτλων τούτων, την απόσβεση των εξ αυτών δικαιωμάτων των αιτούντων και την αντικατάστασή τους με νέους τίτλους μικρότερης ονομαστικής αξίας και μακροτέρας λήξεως, παραβιάζει, όπως βασίμως προβάλλεται, τις προμνησθείσες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο: Α) διότι η επέμβαση στα κατοχυρωμένα από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματα εκ του ομολόγου συνίσταται στην μονομερή εκ μέρους του υποχρέου δημοσίου, δηλαδή άνευ της συναινέσεως του δικαιούχου, αναγκαστική γι αυτόν και βλαπτική για τα συμφέροντά του μεταβολή του περιεχομένου της σχέσεως εκ του ομολόγου. Τούτο δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η εν λόγω μεταβολή επήλθε μέσω της εφαρμογής κανόνων συλλογικής δράσεως (δηλαδή κανόνων βάσει των οποίων οι δανειστές συλλογικά αποφασίζουν κατά πλειοψηφία, δεσμεύοντας κατά τούτο την μειοψηφία, τον περιορισμό ή την τροποποίηση εν γένει των απαιτήσεών τους) ούτε από το γεγονός ότι τέτοιοι κανόνες, όπως αναφέρεται και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, είναι γνωστοί στη διεθνή πρακτική από τον δέκατο ένατο αιώνα ούτε, τέλος, από το γεγονός ότι με το άρθρο 12 παρ. 3 της Συνθήκης για την θέσπιση του Ε.Μ.Σ., η οποία κυρώθηκε μετά την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων με το ν. 4063/2012, ορίσθηκε ότι ρήτρες συλλογικής δράσης θα περιλαμβάνονται σε όλα τα νέα κρατικά χρεόγραφα της ζώνης του ευρώ που θα εκδίδονται μετά την 1.1.2013 με προθεσμία λήξεως άνω του έτους. Και τούτο: α) διότι επί ατομικού δικαιώματος και ακριβώς λόγω του χαρακτήρος αυτού ως ατομικού εν όψει και της κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, δεν είναι ικανή να υποκαταστήσει την βούληση του φορέως του δικαιώματος η ατομική βούληση ή οποιαδήποτε συμφωνία (συλλογική βούληση) τρίτων προσώπων  με ταυτόσημα, ενδεχομένως, ή, a fortiori, αντίθετα δικαιώματα ή συμφέροντα (res inter alios acta), β) διότι, σε αντίθεση προς τους κανόνες που θεσπίζονται με το ν. 4050/2012, τόσο στην διεθνή πρακτική ανέκαθεν όσο και στις χώρες της Ευρωζώνης από 1.1.2013 οι κανόνες συλλογικής δράσης θεσπίζονται για να εφαρμοστούν σε τίτλους που θα εκδοθούν στο μέλλον, και όχι, όπως εν προκειμένω, σε ήδη εκδοθέντες χωρίς πρόβλεψη τέτοιων ρητρών τίτλους. Σε κανένα σημείο, εξ άλλου, των πολιτικών αποφάσεων των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης που αναφέρονται στη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους (δηλώσεις Συνόδων Κορυφής της 21.7.2011, 26.10.2011 και 21.2.2012) και σε καμία από τις διεθνείς συμβάσεις, τα σχέδια των οποίων εγκρίθηκαν με το άρθρο 1 του ν. 4046/2012, δεν γίνεται μνεία περί εφαρμογής κανόνων συλλογικής δράσης. Αντιθέτως, στα επίσημα αυτά κείμενα, η συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους χαρακτηρίζεται ως «εθελοντική» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 21.7.2011), ως «εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 26.10.2011), ως «κοινή συνεννόηση» ή «συμφωνία» (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 21.2.2012) ή ως «εθελοντική συναλλαγή διαχείρισης υποχρεώσεων» (βλ. την προμνησθείσα «Σύμβαση Διευκόλυνσης Διαχείρισης Υποχρεώσεων Σ.Ι.Τ» το σχέδιο της οποίας εγκρίθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 α΄ του ν. 4046/2012). Η συμφωνία, μάλιστα, για τη συμβολή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους επετεύχθη μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και ορισμένων επενδυτών του ιδιωτικού τομέα (βλ. προοίμιο της ανωτέρω σύμβασης), με τους οποίους «συζητούσε» το Ελληνικό Δημόσιο (Σύνοδος Κορυφής Eurogroup της 26.10.2011) και τους οποίους εκπροσωπούσε το I.I.F. (βλ. το κείμενο του Υπουργείου Οικονομικών με τα βασικά σημεία της ομιλίας του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011 και το 2/26351/0023Α/11.3.2013 έγγραφο της 23ης Διεύθυνσης Δημοσίου Χρέους του Γ.Λ.Κ.) και -τελικά (στη Σύνοδο Κορυφής της 21.2.2012)- η αναφερόμενη στη σκέψη 17 «Επιτροπή Ιδιωτών Πιστωτών Επενδυτών (P.C.I.C.)» (βλ. Σύνοδο Κορυφής της 21.2.2012) μεταξύ δε των εν λόγω επαγγελματιών, προδήλως, επενδυτών (ως προς τους, υπό νομική έννοια, «επαγγελματίες επενδυτές», βλ. κατωτέρω, σκέψη 27), οι οποίοι συμφώνησαν τελικά το ονομαστικό «κούρεμα» των τίτλων τους κατά 53,5% (βλ. Σύνοδος Κορυφής Eurogroup 21.2.2012), δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο ότι περιλαμβάνονται και οι αιτούντες. Β) Διότι, παρά την εξαγγελία στην παρ. 11 του άρθρου πρώτου του ίδιου του ν. 4050/2012 ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού «αποσκοπούν στην προστασία υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος», δεν προκύπτει ούτε από τις λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου αυτού, καθ εαυτές, ούτε από τις προσβαλλόμενες πράξεις, ότι με τη συμπερίληψη των ομολόγων των αιτούντων σε αυτές (ρυθμίσεις και πράξεις) εξυπηρετείται το δημόσιο συμφέρον. Πιο συγκεκριμένα: Στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, αφού γίνεται αναφορά στην ραγδαία επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών και στον εντεύθεν αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές, στην επιδείνωση της ύφεσης και της αναλογίας του δημοσίου χρέους προς το Α.Ε.Π. και στις επιτακτικές ταμειακές ανάγκες του δημοσίου των αμέσως επομένων ετών, κρίνεται ότι «επιβάλλεται μια ουσιαστική αναδιάταξη του δημοσίου χρέους» ώστε αυτό «να καταστεί βιώσιμο τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα» (γίνεται δε επίκληση των προπεριγραφεισών αποφάσεων των Συνόδων Κορυφής της Ευρωζώνης περί συμβολής των ιδιωτών επενδυτών «στην επίλυση του προβλήματος βιωσιμότητας του χρέους της Ελλάδας»). Όμως ανεξαρτήτως αν την επίμαχη επέμβαση στα ατομικά δικαιώματα των αιτούντων είναι ικανή να δικαιολογήσει η ως άνω «ραγδαία επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών» (η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων, πράξεων ή παραλείψεων κρατικών οργάνων και, ως εκ τούτου, αναγόμενη στη σφαίρα ευθύνης του εκδότη των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, δεν συνιστά «απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών», που θα δικαιολογούσε, κατά το άρθρο 388 του Α.Κ., την μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων του τελευταίου)- κρίσιμο μέγεθος για την βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους δεν αποτελεί το ύψος του δημοσίου χρέους μιας χώρας, καθ εαυτό, ως απόλυτο δηλαδή μέγεθος, αλλά, κατά το άρθρο 126 της Σ.Λ.Ε.Ε., η αναλογία αυτού προς το Α.Ε.Π. (στη βελτίωση της οποίας εν προκειμένω αναφέρεται και η δήλωση της Συνόδου κορυφής του Eurogroup της 26.10.2011), όπως επίσης και άλλα ποιοτικά στοιχεία, όπως λ.χ. ο χρόνος εξοφλήσεως των επιμέρους απαιτήσεων που συγκροτούν το δημόσιο χρέος, και συνεπώς η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους, χάριν της οποίας επιχειρείται η αναδιάταξη αυτού με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις, συναρτάται αναγκαίως με την (αυξητική ή έστω ολιγότερο πτωτική) πορεία του Α.Ε.Π. ζήτημα, όμως, για το οποίο δεν παρέχεται κανένα στοιχείο από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου- καθώς επίσης και με την προθεσμία εξοφλήσεως των τροποποιουμένων ομολόγων, η οποία, όμως, ως προς σημαντικό ποσοστό (το 1/3 περίπου) του ανεξόφλητου κεφαλαίου αυτών (57 δις περίπου) λήγει πολλά έτη μετά το επίμαχο εγχείρημα, μεταξύ των ετών 2020 2042 (βλ. το παράρτημα της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012). Εξ άλλου, ολίγους μήνες μετά την δυνάμει του ν. 4050/2012 τροποποίηση τίτλων, το ύψος του δημοσίου χρέους αυξήθηκε εκ νέου κατά 109,1 δις ευρώ συνεπεία της παρασχεθείσας νέας δανειακής διευκόλυνσης προς την Ελλάδα και, σύμφωνα με τους οικείους πίνακες της Eurostat, ανήλθε σε ποσοστό 149,2 % του Α.Ε.Π. (δεύτερο τρίμηνο 2012), 151,9% (τρίτο τρίμηνο 2012) και 156,9 % (τέταρτο τρίμηνο 2012), ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2013 ανήλθε σε ποσοστό 160,3 % του Α.Ε.Π. με τάση περαιτέρω επιδείνωσης. Περαιτέρω, πρέπει να ληφθεί υπ όψιν ότι η ίδια η αιτιολογική έκθεση του νόμου, ως στοιχείο της σοβαρής οικονομικής κρίσεως της χώρας αναφέρει τον υφιστάμενο ήδη προ του ν. 4050/2012 αποκλεισμό της από τις διεθνείς αγορές. Η πρόβλεψη, εν τούτοις,  με το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012, κανόνων συλλογικής δράσεως εφαρμοστέων επί τίτλων εκδοθέντων χωρίς τέτοια πρόβλεψη και η εφαρμογή περαιτέρω των κανόνων αυτών με τις προσβαλλόμενες πράξεις (η επιβολή, δηλαδή, στους δικαιούχους των τίτλων, παρά τη θέλησή τους, βλαπτικών για τα συμφέροντά τους αποφάσεων άλλων δανειστών, όπως συνέβη εν προκειμένω στην περίπτωση των αιτούντων) έχουν ήδη πλήξει καίρια για το μέλλον την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας, και ως εκ τούτου, αντιστρατεύονται ευθέως το δημόσιο συμφέρον, δοθέντος ότι η εφαρμογή κανόνων συλλογικής δράσεως, ακόμη και επί ομολόγων εκδοθέντων με σχετική πρόβλεψη (λ.χ. κατά το αγγλικό δίκαιο), χαρακτηρίζεται στις διεθνείς αγορές ως «πιστωτικό γεγονός», ως πιστωτικό δε γεγονός χαρακτηρίστηκε η εν προκειμένω εφαρμογή από την Ελλάδα κανόνων συλλογικής δράσεως επί των επίμαχων ομολόγων που εκδόθηκαν χωρίς τέτοια πρόνοια, όπως προκύπτει από την απόφαση της 9.3.2012 της Επιτροπής Αποφάσεων του I.S.D.A., στο οποίο αναφέρεται και το Ελληνικό Δημόσιο στο έγγραφο 2/20407/0023/14.3.2013 προς το Δικαστήριο. Τέλος, υπό την εκδοχή ότι η επίμαχη τροποποίηση τίτλων καταλαμβάνει και τα ομόλογα που χορηγήθηκαν δυνάμει του άρθρου 27 του ν. 3867/2010 σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που προμηθεύουν ιατροτεχνολογικό υλικό σε νοσοκομεία προς εξόφληση απαιτήσεών τους έναντι των νοσοκομείων αυτών, η εν λόγω τροποποίηση τίτλων αντιστρατεύεται και τον δημόσιο σκοπό της εύρυθμης λειτουργίας των νοσοκομείων και της προστασίας της δημόσιας υγείας, χάριν της οποίας, κατά την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, χορηγήθηκαν στα εν λόγω πρόσωπα τα ομόλογα αυτά. Ομοίως δε, και προκειμένου περί των ομολόγων που κατέχονται από οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης ή άλλα δημόσια νομικά πρόσωπα, η εν λόγω τροποποίηση αντιστρατεύεται τους θαλπομένους από τα ανωτέρω νομικά πρόσωπα δημοσίους σκοπούς.      Γ) Η επίμαχη επέμβαση στα ομόλογα των αιτούντων προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι διατάξεις, όμως, αυτές στερούνται του στοιχείου της προβλεψιμότητος, το οποίο απαιτείται προκειμένου να παρέχεται στο υποκείμενο του δικαιώματος η δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του (πρβλ., ενδεικτικώς, απoφάσεις ΕΔΔΑ Forminster Enterprises Limited κατά Τσεχίας της 9.10.2008, σκ. 65, Meltex κατά Αρμενίας της 17.6.2008, σκ. 80, Glas Nadezhda κατά Βουλγαρίας της 11.10.2007, σκ. 45 και 46, Geouffre de la Pradelle κατά Γαλλίας της 16.10.1992, σκ. 33-35). Εν προκειμένω, όμως, το στοιχείο αυτό δεν συντρέχει: α) λόγω της υπερβολικής ευρύτητας του ορισμού της έννοιας του «τίτλου», και, κυρίως, λόγω της πλήρους αοριστίας του όρου «επιλέξιμος τίτλος» στο ανωτέρω άρθρο, δοθέντος, μάλιστα, ότι τα στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν προς ερμηνεία των όρων αυτών (ήτοι όλες οι πολιτικές αποφάσεις των κορυφαίων οργάνων του Eurogroup που αφορούσαν στην αναδιάταξη του ελληνικού δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, οι προμνησθείσες δηλώσεις του Αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011, αλλά και το σχέδιο της πρώτης συμβάσεως που εγκρίθηκε με το άρθρο 1 α του ν. 4046/2012) ρητώς αναφέρονται σε τίτλους επαγγελματιών, υπό νομική έννοια, επενδυτών (βλ. σκέψη 27) που είχαν προβεί σε σχετική συμφωνία με την Ελληνική Κυβέρνηση, β) λόγω του περιεχομένου των ρυθμίσεων του ανωτέρω άρθρου, το οποίο, κατά τρόπο πρωτοφανή για τα ευρωπαϊκά τουλάχιστον οικονομικά δεδομένα, εθέσπισε κανόνες συλλογικής δράσεως προκειμένου να εφαρμοσθούν όχι επί των μελλόντων να εκδοθούν τίτλων (όπως ήδη προβλέπεται λ.χ. με το άρθρο 12 παρ. 3 της κυρωθείσης με το άρθρο δεύτερο του ν. 4063/2012 Συνθήκης για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) αλλά επί ήδη εκδοθέντων τίτλων, δηλαδή επί νομικών και πραγματικών καταστάσεων που έχουν ήδη διαμορφωθεί βάσει προγενεστέρου νομικού καθεστώτος και γ) λόγω του χρόνου εφαρμογής των ανωτέρω ρυθμίσεων, δεδομένου ότι η διαδικασία τροποποιήσεως των εν λόγω τίτλων κινήθηκε στις 24.2.2012, την επομένη ακριβώς ημέρα της ψηφίσεως και, εν ταυτώ, δημοσιεύσεως του ν. 4050/2012, ως εκ τούτου δε δεν παρεχόταν καμία δυνατότητα αντιδράσεως στους αιτούντες. Δ) Διότι, εν όψει του δημοσίου σκοπού που εξαγγέλλεται με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, της διασφαλίσεως δηλαδή της βιωσιμότητος του δημοσίου χρέους μέσω της επιχειρούμενης αναδιατάξεώς του -ανεξαρτήτως αν με τις ρυθμίσεις του νόμου αυτού υπηρετείται πράγματι το δημόσιο συμφέρον- η επίμαχη επέμβαση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, στις απαιτήσεις των αιτούντων εκ των ομολόγων που κατείχαν, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητος : α) για τους λόγους που αναλυτικώς εκτίθενται κατωτέρω, στη σκέψη 32 υπό στοιχεία Γα, Γβ και Γγ (σε αναφορά με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.) και β) διότι, ανεξαρτήτως του μεγέθους της περιουσιακής ζημίας των αιτούντων (για την εκτίμηση της οποίας, βλ. κατωτέρω, στη σκέψη 32), η προσβολή στο προστατευόμενο από το άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος δικαίωμα των αιτούντων (μονομερής από τον εκδότη ακύρωση των τίτλων και απόσβεση των εξ αυτών απαιτήσεων) είναι, ως προς την ένταση αυτής, πρωτοφανής στην ευρωπαϊκή, τουλάχιστον, οικονομική ιστορία. Ε) Διότι, η επίμαχη επέμβαση στα δικαιώματα των αιτούντων από τους τίτλους που κατείχε έλαβε χώρα σε χρόνο πολύ απομακρυσμένο από την έκδοση αυτών (πρόκειται για τίτλους με χρόνο εκδόσεως ακόμη και 17.1.2003) (ΣτΕ 1909 - 1910/2001 Ολομ.). Περαιτέρω, τα ως άνω μειοψηφούντα μέλη και η Σύμβουλος Μ. Παπαδοπούλου διετύπωσαν, σχετικά με την προβαλλόμενη παράβαση της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, την ακόλουθη γνώμη: Στην κρινομένη υπόθεση, η «εμπιστοσύνη» δεν αφορά στη σταθερότητα καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί με διοικητικές πράξεις, κατ ενάσκησιν δημοσίας εξουσίας βάσει νόμου, και οι οποίες δύνανται καταρχήν να μεταβάλλονται με νεότερες διοικητικές πράξεις, αλλά στη σταθερότητα καταστάσεων που έχουν διαμορφωθεί στο πλαίσιο μιας συναλλακτικής σχέσεως (δανεισμού) με το Δημόσιο ως fiscus στον χώρο της αγοράς· στην ελληνική δε έννομη τάξη δεν υπήρχε, μέχρι τη θέση σε ισχύ του ν. 4050/2012, ρύθμιση επιτρέπουσα την μονομερή τροποποίηση εκδοθέντων ομολόγων (κρατικών ή μη) από τον εκδότη και δη με διαδικασίες συλλογικής δράσεως, ούτε, πάντως, μεταξύ των όρων εκδόσεως των επίμαχων ομολόγων είχε περιληφθεί πρόβλεψη περί δυνατότητος τροποποιήσεώς τους από τον εκδότη και δη με διαδικασία συλλογικής δράσεως, καίτοι κατά την έκδοση αρκετών από αυτά (2.2.2010, 11.3.2010, 7.4.2010) είχε διαπιστωθεί επισήμως η «εξόχως δύσκολη οικονομική κατάσταση της Χώρας» (βλ. αιτιολογική έκθεση του ν. 3808/2009) και «η μεγαλύτερη δημοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών» (βλ. αιτιολογική έκθεση, από 3.3.2010, του ν. 3833/2010). Μάλιστα, τέτοιες ρήτρες δεν περιελάμβαναν ούτε τα ομόλογα που εκδόθηκαν μεταγενεστέρως (στις 22.12.2010 και 31.1.2011) δυνάμει των άρθρων άρθρο 27 του ν. 3867/2010 και 49 παρ. 4 του ν. 3871/2010 αντιστοίχως. Περαιτέρω, το Ελληνικό Κράτος φερέγγυος, άλλωστε, εκδότης ομολόγων (Α.Π. 1812/2007) προέβαινε σε διαφήμιση των εκδιδομένων εκάστοτε ομολόγων, υποβαλλόμενο σε σχετικές δαπάνες (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 της αποφάσεως 2021180/2981/0023/31.3.1997 του Υφυπουργού Οικονομικών, Β΄ 286) για την προσέλκυση των επενδυτών, οι οποίοι ανταποκρίνονταν αποβλέποντας στα σχετικώς δημοσιοποιούμενα επίσημα στατιστικά στοιχεία (των οποίων όμως η εγκυρότητα έχει αμφισβητηθεί έντονα, όπως ρητώς αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση του ν. 3832/2010 με τίτλο «Ελληνικό Στατιστικό Σύστημα (ΕΛ.Σ.Σ.). » - Α΄ 38/9.3.2010). Με τα δεδομένα αυτά οι αιτούντες, κάτοχοι ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, καλοπίστως απέβλεψαν και δικαιολογημένα επίστευσαν στην εκπλήρωση της θεμελιώδους υποχρεώσεως αυτού να εξοφλήσει το κεφάλαιο (ονομαστική αξία) αυτών κατά την λήξη τους, ήταν δε για αυτούς πέραν πάσης λογικής προβλέψεως η πρωτοφανής, για τα ευρωπαϊκά τουλάχιστον οικονομικά δεδομένα, αναδρομική ανατροπή της υποχρεώσεως αυτής με τις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012. Η κατά τα άνω δε πίστη των αιτούντων στην εκπλήρωση της εν λόγω θεμελιώδους υποχρεώσεως του εκδότη Ελληνικού Δημοσίου δεν αναιρείται από την αναδοχή εκ μέρους των δικαιούχων/κομιστών του «κινδύνου» διακυμάνσεως της αγοραίας αξίας αυτών μέχρι τη λήξη τους. Εν όψει των ανωτέρω, η αναδρομική ανατροπή, με το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 και με τις προσβαλλόμενες πράξεις, των σχέσεων μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, ως εκδότη ομολόγων, και των αιτούντων, δικαιούχων αυτών, αντίκειται στις αρχές της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, που αποτελούν εκφάνσεις της αρχής του κράτους δικαίου (ΣτΕ 602/2003 Ολομ., 1508/2002). Κατόπιν δε όλων των προεκτεθέντων, οι λόγοι ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 5 του Συντάγματος και των αρχών της προστατευομένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου  είναι, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, βάσιμοι, ανεξαρτήτως των επιμέρους προβαλλομένων ισχυρισμών, και θα έπρεπε, συνεπώς, να γίνουν δεκτοί.

 

 

24. Επειδή, με άλλο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση της αρχής της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012  υπήγαγαν στη διαδικασία αντικαταστάσεως τίτλων και τους αιτούντες (φυσικά πρόσωπα με πεπερασμένο χρόνο ζωής και έλλειψη εξειδικευμένων γνώσεων για την αποτίμηση και διασπορά των κινδύνων των τοποθετήσεων των οικονομιών τους), χωρίς μάλιστα να έχουν ληφθεί για την προστασία τους νομοθετικά μέτρα ανάλογα με εκείνα που ισχύουν για την εγγύηση των καταθέσεων και για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Σύμφωνα με ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων, συνιστά άνιση μεταχείριση η υπαγωγή στις ρυθμίσεις του άρθρου 1 του ν. 4050/2012 των ιδίων και των τραπεζικών πιστωτικών ιδρυμάτων χωρίς διαφοροποίηση, μολονότι οι απώλειες των εν λόγω ιδρυμάτων αναπληρώνονται με τη στήριξη τους από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (βλ. άρθρο 2 παρ. 1 ν. 3864/2010) και με τη μέριμνα του νομοθέτη για την ιδιαίτερη φορολογική μεταχείριση αυτών και γενικότερα των νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου [βλ. άρθρο 3 παρ. 5  β΄ ν. 4046/2012 (και όχι ν. 4050/2012, όπως αναγράφεται στο δικόγραφο)]. Τέλος, οι αιτούντες προβάλλουν ότι ως Έλληνες πολίτες, οι οποίοι με την αγορά των τίτλων στήριξαν το Ελληνικό Δημόσιο, ανέμεναν να επιβραβευθούν μέσω της εξαίρεσής τους από την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, ώστε να καταστεί δυνατή η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης με τη μελλοντική προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην οικονομική δύναμη των πολιτών της (π.χ. μέσω  της έκδοσης ενός «πατριωτικού ομολόγου») και να εξυπηρετηθεί με αυτό τον τρόπο, που είναι ο μόνος πρόσφορος, το δημόσιο συμφέρον, στο οποίο προκάλεσε βλάβη η στέρηση αυτής της δυνατότητας. 

 

 

25. Επειδή, όπως παγίως γίνεται δεκτό, η αρχή της ισότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και, ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την άσκηση του νομοθετικού έργου, όσο και τη Διοίκηση κατά την κανονιστική δράση της με νομοθετική εξουσιοδότηση. Η παράβαση της συνταγματικής αυτής αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθενός με ίσους όρους. Κατά τον δικαστικό αυτό έλεγχο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι ορθότητας των νομοθετικών επιλογών, αναγνωρίζεται στον κοινό νομοθέτη και στην κανονιστικώς δρώσα  Διοίκηση η ευχέρεια να ρυθμίζει με ενιαίο ή με διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις και σχέσεις, λαμβάνοντας υπ όψιν τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες που συνδέονται με καθεμία από αυτές τις καταστάσεις ή σχέσεις, με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια που βρίσκονται σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης. Πρέπει, όμως, η επιλεγόμενη ρύθμιση να κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας, τα οποία αποκλείουν τόσο την εκδήλως άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή της εισαγωγής ενός καθαρά χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεόμενου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με τη μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης ή της αφαίρεσης δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται ή παρέχονται από προϋφιστάμενο ή συγχρόνως τιθέμενο γενικότερο κανόνα, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια (βλ. αποφάσεις Ολομελείας Σ.τ.Ε. 1286/2012, 2396/2004, 2180/2004, 1252 1253/2003).

 

 

26. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2198/1994, οι οποίες ήδη παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν και σε προηγούμενες σκέψεις, η αγορά [πρωτογενής (ήτοι, κατά την έκδοση) ή δευτερογενής] και η κατ καθ οιονδήποτε άλλο τρόπο νόμιμη κτήση άυλων τίτλων εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, ανώνυμων και παρακολουθούμενων από το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών, γεννά έναντι του εκδότη ενοχικά δικαιώματα αναιτιώδη και μη διαφοροποιούμενα επί τη βάσει προσωπικών στοιχείων. Συνεπώς, η αρχή της ισότητας δεν επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο να επιφυλάσσει ιδιαίτερη ευνοϊκή μεταχείριση σε ορισμένους πιστωτές του επί τη βάσει των προσωπικών δεδομένων τους και συναφών υποκειμενικών στοιχείων και, συγκεκριμένα, σε φυσικά πρόσωπα με περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και προσδόκιμο χρόνο ζωής, τα οποία αντιλαμβάνονται τη συναλλακτική συμπεριφορά τους ως συμπεριφορά αποταμιευτών (και όχι ως συμπεριφορά επενδυτών, σύμφωνα με τον καθορισμό των ενοχικών δικαιωμάτων τους στον ν. 2198/1994 και τον όρο του νομοθέτη). Αντιθέτως, μάλιστα, η αρχή της ισότητας, όπως κατά τα διεθνή συναλλακτικά ήθη εφαρμόζεται ειδικότερα επί σχέσεων πλειόνων πιστωτών με τον ίδιο οφειλέτη, γνωστή ως αρχή «pari passu», επιβάλλει την πορεία μέχρι την τελική λύση των σχέσεων «με ίσο βήμα» (on equal footing), ώστε σε περίπτωση αδυναμίας ικανοποιήσεως του συνόλου των απαιτήσεων των πιστωτών κάθε πιστωτής να ικανοποιηθεί ανάλογα με το ύψος της απαίτησής του («pro rata»). Για την εξυπηρέτηση δε αυτού του σκοπού επιβάλλεται η δέσμευση των μη συναινούντων πιστωτών (binding Effect) σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη σκέψη 22. Υπό τα δεδομένα αυτά, η υπαγωγή των αιτούντων και των άλλων φυσικών προσώπων στις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 δεν αντιβαίνει στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι στην προκειμένη περίπτωση της απρόοπτης εξέλιξης του συνόλου των πιστωτικών σχέσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του ν. 2198/1994 τα φυσικά πρόσωπα δεν δικαιούνται, βάσει της αρχής της ισότητας, προνομιακή μεταχείριση έναντι των λοιπών πιστωτών του Ελληνικού Δημοσίου που αντλούν τα δικαιώματά τους από τις ίδιες διατάξεις, ακόμη και αν είναι μικρή η ονομαστική αξία των τίτλων τους ως απόλυτο μέγεθος και ως ποσοστό του συνολικού ανεξόφλητου κεφαλαίου ή αν προβάλλουν αξίωση διαφοροποίησης, έναντι των αλλοδαπών, ως Έλληνες πολίτες. Ούτε ταυτίζεται η αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, ως έννομη σχέση, με την κατάθεση χρημάτων σε πιστωτικά ιδρύματα, η οποία δεν είναι επένδυση, ώστε να απαιτείται βάσει της αρχής της ισότητας η ίδια θεσμική διασφάλιση [με θέσπιση διατάξεων παρεμφερών με εκείνες των ν. 3746/2009 περί ΤΕΚΕ και ν. 3864/2010 περί ΤΧΣ]. Εξ άλλου, δεν αποτελούν διαφοροποιητικά στοιχεία, από την εξεταζόμενη άποψη της αδυναμίας του Ελληνικού Δημοσίου, ως οφειλέτη, να ικανοποιήσει πλήρως το σύνολο των απαιτήσεων των πλειόνων πιστωτών του, οι ιδιότητες ορισμένων εξ αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως εμπορικών τραπεζικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων παροχής επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους, ειδικών διαπραγματευτών που δραστηριοποιούνται στις χρηματοπιστωτικές αγορές, επαγγελματιών πελατών που διαθέτουν πείρα, γνώσεις και εξειδίκευση στις επενδύσεις κ.ο.κ., διότι επί τη βάσει των ως άνω ιδιοτήτων θεσπίζονται κανόνες δικαίου που προβλέπουν όρους για την άσκηση των δραστηριοτήτων των εν λόγω προσώπων και δεν αφορούν την κατάταξη των απαιτήσεων τους έναντι των οφειλετών τους (βλ. ν. 3606/2007, Α΄ 195, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων », EE L 145, καθώς και τα αναφερόμενα στη σκέψη 18 περί των «Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς»). Περαιτέρω, αν και δεν προβάλλεται σχετικό παράπονο από τους αιτούντες, το Δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως και κρίνει ότι ουδεμία έχει σημασία για την υπόθεση το ζήτημα ποιους επενδυτές εκπροσωπούσαν το I.I.F. και η P.C.I.C. κατά τις διερευνήσεις για τις προθέσεις του ιδιωτικού τομέα που προηγήθηκαν της θέσπισης των διατάξεων του ν. 4050/2012 (βλ. ανωτέρω σκέψη 17), διότι οι εν λόγω διερευνήσεις ήσαν απολύτως άτυπες και δεν προέκυψε από αυτές δέσμευση για κανένα επενδυτή. Εάν οι αιτούντες αγόρασαν στην πρωτογενή αγορά άυλους τίτλους που εκδόθηκαν υπό ειδικό κωδικό (ISIN) λόγω πρόβλεψης φορολογικής απαλλαγής των τοκομεριδίων υπό όρους (μη διαθέσεως των τίτλων στη δευτερογενή αγορά μέχρι τη λήξη τους κ.λπ.) και τήρησαν τους όρους, δεν διαφοροποιούνται από τους λοιπούς πιστωτές κατά τρόπο ώστε να επιβάλλεται η εξαίρεσή τους από την υπαγωγή στις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, αδιαφόρως αν συνεπάγεται φορολογική απαλλαγή των τοκομεριδίων των νέων τίτλων που έλαβαν σε αντικατάσταση των ακυρωθέντων, σύμφωνα με τη ρύθμιση, η οποία είχε εισαχθεί, πριν από τη γενομένη αντικατάσταση, με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 4046/2012. Τέλος, τα μέτρα προστασίας των τραπεζικών και λοιπών ιδρυμάτων του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ιδιαιτέρως σε περίπτωση απειλής της εθνικής οικονομίας, δεν είναι χαριστικά και μη συνδεόμενα με αξιολογικά κριτήρια. Τα μέτρα αυτά  αναγνωρίζονται, άλλωστε, ως στοιχεία της οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής του νομοθέτη, ακόμη και αν συνεπάγονται τον περιορισμό περιουσιακών δικαιωμάτων (βλ. κατωτέρω σκέψη 31, με αναφορά και στις αποφάσεις ΕΔΔΑ Olczak κατά Πολωνίας, Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου). Είναι δε αποδεδειγμένο, σύμφωνα και με όσα εκτίθενται σε προηγούμενες σκέψεις, ότι κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο οι συνθήκες της λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος  απαιτούσαν τη λήψη σύνθετων μέτρων για τη στήριξή του. Υπό τα δεδομένα αυτά, η λήψη μέτρων για τη συγκράτηση, κυρίως, της καθαρής θέσης και της αξιοπιστίας των εν λόγω ιδρυμάτων χάριν και της προστασίας των καταθέσεων [ήτοι, η ίδρυση του ΤΧΣ με τον ν. 3864/2010, η σύναψη της από 1.3.2012 δανειακής σύμβασης χρηματοδοτικής διευκόλυνσης της Ελληνικής Δημοκρατίας από το ΕΤΧΣ μέχρι του ποσού των 23.000.000.000 ευρώ για την «ανακεφαλαιοποίηση» των τραπεζών και οι φορολογικές απαλλαγές που θεσπίσθηκαν με το άρθρο 3 παρ. 5 και 6 του ν. 4046/2012]  δεν αντιβαίνουν στην αρχή της ισότητας, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, το οποίο στερείται της εξουσίας ελέγχου της ορθότητας των νομοθετικών επιλογών σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα (βλ. ανωτέρω σκέψη 25). Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητας είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

 

 

27. Επειδή, σχετικώς μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή και Μ. Σταματελάτου Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Τόσο στην ευρωπαϊκή όσο και στην ελληνική έννομη τάξη είναι γνωστή και διακεκριμένη, διεπόμενη από ειδικές ρυθμίσεις, η κατηγορία των προσώπων που ασχολούνται κατ επάγγελμα με επενδυτικές δραστηριότητες. Ειδικότερα, τέτοιες ρυθμίσεις έχουν θεσπισθεί με την Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου «για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων » (ΕΕ L 145), η οποία, κατά το προοίμιό της, «σκοπεί να καλύψει τις επιχειρήσεις των οποίων η συνήθης επαγγελματική απασχόληση είναι η παροχή/άσκηση επενδυτικών υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση» (σκ. 7), ενώ δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, μεταξύ άλλων, «τα πρόσωπα που διαχειρίζονται τα ατομικά περιουσιακά τους στοιχεία και οι επιχειρήσεις που δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες πλην των συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, εκτός αν είναι ειδικοί διαπραγματευτές » (σκ. 8) και τα συνταξιοδοτικά ταμεία (σκ. 15), ως σκοπός δε της Οδηγίας αυτής εξαγγέλλεται (σκ. 31) η προστασία των επενδυτών με μέτρα προσαρμοσμένα στις «ιδιαιτερότητες καθεμιάς από τις κατηγορίες αυτών (ιδιώτες, επαγγελματίες και αντισυμβαλλόμενοι)».  Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το ν. 3606/2007 (Α 195), ο οποίος στο άρθρο 1, προσδιόρισε συγκεκριμένες κατηγορίες προσώπων ασχολουμένων κατ επάγγελμα με επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες (π.χ. «Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Ε.Π.Ε.Υ.)», «ειδικούς διαπραγματευτές», «Επαγγελματίες πελάτες»), τις οποίες διέκρινε από την έννοια του «ιδιώτη πελάτη» (βλ. άρθρο 1 παρ. 8 «κάθε πελάτης που δεν είναι επαγγελματίας»), ενώ, κατά το άρθρο 6 παρ. 1 του νόμου αυτού, ως «επαγγελματίες πελάτες» για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αναφέρονται, μεταξύ άλλων, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, Ε.Π.Ε.Υ., εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί (όπως το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Κ.Τ.) και άλλοι θεσμικοί επενδυτές.  Περαιτέρω, με το άρθρο 26 παρ. 1 ν. 2515/1997 (Α 154), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 31 του ν. 2733/1999 (Α 195) καθιερώθηκε και ο θεσμός των «Βασικών Διαπραγματευτών Αγοράς», ήτοι, σύμφωνα και με το άρθρο 1 παρ. 1 του Κανονισμού Λειτουργίας αυτών (2/91001/0023Α/29.12.2010 κοινή απόφαση των Υφυπουργού Οικονομικών και Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας - Β 2241), των χρηματοδοτικών και πιστωτικών ιδρυμάτων ή επενδυτικών οίκων που επιλέγονται για να παρέχουν εξειδικευμένες υπηρεσίες στην αγορά τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου. Εν προκειμένω, η επιχειρηθείσα με τις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 και, περαιτέρω, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, αναδιάταξη του δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα (P.S.I.) αποτελεί υλοποίηση πολιτικών αποφάσεων κορυφαίων οργάνων (Συνόδων Κορυφής) της ευρωζώνης (της 21.7.2011, της 26.10.2011 και της 21.2.2012), από τις οποίες προκύπτει, όπως αναλυτικότερα εκτίθεται στη σκέψη 17, ότι η συμμετοχή αυτή ήταν αποτέλεσμα διαβουλεύσεων και συμφωνίας της Ελληνικής Κυβερνήσεως με τους ιδιώτες επενδυτές (διό και χαρακτηρίζεται ως «εθελοντική»): όπως, χαρακτηριστικώς, ανέφερε, στην προαναφερθείσα ομιλία του στο Υπουργικό Συμβούλιο της 27.10.2011, ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως και Υπουργός Οικονομικών, υπήρξε «μια σκληρή διαπραγμάτευση, η οποία κατέληξε σε μια συμφωνία ανάμεσα στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τους θεσμικούς εταίρους και τον ιδιωτικό τομέα, όπως εκπροσωπείται από το I.I.F. και εγγράφως και ενυπογράφως το I.I.F. αποδέχτηκε το σχήμα που περιλαμβάνεται στα συμπεράσματα της Συνόδου Κορυφής.». Το επίμαχο, επομένως, εγχείρημα (P.S.I.) ήταν συμφωνημένο με συγκεκριμένους επαγγελματίες, προδήλως, υπό νομική έννοια, επενδυτές και, πάντως, όχι με τους αιτούντες, οι οποίοι, μη έχοντες την ανωτέρω ιδιότητα του κατ επάγγελμα επενδυτή, δεν εκπροσωπήθηκαν, κατά τη σύναψη της σχετικής συμφωνίας, από το ως άνω I.I.F. (στα μέλη του οποίου συγκαταλέγονται, σύμφωνα με το 2/26351/0023Α/11.3.2013 έγγραφο του Γ.Λ.Κ., οι μεγαλύτερες παγκοσμίως εμπορικές και επενδυτικές τράπεζες, εταιρίες διαχείρισης επενδύσεων, κρατικά επενδυτικά ταμεία και διαχειριστές κεφαλαίων). Διαφοροποιούνται, ως εκ τούτου, ουσιωδώς, ως προς το επίμαχο εγχείρημα, για λόγους νομικούς και πραγματικούς, οι αιτούντες από τους κατ επάγγελμα επενδυτές εν γένει και, ειδικότερα, από εκείνους που είχαν εξ αρχής συμφωνήσει να συμμετάσχουν στην επιχείρηση αναδιάταξης του ελληνικού δημοσίου χρέους. Συνεπώς, υπό την εκδοχή ότι το άρθρο πρώτο του ν. 4050/2012 μη διακρίνοντας, κατά το γράμμα του, ως προς τους δικαιούχους των τίτλων στους οποίους αναφέρεται η παρ. 1 εδ. α συμπεριέλαβε στην επιχείρηση αναδιάταξης του δημοσίου χρέους, με τη διαδικασία που το άρθρο αυτό καθιερώνει, και δικαιούχους τίτλων οι οποίοι (όπως οι αιτούντες) δεν είναι καν κατ επάγγελμα επενδυτές, κυρίως δε, δεν είχαν συμμετάσχει στη σχετική ως άνω συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο, η, παρά την ανωτέρω ουσιώδη ως προς το επίμαχο εγχείρημα διαφοροποίηση των τελευταίων τούτων δικαιούχων, συμπερίληψή τους στις ρυθμίσεις του εν λόγω άρθρου και, περαιτέρω, η  συμπερίληψη των ομολόγων τους, με τις προσβαλλόμενες πράξεις, στα «επιλέξιμα» ομόλογα που τροποποιήθηκαν, αντίκεινται στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητος. ʼλλωστε, την ως άνω κατηγορία δικαιούχων είχαν θεωρήσει ως διακριτή το Γ.Λ.Κ. και ο Ο.Δ.ΔΗ.Χ. με τις εισηγήσεις τους προς τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως πριν από την έκδοση της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, ειδικότερα δε το Γ.Λ.Κ. με το από 24.2.2012 ενημερωτικό του σημείωμα προς τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως είχε αιτιολογημένως εισηγηθεί την εξαίρεση των ομολόγων των δικαιούχων αυτών από την εν λόγω  διαδικασία τροποποίησης, ενώ, εξ άλλου, στη συμπερίληψη αυτών στην εν λόγω διαδικασία είχαν αντιταχθεί βουλευτές όλων ανεξαιρέτως των πτερύγων της Βουλής (βλ. Πρακτικά Βουλής της 23.2.2012, σελ. 5904-5942). Και ναι μεν, ως προς τη διάκριση των επίμαχων τίτλων, στο 2/26351/0023Α/11.3.2013 έγγραφο του Γ.Λ.Κ. αναφέρεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έχει, λόγω της φύσεως αυτών ως ανώνυμων, άυλων και διαπραγματεύσιμων δευτερογενώς τίτλων, δυνατότητα ταυτοποιήσεως, ανά πάσα στιγμή, των επενδυτών κατόχων των τίτλων που εκδίδει, η επίκληση, όμως, της αδυναμίας ταυτοποιήσεως των προσώπων τούτων δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, διότι ανεξαρτήτως της ευχερείας ενημερώσεως του εκδότη μέσω των κατά το άρθρο 6 παρ. 1 ν. 2198/1994 φορέων του Συστήματος, αλλά και του γεγονότος ότι ο Αντιπρόεδρος της Κυβερνήσεως στην ως άνω, από 24.2.2012 εισήγησή του προς το Υπουργικό Συμβούλιο προσδιορίζει επακριβώς το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου συγκεκριμένων κατηγοριών δικαιούχων η εν λόγω αναδιάταξη του δημοσίου χρέους μπορούσε, κατά τα εκτεθέντα, να γίνει με τροποποίηση μόνο των τίτλων που κατείχαν οι συγκεκριμένοι κατ επάγγελμα επενδυτές που είχαν προβεί στη σχετική συμφωνία με το Ελληνικό Δημόσιο,  δηλαδή τίτλων των οποίων τόσον οι δικαιούχοι, όσον και το ανεξόφλητο κεφάλαιο αποτελούσαν για το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω ακριβώς της προηγηθείσης ως άνω συμφωνίας, στοιχεία γνωστά και πάντως προσδιορίσιμα. Τέλος, το γεγονός ότι η σχέση εκ των ομολόγων, ως ανωνύμων, άυλων τίτλων, παρακολουθουμένων από το Σύστημα Λογιστικής Παρακολούθησης Συναλλαγών (κατά τα άρθρα 5 επ. του ν. 2198/1994), είναι, στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου, αναιτιώδης, δεν δικαιολογεί, από την άποψη της αρχής της ισότητος στο πλαίσιο του δημοσίου δικαίου, την μη διαφοροποίηση των αιτούντων ως προς την, κατ ενάσκηση δημοσίας εξουσίας, τροποποίηση των τίτλων του, εφ όσον η ανισότητα, εν προκειμένω, δεν έγκειται στην μη διάκριση μεταξύ των τίτλων, αλλά στην μη διάκριση κατηγοριών προσώπων (δικαιούχων των τίτλων), οι οποίες διαφοροποιούνται μεταξύ τους με κριτήρια νομικά, ήτοι γενικά και αντικειμενικά (την ιδιότητα, δηλαδή, του κατ επάγγελμα επενδυτή), τα οποία τελούν σε συνάφεια με το αντικείμενο της ρυθμίσεως, ήτοι την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους (αφού η αποφασισθείσα στις Συνόδους Κορυφής της Ευρωζώνης αναδιάταξη του δημοσίου χρέους με συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, την οποία επεδίωξε να υλοποιήσει ο ν. 4050/2012, ήταν προϊόν συμφωνίας του Ελληνικού Δημοσίου και ορισμένων κατ επάγγελμα, υπό την εκτεθείσα νομική έννοια, επενδυτών). Η ανισότητα δε αυτή επιτείνεται από το γεγονός ότι οι τράπεζες, τα ομόλογα των οποίων υπήχθησαν στην επίμαχη διαδικασία τροποποιήσεως τίτλων, είχαν περιορίσει σημαντικά τις ζημίες τους από τη συμμετοχή τους στην διαδικασία αυτή, μέσω της ήδη προβλεφθείσης «ανακεφαλαιοποιήσεως» αυτών [με την καταρτισθείσα, την 1.3.2012, μεταξύ Ε.Τ.Χ.Σ., Ελληνικού Δημοσίου και Τράπεζας της Ελλάδος σύμβαση χρηματοδοτικής διευκόλυνσης ύψους μέχρι 23.000.000.000 Ευρώ] και της εκπτώσεως των ανωτέρω ζημιών τους από τα ακαθάριστα έσοδά τους στο πλαίσιο της φορολογίας εισοδήματος (άρθρο 3 παρ. 5 και 6 ν. 4046/2012), ανεξαρτήτως του λόγου που υπαγόρευσε τις ως άνω ρυθμίσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος, εξεταζόμενος και αυτεπαγγέλτως, είναι κατά τη γνώμη της μειοψηφίας βάσιμος, ανεξαρτήτως των επιμέρους προβαλλομένων ισχυρισμών, και θα έπρεπε, συνεπώς, να γίνει δεκτός.

 

 

28. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του ν. 4050/2012 δεν αποτελούν νόμιμο έρεισμα των προσβαλλομένων πράξεων, με τις οποίες θίγονται περιουσιακής φύσεως δικαιώματα των αιτούντων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 17 του Συντάγματος.

 

 

29. Επειδή, τα ομόλογα και οι λοιποί τίτλοι, ενσώματοι ή άυλοι, δεν έχουν στις συναλλαγές περιουσιακή αξία ως πράγματα καθ αυτά. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους», ο ιδιοκτήτης τίτλων απολαύει συνταγματικής προστασίας λόγω της περιουσιακής σημασίας των ενοχικών δικαιωμάτων, τα οποία κατά την οικεία νομοθεσία είναι συνδεδεμένα με κτήση τίτλων και συνίστανται σε χρηματικές απαιτήσεις, για τις οποίες ανακύπτει δικαστικώς επιδιώξιμη αξίωση να ικανοποιηθούν όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες (βλ. ΑΠ 541/2011). Η ακύρωση τίτλου, όμως, δεν είναι απαλλοτρίωση κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 2 του Συντάγματος, ήτοι απαλλοτρίωση πράγματος που έχει περιουσιακή αξία καθ αυτό, ώστε να εξαρτάται η νομιμότητα της απαλλοτρίωσης από την καταβολή πλήρους χρηματικής αποζημίωσης και, μάλιστα, κατόπιν αποφάσεως δικαστηρίου που αποφαίνεται για το ύψος της περιουσιακής αξίας του πράγματος, δεδομένου ότι η παράγραφος αυτή αναφέρεται μόνο σε εμπράγματα δικαιώματα, όπως συνάγεται από τη διατύπωσή της, αλλά και από τις επόμενες παραγράφους του ίδιου άρθρου. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος, εάν έχει και την έννοια της παραβάσεως της παραγράφου 2 του  άρθρου 17 του Συντάγματος. Σχετικώς μειοψήφησε ο Σύμβουλος Γ. Ποταμιάς, ο οποίος διατύπωσε την εξής γνώμη : Η έννοια της κατά τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος προστατευομένης ιδιοκτησίας έχει τα αυτά όρια και το αυτό περιεχόμενο, τα οποία προκύπτουν, με συστηματική ερμηνεία, και από άλλες διατάξεις του Συντάγματος (βλ. άρθρα 18 παρ. 5, 8 και 106 παρ. 3-5) καθώς και από το σύνολο των κανόνων ιδιωτικού και δημοσίου δικαίου, που είναι σύμφωνοι με το Σύνταγμα. Στην έννοια δε της κατά το άρθρο 17 παρ. 1 και 2 προστατευομένης ιδιοκτησίας, σύμφωνα και με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, πρέπει να νοηθεί ότι περιλαμβάνονται και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις που δύνανται να ικανοποιηθούν και δικαστικώς, όταν καταστούν ληξιπρόθεσμες (βλ. ΑΠ 541/2011, 478/2006, 1780/2005). Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος ορίζοντας ότι «Κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια» υπονοεί αυτονόητα ως «ιδιοκτησία» εκείνη που έχει αναφέρει στην παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου, με τα αυτά όρια και το αυτό περιεχόμενο. Απλώς, στην παράγραφο 2 του άρθρου 17 ορίζονται οι προϋποθέσεις στερήσεως της ιδιοκτησίας (δημόσια ωφέλεια, νομοθετική πρόβλεψη, αποζημίωση, δικαστικός προσδιορισμός) και η διαδικασία. Ενόψει αυτών, οι ιδιοκτήτες τίτλων ομολόγων τυγχάνουν προστασίας και με βάση την παράγραφο 2 του άρθρου 17 του Συντάγματος. Έτσι, σε περίπτωση στερήσεως των απαιτήσεων που απορρέουν από τους τίτλους αυτούς απαιτείται η προηγούμενη καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, δικαστικώς προσδιοριζομένης. Κατόπιν των ανωτέρω, εφόσον, εν προκειμένω, δεν προηγήθηκε καταβολή πλήρους αποζημιώσεως, δικαστικώς προσδιορισθείσης, είναι, κατά τη γνώμη αυτή, βάσιμος ο ανωτέρω λόγος ακυρώσεως και θα έπρεπε να γίνει δεκτός.

 

 

30. Επειδή, προβάλλεται ότι οι τίτλοι των αιτούντων που αντικαταστάθηκαν αποτελούν περιουσία σύμφωνα με τα άρθρα 17 του Συντάγματος και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, η οποία δεν δύναται να περιορισθεί ει μη μόνο για θεμιτό σκοπό και εφ όσον δεν παραβιάζονται οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας. Εν πρώτοις, οι αιτούντες αμφισβητούν τη νομιμότητα των ρυθμίσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της περιουσίας τους από την άποψη της λυσιτέλειας, προβάλλοντας ότι «είναι ενδεχόμενο ο στόχος της δημοσιονομικής διάσωσης της χώρας να αποτύχει» λόγω της εξαίρεσης από τη διαδικασία της αντικατάστασης τίτλων μεγάλου μέρους του δημοσίου χρέους και αναφερόμενοι, κυρίως, στο χρέος που οφείλεται στον Δημόσιο Τομέα (ΕΚΤ, κράτη μέλη της Ευρωζώνης και κεντρικές τράπεζες αυτών κ.λπ.). Περαιτέρω, αμφισβητούν την αναγκαιότητα των ρυθμίσεων, προβάλλοντας ότι δεν αναζητήθηκε άλλο εναλλακτικό μέτρο, ηπιότερο και εξ ίσου αποτελεσματικό, ώστε να προστατευθεί η περιουσία των φυσικών προσώπων, ιδίως των Ελλήνων πολιτών, καθώς και ότι δεν εξετάσθηκε η λύση του δημοσιονομικού προβλήματος  με περιορισμό των κρατικών δαπανών και με αύξηση των φορολογικών εσόδων. Τέλος, αμφισβητούν την stricto sensu αναλογικότητα της μείωσης της περιουσίας τους, προβάλλοντας ότι ήταν υπέρμετρη σε βαθμό που συνιστά αναίρεση του πυρήνα του δικαιώματός τους, κατά  παράβαση και των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος.

 

 

31. Επειδή, σύμφωνα με τα άρθρα 5 παρ. 1, 17 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, σε περίπτωση συνδρομής σοβαρού λόγου δημοσίου συμφέροντος είναι επιτρεπτός ο περιορισμός των πάσης φύσεως ενοχικών δικαιωμάτων, εάν υπό τις δεδομένες συνθήκες κρίνεται αναγκαίος και πρόσφορος για την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και συμβατός με την αρχή της αναλογικότητας. Περαιτέρω, το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, το οποίο κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), ορίζει ότι η περιουσία κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου είναι σεβαστή. Όμως, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, εάν συντρέχουν λόγοι δημοσίου συμφέροντος, μείωση της περιουσίας είναι επιτρεπτή, κατά τους όρους που προβλέπονται στην εθνική νομοθεσία και στις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου, ιδιαιτέρως δε υπό εξαιρετικές περιστάσεις που επιβάλλουν τη λήψη γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την εκτίμηση των κρατικών αρχών, οι οποίες είναι και οι κατ αρχήν αρμόδιες να εκτιμήσουν, σε κάθε περίσταση, σε τι συνίσταται το δημόσιο συμφέρον και ποια είναι τα αναγκαία και πρόσφορα μέτρα για την εξυπηρέτησή του, έχοντας ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως. Εν προκειμένω, η μείωση της περιουσίας των αιτούντων προέκυψε από την εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4050/2012 που δεν αντιβαίνουν στο Σύνταγμα (σύμφωνα και με τα κριθέντα κατά πλειοψηφία και σε προηγούμενες σκέψεις) και συνιστούν, περαιτέρω, εθνική νομοθεσία λήψης γενικών μέτρων οικονομικής και κοινωνικής στρατηγικής κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Η εξέταση του ειδικότερου ισχυρισμού των αιτούντων, σύμφωνα με τον οποίο (όπως διατυπώνεται) είναι ενδεχόμενο να αποτύχει ο στόχος της δημοσιονομικής διάσωσης της Ελληνικής Δημοκρατίας, διότι  οι επιλέξιμοι τίτλοι με συνολικό ανεξόφλητο κεφάλαιο 177.218.697.615,45 ευρώ δεν περιλαμβάνουν όλο το χρέος που οφείλεται στον Ιδιωτικό Τομέα (Private Sector) και, κυρίως, διότι δεν υπήρξε ανάλογη νομοθετική ρύθμιση για το ανεξόφλητο κεφάλαιο που οφείλεται στον Δημόσιο Τομέα (Official Sector),  δεν ανήκει στην εξουσία του Δικαστηρίου, διότι θα συνιστούσε έλεγχο της ορθότητας των επιλογών του νομοθέτη, ήτοι υπέρβαση του οριακού δικαστικού ελέγχου για την συνταγματικότητα των ρυθμίσεών του. Περαιτέρω, ήδη κρίθηκε (βλ. σκέψη 26) ότι η αρχή της ισότητας δεν επέβαλλε τη διαφοροποίηση των φυσικών προσώπων, πάντων ή ειδικότερα των Ελλήνων πολιτών, ως προς την υπαγωγή στις ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012. Έχουν δε ληφθεί πολλά και σύνθετα νομοθετικά μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης, ιδίως μέτρα περιορισμού των δημοσίων δαπανών (περιλαμβανομένων των μειώσεων μισθών και συντάξεων) και αύξησης των φορολογικών εσόδων, όπως προκύπτει από τις διατάξεις που ενδεικτικώς αναφέρονται κατωτέρω (βλ. σκέψη 34). Συνεπώς, αβασίμως αμφισβητείται η αναγκαιότητα των ρυθμίσεων του ν. 4050/2012 με τους ειδικότερους ισχυρισμούς των αιτούντων. Τέλος, όπως παγίως γίνεται δεκτό, καθ ερμηνείαν του  άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, δεν αντίκειται σε γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου η μείωση της περιουσίας, η οποία τηρεί την αρχή της δίκαιης ισορροπίας (fair balance) μεταξύ του γενικού συμφέροντος που αφορά το σύνολο και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου [βλ. ΕΔΔΑ James και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 21.2.1986 που ακολουθείται παγίως, ιδιαιτέρως δε ΕΔΔΑ Olczak κατά Πολωνίας, απόφαση της 7.11.2002 και Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 10.7.2012]. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 2198/1994 που παρατίθεται σε προηγούμενη σκέψη, οι αιτούντες θα είχαν, με την επένδυσή τους σε άυλους τίτλους εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, αξίωση κατ αυτού για καταβολή χρηματικού ποσού ίσου προς την ονομαστική αξία των τίτλων τους, εάν κατά τη λήξη το Ελληνικό Δημόσιο δεν ήταν συνεπές προς την κατά την παράγραφο 6 του ίδιου άρθρου υποχρέωση καταβολής, στην Τράπεζα της Ελλάδος, επαρκών κεφαλαίων για την απόσβεση της σχετικής υποχρέωσής του. Μετά την ακύρωση των τίτλων και τη χορήγηση νέων, για την αντικατάσταση των ακυρωθέντων κατά τα εκτεθέντα, προέκυψε για τους αιτούντες δυσμενής περιουσιακή μεταβολή, ως συνέπεια α) της μείωσης της ονομαστικής αξίας του ανεξόφλητου κεφαλαίου κατά 53,5 % και β) της μεταβολής του χρόνου λήξεως για το υπόλοιπο 46,5 % του ανεξόφλητου κεφαλαίου. Η μεταβολή του χρόνου λήξεως ήταν βλαπτική σε σημαντικό βαθμό, διότι οι νέοι τίτλοι εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου, με ονομαστική αξία κεφαλαίου ίση προς το 31,5 % του αρχικού, λήγουν τα έτη 2023 έως και 2042. Η απόδοση των νέων τίτλων σε περίπτωση ρευστοποίησης θα έπρεπε να εξετασθεί βάσει του χρόνου λήξεως ενός εκάστου των αντικατασταθέντων τίτλων, διότι προ του ως άνω χρόνου οι αιτούντες δεν είχαν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2198/1994, αξίωση για την καταβολή του κεφαλαίου. Εν πάση, όμως, περιπτώσει και δεδομένου ότι αφ ενός μεν δεν υπάρχουν στοιχεία για να εκτιμηθεί η αγοραία αξία των νέων τίτλων σε μέλλοντα χρόνο, αφ ετέρου δε στο έγγραφο 2/20407/0023/14.3.2013 των απόψεων του Ελληνικού Δημοσίου αναφέρεται ότι από τα στοιχεία της ΗΔΑΤ και του διεθνούς δικτύου Bloomberg προκύπτει μέση αγοραία αξία του συνόλου των νέων τίτλων ανερχόμενη σε ποσοστό της ονομαστικής αξίας των παλαιών τίτλων : α) 23,085 % στις 12.3.2012 και β) 29,246 % στις 8.2.2013, το Δικαστήριο εκτιμά, βάσει του συνόλου των υπαρχόντων στοιχείων, ότι η αγοραία αξία των νέων τίτλων των αιτούντων, αν και υπολείπεται της ονομαστικής αξίας τους, έχει τάση σαφώς ανοδική, καθώς και ότι εάν οι αιτούντες, παρά την ανοδική αυτή τάση, αποφάσιζαν να ρευστοποιήσουν τους νέους τίτλους στις 8.2.2013, θα απεκόμιζαν το 29,246% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων. Εν κατακλείδι, η ακύρωση των τίτλων των αιτούντων και η αντικατάστασή τους με τους νέους τίτλους, εκδόσεως του Ελληνικού Δημοσίου και του ΕΤΧΣ,  συνεπάγεται ουσιαστικώς απώλεια κεφαλαίου κατά [100 46,5 =] 53,5 % ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, λόγω της μεταβολής του χρόνου λήξεως που προβλεπόταν στους ακυρωθέντες τίτλους. Αυτή η περιουσιακή απώλεια, ως περιορισμός ενοχικού δικαιώματος, ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή, αλλά δεν προκύπτει ότι ήταν απρόσφορη ή μη αναγκαία ή υπέρμετρη, ώστε να κριθεί απαγορευμένη από τα άρθρα 17 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Τούτο, διότι υπό τις δεδομένες, όλως εξαιρετικές περιστάσεις, περί των οποίων εκτενώς έγινε λόγος στις προηγούμενες σκέψεις, όπως αυτές εκτιμήθηκαν από τη Βουλή των Ελλήνων και το Υπουργικό Συμβούλιο, καθώς και από τον Ιδιωτικό Τομέα με ευρύτατη πλειοψηφία, ήτοι με ψήφους 152.042.932.772,40 επί συνόλου 177.218.697.615,45 ανάλογα με τη συμμετοχή στο ανεξόφλητο κεφάλαιο του δημοσίου χρέους, ο περιορισμός των δικαιωμάτων του Ιδιωτικού Τομέα επί του δημοσίου χρέους κατά 53,5 % ή και κατά ακόμη υψηλότερο ποσοστό, κατά την κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο του οριακού ελέγχου συνταγματικότητας της ρύθμισης από την εξεταζόμενη άποψη, δεν εμφανίζεται ως μέτρο που υπερβαίνει το αναγκαίο όριο ή / και ως απρόσφορο για την επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου της μείωσης του δημοσίου χρέους χάριν της διάσωσης της οικονομίας της Ελληνικής Δημοκρατίας από στάση πληρωμών και κατάρρευση, η οποία θα είχε απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες και, βεβαίως, θα έθετε σε σοβαρότατο κίνδυνο και την απόλαυση των δικαιωμάτων όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που έχουν επενδύσει στο δημόσιο χρέος [βλ. και ανωτέρω αναφερόμενες, ΕΔΔΑ Olzcak κατά Πολωνίας, Grainger και λοιποί κατά Ηνωμένου Βασιλείου, σε σχέση με το άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ]. Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Κατά την ειδικότερη γνώμη της συμβούλου Ο. Ζύγουρα, πέραν τούτων, οι ως άνω λόγοι είναι απορριπτέοι και διότι τόσο το άρθρο 17 Συντ όσο και το άρθρο 1 ΠΠΠ της ΕΣΔΑ δεν κατοχυρώνουν δικαιώματα προσδοκίας, εν προκειμένω δε ενεστώσα ήταν εν πάση περιπτώσει, κατά τα προεκτεθέντα, η αξίωση των επενδυτών μόνον επί την τρέχουσα αγοραία αξία των τίτλων των. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Συμβούλου Φ. Ντζίμα ο ίδιος λόγος, κατά το ίδιο μέρος του, πρέπει να απορριφθεί με την αιτιολογία ότι το άρθρο 17 του Συντάγματος με το σύνολο των διατάξεών του παρέχει προστασία μόνο στα εμπράγματα δικαιώματα, δηλαδή σε εκείνα που παρέχουν άμεση και απόλυτη εξουσία σε ενσώματα πράγματα κινητά ή ακίνητα, σύμφωνα με τους ειδικότερους ορισμούς του κοινού νομοθέτη, όχι όμως και στα ενοχικά δικαιώματα (ΣτΕ 2705/1991 κ.α.).

 

 

32. Επειδή, μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Ε. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Ε. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου - Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη, με την οποία συντάχθηκε η Πάρεδρος Β. Μόσχου: Από το άρθρο 1 του ΠΠΠ συνάγεται ότι για να είναι συμβατή με το άρθρο αυτό μία επέμβαση στην περιουσία του προσώπου με οποιαδήποτε μορφή, πρέπει να αποβλέπει στην ικανοποίηση σκοπού δημόσιας ωφέλειας, να προβλέπεται στο νόμο και να τελεί σε σχέση αναλογικότητας προς τον ανωτέρω σκοπό, δηλαδή να μην κλονίζει τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος και του περιουσιακού δικαιώματος. Ειδικότερα, η αφαίρεση περιουσίας χωρίς την πληρωμή ενός ποσού που να έχει εύλογη σχέση με την αξία της περιουσίας αυτής συνιστά, συνήθως, δυσανάλογη επέμβαση, η ολική δε απουσία αποζημιώσεως, μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (ΕΔΔΑ Ιερές Μονές κατά Ελλάδος 2.12.1994, σκ. 71), για τη συνδρομή των οποίων οφείλει η πολιτεία να παρέχει πειστικές εξηγήσεις (ΕΔΔΑ τέως Βασιλέας της Ελλάδος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 23.11.2000, σκέψη 98). [Ως εξαιρετικές δε περιπτώσεις που δικαιολογούν την μη καταβολή αποζημιώσεως, δεν έχουν, πάντως, θεωρηθεί «η ταραχώδης μετάβαση από την κρατικά ελεγχόμενη οικονομία στην οικονομία της αγοράς, η περαιτέρω οικονομική κρίση, η μεγάλη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος, οι δημοσιονομικές προτεραιότητες για επείγοντα κοινωνικά ζητήματα» (βλ. ΕΔΔΑ Malysh κατά Ρωσίας 11.2.2010, σκ. 80 και 83, Lobanov I κατά Ρωσίας 2.12.2010, σκ. 50 και 51, προκειμένου περί αναβολής εξοφλήσεως ομολόγων που δεν χαρακτηρίσθηκε ως στέρηση περιουσίας) ή η τραπεζική κρίση με πτωχεύσεις κρατικών και ιδιωτικών τραπεζών, η οικονομική αστάθεια και ο υψηλός πληθωρισμός (βλ. ΕΔΔΑ Capital Bank κατά Βουλγαρίας 24.11.2005, σκ. 45 και 136, προκειμένου περί στερήσεως περιουσίας)]. Η καταβολή, άλλωστε, αποζημιώσεως απαιτείται, κατά το άρθρο 1 του ως άνω ΠΠΠ, σε περίπτωση στερήσεως ενοχικών δικαιωμάτων (βλ. Ολ.ΑΠ 33/2002) και μάλιστα, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το κράτος, κατ ενάσκησιν δημόσιας εξουσίας, τροποποιεί ή ακυρώνει συμβάσεις που έχει συνάψει με ιδιώτες, τούτο δε, προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός μεν η επιβολή των υπέρτερων συμφερόντων του κράτους επί των συμβατικών του υποχρεώσεων, αφετέρου δε η ανάγκη διαφυλάξεως μιας δίκαιης ισορροπίας στη συμβατική σχέση (ΕΔΔΑ Στραν - Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1994,  σκ. 72). Εν προκειμένω, το οικονομικό αποτέλεσμα για τους αιτούντες της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, την οποία συγκροτούν οι προσβαλλόμενες πράξεις (αυτοδίκαιη ακύρωση παλαιών τίτλων και αντικατάστασή τους με νέους τίτλους), συνίσταται, εν όψει της διαφοράς των νέων τίτλων σε σχέση με τους παλαιούς, κυρίως ως προς την ονομαστική αξία και τη διάρκειά τους, σε ζημία η οποία ανέρχεται σε ποσοστό 78,5% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων (αφού, όπως αναφέρεται στο έγγραφο 2/20407/0023/14.3.2013 των απόψεων του Ελληνικού Δημοσίου προς το Δικαστήριο, το οποίο παραπέμπει σχετικώς στην από 5.4.2012 απόφαση της αρμόδιας Επιτροπής της ISDA, η αξία του συνόλου των νέων τίτλων που δόθηκαν μετά την ανταλλαγή προσδιορίσθηκε μέσω δημοπρασίας στο 21,5 % της αρχικής ονομαστικής αξίας των παλαιών). Η ζημία αυτή που επήλθε, μέσω ενεργειών του Ελληνικού Κράτους, χωρίς συναίνεση των αιτούντων (βλ. σκέψη 23 υπό στ. Α) στις ενοχικές απαιτήσεις τους, οι οποίες απέρρεαν από τα κρατικά ομόλογα που κατείχαν, συνιστά επέμβαση στην περιουσία τους, κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Ως προς τη συμφωνία της επεμβάσεως αυτής προς την ανωτέρω διάταξη, παρατηρούνται τα εξής: Α) Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, εν όψει των σοβαρότατων οικονομικών προβλημάτων που περιγράφονται σ αυτήν, ο νομοθέτης έκρινε επιβεβλημένη, την αναδιάταξη του δημοσίου χρέους προκειμένου αυτό να καταστεί βιώσιμο, η διασφάλιση δε της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους συνιστά πράγματι δημόσιο σκοπό. Χάριν του ως άνω δημοσίου σκοπού, επεχείρησε ο ν. 4050/2012 την εν λόγω αναδιάταξη του δημοσίου χρέους μέσω των ουσιαστικών και διαδικαστικών ρυθμίσεων που εθέσπισε. Όπως, όμως, έχει αναλυτικότερα εκτεθεί στην σκέψη 23 (σχετικά με το άρθρο 5 του Συντάγματος), λόγω της ελλείψεως οποιασδήποτε αναφοράς ή εκτιμήσεως, από το Δημόσιο, στοιχείων ως προς το Α.Ε.Π. και ως προς άλλες κρίσιμες για τη βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους παραμέτρους, καθώς και λόγω των επακολουθησάντων κατά πρόβλεψη του ήδη εκδοθέντος ν. 4046/2012 δανεισμών, ύψους 109.100.000.000 Ευρώ, αλλά και της εν συνεχεία επιδεινώσεως της σχέσεως του δημοσίου χρέους προς το Α.Ε.Π., δεν είναι δυνατόν να συναχθεί ότι με τις επίμαχες ρυθμίσεις μπορούσε να επιτευχθεί ο ανωτέρω δημόσιος σκοπός (η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους), ενώ είναι πρόδηλο ότι με την εφαρμογή των ρυθμίσεων τούτων πλήσσονται άλλοι σοβαρότατοι δημόσιοι σκοποί (π.χ. η πιστοληπτική ικανότητα του Ελληνικού Δημοσίου, η δημόσια υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, ή άλλοι θαλπόμενοι από θιγόμενα δημόσια νομικά πρόσωπα δημόσιοι σκοποί). Ειδικώς δε, η -αποτελούσα και το αντικείμενο της συγκεκριμένης διαφοράς- συμπερίληψη, μεταξύ των τροποποιηθέντων τίτλων, και των ομολόγων εκείνων, των οποίων οι δικαιούχοι (όπως οι αιτούντες) δεν συνήνεσαν στην τροποποίησή τους με τους κανόνες συλλογικής δράσεως του ν. 4050/2012, παραβλάπτει, κατ εξοχήν, το δημόσιο συμφέρον, αφού η πιστοληπτική ικανότητα της Χώρας πλήσσεται και πράγματι επλήγη, κατά τα ανωτέρω- ακριβώς λόγω της συμπεριλήψεως αυτής (της επιβολής, δηλαδή, στους ως άνω δικαιούχους, μέσω των εν λόγω κανόνων, βλαπτικών για τις απαιτήσεις τους αποφάσεων άλλων δανειστών. Δεν συντρέχει, συνεπώς, το, κατά το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, στοιχείο της δημοσίας ωφελείας για την επίμαχη επέμβαση στην περιουσία των αιτούντων. Β) Η επίμαχη επέμβαση στα ομόλογα των αιτούντων προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, οι διατάξεις όμως αυτές στερούνται του στοιχείου της προβλεψιμότητος, το οποίο απαιτείται προκειμένου να παρέχεται στο υποκείμενο του δικαιώματος η δυνατότητα να προβλέψει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του, σύμφωνα με όσα, αναλυτικότερα, εκτίθενται στη σκέψη 23 υπό στοιχείο Γ. Γ) Η επίμαχη επέμβαση στην περιουσία των αιτούντων αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητος. Ειδικότερα, όπως έχει εκτεθεί, από την επιχειρηθείσα, κατ εφαρμογήν των ρυθμίσεων του ν. 4050/2012, αναδιάταξη του δημοσίου χρέους επήλθε στους αιτούντες συνολικά πραγματική ζημία ανερχομένη σε ποσοστό 78,5% της ονομαστικής αξίας των ακυρωθέντων τίτλων. Ως προς την περιουσιακή αυτή ζημία των αιτούντων δεν συντρέχει το στοιχείο της αναλογικότητος εν σχέσει προς τον ως άνω εξαγγελθέντα δημόσιο σκοπό (διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους). Και τούτο διότι: α) δεν μπορεί να ελεγχθεί η αναλογικότητα της επίμαχης επεμβάσεως στο εν λόγω δικαίωμα των αιτούντων, εφόσον ο νομοθέτης με την αναφορά στους «επιλέξιμους τίτλους» (παρ. 1 β) παρέλειψε, παρά την σχετική συνταγματική υποχρέωσή του (ΣτΕ 3037/2008 Ολομ., 1909-10/2001 Ολομ.), να προσδιορίσει σαφή και αντικειμενικά κριτήρια επιλογής των τίτλων που θα τροποποιηθούν ώστε να δύναται να ελεγχθεί δικαστικώς αν αυτά εφαρμόσθηκαν από τη Διοίκηση, εν πάση δε περιπτώσει, χρήση γενικών, αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων επιλογής δεν προκύπτει από τις προσβαλλόμενες πράξεις ή από τα  στοιχεία του φακέλου [ως προς το ειδικότερο αυτό ζήτημα συντάχθηκε με την μειοψηφία, κατά τη διάσκεψη της 3.6.2013, και ο Σύμβουλος Β. Αραβαντινός] την αποφυγή, μάλιστα, του δικαστικού ελέγχου ως προς το ζήτημα, ακριβώς, αυτό επεδίωξε ο νομοθέτης με τον χαρακτηρισμό, στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4050/2012, της επιλογής αυτής ως «κυβερνητικής πράξεως που ανάγεται στη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας», αβασίμως όπως εκτίθεται στη σκέψη 6. β) Όπως έχει εκτεθεί, το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβεί σε συμφωνία με συγκεκριμένους επαγγελματίες επενδυτές για την εθελοντική ανταλλαγή ομολόγων και τους γενικούς όρους αυτής («κούρεμα» ποσοστού 53,5% της ονομαστικής αξίας αυτών, κατά τη δήλωση της Συνόδου Κορυφής Eurogroup της 21.2.2012), η συμφωνία δε αυτή, ως μορφή αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους χάριν της βιωσιμότητος αυτού, είχε «επικυρωθεί» με τις προμνησθείσες πολιτικές αποφάσεις των Συνόδων Κορυφής Eurogroup (21.7.2011, 26.10.2011, 21.2.2012). Όμως, με τις ρυθμίσεις του ν. 4050/2012 ή, πάντως, λόγω μη προσδιορισμού στον ίδιο το νόμο των ομολόγων που θα υφίσταντο την ανωτέρω τροποποίηση, με τις προσβαλλόμενες πράξεις υπερακοντίσθηκαν η συμφωνία αυτή και η αναληφθείσα με τις προμνησθείσες αποφάσεις πολιτική δέσμευση, επιχειρήθηκε δε η τροποποίηση μεγαλύτερου ποσού ανεξόφλητου κεφαλαίου του δημοσίου χρέους με τη συμπερίληψη στο εγχείρημα και τίτλων που ανήκαν σε πρόσωπα τα οποία, όπως οι αιτούντες, δεν είχαν εξ αρχής συμφωνήσει σ αυτό (σε συνδυασμό με την εφαρμογή κανόνων συλλογικής δράσεως, ώστε, με δεδομένη την συναίνεση των επαγγελματιών επενδυτών που είχαν εξ αρχής συμφωνήσει ως προς την τροποποίηση «κούρεμα»- των τίτλων τους, να «κουρευθεί» επί πλέον και ένα μικρότερο ποσό ανεξόφλητου κεφαλαίου μη συναινούντων στην εν λόγω τροποποίηση προσώπων). Από κανένα, ωστόσο, προπαρασκευαστικό στοιχείο του ν. 4050/2012 ή στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους) ήταν αναγκαία η συμπερίληψη και των τελευταίων τούτων τίτλων στην αναληφθείσα επιχείρηση τροποποιήσεως τίτλων, και η, εντεύθεν, προπεριγραφείσα περιουσιακή ζημία των δικαιούχων των τίτλων αυτών (όπως οι αιτούντες). Για το ζήτημα, μάλιστα, αυτό (της αναγκαιότητος της συμπεριλήψεως των τίτλων αυτών), ενώ με το από 8.3.2013 έγγραφο του ΣτΕ υποβλήθηκε στον Υπουργό Οικονομικών και την Τράπεζα της Ελλάδος ρητό ερώτημα, δεν υπήρξε απάντηση ούτε προσκομίσθηκαν οποιαδήποτε στοιχεία (πρβλ. ΕΔΔΑ Fomin κατά Ρωσίας 26.2.2013, σκ. 28, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος 25.6.2009, σκ. 35, Τέως Βασιλέας της Ελλάδος και λοιποί κατά Ελλάδος, της 23.11.2000, σκέψη 98). Την ανάγκη, εξ άλλου, συμπεριλήψεως των ομολόγων των μη κατ επάγγελμα επενδυτών (χαρακτηριζομένων ως «μικροεπενδυτών», «αποταμιευτών», «μικροομολογιούχων», «φυσικών προσώπων» κλπ) στην κατά το ν. 4050/2012 αναδιάταξη του δημοσίου χρέους αμφισβήτησαν, κατά την ψήφιση του νόμου αυτού, βουλευτές όλων ανεξαιρέτως των πτερύγων της Βουλής (βλ. Πρακτικά Βουλής της 23.2.2013, σελ. 5904-5942), ενώ, πριν από την έκδοση της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, η 23η Διεύθυνση Δημοσίου Χρέους του Γ.Λ.Κ., με το από 24.2.2012 ενημερωτικό σημείωμά της, είχε εισηγηθεί, αιτιολογημένως, την εξαίρεση των ανωτέρω ομολόγων από τη διαδικασία ανταλλαγής. γ) Ως προς την αναγκαιότητα της επιχειρηθείσης με το ν. 4050/2012 συγκεκριμένης μορφής αναδιατάξεως του δημοσίου χρέους, σημειώνεται επίσης ότι υπήρχαν, γνωστοί από την ελληνική και ευρωπαϊκή οικονομική ιστορία, και ηπιότεροι για τα περιουσιακά δικαιώματα των κατόχων των τίτλων τρόποι αντιμετωπίσεως σοβαρών προβλημάτων δημοσίου χρέους, όπως η αναστολή εξυπηρετήσεως του δημοσίου χρέους (βλ. ΣτΕ 1071/1961 και τα αναφερόμενα σ αυτήν νομοθετήματα), η επιμήκυνση της εξοφλήσεως αυτού, ο περιορισμός του ύψους των καταβλητέων τόκων (ν. 5456/1932) κ.ά. δ) Για τη ζημία που επήλθε στους αιτούντες, από τη σύνθετη διοικητική ενέργεια την οποία συγκροτούν οι προσβαλλόμενες πράξεις (μείωση κατά 78,5% των απαιτήσεών τους λόγω της αντικαταστάσεως των ομολόγων), δεν προβλέφθηκε ούτε έχει καταβληθεί οποιαδήποτε αποζημίωση, καίτοι, μάλιστα, κατά την ψήφιση του ν. 4050/2012 επισήμως αναγνωρίσθηκε από τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως η υποχρέωση «να καλυφθούν απολύτως» οι επενδυτές («φυσικά πρόσωπα») που χαρακτηρίστηκαν ως «αποταμιευτές», ώστε «να μη δημιουργηθούν δυσεπίλυτα νομικά και οικονομικά προβλήματα» (Πρακτικά Βουλής της 23.3.2012, σελ. 5928-5929). Δεν είναι δε δυνατόν να θεωρηθεί ότι η επίμαχη επέμβαση συνίσταται στην αυτοδίκαιη, κατά την παρ. 9 του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012, ακύρωση των τίτλων, ότι, εν σχέσει προς αυτήν (ως ολική στέρηση περιουσίας), συνιστούν εύλογη αποζημίωση τα εκδοθέντα, δυνάμει της τετάρτης προσβαλλομένης πράξεως, νέα ομόλογα, και ότι, ως εκ τούτου, δεν πλήσσεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του προσβαλλομένου δικαιώματος και της δημοσίας ωφέλειας, μη απαιτουμένης επί πλέον αποζημιώσεως. Και τούτο διότι: αα) την επίμαχη επέμβαση δεν συνιστά μόνον η κατά νόμον αυτοδίκαιη ακύρωση των παλαιών τίτλων, αλλά η σύνθετη διοικητική ενέργεια την οποία συγκροτούν συνολικώς οι προσβαλλόμενες πράξεις, η έκταση δε της περιουσιακής ζημίας (στέρησης περιουσίας) των αιτούντων που προκύπτει από αυτήν ανέρχεται σε απώλεια ποσοστού 78,5% της ονομαστικής αξίας των ομολόγων τους, και ββ) κατά τα εκτεθέντα, έχει αναγνωρισθεί επισήμως αλλά δεν έχει ικανοποιηθεί μέχρι σήμερα- η ανάγκη αποζημιώσεως τούτων («να καλυφθούν απολύτως»). Εν όψει της αναγνωρίσεως αυτής αλλά και της, κατά τα ανωτέρω, ελλείψεως του στοιχείου της αναγκαιότητος, δεν είναι δυνατόν, ακόμη και υπό την προεκτεθείσα εκδοχή (ότι η επέμβαση συνίσταται σε ολική στέρηση περιουσίας, δηλαδή στην αυτοδίκαιη ακύρωση των παλαιών τίτλων), να θεωρηθούν τα εκδοθέντα νέα ομόλογα, πραγματικής  αξίας ίσης προς το 21,5% της ονομαστικής αξίας των αρχικών, ως εύλογη, σε σχέση με την ονομαστική αξία των ακυρωθέντων τίτλων, αποζημίωση, η οποία αποκαθιστά την διαταραχθείσα δίκαιη ισορροπία μεταξύ της, υπό την εν λόγω εκδοχή, ολικής στερήσεως της περιουσίας των αιτούντων (αυτοδίκαιης ακυρώσεως των ομολόγων) και της επιδιωκομένης δημοσίας ωφελείας (ως προς το ύψος της αποζημιώσεως, προκειμένου περί ομολόγων των οποίων, απλώς, ανεβάλλετο η εξόφληση, βλ., χαρακτηριστικώς, ΕΔΔΑ Lobanov Ι κατά Ρωσίας 2.12.2010 και Lobanov ΙΙ κατά Ρωσίας 14.2.2012). Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων (Α, Β, Γ), εν προκειμένω, ελλείπουν τα στοιχεία της δημόσιας ωφελείας, της νομιμότητος (προβλεψιμότητος) και της αναλογικότητος, τα οποία αυτοτελώς και σωρευτικώς απαιτούνται για να κριθεί συμβατή με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ η επίδικη επέμβαση. Είναι, επομένως, βάσιμος και θα έπρεπε να γίνει δεκτός, ανεξαρτήτως των προβαλλομένων ισχυρισμών, ο λόγος ακυρώσεως περί παραβάσεως του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

 

 

33. Επειδή, προβάλλεται ότι οι διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 αντιβαίνουν στο άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι οι Έλληνες πολίτες πρέπει να συνεισφέρουν στα δημόσια βάρη χωρίς διακρίσεις και ανάλογα με τις δυνάμεις τους, διότι επέτρεψαν στη Διοίκηση να επιβαρύνει μια κατηγορία πολιτών με ένα εξαιρετικό, από την άποψη των συνθηκών επιβολής του και του μεγέθους του, δημόσιο βάρος, το οποίο έχει χαρακτήρα φόρου, που δεν επεβλήθη ομοίως και σε άλλους κατόχους περιουσίας. Ειδικότερα, οι αιτούντες προβάλλουν ότι το βάρος αυτό δεν επεβλήθη κατ αναλογία προς τη φοροδοτική ικανότητά τους κατά τον χρόνο της επιβολής, εξ αιτίας της οποίας υπέστησαν περαιτέρω μείωση της φοροδοτικής ικανότητάς τους, χωρίς μάλιστα να προβλεφθεί (ως αντιστάθμισμα) ο περιορισμός των λοιπών φορολογικών υποχρεώσεών τους, παράλληλα δε υπέστησαν πρόσθετα βάρη λόγω της επιβολής και άλλων νέων φορολογικών μέτρων, της περικοπής μισθών και συντάξεων, της κατάργησης των κοινωνικών παροχών και της ανεργίας, με αποτέλεσμα να στοιχειοθετηθεί, από το σύνολο των βαρών που υπέστησαν, παράβαση και του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου από την Πολιτεία. 

 

 

34. Επειδή, τα έκτακτα μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση μιας απρόβλεπτης συγκυρίας, εξαιρετικά δυσμενούς για την εθνική οικονομία και παρατεταμένης, δεν είναι επιτρεπτό, σύμφωνα με τα άρθρα 2 παρ. 1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος, να επιρρίπτονται αδιαφοροποίητα στο κοινωνικό σύνολο και, μάλιστα, στους πολίτες που είναι συνεπείς στην εκπλήρωση των φορολογικών και λοιπών υποχρεώσεών τους (ΣτΕ 668, 1283 6/2012). Το κοινωνικό σύνολο έχει επιβαρυνθεί με σειρά νομοθετικών μέτρων περί επιβολής νέων φόρων και εισφορών, με αύξηση της ήδη υπάρχουσας φορολογίας (εισοδήματος, ακίνητης περιουσίας, κατανάλωσης και λοιπής) και με σοβαρές περικοπές των αποδοχών των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα και των συντάξεων [βλ. ν. 3833/2010 (Α΄ 40), ν. 3845/2010 (Α΄ 65), ν. 3986/2011 (Α΄ 152), ν. 4021/2011 (Α΄ 218), ν. 4024/2011 (Α΄ 226)], με άλλα δε νομοθετικά μέτρα, τα οποία έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση της οικονομικής συγκυρίας μέσω και της αναδιάρθρωσης της εθνικής οικονομίας, έχουν θιγεί και οι εργασιακές σχέσεις στον ιδιωτικό τομέα [Π.Υ.Σ. 6/2012, Α΄ 38]. Εν προκειμένω, ο περιορισμός των απαιτήσεων κατά του Ελληνικού Δημοσίου με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 έθιξε τους επενδυτές, νομικά και φυσικά πρόσωπα, ημεδαπούς και αλλοδαπούς, ως φορείς δικαιωμάτων από έννομες σχέσεις παροχής οικονομικής πίστης στο Ελληνικό Δημόσιο, των οποίων (δικαιωμάτων) η απόλαυση δεν ήταν απαλλαγμένη κινδύνων, σύμφωνα με τα ήδη εκτεθέντα. Η ρύθμιση αυτών των εννόμων σχέσεων με τις διατάξεις του ν. 4050/2012 και της Π.Υ.Σ. 5/24.2.2012, ήτοι με περιορισμό, κατόπιν σχετικής διαπραγμάτευσης, των απαιτήσεων των πιστωτών έναντι του Ελληνικού Δημοσίου στο συγκεκριμένο ποσοστό (για την εκτίμηση του  οποίου βλ. ανωτέρω, σκέψη 31) και με τη σύμμετρη ικανοποίηση κάθε πιστωτή «pro rata», ανάλογα με το ύψος του κεφαλαίου του που αντιστοιχεί στο δημόσιο χρέος προς τον Ιδιωτικό Τομέα, εντάσσεται στο πλαίσιο των ευρύτερων, επιβαρυντικών για το κοινωνικό σύνολο, νομοθετικών παρεμβάσεων που αποβλέπουν στην αντιμετώπιση της δεδομένης εξαιρετικά δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας, χωρίς όμως να έχει χαρακτήρα φόρου, όπως αβασίμως προβάλλεται. Υπό τα δεδομένα αυτά, η ρύθμιση δεν αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος (γενικώς ή, ειδικότερα, λόγω της μη επέκτασής της σε πρόσωπα που δεν συνδέονται με το Ελληνικό Δημόσιο με έννομη σχέση παροχής οικονομικής πίστης) ούτε στοιχειοθετεί παράβαση του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος.

 

 

35. Επειδή, σχετικώς μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Ν. Σακελλαρίου και οι Σύμβουλοι Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Δ. Αλεξανδρής, Γ. Ποταμιάς, Β. Καλαντζή και Μ. Σταματελάτου Μπεριάτου, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη γνώμη: Υπό την παρατεθείσα στην προηγούμενη σκέψη ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 5 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣτΕ 668, 1283-6/2012), βασίμως προβάλλεται, εν προκειμένω, ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου πρώτου του ν. 4050/2012 προσκρούουν στην καθιερούμενη με την πρώτη από τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις αρχή της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών. Και τούτο διότι, κατά την εν λόγω συνταγματική αρχή, για την αντιμετώπιση δημοσιονομικών προβλημάτων, το Κράτος δεν μπορεί, αντί να επιβαρύνει οικονομικά το σύνολο των πολιτών, να επιβάλλει οικονομικά βάρη σε συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων χωρίς αντιστάθμισμα έναντι της επιβαλλομένης ειδικώς σ αυτήν, χάριν του γενικού συμφέροντος, επιβαρύνσεως, εν προκειμένω δε, οι δικαιούχοι κρατικών ομολόγων και, ειδικότερα, οι αιτούντες, υφίστανται τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες της εφαρμογής των ρυθμίσεων τούτων: α) χωρίς να προκύπτει από κανένα προπαρασκευαστικό στοιχείο του ν. 4050/2012 ότι τα πρόσωπα που ανήκουν στην ως άνω κατηγορία (δικαιούχοι κρατικών ομολόγων) δεν έχουν επιβαρυνθεί οικονομικώς ως φορολογούμενοι, ως συνταξιούχοι ή μισθωτοί του δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα ή υφ οιανδήποτε άλλην ιδιότητα, από τα ποικίλα νομοθετικά μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπιση των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων της Χώρας (ν. 3833/2010, ν. 3845/2010, ν. 3986/2011, ν. 4021/2011, ν. 4024/2011, ν. 4093/2012- Α΄ 222, ΠΥΣ 6/12 κ.ά.) και β) χωρίς να προβλέπεται οποιοδήποτε αντιστάθμισμα έναντι της επιβαρύνσεως, η οποία επιβάλλεται ειδικώς στην ανωτέρω κατηγορία προσώπων, με τις εν λόγω ρυθμίσεις, χάριν του γενικού συμφέροντος. Είναι, συνεπώς, βάσιμος ο λόγος περί παραβάσεως της αρχής της ισότητος ενώπιον των δημοσίων βαρών, δεν αναιρείται δε η παραβίαση της αρχής αυτής από την επίκληση των «κινδύνων» που περιέχονται για τον δικαιούχο στην έννομη σχέση εκ του ομολόγου, διότι το στοιχείο του «κινδύνου» στη σχέση αυτή έγκειται στην διακύμανση της αγοραίας αξίας του ομολόγου μέχρι την λήξη του, όχι όμως -προκειμένου ιδίως περί κρατικών ομολόγων, εν όψει της φερεγγυότητος του Ελληνικού Δημοσίου ως εκδότη ομολόγων (ΑΠ 1812/2007)- στην εξόφληση της ονομαστικής αξίας του ομολόγου κατά την  λήξη του, η οποία (εξόφληση της ονομαστικής αξίας κατά τη λήξη) αποτελεί το θεμελιώδες περιεχόμενο της σχέσεως εκ του ομολόγου.

 

 

36. Επειδή, όλοι οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως εξετάσθηκαν και κρίθηκαν απορριπτέοι. Συνεπώς, απορριπτέα είναι και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της.

 

 

Διά ταύτα

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στους αιτούντες, συμμέτρως, τα ποσά α) των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ ως δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου β) των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ ως δικαστική δαπάνη της Τράπεζας της Ελλάδος.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 31 Μαΐου, στις 3 Ιουνίου και στις 18 Ιουνίου 2013

 

  Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας

 

 

Κ. Μενουδάκος                                                      Μ. Παπασαράντη

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 28ης Απριλίου 2014, μετά την δημοσίευση των παρεμπιπτουσών υπ αριθμ. 51 και 52/2014 αποφάσεων.

 

  Ο Πρόεδρος                                                  Η Γραμματέας

 

 

Σωτ. Αλ. Ρίζος                                                       Μ. Παπασαράντη