ΣτΕ 931/2010 (Δ΄ Τμήμα)

 

Συμπληρώματα διατροφής -.

 

 

Το άρθρο 10α της ΚΥΑ Υ1/Γ.Π.127962/03/2004, το οποίο ορίζει ότι τα συμπληρώματα διατροφής πωλούνται αποκλειστικά στα φαρμακεία, δεν αντίκειται στην οδηγία 2002/46/ΕΚ, δεν συνιστά μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος και δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, στην αρχή της αναλογικότητας και στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθμός 1 της ΕΣΔΑ.

 

 

Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή κρίθηκαν τα εξής: Τα συμπληρώματα διατροφής, τα οποία περιέχουν βιταμίνες και ανόργανα στοιχεία και εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/46/ΕΚ (και της προσβαλλόμενης ΚΥΑ Υ1/Γ.Π.127962/03/2004), μπορούν να διατίθενται στο εμπόριο εντός της Κοινότητας μόνον εφόσον είναι σύμφωνα με τους κανόνες που θεσπίζει η οδηγία αυτή. Ειδικότερα, η οδηγία καθιερώνει ένα σύστημα «θετικών καταλόγων» βιταμινών και ανόργανων στοιχείων και βιταμινούχων και ανόργανων ουσιών (κατά την ορολογία των παραρτημάτων Ι και ΙΙ της οδηγίας), που επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται στην παρασκευή των συμπληρωμάτων διατροφής, ώστε τα κράτη μέλη να επιτρέπουν το αργότερο την 1η.8.2003 την εμπορία των προϊόντων που πληρούν τους όρους της οδηγίας και να απαγορεύουν το αργότερο την 1η.8.2005 την εμπορία των προϊόντων που δεν πληρούν τους όρους αυτούς. Η επιχειρούμενη με την οδηγία 2002/46 προσέγγιση (εναρμόνιση) των εθνικών νομοθεσιών αφορά επίσης μια σειρά ειδικότερων ζητημάτων σχετικών με τη σύνθεση, την επισήμανση, την παρουσίαση και τη διαφήμιση των συμπληρωμάτων διατροφής. Ενόψει των ρυθμίσεων αυτών, το άρθρο 11 παρ. 1 της οδηγίας εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων που πληρούν τους όρους της οδηγίας και των κοινοτικών πράξεων που θεσπίζονται κατ εφαρμογή της. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή δεν επιτρέπεται στα κράτη μέλη, επικαλούμενα λόγους που έχουν σχέση με τη σύνθεση, τις προδιαγραφές παρασκευής, την παρουσίαση ή την επισήμανση των προϊόντων, δηλαδή με τα ζητήματα που αποτέλεσαν αντικείμενο της κοινοτικής ρύθμισης, να απαγορεύουν ή να περιορίζουν την εμπορία τους. Οι όροι, ωστόσο, της διάθεσης στην κατανάλωση διά του λιανικού εμπορίου των συμπληρωμάτων διατροφής, όπως αυτός που αφορά η επίμαχη διάταξη του άρθρου 10α της προσβαλλόμενης ΚΥΑ, δηλαδή η πώληση των συμπληρωμάτων διατροφής αποκλειστικά από τα φαρμακεία, δεν αποτέλεσαν, κατά την απολύτως σαφή έννοια των διατάξεων της οδηγίας 2002/46, αντικείμενο των ρυθμίσεών της, παρέμειναν δηλαδή εκτός του πλαισίου της εναρμόνισης των εθνικών νομοθεσιών που επήλθε με την οδηγία αυτή και η οποία αλλωστε εναρμόνιση είναι μερική και όχι πλήρης, αφού αφορά μόνο τη συγκεκριμένη κατηγορία συμπληρωμάτων διατροφής που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ότι η ρύθμιση του άρθρου 10α της προσβαλλόμενης ΚΥΑ αντίκειται στο εναρμονισμένο πλαίσιο κανόνων εμπορικής κυκλοφορίας των συμπληρωμάτων διατροφής που θεσπίστηκε από την οδηγία 2002/46. Περαιτέρω, η κανονιστική ρύθμιση του άρθρου 10α της ΚΥΑ, που επιβάλλει την αποκλειστική διάθεση των συμπληρωμάτων διατροφής από τα φαρμακεία και καθορίζει έτσι κατά τρόπο γενικό τα σημεία της πώλησής τους, έχει μεν ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της εμπορικής ελευθερίας των επιχειρηματιών, αλλά δεν αφορά τα χαρακτηριστικά των προϊόντων καθ εαυτά, επιπλέον δε, εφαρμόζεται αδιακρίτως καταγωγής των προϊόντων και σε όλους τους επιχειρηματίες που ασκούν τη δραστηριότητά τους στο εθνικό έδαφος. Συνεπώς, δεν επηρεάζει την εμπορία των προϊόντων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη κατά τρόπο διαφορετικό από την εμπορία των εγχώριων προϊόντων, χωρίς μάλιστα να έχει νομική σημασία αν τα προϊόντα που αφορά η επίμαχη ρύθμιση παράγονται η όχι στην ελληνική επικράτεια, ως εκ τούτου δε, είναι πρόδηλο ότι η επίμαχη ρύθμιση δεν αποτελεί μέτρο ισοδυνάμου αποτελέσματος με ποσοτικό περιορισμό, κατά την απολύτως σαφή εν προκειμένω έννοια του άρθρου 28 της Συνθήκης, ο δε περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως ότι η εν λόγω ρύθμιση αντίκειται στην ανωτέρω διάταξη της Συνθήκης, καθώς και στο άρθρο 30 αυτής, είναι αβάσιμος. Επίσης, η επίμαχη απαγόρευση διάθεσης συμπληρωμάτων διατροφής εκτός φαρμακείων, δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Και τούτο, διότι το μέτρο αυτό περιορίζει επιτρεπτώς, κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, την εμπορική ελευθερία των επιχειρήσεων δεδομένου ότι είναι μέτρο γενικό και αντικειμενικό και αποσκοπεί στην προστασία της ανθρώπινης υγείας, δηλαδή στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, από το ενδεχόμενο υπερβολικής ή ανεξέλεγκτης πρόσληψης ουσιών, όπως οι βιταμίνες και τα ανόργανα στοιχεία, δυνητικά επιβλαβών για την υγεία, για την οποία το κράτος οφείλει να μεριμνά και προληπτικώς, σύμφωνα με την αρχή της προφύλαξης, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 παρ. 3 του Συντάγματος. Εξ άλλου, η επιβολή με την προσβαλλόμενη ΚΥΑ του επίμαχου περιορισμού της αποκλειστικής διάθεσης από τα φαρμακεία των συμπληρωμάτων διατροφής που ρυθμίζονται από την εν λόγω απόφαση, στηρίζεται σε επιστημονική τεκμηρίωση που, ανεξαρτήτως αν θεωρηθεί επιβεβλημένη, είναι, εν πάση περιπτώσει, επαρκής, λαμβανομένου υπόψη ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνίσταται σε ιδιαίτερα δραστικό περιορισμό, πλήττοντα ευθέως την πρόσβαση στην αγορά των συμπληρωμάτων διατροφής, αλλά σε απλό περιορισμό των σημείων πώλησής τους. Ενόψει αυτών και στο βαθμό, πάντως, που τα επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τους ενδεχόμενους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία από την κατανάλωση συμπληρωμάτων διατροφής δεν έχουν ανατραπεί, ο επίμαχος περιορισμός της εμπορικής ελευθερίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας, δηλαδή προδήλως απρόσφορο ή μη αναγκαίο για την επίτευξη του προαναφερθέντος σκοπού δημόσιου συμφέροντος ούτε προδήλως δυσανάλογο προς το σκοπό αυτό, αφού δεν θίγει τον πυρήνα της οικονομικής ελευθερίας των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων. Τούτο δε, ειδικότερα, διότι ο σκοπός και η δραστηριότητα των επιχειρήσεων αυτών δεν περιορίζονται στην εμπορία συμπληρωμάτων διατροφής και μάλιστα υπό τη στενότερη έννοια (τρόφιμα προσυσκευασμένα και εμφανιζόμενα σε δοσιμετρικές μορφές) που αυτά γίνονται αντιληπτά από την οδηγία 2002/46 και την προσβαλλόμενη ΚΥΑ, αλλά αφορούν γενικά, νομίμως κυκλοφορούντα αγαθά, που χαρακτηρίζονται ως "φυσικές υγιεινές τροφές και προϊόντα", ανεξάρτητα από τη σύσταση και τη μορφή με την οποία εμφανίζονται στο εμπόριο. Επομένως, ο επίμαχος περιορισμός δεν είναι από τη φύση του ικανός να καταστήσει αδύνατη ούτε να δυσχεράνει ουσιωδώς την ανάληψη και άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας από τις ανωτέρω επιχειρήσεις στον τομέα της εμπορίας "φυσικών υγιεινών τροφών και προϊόντων", δοθέντος μάλιστα ότι και πριν από την προσβαλλόμενη ΚΥΑ ίσχυε η ίδια απαγόρευση διάθεσης συμπληρωμάτων διατροφής εκτός φαρμακείων (άρθρο 2 παρ. 2 της Υ6/10170/1995 υπουργικής απόφασης). Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η επιβολή με την προσβαλλόμενη απόφαση του επίμαχου περιορισμού δεν είναι αντίθετη ούτε στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε προς την αρχή της αναλογικότητας. Τέλος, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η απαγόρευση που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 10α της προσβαλλόμενης ΚΥΑ συνιστά ρύθμιση της χρήσης αγαθών, κατά την έννοια του άρθρου 1 εδάφιο τρίτο του Πρωτοκόλλου αριθμός1 της ΕΣΔΑ, αποσκοπεί πάντως η ρύθμιση αυτή στην προστασία της υγείας των ανθρώπων, αφορά δηλαδή σκοπό δημόσιου συμφέροντος. Το μέτρο δε αυτό όχι μόνο δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προδήλως ακατάλληλο ή δυσανάλογο σε σχέση με το σκοπό δημόσιου συμφέροντος για τον οποίο θεσπίστηκε, αλλά είναι και επαρκώς τεκμηριωμένο όσον αφορά την αναγκαιότητα και καταλληλότητά του για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Με τα δεδομένα αυτά, η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αριθμός 1 της ΕΣΔΑ, τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν μπορεί να γίνει καν λόγος για κεκτημένο δικαίωμα των επιχειρηματιών ή, έστω, για δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους στη διατήρηση μιας υφιστάμενης κατάστασης, αφού, και υπό την κανονιστική ρύθμιση που ίσχυε πριν από την προσβαλλόμενη ΚΥΑ προβλεπόταν ρητώς ότι η διάθεση των συμπληρωμάτων διατροφής στο κοινό γίνεται αποκλειστικά από τα φαρμακεία.