ΣτΕ 909/2007

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Διεθνής Σύμβαση Βιέννης για την οδική σήμανση και σηματοδότηση - Αντίθεση διατάξεων εδ. γ' και δ' παρ. 1 άρθρου 11 του ν. 2696/1999 σε διατάξεις Διεθνούς Σύμβασης Βιέννης - Διαφημιστικές πινακίδες - Αυτοκινητικό ατύχημα -.

 

Οι διατάξεις των εδ. γ' και δ' της παρ. 1 άρθρου 11 του ν. 2696/1999, επιτρέπουσες κατ' αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και των πεζoδρoμίων οδών ευρισκομένων εντός κατοικημένων περιοχών (με όριο ταχύτητος μέχρι 70 χιλ./ώρα) και αναγνωρίζοντας στην Διοίκηση την δυνατότητα χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεως διαφημίσεων και στους ανωτέρω χώρους είναι αντίθετες προς την Διεθνή Σύμβαση της Βιέννης που επιβάλλει σύστημα σημάνσεως και σηματοδοτήσεως των οδών, με ενιαία - διεθνή χαρακτηριστικά το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφαλείας για τους χρήστες των οδών, και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες. Εφόσον διαφημιστικές πινακίδες υφίστανται σε πεζοδρόμια των οδών του εδαφίου γ' του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 κατά παράβαση των ορισμών της Διεθνούς Συμβάσεως, γεννάται υποχρέωση αφαιρέσεώς τους, εξαλείψεώς τους ή θέσεώς τους εκτός λειτουργίας κατά πρώτο λόγο από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας εντός των διοικητικών ορίων του οποίου δήμου ή κοινότητας κείνται οι εν λόγω πινακίδες και κατά δεύτερο λόγο από την κρατική διοίκηση (αρμόδιο όργανο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ή της Περιφέρειας), η οποία υπό τις τασσόμενες στην παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 προϋποθέσεις, ασκεί την ανωτέρω αρμοδιότητά της καθ' υποκατάσταση των προαναφερόμενων οργάνων των Ο.Τ.Α. στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επ' αυτών. (Αντίθετη μειοψηφία). Θανατηφόρο αυτοκινητικό ατύχημα οφειλόμενο στην παράνομη παράλειψη της διοικήσεως να απομακρύνει διαφημιστική πινακίδα και στην διατήρηση αυτής στη συγκεκριμένη θέση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 909/2007

   ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

   ΤΜΗΜΑ Α'

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Νοεμβρίου 2006, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Δ. Σκαλτσούνης, Ε. Αντωνόπουλος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Β. Ανδρουλάκης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Α. Κολιοπούλου.

   Για να δικάσει την από 28 Δεκεμβρίου 2005 αίτηση:

   του Α.Δ.Τ.-Π., κατοίκου Αθηνών (οδός Χ. Τ αριθ. ...), ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Θ. Γιαννακόπουλο (Α.Μ. 2977), που τον διόρισε στο ακροατήριο,

   κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Χρήστο Μητκίδη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 3636/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

   Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Συμβούλου, Ε. Αντωνόπουλου.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε την απόρριψή της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ' αριθμόν 1533761/2005 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου).

   2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται παραδεκτώς η αναίρεση της υπ' αριθμόν 3636/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτoυ Δημοσίου, εξαφάνισε την υπ' αριθμόν 2255/2004 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών και στη συνέχεια απέρριψε την από 20.5.2003 αγωγή του αναιρεσείοντος. Με την αγωγή αυτή εζητείτο κατ' επίκληση του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα να αναγνωρισθεί ότι το Δημόσιο του όφειλε ποσό 14.673.514,30 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το θάνατο του υιού του που προεκλήθη από τροχαίο ατύχημα οφειλόμενο σε υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του αναιρεσιβλήτου.

   3. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, με την οποία θεσπίζεται η ευθύνη προς αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ' αυτά, συνάγεται ότι για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, μεταξύ άλλων, όπως η πράξη ή η παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Ελληνικού Δημοσίου είναι παράνομη, ήτοι με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα η συμφέρον. Δεδομένου δε ότι οι όροι του αδίκου καθορίζονται είτε με τυπικό νόμο είτε με κανονιστική πράξη της διοικήσεως, εκδιδόμενη βάσει εξουσιοδοτήσεως νόμου, παρέπεται ότι ευθύνη του Δημοσίου κατ' άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος δεν γεννάται από την ψήφιση και κύρωση νόμου από τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας καθώς και από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, πλην εάν ο νόμος ή η παράλειψη της νομοθετήσεως ευρίσκονται σε αντίθεση προς υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι οι διατάξεις του Συντάγματος και οι διατάξεις των διεθνών συμβάσεων, οι οποίες από της επικυρώσεώς τους διά νόμου υπερισχύουν, κατ' άρθρο 28 του Συντάγματος, των απλών νόμων (Σ.τ.Ε. 1141/1999 7μελής).

   4. Επειδή, με τον ν. 1604/1986 (ΦΕΚ Α' 81) εκυρώθησαν μεταξύ των άλλων οι διεθνείς συμβάσεις α) για την οδική κυκλοφορία και β) για την οδική σήμανση και σηματοδότηση που υπεγράφησαν στη Bιέννη την 8.11.1968. Στο άρθρο 4 της δευτέρας συμβάσεως, υπό το κεφάλαιο Ι με τίτλο «γενικές διατάξεις» ορίζονται τα εξής: «Τα Συμβαλλόμενα Μέρη συμφωνούν ότι απαγορεύεται : (a) η αναγραφή ή προσάρτησις εις πινακίδα σημάνσεως, το υποστήριγμα αυτής, ή πάσαν άλλην συσκευήν ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, πάσης προσθήκης μη σχετικής προς τον σκοπόν της τοιαύτης πινακίδος σημάνσεως, υποστηρίγματος ή συσκευής εν πάση όμως περιπτώσει, εάν τα Συμβαλλόμενα Μέρη ή όργανα αυτών ήθελον εξουσιοδοτήσει μη κερδοσκοπικόν οργανισμόν όπως εγκαταστήση πληροφοριακάς πινακίδας, δύνανται να επιτρέψουν όπως το έμβλημα του τοιούτου οργανισμού εμφανίζεται επ' αυτών ή του υποστηρίγματός των, υπό την προϋπόθεσιν ότι δεν ήθελεν εκ τούτου καταστή ολιγώτερον εύληπτος η πινακίς σημάνσεως, (b) η εγκατάστασις πάσης πινακίδος, ειδοποιήσεως, διαγραμμίσεων ή συσκευής, ήτις θα ηδύνατο να επιφέρη σύγχυσιν μετά των πινακίδων σημάνσεως ή άλλων συσκευών ρυθμίσεως της κυκλοφορίας, ή να καταστήση ταύτας ολιγώτερον ορατάς ή αποτελεσματικάς, είτε να προκαλέση εκθάμβωσιν εις τους χρησιμοποιούντας τας οδούς, είτε απόσπασιν της προσοχής των, κατά τρόπον δυνάμενον να επιδράση επί της ασφαλείας της κυκλοφορίας». Περαιτέρω, στο άρθρο 11 του ισχύοντος κατά τον κρίσιμο χρόνο Ν. 2696/1999 με τίτλο «Κύρωση του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας» (Α' 57), όπως ίσχυε, προ της τροποποιήσεώς του με τον ν. 3212/2003, οριζόταν ότι : «1. Απαγορεύεται κάθε διαφήμιση που πραγματοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο, στα εκτός κατοικημένης περιοχής τμήματα των χαρακτηρισμένων εθνικών και επαρχιακών οδών και σε ζώνη μέχρι εκατόν πενήντα (150) μέτρων και από τις δύο πλευρές του άξονα των οδών αυτών και είναι ορατή από τους χρήστες των οδών. Η παραπάνω ζώνη απαγόρευσης περιορίζεται στα σαράντα (40) μέτρα και από τις δύο πλευρές του άξονα των ανωτέρω τμημάτων εθνικών και επαρχιακών οδών, που διέρχονται μέσα από κατοικημένη περιοχή, αν το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας στα τμήματα αυτά είναι ανώτερο των 70 km/h. Προκειμένου περί οδών που βρίσκονται εντός κατοικημένων περιοχών και το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι 70 km/h ή κατώτερο, επιτρέπεται η διαφήμιση, με την επιφύλαξη των κατωτέρω απαγορεύσεων, στο χώρο της οδού και μέχρι τη ρυμοτομική γραμμή. Στις οδούς των ανωτέρω κατηγοριών που θα χαρακτηρισθούν με αποφάσεις του Υπουργού Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων σαν πρωτεύον αστικό οδικό δίκτυο και ανήκει σε αυτόν η αποκλειστική αρμοδιότητα για τη συντήρησή τους, δύναται να καθορίζονται οδοί, τμήματα οδών ή χώροι στους οποίους οι διαφημίσεις απαγορεύονται, είτε στο χώρο της οδού (οδόστρωμα, διαχωριστική νησίδα, νησίδα ασφαλείας, οδός παρόδιου εξυπηρέτησης, πεζοδρόμιο) είτε εντός των ρυμοτομικών γραμμών ή δύναται να επιτρέπονται σε ειδικά πλαίσια, κατασκευασμένα και τοποθετημένα σύμφωνα με εγκεκριμένες προδιαγραφές του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων. 2. Απαγορεύεται γενικά η τοποθέτηση επιγραφών ή διαφημίσεων ή η εγκατάσταση οποιασδήποτε πινακίδας, αφίσας, διαγράμμισης ή συσκευής, σε θέση ή κατά τρόπο που μπορεί να έχει οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στους χρήστες της οδού ή να επηρεάσει με οποιονδήποτε τρόπο την κυκλοφορία. Ιδίως απαγορεύεται η τοποθέτηση ή εγκατάσταση των ανωτέρω σε τέτοιες θέσεις, ώστε να παρεμποδίζεται η θέα των πινακίδων κατακόρυφης σήμανσης ή φωτεινών σηματοδοτών ή να δημιουργείται σύγχυση με πινακίδες σήμανσης ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρύθμισης της κυκλοφορίας ή να τις καταστήσει λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ή να προκαλέσει θάμβωση στους χρήστες της οδού και γενικά να αποσπάσουν την προσοχή τους κατά τρόπο που μπορεί να έχει δυσμενή επίδραση στην οδική ασφάλεια γενικά. 3. ... 8. Διαφημίσεις, επιγραφές, πινακίδες, αφίσες, διαγραμμίσεις ή συσκευές που τοποθετούνται κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου αυτού αφαιρούνται ή εξαλείφονται ή, εφόσον είναι φωτεινές, τίθενται εκτός λειτουργίας, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 18 του ν. 2130/1993. Σε περίπτωση που τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή της Περιφέρειας διαπιστώσουν την παράλειψη τήρησης των υποχρεώσεων του προηγούμενου εδαφίου από τους προς τούτο υπόχρεους, δύνανται να τους καλούν προς εκτέλεση των αναγκαίων ενεργειών, τάσσοντάς τους σχετική προθεσμία ενέργειας. Αν η προθεσμία παρέλθει άπρακτη, τα αρμόδια όργανα της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων ή της Περιφέρειας δύνανται να προβούν σε όλες τις αναγκαίες ενέργειες καθ' υποκατάσταση των οργανισμών αυτοδιοίκησης. Η υποκατάσταση αυτή περιλαμβάνει κάθε πρόσφορη ενέργεια για την αφαίρεση, εξάλειψη ή θέση εκτός λειτουργίας των διαφημίσεων και επιγραφών από οποιονδήποτε χώρο της οδού, ανεξάρτητα από το φορέα που τη συντηρεί ...». Εξάλλου, με το άρθρο 18 παρ. 3 του ν. 2130/1993 (Α' 62) αντικαταστάθηκε το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 1491/1984 «Μέτρα για τη διευκόλυνση της διακίνησης των ιδεών, τον τρόπο διενέργειας της εμπορικής διαφήμισης, την ενίσχυση της αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις» (Α' 173) ως εξής: «Ο δήμος ή η κοινότητα στην περιφέρεια του οποίου έγινε παράβαση κατά τη διενέργεια των πράξεων του νόμου αυτού είναι υπόχρεος και αρμόδιος για την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, ανεξάρτητα αν η πράξη ή διαφήμιση έγινε σε χώρους που ανήκουν στο Δημόσιο, τον Ο.Τ.Α. ή ιδιώτες. Οι κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος νόμου αναγραφόμενες, αναρτώμενες ή επικολλώμενες διαφημίσεις αφαιρούνται ή εξαλείφονται, τα δε τοποθετούμενα πλαίσια στοιχεία επιγραφών ή διαφημίσεων κατεδαφίζονται υποχρεωτικά και αφαιρούνται τα υλικά αντικείμενα από συνεργεία του δήμου ή της κοινότητας, ύστερα από απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας, αφού προηγουμένως γίνει διαπίστωση της παράβασης από τη δημοτική αστυνομία ή την οικεία αστυνομική αρχή ... Η απόφαση του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας για κατεδάφιση και αφαίρεση των πλαισίων στοιχείων εκδίδεται μετά από κλήτευση, πριν πέντε (5) τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, του κυρίου ή κατόχου του πλαισίου στοιχείου (διαφημιστή). Κατά της απόφασης του δημάρχου ή προέδρου της κοινότητας επιτρέπεται προσφυγή μέσα σε πέντε (5) εργάσιμες ημέρες από την κοινοποίηση, ενώπιον του αρμόδιου κατά τόπο μονομελούς διοικητικού πρωτοδικείου ...».

   5. Επειδή, η αναφερόμενη στην προηγούμενη σκέψη διεθνής σύμβαση επιβάλλει σύστημα σημάνσεως και σηματοδοτήσεως των οδών, με ενιαία - διεθνή χαρακτηριστικά το οποίο αποσκοπεί στην ενίσχυση της ασφαλείας για τους χρήστες των οδών. Το σύστημα αυτό, για το οποίο υπεύθυνο είναι το Κράτος, παραβλάπτεται όταν παρεμβάλλονται ξένα - και κυρίως προερχόμενα από την εμπορική διαφήμιση - αντικείμενα τα οποία προορίζονται να αποσπάσουν την προσοχή των Οδηγών από τους κανόνες της οδικής κυκλοφορίας και να την κατευθύνουν προς αυτά. Εξ ου και η Σύμβαση προτάσσει όλων των διατάξεων περί των σημάτων κ.λπ., την υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να απαγορεύουν την τοποθέτηση στον ευρύτερο χώρο των οδών πάσης επιγραφής ή εγκαταστάσεως, που θα ηδύνατο να προκαλέση σύγχυση με τις (δημόσιες) πινακίδες κυκλοφορίας, να προκαλεί θάμβωση στους χρήστες των οδών ή να τους αποσπά την προσοχή. Ειδικότερα, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων βάσει και των δεδομένων της κοινής πείρας, αποκλείεται εν πάση περιπτώσει η τοποθέτηση τέτοιων πινακίδων διαφημίσεων και δη μεγάλων διαστάσεων επί του οδοστρώματος της οδού ή του πεζοδρομίου. Επομένως, οι ανωτέρω διατάξεις των εδ. γ' και δ' της παρ. 1 άρθρου 11 του ν. 2696/1999, επιτρέπουσες κατ' αρχήν την εγκατάσταση διαφημίσεων επί του οδοστρώματος και των πεζoδρoμίων οδών ευρισκομένων εντός κατοικημένων περιοχών (με όριο ταχύτητος μέχρι 70 χιλ./ώρα) και αναγνωρίζοντας στην Διοίκηση την δυνατότητα χορηγήσεως αδειών εγκαταστάσεως διαφημίσεων και στους ανωτέρω χώρους είναι αντίθετες προς την ως άνω Διεθνή Σύμβαση και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες. Τούτο ενισχύεται και από το ότι οι διατάξεις των εδαφίων αυτών καταργήθηκαν ρητώς με το εδάφιο θ' της παρ. 12 του άρθρου 13 του ν. 3212/2003 (Α' 308) με τη σκέψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, ότι εθεωρούντο κατηργημένα από τις ειδικότερες και αυστηρότερες διατάξεις του ν. 2946/2001 (Α' 224), ο οποίος ερρύθμιζε τα θέματα υπαιθρίου διαφημίσεως. Από τις παρατεθείσες διατάξεις προκύπτει περαιτέρω, ότι, εφόσον υφίστανται σε πεζοδρόμια των οδών του εδαφίου γ' του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 διαφημιστικές πινακίδες κατά παράβαση των ορισμών της Διεθνούς Συμβάσεως, γεννάται υποχρέωση αφαιρέσεώς τους, εξαλείψεώς τους ή θέσεώς τους εκτός λειτουργίας κατά πρώτο λόγο από το δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας εντός των διοικητικών ορίων του οποίου δήμου ή κοινότητας κείνται οι εν λόγω πινακίδες και κατά δεύτερο λόγο από την κρατική διοίκηση (αρμόδιο όργανο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Έργων του Υ.ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. ή της Περιφέρειας), η οποία υπό τις τασσόμενες στην παρ. 8 του άρθρου 11 του ν. 2696/1999 προϋποθέσεις, ασκεί την ανωτέρω αρμοδιότητά της καθ' υποκατάσταση των προαναφερόμενων οργάνων των Ο.Τ.Α. στο πλαίσιο της διοικητικής εποπτείας επ' αυτών (Σ.τ.Ε. 1274, 1766/2005). Ο Σύμβουλος Δ. Σκαλτσούνης και ο Πάρεδρος Β. Ανδρουλάκης διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Η μνημονευθείσα διάταξη του άρθρου 4 της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης δεν δημιουργεί υποχρέωση των κρατών που την υπέγραψαν και την κύρωσαν να μην τοποθετηθούν επί των πεζοδρομίων εκατέρωθεν των αξόνων των οδών άλλες επιγραφές, ειδοποιήσεις, διαγραμμίσεις ή εγκαταστάσεις. Η απαγόρευση αυτή ισχύει μόνο στην περίπτωση που από την τοποθέτηση αυτή προκαλείται σύγχυση με τις πινακίδες σημάνσεως ή άλλες συσκευές ρυθμίσεως της κυκλοφορίας ή οι τελευταίες καθίστανται λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές ή εκθαμβώνονται οι χρήστες των οδών ή αποσπάται η προσοχή τους κατά τρόπο που ζημιώνει την ασφάλεια της κυκλοφορίας. Περαιτέρω, κατά την άποψη αυτή, από τη διάταξη του άρθρου 11 παρ. 1 εδ. γ' του ν. 2696/1999, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο (12-2-2000), δεν προκύπτει ότι απαγορευόταν, αλλά, αντιθέτως, ότι επιτρεπόταν η τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων και μέχρι τη ρυμοτομική γραμμή, υπό την προϋπόθεση όμως της τήρησης, ως προς τον τρόπο κατασκευής τους, όσων ορίζονται στο άρθρο 2 της 20351/1985 Κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. (Β' 147), η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των άρθρων 5 παρ. 2 και 3 και 6 παρ. 1 του ν. 1491/1984 (Α' 173). Συγκεκριμένα, στο άρθρο αυτό της κοινής υπουργικής αποφάσεως ορίζεται ότι: «1. Απαγορεύεται η τοποθέτηση πλαισίων στοιχείων όταν παρεμποδίζεται η κυκλοφορία πεζών και οχημάτων. Επίσης απαγορεύεται η τοποθέτηση πλαισίων μπροστά από καταστήματα, εμπορικές επιχειρήσεις και κατοικίες σε απόσταση μικρότερη των 2,50 μέτρων από τα κτίρια. 2. Τα πλαίσια στοιχεία για τις διαφημίσεις σε κοινόχρηστους χώρους, τοποθετούνται σε ενιαίο τύπο, σύμφωνα με σχέδιο που εκπονείται από το δήμο ή την κοινότητα με βάση τις προδιαγραφές της απόφασης αυτής και τις ειδικότερες που θα καθορίσουν τα δημοτικά ή κοινοτικά συμβούλια. Τα πλαίσια αυτά μπορεί να είναι του ίδιου τύπου για όλη την περιφέρεια του δήμου ή της κοινότητας ή διαφορετικού τύπου για κάθε περιοχή ή χώρο του δήμου ή της κοινότητας. 3. Τα πλαίσια στοιχεία αποτελούνται από επιφάνεια που μπορεί να είναι μεταλλική ή από άλλο ανθεκτικό υλικό και σκελετό (κορνίζα) που συγκρατεί την επιφάνεια. Η επιφάνεια (ωφέλιμη) έχει διαστάσεις πολλαπλάσιες του παραλληλόγραμμου 0,70 χ 1.05 μ. (μονάδα). 4. Ανάλογα με τη θέση που τοποθετούνται τα πλαίσια - στοιχεία χρησιμοποιούνται επιφάνειες με διαστάσεις μέχρι 4 μονάδες σε μία ή δύο σειρές καθ' ύψος όταν πρόκειται για πλατείες και κοινόχρηστους γενικά χώρους και μέχρι 2 μονάδες σε μια σειρά όταν πρόκειται για πεζοδρόμιο. 5. Η εμπορική διαφήμιση επικολλάται ή απεικονίζεται στην επιφάνεια των πλαισίων - στοιχείων. Το κάτω μέρος του πλαισίου - στοιχείου απέχει από το έδαφος έως 0,40 μ. Ο σκελετός του πλαισίου (κορνίζας) έχει μέγιστες διαστάσεις 0,15 μ. και μπορεί να είναι μεταλλικός ή από άλλο ανθεκτικό υλικό και πρέπει να εξασφαλίζει τόσο την απόλυτη σταθερότητα σε πλευρικές ανεμοπιέσεις, όσο και το αμετάθετο της κατασκευής. 6. Η στήριξη των πλαισίων στο έδαφος επιτυγχάνεται με εγκιβωτισμό των κατακόρυφων στοιχείων με βάση από σκυρόδεμα κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ώστε να εξασφαλίζεται η απόλυτη πάκτωσή τους. Ειδικά στα προσωρινά και κινητά πλαίσια επιτρέπεται η τοποθέτηση νεκρών φορτίων στη βάση αντί για την πάκτωσή τους στο έδαφος. Σε οποιαδήποτε περίπτωση απαγορεύεται η τοποθέτηση αντιρίδων που εμποδίζουν την κυκλοφορία των πεζών. 7. Ο σκελετός (κορνίζα) και η επιφάνεια των πλαισίων χρωματίζονται με αποχρώσεις (μη αντανακλαστικές) που καθορίζονται από το Δήμο ή την Κοινότητα. Η βαφή γίνεται με τρόπο που να εξασφαλίζεται η διάρκεια και η σταθερότητά της».

   6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως έγινε δεκτό με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση σε συνδυασμό με την πρωτόδικο, από τα στοιχεία της δικογραφίας, μεταξύ των οποίων, η από 12-2-2000 έκθεση αυτοψίας και το υπό την ίδια ημερομηνία σχεδιάγραμμα του τόπου και των πιθανών συνθηκών του ενδίκου αυτοκινητικού ατυχήματος, που τη συνοδεύει, του Τμήματος Οδικών Τροχαίων Ατυχημάτων (Τ.Ο.Τ.Α.) της Τροχαίας Αττικής και οι από Απρίλιο 2000 και 26-2-2002 εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Π Μ και Π Λ αντιστοίχως προέκυπτε ότι στις 12-2-2000 και περί ώρα 03.45, ο υιός του αναιρεσείοντος Δ.Τ., οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΥΗΝ-... ΙΧΕ αυτοκίνητό του, μάρκας CITROEN SAXO 1600 cc, με συνεπιβάτιδα, στη θέση του συνοδηγού, την Π.Χ., εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της λεωφόρου Κατεχάκη, με κατεύθυνση από Μεσογείων προς Καρέα και σε απόσταση 400-500 μέτρα μετά τη διασταύρωση αυτής με την οδό Πίνδου - Κοκκινοπούλου (περιοχή Δήμου Παπάγου) και τους εκεί φωτεινούς σηματοδότες, με ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h (όπως αναφέρεται στην έκθεση του ορισθέντος από το Τ.Ο.Τ.Α. Αθηνών πραγματογνώμονα Π.Μ.), και 90-100 km/h (όπως αναφέρεται στην έκθεση του ορισθέντος από τη CITROEN ΑΒΕΕ πραγματογνώμονα Π.Λ). Η λεωφόρος, στο σημείο εκείνο, είχε τρεις λωρίδες κυκλοφορίας κατά κατεύθυνση, το δε πλάτος του οδοστρώματος ήταν 10,50 μέτρα και του χωμάτινου πεζοδρομίου 2 μέτρα. Τα ρεύματα κυκλοφορίας χωρίζονταν από νησίδα ασφαλείας με πλάτος 3,50 μέτρα, επί της οποίας υπήρχαν σιδερένια κιγκλιδώματα. Επί του πεζοδρομίου υπήρχε μεγάλη μεταλλική φωτεινή διαφημιστική πινακίδα, την οποία η εταιρεία «ΑΛΜΑ ΑΤΕΡΜΩΝ Α.Ε.» είχε εγκαταστήσει τουλάχιστον από το έτος 1997, κατόπιν σχετικής συμβάσεως με το Δήμαρχο Παπάγου. Η λεωφόρος ήταν ευθεία σε αρκετή απόσταση, το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας ορίζετο, με βάση ρυθμιστική πινακίδα, σε 50 km/h, ενώ δεν υπήρχαν φωτεινοί σηματοδότες. Η ορατότητα περιοριζόταν λόγω νύκτας και ανεπαρκούς τεχνητού φωτισμού, το δε οδόστρωμα ήταν υγρό λόγω προηγηθείσης βροχοπτώσεως. Η κυκλοφορία οχημάτων ήταν αραιή. Όταν το πιο πάνω αυτοκίνητο έφθασε σε απόσταση 400-500 μέτρα από την προαναφερόμενη διασταύρωση, ο οδηγός του έχασε αιφνιδίως τον έλεγχό του, το αυτοκίνητο παρεξέκλινε της πορείας του και αφού διήνυσε ανεξέλεγκτη, διαγώνια προς τα δεξιά πορεία (πλαγιολίσθηση), αφήνοντας ίχνη πλάγιας τριβής επί του οδοστρώματος, μήκους 19,20 μέτρων, προσέκρουσε με σφοδρότητα στην τσιμεντένια βάση της ως άνω διαφημιστικής πινακίδας με αποτέλεσμα να ανοίξουν οι πόρτες του, να διαγράψει τούτο περιστροφή 180 μοιρών, να βρεθεί τελικά στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας του προς Ηλιούπολη ρεύματος κυκλοφορίας, κάθετα στο οδόστρωμα και να εκτιναχθούν από αυτό ο οδηγός και η συνοδηγός, οι οποίοι, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 12 παρ. 5 του Κ.Ο.Κ., δεν είχαν κάνει χρήση των ζωνών ασφαλείας. Συνέπεια του ατυχήματος ήταν ο θανάσιμος τραυματισμός του οδηγού του αυτοκινήτου (βαριές κακώσεις κεφαλής, αυχένα, θώρακα, κοιλίας και αριστερού άνω άκρου) και ο σοβαρός τραυματισμός της συνοδηγού (ενδοκοιλιακή αιμορραγία, πνευμονικές θλάσεις - μικρό πνευμονοθώρακα αριστερά, κατάγματα αριστερού άνω άκρου και ρήξη σπλήνας). Για το ατύχημα αυτό η συνοδηγός του αυτοκινήτου Π.Χ. στην από 5-4-2000 ένορκη προανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι ο οδηγός του αυτοκινήτου είχε αναπτύξει ταχύτητα μεγαλύτερη του κανονικού, δεν υπήρχε καλός φωτισμός, είχε ομίχλη και ψιλόβρεχε, το οδόστρωμα ήταν βρεγμένο, το αυτοκίνητο απότομα παρεξέκλινε ολισθαίνοντας προς τα αριστερά, ο οδηγός προσπάθησε να το επαναφέρει «κόβοντας» το τιμόνι προς τα δεξιά, όμως λόγω της ολισθηρότητας του οδοστρώματος το αυτοκίνητο διήνυσε 20 περίπου μέτρα προς τα δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα, από δε την πρόσκρουση άνοιξαν οι πόρτες και «πετάχθηκαν» και οι δύο έξω από το αυτοκίνητο, το οποίο ακινητοποιήθηκε κάθετα στο οδόστρωμα, κάνοντας στροφή 180 μοιρών και ότι για το ατύχημα δεν ευθύνεται κανείς άλλος, παρά μόνο η ολισθηρότητα του οδοστρώματος και η ταχύτητα που είχε αναπτύξει ο οδηγός και δεν μπόρεσε να «κρατήσει» το αυτοκίνητο, όταν τούτο άρχισε να ολισθαίνει. Επίσης, η μοναδική, εκτός της συνοδηγού, αυτόπτης μάρτυς Φ.Π. στην από 24-2-2000 ένορκη προανακριτική της κατάθεση αναφέρει ότι η ίδια με το αυτοκίνητό της ακολουθούσε, σε απόσταση 300-400 μέτρα, το αυτοκίνητο του θανόντος, όταν είδε ότι αυτό έκανε αρχικά ένα ελιγμό προς τα αριστερά και στη συνέχεια έφυγε δεξιά και προσέκρουσε στη διαφημιστική πινακίδα. Εξάλλου, την κατά τα άνω διαφημιστική πινακίδα τοποθέτησε τουλάχιστον από το έτος 1997 στο πεζοδρόμιο της Λεωφ. Κατεχάκη και σε απόσταση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του σχεδιαγράμματος της Τροχαίας, 1,20 μ. από το ρείθρο του πεζοδρομίου, η εταιρεία «ΑΤΕΡΜΩΝ ΑΕ», σύμφωνα με τις προσκομισθείσες συμβάσεις (συμφωνητικά) μισθώσεως του κοινόχρηστου αυτού χώρου που αυτή είχε συνάψει με το Δήμαρχο Παπάγου, μετά τη διενέργεια δημοπρασίας και την έγκριση του αποτελέσματος αυτής με αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής. Η σύμβαση αυτή κατηρτίσθη, αφού προηγουμένως, με την 76/28-4-1993 απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου καθορίσθηκαν οι χώροι, μεταξύ των οποίων και η Λεωφ. Κατεχάκη, για την τοποθέτηση διαφημιστικών πινακίδων (βλ., μεταξύ άλλων, τα 5634/28-12-1995, 4090/14-9-1995, 1517/20-5-1996, 2272/9-7-1997 και 1726/8-10-1999 ιδιωτικά συμφωνητικά μισθώσεως μαζί με τις 60/ 25-8-1995, 14/20-3-1995, 21/1996, 46/1997 και 27/1999 αποφάσεις της Δημαρχιακής Επιτροπής). Επίσης από τις προσκομισθείσες πρωτοδίκως 37321/2000, 37322/2000, 37324/2000, 39958/2000, 37959/2000, 3708/2001, 3709/2001, 3710/2001, 6977/2001, 89501/2001, 89502, 89503/2001 και 89530/2001, αποφάσεις του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, οι οποίες έχουν καταστεί αμετάκλητες λόγω μη ασκήσεως ενδίκου μέσου κατ' αυτών, προκύπτει ότι ο Α.Μ., ως νόμιμος εκπρόσωπος της ως άνω μισθώτριας εταιρείας «ΑΤΕΡΜΩΝ ΑΕ», αθωώθηκε από την κατηγορία ότι είχε τοποθετήσει σε διάφορα σημεία της Λεωφ. Κατεχάκη, στο ρεύμα προς Γλυφάδα, δίπλα στο οδόστρωμα, πριν και μετά τη διασταύρωση αυτής με την οδό Πίνδου, έγχρωμες ηλεκτρονικές φωτεινές εναλλασσόμενες διαφημιστικές πινακίδες, οι οποίες μπορούσαν να δημιουργήσουν σύγχυση με πινακίδες σήμανσης, ή να προκαλέσουν θάμβωση στους οδηγούς, ή να τους αποσπάσουν την προσοχή, με δυσμενή επίδραση στην ασφάλεια της κυκλοφορίας, κατά παράβαση των ταυτόσημων διατάξεων του άρθρου 10 παρ. 9 και 10 του προϊσχύσαντος Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ν. 2094/1992, ΦΕΚ Α' 182). Η αγωγή του αναιρεσείοντος κατά του Δημοσίου έγινε εν μέρει δεκτή με την πρωτόδικο απόφαση, η οποία μετά από συνεκτίμηση ιδίως της εκθέσεως αυτοψίας της Τροχαίας και της πραγματογνωμοσύνης του Π. Μ, έκρινε ότι υφίστατο ευθύνη του Δημοσίου λόγω της τοποθετήσεως της διαφημιστικής πινακίδας, επικίνδυνης ως εκ του τρόπου κατασκευής της. Περαιτέρω δε έκρινε η πρωτόδικος απόφαση ότι υφίστατο και συνυπαιτιότητα του υιού του αναιρεσείοντος σε ποσοστό 50% και περιόρισε το αρχικώς αιτηθέν ποσό αποζημιώσεως λόγω ψυχικής οδύνης σε 586.940,57 ευρώ. Κατά της πρωτοδίκου αποφάσεως ασκήθηκαν εφέσεις τόσο από τον αναιρεσείοντα όσο και από το Δημόσιο. Το Διοικητικό Εφετείο, απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος και δέχθηκε την έφεση του Δημοσίου. Το δικάσαν Εφετείο έκρινε κατ' αρχήν ότι από την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και στοιχείων και ειδικότερα του 125/2005 απαλλακτικού βουλεύματος του Αρείου Πάγου και της 1778/2005 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, αποκλειστικώς υπαίτιος για το ως άνω τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα επί της Λεωφ. Κατεχάκη και τις συνέπειές του είναι ο οδηγός του ΥΗΝ-... ΙΧΕ αυτοκινήτου και υιός του αναιρεσείοντος Α.Τ., ο οποίος υπέπεσε σε πολλαπλές παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (K.O.Κ.), όσα δε αντιθέτως υποστηρίζονται είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ειδικότερα, ο οδηγός αυτός δεν επέδειξε την επιβαλλόμενη επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού οδηγού, την οποία όφειλε και μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις να επιδείξει. Αμελώς φερόμενος, ανεπιτηδείως και επικινδύνως οδηγώντας, δεν ήταν προσηλωμένος στην οδήγηση του αυτοκινήτου του ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς και δεν είχε ρυθμίσει την ταχύτητά του ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, ενόψει του ότι ήταν νύκτα, με περιορισμένη ορατότητα λόγω ανεπαρκούς φωτισμού και το οδόστρωμα ήταν υγρό και ολισθηρό λόγω πρoηγηθείσης βροχοπτώσεως αντιθέτως μάλιστα δεν είχε την αίσθηση του χώρου, την εποπτεία και τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να συντρέχει προς τούτο λόγος και είχε αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα τουλάχιστον 80 km/h έως 100 km/h, με αποτέλεσμα να χάσει εντελώς αιφνιδίως και σε ελεύθερο οδόστρωμα τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, να εκτραπεί προς τα δεξιά και πλαγιολισθαίνοντας συνεχώς επί 19,20 μ. να διασχίσει τις άλλες δύο λωρίδες κυκλοφορίας, να προσκρούσει με σφοδρότητα αρχικώς στο ρείθρο του πεζοδρομίου και στη συνέχεια σε μεταλλική πακτωμένη βάση φωτεινής διαφημιστικής πινακίδας με την αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου. Αποτέλεσμα της προσκρούσεως αυτής ήταν να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο κάθετα στο οδόστρωμα, να ανοίξουν οι πόρτες του, να εκτοξευθούν έξω από αυτό ο οδηγός και η συνοδηγός, οι οποίοι δεν είχαν κάνει χρήση των ζωνών ασφαλείας κατά παράβαση του άρθρου 12 παρ. 5 του Κ.Ο.Κ. και να τραυματισθεί θανάσιμα ο οδηγός και σοβαρά η συνοδηγός του αυτοκινήτου. Περαιτέρω, έκρινε το Εφετείο ότι η διαφημιστική πινακίδα νόμιμα, με βάση το ισχύον κατά τον κρίσιμο χρόνο νομοθετικό πλαίσιο, είχε τοποθετηθεί στο πεζοδρόμιο και στο συγκεκριμένο σημείο της Λεωφ. Κατεχάκη, σε απόσταση 1,20 μ. περίπου από το ρείθρο αυτού, κατόπιν συμβάσεων μισθώσεως του κοινόχρηστου αυτού χώρου που είχε υπογράψει η εταιρεία «ΑΛΜΑ-ΑΤΕΡΜΩΝ ΑΕ» με το Δήμαρχο Παπάγου. Και τούτο, διότι η Λεωφ. Κατεχάκη δεν είχε χαρακτηρισθεί εθνική ή επαρχιακή οδός, ούτε είχε υπαχθεί στο πρωτεύον οδικό δίκτυο, το συγκεκριμένο τμήμα αυτής βρίσκεται εντός κατοικημένης περιοχής, με επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας κατώτερο των 70 km/h, το σημείο που είχε τοποθετηθεί η πινακίδα απείχε τουλάχιστον 400 μ. από τον πλησιέστερο φωτεινό σηματοδότη, η θέση δε και ο τρόπος τοποθετήσεώς της δεν είχε οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στους χρήστες της Λεωφόρου αυτής, δεν παρεμπόδιζε τη θέα καμιάς πινακίδας κατακόρυφης σημάνσεως, αφού δεν υπήρχε τέτοια πλησίον της, ούτε δημιουργούσε σύγχυση με πινακίδες σημάνσεως ή με κυκλοφοριακή διαγράμμιση ή με άλλη συσκευή ρύθμισης της κυκλοφορίας, ούτε καθιστούσε αυτές λιγότερο ορατές ή αποτελεσματικές, ούτε προκαλούσε θάμβωση στους χρήστες της Λεωφόρου ή αποσπούσε την προσοχή τους, ή είχε δυσμενή επίδραση στην ασφάλεια της κυκλοφορίας, ούτε άλλωστε κατέθεσαν κάτι τέτοιο η συνοδηγός Π Χ και η μοναδική αυτόπτης μάρτυς Φ Π, όσα δε αντιθέτως υποστηρίζονταν από τον αναιρεσείοντα Α. Τ, ήταν απορριπτέα ως αβάσιμα. Επομένως, πάντοτε σύμφωνα με το δικάσαν Εφετείο, δεν συνέτρεχε λόγος να αφαιρέσουν τα όργανα του Δήμου Παπάγου τη διαφημιστική αυτή πινακίδα, κατ' επέκταση δε δεν στοιχειοθετείται η αποδιδόμενη στα αρμόδια όργανα του Δημοσίου παράνομη παράλειψη αφαιρέσεως της πινακίδας αυτής, καθ' υποκατάσταση των οργάνων του Δήμου Παπάγου και δεν συνδέεται ο θάνατος του οδηγού του αυτοκινήτου με την τοποθέτηση και μη αφαίρεση της εν λόγω πινακίδας από τα όργανα του Δημοσίου (έλλειψη αιτιώδους συνάφειας), άλλως η διαφημιστική αυτή πινακίδα δεν αποτελεί, στη συγκεκριμένη περίπτωση, την πρόσφορη, κατά νόμο, αιτία για το θανάσιμο τραυματισμό του.

   7. Επειδή, η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη. Συγκεκριμένως, κατά την κρατήσασα άποψη η απόφαση είναι αναιρετέα διότι προέβη σε εφαρμογή διατάξεως νόμου (ν. 2696/1999 άρθρο 11 παρ. 1 εδάφιο γ'), η οποία δεν ίσχυε ως αντίθετη προς διάταξη κανόνα υπέρτερης τυπικής ισχύος (άρθρο 4 της Διεθνούς Συμβάσεως της Βιέννης) για να καταλήξει στην κρίση περί του ότι δεν υφίστατο στη συγκεκριμένη περίπτωση ευθύνη του αναιρεσίβλητου Δημοσίου. Ούτε είναι νόμιμη η σκέψη περί αποκλεισμού του αιτιώδους συνδέσμου, δεδομένου ότι η παράνομη παράλειψη της διοικήσεως να απομακρύνει την διαφημιστική πινακίδα και η διατήρηση αυτής στη συγκεκριμένη θέση (και συναφώς η πρόσκρουση) αποτελεί πρόσφορη αιτία για την επέλευση του ζημιογόνου αποτελέσματος. Κατά την άποψη που μειοψήφησε, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν αιτιολογείται επαρκώς. Τούτο διότι από την απόφαση αυτή δεν προκύπτει σαφώς αν η βάση από σκυρόδεμα της επίμαχης διαφημιστικής πινακίδας βρισκόταν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, όπως επιτάσσεται από τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 6 της μνημονευθείσας 20351/4-3-1985 Κοινής Αποφάσεως των Υπουργών Εσωτερικών και ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., εφόσον μάλιστα ο αναιρεσείων είχε προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας ειδικούς περί του αντιθέτου ισχυρισμούς. Περαιτέρω, κατά την ίδια άποψη, η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι δεν υφίσταται πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ενεργειών ή παραλείψεων της Διοικήσεως και του επελθόντος ζημιογόνου αποτελέσματος (θάνατος του υιού του αναιρεσείοντος) δεν αιτιολογείται επίσης επαρκώς, δεδομένου ότι ο αναιρεσείων είχε προβάλει ενώπιον των δικαστηρίων της ουσίας σχετικούς ισχυρισμούς, στους οποίους δεν δόθηκε απάντηση.

   8. Επειδή, στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση μνημονεύεται και αναφέρεται και κατά το περιεχόμενό του το υπ' αριθμ. 125/2005 βούλευμα του Αρείου Πάγου, με το οποίο απηλλάγησαν των αδικημάτων της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας και της σωματικής βλάβης εξ αμελείας οι Δήμαρχος Παπάγου και υπάλληλοι του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. και της διαφημιστικής εταιρείας που ετοποθέτησε την επίμαχη πινακίδα. Τούτο δε, κατόπιν ερμηνείας και εφαρμογής και των διατάξεων του άρθρου 11 ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.). Εκ της τυχόν αντιθέσεως του βουλεύματος αυτού προς την ερμηνεία των ως άνω διατάξεων που επιχειρείται με την προκείμενη απόφαση, δεν γεννάται περίπτωση άρσεως αμφισβητήσεως από το Α.Ε.Δ. (άρθρ. 100 παρ. 1 εδ. ε' του Συντάγματος), προεχόντως διότι το βούλευμα δεν εξομοιούται προς δικαστική απόφαση, κατά τα κριθέντα ήδη (Α.Ε.Δ. 12/1993, 34/1995) αλλά και διότι στην υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου Επικρατείας, πλην των ως άνω διατάξεων του Κ.Ο.Κ., ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν και διατάξεις διεθνούς συμβάσεως.

   9. Επειδή, γενομένης δεκτής της αιτήσεως η υπόθεση που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος, πρέπει να παραπεμφθεί στο εκδόν την αναιρεθείσα απόφαση Δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

   Διά ταύτα

   Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

   Αναιρεί την υπ' αριθμ. 3636/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση κατά το αιτιολογικό.

   Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου.

   Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος, που ανέρχεται σε εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ.

   Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 21 Νοεμβρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 26ης Μαρτίου 2007.