ΣτΕ Ολ. 3470/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Αναλογικό παράβολο έφεσης - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 277 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας -.

 

Η, κατά τις διατάξεις του άρθρου 277 (παρ. 3 κ.λπ.), θέσπιση, προκειμένου περί χρηματικών φορολογικών διαφορών, της, επί ποινή απαραδέκτου, υποχρεώσεως καταβολής αναλογικού παραβόλου εφέσεως, ανερχομένου σε ποσοστό δύο τοις εκατό (2%) του αντικειμένου της διαφοράς, χωρίς, παραλλήλως, να καθορίζεται στο νόμο σχετικό ανώτατο όριο (οροφή) για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, αντιβαίνει στην διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, διότι δύναται, αναλόγως του μεγέθους του αντικειμένου της διαφοράς, όπως το μέγεθος αυτό καθορίζεται από τον νόμο, να οδηγήσει σε ύψος παραβόλου τέτοιο που να υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του και να καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ενδίκου μέσου. Ως αντισυνταγματικές, επομένως, οι περί της καταβολής του αναλογικού αυτού παραβόλου ως άνω διατάξεις του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας δεν είναι εφαρμοστέες, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ύψους του παραβόλου, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή τους σε συγκεκριμένη διαφορά (Ειδικότερη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 3470/2007

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 5 Μαΐου 2006, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Ν. Ντούβας, Ε. Γαλανού, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ελ. Δανδουλάκη, Ε. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Δ. Αλεξανδρής, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Σγουρόγλου, Α.-Γ. Βώρος, Ελ.Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμττολας, Σ.-Κ. Μαρκάτης, Σύμβουλοι, Ο. Ζύγουρα, Β. Ραφτοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

   Για να δικάσει την από 21 Ιουνίου 2002 αίτηση:

   της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία "ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΕΤΑΙΡΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ", που εδρεύει στην Αθήνα (Π. *), η οποία δεν παρέστη, αλλά ο δικηγόρος που υπογράφει την αίτηση νομιμοποιήθηκε στην πρώτη επ' ακροατηρίου συζήτηση,

   κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Σπ. Δελαπόρτα, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 2067/2005 αποφάσεως του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 5227/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως, από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Δ. Αλεξανδρή.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμ. 958423, 958424 και 958425/2002, ειδικά γραμμάτια παραβόλου).

   2. Επειδή, η υπόθεση εισάγεται στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας μετά την 2067/2005 απόφαση του Β' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με την απόφαση αυτή παραπέμφθη προς κρίση στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα της αντιθέσεως των περί αναλογικού παραβόλου εφέσεως διατάξεων του άρθρου 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το άρθρο 100 παρ. 5 του Συντάγματος.

   3. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 5227/2001 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη έφεση της αιτούσης εταιρείας (αρχικώς περιορισμένης ευθύνης και ήδη, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα σχετικώς στοιχεία, μετατραπείσης στην ανώνυμο εταιρεία «ΑΝΑΛΥΣΙΣ ΕΡΕΥΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΥΨΗΛΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», η οποία συνεχίζει τη νομική προσωπικότητα της) κατά της 9437/1998 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει εν μέρει μόνον δεκτή προσφυγή της αναιρεσειούσης κατά της 179/1995 πράξεως του Προϊσταμένου της Η' Δημοσίας Οικονομικής Υπηρεσίας Αθηνών, με την οποία της είχαν επιβληθεί δύο πρόστιμα για ισάριθμες παραβάσεις του Κωδικός Βιβλίων και Στοιχείων, ποσών 300.000 και 2.640.000 δραχμών, αντιστοίχως, και είχε ακυρωθεί η πράξη, ως προς το πρώτο από τα εν λόγω πρόστιμα.

   4. Επειδή, στο άρθρο 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α' 97) ορίζονται τα εξής: «1. Για το παραδεκτό των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων πρέπει, κατά την κατάθεση τους, στην περίπτωση δε της παραγράφου 3 ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, να προσαχθεί το προβλεπόμενο από τις κείμενες διατάξεις αποδεικτικό παραβόλου. 2. Το παράβολο ορίζεται: α) για την προσφυγή [...] σε χίλιες πεντακόσιες (1.500) δραχμές, ενώ β) για την ανακοπή ερημοδικίας, την έφεση [...] σε τρεις χιλιάδες (3.000) δραχμές. 3. Κατ' εξαίρεση, στις χρηματικού περιεχομένου, φορολογικές εν γένει διαφορές, το παράβολο για την έφεση και την αντέφεση ορίζεται σε ποσοστό ίσο προς το δύο τοις εκατό (2%) του αντικειμένου της διαφοράς. Ως αντικείμενο της διαφοράς, όταν από το νόμο προβλέπεται η από μέρους του φορολογουμένου υποβολή δήλωσης πριν από την έκδοση της σχετικής πράξης, θεωρείται η διαφορά του κύριου φόρου που προκύπτει ανάμεσα σ' εκείνον που αντιστοιχεί στη δήλωση και σε αυτόν που καθορίστηκε με την απόφαση. Στις περιπτώσεις που από το νόμο δεν προβλέπεται η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μέρους του φορολογουμένου, ως αντικείμενο της διαφοράς θεωρείται το ποσό που καθορίστηκε με την πρωτόδικη απόφαση. 4. Το κατά την προηγούμενη παράγραφο παράβολο υπολογίζεται από την αρμόδια φορολογική αρχή, η οποία συντάσσει προς τούτο ειδικό σημείωμα, το οποίο και αποστέλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η έφεση ή η αντέφεση δεκεπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Αντίγραφο του σημειώματος αυτού μπορεί να λάβει ατελώς ο διάδικος που είναι υπόχρεος για την καταβολή του παραβόλου. Αν καταβληθεί παράβολο μικρότερο από εκείνο που αναφέρεται στο σημείωμα, η έφεση ή η αντέφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Αν καταβληθεί το παράβολο που αναφέρεται στο σημείωμα αλλ' αυτό είναι μικρότερο του κατά νόμο οφειλομένου, το δικαστήριο προχωρεί στην εκδίκαση της υπόθεσης και, αν η έφεση ή η αντέφεση απορριφθεί για άλλον λόγο, το παράβολο που ελλείπει καταλογίζεται με την απόφαση του δικαστηρίου και εισπράττεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημόσιων εσόδων. Και στην περίπτωση αυτή έχουν εφαρμογή όσα ορίζονται στην τελευταία περίοδο της παραγράφου 10. Αν η φορολογική αρχή δεν αποστείλει, μέσα στην πιο πάνω προθεσμία, σημείωμα, η συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται υποχρεωτικώς. 5. Αν τα ένδικα μέσα στρέφονται κατ' αποφάσεων μονομελών δικαστηρίων, τα αντίστοιχα ποσά ή ποσοστά των παραβόλων μειώνονται στο μισό. 6. [...] 7. Τα ποσά ή τα ποσοστά των παραβόλων μπορούν να αναπροσαρμόζονται με προεδρικά διατάγματα [...] 8. [...] 9. Το παράβολο, αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο απορριφθεί για οποιονδήποτε λόγο, καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου, ενώ, αν αυτά γίνουν δεκτά ή αν η δίκη καταργηθεί για οποιονδήποτε λόγο, αποδίδεται σ' αυτόν που το κατέβαλε. Οι έννομες αυτές συνέπειες επέρχονται ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετική ρητή διάταξη στην απόφαση. Αν η προσφυγή ή το ένδικο μέσο γίνουν δεκτά εν μέρει, το παράβολο αποδίδεται κατά ένα μέρος του, το οποίο και καθορίζεται κατά την κρίση του δικαστηρίου. 10. Το δικαστήριο μπορεί, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να διατάξει την αποδοχή του παραβόλου ακόμη και όταν απορρίπτεται το ένδικο βοήθημα ή μέσο. Επίσης μπορεί να διατάξει το διπλασιασμό του παραβόλου αν το ένδικο βοήθημα ή μέσο είναι προδήλως απαράδεκτο ή προδήλως αβάσιμο. Στην περίπτωση αυτή, το επιπλέον ποσό που καταλογίζεται εισπράττεται κατά τις διατάξεις για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων [...]. 11. Αν σε συγκεκριμένη περίπτωση, καταβλήθηκε παράβολο χωρίς να υπάρχει κατά νόμο υποχρέωση προς τούτο, διατάσσεται με την απόφαση, και ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, η επιστροφή του».

   5. Επειδή, στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ' αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντα του, όπως νόμος ορίζει». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής επιτρέπεται μεν στον κοινό νομοθέτη η θέσπιση προϋποθέσεων για την παροχή προστασίας από τα δικαστήρια, οι προϋποθέσεις όμως αυτές πρέπει, αφ' ενός μεν να συνάπτονται -και να είναι ανάλογες- με τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, αφ' ετέρου δε να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων θα συνεπήγοντο την κατάλυση του, κατά την εν λόγω διάταξη, δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εξ άλλου, η συνταγματική αυτή διάταξη δεν κατοχυρώνει μεν την ύπαρξη και δευτέρου βαθμού δικαιοδοσίας, διέπει όμως, όταν αυτή προβλέπεται νομοθετικώς, και την άσκηση ενδίκου μέσου ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (Σ.τ.Ε. Ολομ. 647/2004 κ.ά.).

   6. Επειδή, η κατά τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας υποχρέωση καταβολής παραβόλου, ως προϋπόθεση του παραδεκτού, μεταξύ άλλων, του ενδίκου μέσου της εφέσεως, αποβλέπει στην εύρυθμη λειτουργία των δικαστηρίων και την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, αποτρέποντας την απερίσκεπτη άσκηση αστήρικτων εφέσεων. Για το λόγο αυτό και το παράβολο καταπίπτει ή επιστρέφεται, αναλόγως, κατ' αρχήν, προς την έκβαση της δίκης, ενώ δύναται και επί απορρίψεως της εφέσεως να αποδοθεί σ' εκείνον, ο οποίος το κατέβαλε, «κατ' εκτίμηση των περιστάσεων» ή, αντιθέτως, να διπλασιασθεί από το δικαστήριο αν κριθεί ότι η έφεση ήτο προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη. Με τα χαρακτηριστικά αυτά, η ρύθμιση του νόμου περί υπάρξεως παραβόλου εφέσεως δεν αντίκειται, καθ' εαυτήν, στην περί δικαστικής προστασίας ως άνω διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη. Πλην, η, κατά τις ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 (παρ. 3 κ.λπ.), θέσπιση, προκειμένου περί χρηματικών φορολογικών διαφορών, της, επί ποινή απαραδέκτου, υποχρεώσεως καταβολής αναλογικού παραβόλου εφέσεως, ανερχομένου σε ποσοστό δύο τοις εκατόν του αντικειμένου της διαφοράς, χωρίς, παραλλήλως, να καθορίζεται στο νόμο σχετικό ανώτατο όριο (οροφή) για το ποσό του καταβλητέου παραβόλου, αντιβαίνει στην εν λόγω συνταγματική διάταξη, διότι δύναται, αναλόγως του μεγέθους του αντικειμένου της διαφοράς, όπως το μέγεθος αυτό καθορίζεται από τον νόμο, να οδηγήσει σε ύψος παραβόλου τέτοιο που να υπερακοντίζει το σκοπό της επιβολής του και να καθιστά υπερμέτρως δυσχερή την άσκηση του ενδίκου μέσου (πρβλ. Σ.τ.Ε. Ολομ. 647/2004). Ως αντισυνταγματικές, επομένως, οι περί της καταβολής του αναλογικού αυτού παραβόλου ως άνω διατάξεις του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας δεν είναι εφαρμοστέες, σε κάθε περίπτωση, ανεξαρτήτως του ύψους του παραβόλου, το οποίο θα προέκυπτε από την εφαρμογή τους σε συγκεκριμένη διαφορά. Κατά τη γνώμη όμως την οποία υπεστήριξαν οι Σύμβουλοι Ν. Ντούβας, Ελ. Δανδουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Αικ. Σακελλαροπούλου και Γ. Σγουρόγλου, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας, καθ' ό μέρος εξαρτούν το παραδεκτό της εφέσεως από την προηγουμένη καταβολή του οριζομένου παραβόλου, είναι αντισυνταγματικές, πέραν των όσων ανωτέρω εξετέθησαν και για τους ακόλουθους λόγους: Η θέσπιση του παραβόλου, με το άρθρο 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας, ως προϋποθέσεως παραδεκτού της εφέσεως δεν επιτρέπει, αν ο εκκαλών δεν προκαταβάλει το νόμιμο παράβολο, την κρίση από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ' εκτίμηση των συνθηκών της συγκεκριμένης περιπτώσεως (κατά την οποία μάλιστα λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπ' όψιν η οικονομική δυνατότητα του εκκαλούντος), του κατά πόσον το ύψος του συγκεκριμένου παραβόλου, το οποίο δεν έχει προκαταβληθεί, συνιστά δυσανάλογο περιορισμό του κατοχυρωμένου από τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. δικαιώματος προσβάσεως στο δικαστήριο. Για το λόγο αυτό, το επίμαχο παράβολο δεν δύναται να εμποδίσει, αν δεν έχει προκαταβληθεί, την περαιτέρω εξέταση της εφέσεως, αλλά θα έπρεπε να καταλογίζεται στον εκκαλούντα από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την απορριπτική απόφαση του επί της ουσίας της υποθέσεως, αφού μόνο στην περίπτωση αυτή είναι νοητή ειδική κρίση επί όλων των παραμέτρων που δικαιολογούν ή μη την, εν όλω ή εν μέρει, επιβολή του. Εξ άλλου, δεδομένου ότι συμφώνως προς την παράγραφο 9 του άρθρου 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας, το παράβολο καταπίπτει υπέρ του Δημοσίου εκ μόνου του λόγου της απορρίψεως της εφέσεως, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η θέσπιση του ως προϋποθέσεως παραδεκτού της εφέσεως εξυπηρετεί τον, συμφώνως προς την παγία νομολογία του Δικαστηρίου, θεμιτό σκοπό, στον οποίο αποβλέπει (την αποφυγή ασκήσεως «όλως απερίσκεπτων και αστήρικτων» ενδίκων μέσων κατά αποφάσεως επί διαφορών, για τις οποίες έχει ήδη εξενεχθεί δικαστική κρίση σε πρώτο βαθμό), αφού η κατάπτωση του, σε περίπτωση μη προκαταβολής του, διατάσσεται ασυνδέτως προς σχετική κρίση του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Συνεπώς, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 277 του Κωδικός Διοικητικής Δικονομίας αντίκειται, και για τον λόγο αυτό, στις εν λόγω διατάξεις του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. (πρβλ. Ε ΑΛΛ. υπόθεση Kreuz c. Pologne, απόφαση της 19.6.2001, Carcia Manibardo c. Espagne, απόφαση της 15.2.2000 κ.ά.).

   7. Επειδή, εν προκειμένω, το δίκασαν Διοικητικό Εφετείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση του απέρριψε την ένδικη έφεση, ως απαράδεκτη, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων των παραγράφων 3 και 4 του άρθρου 277 του Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας, με την αιτιολογία ότι η αναιρεσείουσα (τότε εκκαλούσα) εταιρεία είχε καταβάλει ελλιπώς (52.700 αντί 52.800 δρχ.) το ποσό του, κατά τις διατάξεις αυτές, αναλογικού παραβόλου εφέσεως, όπως αυτό προέκυπτε από το σχετικό σημείωμα της φορολογικής αρχής. Η κρίση όμως αυτή δεν είναι σύμφωνος προς τον νόμο, εφ' όσον οι εφαρμοσθείσες από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ως άνω διατάξεις είναι, κατά τα ήδη εκτεθέντα, αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέες. Για το λόγο, συνεπώς αυτό, ο οποίος εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το αναιρετικό, η προσβαλλομένη απόφαση είναι αναιρετέα.

   8. Επειδή, κατά τα γενόμενα ανωτέρω δεκτά, αναιρουμένης εν όλω της προσβαλλομένης αποφάσεως, η υπόθεση, μη ούσα εκκαθαρισμένη, κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί εις το εκδόν την εν λόγω απόφαση Διοικητικό Εφετείο Αθηνών για νέα κατ' ουσίαν κρίση.

  Διά ταύτα

   Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

   Αναιρεί την υπ' αριθμ. 5227/2001 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Παραπέμπει την υπόθεση εις το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, κατά το σκεπτικό.

   Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου.

   Επιβάλλει εις το Ελληνικό Δημόσιο την δικαστική δαπάνη της αναιρεσειούσης εταιρείας, η οποία ανέρχεται εις το ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 26 Ιουνίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 7ης Δεκεμβρίου 2007.