ΣτΕ Ολ. 1284/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αρχή ισότητας - Μέριμνα Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων - Προσωπικό ΑΤΕ - Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος - Εφάπαξ βοήθημα - Ανώτατο όριο εφάπαξ - Συνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 57 Ν. 2084/1992 - Παραπομπή σε ΑΕΔ -.

 

Αν μεν η εισφορά του εργοδότη είναι διπλάσια της εισφοράς των εργαζομένων, οπωσδήποτε αίρεται η ανταποδοτικότητα, δεν αποκλείεται όμως εκ των προτέρων η άρση της ανταποδοτικότητας και όταν η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς, σε σχέση με την εισφορά των ασφαλισμένων, είναι μεν αναλογικά μικρότερη, αλλά, πάντως, ουσιώδης για τον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση δε που είναι ουσιώδης η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, περιορισμοί, ως προς το ανώτατο ύψος του χορηγουμένου από το εν λόγω κεφάλαιο βοηθήματος, δεν συνεπάγονται συνταγματικώς ανεπίτρεπτη παρέκκλιση από τον κανόνα ότι το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών του ασφαλισμένου, πρέπει να είναι ανάλογο προς τις εισφορές που αυτός έχει καταβάλει. (Αντίθετες μειοψηφίες). Εφόσον το απονεμόμενο από τον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ βοήθημα δεν είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν - προς προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Κλάδου τούτου και διασφάλιση της ικανότητας του να χορηγεί εφάπαξ βοήθημα, τόσο κατά τη διάρκεια του κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου μεταβατικού διαστήματος της σταδιακής μειώσεως έως την πλήρη κατάργηση της εργοδοτικής εισφοράς, όσο και μετά το διάστημα αυτό - περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου τούτου εργοδοτικής εισφοράς, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 1, ούτε στο άρθρο 22 παρ. 4 (και ήδη 5) του Συντάγματος. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 -προβλέποντας ότι τα εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται κατά την ως άνω μεταβατική περίοδο και υπερβαίνουν, υπολογιζόμενα με βάση τις διέπουσες τα ασφαλιστικά ταμεία διατάξεις, το όριο των 10.000.000 δρχ. (όπως τούτο εκάστοτε αναπροσαρμόζεται) μειώνονται κατά το 1/6 κατ' έτος, σε περίπτωση δε χρόνου ασφαλίσεως μικρότερου ή μεγαλύτερου των 35 ετών, το προκύπτον ποσό μειώνεται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφαλίσεως - αποκλείουν, κατά τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία απεχώρησε από την ενεργό ασφάλιση και ο αναιρεσίβλητος, ασφαλισμένοι με διαφορετικού ύψους αρχική, δηλαδή πριν από τον υπολογισμό της μειώσεως, αξίωση, να λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ βοηθήματος, με συνέπεια να μην αναιρείται, εν πάση περιπτώσει, η εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων επιβαλλόμενη, κατ' αρχήν, κλιμάκωση του απονεμομένου εφάπαξ βοηθήματος, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές. (Αντίθετες μειοψηφίες). Παραπομπή στο ΑΕΔ λόγω αντίθετης απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (17/2005).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Aριθμός 1284/2006

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Οκτωβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Γ. Παναγιωτόπουλος, Πρόεδρος, Δ. Κωστόπουλος, Φ. Αρναούτογλου, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Π. Πικραμμένος, Α. Θεοφιλοπούλου, Θ. Παπαευαγγέλου, Α. Συγγούνα, Ν. Ρόζος, Α. Γκότσης, Α. Ράντος, Ε. Σαρπ, Χ. Ράμμος, Δ. Μαρινάκης, Σ. Χαραλάμπους, Ι. Μαντζουράνης, Α. Σακελλαροπούλου, Α. Χριστοφορίδου, Δ. Σκαλτσούνης, Γ. Σγουρόγλου, Α. Καραμιχαλέλης, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Αναγνωστοπούλου, Γ. Ποταμιάς, Μ. Γκορτζολίδου, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Τσιμέκας, Ι. Ζόμπολας, Π. Καρλή, Δ. Γρατσίας, Σύμβουλοι, Σ. Χρυσικοπούλου, Μ. Πικραμένος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Μ. Καλαντζής.

   Για να δικάσει την από 7 Ιουνίου 2000 αίτηση:

   των Υπουργών: 1) Οικονομικών και 2) Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Παν. Αθανασούλη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,

   κατά του Α. Γ., κατοίκου Ζωγράφου Αττικής (Α. Ε. *), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Νικ. Φιλιππόπουλο (A.M. 2935), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

  Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ' αριθμ. 164/2005 παραπεμπτικής απόφασης του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.

   Με την αίτηση αυτή οι Υπουργοί επιδιώκουν να αναιρεθεί η υπ' αριθμ. 585/2000 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως από την εισηγήτρια, Σύμβουλο Ε. Σαρπ, η οποία αποτελεί και την εισήγηση του Τμήματος.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον εκπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

   Αφού μελέτησε τα σ χ ε τ ι κ ά ε γ γ ρ α φ α

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, η οποία ασκείται, κατά νόμο, χωρίς καταβολή παραβόλου, ζητείται η αναίρεση της 585/2000 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή απερρίφθη έφεση του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος κατά της 3167/1998 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, καθώς και πρόσθετη παρέμβαση που είχε ασκήσει υπέρ αυτού το ήδη αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρωθεί η 2366/14/18.4.1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ανωτέρω Ταμείου, με την οποία είχε απορριφθεί ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της 8041/149/30.11.1995 αποφάσεως του Διευθυντή του εν λόγω Ταμείου. Με την απόφαση αυτή του Διευθυντή είχε χορηγηθεί στον αναιρεσίβλητο εφάπαξ βοήθημα, μειωμένο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992. Περαιτέρω, με την πρωτόδικη απόφαση είχε υποχρεωθεί το ανωτέρω Ταμείο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.753.093 δρχ. ως διαφορά του οφειλομένου σ' αυτόν εφάπαξ βοηθήματος.

   2. Επειδή, με την 164/2005 απόφαση του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου προς επίλυση το ζήτημα της συμφωνίας ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, ενόψει και της υπάρξεως αποφάσεως του Αρείου Πάγου δεχόμενης, ως προς το ζήτημα αυτό, άποψη αντίθετη προς την διατυπωθείσα υπό του Α' Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ασκείται παραδεκτώς.

   4. Επειδή, ενόψει της κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 22 του Συντάγματος (που αναριθμήθηκε σε παράγραφο 5 με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001) μέριμνας του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, αλλά και ενόψει της κατά το άρθρο 4 του Συντάγματος αρχής της ισότητας, η οποία επιβάλλει την με ίσους όρους συμμετοχή των ασφαλισμένων στο σύστημα παροχών και αντιπαροχών της κοινωνικής ασφαλίσεως, η συνταγματικότητα της επιβολής με νόμο ανωτάτου ορίου στα εφάπαξ βοηθήματα που χορηγούν οι ασφαλιστικοί οργανισμοί κατά την έξοδο των ασφαλισμένων από την ενεργό ασφάλιση τελεί υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο βοήθημα δεν έχει, κατά τη νομοθεσία που το διέπει, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Αμιγώς δε ανταποδοτικό χαρακτήρα έχει το βοήθημα που καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από κρατήσεις επί των αποδοχών των ασφαλισμένων, χωρίς δηλαδή ουσιώδη συμβολή στο σχηματισμό του και άλλων πόρων, όπως είναι οι εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικοί πόροι ή επιβαρύνσεις τρίτων. Αν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου συμβάλλει ο εργοδότης με την καταβολή εισφοράς, ο ανταποδοτικός χαρακτήρας του καταβαλλομένου βοηθήματος αίρεται αν η εισφορά αυτή του εργοδότη, ενόψει του ύψους της, είναι ουσιώδης για τον σχηματισμό του εν λόγω κεφαλαίου. Ειδικότερα, αν μεν η εισφορά του εργοδότη είναι διπλάσια της εισφοράς των εργαζομένων, οπωσδήποτε αίρεται η ανταποδοτικότητα (πρβλ. Α. Ε.Δ. 9/1980), δεν αποκλείεται όμως εκ των προτέρων η άρση της ανταποδοτικότητας και όταν η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς, σε σχέση με την εισφορά των ασφαλισμένων, είναι μεν αναλογικά μικρότερη, αλλά, πάντως, ουσιώδης για τον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση δε που είναι ουσιώδης η συμβολή της εργοδοτικής εισφοράς στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, περιορισμοί, ως προς το ανώτατο ύψος του χορηγουμένου από το εν λόγω κεφάλαιο βοηθήματος, δεν συνεπάγονται συνταγματικώς ανεπίτρεπτη παρέκκλιση από τον κανόνα ότι το ύψος του εφάπαξ βοηθήματος, υπολογιζόμενο επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών του ασφαλισμένου, πρέπει να είναι ανάλογο προς τις εισφορές που αυτός έχει καταβάλει (πρβλ. Α.Ε.Δ. 9/1980, Σ.τ.Ε. 540, 548, 549/1999). Κατά τη γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αικ. Συγγούνα και Γ. Σγουρόγλου, το βοήθημα που καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνον των ασφαλισμένων, είτε και του εργοδότη που απασχολεί αυτούς, έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, ανεξαρτήτως του ύψους των εισφορών του εργοδότη. Και τούτο διότι και οι εισφορές του εργοδότη καταβάλλονται με αφορμή την σχέση εργασίας που συνδέει αυτόν με τους ασφαλισμένους και υπολογίζονται επί των αποδοχών τούτων, όπως και οι εισφορές που καταβάλλουν οι ίδιοι. Κατά τη γνώμη δε του Συμβούλου Θωμά Παπαευαγγέλου, σε περίπτωση που το ασφαλιστικό κεφάλαιο σχηματίζεται και από εισφορές του εργοδότη, ο αμιγώς ανταποδοτικός χαρακτήρας του εφάπαξ βοηθήματος αίρεται, μόνον εάν οι εισφορές αυτές είναι τουλάχιστον διπλάσιες των εισφορών των ασφαλισμένων. Τούτο δε διότι μόνον στην περίπτωση αυτή μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εργοδοτικές εισφορές συμβάλλουν ουσιωδώς στον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου (πρβλ. Α.Ε.Δ. 9/1980).

   5. Επειδή, εξάλλου, για να κριθεί αν συγκεκριμένο εφάπαξ βοήθημα έχει ή όχι αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, λαμβάνεται υπόψη ο τρόπος σχηματισμού του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο τούτο χορηγείται, καθ' όλο το χρονικό διάστημα ασφαλίσεως του ασφαλισμένου, και όχι μόνον τα ισχύοντα, ως προς τον σχηματισμό του, κατά τον χρόνο εξόδου του ασφαλισμένου από την ενεργό ασφάλιση. Τούτο δε διότι και το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται βάσει του συνολικού χρόνου ασφαλίσεως του ασφαλισμένου, καταβάλλεται δε από το ασφαλιστικό κεφάλαιο, το οποίο έχει σχηματισθεί από την επί σειρά ετών συγκέντρωση πόρων.

   6. Επειδή, με το άρθρο 37 του Ν. 2084/1992 (ΦΕΚ Α' 165), το οποίο εντάσσεται στο Δ' Κεφάλαιο του έχοντος τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλιζόμενους στους φορείς κοινωνικής ασφάλισης από 1.1.1993» Τρίτου Μέρους του εν λόγω νόμου, ορίσθηκε ότι «Η συνολική εισφορά ασφάλισης για εφάπαξ βοήθημα σε φορείς ασφάλισης πρόνοιας ορίζεται σε ποσοστό 4% και βαρύνει αποκλειστικά τους ασφαλισμένους». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος στο άρθρο 57 του Δ' Κεφαλαίου του Τετάρτου Μέρους του, έχοντος τον τίτλο «Ρυθμίσεις για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.1992», ορίζει τα εξής : «1. Η προβλεπόμενη από τις οικείες διατάξεις των φορέων ασφαλίσεως πρόνοιας των υπαλλήλων των Τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος και Κτηματικής, Αγροτικής, Ε.Τ.Β.Α., Ιονικής - Λαϊκής και Εμπορικής, του Ο.Τ.Ε. και του Κλάδου Πρόνοιας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ασφαλιστικής Εταιρείας «ΕΘΝΙΚΗ», που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, εισφορά εργοδότη μειώνεται προοδευτικά, αρχής γενομένης από 1.1.1993 κατά το 1/10 για κάθε έτος. Η κατά τα άνω μειούμενη εισφορά προστίθεται αντίστοιχα στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του φορέα κύριας σύνταξης, στον οποίο υπάγονται οι ασφαλισμένοι των φορέων ή κλάδων ασφάλισης πρόνοιας, πλην του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας, η οποία προστίθεται στην εργοδοτική εισφορά υπέρ του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος. 2. ... 3. Το ακαθάριστο ποσό του εφάπαξ βοηθήματος, που χορηγούν οι φορείς ασφάλισης πρόνοιας της παρ. 1 του άρθρου αυτού για 35 έτη ασφάλισης δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό των 10.000.000 δρχ. Επιπλέον ποσό εφάπαξ βοηθήματος προβλεπόμενο από τις καταστατικές διατάξεις των φορέων χορηγείται μειωμένο κατά το 1/6 για κάθε έτος από 1.1.1993 και μετά. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο ή μεγαλύτερο των 35 ετών, το παραπάνω ποσό μειούται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφάλισης. 4. (όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν, δηλαδή, αντικατασταθεί με την παρ. 4 του άρθρου 84 του Ν. 2676/1999, ΦΕΚ Α' 1) Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αναπροσαρμόζεται κάθε φορά το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος της προηγούμενης παραγράφου μέχρι του εκάστοτε ποσοστού αύξησης των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων». Κατ' εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως της παραγράφου 4, εκδόθηκαν υπουργικές αποφάσεις, και, ειδικότερα, η απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων 7/οικ.1231/1.6.1993 (ΦΕΚ Β' 404) και οι αποφάσεις του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων 7/οικ.1490/24.8.1994 (ΦΕΚ Β' 653) και 7/οικ.1237/6.7.1995 (ΦΕΚ Β' 646), με τις οποίες αναπροσαρμόσθηκε το ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993, 1994 και 1995, αντιστοίχως.

   7. Επειδή, εξάλλου, με την Φ. 46/3239/23.2.1987 απόφαση του Υφυπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία ανασυντάχθηκε, τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε το Καταστατικό του προαναφερθέντος Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ Β' 108), ορίσθηκε στο άρθρο 2 παρ. 2 ότι η ασφάλιση που ασκείται από το εν λόγω Ταμείο ενεργείται από δύο κλάδους, τον Κλάδο Συντάξεων και τον Κλάδο Προνοίας, από τον οποίο χορηγούνται τα εφάπαξ βοηθήματα, και στο άρθρο 9 παρ. 3 ότι «Για τον κλάδο Πρόνοιας (εφάπαξ βοήθημα) πόροι είναι: α) Εισφορά του ασφαλισμένου ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του, για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ΑΤΕ. β) Εισφορά του εργοδότη ίση με 3% που υπολογίζεται στις πάσης φύσεως αποδοχές του ασφαλισμένου, για κάθε πραγματική υπηρεσία στην ΑΤΕ. γ) Ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες του εργοδότη ή θυγατρικών του εταιρειών. Το πιο πάνω ποσοστό καθορίζεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο κάθε χρόνου, με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του εργοδότη, δ) Ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της Τράπεζας, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 4 του άρθρου 13 του Νόμου 1256/1982. Το ποσό αυτό καθορίζεται κάθε χρόνο με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας, ε) Οι τόκοι και γενικά οι πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Προνοίας». Περαιτέρω, η ίδια ως άνω απόφαση ορίζει στο άρθρο 34 ότι «1. Οι ασφαλισμένοι του Κλάδου (εννοείται: Προνοίας) δικαιούνται εφάπαξ βοηθήματος υπό τις εξής προϋποθέσεις : α) ... β) Εφόσον αποχωρήσουν από την υπηρεσία της Τράπεζας λόγω συμπλήρωσης του ορίου ηλικίας που προβλέπεται από τον Οργανισμό της ή για οποιουσδήποτε άλλους λόγους, εφόσον έχουν χρόνο πραγματικής υπηρεσίας στην Αγροτική Τράπεζα, ασφαλισμένης στον Κλάδο Πρόνοιας, όχι από αναγνώριση, πέντε τουλάχιστον ετών. 2. Το εφάπαξ βοήθημα υπολογίζεται στον τελευταίο ετήσιο μισθό, όπως αυτός καθορίζεται στην επόμενη παράγραφο, κατά την ακόλουθη κλίμακα: 4% για κάθε χρόνο ασφάλισης από του 1ου μέχρι και του 10ου 8% για κάθε χρόνου ασφάλισης από του 11ου μέχρι και του 15ου 10% για κάθε χρόνου ασφάλισης από του 16ου μέχρι και του 32ου. 3. Για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου ..., ετήσιος μισθός λογίζεται το άθροισμα δεκατεσσάρων μισθών βάσης, με βάση το μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία, προσαυξημένων με τα επιδόματα πολυετούς υπηρεσίας, βαθμού, θέσεως, επιστημονικής απόδοσης, γάμου, τέκνων και Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής (ΑΤΑ). 4. Αν διακοπεί η χορήγηση των επιδομάτων γάμου, τέκνων και θέσεως πριν από τη συμπλήρωση πενταετίας, για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος λαμβάνονται ποσοστά των επιδομάτων αυτών ως εξής : Αν ο ασφαλισμένος αποχώρησε από την υπηρεσία μέσα στο πρώτο χρόνο από τη διακοπή λαμβάνεται υπόψη το 90% του επιδόματος, μέσα στο δεύτερο χρόνο το 80%, μέσα στον τρίτο χρόνο το 70%, μέσα στον τέταρτο χρόνο το 60% και μέσα στον πέμπτο χρόνο το 50%. Μετά τον πέμπτο χρόνο διακοπής του επιδόματος, δεν υπολογίζονται τα επιδόματα γάμου, τέκνων και θέσεως για τον καθορισμό του εφάπαξ βοηθήματος».

   8. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα εξής: Ο αναιρεσίβλητος υπηρέτησε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος και ασφαλίσθηκε υποχρεωτικά στο Ταμείο Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος μέχρι την αποχώρηση του από την υπηρεσία στις 30.11.1995. Ο Διευθυντής του Ταμείου, με την 8041/149/30.11.1995 απόφαση του, χορήγησε στον αναιρεσίβλητο εφάπαξ χρηματικό βοήθημα, το οποίο υπολόγισε σύμφωνα με το άρθρο 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992 σε 21.259.917 δραχμές, ενώ με βάση τις καταστατικές διατάξεις του Ταμείου ο αναιρεσίβλητος έπρεπε να λάβει εφάπαξ βοήθημα ύψους 30.013.010 δραχμών. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως ο αναιρεσίβλητος άσκησε ένσταση, η οποία απερρίφθη με την 2366/14/18.4.1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Η τελευταία αυτή απόφαση ακυρώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση, αφού έγινε δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου, και υποχρεώθηκε το ανωτέρω Ταμείο να καταβάλει στον αναιρεσίβλητο το ποσό των 8.753.093 δραχμών. Κατά της πρωτόδικης αποφάσεως άσκησε έφεση το Ταμείο, πρόσθετη παρέμβαση δε υπέρ αυτού άσκησε το αναιρεσείον Ελληνικό Δημόσιο. Τόσο η έφεση όσο και η παρέμβαση απερρίφθησαν με την ήδη προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή το Διοικητικό Εφετείο δέχθηκε ότι οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, οι οποίες προβλέπουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του ενδίκου εφάπαξ βοηθήματος, εισάγουν δυσμενή διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων εκείνων, των οποίων το εφάπαξ χρηματικό βοήθημα, υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 34 του Κανονισμού του ανωτέρω Ταμείου, θα υπερέβαινε, λόγω της μακροχρόνιας υπηρεσίας τους ή των υψηλών αποδοχών τους, ή και για τους δύο αυτούς λόγους, το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του Ν. 2084/1992, διότι αυτοί, παρά το ότι είχαν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις, λαμβάνουν, με βάση τις διατάξεις αυτές, εφάπαξ βοήθημα ίσο με εκείνο που καταβάλλεται σε άλλους ασφαλισμένους, οι οποίοι, λόγω του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας και των χαμηλότερων αποδοχών, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις. Η διάκριση αυτή είναι, κατά το Διοικητικό Εφετείο, αυθαίρετη, διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, ενόψει και του χαρακτήρα του επιδίκου εφάπαξ βοηθήματος, ο οποίος τείνει να γίνει αμιγώς ανταποδοτικός, αφού με την παρ. 1 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 προβλέπεται η σταδιακή εξάλειψη των εργοδοτικών εισφορών κατά την χρηματοδότηση του Κλάδου Προνοίας του ανωτέρω Ταμείου. Με τις σκέψεις αυτές το Διοικητικό Εφετείο έκρινε ότι οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και ότι, συνεπώς, δεν είναι νόμιμος ο, κατ' εφαρμογήν των διατάξεων αυτών, περιορισμός του χορηγηθέντος στον αναιρεσίβλητο βοηθήματος κατά το ποσό των 8.753.093 δραχμών. Στη συνέχεια, το Διοικητικό Εφετείο τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου ότι, λόγω της σταδιακής εξαλείψεως της εργοδοτικής εισφοράς, ο χαρακτήρας του επιδίκου βοηθήματος δεν είναι αμιγώς ανταποδοτικός για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να καταβάλει εισφορά η εργοδότρια τράπεζα απέρριψε ως αβάσιμο, με την αιτιολογία ότι κατά το χρόνο εξόδου του αναιρεσιβλήτου από την υπηρεσία είχε ήδη μειωθεί κατά 3/10 η εισφορά αυτή με συνέπεια το κεφάλαιο του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου να σχηματίζεται κατά κύριο λόγο από τις εισφορές των ασφαλισμένων του.

   9. Επειδή, με τον μνημονευθέντα στην έκτη σκέψη Ν. 2084/1992 επιδιώκεται, όπως αναφέρεται στην εισηγητική του έκθεση, «πρώτον, η δημιουργία ενός νέου ασφαλιστικού συστήματος για τους νεοασφαλιζόμενους ... και δεύτερον, η θέσπιση μεταβατικών διατάξεων για την εκλογίκευση του υπάρχοντος συστήματος», μεταξύ δε των βασικών αξόνων των μακροπροθέσμων επιδιώξεων του νόμου τούτου, όπως αναφέρεται στην ίδια έκθεση, είναι η «ριζική αναμόρφωση του συστήματος χρηματοδότησης, για όσους θα ασφαλισθούν για πρώτη φορά από 1.1.1993, ώστε να επανακτήσει τον κοινωνικό ανταποδοτικό της χαρακτήρα» και, ειδικότερα, «για τα εφάπαξ βοηθήματα θεσπίζεται χρηματοδότηση αποκλειστικά από τους ασφαλισμένους». Ενόψει του θεσπισθέντος με το νόμο αυτό συστήματος χρηματοδοτήσεως των ασφαλιστικών φορέων, που χορηγούν εφάπαξ βοηθήματα, αποκλειστικά από τους ασφαλισμένους και προς αντιμετώπιση του προβλήματος που θα εδημιουργείτο από τη μετάβαση στο σύστημα αυτό με την κατάργηση της μέχρι τότε χρηματοδοτήσεως των φορέων αυτών και από τους εργοδότες, θεσπίσθηκαν για τους αναφερόμενους στην παρ. 1 του άρθρου 57 του ανωτέρω Ν. 2084/1992 φορείς ασφαλίσεως πρόνοιας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και ο Κλάδος Προνοίας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, οι διατάξεις τόσο της παραγράφου αυτής περί σταδιακής μειώσεως της καταβαλλομένης στους φορείς αυτούς εργοδοτικής εισφοράς, όσο και της παραγράφου 3 περί μειώσεως του ύψους του χορηγουμένου από αυτούς εφάπαξ βοηθήματος και προβλέφθηκε, στο δεύτερο εδάφιο της εν λόγω παραγράφου, μεταβατική περίοδος έξι ετών, κατά την οποία καταβάλλεται βοήθημα, μειούμενο κατά το 1/6 κατ' έτος. Ειδικότερα, η τελευταία αυτή διάταξη του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 57 του Ν.2084/1992 αφορά ασφαλισμένους, όπως ο αναιρεσίβλητος, που αποχωρούν από την υπηρεσία από 1.1.1993 και κατά τα επόμενα έξι έτη και των οποίων, επομένως, ο χρόνος ασφαλίσεως εμπίπτει σε διάστημα, κατά το οποίο το κεφάλαιο των χορηγούντων το εφάπαξ βοήθημα ασφαλιστικών φορέων σχηματιζόταν και από εισφορές του εργοδότη, δοθέντος ότι με τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 προβλέπεται αρχικώς η μείωση απλώς της εισφοράς του εργοδότη - από την ίδια μεν ημερομηνία από την οποία αρχίζει και η σταδιακή μείωση του εφάπαξ βοηθήματος, αλλά σε μικρότερο ποσοστό απ' ότι το εν λόγω βοήθημα - και η ολοσχερής κατάργηση της σε μεταγενέστερο χρόνο και, συγκεκριμένα, από 1.1.2002. Με τα δεδομένα αυτά, ενόψει δε και των εκτεθέντων στην τέταρτη σκέψη, ως προς τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό εφάπαξ βοηθήματος ως αμιγώς ανταποδοτικού, η συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των διατάξεων του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που με αυτές θεσπίζεται περιορισμός του ανωτάτου ορίου εφάπαξ βοηθήματος, το οποίο χορηγούν οι μνημονευόμενοι στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 ασφαλιστικοί φορείς στους ασφαλισμένους που εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά την μεταβατική περίοδο της σταδιακής μειώσεως, έως την πλήρη κατάργηση, της εργοδοτικής εισφοράς, εξαρτάται από το αν η συμβολή της εισφοράς αυτής στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του συγκεκριμένου ασφαλιστικού φορέα ήταν ή μη ουσιώδης.

   10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από το παρατιθέμενο στην έβδομη σκέψη άρθρο 9 παρ. 3 του Καταστατικού του προαναφερθέντος Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνδυασμό με το άρθρο 57 παρ. 1 του ανωτέρω Ν. 2084/1992, προκύπτει ότι έως την έξοδο του αναιρεσιβλήτου από την ενεργό ασφάλιση το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Προνοίας του εν λόγω Ταμείου δεν σχηματιζόταν αποκλειστικά, ή έστω κατά κύριο λόγο, από τις εισφορές των ασφαλισμένων σ' αυτό, αλλά στο σχηματισμό του συνέβαλλε ουσιωδώς η εισφορά της εργοδότριας Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία μέχρι μεν την 31.12.1992 ήταν ίση με την εισφορά των ασφαλισμένων (3%), υπολογιζόμενη επί των ίδιων, όπως και η τελευταία, αποδοχών, μετά δε την 1.1.1993 άρχισε να μειώνεται σταδιακά κατά το 1/10 ετησίως και κατά την αποχώρηση του αναιρεσιβλήτου από την υπηρεσία (30.11.1995) είχε μειωθεί κατά τα 3/10. Συνεπώς, για τον ανωτέρω λόγο - και ανεξαρτήτως αν στο σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Κλάδου Προνοίας του ανωτέρω Ταμείου συνέβαλλαν, ενδεχομένως, και άλλοι πόροι, πλην των εισφορών, όπως είναι οι αναφερόμενοι στις περιπτώσεις γ' έως ε' της προαναφερθείσης παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του Ταμείου πόροι (ποσοστό από τα έσοδα που προέρχονται από τις ασφαλιστικές εργασίες της εργοδότριας τράπεζας ή θυγατρικών της εταιρειών, ποσοστό προμήθειας από τις ασφαλιστικές εργασίες της τράπεζας, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του Κλάδου Προνοίας) - το επίμαχο εφάπαξ βοήθημα δεν είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. ’λλωστε, ο ανταποδοτικός αυτού χαρακτήρας κλονίζεται περαιτέρω και από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από τις παρατεθείσες στην ίδια ως άνω έβδομη σκέψη διατάξεις του άρθρου 34 του Καταστατικού του Ταμείου, το βοήθημα αυτό υπολογίζεται μεν επί τη βάσει του χρόνου υπηρεσίας του ασφαλισμένου, αλλά όχι και επί των αποδοχών που έλαβε κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού - ώστε να είναι ανάλογο προς τις καταβληθείσες για τις αποδοχές αυτές εισφορές - αφού για τον υπολογισμό του λαμβάνεται υπόψη ο μισθός μόνον του μήνα εξόδου του ασφαλισμένου από την υπηρεσία και όχι ο μισθός που ελάμβανε κατά τον υπόλοιπο χρόνο της υπηρεσίας του, που μπορεί να ήταν (και κατά τα πρώτα έτη υπηρεσίας ήταν οπωσδήποτε) μικρότερος, ο μισθός δε του μήνα εξόδου προσαυξάνεται με ορισμένα επιδόματα, χωρίς να ασκεί επιρροή για πόσο χρόνο έχουν καταβληθεί τα επιδόματα αυτά και, επομένως, για πόσο χρόνο έχουν υποβληθεί σε κρατήσεις υπέρ του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου. Συνεπώς, εφόσον το απονεμόμενο από τον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος εφάπαξ βοήθημα δεν είχε, κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν - προς προστασία του ασφαλιστικού κεφαλαίου του Κλάδου τούτου και διασφάλιση της ικανότητας του να χορηγεί εφάπαξ βοήθημα τόσο κατά τη διάρκεια του κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου μεταβατικού διαστήματος της σταδιακής μειώσεως έως την πλήρη κατάργηση της εργοδοτικής εισφοράς, όσο και μετά το διάστημα αυτό - περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του ανωτέρω Ταμείου, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου τούτου εργοδοτικής εισφοράς, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 4 παρ. 1, ούτε στο άρθρο 22 παρ. 4 (και ήδη 5) του Συντάγματος. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι ανωτέρω διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 57 του Ν. 2084/1992 -προβλέποντας ότι τα εφάπαξ βοηθήματα, που χορηγούνται κατά την ως άνω μεταβατική περίοδο και υπερβαίνουν, υπολογιζόμενα με βάση τις διέπουσες τα ασφαλιστικά ταμεία διατάξεις, το όριο των 10.000.000 δρχ. (όπως τούτο εκάστοτε αναπροσαρμόζεται) μειώνονται κατά το 1/6 κατ' έτος, σε περίπτωση δε χρόνου ασφαλίσεως μικρότερου ή μεγαλύτερου των 35 ετών, το προκύπτον ποσό μειώνεται ή αυξάνεται αναλόγως των ετών ασφαλίσεως - αποκλείουν, κατά τη μεταβατική περίοδο, κατά την οποία απεχώρησε από την ενεργό ασφάλιση και ο αναιρεσίβλητος, ασφαλισμένοι με διαφορετικού ύψους αρχική, δηλαδή πριν από τον υπολογισμό της μειώσεως, αξίωση να λάβουν το ίδιο ποσό εφάπαξ βοηθήματος, με συνέπεια να μην αναιρείται, εν πάση περιπτώσει, η εκ των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων επιβαλλόμενη, κατ' αρχήν, κλιμάκωση του απονεμομένου εφάπαξ βοηθήματος, αναλόγως του χρόνου υπηρεσίας και των αποδοχών για τις οποίες έχουν καταβληθεί ασφαλιστικές εισφορές. Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως ερμήνευσε και εφήρμοσε τόσο το άρθρο 4 παρ, 1 του Συντάγματος, όσο και τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κρίνοντας ότι οι διατάξεις αυτές του Ν. 2084/1992 αντίκεινται στο ανωτέρω άρθρο του Συντάγματος, με την αιτιολογία ότι εισάγουν δυσμενή διάκριση εις βάρος των ασφαλισμένων εκείνων, των οποίων το εφάπαξ βοήθημα, υπολογιζόμενο κατά το άρθρο 34 του Καταστατικού του προαναφερθέντος Ταμείου, θα υπερέβαινε, λόγω της μακροχρόνιας υπηρεσίας των ή των υψηλών αποδοχών τους, ή και για τους δύο αυτούς λόγους, το ποσό που προκύπτει από την εφαρμογή των ως άνω διατάξεων του Ν. 2084/1992, καθόσον αυτοί, παρά το ότι είχαν υποβληθεί σε μεγαλύτερες κρατήσεις, λαμβάνουν, με βάση τις διατάξεις αυτές, εφάπαξ βοήθημα ίσο με το καταβαλλόμενο σε άλλους ασφαλισμένους, οι οποίοι, λόγω του μικρότερου χρόνου υπηρεσίας και των χαμηλότερων αποδοχών, έχουν υποβληθεί σε μικρότερες κρατήσεις, η διάκριση δε αυτή είναι αυθαίρετη, εφόσον δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, ενόψει και του χαρακτήρα του επιδίκου βοηθήματος, ο οποίος, με την σταδιακή μείωση έως την πλήρη κατάργηση των εργοδοτικών εισφορών, τείνει να γίνει αμιγώς ανταποδοτικός. Για το λόγο δε αυτό, που προβάλλεται με την κρινόμενη αίτηση, θα έπρεπε να γίνει δεκτή η εν λόγω αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Κατά την γνώμη, όμως, των Συμβούλων Αικ. Συγγούνα και Γ. Σγουρόγλου, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992, κατά το μέρος που θεσπίζουν περιορισμό του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος που χορηγείται στους ασφαλισμένους του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίοι εξέρχονται από την ενεργό ασφάλιση κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1993 έως την πλήρη κατάργηση της καταβαλλομένης στον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου τούτου εργοδοτικής εισφοράς, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 4 (και ήδη 5) του Συντάγματος, διότι το εν λόγω εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Προνοίας του ανωτέρω Ταμείου σχηματιζόταν, καθ' όλο τον χρόνο ασφαλίσεως του αναιρεσιβλήτου, μόνον από εισφορές και όχι από άλλους πόρους και, ειδικότερα, σχηματιζόταν αρχικώς μεν από ισόποσες εισφορές των ασφαλισμένων και της εργοδότριας τράπεζας, οι οποίες υπολογίζονταν επί των αυτών αποδοχών των ασφαλισμένων, από 1.1.1993 δε και έως την έξοδο του αναιρεσιβλήτου από την ενεργό ασφάλιση και πάλι από εισφορές τόσο των ασφαλισμένων, όσο και της εργοδότριας τράπεζας, με την διαφορά ότι οι εισφορές της τράπεζας έβαιναν συνεχώς μειούμενες. Και ναι μεν στις περιπτώσεις γ' έως ε' της παραγράφου 3 του άρθρου 9 του Καταστατικού του ανωτέρω Ταμείου προβλέπονταν ως πόροι του Κλάδου Προνοίας αυτού και άλλα έσοδα (έσοδα από τις ασφαλιστικές εργασίες της εργοδότριας τράπεζας ή θυγατρικών της εταιρειών, τόκοι και γενικά πρόσοδοι των κεφαλαίων και κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου του εν λόγω Κλάδου Προνοίας), πλην των εισφορών, τα έσοδα, όμως, αυτά, εν πολλοίς αόριστα και υποθετικά, δεν μπορούν να αποτελέσουν ασφαλές κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του επιδίκου βοηθήματος ως ανταποδοτικού ή μη, διότι δεν προκύπτει ότι συνέβαλλαν, κατά τρόπο σταθερό και μόνιμο, στον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου του ανωτέρω Κλάδου. Εξάλλου, κατά την γνώμη του Συμβούλου Θωμά Παπαευαγγέλου, οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992 αντίκεινται στις προαναφερθείσες συνταγματικές διατάξεις, διότι το επίμαχο εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού το ασφαλιστικό κεφάλαιο του Κλάδου Προνοίας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος, καθ' όλο τον χρόνο ασφαλίσεως του αναιρεσιβλήτου, σχηματιζόταν μεν και από εργοδοτικές εισφορές, οι οποίες όμως δεν ήταν ποτέ διπλάσιες των εισφορών των ασφαλισμένων, αλλά αρχικώς ήταν απλώς ισόποσες προς τις εισφορές τούτων και από 1.1.1993 δεν ήταν ούτε καν ίσες με αυτές, αλλά έβαιναν συνεχώς μειούμενες. Περαιτέρω δε, και κατά τις δύο μειοψηφούσες γνώμες, δεν προκύπτει ούτε από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2084/1992, ούτε από τις προηγηθείσες της ψηφίσεως του λοιπές προπαρασκευαστικές εργασίες, ούτε, τέλος, από τις συζητήσεις στη Βουλή πριν από την ψήφιση του, ότι συνέτρεχε λόγος γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογούσε την περιορισμό του ανωτάτου ορίου του επιμάχου εφάπαξ βοηθήματος. Ως τέτοιος δε λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί η ανάγκη αντιμετωπίσεως των προβλημάτων που, ενδεχομένως, θα προέκυπταν από την, κατ' εφαρμογή της παρ. 1 του ανωτέρω άρθρου 57 του Ν. 2084/1992, σταδιακή μείωση, έως την πλήρη κατάργηση, της εισφοράς που κατέβαλλε η εργοδότρια τράπεζα στον Κλάδο Προνοίας του Ταμείου Συντάξεων και Προνοίας Προσωπικού Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος και την προσθήκη αυτής στην εισφορά που καταβάλλει η εν λόγω τράπεζα για τον σχηματισμό του ασφαλιστικού κεφαλαίου, από το οποίο χορηγείται στους ασφαλισμένους του Ταμείου η κύρια σύνταξη. Συνεπώς, κατά τις μειοψηφούσες γνώμες, η κρινόμενη αίτηση θα έπρεπε να απορριφθεί.

   11. Επειδή, με την 17/2005 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου κρίθηκε επί υποθέσεως που αφορά ασφαλισμένους του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού Ε.Τ.Β.Α., στο σχηματισμό του κεφαλαίου του Κλάδου Προνοίας του οποίου συνεισέφερε και η εργοδότρια Τράπεζα με την καταβολή, μέχρι 31.12.1992, εισφοράς ίσης με την εισφορά των ασφαλισμένων, ότι οι διατάξεις του άρθρου 57 παρ. 3 του Ν. 2084/1992 αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος. Ενόψει της αντιθέσεως αυτής των δύο ανωτάτων δικαστηρίων, ως προς την συμφωνία ή μη προς το Σύνταγμα των ανωτέρω διατάξεων, η Ολομέλεια κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της κρινομένης υποθέσεως και να παραπεμφθεί το ζήτημα τούτο στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε' του Συντάγματος και το άρθρο 48 παρ. 2 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του Ν. 345/1976 (ΦΕΚ Α' 141) Κώδικα περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, προς άρση της αμφισβητήσεως.

   Δ ι σ τ α ύ τ α

   Αναβάλλει την έκδοση οριστικής αποφάσεως.

   Παραπέμπει στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο την επίλυση του αναφερομένου στο αιτιολογικό ζητήματος.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Μαϊου 2006.