ΣτΕ Ολ. 833/2010

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Έναρξη τοκογονίας επί αναγνωριστικής αγωγής κατά του Δημοσίου - Παραπομπή σε ΑΕΔ -.

 

Παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο το ζήτημα της έννοιας της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα νόμων περί δικών του Δημοσίου λόγω της αντίθετης, επί του ζητήματος αυτού, 10/2008 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

(Απόσπασμα) ... Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 2 του ν. 1406/1983, των άρθρων 71 παρ. 1, 73 παρ. 2, 75, 197 παρ. 1 και 199 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26.6/10.7.1944) συνάγεται ότι ως προς την έναρξη της τοκογονίας αρκεί η γένεση της επιδικίας, από την οποία αρχίζει η αμφισβήτηση ως προς την ύπαρξη απαίτησης για χρηματική παροχή με την άσκηση της αγωγής, και η επίδοση της αγωγής προς το καθ' ου Δημόσιο, από την οποία αυτό λαμβάνει γνώση της αμφισβήτησης. Εφόσον όμως ο νόμος (άρθρο 21 του κ.δ. της 26.6./10.7.1944) δεν διακρίνει, δεν συνδέει δηλαδή την έννομη συνέπεια της τοκογονίας λόγω επιδικίας προς το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής αλλά μόνο προς τη γένεση της επιδικίας, δεν συντρέχει λόγος διαφοροποίησης ως προς το ζήτημα τούτο της καταψηφιστικής προς την αναγνωριστική αγωγή, δεδομένου ότι η τελευταία δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της πρώτης, τέμνει δε και αυτή τη διαφορά ως προς την ύπαρξη της απαίτησης με δύναμη δεδικασμένου. Εξ άλλου, αναγνωριστική καθίσταται και η αγωγή, της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίζεται σε αναγνωριστικό. Περαιτέρω, όμως, με τη 10/2008 απόφαση η τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε τα εξής: από τη διάταξη του άρθρου 21 του διατάγματος της 26.6./10.7.1944 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 Α.Κ προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής του Δημοσίου μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής. Ως «αγωγή» νοείται εν προκειμένω η καταψηφιστική αγωγή, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας. Η επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, της οποίας το αίτημα περιορίστηκε εν συνεχεία σε απλώς αναγνωριστικό, δεν αρκεί για να γεννηθεί η υποχρέωση του Δημοσίου προς τοκοδοσία κατά το άρθρο 346 Α.Κ, αφού η αγωγή αυτή θεωρείται μη ασκηθείσα ως προς το καταψηφιστικό της αίτημα (άρθρο 295 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.). Εξ άλλου, η επίδοσή της εξακολουθεί μεν να ισχύει ως όχληση, δεν γεννά όμως υποχρέωση του Δημοσίου για πληρωμή τόκων υπερημερίας κατά τα άρθρα 340 και 345 Α.Κ. Και τούτο, διότι η υποχρέωση αυτή δεν γεννάται με την όχληση αλλά μόνο με την επίδοση της αγωγής. Κατόπιν των ανωτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι υπάρχει αντίθεση, ως προς την έννοια της διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, της κρίσης που εκφέρεται με την εξεταζόμενη απόφαση προς την κρίση που εξέφερε ο Αρειος Πάγος με την προαναφερθείσα απόφασή του, και, επομένως, συντρέχει περίπτωση παραπομπής του ζητήματος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, διότι και οι δύο αποφάσεις αντιμετωπίζουν το αυτό νομικό ζήτημα, το ζήτημα δηλαδή της οφειλής από το Δημόσιο νόμιμων τόκων σε περίπτωση άσκησης κατ' αυτού αναγνωριστικής αγωγής, η αναφορά δε στην απόφαση του Αρείου Πάγου και των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του Αστικού Κώδικα έγινε, όχι υπό την εκδοχή ότι και αυτές διέπουν την επίδικη περίπτωση και τυγχάνουν συνεφαρμοστέες, αλλά προς αιτιολόγηση του πορίσματος, στο οποίο κατέληξε το ανώτατο αυτό δικαστήριο καθ' ερμηνεία της - μόνης εφαρμοσθείσης - διάταξης του άρθρου 21 του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου.