ΣτΕ 4789/2014

 

Αναπροσαρμογή του παραβόλου μηνύσεως και του τέλους πολιτικής αγωγής - Συνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Αίτηση ακυρώσεως κατά της υπ' αριθ. 123827/23.12.2010 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σχετικά με την «Αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης, του τέλους πολιτικής αγωγής και των δικαστικών εξόδων ποινικής διαδικασίας» (Β' 1991), κατά το μέρος που, με τις παρ. 2 και 3 αυτής, θεσπίζεται αναπροσαρμογή του παραβόλου μηνύσεως και του τέλους πολιτικής αγωγής. Μη ύπαρξη αντίθεσης των ανωτέρω διατάξεων προς το άρθρο 78 παρ. 1 και 4 του Σ, καθώς τα επίμαχα δαπανήματα δεν αποτελούν φορολογικά βάρη, αλλά έχουν τον χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας, και συνεπώς ο προσδιορισμός τους μπορεί να γίνει και με κανονιστική πράξη (Αντίθετη μειοψηφία). Η επίδικη ρύθμιση δεν συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο μη ανεκτό συνταγματικά, ούτε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, η δε επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται, ούτε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος.

 

 

Αριθμός 4789/2014

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Β΄

 

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2013 με την εξής σύνθεση: Φ. Αρναούτογλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος, Ν. Μαρκουλάκης, Α.-Γ. Βώρος, Ε. Νίκα, Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλοι, Αγ. Σδράκα, Ι. Δημητρακόπουλος, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Ι. Μητροτάσιος, Γραμματέας του Β΄ Τμήματος.

 

Για να δικάσει την από 18 Φεβρουαρίου 2011 αίτηση:

 

του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, το οποίο παρέστη με το δικηγόρο Νικόλαο Παπαδόπουλο (Α.Μ. 4710 Δ.Σ. Θεσσαλονίκης), που τον διόρισε με ειδικό πληρεξούσιο,

 

κατά των : 1) Υπουργού Οικονομικών και 2) Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίοι παρέστησαν με τον Σπυρίδωνα Μαυραγάνη, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

 

Με την αίτηση αυτή ο αιτών Δικηγορικός Σύλλογος επιδιώκει να ακυρωθούν: 1) η υπ αριθμ. 123827/2010 Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β΄ 1991/23.12.2010) και 2) κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως.

 

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Γ. Τσιμέκα.

 

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αιτούντος Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον αντιπρόσωπο των Υπουργών, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

 

Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση, όπως συμπληρώνεται με το από 21.11.2011 δικόγραφο προσθέτων λόγων, που εισάγεται ενώπιον της επταμελούς συνθέσεως του Τμήματος κατόπιν πράξεως του Προέδρου του, ζητείται η ακύρωση της υπ αριθ. 123827/23.12.2010 αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων «Αναπροσαρμογή του παραβόλου μήνυσης, του τέλους πολιτικής αγωγής και των δικαστικών εξόδων ποινικής διαδικασίας» (Β΄ 1991/23.12.2010), κατά το μέρος που, με τις παρ. 2 και 3 αυτής, θεσπίζει αναπροσαρμογή (αύξηση) του παραβόλου μηνύσεως και του τέλους πολιτικής αγωγής.

 

2. Επειδή, το παράβολο που καταβλήθηκε για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως (υπ αρ. 2837979, 2837980 και 2837981 ειδικά έντυπα παραβόλου), θα πρέπει, ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, να αποδοθεί στον αιτούντα Δικηγορικό Σύλλογο, ο οποίος, ως ν.π.δ.δ., απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής του κατ άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α΄ 31 (ΣτΕ 3668/2006 Ολομ., 2734/2005 κ.α.).

 

3. Επειδή, η αίτηση ασκείται εμπροθέσμως, δεδομένου ότι από την ημερομηνία πραγματικής κυκλοφορίας του ΦΕΚ Β΄ 1991/2010, στο οποίο δημοσιεύθηκε η προσβαλλομένη, κανονιστικού χαρακτήρα, κ.υ.α. (30.12.2010, κατά το 186806/6-12-2011 έγγραφο του Προϊσταμένου του Α4 Τμήματος του Εθνικού Τυπογραφείου προς το Συμβούλιο της Επικρατείας), μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση αιτήσεως στη Γραμματεία του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης (22-2-2011), δεν είχε παρέλθει η κατ άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) εξηκονθήμερη προθεσμία, ενώ, εξάλλου, δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι ο αιτών έλαβε κυρωμένο φωτοαντίγραφο του θεωρημένου και εγκεκριμένου δοκιμίου σε χρόνο προγενέστερο της ως άνω ημερομηνίας πραγματικής κυκλοφορίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 του ν. 3469/2006, Α΄ 131 (βλ. ΣτΕ 3626/2010, 2107/2009 κλπ).

 

4. Επειδή, προβάλλεται ότι η επίδικη αύξηση των ως άνω παραβόλου και τέλους θίγουν επαγγελματικά τα μέλη του αιτούντος συλλόγου διότι, αφενός μεν «λειτουργούν αποτρεπτικά για τους πολίτες να καταγγέλλουν αξιόποινες πράξεις και, συναφώς, να ζητούν τις απαιτούμενες δικηγορικές υπηρεσίες», και αφετέρου θέτουν γενικότερο ζήτημα κοινωνικού περιεχομένου, διότι «εισάγουν περιορισμό, και μάλιστα με τρόπο αντισυνταγματικό, στο δικαίωμα του καθενός για δικαστική ακρόαση και δικαστική προστασία». Ενόψει αυτών, και του αναγνωριζομένου από τον Κώδικα περί Δικηγόρων (ν.δ/γμα 3026/1954, Α΄ 235, άρθρο 199 περ. γ΄) ενδιαφέροντος των δικηγορικών συλλόγων για τη νόμιμη οργάνωση και απονομή της Δικαιοσύνης Δικαιοσύνης (βλ. ΣτΕ Ολομ. 3668/2006, 2734, 1431/2005 κ.α.), η υπό κρίση αίτηση ασκείται με έννομο συμφέρον.

 

5. Επειδή, το άρθρο 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠοινΔ - ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1493/1950 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό διάταγμα 258/1986, Α΄ 121), που αφορά τη μήνυση αξιοποίνων πράξεων, ορίζει στις παρ. 1-3 αυτού ότι : «1. Εκτός από αυτόν που αδικήθηκε και οποιοδήποτε άλλος έχει το δικαίωμα να καταγγείλει στην αρχή τις αξιόποινες πράξεις που διώκονται αυτεπαγγέλτως, τις οποίες πληροφορήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο. 2. Η μήνυση γίνεται απευθείας στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, αλλά και στους άλλους ανακριτικούς υπαλλήλους, είτε από τον ίδιο το μηνυτή είτε από ειδικό πληρεξούσιο. . . . 3. Αν η μήνυση έγινε σε ανακριτικό υπάλληλο, αυτός τη στέλνει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο για την ποινική δίωξη εισαγγελέα ή στο δημόσιο κατήγορο». Με την παρ. 1 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 «Επιτάχυνση της διαδικασίας ενώπιον των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων ..» (Α 140) προστέθηκε παρ. 4 στο ως άνω άρθρο του Κ.Ποιν.Δ., με την οποία (όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 69 του ν. 3659/2008, Α΄ 77), ορίσθηκε, περαιτέρω, ότι: «Ο μηνυτής, κατά την υποβολή της μήνυσης ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής, καταθέτει, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού δέκα (10) ευρώ. Σε περίπτωση ανωτέρας βίας ή άλλης αντικειμενικής αδυναμίας εκδόσεως του παραβόλου, αυτό μπορεί να προσκομισθεί το βραδύτερο εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών, χωρίς να κωλύεται η ποινική διαδικασία. Το ύψος του ποσού του παραβόλου αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Με την παρ. 2 του προαναφερόμενου άρθρου 69 του ν. 3659/2008 αντικαταστάθηκε, κατόπιν της ανωτέρω προσθήκης, το άρθρο 46 του Κ.Ποιν.Δ., που αφορά την έγκληση του παθόντος, και ορίσθηκε ότι «Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παρ. 2, 3 και 4». Εξ άλλου, στο άρθρο 63 του ίδιου ως άνω Κ.Ποιν.Δ., (όπως το δεύτερο εδάφιο αυτού προστέθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 και αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, με την παρ. 2 του άρθρου 69 του ν. 3659/2008) ορίζεται ότι: «Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για την χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον αστικό κώδικα. Ως τέλος πολιτικής αγωγής, με ποινή το απαράδεκτο αυτής, ορίζεται το ποσό των δέκα (10) ευρώ, που καταβάλλεται εφάπαξ με παράβολο υπέρ του Δημοσίου είτε κατά την προδικασία είτε κατά την κύρια διαδικασία και καλύπτει την παράσταση του πολιτικώς ενάγοντα μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης. Το ύψος του ανωτέρω τέλους αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης». Κατ επίκληση των ανωτέρω εξουσιοδοτικών διατάξεων (των άρθρων 42 παρ. 4 και 63 δεύτερο εδάφιο του Κ.Ποιν.Δ.) εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αίτηση υπ αριθ. 123827/23.12.2010 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία, κατά το πληττόμενο μέρος της, όρισε τα εξής: «2. Το παράβολο μήνυσης που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 42 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε εκατό (100) ευρώ. 3. Το τέλος πολιτικής αγωγής που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 63 του Κώδικα Ποινικής

Δικονομίας αναπροσαρμόζεται από δέκα (10) σε πενήντα (50) ευρώ».

 

6. Επειδή, μετά την άσκηση των υπό κρίση αιτήσεων, δημοσιεύθηκε ο ν. 4055/2012 (Α 51/12.3.2012), η ισχύς του οποίου άρχισε, κατ άρθρο 113 αυτού, από 2.4.2012. Στο άρθρο 28 παρ. 1 του νόμου αυτού, με τίτλο «Ρυθμίσεις για την έγκληση», ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «1. Το άρθρο 46 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής: 1. Αν ο παθών θέλει να ζητήσει τη δίωξη της αξιόποινης πράξης, υποβάλλει την έγκληση σύμφωνα με όσα ορίζονται στο άρθρο 42 παράγραφοι 2 και 3. 2. Ο εγκαλών κατά την υποβολή της έγκλησης, για τα απολύτως κατ έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, ενώπιον κάθε αρμόδιας αρχής καταθέτει παράβολο υπέρ του Δημοσίου ποσού εκατό (100) ευρώ. Το ύψος του ποσού αναπροσαρμόζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Αν δεν κατατεθεί το παράβολο η έγκληση απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εξαιρούνται από την κατάθεση του παραβόλου οι δικαιούχοι νομικής βοήθειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο άρθρο 1 του ν. 3226/2004. Δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου για τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής και τα εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας. Για αξιόποινες πράξεις που τελούνται σε βάρος δημοσίων οργάνων και υπαλλήλων κατά την άσκηση των ανατεθειμένων σε αυτούς καθηκόντων, ο παθών υποβάλλει την έγκληση ατελώς και χωρίς την κατάθεση παραβόλου. 3..». Η νεότερη αυτή διάταξη, κατά το μέρος που ρυθμίζει τα της καταβολής παραβόλου επί υποβολής εγκλήσεως, περιορίζει, από της ενάρξεως ισχύος της (2.4.2012), το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως της παραγράφου 2 της προσβαλλομένης κανονιστικής αποφάσεως, η οποία, δεν καταλαμβάνει πλέον τις ανωτέρω αναφερόμενες περιπτώσεις. Κατά το μέρος αυτό, επομένως, η προσβαλλομένη έχει παύσει να ισχύει με συνέπεια, αντίθετα προς ότι ισχυρίζεται ο αιτών δικηγορικός σύλλογος με το από 15.2.2013 υπόμνημά του, η δίκη να πρέπει, κατά το αντίστοιχο μέρος της, να καταργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32 παρ. 2 του π.δ/τος 18/1989, εφόσον αυτός δεν προβάλλει ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που να δικαιολογεί τη συνέχισή της.

 

7. Επειδή, στο άρθρο 78 του Συντάγματος ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι «1. Κανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους στις οποίες αναφέρεται ο φόρος. 2. 3. 4. Το αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία .. δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης». Όπως έχει κριθεί, με την τελευταία διάταξη θεσπίζεται απαγόρευση νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως προκειμένου περί φορολογικών βαρών, όχι, όμως, και περί ανταποδοτικών ή άλλου χαρακτήρος οικονομικών βαρών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1620/2012, 3183/2008 επτ. κ.ά).

 

8. Επειδή τα επίμαχα δαπανήματα δεν αποτελούν φορολογικά βάρη, καθώς έχουν τον χαρακτήρα δικαστικών τελών με σημαντικά στοιχεία ανταποδοτικότητας. Και αυτό, γιατί τόσο η μήνυση, την οποία, κατά τα αναφερθέντα, έχει, κατά το άρθρο 42 παρ. 1 Κ.Ποιν.Δ., το δικαίωμα να υποβάλει, εκτός από αυτόν που αδικήθηκε, και οποιοδήποτε άλλος, υποχρεώνει τον εισαγγελέα σε ειδικότερη έρευνα του περιεχομένου της κατά τις ρυθμίσεις του άρθρου 43 Κ.Ποιν.Δ. («1.0 εισαγγελέας όταν λάβει τη μήνυση ή την αναφορά, κινεί την ποινική δίωξη, παραγγέλλοντας προανάκριση ή ανάκριση ή εισάγοντας την υπόθεση με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, όπου αυτό προβλέπεται…….. 2. Αν η μήνυση ή η αναφορά δεν στηρίζεται στο νόμο ή είναι προφανώς αβάσιμη στην ουσία της ή ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης, ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών τη θέτει στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει προκαταρκτική εξέταση αν πρόκειται για κακούργημα ή την άσκηση ποινικής δίωξης ή τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης στα λοιπά εγκλήματα. 3. Αν έχει διενεργηθεί προκαταρκτική εξέταση ή προανακριτικές πράξεις κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 243 ή ένορκη διοικητική εξέταση και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών κρίνει ότι δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για να κινηθεί η ποινική δίωξη, θέτει την υπόθεση στο αρχείο και υποβάλλοντας τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αναφέρει σε αυτόν τους λόγους για τους οποίους δεν άσκησε ποινική δίωξη. Ο τελευταίος έχει δικαίωμα να παραγγείλει την άσκηση ποινικής δίωξης. 4. Μήνυση ή η αναφορά η οποία υποβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο ανωνύμως ή με ανύπαρκτο όνομα, τίθεται αμέσως στο αρχείο από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών και εφαρμόζονται αναλόγως όσα ορίζονται στην παράγραφο 2. Όταν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που μνημονεύονται ειδικά στην παραγγελία του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, μπορεί να διαταχθεί και προκαταρκτική εξέταση. 5……»), όσο και η πολιτική αγωγή που ασκείται ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου, κατά το άρθρο 63 Κ.Ποιν.Δ. («Η πολιτική αγωγή για την αποζημίωση και την αποκατάσταση από το έγκλημα και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης μπορεί να ασκηθεί στο ποινικό δικαστήριο από τους δικαιουμένους σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, εφαρμόζεται δε αναλόγως η παράγραφος 3 του άρθρου 340.»), το υποχρεώνει να εξετάσει την υπόθεση και από την σκοπιά του ιδιωτικού δικαίου που θέτει αυτός που την ασκεί. Το παράβολο μήνυσης, μάλιστα, στοχεύοντας, κατά τα περαιτέρω αναφερόμενα, στον περιορισμό του μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων, πρέπει να αποδίδεται σε εκείνον που το κατέβαλε, σε περίπτωση ευδοκιμήσεώς της, κατά την έννοια της σχετικής διατάξεως, έστω και αν αυτή δεν το ορίζει ρητά, κατ ανάλογη εφαρμογή αντιστοίχων διατάξεων που, επίσης, στοχεύουν στον περιορισμό αστήρικτων ενδίκων μέσων και βοηθημάτων σχετικών με την κρατική δραστηριότητα (πρβλ. άρθρα 36 παρ. 4 του π.δ. 18/1989, 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας), ενώ το μεγαλύτερο μέρος τούτου καταλήγει, κατ άρθρο 7 του ν. 3858/2010 (Α΄ 102/01.07.2010), στο Ταμείο Χρηματοδοτήσεως Δικαστικών Κτιρίων για τους σκοπούς του. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον τα εν λόγω δαπανήματα δεν αποτελούν φόρους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι αντίθετοι ισχυρισμοί των αιτούντων με τους οποίους, κατ επίκληση του ότι δεν προβλέπεται ρητώς η επιστροφή τους σε εκείνον που τα άσκησε σε περίπτωση ευδοκιμήσεως τους και του ότι η δίωξη του εγκλήματος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, προβάλλεται ότι, εν όψει του άρθρου 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος, τόσο η νομοθετική εξουσιοδότηση για την αναπροσαρμογή τους, όσο και η προσβαλλόμενη κ.υ.α. είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, αφού ο προσδιορισμός των ποσών αυτών έπρεπε να γίνει με τυπικό νόμο και όχι με κανονιστική πράξη, Κατά τη γνώμη, όμως, των συμβούλων Αρ. Βώρου και Γ. Τσιμέκα, εφόσον δεν προβλέπεται ρητώς η επιστροφή των επίδικων δαπανημάτων στον καταθέτη τους (μηνυτή και πολιτικώς ενάγοντα) σε περίπτωση ευδοκιμήσεως τους, σε περίπτωση δηλαδή κατά την οποία διαγιγνώσκεται η ενοχή του μηνυομένου, τόσο το παράβολο μηνύσεως όσο και το τέλος πολιτικής αγωγής στερούνται της ιδιότητας του δικονομικού τέλους, αφού, αποτελούν οριστική παροχή και, επομένως, έχουν τον χαρακτήρα φόρου και μάλιστα έμμεσου. Ενόψει αυτού, ισχύει για τα εν λόγω δαπανήματα η αρχή της νομιμότητας του φόρου που καθιερώνεται στις ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 78 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και ο εξεταζόμενος λόγος είναι, επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, βάσιμος, αφού σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές η επίμαχη αναπροσαρμογή έπρεπε, ως αφορώσα φόρο, να γίνει με τυπικό νόμο και όχι με κανονιστική πράξη.

 

9. Επειδή, το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και το άρθρο 6 της κυρωθείσης με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256) Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που επίσης κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας υπό την διατύπωση της δίκαιης δίκης, δεν αποκλείουν στον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις και γενικότερα διατυπώσεις για την πρόοδο της δίκης, όπως δικαστικά δαπανήματα για το έγκυρο της ασκήσεως των ενδίκων βοηθημάτων και μέσων (ΑΕΔ 33/1995), αρκεί αυτές να συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, να μην υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (βλ. ΣτΕ Ολομ.1619, 601/2012, 2780/2012 επτ. 3088-7/2011, 1583/2010 κ.α.` βλ. και ΕΔΔΑ αποφάσεις της 28.5.2009, Τσέλικα - Σκούρτη κατά Ελλάδος και της 12.1.2006, Φ. Γρυπαίος κατά Ελλάδος). Εξ άλλου, όπως γίνεται παγίως δεκτό, ο θεσμός της καταβολής παραβόλου θεσπίζεται από τον νόμο για να αποτρέπεται η άσκηση όλως απερίσκεπτων και αστήρικτων ενδίκων μέσων και, επομένως, τα δικονομικά παράβολα δεν έχουν χαρακτήρα φόρου, τέλους ή κρατήσεως αλλά αποβλέπουν στην αποφυγή δημιουργίας ασκόπων δικών (πρβλ. ενδ. ΣτΕ 1213/2011, 22/2010).

 

10. Επειδή, εν προκειμένω, με την κατά τα ανωτέρω θέσπιση παραβόλου μηνύσεως και τέλους πολιτικής αγωγής το πρώτον με τις παρ. 1 και 3, αντιστοίχως, του άρθρου 34 του ν. 3346/2005 επιδιώχθηκε, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της οικείας τροπολογίας με την οποία εισήχθησαν οι ρυθμίσεις αυτές, «να αποτραπεί η προσφυγή στα ποινικά δικαστήρια χωρίς προηγούμενη ώριμη σκέψη και η άσκοπη επιβάρυνσή τους με υποθέσεις ήσσονος κοινωνικής απαξίας», δεδομένου ότι «τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκρηκτική αύξηση του αριθμού των μηνύσεων που υποβάλλονται σε όλες τις Εισαγγελίες της χώρας . . . Επίσης παρατηρείται ότι ο αριθμός των αμετάκλητων καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται, είναι ιδιαίτερα μικρός σε σχέση με τις μηνύσεις που υποβάλλονται» (βλ. και σχετικές συζητήσεις στη Βουλή, Πρακτικά Συνεδρ. ΡΞΘ΄ και ΡΟ΄ της 24ης και 25ης Μαίου 2005, αντιστοίχως, όπου γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για υποβολή ετησίως 500.000 μηνύσεων σε όλη τη χώρα, από τις οποίες πάρα πολλές υποβάλλονται «αβασάνιστα, . . . , για εντελώς ασήμαντη αφορμή . . . ότι ελάχιστες από αυτές . . . καταλήγουν σε καταδίκη του μηνυομένου», με συνέπεια να «επιβαρύνεται έτσι άστοχα η δικαστική ύλη και δυσχεραίνεται χωρίς ουσιαστικό λόγο το ήδη βεβαρημένο έργο των δικαστών, με προφανείς επιπτώσεις τόσο στην ταχύτητα αλλά και στην ποιότητα της απονεμόμενης δικαιοσύνης»). ʼλλωστε, και στην αιτιολογική έκθεση του νεότερου ν. 4055/2012 αναφέρεται, συναφώς, ότι: «Η κατάθεση μηνύσεων και εγκλήσεων βαίνει συνεχώς αυξανόμενη . . . Είναι ορθό ο κινητοποιών το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης να καταβάλει υπέρ του Δημοσίου ένα συμβολικό ποσό γι αυτό, τέτοιο όμως ποσό που να μην αναιρείται η πρόσβαση στη δικαιοσύνη του παθόντος πολίτη.». Ενόψει αυτών, η επίδικη ρύθμιση υπαγορεύθηκε, κατά την εκφρασμένη περί αυτού βούληση του νομοθέτη, από λόγους που συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων και ανάγονται στην ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της και, ειδικότερα, στην αντιμετώπιση της βραδύτητας που συνεπάγεται στην απονομή της η υποβολή, λόγω δικομανίας, πολύ μεγάλου όγκου αστήρικτων και προπετών μηνύσεων. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., η υποχρέωση καταβολής δικαστικών τελών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περιορισμός του δικαιώματος προσβάσεως σε δικαστήριο ασυμβίβαστος per se με το άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., παρά μόνο εάν κριθεί ότι δεν αποβλέπει σε θεμιτό σκοπό και ότι δεν τηρείται εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ του συγκεκριμένου μέσου και του προς επίτευξη θεμιτού σκοπού, μεταξύ δε άλλων έχει κριθεί ως θεμιτός σκοπός η αποφυγή υπερφόρτωσης των δικαστηρίων με καταχρηστικά ή όλως αβάσιμα ένδικα βοηθήματα, όπως και η είσπραξη ευλόγων τελών για την εξέταση των ασκούμενων ενδίκων βοηθημάτων (βλ. αποφάσεις Ε.Δ.Δ.Α. της 10.5.2009 ΑΝΑΚΟΜΒΑ ΥULA κατά Βελγίου, της 7.2.2008 ΒΕΙΑΝ κατά Ρουμανίας, της 12.6.2007 ΒΑΚΑΝ κατά Τουρκίας). Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη πράξη τα επίδικα δαπανήματα αυξήθηκαν μεν σημαντικά εν σχέσει προς τα προηγούμενα, αντίστοιχα, ποσά του άρθρου 34 του ν. 3346/2005, εκείνα, πάντως, ήταν ιδιαίτερα χαμηλά προς επίτευξη του ανωτέρω σκοπού του νομοθέτη (10 ευρώ), όπως επιβεβαιώνεται και από τα αναφερόμενα στην δεύτερη από τις ανωτέρω αιτιολογικές εκθέσεις περί του ότι το παράβολο μηνύσεως δεν ανέκοψε τον μεγάλο τους αριθμό. Εξ άλλου, η αύξηση τούτου στο ποσό των 100 ευρώ, που εισήχθη με την επίδικη ρύθμιση προς αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού, είναι μεν μεγάλη, όχι όμως, τέτοιου ύψους ώστε να παρεμποδίζει ουσιωδώς, και μάλιστα κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς τις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας, το δικαίωμα δικαστικής ακροάσεως, ενόψει του ότι για τον μέσο πολίτη, η υποβολή μήνυσης δεν αποτελεί κατά κοινή πείρα ιδιαίτερα συχνή πρακτική. Συνεπώς, και ανεξαρτήτως του κατά πόσο η υποβολή μηνύσεως εκ μέρους προσώπου άλλου εκείνου που αδικήθηκε εμπίπτει στο συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα δικαστικής προστασίας, εν πάση περιπτώσει, δεν υπερβαίνει το όριο, που πρέπει να τηρείται εν όψει της επιβαλλόμενης αναλογίας μεταξύ του εν λόγω δικαιώματος και του επιδιωκόμενου, θεμιτά, από το νομοθέτη σκοπού να θέσει φραγμό σε όσους, με άσκοπες και επιπόλαιες καταγγελίες ή μηνύσεις για ασήμαντες αφορμές, απασχολούν υπέρμετρα την ποινικής δικαιοσύνη σε βάρος των σοβαρών υποθέσεων, με τις οποίες αυτή δεν μπορεί, λόγω της συσσώρευσης των μηνύσεων, να ασχοληθεί κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό. Προς τούτο, δεν αρκούν, όπως ισχυρίζονται οι αιτούντες, οι διατάξεις του άρθρου 585 του Κ.Ποιν.Δ., που προβλέπουν την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος εκείνων που υποβάλλουν ψευδείς μηνύσεις ή εγκλήσεις, αφού και στην περίπτωση αυτή τα αρμόδια όργανα (εισαγγελείς και ανακριτικοί υπάλληλοι) καλούνται, πάντως, να αποφανθούν σχετικά μετά την ανάλωση πολυτίμου χρόνου προς έρευνα και μελέτη τούτων. Τέλος, το απαράδεκτο της μηνύσεως λόγω μη κατάθεσης του σχετικού παραβόλου δεν κωλύει τελικώς την άσκηση ποινικής διώξεως κατά του καταγγελομένου ως δράστη αυτεπαγγέλτως διωκομένων εγκλημάτων, διότι η απαράδεκτη μήνυση ισχύει ως είδηση προς τον εισαγγελέα, ο οποίος υποχρεούται να κινηθεί αυτεπαγγέλτως. Με τα δεδομένα αυτά, εν όψει και του ότι το ένδικο παράβολο μηνύσεως αποδίδεται, κατά τα προεκτεθέντα, στον μηνυτή σε περίπτωση καταδίκης του μηνυομένου, η επίδικη ρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστά υπέρμετρο περιορισμό του δικαιώματος πρόσβασης στο δικαστήριο μη ανεκτό συνταγματικά, ούτε θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος δικαστικής προστασίας των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών, η δε επίμαχη ρύθμιση δεν παρίσταται, ούτε ως μέτρο δυσανάλογο σε σχέση με τους επιδιωκόμενους από τον νόμο σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. ΣτΕ 601, 1619/2012 Ολομ.). Εξ άλλου, σε σχέση με το τέλος πολιτικής αγωγής, η ειδική διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 3226/2004 (Α΄ 24) προβλέπει την παροχή νομικής βοήθειας σε υποθέσεις αστικού και εμπορικού χαρακτήρα. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ότι η επίδικη αύξηση των επίμαχων δαπανημάτων, αδιακρίτως εισοδήματος και φοροδοτικής ικανότητας, όσων επιθυμούν να υποβάλλουν μήνυση, παραβιάζει τα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α., που κατοχυρώνουν το δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας.

 

11. Επειδή, περαιτέρω προβάλλεται ότι εν προκειμένω υπήρξε υπέρβαση της παρασχεθείσας εξουσιοδοτήσεως, διότι η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση, η οποία εξουσιοδοτήθηκε να αναπροσαρμόσει απλώς τα προσδιορισμένα με τυπικό νόμο ποσά, βάσει, προφανώς, ορισμένων αντικειμενικών κριτηρίων (όπως η μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή, των συναλλαγματικών ισοτιμιών κ.λπ.), προέβη σε αναπροσδιορισμό των επίδικων δαπανημάτων κατά την ελεύθερη κρίση της, προς εξυπηρέτηση του ταμειακού συμφέροντος του Δημοσίου. Ο λόγος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθώς οι εξουσιοδοτικές διατάξεις βάσει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, τα άρθρα 42 παρ.4 και 63 εδάφιο δεύτερο του Κ.Ποιν.Δ., έχουν την έννοια ότι, κατ εφαρμογή τους, ο κανονιστικός νομοθέτης πρέπει να τηρήσει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της αναλογικότητας, την οποία, κατά τα ήδη εκτεθέντα, δεν παραβίασε. Προβάλλεται συναφώς ότι για να είναι συνταγματικώς θεμιτή νομοθετική εξουσιοδότηση που επιτρέπει την αναπροσαρμογή αριθμητικών δεδομένων σε ύψος πολλαπλάσιο εκείνου που καθόρισε ο ίδιος ο νόμος, όπως έγινε εν προκειμένω με τα επίμαχα δαπανήματα, θα έπρεπε ο νόμος αυτός να είχε ψηφισθεί από την Ολομέλεια της Βουλής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 71 παρ. 1 και 72 παρ. 1 του Συντάγματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι το κατά πόσο νόμος ψηφίσθηκε από Τμήμα και όχι από την Ολομέλεια της Βουλής, ανάγεται στη διαδικασία ψηφίσεώς του (interna corporis) και δεν εξετάζεται από τα δικαστήρια (ΣτΕ 1270/1977 Ολομ., 902-903/1981 Ολομ, 2185/1994), ενώ, εξάλλου, οι προαναφερθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις ούτε κατά το γράμμα τους, ούτε κατά την έννοιά τους, τάσσουν σχετικό περιορισμό.

 

12. Επειδή, κατόπιν αυτών και εφόσον δεν προβάλλεται άλλος λόγος ακυρώσεως, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να απορριφθεί.

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Καταργεί, εν μέρει, τη δίκη κατά το σκεπτικό.

 

Απορρίπτει την αίτηση, κατά τα λοιπά.

 

Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, σύμφωνα με το σκεπτικό και

 

Επιβάλλει στον αιτούντα Δικηγορικό Σύλλογο τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου, η οποία ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.

 

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 19 Φεβρουαρίου και 5 Μαρτίου 2013

 

Ο Πρόεδρος του Β΄ Τμήματος Ο Γραμματέας του Β΄ Τμήματος

 

Φ. Αρναούτογλου       Ι. Μητροτάσιος

 

και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 2014.

 

Ο Πρόεδρος του Β' Τμήματος      Η Γραμματέας

 

Φ. Αρναούτογλου Α. Ζυγουρίτσα