ΣτΕ (Ολ) 1912/2009

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Φορολογικός νόμος - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 8 ν. 2579/1998 -.

 

Η ρύθμιση του άρθρου 8 του ν. 2579/1998 (Α' 31), με την οποία επεβλήθη, μεταξύ άλλων, στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρίες, η υποχρέωση να καταβάλουν φόρο εισοδήματος επί του σαράντα τοις εκατό των αποθεματικών, τα οποία είχαν εμφανισθεί στον τελευταίο πριν την 1.1.1997 ισολογισμό τους και τα οποία έως τότε δεν είχαν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, δυνάμει του άρθρου 38 του ν. 2238/1994 ή άλλων ανάλογων διατάξεων, παρέμεναν αφορολόγητα, συνιστά αναδρομική επαχθή μεταβολή του φορολογικού καθεστώτος των εταιριών, στις οποίες αναφέρεται. Τούτο δε διότι επιβάλλεται, πάντως, αμέσως και υποχρεωτικώς, φόρος εισοδήματος για ύλη, η οποία, κατά τον σχηματισμό της και μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω νόμου, ήταν αφορολόγητη, εξαρτώμενη, για την υπαγωγή της σε φόρο, από γεγονότα μελλοντικά και, κατ' αρχήν, συναπτόμενα με τη βούληση των εταιριών αυτών (διανομή ή κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών ή διάλυση της εταιρίας). Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2579/1998, καθόσον η θεσπιζόμενη με αυτήν ως άνω φορολογική υποχρέωση εκτείνεται πέραν του προηγουμένου της επιβολής της έτους, καταλαμβάνοντας αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί πριν από την 1.1.1997, αντίκειται στην συνταγματική διάταξη του άρθρου 78 παρ. 2 και είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 1912/2009

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2008, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Φ. Αρναούτογλου, Ν. Σκλίας, Θ. Παπαευαγγέλου, Αικ. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Αν. Γκότσης, Δ. Μπριόλας, Ν. Μαρκουλάκης, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Γ. Παπαγεωργίου, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Α. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Κ. Ευστρατίου, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ι. Γράβαρης, Γ. Τσιμέκας, Σ. Μαρκάτης, Δ. Γρατσίας, Β. Γρατσίας, Α. Ντέμσιας, Σ. Παραμυθιώτης, Φ. Ντζίμας, Σ. Χρυσικοπούλου, Η. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Σύμβουλοι, Ι. Σύμπλης, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.

   Για να δικάσει την από 2 Οκτωβρίου 2002 αίτηση:

   του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε.Ε. Αθηνών, ο οποίος παρέστη με την Χρυσαυγή Αυγερινού, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους,

   κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία "ΠΕΡΣΕΥΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ", που εδρεύει στην Κηφισιά Αττικής (Κολοκοτρώνη 12), η οποία παρέστη με το δικηγόρο Αντώνιο Μουχτούρη (Α.Μ. 4393), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο.

   Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 170/2006 αποφάσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

   Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων Προϊστάμενος επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 1458/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από τον Εισηγητή, Σύμβουλο Ι. Γράβαρη.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την εκπρόσωπο του αναιρεσείοντος Προϊσταμένου, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο της αναιρεσίβλητης εταιρείας, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

 

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

   1. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκήθηκε, κατά το νόμο, χωρίς καταβολή παραβόλου.

   2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 1458/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών , με την οποία απορρίφθηκε έφεση του Δημοσίου κατά της 6638/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση, κατ’ αποδοχή προσφυγής τής αναιρεσίβλητης εταιρείας, είχε ακυρωθεί η σιωπηρή απόρριψη, από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Ανωνύμων Εμπορικών Εταιρειών Αθηνών, επιφυλάξεως που είχε διατυπώσει η εν λόγω εταιρεία στην 682/29.4.1998 δήλωσή της «αποδόσεως φόρου εισοδήματος για τα αφορολόγητα αποθεματικά βάσει του άρθρου 8 του ν.2579/1998», περαιτέρω δε, με την ίδια πρωτόδικη απόφαση, είχε γίνει δεκτή η πιο πάνω επιφύλαξη και είχε διαταχθεί η επιστροφή στην αναιρεσίβλητη του αντίστοιχου φόρου, ως αχρεωστήτως καταβληθέντος.

   3. Επειδή, επί της παρούσης υποθέσεως εκδόθηκε η 170/2006 απόφαση του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου τής Επικρατείας, με την οποία το Τμήμα ήχθη στην κρίση ότι είναι αντισυνταγματική η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2579/1998, παραπέμφθηκε δε, κατόπιν αυτού, στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου το ζήτημα της συνταγματικότητας της εν λόγω διατάξεως, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 100 παρ.5 του Συντάγματος, καθώς και η υπόθεση στο σύνολό της, λόγω μείζονος σπουδαιότητας, κατά το άρθρο 14 παρ.2 του π.δ. 18/1989 (Α΄8).

   4. Επειδή, μετά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον της Ολομελείας του Συμβουλίου τής Επικρατείας κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 4.5.2007, η υπόθεση, σύμφωνα με την από 3.12.2007 πράξη τού Προέδρου τού Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 307 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 20, 21 και 40 του π.δ. 18/1989, νομίμως ανασυζητήθηκε κατά την παρούσα δικάσιμο, εφ' όσον πριν ολοκληρωθεί η διάσκεψη, απεβίωσε ο Σύμβουλος της Επικρατείας Ν. Ντούβας, που είχε μετάσχει στη σύνθεση του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της 4 Μαΐου 2007.

   5. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς.

   6. Επειδή, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 78 του Συντάγματος, «Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος.». Κατά δε την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, «Φόρος ή άλλο οποιοδήποτε οικονομικό βάρος δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος που εκτείνεται πέρα από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε.».

   7. Επειδή, κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 101 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2238/1994 (Α 151), σε φόρο εισοδήματος υπόκεινται, μεταξύ άλλων, οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες (περ. α'). Εξ άλλου, στα μεν άρθρα 34 και 38 του Κώδικα αυτού προβλέπεται ότι ορισμένα κέρδη από τεχνικές επιχειρήσεις ή από την πώληση χρεογράφων απαλλάσσονται από το φόρο, εφ' όσον, μεταξύ άλλων, εμφανίζονται σε λογαριασμούς αφορολόγητων αποθεματικών, φορολογούμενα, κατά τις ισχύουσες διατάξεις, σε περίπτωση διανομής ή κεφαλαιοποίησής τους ή διάλυσης της επιχείρησης, στο δε άρθρο 106 παρ. 4 του ίδιου Κώδικα ορίζονται τα εξής: «Αφορολόγητα αποθεματικά ανώνυμων εταιρειών, εταιρειών περιορισμένης ευθύνης ή συνεταιρισμών, ανεξάρτητα του χρόνου σχηματισμού τους, διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα οποτεδήποτε, φορολογούνται κατά το χρόνο της διανομής ή κεφαλαιοποίησης με βάση τις διατάξεις του παρόντος στο όνομα του νομικού προσώπου, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος φόρου. Τα ως άνω διανεμόμενα ή φορολογούμενα αποθεματικά φορολογούνται αυτοτελώς, μη συναθροιζομένων των ποσών αυτών με το προκύπτον αποτέλεσμα του ισολογισμού, κατά το χρόνο που γίνεται η διανομή ή η κεφαλαιοποίηση. […]». Ακολούθησε ο ν. 2579/1998 (Α΄31), στο άρθρο 8 του οποίου ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Επιβάλλεται αυτοτελής φορολογία εισοδήματος με συντελεστή δεκαεπτάμισι τοις εκατό (17,5%) στο σαράντα τοις εκατό (40%) των αποθεματικών υπεραξίας χρεωγράφων που απηλλάγησαν από τη φορολογία εισοδήματος κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 38 του ν. 2238/1994, τα οποία έχουν προκύψει από αγοραπωλησία χρεωγράφων και εμφανίσθηκαν στον τελευταίο ισολογισμό που έκλεισαν πριν από την 1.1.1997 τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 και της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2238/1994 και τα οποία δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Τα πιο πάνω νομικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα, εφόσον το επιθυμούν, να φορολογηθούν αυτοτελώς με τον ίδιο συντελεστή και για ποσά αποθεματικών μεγαλύτερα του σαράντα τοις εκατό (40%) των σχηματισθέντων ως άνω αποθεματικών, εφόσον υποβάλλουν τη σχετική δήλωση καταβολής του φόρου μέσα στην προθεσμία που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου αυτού. Για το συνολικό κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενο φόρο επί των σχηματισθέντων αποθεματικών υποχρεούνται τα νομικά πρόσωπα να υποβάλλουν ιδιαίτερη δήλωση για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου. Η δήλωση αυτή υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία του νομικού προσώπου δημόσια οικονομική υπηρεσία μέσα σε δύο (2) μήνες από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Ο φόρος που προκύπτει με βάση τη δήλωση καταβάλλεται σε πέντε (5) ίσες δίμηνες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της εμπρόθεσμης δήλωσης και οι υπόλοιπες τέσσερις την τελευταία εργάσιμη ημέρα των τεσσάρων επόμενων, από την υποβολή της δήλωσης, διμήνων. Με την καταβολή του φόρου αυτού για τα φορολογηθέντα αποθεματικά εξαντλείται κάθε φορολογική υποχρέωση του νομικού προσώπου και των μετόχων ή εταίρων αυτών. Τα φορολογηθέντα αποθεματικά, μετά την αφαίρεση του φόρου που καταβάλλεται, εμφανίζονται σε ειδικούς λογαριασμούς στα τηρούμενα βιβλία της επιχείρησης και δύνανται οποτεδήποτε να διανεμηθούν ή να κεφαλαιοποιηθούν ή να εξαχθούν στο εξωτερικό, προκειμένου για αλλοδαπές επιχειρήσεις, χωρίς περαιτέρω φορολογική επιβάρυνση. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του ν. 2238/1994, του ν. 4125/1960 και του ν. 2523/1997 εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού. 2. Οι διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όλα εν γένει τα σχηματισθέντα αποθεματικά από τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του ν. 2238/1994, που προέρχονται από κέρδη που δεν φορολογήθηκαν κατά το χρόνο πρόκυψής τους, λόγω απαλλαγής αυτών κατ εφαρμογή διατάξεων νόμων ή εγκυκλίων διαταγών και τα οποία δεν έχουν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί μέχρι το χρόνο δημοσίευσης του παρόντος νόμου. 3. Ειδικά για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου στα αφορολόγητα αποθεματικά των τεχνικών και οικοδομικών επιχειρήσεων που σχηματίσθηκαν από τα πέραν των τεκμαρτών κερδών πραγματικά κέρδη τους, τα οποία προέκυψαν από την εκτέλεση έργων στην ημεδαπή και στην αλλοδαπή, ο συντελεστής φορολόγησης αυτών ορίζεται σε ποσοστό δωδεκάμισι τοις εκατό (12,5%). 4 5. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 106 του ν. 2238/1994 εξακολουθούν να ισχύουν για το μέρος των αφορολόγητων αποθεματικών που διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται και τα οποία δεν φορολογήθηκαν με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.».

   8. Επειδή, με το ανωτέρω άρθρο 8 του ν. 2579/1998, επεβλήθη, μεταξύ άλλων, στις ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, η υποχρέωση να καταβάλουν φόρο εισοδήματος επί τού σαράντα τοις εκατό των αποθεματικών, τα οποία είχαν εμφανισθεί στον τελευταίο πριν την 1.1.1997 ισολογισμό τους και τα οποία έως τότε δεν είχαν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί και, ως εκ τούτου, δυνάμει τού άρθρου 38 του ν. 2238/1994 ή άλλων ανάλογων διατάξεων, παρέμεναν αφορολόγητα. Η εν λόγω ρύθμιση του ν. 2579/1998, ασχέτως εάν θεσπίζονται με αυτήν συντελεστές (17,5% ή 12,5% κατά τα προεκτεθέντα) που είναι μικρότεροι των γενικώς ισχυόντων στη φορολογία εισοδήματος (όπως τονίζεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου), συνιστά αναδρομική επαχθή μεταβολή τού φορολογικού καθεστώτος των εταιρειών, στις οποίες αναφέρεται. Τούτο δε διότι επιβάλλεται, πάντως, αμέσως και υποχρεωτικώς, φόρος εισοδήματος για ύλη, η οποία, κατά τον σχηματισμό της και μέχρι τη δημοσίευση του πιο πάνω νόμου, ήταν αφορολόγητη, εξαρτώμενη, για την υπαγωγή της σε φόρο, από γεγονότα μελλοντικά και, κατ’ αρχήν, συναπτόμενα με τη βούληση των εταιρειών αυτών (διανομή ή κεφαλαιοποίηση των αποθεματικών ή διάλυση της εταιρείας). Συνεπώς, η εν λόγω διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2579/1998, καθόσον η θεσπιζόμενη με αυτήν ως άνω φορολογική υποχρέωση εκτείνεται πέραν τού προηγουμένου τής επιβολής της έτους, καταλαμβάνοντας αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί πριν από την 1.1.1997, αντίκεικειται στο προπαρατεθέν (σκέψη 6) άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, και είναι, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα. Μειοψήφησε ο Σύμβουλος Ν. Σκλίας, κατά την γνώμη του οποίου η ως άνω διάταξη δεν μεταβάλλει επί το δυσμενέστερον το φορολογικό καθεστώς των εν λόγω επιχειρήσεων, δεδομένου ότι, κατά τον χρόνο σχηματισμού των αποθεματικών, αυτά δεν ήταν εν όλω ή εν μέρει αφορολόγητα, αλλά είχαν, απλώς, υπαχθεί σε καθεστώς προσωρινής απαλλαγής, αφού τα αποθεματικά αυτά ήταν, εν πάση περιπτώσει, φορολογητέα είτε κατά την κεφαλαιοποίηση, είτε κατά την διανομή στους μετόχους είτε, τέλος, με την διάλυση της επιχειρήσεως, κατά τις ανωτέρω διατάξεις.

   9. Επειδή, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, η αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, εδρεύουσα στην Αθήνα, υπέβαλε στις 29.4.1998 στη Δ.Ο.Υ. Φορολογίας Ανωνύμων Εμπορικών Εταιρειών Αθηνών, την ένδικη, υπ' αριθ. 682/1998, δήλωση «απόδοσης φόρου εισοδήματος για τα αφορολόγητα αποθεματικά βάσει του άρθρου 8 του ν. 2579/1998». Με τη δήλωση αυτή «δήλωσε αφορολόγητα αποθεματικά, προερχόμενα από κέρδη, τα οποία έως την 31.12.1996 είχαν απαλλαγεί από τη φορολογία εισοδήματος, κατ’ εφαρμογή ειδικών διατάξεων νόμων, ύψους 440.820.468 δρχ., από τα οποία ήταν φορολογητέο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 του ν. 2579/1998, ποσό 176.328.187 δρχ. (440.820.468 Χ 40%), κατέβαλε δε την πρώτη δόση του αναλογούντος φόρου, συνολικού ύψους 22.041.023 δρχ. (176.328.187 δρχ. Χ συντελεστή 12,5%).». Στην ίδια δήλωση όμως διατύπωσε επιφύλαξη, κατά την οποία το πιο πάνω ποσό αποθεματικών δεν υπόκειται στο φόρο τού άρθρου 8 ν. 2579/1998, διότι, μεταξύ άλλων, «πρόκειται για αντισυνταγματική αναδρομική φορολόγηση των εν λόγω αποθεματικών». Προσφυγή τής αναιρεσίβλητης κατά τής σιωπηρής απόρριψης της εν λόγω επιφυλάξεως έγινε, κατά τα προεκτεθέντα (σκέψη 2), δεκτή πρωτοδίκως, έφεση δε του Δημοσίου κατά τής πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε με την ήδη αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 2579/1998, επιβάλλοντας φόρο εισοδήματος σε μέρος (40%) αποθεματικών που είχαν, όπως τα ένδικα, σχηματισθεί πριν από την 1.1.1997 από κέρδη που είχαν προκύψει «πριν από την ημερομηνία αυτή και απαλλάσσονταν προσωρινώς, κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκαν, με βάση ειδικές διατάξεις νόμου, έως τη διανομή ή κεφαλαιοποίησή τους, η οποία δεν είχε συντελεσθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2579/1998», ήταν ανίσχυρη, ως αντικείμενη στο άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος, και ότι, ως εκ τούτου, δεν ήταν νόμιμη η κατά τη διάταξη αυτή φορολόγηση των εν λόγω αποθεματικών και, συνακόλουθα, δεν ήταν νόμιμη η απόρριψη της ένδικης επιφύλαξης. Η κρίση αυτή τής αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι, κατά τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, νομίμως αιτιολογημένη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την κρινόμενη αίτηση, ως προς τη συνταγματικότητα της ως άνω διατάξεως (όπως αναπτύσσονται και με τα από 20.4.2005, 14.5.2007 και 18.3.2008 εμπροθέσμως υποβληθέντα υπομνήματα του Δημοσίου προς το Δικαστήριο) είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

   10. Επειδή, κατόπιν αυτών, δεδομένου δε ότι δεν προβάλλεται άλλος λόγος αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει ν’ απορριφθεί στο σύνολό της, να επιβληθεί δε στο Δημόσιο η δικαστική δαπάνη τής αναιρεσίβλητης για όλες τις παραστάσεις της, στο Β΄ Τμήμα τού Συμβουλίου τής Επικρατείας και στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου [460 και 920 (460 + 460) ευρώ, αντιστοίχως, τουτέστιν 1380 ευρώ συνολικά].

 

   Διά ταύτα

 

   Απορρίπτει την αίτηση.

   Επιβάλλει στο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη τής αναιρεσίβλητης, η οποία ανέρχεται σε χίλια τριακόσια ογδόντα (1380) ευρώ, σύμφωνα με το σκεπτικό.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα την 1η Οκτωβρίου 2008 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 10 Ιουνίου 2009.