ΣτΕ Ολ. 3456/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό νοσηλευτικών ιδρυμάτων - Πρόσθετη ωριαία αμοιβή - Παραπομπή σε ΑΕΔ -.

 

Η πρόσθετη αμοιβή που καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών, δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών της κατηγορίας εκείνης του νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερησίας εργασίας. Η μεταγενέστερη μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της πρόσθετης αυτής αμοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόμο για τον προσδιορισμό της κατηγορίας των εργαζομένων που δικαιούνται της αμοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Επομένως της πρόσθετης αυτής αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης ισχύος του ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης απασχόλησης. Εξάλλου, η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεως της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975. (Αντίθετη μειοψηφία). Λόγω αντίθεσης ΣτΕ και ΑΠ ως προς την έννοια της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 το ζήτημα παραπέμπεται ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 3456/2004

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   Συνεδρίασε δημοσία στο ακροατήριό του στις 19 Μαρτίου 2004 με την εξής σύνθεση: Χ. Γεραρής, Πρόεδρος, Ι. Μαρή, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σ. Καραλής, Ε. Γαλανού, Γ Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Ν. Σκλίας, Ν. Σακελλαρίου, Θ, Παπαευαγγέλου, Δ. Πετρούλιας, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Δ. Μπριόλας, Χ. Ράμμος, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Π Κοτσώνης, Γ, Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Σακελλαροπούλου, Δ. Αλεξανδρής, Κ. Βιολάρης, Μ. Κωνσταντινίδου, Α. Καραμιχαλέλης, Α. Βώρος, Σύμβουλοι, Η. Τσακόπουλος Κ. Φιλοπούλου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

   Για να δικάσει την από 25 Ιουνίου 1999 αίτηση :

   των : 1. Θ.Κ., 2. Λ.Μ., 3. Ε.Β., 4. Θ.Χ., 5. Γ.Κ., 6. Μ.Γ., 7. Φ.Π., 8. Κ.Β. και 9. Ν.Δ., υπαλλήλων της Νοσηλευτικής υπηρεσίας του Νοσοκομείου της Θείας Πρόνοιας "Η Παμμακάριστος", οι οποίοι παρέστησαν με τους δικηγόρους α) Γρηγ. Κοσσυβάκη (Α.Μ. 7482) και β) Σωτ. Χορό (Α.Μ. 5319), που τους διόρισε με πληρεξούσιο,

   κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "Νοσοκομείου της Θείας Πρόνοιας "Η Παμμακάριστος"", που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Νατ. Σανταντωνίου (Α.Μ. 8892), που την διόρισε με πληρεξούσιο.

   Με την αίτηση αυτή οι αναιρεσείοντες επιδιώκουν να αναιρεθεί η 674/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθ. 1606/2003 παραπεμπτικής αποφάσεως του ΣΤ' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως από την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Μ. Καραμανώφ, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξουσίους των αναιρεσειόντων, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου Νοσοκομείου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή με την υπό κρίσιν αίτησιν, για την άσκησιν της οποίας κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη (υπ' αριθμ. 1951504-5/99 διπλότυπα της ΔΟΥ Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών) και το παράβολον (υπ' αριθμ. 1550621, 2022927, 8310299, 1975219 ειδικά γραμμάτια παραβόλου), ζητείται η αναίρεσις της υπ' αριθμ. 674/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποίαν έγινε δεκτή έφεσις του αναιρεσιβλήτου και εξηφανίσθη η υπ' αριθμ. 3592/1995 απόφασις του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταίαν αυτήν απόφασιν είχε γίνει δεκτή αγωγή των αναιρεσειόντων, υπαλλήλων του αναιρεσιβλήτου νοσοκομείου, αφορώσα εις την καταβολήν εις έκαστον εξ αυτών προσθέτου αμοιβής του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 για το χρονικόν διάστημα από 1.4.1990 έως 30.4.1992.

   2. Επειδή η υπόθεσις παρεπέμφθη στην Ολομέλεια με την υπ' αριθμ. 1606/2003 απόφασιν του Στ' Τμήματος εν όψει της αντιθέτου νομολογίας του Αρείου Πάγου περί της εννοίας της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (αρθρ. 14 παρ. 4 του ν. 18/89, Α' 8).

   3. Επειδή στο άρθρο 2 παρ. 3 του ν. 201/1975 (Α 228) ορίζεται ότι: "Από 1ης Ιανουαρίου 1976 εις το απασχολούμενον προσωπικόν των Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων Ν.Δ. 2592/53 επί οκτάωρον ημερησίως καταβάλλεται αμοιβή δια μίαν ώραν ημερησίως υπολογιζόμενη κατά τας διατάξεις του εδαφίου (γ) της παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν.Δ 4548/66 και από 1.1.1977 αμοιβή δια δύο ώρας ημερησίως". Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως, όπως αυτή διαφωτίζεται και από την εισηγητική έκθεση, η πρόσθετη αυτή αμοιβή καταβάλλεται ως κίνητρο για την προσέλευση μισθωτών σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, ενόψει της εξαιρετικά επίπονης εργασίας και του μικρού ύψους των αποδοχών. Η πρόσθετη αυτή αμοιβή δεν αποτελεί αντάλλαγμα για απασχόληση πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά αποτελεί τμήμα των νομίμων αποδοχών της κατηγορίας εκείνης του νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο κατά την έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε νόμιμη υποχρέωση παροχής οκτάωρης ημερησίας εργασίας. Η μεταγενέστερη μείωση του νομίμου ωραρίου εργασίας δεν συνεπάγεται την κατάργηση ή τη μείωση της πρόσθετης αυτής αμοιβής, διότι η οκτάωρη ημερήσια απασχόληση προβλέπεται από το νόμο για τον προσδιορισμό της κατηγορίας των εργαζομένων που δικαιούνται της αμοιβής και όχι ως ουσιαστική προϋπόθεση απαραίτητη για την εκάστοτε καταβολή αυτής. Επομένως της πρόσθετης αυτής αμοιβής δικαιούνται όσοι απασχολούνται σε θέσεις προσωπικού των νοσηλευτικών ιδρυμάτων, το οποίο κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξη ισχύος του ν. 201/1975 είχε υποχρέωση οκτάωρης απασχόλησης. Εξάλλου, η αμοιβή αυτή, λόγω της φύσεως της ως μέρους των νομίμων αποδοχών των ανωτέρω κατηγοριών εργαζομένων, δεν αποτελεί επίδομα και για το λόγο αυτό δεν καταργήθηκε με το άρθρο 19 του ν. 1505/1984, το οποίο αφορά τα ρητώς κατονομαζόμενα επιδόματα μεταξύ των οποίων και το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/1975. Αν και κατά την γνώμη των Συμβούλων Γ. Παναγιωτοπούλου, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλου, Δ. Πετρούλια, Αικ. Συγγούνα και Αθ. Ράντου, απαραίτητος προϋπόθεσις για την καταβολή της πρόσθετης αμοιβής είναι η πραγματική ημερήσια απασχόληση του προσωπικού της οκτάωρου ανεξαρτήτως του εκάστοτε ισχύοντος νομίμου ωραρίου εργασίας, για τούτο, άλλωστε, και δεν πρόκειται περί αμοιβής για υπερεργασία ή υπερωριακή εργασία. Η αναφορά της οκτάωρης ημερήσιας απασχόλησης στο κείμενο του νόμου δεν έγινε με την έννοια του εκάστοτε ισχύοντος νομίμου ωραρίου η προς οριοθέτηση των κατηγοριών εργαζομένων των νοσηλευτικών ιδρυμάτων στους οποίους χορηγήθηκε η αμοιβή, αλλά η οκτάωρη απασχόληση τέθηκε ως προϋπόθεση απολαυής της ανωτέρω αμοιβής προκείμενου ο νομοθέτης να εξασφαλίσει την απρόσκοπτη λειτουργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων σε τρεις διαδοχικές ομάδες (βάρδιες) εργασίας. Η άποψις αυτή ενισχύεται και εκ του γεγονότος ότι το ειδικό νοσοκομειακό επίδομα 20% επί του βασικού μισθού το οποίο χορηγήθηκε εις όλο εν γένει το βοηθητικό προσωπικό των νοσηλευτικών ιδρυμάτων δια του άρθρου 2 παρ. 1 του ν. 201/75 δεν συνδέθηκε με την διάρκεια της ημερησίας απασχολήσεώς του.

   4. Επειδή ο Αρειος Πάγος δια σειράς αποφάσεών του (24/1995, 42/1996, 5/1997 Ολομελείας και άλλες των Τμημάτων) δέχθηκε, αντιθέτως προς την κρατήσασα, κατά τα ανωτέρω, γνώμη ότι "...τόσο από το γράμμα όσο και από το σκοπό της διατάξεως του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, όπως ο τελευταίος προσδιορίζεται στην εισηγητική έκθεση, απαραίτητη προϋπόθεση για την καταβολή της προβλεπόμενης από αυτή πρόσθετης αμοιβής είναι η ημερήσια πραγματική απασχόληση του προσωπικού επί οκτάωρο, ανεξάρτητα από το εκάστοτε ισχύον νόμιμο ωράριο εργασίας του ...". Παρίσταται, επομένως, αντίθεση μεταξύ των δύο ανωτάτων δικαστηρίων ως προς την έννοια διατάξεως τυπικού νόμου και, ως εκ τούτου, πρέπει, συμφώνως προς το άρθρον 100 παρ. 1 περίπτ. ε του Συντάγματος και το άρθρον 48 παρ. 2 ταυ Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976, να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου προς άρση της αμφισβητήσεως.

   Δια ταύτα

   Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

   Παραπέμπει ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου το ζήτημα της άρσεως της αμφισβητήσεως ως προς την έννοια του άρθρου 2 παρ. 3 του ν. 201/1975, κατά τα διαλαμβανόμενα στο αιτιολογικό.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Απριλίου 2004 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 3ης Δεκεμβρίου 2004.