ΣτΕ 1185/2010

 

Μη θεώρηση φορολογικών βιβλίων και στοιχείων λόγω μη προσκομίσεως βεβαιώσεως περί καταβολής των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών -.

 

 

Το μέτρο της μη θεωρήσεως φορολογικών βιβλίων και στοιχείων από τη φορολογική αρχή λόγω μη προσκομίσεως βεβαιώσεως περί των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών δεν αντίκειται στην επαγγελματική ελευθερία και την αρχή της αναλογικότητας, ούτε παραβιάζει τις διατάξεις περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων.

 

Aριθμός 1185/2010

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 3 Φεβρουαρίου 2010 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Aντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Α.-Γ. Βώρος, Ι. Γράβαρης, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Ειρ. Σταυρουλάκη, Β. Μόσχου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Ζυγουρίτσα.

 

Για να δικάσει την από 11 Απριλίου 2007 αίτηση:

 

του ...., κατοίκου Αθηνών (οδός ... αρ. ...), ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 10294),

 

κατά του Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με την Μαρία-Λουΐζα Μπακαλάκου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών επιδιώκει να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. 4769/2.4.2007 πράξη του Προϊσταμένου της ΙΒ΄ Δ.Ο.Υ. Αθηνών.

 

Οι πληρεξούσιοι των διαδίκων δήλωσαν, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 21 του Κανονισμού Λειτουργίας του Δικαστηρίου, ότι δεν θα αγορεύσουν.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση του συμπεράσματος της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Ειρ. Σταυρουλάκη.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 2745330 και 3692203/2007 ειδικά γραμμάτια παραβόλου σειράς Α’).

 

 

2. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση ζητείται η ακύρωση της 4769/2-4-2007 πράξεως του Προϊσταμένου της ΙΒ’ ΔΟΥ Αθηνών, με την οποία απερρίφθη η από 29-3-2007 (υπ’ αριθμ. πρωτοκ. 4769/30-3-2009) αίτηση του αιτούντος δικηγόρου περί θεωρήσεως των φορολογικών του βιβλίων (μπλοκ δελτίων παροχής υπηρεσιών), κατ’ επίκληση του άρθρου 63 παρ. 1 του ν. 2084/1992.

 

 

3. Επειδή, η υπό κρίση αίτηση εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας με την από 23-4-2007 πράξη του Προέδρου του ως άνω Τμήματος, λόγω σπουδαιότητας των τιθεμένων μ’ αυτήν ζητημάτων.

 

 

4. Επειδή, στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (π.δ. 186/1992, Α’ 84) ορίζεται, στο άρθρο 2, ότι «1. Κάθε ημεδαπό … φυσικό … πρόσωπο … που ασκεί δραστηριότητα στην ελληνική επικράτεια και αποβλέπει στην απόκτηση εισοδήματος από … ελευθέριο επάγγελμα …, αναφερόμενο στο εξής με τον όρο «επιτηδευματίας», τηρεί, εκδίδει … τα βιβλία, τα στοιχεία… που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό…», στο άρθρο 4, ότι «1.Οι επιτηδευματίες εντάσσονται σε κατηγορία βιβλίων του Κώδικα αυτού από την έναρξη των εργασιών τους, όπως ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 6 του άρθρου αυτού…. 3. Στη δεύτερη κατηγορία …: α) ο ελεύθερος επαγγελματίας…», στο άρθρο 13, ότι «1. Ο επιτηδευματίας που τηρεί βιβλία δεύτερης … κατηγορίας για κάθε … παροχή υπηρεσιών προς το κοινό…εκδίδει απόδειξη …παροχής υπηρεσιών…» και στο άρθρο 19 ότι «1. Ο επιτηδευματίας έχει υποχρέωση να θεωρεί στον αρμόδιο προϊστάμενο ΔΟΥ, πριν από κάθε χρησιμοποίησή τους: Α) … Β) Από τα στοιχεία … : α) … δ) την απόδειξη παροχής υπηρεσιών … 2. Τα βιβλία του Κώδικα αυτού, για τα οποία ορίζεται θεώρησή τους, όταν δεν θεωρούνται πριν από την έναρξη χρησιμοποίησής τους, είναι ως να μην τηρήθηκαν για το μέχρι τη θεώρησή τους χρονικό διάστημα…». Εξάλλου, στο άρθρο 63 του ν.2084/1992 («Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης…», Α’ 165), κατ’ επίκληση του οποίου, όπως προαναφέρθηκε, εκδόθηκε η προσβαλλομένη, ορίζεται ότι «1. Οι αρμόδιες διευθύνσεις οικονομικών υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών (ΔΟΥ) δεν θεωρούν φορολογικά βιβλία ή στοιχεία…επιτηδευματιών, εάν η σχετική αίτηση των ενδιαφερομένων δεν συνοδεύεται από βεβαίωση του οικείου φορέα κοινωνικής ασφάλισης περί καταβολής ή διακανονισμού των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών προς αυτούς. Οι εν λόγω βεβαιώσεις έχουν ετήσια ισχύ. 2…». Με τη διάταξη αυτή, όπως άλλωστε αναφέρεται στη σχετική εισηγητική έκθεση, «καθιερώνεται υποχρέωση προσκομίσεως βεβαιώσεως ασφαλιστικής ενημερότητας για τη θεώρηση από τις ΔΟΥ φορολογικών βιβλίων και στοιχείων … επιτηδευματιών», «το μέτρο [δε] αυτό αποβλέπει στη διευκόλυνση εισπράξεως των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών».

 

 

5. Επειδή, η ως άνω διάταξη του ν.2084/1992, κατ' εφαρμογή της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη, εντάσσεται, ως εκ του είδους του προβλεπομένου σ' αυτή μέτρου (άρνηση θεωρήσεως φορολογικών στοιχείων), στην νομοθεσία περί φορολογικών βιβλίων και στοιχείων. Επομένως, η διαφορά που δημιουργείται από την εφαρμογή της υπάγεται στην αρμοδιότητα του Β΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την περίπτωση β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του π.δ/τος 361/2001 (Α΄ 244), όπως ήδη ισχύει μετά το άρθρο 1 παρ. 1 του Π.Δ. 334/2003 (Α΄ 285), είναι δε ακυρωτική, καθ’ όσον η ως άνω άρνηση, η οποία αποβλέπει στην ταχύτερη είσπραξη των οφειλομένων σε οργανισμούς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν συνάπτεται στενώς και αναγκαίως με ατομική φορολογική υποχρέωση του αιτούντος ούτε συνιστά κύρωση για παράβαση της φορολογικής νομοθεσίας και, άρα, δεν υπόκειται, κατά το άρθρο 63 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999, Α΄ 97), σε προσφυγή ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων (πρβλ. ΣτΕ 834/2010 Ολ., 3558/2002, 3248/2000, 3438/1998 Ολ.). Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αίτηση, η οποία ασκείται και κατά τα λοιπά παραδεκτώς, είναι περαιτέρω εξεταστέα.

 

 

6. Επειδή, στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε πολίτη να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει ελεύθερα στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, καθ’ ό μέτρο δεν παραβιάζει το Σύνταγμα. Περαιτέρω, στο άρθρο 22 παρ.5 ορίζεται ότι το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει, και στο άρθρο 25 παρ.1 προβλέπεται ότι τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους, και ότι οι περιορισμοί τους, οι οποίοι δύνανται κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφ’ όσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού, και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας.

 

 

7. Επειδή, το επίδικο μέτρο της μη θεωρήσεως φορολογικών βιβλίων και στοιχείων από τη φορολογική αρχή λόγω μη προσκομίσεως βεβαιώσεως περί καταβολής των οφειλομένων ασφαλιστικών εισφορών, αποβλέποντας, κατά τα προαναφερθέντα, στην εξασφάλιση της καταβολής, και δη εγκαίρως, των ασφαλιστικών εισφορών από τους έχοντες σχετική υποχρέωση, δικαιολογείται από την ανάγκη ικανοποιήσεως του ανωτέρω, ευθέως προβλεπομένου από το ίδιο το Σύνταγμα δημοσίου σκοπού της παροχής κοινωνικής ασφαλίσεως και εκπληρώσεως της σχετικής υποχρεώσεως των ασφαλιστικών οργανισμών προς τους ασφαλισμένους, εφ’ όσον οδηγεί στην αποτροπή της απώλειας των απαραίτητων για την εκτέλεση του έργου αυτού εσόδων των εν λόγω οργανισμών από τις οικονομικές υποχρεώσεις των μελών τους (ΣτΕ 4674/1998 Ολ.). Επομένως, πρόκειται για μέτρο ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, με συνέπεια να μην τίθεται ζήτημα παραβιάσεως των προπαρατεθέντων άρθρων 5 παρ.1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα (πρβλ.ΣτΕ 3413/2000, 1392/2008, 1106/2007, 3438/1998 Ολ.). Εξάλλου, ο ειδικότερος ισχυρισμός περί του ότι «η μέριμνα για την υγεία και την συνταξιοδότησή του αιτούντος αφορά αποκλειστικώς τον ίδιο και κανέναν άλλον συμπολίτη του» είναι αβάσιμος, δεδομένου ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος θεσπίζει για τον νομοθέτη υποχρέωση ασφαλιστικής καλύψεως όχι μόνον του κάθε πολίτη, αλλά όλου του εργαζόμενου πληθυσμού της χώρας, τόσο δε το γενικότερο θέμα της ασφαλιστικής σχέσεως όσο και τα επί μέρους ζητήματα που γεννώνται απ’ αυτήν, μεταξύ των οποίων το της καταβολής εισφορών από τους ασφαλισμένους και της εισπράξεώς τους από τους οργανισμούς κοινωνικής ασφαλίσεως, ρυθμίζονται μονομερώς από την κρατική εξουσία, με κανόνες δημοσίας τάξεως, αποκλειομένης της διαμορφώσεως της εν λόγω σχέσεως δυνάμει της ιδιωτικής πρωτοβουλίας (ΣτΕ 548/1965-πρβλ.ΣτΕ 2217/1970 Ολ., 5024/1987, 790/2006, 1345/2008 επταμ., 3579/2009).

 

 

8. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 9Α του Συντάγματος ορίζεται ότι «Καθένας έχει δικαίωμα προστασίας από τη συλλογή, επεξεργασία και χρήση, ιδίως με ηλεκτρονικά μέσα, των προσωπικών του δεδομένων, όπως νόμος ορίζει…» Εξάλλου, στο ν.2472/1997 («Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», Α’50), ο οποίος είχε ήδη θεσπισθεί σε εκπλήρωση υποχρεώσεως του κοινού νομοθέτη απορρέουσα τόσο από τις συνταγματικές διατάξεις περί προστασίας της αξίας του ανθρώπου, της ελεύθερης αναπτύξεως της προσωπικότητάς του και διασφαλίσεως της ιδιωτικής του ζωής (ΣτΕ 3545/2002) όσο και από την υποχρέωση συμμορφώσεως προς την Οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (L. 281) (βλ. την εισηγητική έκθεση του νόμου), ορίζεται, στο άρθρο 2, ότι «Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων … δ) «Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» … κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται από το Δημόσιο … και εφαρμόζονται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα) η διαγραφή, η καταστροφή…», στο άρθρο 3, ότι «1. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου εφαρμόζονται στην … επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία περιλαμβάνονται ή πρόκειται να περιληφθούν σε αρχείο … 3. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε κάθε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εφ’ όσον αυτή εκτελείται: α) Από υπεύθυνο επεξεργασίας ή εκτελούντα την επεξεργασία, εγκατεστημένο στην Ελληνική Επικράτεια…», στο άρθρο 4, ότι «1.Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών, β) Να είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας…», στο άρθρο 5, ότι «1.Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο έχει δώσει τη συγκατάθεσή του. 2.Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α) … β) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση υποχρεώσεως του υπεύθυνου επεξεργασίας, η οποία επιβάλλεται από το νόμο, γ) … δ) η επεξεργασία είναι αναγκαία για την εκτέλεση έργου δημοσίου συμφέροντος ή έργου που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και εκτελείται από δημόσια αρχή … ε) η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας … και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα, και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών…» και στο άρθρο 11, ότι «1. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας … 2 … 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα…μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από … απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση…».

 

 

9. Επειδή, προβάλλεται ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 63 παρ.1 του ν.2084/1992 αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 9Α του Συντάγματος και 2, 3, 5 και 11 του ν.2479/1997, «διότι η υπαγωγή του αιτούντος ή μη στην ασφάλιση και ποια ακριβώς αλλά και η οφειλή του ή μη των ασφαλιστικών εισφορών αποτελούν προσωπικά δεδομένα, τα οποία δια της προσκομιζομένης ασφαλιστικής βεβαιώσεως τίθενται υπό της ως άνω ΔΟΥ … εις αυτοματοποιημένην επεξεργασίαν ή εις επεξεργασίαν περιλαμβανομένη εις το αρχείον της». Ο λόγος αυτός, ανεξαρτήτως της αοριστίας του, δεδομένου ότι δεν εξειδικεύει σε τι συνίσταται η παραβίαση των ανωτέρω διατάξεων, είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμος, δεδομένου ότι τυχόν επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων του αιτούντος που αναφέρονται στις σχέσεις του με ασφαλιστικούς οργανισμούς τελεί σε αναλογία με τον δημόσιο σκοπό της διασφαλίσεως καλής οικονομικής καταστάσεως για τους ως άνω οργανισμούς, την οποία, κατά τα προεκτεθέντα, εξυπηρετεί και, συνεπώς, είναι θεμιτή και κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων περί προστασίας των προσωπικών δεδομένων (βλ. ιδίως άρθρ. 4 παρ. 1 περ. α’ και β’ και 5 παρ. 2 περ. δ’ του ν. 2479/1997 - πρβλ. ΣτΕ 2280/2001 και την από 27-8-1997 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση «Μ.S. κατά Σουηδίας»).

 

 

10. Επειδή, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, αορίστως αλλά και αβασίμως προβάλλεται, περαιτέρω, ότι παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 3 (περί ασκήσεως των εξουσιών όπως ορίζει το Σύνταγμα υπέρ του Λαού), 25 παρ. 2 (περί προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία), και 120 παρ. 2 του Συντάγματος (περί υποχρεώσεως σεβασμού του Συντάγματος και των σύμφωνων με αυτό νόμων). Εξάλλου, και οι ισχυρισμοί περί παραβιάσεως τόσο των άρθρων 7 παρ. 2 του Συντάγματος (περί απαγορεύσεως, μεταξύ άλλων, της ασκήσεως ψυχολογικής βίας), όσο και των άρθρων 2 παρ. 1 (περί προστασίας του δικαιώματος στη ζωή) και 3 (περί απαγορεύσεως βασανιστηρίων και υποβολής σε μεταχείριση ή ποινές απάνθρωπες ή εξευτελιστικές) της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α' 256), με τους οποίους προβάλλεται ότι ο αιτών υφίσταται ψυχολογική βία λόγω της μελλοντικής, ως συνέπειας εφαρμογής της επίμαχης διατάξεως, απαγορεύσεως από τη φορολογική αρχή ασκήσεως του δικηγορικού του επαγγέλματος, είναι ομοίως απορριπτέοι ως αβάσιμοι, δεδομένου ότι η εφαρμογή του άρθρου 63 παρ. 1 του ν. 2084/1992 δεν στοιχειοθετεί βασανιστήριο, άσκηση ψυχολογικής βίας ή υποβολή του αιτούντος σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ούτε επάγεται διακινδύνευση της ζωής του.

 

 

11. Επειδή, ενόψει των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση είναι απορριπτέα.

 

 

Δια ταύτα

 

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου.

 

Επιβάλλει στον αιτούντα τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 23 Μαρτίου 2010

 

Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος    Η Γραμματέας

 

Φ. Αρναούτογλου      Α. Ζυγουρίτσα

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 14ης Απριλίου 2010.

 

Η Προεδρεύουσα Σύμβουλος    Η Γραμματέας

 

Ε. Γαλανού        Α. Ζυγουρίτσα